Ο Παναγιώτης Πανταζής, γνωστός ως Pan Pan γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα και είναι comic artist, εικονογράφος ενώ παράλληλα φτιάχνει μουσική με synths, samplers, stomp pedals και κασετόφωνα που έχει συλλέξει όλα αυτά τα χρόνια. Έχει κυκλοφορήσει μόνος του, αλλά και σε συνεργασία με δισκογραφικές εταιρείες, προσωπικά άλμπουμ σε κασέτα, cd και βινύλιο. Οι πιο πρόσφατες κυκλοφορίες του, «Φαντασμαγορία Δύο» και «Φαντασμαγορία Τρία», αγαπήθηκαν μεμιάς από ένα ετερόκλητο κοινό και περιλαμβάνουν κομμάτια όπως το «Χτύπα με σαν Ρεύμα στην Πίστα» που δημιουργούν μια νοσταλγική ευφορία. Επαναφέρει το χορό στο μητροπολιτικό προσκήνιο με synth ήχους που φέρνουν τους ανθρώπους κοντά. Ο Pan Pan επαναφέρει την έννοια της πίστας, του ξεφαντώματος, κάνοντάς σε να θες να βγάλεις από μέσα σου ό,τι σε «βαραίνει» μέσα από χορευτικές μανούβρες ισορροπώντας παιγνιωδώς πάνω στην «Ανισόπεδη Ντίσκο» του.
Σε πιο πρόσφατα νέα, ο Παναγιώτης μαζί με τον συμπαίκτη του από τους Echo Tides Γιάννη Αναγνωστόπουλο aka Years of Youth, μέσω της ανεξάρτητης δισκογραφικής Black Caramel Records μόλις κυκλοφόρησαν το single με τίτλο «Ροζ φώτα», όπου αφήνουν στην άκρη τις οργανικές υφές της τελευταίας συνεργασίας τους, βάζουν τα synthesizers στην πρίζα και βουτάνε ακόμη πιο βαθιά στο διάστημα, ως ενα μικρό δείγμα ενός μεγαλύτερου εγχειρήματος που οι δυο τους θα μας αποκαλύψουν μέσα ςτους επόμενους μήνες.
Την Πέμπτη 22 Ιουνίου ο Pan Pan μοιράζεται με τον Mazoha τη σκηνή της Τεχνόπολης του Δήμου Αθηναίων, με full band φίλων του σε synthesizers, βιολί, κιθάρα, drums και φωνές για να στήσουν πάρτυ και να παρουσιάσουν τις Φαντασμαγορίες του με τρόπο που δεν έχουν ακουστεί ως τώρα, όπου θα έχουμε τη δυνατότητα να ακούσουμε παλιότερες μουσικές από το κοντινό μέλλον.
Με αφορμή αυτό, ο Παναγιώτης μίλησε στο Olafaq για μεταφυσικές ντίσκο, τα αιώνια έργα στο κέντρο της Αθήνας, για την ελληνική πραγματικότητα αλλά και για την αγάπη του για τα synthesizers και τους φίλους του.
– Από πιο σημείο θα ήθελες να ξεκινήσουμε την ιστορία σου;
Γεννήθηκα στην Αθήνα, μεγάλωσα στην Αθήνα, σπούδασα στον Βόλο και ξαναγύρισα στην Αθήνα. Μουσική άρχισα να παίζω μετά τα 20 μου καθώς δεν έπαιζα πιο μικρός. Η πρώτη μου ασχολία ήταν να φτιάχνω beats, γιατί είχαμε με φίλους και με τον ξάδερφο μου ένα χιπ χοπ συγκρότημα όπου εγώ έφτιαχνα τα beat και ραπάραμε όλοι μαζί παρέα. Βέβαια, από ένα σημείο και έπειτα αυτό δεν μου ήταν αρκετό, οπότε άρχισα να φτιάχνω και δικές μου μελωδίες, οι οποίες άρχισαν να παρεκκλίνουν από τα χιπ χοπ μονοπάτια καθώς αρχισα να πειραματίζομαι με την ελεκτρόνικα. Σιγά σιγά με τα χρόνια με τους φίλους μου δημιουργήσαμε μια μπάντα, τους Echo Tides, σε πιο οργανικό ήχο πλέον -δηλαδή εκεί πέρα από synthesizers προσθέσαμε πλέον και live όργανα. Βέβαια, τα τελευταία τρία περίπου χρόνια επέστρεψα και πάλι στα synthesizers και στα drum machines με ελληνικό στίχο πλέον όπου και η μουσική που κάνω είναι πιο κοντά σε synth pop, και νομίζω ότι για την ώρα αυτό με καλύπτει. Τώρα, για το μέλλον θα δούμε.
– Τι ήταν αυτό που σε τράβηξε περισσότερο στα synthesizers και γενικότερα στον ηλεκτρονικό ήχο;
Δεν ξέρω ακριβώς, γιατί δεν είναι ότι ακούω τόσο πολύ αυτό το μουσικό είδος, αλλά όταν άρχισα να παίζω δικές μου μελωδίες συνειδητοποίησα ότι μου άρεσε. Καταρχάς το να φτιάχνω κάτι μέσα από κάποιο software στον υπολογιστή και μέσω ενός keyboard, μου παρείχε μια εύκολη πρόσβαση και έτσι συνειδητοποίησα ότι μπορώ να φτιάχνω έναν ήχο ακριβώς όπως τον θέλω. Έναν ήχο ακριβώς όπως τον φανταζόμουν στο κεφάλι μου. Όταν ήρθε η ώρα λοιπόν να παίξω το πρώτο μου live -που συνέβη κάπως κατά λάθος όταν μου ζητήθηκε να παίξω γιατί είχε υπάρξει κάποιο ενδιαφέρον για τη μουσική που ανέβαζα στο myspace- εκεί αναγκαστικά μπήκα σε κάποια άλλη διαδικασία για να δω πως μπορώ να φέρω αυτή τη μουσική πάνω στην σκηνή. Τότε η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι -πέρα από το τι ρόλους θα έδινα στους φίλους μου για να μπορέσουμε να βγούμε ως μπάντα προς τα έξω- εγώ θα είχα synthesizer στα χέρια μου. Κάπου εκεί ήταν σαν να κόλλησα αυτό το «μικρόβιο» που που δεν κατάλαβα ακριβώς πως συνέβη, αλλά άπαξ και συμβεί είναι σα να μπαίνεις σε μια διαδικασία. Από εκεί και πέρα, αρχίζεις να το ψάχνεις ακόμα περισσότερο και να θες κι άλλο εξοπλισμό για να κάνεις κάτι άλλο ή βλέπεις για παράδειγμα ότι κάτι δεν το χρησιμοποιείς τόσο πολύ, το ξεφορτώνεσαι, το πουλάς, το ανταλλάζεις, αλλά πάντα εκεί που καταλήγω είναι ότι αυτό που μου αρέσει πάρα πολύ είναι να έχω στο μυαλό μου ότι θέλω έναν συγκεκριμένο ήχο και να βρω πως μέσα από απλά εργαλεία –πως να πάρεις δηλαδή μια κυμματομορφή και να σμιλέψεις με φίλτρα και τα modulation που σου δίνει ένα synthesizer και να καταλήξεις να δημιουργείς τον ήχο που θέλεις και πως τελικά αυτός ο ήχος θα ταιριάξει μ΄έναν άλλο ήχο στην ενορχήστρωση σου.
– Ας αφήσουμε για λίγο τα μπιμπλίκια, κι ας περάσουμε σε κάτι εντελώς διαφορετικό. Πώς σου φαίνεται η κατάσταση της Ελλάδας σήμερα;
Νιώθω ότι είναι μια δύσκολη χώρα για να ζεις είτε έχεις ελληνικό διαβατήριο, είτε δεν έχεις, γιατί βασικά μου φαίνεται ζόρικο το να είσαι κάποιος σαν εμένα ή τους φίλους μου που σε ενοχλεί το γεγονός ότι η κοινωνία έχει πάρει μια ακροδεξιά στροφή που επιρρίπτει την ευθύνη για τις δυσκολίες της καθημερινότητάς της στους πρόσφυγες, στους μετανάστες ή σε ή σε οτιδήποτε τελοσπάντων παρεκκλίνει από το αρχετυπικό «λευκός, ορθόδοξος, Έλληνας». Όλο αυτό, νιώθω ότι είναι κάπως δύσκολο. Πόσο μάλλον αν δεν είσαι Έλληνας υπήκοος. Από την άλλη, αρχίζω να πιστεύω ότι αυτό είναι και μια φούσκα δικιά μας, και ότι κατά κάποιο τρόπο αρχίζουμε να γνωριζόμαστε -ψυχικά ας το πούμεμε- με όλο αυτό το πράγμα, καθώς οι πρόσφατες εκλογές έδειξαν ότι άλλοι άνθρωποι νιώθουν πολύ άνετα με όλο αυτό που συμβαίνει. Άρα, η δυσκολία αυτή μπορεί να είναι μια πεποίθηση δικιά μου και του κοντινού μου κύκλου. Βέβαια, ταυτόχρονα όλο αυτό μας φέρνει πιο κοντά, μας δυναμώνει -το να είμαστε δηλαδή πιο κοντά με τους ανθρώπους που εκτιμάμε. Ωστόσο, δεν μπορώ να πω ότι «οκ μου αρκεί απλά το να είμαι πιο κοντά με τους ανθρώπους μου και τους φίλους μου», γιατί θέλω εγώ και οι άνθρωποί μου να ζούμε μια καλύτερη ζωή γενικότερα.
– Και αυτό θα ήταν η επόμενη μου ερώτηση. Τι χρειάζονται τα παιδιά πέρα από χορό;
Τα παιδιά πέρα από χορό χρειάζονται δημόσια παιδεία υψηλού επιπέδου, δημόσια δωρεάν υγεία για να είμαστε σίγουροι ότι αν μας συμβεί το πιο απλό πράγμα μπορούμε να συνεχίσουμε να ζούμε και ότι δεν κινδυνεύεις να χάσεις τη ζωή σου από κάτι εντελώς αποτρέψιμο. Και από κει και πέρα, πάει σε πιο προσωπικό επίπεδο, νιώθω ότι χρειαζόμαστε αγάπη, συντροφικότητα και ενσυναίσθηση να μπορούμε να μπαίνουμε στη θέση ο ένας του άλλου για να μπορούμε να καταλάβουμε πως νιώθει ο άλλος και να συνεχίζουμε να ζούμε.
– Η Αθήνα βρίσκεται παντού στη μουσική σου και θα ήθελα να σταθούμε λίγο στη σημειολογία της. Είναι θεωρείς μια πόλη που αγαπάμε να μισούμε, πώς την αντιλαμβάνεσαι εσύ;
Είναι περίεργο για μένα, καθώς μεγάλωσα και ενηλικιώθηκα και συνέχισα να μεγαλώνω σε αυτήν την πόλη και πάντα την αγαπούσα πάρα πολύ και πάντα καταλάβαινα την ασχήμια της, αλλά ταυτόχρονα με γοήτευε κιόλας πάρα πολύ. Αλλά καθώς τα τελευταία δυο χρόνια λόγω συνθηκών που προέκυψαν έφυγα από την Αθήνα και ζω λίγο πιο έξω, νιώθω ότι μου χει φύγει ένα άγχος που δεν συνειδητοποιούσα ότι είχα όταν ζούσα στο κέντρο. Δηλαδή στην παρούσα φάση μου αρέσει λίγο πιο πολύ που είμαι σ΄ένα πιο ήσυχο μέρος και όχι τόσο κεντρικά. Αλλά απ’ την όταν κατεβαίνω, νιώθω αυτό που λέμε ότι «είναι ωραίο να πας για λίγο» αλλά δεν ξέρω αν αντέχεται για όλη την ώρα. Αλλά προφανώς έχει να κάνει με τη φάση που βρίσκομαι τώρα, που έχω δηλαδή ένα μικρό παιδί. Παράλληλα, πιστεύω ότι η Αθήνα έχει χίλια στραβά και ότι δεν είναι η εικόνα του κέντρου μιας τόσο μεγάλης ευρωπαϊκής πρωτεύουσας η οποία μάλιστα έχει μια ιδιαίτερη θέση -πώς να στο πω- στο «ευρωπαϊκό coolness», που αν πεις σε οποιονδήποτε στο εξωτερικό «είμαι στην Αθήνα» θα σου πει «ουαο, ουαο, Αθήνα», έχει βέβαια ένα μυστήριο και μια γοητεία, αλλά δεν μπορώ να ακούω μπούρδες του τύπου «η Αθήνα είναι το νέο Βερολίνο», καμία σχέση. Η Αθήνα, είναι η Αθήνα, είναι αυτό που είναι. Αλλά νιώθω ότι είναι λίγο περίεργο να κατεβαίνεις στο κέντρο και να είναι σκαμμένα τα πάντα μονίμως χωρίς να πηγαίνει κάπου όμως όλο αυτό, να είναι απλά ένα διαρκές κάψιμο, να έχει μονίμως κίνηση, και δεν θα αναφερθώ καν στο πολεοδομικό κομμάτι.
-Ναι, εγώ που μένω στο κέντρο μπορώ να στο επιβεβαιώσω αυτό, η μετακίνηση στο κέντρο είναι τρομερά δύσκολη αν είσαι πεζός. Πόσο μάλλον των ανθρώπων με κινητικά προβλήματα.
Άτομα με κινητικά προβλήματα, ή ακόμα και με ένα καρότσι να θες να κατέβεις στο κέντρο, καθίσταται αρκετά δύσκολο. Παντού βρίσκεις σαμαράκι, λακούβα, σκαλωσιά, έργα κτλ. Όπως κι αυτό που εγώ θεωρώ άσχημο σαν εικόνα είναι το να κατεβαίνεις στο κέντρο της Αθήνας και να υπάρχει παντού μια κλούβα Μ.Α.Τ. Για ποιο λόγο; Εννοώ, τι γίνεται; Γιατί υπάρχει αυτό το πράγμα εκεί πέρα, υπάρχει κάποιος άμεσος κίνδυνος για να χρειάζεται άμεση επέμβαση; Από την άλλη, υπάρχουν παράλληλα άπειρες πραγματικότητες που είναι οι πραγματικότητες που φτιάχνει ο κάθε άνθρωπος με τους δικούς του ανθρώπους και βιώνει μέσα από τα δικά του μάτια το δικό του δίκτυο, και είναι μια πόλη όπου συναντώνται τα δίκτυα των ανθρώπων για διασκέδαση ή για να νιώσουν ότι είναι μαζί με ανθρώπους παρόμοιους με εκείνους, ή για να δημιουργήσουν και να φτιάξουν μαζί μουσική να κάνουν τέχνη γενικότερα. Επομένως, ξέρεις, δεν είναι μια η εικόνα της Αθήνας, ούτε και η πραγματικότητά της ευτυχώς. Και αυτό νομίζω είναι που την κρατάει σε ζωή και το να είναι μια πόλη τόσο παλλόμενη.
– Η «ντίσκο», πέρα από την «ανισόπεδη ντίσκο», ξεμυτίζει πολύ συχνά στα τραγούδια σου. Έχω την αίσθηση ότι παίρνει διαστάσεις συμβολικές έως και μεταφυσικές μη σου πω…
Μου αρέσει αυτό που λες.
– Τι συμβολίζει για σένα;
Καταρχάς, είναι ωραίο όπως το βλέπεις εσύ, γιατί το κρίνεις ως ακροάτρια και αυτό είναι που έχει περισσότερη σημασία. Δηλαδή εγώ γράφω κάτι, αλλά από εκεί και πέρα, από τη στιγμή που φεύγει από μένα δεν έχει απολύτως καμιά σημασία το τι σκεφτόμουν εγώ όταν το έγραφα. Έχουν σημασία οι ερμηνείες που δίνει ο κάθε άνθρωπος που ακούει το κομμάτι και αυτό μου αρέσει πάρα πολύ. Το διασκεδάζω να ακούω τις ερμηνείες των άλλων ανθρώπων, γιατί σκέφτομαι «κοίτα να δεις, αυτό δεν το είχα σκεφτεί καν». Τώρα, καθαρά στο δικό μου κομμάτι, απλά χαρακτήρισα την Αθήνα ως «ντίσκο» για πλάκα, σαν να το αντιμετωπίζεις ως gaming, ως περιβάλλον gaming, διότι πας κάπου και με κάποιο τρόπο διασκεδάζεις , ψυχαγωγείσαι, ή μάλλον για να το θέσω πιο σωστά, πας κάπου αλλού, νιώθεις κάτι διαφορετικό – μπορεί να νιώσεις και λυπημένος αλλά ήθελα να βάλω μια fun διάσταση μέσα σε όλο αυτό το πράγμα. Άλλωστε η ντίσκο πάντα φέρνει χαρά ως λέξη και χαρούμενους συνειρμούς και το χρειαζόμουν κάτι τέτοιο γιατί γενικότερα μου αρέσει να δίνω έναν ψυχαγωγικό χαρακτήρα στη μουσική μου ώστε να μπορέσω να πω αυτά που θέλω χωρίς αυτά να είναι απαραιτήτως τόσο χαρούμενα. Δηλαδή, η κατάσταση που πολλές φορές περιγράφω στα κουπλέ δεν είναι απαραίτητα διασκεδαστική και μπορεί να περιλαμβάνει ένα άγχος. Κάποια άγχη ξέρεις που θέλω να εκφράσω και να βγουν από μέσα μου ώστε αν τα δω απέναντι μου είναι πιο εύκολα αντιμετωπίσιμα, παρά κάποια ανέμελη διασκέδαση.
– Νομίζω το είχε πει και ο Tom Waits αυτό, ότι λέμε κάπως φριχτά πράγματα με χαρούμενη μουσική, κάπως αντίστοιχα το αντιλαμβάνομαι.
Ξέρεις, Tom waits δεν έχω ακούσει τόσο πολύ, αλλά άκουγα Pulp όπως ακριβώς λέει στο κομμάτι. Γιατί οι Pulp τι έκαναν; Έφτιαχναν μια μουσική πάρα πολύ διασκεδαστική που σε κάνει να θες να χορέψεις, να χτυπηθείς, να εκτονωθείς, αλλά τα πράγματα για τα οποία μιλούσαν ήταν η καθημερινότητα της εργατικής τάξης της Αγγλίας, η ζοφερή πραγματικότητα και τα άγχη που προκύπτουν από μια διαβίωση σε συνθήκες που μπορούν να σε πιέσουν πάρα πολύ και πώς εσύ μπορείς να επιβιώσεις μέσα σ΄αυτά και να βρεις διεξόδους για να καταφέρεις να συνεχίσεις.
– Μου δίνεται η εντύπωση ότι έχεις λιώσει τις σόλες σου σε πολλές πίστες.
Χόρευα πολύ παλιά είναι η αλήθεια.
– Ποιες από αυτές σου έχουν αποτυπωθεί στη μνήμη;
Καταρχάς, για μένα η μεγαλύτερη πίστα είναι η ίδια η πόλη, δηλαδή το να περπατήσω με έναν φίλο μου ή με το κορίτσι μου. Από μόνο του αυτό είναι μια διασκέδαση. Και γενικότερα, αν πάω κάπου αλλού, σε μια άλλη πόλη που δεν την έχω ξαναεπισκευτεί, αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο είναι να την περπατήσω.Τώρα όσον αφορά τα μαγαζιά, μιας και δεν πολυβγαίνω τα τελευταία χρόνια, τα καινούργια δεν τα ξέρω. Παλιότερα μου άρεσε πολύ το Key Bar και η Rebound που τίποτα από αυτά δεν υπάρχει πια. Δεν είναι αυτός βέβαια ο λόγος που δεν βγαίνω τώρα, αλλά εντάξει. Η αλήθεια είναι δεν ξέρω τώρα που χορεύει ο κόσμος.
– Θα αναφερθώ και πάλι στην «ανισόπεδη ντίσκο» -υπάρχει ένα κάποιο κόλλημα όπως αντιλαμβάνεσαι- όπου αποτίνεις φόρο τιμής σε καινούργιους και παλιούς καλλιτέχνες, γεγονός που εγώ προσωπικά βρίσκω πολύ γλυκό. Ποιοι σε επηρέασαν και ποιοι σε συγκινούν σήμερα;
Σ΄αυτό το κομμάτι αναφέρω καλλιτέχνες που δεν παίζουν πια μουσική και κάποιους ακόμα που δε ζούνε, καλλιτέχνες που είναι παλιότεροι και που είναι ακόμα ενεργοί, καλλιτέχνες που είμαστε κοντά σε ηλικία και που συνεργαζόμαστε και ακόμα και κόσμο που είναι πιο μικρός από μένα και νιώθω ότι φέρνουν τα επόμενα. Όλο αυτό το έκανα γιατί μου άρεσε. Επίσης, όπως είπα και νωρίτερα εγώ προέρχομαι από το χιπ χοπ και στο χιπ χοπ παίζει πάρα πολύ το “shout out” και ήθελα να κάνω ένα shout out γιατί ένιωθα ότι θα είναι διασκεδαστικό, ένιωθα ότι θα είναι ενδυναμωτικό , κι ένιωθα επίσης ότι μοιράζεσαι με αυτόν τον τρόπο. Ξέρεις, αυτό τον αγνό ενθουσιασμό που έχω πάντα όταν ακούω μια μουσική που μου αρέσει και θέλω να τη βάλω να την ακούσει και άλλος κόσμος. Μετά από ένα χρόνο σχεδόν που έχει κυκλοφορήσει η Ανισόπεδη Ντίσκο, έχω την αίσθηση ότι πολύς κόσμος έμαθε μουσική από τα συγκροτήματα που αναφέρονται στο κομμάτι. Πολύς κόσμος μου έχει στείλει κατά καιρούς λίστες και μου λέει «κοίτα, έφτιαξα μια λίστα με ένα κομμάτι από κάθε μπάντα που αναφέρεις» και ότι «πολλά από αυτά δεν τα ήξερα καν και είχα την περιέργεια να τα ακούσω». Και έχει πλάκα όλο αυτό. Επίσης με γοήτευε η ιδέα να αποτίσω φόρο τιμής κατά κάποιο τρόπο σε παλιότερους. Βέβαια, εκεί είχα μόνο δεκαέξι μπάρες να τα χωρέσω, και προφανώς δεν αρκούσαν για όλα. Υπάρχουν πάρα πολλά άλλα πράγματα που μου αρέσουν και δεν χώρεσαν. Ήταν απλά μια ενδεικτική λίστα και παράλληλα ήταν και ο τρόπος μου να πω και στα παιδιά που τώρα δημιουργούμε τώρα παρέα, ότι είμαστε και συνεχίζουμε μαζί και ότι είμαι χαρούμενος που το κάνουμε.
– Επειδή μου έδωσες πάσα και για την επόμενη ερώτηση καθώς έχω μια αίσθηση ότι η μουσική σου έχει την εξής ιδιομορφία που παράλληλα την κάνει να ξεχωρίζει. Αντιλαμβάνομαι μια «κομικς – οποίηση» της μουσικής, σα να βλέπει εικόνες κάποιος που ακούει τα κομμάτια. Πώς θα το σχολίαζες αυτό;
Αυτό πάει με αυτό που λέγαμε νωρίτερα για το πώς αντιλαμβάνεται κανείς τους στίχους. Φτιάχνεις δηλαδή τις εικόνες και αυτό που εσύ σκέφτεσαι κάποιον να πηγαίνει στ’ αστέρια με μια μπέρτα, εγώ μπορεί να τον σκέφτομαι με τα καθημερινά του ρούχα, και κάποιος άλλος με μια διαστημική στολή. Έχει πλάκα αυτό να συμβαίνει εννοείται. Σίγουρα λέω ιστορίες με εικόνες, είτε με κόμιξ, είτε με τραγούδια. Για να πεις ιστορίες πρέπει να βάλεις εικόνες στη σειρά, άρα μοιραία θα συμβεί αυτό. Ο καθένας θα χτίσει την κάθε εικόνα μέσα στο κεφάλι του, και κάποιος θα το σκεφτεί έτσι και κάποιος αλλιώς. Και αυτό είναι και το γοητευτικό στην όλη υπόθεση.
– Σε ποια ταινία θα ήταν ιδανικό soundtrack ο Pan Pan;
Θα ήταν πολύ ωραία μια ταινία σαν το Drive που έχει πολλές ωραίες synth pop electronica στιγμές, αλλά και πολλές ωραίες ambient στιγμές. Θα μου άρεσε πολύ κάτι τέτοιο, να μείνω ελεύθερος να γράψω pop τραγούδια, αλλά και ambient για τις στιγμές που χρειάζονται.
– Έχω την αίσθηση ότι τον Pan Pan ton αγάπησαν ροκάδες, ρεϊβάδες, νταρκάδες, έντεχνοι, ποπ, ακόμα και μέινστριμ. Ποιο πιστεύεις ότι είναι το αόρατο μέλι που έλκει όλους αυτούς τους διαφορετικούς μεταξύ τους ανθρώπους γύρω από το μελίσσι σου;
Δεν μπορώ να πω με σιγουριά, γιατί δεν φτιάχνω μουσική με γνώμονα το τι θα αρέσει και πως θα «πιάσει» τους ανθρώπους, αλλά με γνώμονα να αρέσει σε μένα. Αλλά αν μπορώ να δώσω μια ερμηνεία είναι ότι γράφω μουσική για πράγματα που με απασχολούν κι έτσι αν αυτά στα οποία αναφέρομαι συμπίπτουν με πράγματα που απασχολούν κάποιον ακροατή, πιάνουν ένα πολύ μικρό κομμάτι από όλο αυτό και το φέρνουν στη δική τους πραγματικότητα. Για παράδειγμα, είχε έρθει ένα queer εικοσάχρονο παιδί και μου είχε πει «ταυτίζομαι με κάθε στίχο από την Ανισόπεδη Ντίσκο», και του απαντώ, «πώς ακριβώς ταυτίζεσαι στα 20 σου με έναν σαραντάχρονο, straight, με οικογένεια, παιδί και μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα;», και που απάντησε ακριβώς αυτό, ότι «δεν είναι ότι με απασχολεί το πώς θα μεγαλώσω το παιδί μου, αλλά ταυτίζομαι στο ότι σε απασχολεί να μιλήσεις για την καθημερινότητα», και νομίζω αυτό είναι, ότι όταν αναφέρομαι στην πραγματικότητα δε μιλάω για πράγματα που δεν ξέρω, αλλά για πράγματα που έχω βιώσει, κι αυτό μάλλον εκτιμάται, κι μιλάω για πράγματα που φεύγουν από την πραγματικότητα και πάνε προς την ονειροπόληση, δε ξέρω, τους αρέσουν οι εικόνες ίσως. Υποθέσεις κάνω, δε μπορώ να ξέρω με σιγουριά, και αυτό είναι και το κολακευτικό της υπόθεσης, ότι κάθε άνθρωπος διαφορετικά θα το καταλάβει μέσα του.
– Αν μπορούσες τώρα να πατήσεις ένα κουμπί και να γίνεις ξανά παιδί ή έφηβος, χωρίς φυσικά να έχεις επίγνωση όσων έχεις ζήσει μέχρι σήμερα, θα το έκανες;
Όχι, είναι πολύτιμη η πορεία στο χρόνο, κι όσο επίπονη ή επώδυνη μπορεί να γίνεται σε φάσεις, κάτι μένει από όλο αυτό, επίσης τα ωραία πράγματα κι αυτά κάπου σε πάνε. Όχι, δεν θα το ήθελα, μου αρέσει πάρα πολύ να προχωράω προς τα μπρος και να βιώνω κάθε στιγμή με τα ωραία της και τα άσχημά της. Ξέρεις, είμαι και χαρούμενος για το που βρίσκομαι τώρα, και δεν αναφέρομαι ούτε στα επαγγελματικά, ούτε τίποτα. Είμαι οκ με αυτό που είμαι, μου πήρε πάρα πολλά χρόνια στο να φτάσω σε ένα σημείο να νιώθω αρκετά εντάξει με τον εαυτό μου. Επομένως δεν θα ήθελα να ξαναπάω πίσω βήματα. Κι η αλήθεια είναι ότι ως μπαμπάς, βλέπω να το ζει κάποιος άλλος και να το ευχαριστιέμαι ως θεατής πλέον.
– Τι καινούργιο ετοιμάζεις Παναγιώτη;
Από κόμικς σε συνεργασία με τις Εκδόσεις Διόπτρα, ετοιμάζω τον «Καπετάν Μιχάλη». Το δουλεύω αυτή τη περίοδο και θα βγει το φθινόπωρο. Είναι ένα μεγάλο πρότζεκτ αλλά είμαι πολύ χαρούμενος που το ανέθεσαν σε μένα, γιατί νιώθω πως έχω ένα πολύ συγκεκριμένο όραμα για το πως το πραγματοποιώ, και αγωνιώ να το μοιραστώ και με τον υπόλοιπο κόσμο. Επίσης ετοιμάζω ένα σιγκλάκι με τον φίλο μου τον Γιάννη aka Years of Youth από Echo Tides που θα ονομάζεται «Ροζ Φώτα» και θα είναι τελείως ηλεκτρονικό, μόνο synthesizers και φωνές, κι αυτό είναι μέρος κάτι μεγαλύτερου που έρχεται που θα δείτε τους επόμενους μήνες.
– Τι να περιμένουμε στη συναυλία που διοργανώνει το Death Disco στις 22 Ιουνίου στην Τεχνόπολη όπου θα εμφανιστείς μαζί με τον Mazoha (κατά κόσμον Τζίμη Πολιούδη);
Όσον αφορά το live, θα είμαστε full band, θα έχω δηλαδή μαζί μου τα 3 παιδιά από το άλλο συγκρότημα που έχουμε, τους Echo Tides –δηλαδή τον Γιάννη Αναγνωστόπουλος στα synthesizers, την Καλλιόπη Μητροπούλου στη φωνή αλλά και στο βιολί, και τον Γιώργο Λυγουριώτη στα τύμπανα. Επίσης μαζί μας θα είναι η Βασιλίνα στα φωνητικά και ο Βαγγέλης Ντουμανάς στην ηλεκτρική κιθάρα. Θα είμαστε ουσιαστικά μια εξαμελής μπάντα, κι εγώ θα έχω synthesizers και φωνή. Θα έχουμε επίσης πάρα πολλούς καλεσμένους, όπου σχεδόν όλες μου οι καλεσμένες από τις Φαντασμαγορίες θα περάσουν από τη σκηνή. Θα παρουσιάσουμε τα κομμάτια ενορχηστρωμένα από την αρχή, κι ανυπομονώ πάρα πολύ να το δείξω αυτό στον κόσμο. Θα παίξουμε παλαιότερα κομμάτια από τις Φαντασμαγορίες, αλλά και κομμάτια από το μέλλον, δηλαδή κομμάτια καινούργια πάνω στα οποία δουλεύουμε με τον Γιάννη Αναγνωστόπουλο που θα είναι μαζί μας και στη μπάντα, και γενικότερα νιώθω ότι θα είναι ένα πολύ πλούσιο θέαμα.