Το 64ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης προσελκύει κοινό στην πόλη που έχει συνδεθεί όσο καμία με την έβδομη τέχνη από τις 2 ως τις 12 Νοέμβρη. Φέτος, θα προβληθούν 270 μεγάλου και μικρού μήκους ταινίες, με τις 79 ταινίες να είναι διαθέσιμες και διαδικτυακά, μέσω της ψηφιακής πλατφόρμας του Φεστιβάλ.
Τo Φεστιβάλ φέτος υποδέχεται και διεθνείς αστέρες: εκτός από τη Μόνικα Μπελούτσι, θα έρθει και ο οσκαρικός σκηνοθέτης Αλεξάντερ Πέιν, αλλά και ο Τζέρεμι Ποντέσουα που θα δώσει ένα συναρπαστικό masterclass. Η σπουδαία ερμηνεύτρια Χάρις Αλεξίου θα είναι φέτος ambassador της Αγοράς του Φεστιβάλ και, στο πλαίσιο σχετικού αφιερώματος, το Φεστιβάλ απονέμει τιμητικό Χρυσό Αλέξανδρο στον Νίκο Περάκη. Φεστιβάλ, φεστιβάλ, φεστιβάλ. Πίσω από το Φεστιβάλ υπάρχει μια δραστήρια, έμπειρη ομάδα ανθρώπων με προεξάρχοντα τον καλλιτεχνικό διευθυντή του, τον Ορέστη Ανδρεαδάκη.
Ο Θανάσης Λάλας συνάντησε τον Ορέστη Ανδρεαδάκη και οι δυο τους επιδόθηκαν σε μια απολαυστική, διεισδυτική κουβέντα για σινεμά, κριτική, ποίηση, επαναστατικότητα στην τέχνη και πλούτο.
– Ο καλλιτεχνικός διευθυντης ενός φεστιβάλ έχει να κάνει με την δημιουργία της Τέχνης ή την διοίκηση του καλλιτεχνικού γεγονότος;
Είναι και διοικητικό και καλλιτεχνικό το ζήτημα. Η αλήθεια είναι ότι όλοι οι καλλιτεχνικοί διευθυντές όλων των καλλιτεχνικών οργανισμών, το μισό της εργασίας τους, είναι αυτό που θα έλεγε κανείς φασίνα. Η δουλειά της διεκπεραίωσης, τα γραφειοκρατικά και όλα αυτά…
– Σας δυσκολεύει αυτό το κομμάτι, της διεκπεραίωσης;
Το αντιμετωπίζω. Έχοντας ασχοληθεί με τις “Νύχτες Πρεμιέρας” ήμουνα στην ιδρυτική ομάδα του φεστιβάλ και ήμασταν μια μικρή ομάδα_ έμαθα να κάνω τα πάντα. Οπότε, είχα εκπαιδευτεί».
– Ήταν όνειρο να διευθύνετε το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης; Είμαστε μία γενιά που μεγαλώσαμε, με το Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης…
Όλοι μεγαλώσαμε με αυτό και σ’ όλους άρεσε η εμπειρία αυτή. Δεν είχα σκεφτεί αυτό που συνέβει. Προέκυψε ξαφνικά. Παραιτήθηκε λόγω προβλημάτων υγείας ο προηγούμενος διευθυντής, μακαρίτης πια δυστυχώς, ο Δημήτρης ο Εϊπίδης, προκηρύχθηκε η θέση και με επέλεξε το Διοικητικό Συμβούλιο. Γιατί στον δικό μας οργανισμό ο νόμος λέει ότι τον Γενικό Διευθυντή και τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή τον επιλέγει το Διοικητικό Συμβούλιο μετά από ανοιχτό διαγωνισμό διεθνή που δέχεται τις αιτήσεις, εξετάζει το project που έχει καταθέσει ο κάθε υποψήφιος, εξετάζει και τον ίδιο προφορικά το Διοικητικό Συμβούλιο και μετά προτείνει στην υπουργό αυτόν που έχει επιλέξει.
– Είστε Aθηναίος; Πού γεννηθήκατε;
Στο Ηράκλειο της Κρήτης.
– Πώς βρεθήκατε να ασχολείστε με τον κινηματογράφο; Πώς βρίσκεις κάποιος τον δρόμο σου; Είναι ο δρόμος σου αυτός; Αυτό ζητούσες σαν δρόμο;
Ναι και όχι. Δηλαδή μου άρεσε… Όταν ήμουνα μικρός μου άρεσαν εν γένει οι τέχνες. Στην αρχή περισσότερο η ζωγραφική. Αρχικά ζωγράφιζα και ήμουν επιμελητής εκθέσεων. Μετά προέκυψε ο κινηματογράφος.
– Πώς;
Εντελώς τυχαία.Ενα βράδυ που με είχαν αφήσει οι γονείς μου να προσέχω την μικρότερη αδελφή μου και είχανε βγει αυτοί και μου είχανε απαγορεύσει φυσικά να δω τηλεόραση, εγώ την άνοιξα και έπεσα πάνω σ’ έναν κύριο με χοντρά γυαλιά και μουστάκι ο οποίος μιλούσε ακατάπαυστα εισάγοντας μία ταινία. Εγώ μαγεύτηκα μ’ αυτά που έλεγε και η ταινία που πάσαρε ήτανε το “Μαχαίρι στο νερό” του Ρόμαν Πολάνσκι. Ως 12χρονος, ελάχιστα πράγματα κατάλαβα από την εισήγηση του Γιάννη Μπακογιαννόπουλου (αυτός ήταν ο κύριος με το μουστάκι) και από την ταινία του Πολάνσκι. Αλλά με μάγεψε όλο αυτό και όταν τελείωσε η ταινία σκέφτηκα: “Αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου”. Το είχα πει στον Γιάννη κάποια στιγμή.
– Τι ήτανε αυτό που σας είχε γοητεύσει;
Δεν ξέρω ακριβώς. Οι κινούμενες εικόνες ίσως και το να μιλάς γι’ αυτές. Σιγά-σιγά ψάχνοντας, διαβάζοντας, οδηγήθηκα περισσότερο στην θεωρία του κινηματογράφου και στην οργάνωση κινηματογραφικών εκδηλώσεων και λιγότερο στην κατασκευή.
– Οι γονείς σας τι δουλειά έκαναν;
Ο πατέρας μου ήταν εκτελωνιστής και ασχολιόταν κυρίως με τις εξαγωγές νωπών προϊόντων που τότε ήταν και είναι πάντα στην Κρήτη πολύ ισχυρό εμπόριο. Σταφίδες, σταφύλια… Όλα αυτά. Η μητέρα μου δεν εργαζόταν. Εγώ στο Ηράκλειο μεγάλωσα, εκεί τελείωσα το σχολείο, εκεί έχουμε σπίτι, έχουμε οικογένεια, τα πάντα.
– Υπάρχουν βασικές επιρροές στη ζωή σας;
Σε μικρή ηλικία ήτανε ένας ξάδερφος του πατέρα μου, τον λέγανε Γιάννη Ανδρεαδάκη και ήτανε ο επίσημος ας πούμε γελοιογράφος των εφημερίδων του Ηρακλείου. Εκανε γελοιογραφίες για την κοινωνική και πολιτική κατάσταση του Ηρακλείου. Αυτός ήταν ένας άνθρωπος που μου είπε πέντε πράγματα για την ζωγραφική, όταν είδε πράγματα που είχα ζωγραφίσει. Και ίσως να ήταν ο πρώτος μου μίλησε γιά Τέχνη.
– Τι είναι η Τέχνη; Δηλαδή θυμάστε τι σας είπε;
Η τέχνη είναι ένα δωμάτιο σκοτεινό που ξαφνικά φωτίζεται με κάποιον εντελώς αναπάντεχο και απροσδιόριστο τρόπο και το δωμάτιο μετατρέπεται σε μαγική εικόνα». (Γέλια)
– Κι ο καλλιτέχνης τι είναι;
Ενας άνθρωπος που έχει την ικανότητα, την επιδεξιότητα, με τις ίδιες λέξεις, τους ίδιους ήχους, τις γνωστές σε όλους εικόνες, να συνθέτει κάτι άλλο που μας συγκινεί.
– Το ταλέντο είναι αυτή που η επιδεξιότητα που λέτε;
Όχι.
– Τι είναι ταλέντο;
Άλλο η επιδεξιότητα και άλλο το ταλέντο. Υπάρχουν πάρα πολλοί επιδέξιοι άνθρωποι οι οποίοι δεν έχουν ταλέντο. Βλέπεις δηλαδή καμιά φορά έναν άνθρωπο, ο οποίος μπορεί πολύ γρήγορα να σε ζωγραφίσει και σε ζωγραφίζει τέλεια. Και λες: “Πω πω, έχει τρομερό ταλέντο!”. Αλλά στη συνέχεια, δεν μπορεί να κάνει κάτι παραπάνω από αυτή την απεικόνιση…
– Επιδεξιότητα που περιέχει ταλέντο πώς γίνεται αντιληπτή;
Αποκαλύπτει την ουσία, δημιουργεί ένα ίχνος που έχει να κάνει με το μέλλον.
– Τι είναι αυτό που διακρίνει ένα έργο που έχει σημασία, ουσία, από ένα έργο που δεν έχει;
Είναι η ικανότητά του έργου, να συγκρούεται με την καθεστηκυία τάξη των καλλιτεχνικών, κοινωνικών και πολιτικών πραγμάτων. Όλα τα μεγάλα έργα Τέχνης στην ιστορία της ανθρωπότητας συγκρούστηκαν μ’ αυτό που ήτανε αποδεκτό.
– Πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή είναι η γνώση, ή η άγνοια;
Είναι πολύ σημαντικό αυτό που δεν γνωρίζουμε γιατί μας ωθεί να ψάξουμε και να ανοίξουμε μία πόρτα που θα μας οδηγήσει κάπου που περιέχει μια ουσία που αγνοούμε.
– Η γνώση είναι ένα είδος νεκρού; Με όση αξία έχει ένας νεκρός.
Ναι η γνώση είναι ένας νεκρός που θέλει να αναστηθεί. (Γέλια)
– Πώς ανασταίνεται η γνώση;
Βουτώντας στο υπόλοιπο που υπάρχει και δεν το ξέρουμε. Η γνώση είναι η αξία που μας οδηγεί σε νέες αποκαλύψεις. Η γνώση όταν γίνεται απλώς επίδειξη είναι ένας νεκρός. Η γνώση δικαιώνεται όταν χρησιμοποιείται γιά τις επόμενες ανακαλύψεις.
– Πήγατε πανεπιστήμιο;
Πήγα στη σχολή Σταυράκου, εκεί έμαθα…
– Δεν αντέδρασε ο τελώνης μπαμπάς;
Αντέδρασαν στην αρχή οι γονείς μου, αλλά μετά συνειδητοποίησαν ότι αυτό ήταν το ζητούμενο για μένα.
– Τι μάθατε στη σχολή Σταυράκου;
Όλα τα τεχνικά… Μετά έφυγα και πήγα στο Παρίσι όπου παρακολούθησα μαθήματα ιστορίας του κινηματογράφου, ιστορίας της τέχνης και δούλεψα σε κινηματογραφικές παραγωγές μικρότερες ή μεσαίες που με βοήθησαν να μάθω το μέσο. Εκεί συνειδητοποίησα ότι για να ασχοληθείς θεωρητικά με μία τέχνη -είτε ως κριτικός, είτε ως θεωρητικός, είτε ως ιστορικός- το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνεις, είναι να ασχοληθείς πρακτικά με την τέχνη. Δεν μπορώ να φανταστώ έναν θεωρητικό ή κριτικό της μουσικής ο οποίος δεν ξέρει να παίξει πιάνο…
– Γιατί;
Διότι πως μπορεί να κατανοήσεις και να κρίνεις κάτι που δεν ξέρεις πώς λειτουργεί, πως γίνεται έργο! Δεν ξέρεις πώς δημιουργήθηκε. Πώς μπήκανε αυτές οι νότες σε μία σειρά, τι σημαίνει να καθίσεις και να βάλεις τα χέρια σου στα πλήκτρα του πιάνου, τι σημαίνει να φυσάς ένα πνευστό, να πληγώνεις τα δάχτυλά σου πάνω σε χορδές… Είναι σαν να γραφεις θεωρίες, να κάνεις κριτική σε κάτι που δεν γνωρίζεις.
– Δεν μπήκατε ποτέ στον πειρασμό να πάτε από την μεριά του δημιουργού κινούμενων εικόνων;
Μα ναι, ναι. Έκανα ταινίες, δούλεψα σε ταινίες, δούλεψα σ’ όλη τη διαδικασία. Από βοηθός, βοηθός παραγωγής, μοτέρ, στα φώτα, παντού. Και έκανα και ταινίες. Δηλαδή, έκανα μία πτυχιακή ταινία η οποία μάλιστα είχε παρουσιαστεί τότε και στο Φεστιβάλ του Μονάχου. Μία μικρού μήκους.
– Γιατί δεν συνεχίσατε απ’ αυτή την πλευρά και περάσατε στη θεωρία;
Γιατί δεν μου άρεσε. Δεν μου άρεσε καθόλου.
– Τι δεν σας άρεσε;
Το έβρισκα όλο αυτό, πάρα πολύ βαρετό, ότι είχε πολλή φασαρία στην οργάνωση, πολλές λεπτομέρειες πριν μπεις στο όνειρο… Όλη αυτή η διαδικασία δεν μου άρεσε. Όταν αποφάσισα να ασχοληθώ με την θεωρία ένιωσα φοβερά τυχερός. Σκέφτηκα: “Θεέ μου τι τύχη… Δεν θα ξαναμπώ ποτέ στη ζωή μου σε πλατό. Βέβαια, η ζωή με εκδικήθηκε, διότι όταν πια άρχισα να δουλεύω στην τηλεόραση και να κάνω εκπομπές έμενα πολλές ώρες την ημέρα σε πλατό και ένιωσα την πλήξη να περιμένεις να φωτίσουν ένα πλάνο, να ετοιμάσουν το ντεκόρ.
– Ποια είναι η πιό ουσιαστική διαφορά του δημιουργού ενός έργου και του κριτικού ενός έργου;
Προσωπικά αν και πολλά χρόνια κριτικός, δεν πιστεύω σ’ αυτό που λέμε “κριτική”. Δηλαδή το να λέω αν αυτό είναι καλό ή κακό. Προτιμώ περισσότερο τη λέξη “ανάλυση” ενος έργου. Και γι’ αυτό πολύ σύντομα εγκατέλειψα το να γράφω αρνητικές κριτικές. Εχοντας δει μία ταινία η οποία δεν μου άρεσε, πέρασα άσχημα και έχασα δύο ώρες από τη ζωή σου, γιατί θα πρέπει να χάσω άλλες πέντε ώρες για να την αποδομήσω; Άρχισα λοιπόν να γράφω μόνο για κάτι που μου άρεσε. Και το ανέλυα μ’ έναν τρόπο που να δίνω στους φίλους σου και στο κοινό, κάποια κλειδιά και κάποιες πληροφορίες για να το ξεκλειδώσουν πιο εύκολα και να το απολαύσουν όσο το απόλαυσα και εγώ.
– Υπάρχει ταλαντούχο κοινό;
Ενα μη εκπαιδευμένο το κοινό, πολύ δύσκολα μπορεί να προσπελάσει ένα έργο τέχνης. Και όταν λέω “εκπαιδευμένο κοινό», δεν εννοώ ένα κοινό που ξέρει να παίζει πιάνο για να απολαύσει την 6η Συμφωνία του Μπετόβεν. Μιλώ μία συναισθηματική εκπαίδευση, μιά ευαισθησία που οδηγεί σε ένα άνοιγμα. Το να είσαι ανοιχτός και να μην θεωρείς ότι μουσική είναι μόνο ένα πράγμα, αυτό που πιστεύεις εσύ. Αν κάποιος πει ότι μουσική είναι μόνο η συμφωνική μουσική, θα χάσει τη μαγεία του Τσιτσάνη!
– Τελικά ποια είναι γιά σας η αναγκαιότητα της κριτικής;
Υπάρχει ένα καταπληκτικό δοκίμιο το οποίο είναι γραμμένο με τη μορφή ενός διαλόγου το οποίο το είχε γράψει ο Όσκαρ Ουάιλντ και λέγεται “Ο κριτικός ως δημιουργός”. Όσοι δεν το έχουν διαβάσει, τους προτρέπω να το διαβάσουν διότι εκεί δείχνει τι ακριβώς σημαίνει κριτική και γιατί η κριτική είναι ένα εφεύρημα της ελληνικής σκέψης, του Αριστοτέλη, των αρχαίων τραγικών και κατ’ επέκταση είναι ένας τρόπος να υπερασπιστείς τη δημοκρατία.
– Τι εννοείτε όταν λέτε ότι χωρίς κριτική καταργείται η Δημοκρατία;
Απλά αυτά που λέει η φράση: Καταργώντας την κριτική, καταργείς την δημοκρατία. Αυτό είναι δημοκρατία. Τώρα αν οι κριτικοί δικαιώνονται μ’ αυτά που λένε, θα τους κρίνει μόνο η ιστορία. Μην ξεχνάμε ότι ο Αριστοφάνης, στα περισσότερα έργα του, κάνει σκληρή και αρνητική κριτική στον Ευριπίδη. Ο Αριστοφάνης μισούσε τον Ευριπίδη και μέσα στα έργα του τον αποδομεί και με στοιχεία. Τα οποία εκ των υστέρων ξέρουμε ότι ήτανε λάθος. Ξέρουμε σήμερα ότι ο Ευριπίδης είναι ο θεμελιωτής του μοντέρνου θεάτρου. Ο Αριστοφάνης δεν το πίστευε αυτό. Ωστόσο, το κείμενο του Αριστοφάνη είναι απολαυστικό, διότι μας δείχνει πώς σκεφτόταν αυτός ο άνθρωπος και τέλος πάντων την άποψή του η οποία είναι πάρα πολύ ενδιαφέρουσα κι ας αποδείχτηκε λάθος. Οδηγούμαστε μετά από όλα αυτά στο συμπέρασμα ότι η κριτική είναι και αυτή μία δημιουργία. Αυτό ακριβώς λέει ο Όσκαρ Ουάιλντ και γιά αυτό είναι εξαιρετικό αυτό το δοκίμιο που αναφέρθηκα.
– Με άλλα λόγια θα μπορούσαμε να πούμε ότι η κριτική θα μπορούσε να σταθεί και ανεξάρτητα από την αφορμή που την δημιούργησε;
Ε όχι πια. Μη το παρακάνουμε. Δεν θα φτάσουμε σ’ αυτό το σημείο. Αν είναι όμως ενδιαφέρον το κείμενο, έχει μία ανεξαρτησία και μία αυτοτέλεια και μπορεί να είναι ενδιαφέρον ακόμα και αν μετά από χρόνια καταλαβαίνουμε πια ότι ο συγκεκριμένος κριτικός έκανε λάθος. Ως εκεί. Δε θα φτάσουμε στο σημείο να μη μας ενδιαφέρει τι λέει κάποιος γιατί το κείμενό του είναι απολαυστικό! (Γέλια)
– Σήμερα από την θέση που βρίσκεστε ποια είναι η σχέση σας με τους δημιουργούς;
Τους αγαπάω.
– Παρ’ όλο που κάνουν κάτι που εσύ δεν θα ήθελες να κάνεις.
Ναι. Τους θαυμάζω και τους αγαπάω. Τους θαυμάζω γιατί κάνουνε κάτι που το βρίσκω πάρα πολύ δύσκολο και το θεωρώ βουνό και τους αγαπάω διότι νομίζω ότι αυτός είναι ο ρόλος μου. Δηλαδή δεν πιστεύω στους οργανωτές εκδηλώσεων, στους καλλιτεχνικούς διευθυντές διαφόρων καλλιτεχνικών οργανισμών, οι οποίοι θέλουνε να κουνάνε το δάχτυλο στους δημιουργούς και θέλουν να τους βάλουν σε ένα τραπέζι του Προκρούστη που αν δεν χωράνε, τους κόβουμε πόδια, κεφάλια ή αν είναι μικροί τους τραβάνε και τους ξεχειλώνουν. Πιστεύω ότι πρέπει να τους αντιμετωπίζεις με πάρα πολύ μεγάλη αγάπη, να καταλαβαίνεις τον μόχθο που έχουνε καταναλώσει και την αγωνία τους να δείξουν αυτό τον μόχθο στο κοινό, στους επαγγελματίες, στους ειδικούς. Και αυτοί θα κρίνουν, όπως και η ιστορία βεβαίως την αξία αυτής της προσπάθειας που έχουν κάνει. Εμένα η δουλειά μου είναι να τους αγαπάω και να βρίσκω τρόπο να τους εντάξω μέσα στο πρόγραμμά μου και να τους παρουσιάσω με τον καλύτερο τρόπο.
– Η δουλειά του Καλλιτεχνικού Διευθυντή ενός φεστιβάλ εκτός από την οργάνωση τι άλλο είναι;
Είναι σαν ένας Διευθυντής Ορχήστρας. Στην πραγματικότητα δεν κάνει τίποτα και τα πάντα. Κάποια φορά θυμάμαι γνώρισα έναν πολύ καλό βιολοντσελίστα ο οποίος ήταν στην Φιλαρμονική του Βερολίνου και του είχα κάνει την προβοκατόρικη ερώτηση: “Μπορείτε να παίξετε την 9η του Μπετόβεν χωρίς Διευθυντή;” και μου είπε: “Βεβαίως! Βεβαίως και μπορούμε. Αλλά ο Διευθυντής της Ορχήστρας δίνει το στίγμα και το στυλ ερμηνείας. Θα μας κινητοποιήσει, θα μας κριτικάρει, θα μας δώσει τον τόνο που πιστεύει αυτός που πρέπει να έχουμε. Περίπου λοιπόν αυτό το πράγμα κάνει ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής και σε μία κινηματογραφική εκδήλωση. Διευθύνει ανεξάρτητους ανθρώπους, οι οποίοι ξέρουν πάρα πολύ καλά να παίξουνε ένα όργανο, και τους δίνει τον τόνο. Κάποια όργανα είναι εντελώς καλλιτεχνικά, κάποια άλλα όργανα στη δική μας περίπτωση είναι πιο εμπορικά, πιο μαρκετίστικα, πιο οικονομικά. Όλα αυτά όμως πρέπει να δεθούν και να δώσουν το στυλ μιας οργάνωσης.
– Πότε ένας Καλλιτεχνικός Διευθυντής θεωρείται καλός;
Πιστεύω πετυχημένος είναι αυτός που δεν θέλει να επιβάλει το προσωπικό του γούστο και αυτός που δεν ζει με την αυταπάτη ότι το φεστιβάλ είναι έργο δικό του. Οχι, κάθε φεστιβάλ είναι εργο πολλών ανθρώπων κι όχι ενός. Αποτελείται από 100-200 διαφορετικά έργα τα οποία το καθένα έχει την αυτονομία του και εσύ πρέπει να τα κοιτάς με αγάπη και ταπεινότητα να προβληθούν όλα όσο το δυνατόν καλύτερα κι όχι να νομίζεις ότι προηγείται όλων η προβολή του όραμά σου. Το όραμα των ανθρώπων, των καλλιτεχνών πρέπει να προβληθεί κι όχι το όραμα του καλλιτεχνικού διευθυντή. Όσο πιό δυνατά περνάει το όραμα των δημιουργών τόσο πιο πετυχημένη είναι η δουλεια του Καλλιτεχνικού διευθυντή.
– Όταν γράφει κάποιος ένα κείμενο γιά ένα έργο τέχνης, γράφει με πυξίδα την ψυχή ή το μυαλό;
Για την τέχνη θα έπρεπε να γράφουμε και με τα δύο. Κάτι μας κινητοποιεί, ένα ερέθισμα ταράζει την ψυχή μας αλλά χρειαζόμαστε το μυαλό και τις γνώσεις για να το εκφράσουμε αυτό.
– Εσείς νιώθετε ότι έχετε αδικήσει ανθρώπους;
Νομίζω ότι παλιά, όταν ήμουνα μικρός, πρέπει να έχω γράψει δύο-τρία κείμενα τα οποία αδικούσαν ανθρώπους. Και γι’ αυτό πολύ σύντομα σταμάτησα να γράφω αρνητικά.
– Υπάρχουν καλλιτεχνικές εμμονές μέσα σας;
Όχι. Υπάρχουν είδη που μου αρέσουν περισσότερο από κάποια άλλα, υπάρχουν γενικά τρόποι αφήγησης που μου αρέσουν περισσότερο από κάποιους άλλους, αλλά δεν έχω εμμονές. Τώρα πιά βλέπω και πράγματα που δεν μου αρέσουνε αμέσως, για να ανοίγω καινούργιες πόρτες συνέχεια.
– Ποια είναι τα είδη που σας αρέσουν;
Στον κινηματογράφο αυτό που μου αρέσει τα τελευταία χρόνια είναι αυτό που λέμε ο ερευνητικός, πειραματικός, δοκιμιακός κινηματογράφος. Είτε είναι ντοκιμαντέρ, είτε είναι fiction. Δηλαδή ένας κινηματογράφος που είναι για μικρότερο κοινό. Δεν είναι ούτε για τις μεγάλες αίθουσες ούτε για διασκέδαση, αλλά είναι ένας κινηματογράφος που σου μαθαίνει και σου ανοίγει πάρα πολλά παράθυρα μέσα σου. Είναι δηλαδή η διαφορά ανάμεσα σ’ ένα μυθιστόρημα και σ’ ένα δοκίμιο στο χώρο της λογοτεχνίας.
– Πέστε μου ένα παράδειγμα;
Είναι δημιουργοι που δεν είναι γνωστοί στο. Φέτος στο φεστιβάλ έχουμε έναν τέτοιο δημιουργό, ένα ζευγάρι τέτοιων δημιουργών, θα τους πω, οι οποίοι κάνουν έναν ερευνητικό κινηματογράφο. Θα έρθουνε μάλιστα στην Θεσσαλονίκη και θα μιλήσουνε στο κοινό, στους επαγγελματίες, στους φοιτητές της σχολής. Το τι σημαίνει αυτός ο κινηματογράφος, αυτή η έρευνα, αυτός ο ερευνητικός πειραματικός κινηματογράφος. Πολλές απ’ αυτές τις ταινίες θα τις δούμε πια σε μουσεία, σε γκαλερί, σε μεγάλες εκθέσεις όπως στη Μπιενάλε της Βενετίας ή άλλου. Στη Documenta. Δηλαδή είναι ένας κινηματογράφος που πηγαίνει προς τα εικαστικά, τη στιγμή που τα εικαστικά πηγαίνουν προς τον κινηματογράφο. Και συνδυάζει πολλά και άλλα είδη τέχνης εκτός από μόνο την κινούμενη εικόνα».
– Το ντοκιμαντέρ σου αρέσει σαν είδος;
Το ντοκιμαντέρ είναι κάτι που μ’ αρέσει πάρα πολύ και θεωρώ τον εαυτό μου και όπως όλους τους συνεργάτες που δουλεύουμε στο φεστιβάλ πολύ τυχερούς, διότι έχουμε δύο φεστιβάλ. Και το φεστιβάλ του Νοεμβρίου που είναι ταινίες με υπόθεση και το φεστιβάλ του Μαρτίου που είναι ταινίες-ντοκιμαντέρ. Οπότε, είμαστε συνέχεια ανοιχτοί και ασχολιόμαστε και με τα δύο είδη. Κάποια στιγμή κάποιος με ρώτησε: “Κι αν σε υποχρεώσουν να διαλέξεις ένα από τα δύο;” “Μάλλον θα παραιτηθώ” του είπα. Γιατί μου αρέσουν και τα δύο. Είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον να βλέπεις και τα δύο είδη πώς εξελίσσονται…
– Γιατί το μεγάλο κοινό, προτιμά την αφήγηση fiction;
Τελευταία έχω μπερδευτεί λίγο… Τι σημαίνει μεγάλο κοινό; Λέμε όλοι το κοινό “κοινό”, αλλά όμως δεν είναι “ένα” το κοινό, είναι χιλιάδες κομματάκια το κοινό με τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά. Λέμε ότι έχει φτιαχτεί μιά ταινία γιά να πάνε όλοι να την δουν. Από την άλλη υπάρχει ένα αριστούργημα και πηγαίνουν πολύ λίγοι και το βλέπουν. Λες: “Μα είναι αριστούργημα πώς δεν πάει ο πολύς κόσμος;» Πόσοι όμως έχουν διαβάσει ένα δοκίμιο του Καντ, ένα δοκίμιο του Φουκώ ή ένα δοκίμιο του Μπαρτ; Ελάχιστοι. Γιατί; Γιατί είναι ένα είδος πιο δύσκολο που απαιτεί να μην είσαι ξαπλωμένος στον καναπέ να το διαβάσεις, αλλά να είσαι σ’ ένα γραφείο, να έχεις και ένα μολύβι να σημειώνεις και ένα λεξικό και να ψάχνεις. Δεν είναι κατ’ ανάγκη κακό, ούτε καλό το ένα ή το άλλο. Είναι απλώς άλλο πράγμα.
– Την ίδια συγκίνηση περιέχει η δυσκολία με την ευκολία;
Ναι, νομίζω ναι. Mπορείς πολύ να συγκινηθείς με ένα δοκίμιο του Ρολάν Μπαρτ και να συγκινηθείς πολύ μ’ ένα συναρπαστικό βιβλίο, όπως το “Εκατό χρόνια μοναξιάς” ή “Το όνομα του ρόδου”. Α, να ένας δημιουργός ας πούμε, ο Εκο… Συγκινούμαι το ίδιο με το «Το όνομα του ρόδου» και με τα δοκίμια που έχει γράψει για την καθημερινότητα».
– Λαμβάνετε υπόψη σας το συγκεκριμένο κοινό που έρχεται να δει το φεστιβάλ όταν αποφασίζετε τη “γεωγραφία” παραγωγής κινηματογράφου της χρονιάς που θα επιλέξετε να παρουσιάσετε;
Ναι… Πρέπει να φτιάξεις, ένα παζλ με πολλές ψηφίδες. Και για εμάς στη Θεσσαλονίκη είναι πολύ σημαντικό, διότι υπάρχει και ένα σινεφίλ κοινό πολύ εκπαιδευμένο και πολύ φανατικό, υπάρχει ένα κοινό που θα έρθει να δει μόνο μία ταινία κάθε χρόνο, υπάρχουν οι επαγγελματίες που θέλουν να ενημερωθούν, υπάρχουν οι επαγγελματίες που έρχονται για δουλειά και έχουν συγκεκριμένες δουλειές να κάνουν και συγκεκριμένο τρόπο να δούνε τις ταινίες. Υπάρχουν πράγματα πολύ σημαντικά που συμβαίνουν όλο το χρόνο πιά για τα οποία πρέπει να μιλήσουμε γι’ αυτά. Όπως είναι η κλιματική αλλαγή, όπως είναι ο πόλεμος, όπως είναι η σχέση μας με τα ζώα, όπως είναι τα προβλήματα για την θέση της γυναίκας, τις γυναικοκτονίες, τη χιτζάμπ στο Ιράν… Όλα αυτά τα θέματα δεν τα αναφέρω τυχαία, διότι όλα αυτά τα πιάσαμε και τα πιάνουμε στο φετινό φεστιβάλ… Τουλάχιστον καθορίζουν τη σκέψη μας όταν πάμε να φτιάξουμε αυτό το φεστιβάλ. Αντιμετωπίζουμε το κάθε φεστιβάλ σαν μία μοναδική performance.
– Φροντίζετε και για τις στιγμές που είναι εκεί οι άνθρωποι, αλλά δεν βλέπουν ταινίες;
Μα τη στιγμή που δεν βλέπουν ταινίες κάνουν χίλια άλλα πράγματα τις μέρες του φεστιβάλ. Οι επαγγελματίες κάνουν διάφορες δουλειές. Εχουμε το τμήμα της αγοράς που είναι το πιο ενδιαφέρον του φεστιβάλ. Εκεί οι νέοι άνθρωποι επεξεργάζονται καινούργια σενάρια, φέρνουν τις μισοτελειωμένες ταινίες τους και τις συζητάνε και κάνουμε pitching με παραγωγούς, αναζητούν χρηματοδοτήσεις, αναζητούν βελτίωση των ιδεών και των σεναρίων που έχουνε, κάνουμε συναυλίες, παράλληλες δράσεις, εκθέσεις. Στο φεστιβάλ τα τελευταία χρόνια διοργανώνουμε και μία έκθεση στο πλαίσιο του κεντρικού μας αφιερώματος. Φέτος το αφιέρωμα αυτό είναι τα Φαντάσματα. Έτσι, επιλέξαμε τέσσερις από τους σημαντικότερους Έλληνες εικαστικούς του 20ού αιώνα που άλλαξαν την ιστορία της σύγχρονης ευρωπαϊκής τέχνης κι έχουν φύγει από τη ζωή: τον Νίκο Κεσσανλή, τον Βλάση Κανιάρη, τη Σίλεια Δασκοπούλου και τον Ιάσονα Μολφέση. Το εμβληματικό τους έργο, πιο επίκαιρο από ποτέ, παρουσιάζεται στην έκθεση ως μέρος μιας διαρκούς διαδικασίας επιστροφής. Ο Κεσσανλής, ο Κανιάρης, η Δασκοπούλου και ο Μολφέσης επιστρέφουν στο δικό μας παρόν με έργα που ζητούν μια δεύτερη ανάγνωση και, κάτω από τον τίτλο Φαντάσματα, θέτουν ερωτήματα για την έννοια της αναπαράστασης του φανταστικού κόσμου, τη φαντασμαγορική μνήμη των σκιών, την απουσία της ζωής, τις φασματικές μορφές της τεχνολογίας. Ένας νέος φωτογράφος, ο Δημήτρης Τσουμπλέκας, τούς παρατηρεί και τους σχολιάζει με τον φακό του. Προσθέτει μικρές ψηφίδες ζωής, ανοίγει ρωγμές στον χρόνο, ακολουθεί την κοίτη του παρελθόντος και μαζεύει παλιά ρούχα και βιβλία – λατρεύει τα ξεχασμένα αντικείμενα μιας χώρας που δικαιωματικά ανήκει στα φαντάσματα.
– Το φεστιβάλ είναι μιας μορφής εξουσία; Μέσα από ένα φεστιβάλ μπορεί να κάνεις αν το θελήσεις πολιτική;
Είναι παρεξηγημένη η λέξη “πολιτική”. Μέσα από ένα φεστιβάλ δεν πρέπει να κάνεις προπαγάνδα. Η τέχνη ήταν πολιτική από την εποχή του Σοφοκλή, του Αισχύλου. Οποιοδήποτε καλλιτεχνικό συμβάν, είναι ένα πολιτικό συμβάν. Δεν πρέπει να κάνει όμως προπαγάνδα. Δεν πρέπει δηλαδή να φτάνουμε στα σημεία της ναζιστικής τέχνης, του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και όλα αυτά τα κινήματα τα οποία ήτανε αδιέξοδα τελικά. Αλλά πρέπει να παίρνουμε θέση μέσω της τέχνης γιά όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας… αυτό που καίει την κοινωνία. Ενα φεστιβάλ γιά να είναι πετυχημένο πρέπει να αφουγκράζεται την κοινωνία.
– Σ’ αυτή τη δουλειά του Καλλιτεχνικού Διευθυντή πότε ένα αποτέλεσμα είναι αρνητικό; Τι σημαίνει αποτυχία σε αυτό που κάνετε για σας;
Το να μην έρθει ο κόσμος να δει τις ταινίες. Να μας εγκαταλείψουνε οι χορηγοί…
– Κι επιτυχία; Τι αποτελεί επιτυχία ενός φεστιβάλ;
Το κακό με την επιτυχία είναι ότι την καταλαβαίνεις πολύ καιρό, ίσως και χρόνια μετά. Δηλαδή, μπορεί τώρα να λένε ο τάδε Καλλιτεχνικός Διευθυντής του τάδε μουσικού φεστιβάλ είναι πολύ επιτυχημένος γιατί πάει κόσμος και μετά από 10 χρόνια που θα έχει τελειώσει η θητεία του, μπορεί και να έχει πεθάνει κιόλας ο άνθρωπος, να διαπιστώσουμε ότι αυτά που έκανε ήταν αναμάσημα, τα είχε κλέψει από εδώ και από εκεί ή το αντίθετο.
– Έχει κόστος η επιτυχία;
Ναι, γιατί την επιτυχία τις περισσότερες φορές την συνοδεύει μιά μοναξιά… Οταν κάνεις μία αποτυχία ή όταν έχεις μία ερωτική απογοήτευση ή όταν έχεις ακόμα και μία αρρώστια, πάρα πολλοί άνθρωποι, φίλοι και γνωστοί, θα έρθουν να σε στηρίξουν. Όταν είσαι πανευτυχής, είσαι ερωτευμένος… Είσαι ολομόναχος.
– Εσείς τέτοιες ώρες γράφετε ποίηση;
Όχι. Νομίζω ότι η ποίηση είναι ο κύριος δρόμος γιά μένα και το περιθώριο είναι τα άλλα που κάνω.
– Γιατί γράφετε ποιήματα;
Γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Γιατί κάποια στιγμή ξυπνάω μέσα στη νύχτα και πρέπει να γράψω. Και αν δεν γράψω, δεν θα κοιμηθώ, δεν θα φάω…
– Είμαστε αυτό που δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς;
Ναι.
– Άρα δηλώνετε ποιητής; Αυτή είναι η ταυτότητά σας;
Η λέξη “ποιητής” είναι σαν την λέξη “φιλόσοφος”. Μπορείς να είσαι ζωγράφος, μπορείς να είσαι μουσικός, αλλά για να πεις ότι είσαι ποιητής ή για να πεις ότι είσαι φιλόσοφος δεν αρκεί να έχεις βγάλει ένα βιβλίο ή δύο ή τρία ή να έχεις ένα διδακτορικό στη φιλοσοφία. Η ποίηση είναι ένας τρόπος να βλέπεις τον κόσμο!
– Τι είναι αυτό που αντέχει στον χρόνο;
Ο χρόνος ξέρει… Νομίζω ότι είναι αυτό που περιέχει κάτι σημαντικό από το αύριο της εποχή του.
– Η άνεση πιστεύετε ότι είναι μία βόμβα στη δημιουργία;
Όχι. Όχι, θα μπορούσε να είναι και το αντίστροφο.
– Αν κάνατε ένα ταξίδι στο χρόνο τι θα θέλατε να ζήσετε; Να δείτε;
Θα ήθελα να δω τι θα κάνουνε αυτά τα παιδιά που γεννήθηκαν μέσα στην κρίση και θα είναι τριαντάρηδες δηλαδή… Θα ήθελα με τα σημερινά μου μάτια να δω τι θα παράξουν αυτοί οι άνθρωποι. Αν θα κανουν μία καινούργια επανάσταση όπως ήταν η επανάσταση της δεκαετίας του 1960 και του 1970.
– Δεν έχουνε πεθάνει οι επαναστάσεις;
Δεν ξέρω γιά τις άλλες. Οι καλλιτεχνικές επαναστάσεις όχι δεν έχουν πεθάνει. Έτσι συνεχίζει να γράφεται η Ιστορία της Τέχνης. Το ξέρουμε αυτό, το έχουμε μάθει. Για τις άλλες δεν ξέρω. Δεν είμαι ειδικός.
– Τι αποτελεί για εσάς επανάσταση στην τέχνη;
Να συγκρουστείς με κάτι που γιά μιά περίοδο θεωρείται δεδομένο. Όπως ήτανε δεδομένο το συγκεκριμένο είδος μουσικής μέχρι που εμφανίστηκε ο Ντεμπυσσύ, ο Στραβίνσκι… Αυτοί είπανε κάτι καινούργιο. Οι πρώτες νότες από το «Απομεσήμερο ενός φαύλου» του Ντεμπισί ορίζουν την έναρξη της μοντέρνας μουσικής. Η «Ιεροτελεστία της άνοιξης» του Στραβίνσκι ήταν μία επανάσταση. Αλλά όταν την πρωτοπαρουσίασε, την παρουσίασε σ’ ένα θέατρο που το μισό έφυγε και το άλλο μισό τον γιουχάριζε. Και οι κριτικές ήτανε απαράδεκτες. Τον ξεσκίσανε. Έκανε όμως μία επανάσταση. Χωρίς επαναστάτες, τολμηρούς, δεν θα υπήρχε ούτε η Jazz, ούτε Rock ‘n Roll ούτε τίποτα.
– Ανάμεσά μας, υπάρχει ένας σύγχρονος επαναστάτης;
Υπάρχουν, ναι. Δεν θα διακινδύνευα να τους ονομάσω, φοβάμαι μην κάνω λάθος, αλλά υπάρχουν σ’ όλες τις τέχνες επαναστάτες. Επαναστάτες που κάνουν καινούργια πράγματα και συγκρούονται μ’ αυτά που αυτή την στιγμή θεωρούνται αξίες ακλόνητες. Στον κινηματογράφο είναι λίγο πιο παράξενα τα πράγματα τα τελευταία χρόνια, γιατί δεν έχει εμφανιστεί κάτι συγκλονιστικά καινούργιο να ταράξει τα νερά.
– Σε ποια τέχνη γίνεται κάτι το επαναστατικό σήμερα;
Έχουμε πολλά δείγματα στα εικαστικά. Τα εικαστικά δηλαδή αυτή τη στιγμή είναι πιο επαναστατικά, πιο ενεργά, πιό ανοιχτά στη σύγκουση. Ίσως γιατί είναι και δημιουργικά πιο εύκολα. Για να κάνεις μία ταινία θέλει πολλά λεφτά, θέλει πολλές εξαρτήσεις, θέλει πολλά, πολλά…»
– Σε τι διαφέρει ένας πλούσιος άνθρωπος από έναν φτωχό άνθρωπο;
Στις ιδέες. Εγώ νομίζω ότι ο μόνος πλούσιος που υπάρχει είναι ο πλούσιος σε ιδέες. Άνθρωπος χωρίς ιδέες είναι ενας πάμφτωχος άνθρωπος!
– Σε ποια “γέννηση” θα θέλατε να είστε παρών;
Θα ήθελα να ήμουνα στην γέννηση των κινημάτων των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, στην έκρηξη του κινηματογράφου, στον σουρεαλισμό, στην ρωσική avant garde, σ’ όλη αυτή την περίοδο. Νομίζω ότι ήταν τρομερή περίοδος έκρηξης και μπήκαν οι βάσεις για πολλά πράγματα. Περισσότερο από τη δεκαετία του 1960.
– Σας ευχαριστώ.
Κι εγώ.
Το 64ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης προσελκύει κοινό στην πόλη που έχει συνδεθεί όσο καμία με την έβδομη τέχνη από τις 2 ως τις 12 Νοέμβρη. Φέτος, θα προβληθούν 270 μεγάλου και μικρού μήκους ταινίες, με τις 79 ταινίες να είναι διαθέσιμες και διαδικτυακά, μέσω της ψηφιακής πλατφόρμας του Φεστιβάλ.
Τo Φεστιβάλ φέτος υποδέχεται και διεθνείς αστέρες: εκτός από τη Μόνικα Μπελούτσι, θα έρθει και ο οσκαρικός σκηνοθέτης Αλεξάντερ Πέιν, αλλά και ο Τζέρεμι Ποντέσουα που θα δώσει ένα συναρπαστικό masterclass. Η σπουδαία ερμηνεύτρια Χάρις Αλεξίου θα είναι φέτος ambassador της Αγοράς του Φεστιβάλ και, στο πλαίσιο σχετικού αφιερώματος, το Φεστιβάλ απονέμει τιμητικό Χρυσό Αλέξανδρο στον Νίκο Περάκη. Φεστιβάλ, φεστιβάλ, φεστιβάλ. Πίσω από το Φεστιβάλ υπάρχει μια δραστήρια, έμπειρη ομάδα ανθρώπων με προεξάρχοντα τον καλλιτεχνικό διευθυντή του, τον Ορέστη Ανδρεαδάκη.
Ο Θανάσης Λάλας συνάντησε τον Ορέστη Ανδρεαδάκη και οι δυο τους επιδόθηκαν σε μια απολαυστική, διεισδυτική κουβέντα για σινεμά, κριτική, ποίηση, επαναστατικότητα στην τέχνη και πλούτο.
– Ο καλλιτεχνικός διευθυντης ενός φεστιβάλ έχει να κάνει με την δημιουργία της Τέχνης ή την διοίκηση του καλλιτεχνικού γεγονότος;
Είναι και διοικητικό και καλλιτεχνικό το ζήτημα. Η αλήθεια είναι ότι όλοι οι καλλιτεχνικοί διευθυντές όλων των καλλιτεχνικών οργανισμών, το μισό της εργασίας τους, είναι αυτό που θα έλεγε κανείς φασίνα. Η δουλειά της διεκπεραίωσης, τα γραφειοκρατικά και όλα αυτά…
– Σας δυσκολεύει αυτό το κομμάτι, της διεκπεραίωσης;
Το αντιμετωπίζω. Έχοντας ασχοληθεί με τις “Νύχτες Πρεμιέρας” ήμουνα στην ιδρυτική ομάδα του φεστιβάλ και ήμασταν μια μικρή ομάδα_ έμαθα να κάνω τα πάντα. Οπότε, είχα εκπαιδευτεί».
– Ήταν όνειρο να διευθύνετε το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης; Είμαστε μία γενιά που μεγαλώσαμε, με το Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης…
Όλοι μεγαλώσαμε με αυτό και σ’ όλους άρεσε η εμπειρία αυτή. Δεν είχα σκεφτεί αυτό που συνέβει. Προέκυψε ξαφνικά. Παραιτήθηκε λόγω προβλημάτων υγείας ο προηγούμενος διευθυντής, μακαρίτης πια δυστυχώς, ο Δημήτρης ο Εϊπίδης, προκηρύχθηκε η θέση και με επέλεξε το Διοικητικό Συμβούλιο. Γιατί στον δικό μας οργανισμό ο νόμος λέει ότι τον Γενικό Διευθυντή και τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή τον επιλέγει το Διοικητικό Συμβούλιο μετά από ανοιχτό διαγωνισμό διεθνή που δέχεται τις αιτήσεις, εξετάζει το project που έχει καταθέσει ο κάθε υποψήφιος, εξετάζει και τον ίδιο προφορικά το Διοικητικό Συμβούλιο και μετά προτείνει στην υπουργό αυτόν που έχει επιλέξει.
– Είστε Aθηναίος; Πού γεννηθήκατε;
Στο Ηράκλειο της Κρήτης.
– Πώς βρεθήκατε να ασχολείστε με τον κινηματογράφο; Πώς βρίσκεις κάποιος τον δρόμο σου; Είναι ο δρόμος σου αυτός; Αυτό ζητούσες σαν δρόμο;
Ναι και όχι. Δηλαδή μου άρεσε… Όταν ήμουνα μικρός μου άρεσαν εν γένει οι τέχνες. Στην αρχή περισσότερο η ζωγραφική. Αρχικά ζωγράφιζα και ήμουν επιμελητής εκθέσεων. Μετά προέκυψε ο κινηματογράφος.
– Πώς;
Εντελώς τυχαία.Ενα βράδυ που με είχαν αφήσει οι γονείς μου να προσέχω την μικρότερη αδελφή μου και είχανε βγει αυτοί και μου είχανε απαγορεύσει φυσικά να δω τηλεόραση, εγώ την άνοιξα και έπεσα πάνω σ’ έναν κύριο με χοντρά γυαλιά και μουστάκι ο οποίος μιλούσε ακατάπαυστα εισάγοντας μία ταινία. Εγώ μαγεύτηκα μ’ αυτά που έλεγε και η ταινία που πάσαρε ήτανε το “Μαχαίρι στο νερό” του Ρόμαν Πολάνσκι. Ως 12χρονος, ελάχιστα πράγματα κατάλαβα από την εισήγηση του Γιάννη Μπακογιαννόπουλου (αυτός ήταν ο κύριος με το μουστάκι) και από την ταινία του Πολάνσκι. Αλλά με μάγεψε όλο αυτό και όταν τελείωσε η ταινία σκέφτηκα: “Αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου”. Το είχα πει στον Γιάννη κάποια στιγμή.
– Τι ήτανε αυτό που σας είχε γοητεύσει;
Δεν ξέρω ακριβώς. Οι κινούμενες εικόνες ίσως και το να μιλάς γι’ αυτές. Σιγά-σιγά ψάχνοντας, διαβάζοντας, οδηγήθηκα περισσότερο στην θεωρία του κινηματογράφου και στην οργάνωση κινηματογραφικών εκδηλώσεων και λιγότερο στην κατασκευή.
– Οι γονείς σας τι δουλειά έκαναν;
Ο πατέρας μου ήταν εκτελωνιστής και ασχολιόταν κυρίως με τις εξαγωγές νωπών προϊόντων που τότε ήταν και είναι πάντα στην Κρήτη πολύ ισχυρό εμπόριο. Σταφίδες, σταφύλια… Όλα αυτά. Η μητέρα μου δεν εργαζόταν. Εγώ στο Ηράκλειο μεγάλωσα, εκεί τελείωσα το σχολείο, εκεί έχουμε σπίτι, έχουμε οικογένεια, τα πάντα.
– Υπάρχουν βασικές επιρροές στη ζωή σας;
Σε μικρή ηλικία ήτανε ένας ξάδερφος του πατέρα μου, τον λέγανε Γιάννη Ανδρεαδάκη και ήτανε ο επίσημος ας πούμε γελοιογράφος των εφημερίδων του Ηρακλείου. Εκανε γελοιογραφίες για την κοινωνική και πολιτική κατάσταση του Ηρακλείου. Αυτός ήταν ένας άνθρωπος που μου είπε πέντε πράγματα για την ζωγραφική, όταν είδε πράγματα που είχα ζωγραφίσει. Και ίσως να ήταν ο πρώτος μου μίλησε γιά Τέχνη.
– Τι είναι η Τέχνη; Δηλαδή θυμάστε τι σας είπε;
Η τέχνη είναι ένα δωμάτιο σκοτεινό που ξαφνικά φωτίζεται με κάποιον εντελώς αναπάντεχο και απροσδιόριστο τρόπο και το δωμάτιο μετατρέπεται σε μαγική εικόνα». (Γέλια)
– Κι ο καλλιτέχνης τι είναι;
Ενας άνθρωπος που έχει την ικανότητα, την επιδεξιότητα, με τις ίδιες λέξεις, τους ίδιους ήχους, τις γνωστές σε όλους εικόνες, να συνθέτει κάτι άλλο που μας συγκινεί.
– Το ταλέντο είναι αυτή που η επιδεξιότητα που λέτε;
Όχι.
– Τι είναι ταλέντο;
Άλλο η επιδεξιότητα και άλλο το ταλέντο. Υπάρχουν πάρα πολλοί επιδέξιοι άνθρωποι οι οποίοι δεν έχουν ταλέντο. Βλέπεις δηλαδή καμιά φορά έναν άνθρωπο, ο οποίος μπορεί πολύ γρήγορα να σε ζωγραφίσει και σε ζωγραφίζει τέλεια. Και λες: “Πω πω, έχει τρομερό ταλέντο!”. Αλλά στη συνέχεια, δεν μπορεί να κάνει κάτι παραπάνω από αυτή την απεικόνιση…
– Επιδεξιότητα που περιέχει ταλέντο πώς γίνεται αντιληπτή;
Αποκαλύπτει την ουσία, δημιουργεί ένα ίχνος που έχει να κάνει με το μέλλον.
– Τι είναι αυτό που διακρίνει ένα έργο που έχει σημασία, ουσία, από ένα έργο που δεν έχει;
Είναι η ικανότητά του έργου, να συγκρούεται με την καθεστηκυία τάξη των καλλιτεχνικών, κοινωνικών και πολιτικών πραγμάτων. Όλα τα μεγάλα έργα Τέχνης στην ιστορία της ανθρωπότητας συγκρούστηκαν μ’ αυτό που ήτανε αποδεκτό.
– Πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή είναι η γνώση, ή η άγνοια;
Είναι πολύ σημαντικό αυτό που δεν γνωρίζουμε γιατί μας ωθεί να ψάξουμε και να ανοίξουμε μία πόρτα που θα μας οδηγήσει κάπου που περιέχει μια ουσία που αγνοούμε.
– Η γνώση είναι ένα είδος νεκρού; Με όση αξία έχει ένας νεκρός.
Ναι η γνώση είναι ένας νεκρός που θέλει να αναστηθεί. (Γέλια)
– Πώς ανασταίνεται η γνώση;
Βουτώντας στο υπόλοιπο που υπάρχει και δεν το ξέρουμε. Η γνώση είναι η αξία που μας οδηγεί σε νέες αποκαλύψεις. Η γνώση όταν γίνεται απλώς επίδειξη είναι ένας νεκρός. Η γνώση δικαιώνεται όταν χρησιμοποιείται γιά τις επόμενες ανακαλύψεις.
– Πήγατε πανεπιστήμιο;
Πήγα στη σχολή Σταυράκου, εκεί έμαθα…
– Δεν αντέδρασε ο τελώνης μπαμπάς;
Αντέδρασαν στην αρχή οι γονείς μου, αλλά μετά συνειδητοποίησαν ότι αυτό ήταν το ζητούμενο για μένα.
– Τι μάθατε στη σχολή Σταυράκου;
Όλα τα τεχνικά… Μετά έφυγα και πήγα στο Παρίσι όπου παρακολούθησα μαθήματα ιστορίας του κινηματογράφου, ιστορίας της τέχνης και δούλεψα σε κινηματογραφικές παραγωγές μικρότερες ή μεσαίες που με βοήθησαν να μάθω το μέσο. Εκεί συνειδητοποίησα ότι για να ασχοληθείς θεωρητικά με μία τέχνη -είτε ως κριτικός, είτε ως θεωρητικός, είτε ως ιστορικός- το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνεις, είναι να ασχοληθείς πρακτικά με την τέχνη. Δεν μπορώ να φανταστώ έναν θεωρητικό ή κριτικό της μουσικής ο οποίος δεν ξέρει να παίξει πιάνο…
– Γιατί;
Διότι πως μπορεί να κατανοήσεις και να κρίνεις κάτι που δεν ξέρεις πώς λειτουργεί, πως γίνεται έργο! Δεν ξέρεις πώς δημιουργήθηκε. Πώς μπήκανε αυτές οι νότες σε μία σειρά, τι σημαίνει να καθίσεις και να βάλεις τα χέρια σου στα πλήκτρα του πιάνου, τι σημαίνει να φυσάς ένα πνευστό, να πληγώνεις τα δάχτυλά σου πάνω σε χορδές… Είναι σαν να γραφεις θεωρίες, να κάνεις κριτική σε κάτι που δεν γνωρίζεις.
– Δεν μπήκατε ποτέ στον πειρασμό να πάτε από την μεριά του δημιουργού κινούμενων εικόνων;
Μα ναι, ναι. Έκανα ταινίες, δούλεψα σε ταινίες, δούλεψα σ’ όλη τη διαδικασία. Από βοηθός, βοηθός παραγωγής, μοτέρ, στα φώτα, παντού. Και έκανα και ταινίες. Δηλαδή, έκανα μία πτυχιακή ταινία η οποία μάλιστα είχε παρουσιαστεί τότε και στο Φεστιβάλ του Μονάχου. Μία μικρού μήκους.
– Γιατί δεν συνεχίσατε απ’ αυτή την πλευρά και περάσατε στη θεωρία;
Γιατί δεν μου άρεσε. Δεν μου άρεσε καθόλου.
– Τι δεν σας άρεσε;
Το έβρισκα όλο αυτό, πάρα πολύ βαρετό, ότι είχε πολλή φασαρία στην οργάνωση, πολλές λεπτομέρειες πριν μπεις στο όνειρο… Όλη αυτή η διαδικασία δεν μου άρεσε. Όταν αποφάσισα να ασχοληθώ με την θεωρία ένιωσα φοβερά τυχερός. Σκέφτηκα: “Θεέ μου τι τύχη… Δεν θα ξαναμπώ ποτέ στη ζωή μου σε πλατό. Βέβαια, η ζωή με εκδικήθηκε, διότι όταν πια άρχισα να δουλεύω στην τηλεόραση και να κάνω εκπομπές έμενα πολλές ώρες την ημέρα σε πλατό και ένιωσα την πλήξη να περιμένεις να φωτίσουν ένα πλάνο, να ετοιμάσουν το ντεκόρ.
– Ποια είναι η πιό ουσιαστική διαφορά του δημιουργού ενός έργου και του κριτικού ενός έργου;
Προσωπικά αν και πολλά χρόνια κριτικός, δεν πιστεύω σ’ αυτό που λέμε “κριτική”. Δηλαδή το να λέω αν αυτό είναι καλό ή κακό. Προτιμώ περισσότερο τη λέξη “ανάλυση” ενος έργου. Και γι’ αυτό πολύ σύντομα εγκατέλειψα το να γράφω αρνητικές κριτικές. Εχοντας δει μία ταινία η οποία δεν μου άρεσε, πέρασα άσχημα και έχασα δύο ώρες από τη ζωή σου, γιατί θα πρέπει να χάσω άλλες πέντε ώρες για να την αποδομήσω; Άρχισα λοιπόν να γράφω μόνο για κάτι που μου άρεσε. Και το ανέλυα μ’ έναν τρόπο που να δίνω στους φίλους σου και στο κοινό, κάποια κλειδιά και κάποιες πληροφορίες για να το ξεκλειδώσουν πιο εύκολα και να το απολαύσουν όσο το απόλαυσα και εγώ.
– Υπάρχει ταλαντούχο κοινό;
Ενα μη εκπαιδευμένο το κοινό, πολύ δύσκολα μπορεί να προσπελάσει ένα έργο τέχνης. Και όταν λέω “εκπαιδευμένο κοινό», δεν εννοώ ένα κοινό που ξέρει να παίζει πιάνο για να απολαύσει την 6η Συμφωνία του Μπετόβεν. Μιλώ μία συναισθηματική εκπαίδευση, μιά ευαισθησία που οδηγεί σε ένα άνοιγμα. Το να είσαι ανοιχτός και να μην θεωρείς ότι μουσική είναι μόνο ένα πράγμα, αυτό που πιστεύεις εσύ. Αν κάποιος πει ότι μουσική είναι μόνο η συμφωνική μουσική, θα χάσει τη μαγεία του Τσιτσάνη!
– Τελικά ποια είναι γιά σας η αναγκαιότητα της κριτικής;
Υπάρχει ένα καταπληκτικό δοκίμιο το οποίο είναι γραμμένο με τη μορφή ενός διαλόγου το οποίο το είχε γράψει ο Όσκαρ Ουάιλντ και λέγεται “Ο κριτικός ως δημιουργός”. Όσοι δεν το έχουν διαβάσει, τους προτρέπω να το διαβάσουν διότι εκεί δείχνει τι ακριβώς σημαίνει κριτική και γιατί η κριτική είναι ένα εφεύρημα της ελληνικής σκέψης, του Αριστοτέλη, των αρχαίων τραγικών και κατ’ επέκταση είναι ένας τρόπος να υπερασπιστείς τη δημοκρατία.
– Τι εννοείτε όταν λέτε ότι χωρίς κριτική καταργείται η Δημοκρατία;
Απλά αυτά που λέει η φράση: Καταργώντας την κριτική, καταργείς την δημοκρατία. Αυτό είναι δημοκρατία. Τώρα αν οι κριτικοί δικαιώνονται μ’ αυτά που λένε, θα τους κρίνει μόνο η ιστορία. Μην ξεχνάμε ότι ο Αριστοφάνης, στα περισσότερα έργα του, κάνει σκληρή και αρνητική κριτική στον Ευριπίδη. Ο Αριστοφάνης μισούσε τον Ευριπίδη και μέσα στα έργα του τον αποδομεί και με στοιχεία. Τα οποία εκ των υστέρων ξέρουμε ότι ήτανε λάθος. Ξέρουμε σήμερα ότι ο Ευριπίδης είναι ο θεμελιωτής του μοντέρνου θεάτρου. Ο Αριστοφάνης δεν το πίστευε αυτό. Ωστόσο, το κείμενο του Αριστοφάνη είναι απολαυστικό, διότι μας δείχνει πώς σκεφτόταν αυτός ο άνθρωπος και τέλος πάντων την άποψή του η οποία είναι πάρα πολύ ενδιαφέρουσα κι ας αποδείχτηκε λάθος. Οδηγούμαστε μετά από όλα αυτά στο συμπέρασμα ότι η κριτική είναι και αυτή μία δημιουργία. Αυτό ακριβώς λέει ο Όσκαρ Ουάιλντ και γιά αυτό είναι εξαιρετικό αυτό το δοκίμιο που αναφέρθηκα.
– Με άλλα λόγια θα μπορούσαμε να πούμε ότι η κριτική θα μπορούσε να σταθεί και ανεξάρτητα από την αφορμή που την δημιούργησε;
Ε όχι πια. Μη το παρακάνουμε. Δεν θα φτάσουμε σ’ αυτό το σημείο. Αν είναι όμως ενδιαφέρον το κείμενο, έχει μία ανεξαρτησία και μία αυτοτέλεια και μπορεί να είναι ενδιαφέρον ακόμα και αν μετά από χρόνια καταλαβαίνουμε πια ότι ο συγκεκριμένος κριτικός έκανε λάθος. Ως εκεί. Δε θα φτάσουμε στο σημείο να μη μας ενδιαφέρει τι λέει κάποιος γιατί το κείμενό του είναι απολαυστικό! (Γέλια)
– Σήμερα από την θέση που βρίσκεστε ποια είναι η σχέση σας με τους δημιουργούς;
Τους αγαπάω.
– Παρ’ όλο που κάνουν κάτι που εσύ δεν θα ήθελες να κάνεις.
Ναι. Τους θαυμάζω και τους αγαπάω. Τους θαυμάζω γιατί κάνουνε κάτι που το βρίσκω πάρα πολύ δύσκολο και το θεωρώ βουνό και τους αγαπάω διότι νομίζω ότι αυτός είναι ο ρόλος μου. Δηλαδή δεν πιστεύω στους οργανωτές εκδηλώσεων, στους καλλιτεχνικούς διευθυντές διαφόρων καλλιτεχνικών οργανισμών, οι οποίοι θέλουνε να κουνάνε το δάχτυλο στους δημιουργούς και θέλουν να τους βάλουν σε ένα τραπέζι του Προκρούστη που αν δεν χωράνε, τους κόβουμε πόδια, κεφάλια ή αν είναι μικροί τους τραβάνε και τους ξεχειλώνουν. Πιστεύω ότι πρέπει να τους αντιμετωπίζεις με πάρα πολύ μεγάλη αγάπη, να καταλαβαίνεις τον μόχθο που έχουνε καταναλώσει και την αγωνία τους να δείξουν αυτό τον μόχθο στο κοινό, στους επαγγελματίες, στους ειδικούς. Και αυτοί θα κρίνουν, όπως και η ιστορία βεβαίως την αξία αυτής της προσπάθειας που έχουν κάνει. Εμένα η δουλειά μου είναι να τους αγαπάω και να βρίσκω τρόπο να τους εντάξω μέσα στο πρόγραμμά μου και να τους παρουσιάσω με τον καλύτερο τρόπο.
– Η δουλειά του Καλλιτεχνικού Διευθυντή ενός φεστιβάλ εκτός από την οργάνωση τι άλλο είναι;
Είναι σαν ένας Διευθυντής Ορχήστρας. Στην πραγματικότητα δεν κάνει τίποτα και τα πάντα. Κάποια φορά θυμάμαι γνώρισα έναν πολύ καλό βιολοντσελίστα ο οποίος ήταν στην Φιλαρμονική του Βερολίνου και του είχα κάνει την προβοκατόρικη ερώτηση: “Μπορείτε να παίξετε την 9η του Μπετόβεν χωρίς Διευθυντή;” και μου είπε: “Βεβαίως! Βεβαίως και μπορούμε. Αλλά ο Διευθυντής της Ορχήστρας δίνει το στίγμα και το στυλ ερμηνείας. Θα μας κινητοποιήσει, θα μας κριτικάρει, θα μας δώσει τον τόνο που πιστεύει αυτός που πρέπει να έχουμε. Περίπου λοιπόν αυτό το πράγμα κάνει ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής και σε μία κινηματογραφική εκδήλωση. Διευθύνει ανεξάρτητους ανθρώπους, οι οποίοι ξέρουν πάρα πολύ καλά να παίξουνε ένα όργανο, και τους δίνει τον τόνο. Κάποια όργανα είναι εντελώς καλλιτεχνικά, κάποια άλλα όργανα στη δική μας περίπτωση είναι πιο εμπορικά, πιο μαρκετίστικα, πιο οικονομικά. Όλα αυτά όμως πρέπει να δεθούν και να δώσουν το στυλ μιας οργάνωσης.
– Πότε ένας Καλλιτεχνικός Διευθυντής θεωρείται καλός;
Πιστεύω πετυχημένος είναι αυτός που δεν θέλει να επιβάλει το προσωπικό του γούστο και αυτός που δεν ζει με την αυταπάτη ότι το φεστιβάλ είναι έργο δικό του. Οχι, κάθε φεστιβάλ είναι εργο πολλών ανθρώπων κι όχι ενός. Αποτελείται από 100-200 διαφορετικά έργα τα οποία το καθένα έχει την αυτονομία του και εσύ πρέπει να τα κοιτάς με αγάπη και ταπεινότητα να προβληθούν όλα όσο το δυνατόν καλύτερα κι όχι να νομίζεις ότι προηγείται όλων η προβολή του όραμά σου. Το όραμα των ανθρώπων, των καλλιτεχνών πρέπει να προβληθεί κι όχι το όραμα του καλλιτεχνικού διευθυντή. Όσο πιό δυνατά περνάει το όραμα των δημιουργών τόσο πιο πετυχημένη είναι η δουλεια του Καλλιτεχνικού διευθυντή.
– Όταν γράφει κάποιος ένα κείμενο γιά ένα έργο τέχνης, γράφει με πυξίδα την ψυχή ή το μυαλό;
Για την τέχνη θα έπρεπε να γράφουμε και με τα δύο. Κάτι μας κινητοποιεί, ένα ερέθισμα ταράζει την ψυχή μας αλλά χρειαζόμαστε το μυαλό και τις γνώσεις για να το εκφράσουμε αυτό.
– Εσείς νιώθετε ότι έχετε αδικήσει ανθρώπους;
Νομίζω ότι παλιά, όταν ήμουνα μικρός, πρέπει να έχω γράψει δύο-τρία κείμενα τα οποία αδικούσαν ανθρώπους. Και γι’ αυτό πολύ σύντομα σταμάτησα να γράφω αρνητικά.
– Υπάρχουν καλλιτεχνικές εμμονές μέσα σας;
Όχι. Υπάρχουν είδη που μου αρέσουν περισσότερο από κάποια άλλα, υπάρχουν γενικά τρόποι αφήγησης που μου αρέσουν περισσότερο από κάποιους άλλους, αλλά δεν έχω εμμονές. Τώρα πιά βλέπω και πράγματα που δεν μου αρέσουνε αμέσως, για να ανοίγω καινούργιες πόρτες συνέχεια.
– Ποια είναι τα είδη που σας αρέσουν;
Στον κινηματογράφο αυτό που μου αρέσει τα τελευταία χρόνια είναι αυτό που λέμε ο ερευνητικός, πειραματικός, δοκιμιακός κινηματογράφος. Είτε είναι ντοκιμαντέρ, είτε είναι fiction. Δηλαδή ένας κινηματογράφος που είναι για μικρότερο κοινό. Δεν είναι ούτε για τις μεγάλες αίθουσες ούτε για διασκέδαση, αλλά είναι ένας κινηματογράφος που σου μαθαίνει και σου ανοίγει πάρα πολλά παράθυρα μέσα σου. Είναι δηλαδή η διαφορά ανάμεσα σ’ ένα μυθιστόρημα και σ’ ένα δοκίμιο στο χώρο της λογοτεχνίας.
– Πέστε μου ένα παράδειγμα;
Είναι δημιουργοι που δεν είναι γνωστοί στο. Φέτος στο φεστιβάλ έχουμε έναν τέτοιο δημιουργό, ένα ζευγάρι τέτοιων δημιουργών, θα τους πω, οι οποίοι κάνουν έναν ερευνητικό κινηματογράφο. Θα έρθουνε μάλιστα στην Θεσσαλονίκη και θα μιλήσουνε στο κοινό, στους επαγγελματίες, στους φοιτητές της σχολής. Το τι σημαίνει αυτός ο κινηματογράφος, αυτή η έρευνα, αυτός ο ερευνητικός πειραματικός κινηματογράφος. Πολλές απ’ αυτές τις ταινίες θα τις δούμε πια σε μουσεία, σε γκαλερί, σε μεγάλες εκθέσεις όπως στη Μπιενάλε της Βενετίας ή άλλου. Στη Documenta. Δηλαδή είναι ένας κινηματογράφος που πηγαίνει προς τα εικαστικά, τη στιγμή που τα εικαστικά πηγαίνουν προς τον κινηματογράφο. Και συνδυάζει πολλά και άλλα είδη τέχνης εκτός από μόνο την κινούμενη εικόνα».
– Το ντοκιμαντέρ σου αρέσει σαν είδος;
Το ντοκιμαντέρ είναι κάτι που μ’ αρέσει πάρα πολύ και θεωρώ τον εαυτό μου και όπως όλους τους συνεργάτες που δουλεύουμε στο φεστιβάλ πολύ τυχερούς, διότι έχουμε δύο φεστιβάλ. Και το φεστιβάλ του Νοεμβρίου που είναι ταινίες με υπόθεση και το φεστιβάλ του Μαρτίου που είναι ταινίες-ντοκιμαντέρ. Οπότε, είμαστε συνέχεια ανοιχτοί και ασχολιόμαστε και με τα δύο είδη. Κάποια στιγμή κάποιος με ρώτησε: “Κι αν σε υποχρεώσουν να διαλέξεις ένα από τα δύο;” “Μάλλον θα παραιτηθώ” του είπα. Γιατί μου αρέσουν και τα δύο. Είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον να βλέπεις και τα δύο είδη πώς εξελίσσονται…
– Γιατί το μεγάλο κοινό, προτιμά την αφήγηση fiction;
Τελευταία έχω μπερδευτεί λίγο… Τι σημαίνει μεγάλο κοινό; Λέμε όλοι το κοινό “κοινό”, αλλά όμως δεν είναι “ένα” το κοινό, είναι χιλιάδες κομματάκια το κοινό με τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά. Λέμε ότι έχει φτιαχτεί μιά ταινία γιά να πάνε όλοι να την δουν. Από την άλλη υπάρχει ένα αριστούργημα και πηγαίνουν πολύ λίγοι και το βλέπουν. Λες: “Μα είναι αριστούργημα πώς δεν πάει ο πολύς κόσμος;» Πόσοι όμως έχουν διαβάσει ένα δοκίμιο του Καντ, ένα δοκίμιο του Φουκώ ή ένα δοκίμιο του Μπαρτ; Ελάχιστοι. Γιατί; Γιατί είναι ένα είδος πιο δύσκολο που απαιτεί να μην είσαι ξαπλωμένος στον καναπέ να το διαβάσεις, αλλά να είσαι σ’ ένα γραφείο, να έχεις και ένα μολύβι να σημειώνεις και ένα λεξικό και να ψάχνεις. Δεν είναι κατ’ ανάγκη κακό, ούτε καλό το ένα ή το άλλο. Είναι απλώς άλλο πράγμα.
– Την ίδια συγκίνηση περιέχει η δυσκολία με την ευκολία;
Ναι, νομίζω ναι. Mπορείς πολύ να συγκινηθείς με ένα δοκίμιο του Ρολάν Μπαρτ και να συγκινηθείς πολύ μ’ ένα συναρπαστικό βιβλίο, όπως το “Εκατό χρόνια μοναξιάς” ή “Το όνομα του ρόδου”. Α, να ένας δημιουργός ας πούμε, ο Εκο… Συγκινούμαι το ίδιο με το «Το όνομα του ρόδου» και με τα δοκίμια που έχει γράψει για την καθημερινότητα».
– Λαμβάνετε υπόψη σας το συγκεκριμένο κοινό που έρχεται να δει το φεστιβάλ όταν αποφασίζετε τη “γεωγραφία” παραγωγής κινηματογράφου της χρονιάς που θα επιλέξετε να παρουσιάσετε;
Ναι… Πρέπει να φτιάξεις, ένα παζλ με πολλές ψηφίδες. Και για εμάς στη Θεσσαλονίκη είναι πολύ σημαντικό, διότι υπάρχει και ένα σινεφίλ κοινό πολύ εκπαιδευμένο και πολύ φανατικό, υπάρχει ένα κοινό που θα έρθει να δει μόνο μία ταινία κάθε χρόνο, υπάρχουν οι επαγγελματίες που θέλουν να ενημερωθούν, υπάρχουν οι επαγγελματίες που έρχονται για δουλειά και έχουν συγκεκριμένες δουλειές να κάνουν και συγκεκριμένο τρόπο να δούνε τις ταινίες. Υπάρχουν πράγματα πολύ σημαντικά που συμβαίνουν όλο το χρόνο πιά για τα οποία πρέπει να μιλήσουμε γι’ αυτά. Όπως είναι η κλιματική αλλαγή, όπως είναι ο πόλεμος, όπως είναι η σχέση μας με τα ζώα, όπως είναι τα προβλήματα για την θέση της γυναίκας, τις γυναικοκτονίες, τη χιτζάμπ στο Ιράν… Όλα αυτά τα θέματα δεν τα αναφέρω τυχαία, διότι όλα αυτά τα πιάσαμε και τα πιάνουμε στο φετινό φεστιβάλ… Τουλάχιστον καθορίζουν τη σκέψη μας όταν πάμε να φτιάξουμε αυτό το φεστιβάλ. Αντιμετωπίζουμε το κάθε φεστιβάλ σαν μία μοναδική performance.
– Φροντίζετε και για τις στιγμές που είναι εκεί οι άνθρωποι, αλλά δεν βλέπουν ταινίες;
Μα τη στιγμή που δεν βλέπουν ταινίες κάνουν χίλια άλλα πράγματα τις μέρες του φεστιβάλ. Οι επαγγελματίες κάνουν διάφορες δουλειές. Εχουμε το τμήμα της αγοράς που είναι το πιο ενδιαφέρον του φεστιβάλ. Εκεί οι νέοι άνθρωποι επεξεργάζονται καινούργια σενάρια, φέρνουν τις μισοτελειωμένες ταινίες τους και τις συζητάνε και κάνουμε pitching με παραγωγούς, αναζητούν χρηματοδοτήσεις, αναζητούν βελτίωση των ιδεών και των σεναρίων που έχουνε, κάνουμε συναυλίες, παράλληλες δράσεις, εκθέσεις. Στο φεστιβάλ τα τελευταία χρόνια διοργανώνουμε και μία έκθεση στο πλαίσιο του κεντρικού μας αφιερώματος. Φέτος το αφιέρωμα αυτό είναι τα Φαντάσματα. Έτσι, επιλέξαμε τέσσερις από τους σημαντικότερους Έλληνες εικαστικούς του 20ού αιώνα που άλλαξαν την ιστορία της σύγχρονης ευρωπαϊκής τέχνης κι έχουν φύγει από τη ζωή: τον Νίκο Κεσσανλή, τον Βλάση Κανιάρη, τη Σίλεια Δασκοπούλου και τον Ιάσονα Μολφέση. Το εμβληματικό τους έργο, πιο επίκαιρο από ποτέ, παρουσιάζεται στην έκθεση ως μέρος μιας διαρκούς διαδικασίας επιστροφής. Ο Κεσσανλής, ο Κανιάρης, η Δασκοπούλου και ο Μολφέσης επιστρέφουν στο δικό μας παρόν με έργα που ζητούν μια δεύτερη ανάγνωση και, κάτω από τον τίτλο Φαντάσματα, θέτουν ερωτήματα για την έννοια της αναπαράστασης του φανταστικού κόσμου, τη φαντασμαγορική μνήμη των σκιών, την απουσία της ζωής, τις φασματικές μορφές της τεχνολογίας. Ένας νέος φωτογράφος, ο Δημήτρης Τσουμπλέκας, τούς παρατηρεί και τους σχολιάζει με τον φακό του. Προσθέτει μικρές ψηφίδες ζωής, ανοίγει ρωγμές στον χρόνο, ακολουθεί την κοίτη του παρελθόντος και μαζεύει παλιά ρούχα και βιβλία – λατρεύει τα ξεχασμένα αντικείμενα μιας χώρας που δικαιωματικά ανήκει στα φαντάσματα.
– Το φεστιβάλ είναι μιας μορφής εξουσία; Μέσα από ένα φεστιβάλ μπορεί να κάνεις αν το θελήσεις πολιτική;
Είναι παρεξηγημένη η λέξη “πολιτική”. Μέσα από ένα φεστιβάλ δεν πρέπει να κάνεις προπαγάνδα. Η τέχνη ήταν πολιτική από την εποχή του Σοφοκλή, του Αισχύλου. Οποιοδήποτε καλλιτεχνικό συμβάν, είναι ένα πολιτικό συμβάν. Δεν πρέπει να κάνει όμως προπαγάνδα. Δεν πρέπει δηλαδή να φτάνουμε στα σημεία της ναζιστικής τέχνης, του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και όλα αυτά τα κινήματα τα οποία ήτανε αδιέξοδα τελικά. Αλλά πρέπει να παίρνουμε θέση μέσω της τέχνης γιά όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας… αυτό που καίει την κοινωνία. Ενα φεστιβάλ γιά να είναι πετυχημένο πρέπει να αφουγκράζεται την κοινωνία.
– Σ’ αυτή τη δουλειά του Καλλιτεχνικού Διευθυντή πότε ένα αποτέλεσμα είναι αρνητικό; Τι σημαίνει αποτυχία σε αυτό που κάνετε για σας;
Το να μην έρθει ο κόσμος να δει τις ταινίες. Να μας εγκαταλείψουνε οι χορηγοί…
– Κι επιτυχία; Τι αποτελεί επιτυχία ενός φεστιβάλ;
Το κακό με την επιτυχία είναι ότι την καταλαβαίνεις πολύ καιρό, ίσως και χρόνια μετά. Δηλαδή, μπορεί τώρα να λένε ο τάδε Καλλιτεχνικός Διευθυντής του τάδε μουσικού φεστιβάλ είναι πολύ επιτυχημένος γιατί πάει κόσμος και μετά από 10 χρόνια που θα έχει τελειώσει η θητεία του, μπορεί και να έχει πεθάνει κιόλας ο άνθρωπος, να διαπιστώσουμε ότι αυτά που έκανε ήταν αναμάσημα, τα είχε κλέψει από εδώ και από εκεί ή το αντίθετο.
– Έχει κόστος η επιτυχία;
Ναι, γιατί την επιτυχία τις περισσότερες φορές την συνοδεύει μιά μοναξιά… Οταν κάνεις μία αποτυχία ή όταν έχεις μία ερωτική απογοήτευση ή όταν έχεις ακόμα και μία αρρώστια, πάρα πολλοί άνθρωποι, φίλοι και γνωστοί, θα έρθουν να σε στηρίξουν. Όταν είσαι πανευτυχής, είσαι ερωτευμένος… Είσαι ολομόναχος.
– Εσείς τέτοιες ώρες γράφετε ποίηση;
Όχι. Νομίζω ότι η ποίηση είναι ο κύριος δρόμος γιά μένα και το περιθώριο είναι τα άλλα που κάνω.
– Γιατί γράφετε ποιήματα;
Γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Γιατί κάποια στιγμή ξυπνάω μέσα στη νύχτα και πρέπει να γράψω. Και αν δεν γράψω, δεν θα κοιμηθώ, δεν θα φάω…
– Είμαστε αυτό που δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς;
Ναι.
– Άρα δηλώνετε ποιητής; Αυτή είναι η ταυτότητά σας;
Η λέξη “ποιητής” είναι σαν την λέξη “φιλόσοφος”. Μπορείς να είσαι ζωγράφος, μπορείς να είσαι μουσικός, αλλά για να πεις ότι είσαι ποιητής ή για να πεις ότι είσαι φιλόσοφος δεν αρκεί να έχεις βγάλει ένα βιβλίο ή δύο ή τρία ή να έχεις ένα διδακτορικό στη φιλοσοφία. Η ποίηση είναι ένας τρόπος να βλέπεις τον κόσμο!
– Τι είναι αυτό που αντέχει στον χρόνο;
Ο χρόνος ξέρει… Νομίζω ότι είναι αυτό που περιέχει κάτι σημαντικό από το αύριο της εποχή του.
– Η άνεση πιστεύετε ότι είναι μία βόμβα στη δημιουργία;
Όχι. Όχι, θα μπορούσε να είναι και το αντίστροφο.
– Αν κάνατε ένα ταξίδι στο χρόνο τι θα θέλατε να ζήσετε; Να δείτε;
Θα ήθελα να δω τι θα κάνουνε αυτά τα παιδιά που γεννήθηκαν μέσα στην κρίση και θα είναι τριαντάρηδες δηλαδή… Θα ήθελα με τα σημερινά μου μάτια να δω τι θα παράξουν αυτοί οι άνθρωποι. Αν θα κανουν μία καινούργια επανάσταση όπως ήταν η επανάσταση της δεκαετίας του 1960 και του 1970.
– Δεν έχουνε πεθάνει οι επαναστάσεις;
Δεν ξέρω γιά τις άλλες. Οι καλλιτεχνικές επαναστάσεις όχι δεν έχουν πεθάνει. Έτσι συνεχίζει να γράφεται η Ιστορία της Τέχνης. Το ξέρουμε αυτό, το έχουμε μάθει. Για τις άλλες δεν ξέρω. Δεν είμαι ειδικός.
– Τι αποτελεί για εσάς επανάσταση στην τέχνη;
Να συγκρουστείς με κάτι που γιά μιά περίοδο θεωρείται δεδομένο. Όπως ήτανε δεδομένο το συγκεκριμένο είδος μουσικής μέχρι που εμφανίστηκε ο Ντεμπυσσύ, ο Στραβίνσκι… Αυτοί είπανε κάτι καινούργιο. Οι πρώτες νότες από το «Απομεσήμερο ενός φαύλου» του Ντεμπισί ορίζουν την έναρξη της μοντέρνας μουσικής. Η «Ιεροτελεστία της άνοιξης» του Στραβίνσκι ήταν μία επανάσταση. Αλλά όταν την πρωτοπαρουσίασε, την παρουσίασε σ’ ένα θέατρο που το μισό έφυγε και το άλλο μισό τον γιουχάριζε. Και οι κριτικές ήτανε απαράδεκτες. Τον ξεσκίσανε. Έκανε όμως μία επανάσταση. Χωρίς επαναστάτες, τολμηρούς, δεν θα υπήρχε ούτε η Jazz, ούτε Rock ‘n Roll ούτε τίποτα.
– Ανάμεσά μας, υπάρχει ένας σύγχρονος επαναστάτης;
Υπάρχουν, ναι. Δεν θα διακινδύνευα να τους ονομάσω, φοβάμαι μην κάνω λάθος, αλλά υπάρχουν σ’ όλες τις τέχνες επαναστάτες. Επαναστάτες που κάνουν καινούργια πράγματα και συγκρούονται μ’ αυτά που αυτή την στιγμή θεωρούνται αξίες ακλόνητες. Στον κινηματογράφο είναι λίγο πιο παράξενα τα πράγματα τα τελευταία χρόνια, γιατί δεν έχει εμφανιστεί κάτι συγκλονιστικά καινούργιο να ταράξει τα νερά.
– Σε ποια τέχνη γίνεται κάτι το επαναστατικό σήμερα;
Έχουμε πολλά δείγματα στα εικαστικά. Τα εικαστικά δηλαδή αυτή τη στιγμή είναι πιο επαναστατικά, πιο ενεργά, πιό ανοιχτά στη σύγκουση. Ίσως γιατί είναι και δημιουργικά πιο εύκολα. Για να κάνεις μία ταινία θέλει πολλά λεφτά, θέλει πολλές εξαρτήσεις, θέλει πολλά, πολλά…»
– Σε τι διαφέρει ένας πλούσιος άνθρωπος από έναν φτωχό άνθρωπο;
Στις ιδέες. Εγώ νομίζω ότι ο μόνος πλούσιος που υπάρχει είναι ο πλούσιος σε ιδέες. Άνθρωπος χωρίς ιδέες είναι ενας πάμφτωχος άνθρωπος!
– Σε ποια “γέννηση” θα θέλατε να είστε παρών;
Θα ήθελα να ήμουνα στην γέννηση των κινημάτων των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, στην έκρηξη του κινηματογράφου, στον σουρεαλισμό, στην ρωσική avant garde, σ’ όλη αυτή την περίοδο. Νομίζω ότι ήταν τρομερή περίοδος έκρηξης και μπήκαν οι βάσεις για πολλά πράγματα. Περισσότερο από τη δεκαετία του 1960.
– Σας ευχαριστώ.
Κι εγώ.