Υπήρξαν κάποιες στιγμές, σε χώρους που το μυαλό μου αυτήν τη στιγμή που γράφω δεν μπορεί να προσδιορίσει γεωγραφικά ή χρονικά, όπου άκουσα τον Νίκο Πατρελάκη να παίζει DJ. Ήταν σαν να βρισκόμουν μέσα σε ένα ηχητικό τοπίο που αργά και ανεπαίσθητα με τραβούσε βαθιά μέσα του. Θυμάμαι ακόμα πόσο με είχε μαγέψει εκείνο το απίστευτα απαλό, σχεδόν ανεπαίσθητο transition ανάμεσα στα κομμάτια—σαν το φως που αλλάζει σιγά-σιγά κατά τη διάρκεια μιας ηλιόλουστης μέρας.
Ακόμα και αν τα κομμάτια εκείνα, μόνα τους, δεν θα με εντυπωσίαζαν ως μοναδικές μουσικές εμπειρίες, μέσα στο μιξ του αποκτούσαν μια αόρατη, σχεδόν μαγική ποιότητα. Ήταν σαν να τα είχε αγγίξει με έναν τρόπο που τους έδινε μια νέα ζωή, μια κρυφή διάσταση που υπήρχε ήδη μέσα τους αλλά περίμενε να αναδυθεί. Ο ήχος γινόταν ρευστός, διαφανής, σαν νερό που κυλά σε αόρατα μονοπάτια, ενώ εσύ δεν έχεις άλλη επιλογή παρά να παρασυρθείς από τη ροή. Και να χορέψεις.
Αυτή η εμπειρία δεν ήταν μόνο ακουστική, αλλά σχεδόν υπερβατική. Ένιωθα πως κάθε νότα και κάθε ρυθμός υπήρχαν εκεί για να δημιουργήσουν μια μοναδική, ονειρική αφήγηση—ένα σύμπαν όπου ο χρόνος και ο χώρος χάνονταν και όλα τα στοιχεία του ήχου ενώνονταν σε μια αρμονική, ατέρμονη ακολουθία. Και δεν το έχω πει αυτό για πολλούς Έλληνες DJs.
Βέβαια, τα τελευταία χρόνια, έχω αφήσει πίσω μου την ανάγκη να μπαίνω στο τρυπάκι του “διδακτικού” για την πορεία ενός καλλιτέχνη. Δεν με νοιάζει να κάθομαι να εξηγώ τι έκανε, πώς έφτασε εδώ και να χαράζω γραμμές σε χάρτες που δεν είναι δικοί μου. Προτιμώ να μένω στο τώρα της δημιουργίας του—εκεί που το έργο του υπάρχει, ζωντανό, χωρίς φίλτρα και ταμπέλες. Ό,τι έγινε πριν, έγινε. Ό,τι έφτιαξε, έφτιαξε. Αν έχεις τη διάθεση, τη δίψα, την όρεξη, εξερεύνησέ το μόνος/μόνη/μόνο σου, με τα δικά σου εργαλεία, τα δικά σου γούστα.
Μένω, λοιπόν, εδώ, στο παρόν της μουσικής του, εκεί που όλα συμβαίνουν, χωρίς εξηγήσεις και περιτυλίγματα. Γιατί; Γιατί, τελικά, αυτό που έχει σημασία δεν είναι πώς έφτασε εδώ, αλλά πώς το «εδώ» του μας τραβάει—μας αφήνει ελεύθερους να ταξιδέψουμε στους ήχους του. Και επίσης, γιατί πριν λίγες μέρες ο Νίκος μου έστειλε να ακούσω το καινούργιο του άλμπουμ “Omni” που κυκλοφορεί σήμερα 18 Νοεμβρίου, ανεξάρτητα, μέσα από το δικό του label, Smallhouse Records.
Το “Omni”, το έκτο προσωπικό άλμπουμ του Νίκου Πατρελάκη, δεν είναι απλώς μια συλλογή από εννέα ηλεκτρονικά κομμάτια. Είναι μια ρευστή, πολυδιάστατη αφήγηση, μια εξερεύνηση του «όλα»—μια πρόσκληση να δούμε τη ζωή απελευθερωμένη από προκαθορισμένα μονοπάτια, συμβατικές κατευθύνσεις και στερεοτυπικές ταμπέλες. Γεννημένο μέσα από ένα ταξίδι σε φυσικά τοπία που κόβουν την ανάσα—ψηλά δάση, απομακρυσμένες βουνοκορφές, εγκαταλελειμμένα εργοστάσια—το “Omni” φέρνει στην επιφάνεια έναν ήχο που γεννήθηκε από την απομόνωση, την παρατήρηση και την ενδοσκόπηση. Μέσα σε αυτές τις αντιθέσεις, από τη φύση στην αστική πραγματικότητα, ο Νίκος συνέθεσε στο αθηναϊκό του στούντιο έναν κόσμο όπου η καθαρή electronica συνομιλεί με τον μινιμαλισμό, και όπου τα acid ηχοχρώματα συναντούν τις ορχήστρες σε μια μουσική σφαίρα χωρίς κανόνες.
Ο Πατρελάκης, με μια εμπειρία 35 χρόνων στη σύνθεση και παραγωγή, πειραματίζεται όχι μόνο τεχνικά, αλλά και αισθητικά, καταργώντας τις παραδοσιακές φόρμες. Ο ήχος του “Οmni” γίνεται μια ωδή στη δημιουργική ελευθερία—ένας μουσικός κόσμος χωρίς ενοχές, και κυρίως, χωρίς υποχρεώσεις στις νόρμες. Εδώ, ο καλλιτέχνης δεν παραδίδει απλώς μουσική, ούτε ένα ακόμα άλμπουμ για να καλύψει το κενό της δισκογραφίας του, αλλά μια μοναδική εμπειρία που απαιτεί ακροατές πρόθυμους να εξερευνήσουν τα όρια της δικής τους αντίληψης για το τι σημαίνει σύγχρονη ηλεκτρονική μουσική.
– Νίκο, τι ήταν αυτό που σε ώθησε να κάνεις έναν νέο δίσκο στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή;
Η ανάγκη του αυτοπροσδιορισμού. Η θέληση να εντοπίσω ξανά τον εαυτό μου και να τον αισθανθώ προσεκτικά, καθώς και η ζωτική ανάγκη να με οδηγήσει ξανά η μουσική σε φωτεινότερα και πιο αισιόδοξα μέρη από αυτά που ορίζουν οι παράξενες μέρες που ζούμε.
– Στο νέο σου άλμπουμ “Omni” συνδυάζεις διάφορα είδη μουσικής, όπως μια καθαρή και πιο υπνωτική electronica με τον κλασικό μινιμαλισμό, ενώ επίσης διέκρινα και πολλές αναφορές στη βερολινέζικη σχολή του ηλεκτρονικού ήχου. Πώς κατάφερες να ενσωματώσεις τόσες διαφορετικές επιρροές σε μια ενιαία “συνεχή ιστορία”;
Αφέθηκα απολύτως στο μουσικό μου αντανακλαστικό. Αυτό, πέρα από το «εξασκημένο» μέρος του, περιλαμβάνει αταβιστικά το σύνολο του μουσικού μου βιώματος, όλες τις εμμονές και τις αγάπες μου, όλη τη μουσική μου σκέψη απλωμένη μέσα στο χρόνο, φιλτραρισμένη όχι από τις διάφορες φόρμες αλλά από τα συναισθήματα. Η ιστορία που απλώνεται στο “Omni” έχει σχηματιστεί από την θέλησή μου να περιγράψω με καινούργιο ήχο το συναισθηματικό μου ημερολόγιο των ημερών, αλλά το ομογενοποιημένο πια μουσικό μου υποσυνείδητο βρίσκεται πάντα εκεί, σε κάθε επαφή μου με τη μουσική.
– Ωστόσο, η μουσική σου φαίνεται να αποφεύγει τα “στεγανά” των ειδών. Πώς βλέπεις την εξέλιξη της ηλεκτρονικής μουσικής σήμερα και τι πιστεύεις ότι χρειάζεται για να εξελιχθεί ίσως ακόμη περισσότερο; Ή μήπως θεωρείς ότι η μουσική (γενικότερα) δεν μπορεί να μας εκπλήξει άλλο;
Η μουσική πιστεύω πως δεν θα σταματήσει να μας εκπλήσσει ποτέ. Γνωρίζουμε και χρησιμοποιούμε ένα πολύ μικρό κομμάτι του κώδικά της για να εκφραστούμε και να επικοινωνήσουμε, υπάρχουν πολλά ακόμη για να εξερευνήσουμε. Η έρευνα για τη μουσική, αυτή φέρνει άλλωστε την εξέλιξη, χρειάζεται περισσότερη προσπάθεια, περισσότερη αφοσίωση. Η ηλεκτρονική μουσική, πιστεύω πως πρέπει να απασφαλιστεί από την ευκολία της εμπορικότητας, για να δημιουργήσει πρωτοπορία. Βρισκόμαστε, ως μουσικοί της electronica, ανάμεσα στην ουσία του μουσικού γένους –το οποίο να θυμίσω πως ορίζεται πολύ από την τεχνολογία– και σε όλα τα άλλα γένη της μουσικής που χρησιμοποιούν αυτή την ίδια τεχνολογία αλλά σε εμπορικότερους ήχους. Η αλήθεια είναι πως η έρευνα για τη μουσική, και για τις τέχνες γενικότερα, δεν υποστηρίζεται από τις σύγχρονες κοινωνίες, στη χώρα μας, ειδικά, καθόλου. Αυτή η μη απαραίτητα χρηστική – ή τουλάχιστον όχι εμφανώς – καινοτομία έχει δυστυχώς χαμηλή προτεραιότητα.
– Ας μείνουμε λίγο στα «είδη»… Αναφέρεσαι στο άλμπουμ ως “αγνωστικό” ως προς το είδος… Πιστεύεις ότι η σύγχρονη μουσική βιομηχανία μπορεί να αγκαλιάσει τη δημιουργική ελευθερία που επιδιώκεις;
Πιστεύω πως η σύγχρονη μουσική βιομηχανία, που θα την εκφράσω πια ως αλγόριθμο προβολής και αναμετάδοσης, χρειάζεται τα διακριτά είδη, εκεί όπου υπάρχουν οι πυκνώσεις του κοινού, ώστε να ικανοποιηθεί η εμπορική διαδικασία. Υπάρχουν όμως τρόποι για το μουσικόφιλο κοινό να αποφύγει τα φίλτρα και να ανακαλύψει μουσική με αχνότερα όρια μέσα της. Υπάρχουν ήδη γνωστοί τρόποι και πηγές για το εναλλακτικό αυτό κοινό όλου του πλανήτη, το οποίο συνολικά είναι πολύ μεγάλο. Η δυνατότητα να μιλήσεις σαν μουσικός κατευθείαν με τους ανθρώπους που αγαπάνε τη μουσική, έχει πια κατοχυρωθεί. Οι μεγάλες streaming πλατφόρμες θα ικανοποιήσουν τη γενική χρήση της μουσικής και οι μουσικόφιλοι θα ακούσουν και θα αγοράσουν νέα μουσική σε ειδικότερες πλατφόρμες όπως το Bandcamp, μέσω του οποίου ανεβάζω τις μουσικές μου, γνωρίζοντας πως επιλέγουν εκτός αλγορίθμου και πως υποστηρίζουν κατευθείαν τους καλλιτέχνες που αγαπάνε.
– Δημιούργησες το “Omni” ταξιδεύοντας σε διάφορα σημεία της Ελλάδας, από ερημικά εργοστάσια μέχρι απόμερα καταφύγια και βουνοκορφές. Πώς επηρέασε το φυσικό περιβάλλον και η απομόνωση τη μουσική σου και τον ήχο του άλμπουμ;
Ηχογράφησα πολύ εκεί έξω. Την ησυχία της φύσης, το νερό που κυλάει, τον επαναληπτικό θόρυβο μηχανών, το αχό των δρόμων. Αυτές οι ηχογραφήσεις, με ακουστικά και μαγνητόφωνο, είχαν αίσθηση διαλογισμού, εκεί τραγούδησα τις πρώτες μελωδίες, εκεί σημείωσα εικόνες που ήθελα να κινηματογραφήσω, σχημάτισα το άλμπουμ στο μυαλό μου. Όταν ξεκίνησα να επεξεργάζομαι τα πρώτα υλικά στο στούντιο, είδα πως μέσα σε αυτά υπήρχε ένταση, υπήρχε σύγκρουση. Αυτά τα πρώτα υλικά που αποτέλεσαν βάση με διάφορους τρόπους, οδήγησαν τη μουσική σε ένταση που δεν ήταν σχεδιασμένη, την οποία αγκάλιασα γιατί συμφωνούσε και με την εσωτερική μου ένταση, μόνιμο πια υποπροϊόν της στριφνής πραγματικότητας.
– Αναφέρεις ότι στο “Omni” εξερεύνησες την έννοια της «δημιουργικής ελευθερίας», χωρίς νόρμες και προκαθορισμένες κατευθύνσεις. Πόσο δύσκολο ή απελευθερωτικό ήταν αυτό για εσένα;
Ήταν πολύ εύκολο και θα έλεγα λυτρωτικό. Ήταν συνειδητή απόφαση να αφεθώ στη μουσική ροή και να μην προσπαθήσω να εξευγενίσω το αποτέλεσμα, ωθώντας το προς το ένα ή το άλλο είδος. Η απόφαση, βέβαια, πάρθηκε παράλληλα με την παραδοχή πως έξω από τη νόρμα και χωρίς κατάταξη, οι πιθανότητες να ακουστείς μικραίνουν αισθητά. Δεν το λέω με παράπονο, είμαι μουσικός της electronica για όλη μου τη ζωή, εκτός εμπορικού ενδιαφέροντος. Έχω κάνει την ειρήνη μου με αυτό. Όλα τα είδη της electronica άλλωστε είναι σχεδόν εκτός εμπορικού ενδιαφέροντος, ακόμη και της χορευτικής. Οι μουσικοί της electronica καταφέρνουμε απλά να επιβιώσουμε.
– Αυτό είναι το 6ο προσωπικό σου άλμπουμ, αλλά όπως γράφεις στο σημείωμα είναι κάτι διαφορετικό από τα προηγούμενα. Ποιες θεωρείς πως είναι οι μεγαλύτερες διαφορές του “Omni” σε σχέση με τα προηγούμενα έργα σου;
Το “Omni” έχει ελεύθερη πειραματική διάθεση, ενώ τα προηγούμενα μιλούσαν με τις σταθερές φόρμες, εκτός ίσως από το πρώτο μου άλμπουμ, το “Habitat”, όπου υπήρχε πειραματισμός εκτός γραμμής, αλλά ασυνείδητος ακόμη. Ήταν τότε οι φόρμες, εργαλεία εξωστρέφειας και επικοινωνίας που ένοιωθα υποχρεωμένος να χρησιμοποιήσω. Στο “Omni” σκέφτηκα πως πρέπει να αφήσω τη μουσική μου να αυτοδιατεθεί, να οριστεί από μόνη της, να δημιουργηθεί χωρίς να συνδεθεί για να νιώσω ασφάλεια, να αποτελέσει ανεξάρτητη αναφορά για ό,τι ακούει ο καθένας μέσα της. Σκοπός μου σε αυτό το άλμπουμ είναι η ειλικρινής περιγραφή του συναισθήματός μου με τη μουσική και οπτική μου γλώσσα, της έντασης και της ηρεμίας μου, των ονείρων και των ελπίδων μου.
– Μετά από 35 χρόνια σύνθεσης και παραγωγής, τι σε κινητοποιεί ακόμα για να πειραματίζεσαι με τον πυρήνα του ήχου; Υπάρχουν ακόμη νέοι δρόμοι που θες να εξερευνήσεις;
Η μουσική τεχνολογία μας δίνει απίθανες δυνατότητες. Και πιστεύω πως μόλις έχει σταθεροποιηθεί η τεχνολογική βάση για να αρθρωθεί σύγχρονος μουσικός λόγος, βασισμένος σε αυτή. Υπάρχουν πολλά να ανακαλυφθούν ακόμη. Η εμπειρία των τελευταίων δύο χρόνων που ετοίμασα το “Omni”, μου έδειξε αυτό. Είδα πως υπάρχουν νέοι συναρπαστικοί δρόμοι, προσωπικοί και κοινοί, που χρειάζεται να εξερευνηθούν και για την εμπειρία και για τον νέο ήχο ως αποτέλεσμα. Έκανα πολλά πειράματα σε όλα τα στάδια του “Omni”, από την ηχογράφηση μέχρι το mastering. Επεξεργάστηκα ήχους με μαθηματικό τρόπο, κοίταξα τις ακραίες περιοχές του ακουστικού μας φάσματος, δημιούργησα ηχητικές τυχαιότητες, τις οποίες στη συνέχεια συνδύασα, ένωσα ρυθμικές αγωγές προσπαθώντας να εξερευνήσω πως αντιλαμβανόμαστε τη ρυθμολογία ανάλογα με το πολιτιστικό μας βίωμα. Δεν μπορώ να αντισταθώ σε όλη αυτή την πιθανότητα ανακάλυψης στον ήχο, με ακολουθεί από την αρχή και θα με κινητοποιεί για πάντα.
– Στο “Omni” πραγματεύεσαι «όλα αυτά που έχουν σημασία». Για εσένα, ποια είναι αυτά τα πράγματα που έχουν πραγματική σημασία στη ζωή;
Έχει σημασία ο αυτοπροσδιορισμός και η συναισθηματική ηρεμία που μπορεί να σου προσφέρει. Έχει σημασία η μουσική για μένα, που μου δίνει τη δυνατότητα να αφεθώ σε ένα ευοίωνο φως και να νοιώσω μέρος μιας πολύ μεγαλύτερης ενέργειας, ακόμη ακαθόριστης και μαγικής. Έχουν σημασία οι καθημερινές στιγμές αγάπης που δείχνουν πως δεν είναι όλα μάταια, έχουν σημασία τα όνειρα, αυτά που σε σηκώνουν νωρίς το πρωί για να τα πραγματοποιήσεις, σαν να είσαι παιδί και να ετοιμάζεσαι για εκδρομή.
– Σκοπεύεις να παρουσιάσεις το “Omni” ζωντανά σύντομα και έχεις ετοιμάσει και βίντεο για κάθε ξεχωριστό κομμάτι. Μπορείς να μοιραστείς κάποιες περισσότερες πληροφορίες ή είναι ακόμα νωρίς;
Ετοιμάζω εννέα μικρές ταινίες. Η ιστορία που τις ενώνει είναι η φύση, της μαγείας, της σύγκρουσης με τον άνθρωπο, της φθοράς και της γέννησης αλλά και η αίσθηση πως «Όλα, είναι ένα», ένα σύμπαν σαν ένα σώμα. Πάνω στην εικόνα από αυτά τα ανοικτά τοπία που κινηματογράφησα, που είναι άλλοτε ελεύθερα και άλλοτε υπό την ανθρώπινη παρέμβαση, έχω δημιουργήσει ψηφιακά συστήματα που τροφοδοτούνται από αυτή τη φύση και συνομιλούν μαζί της. Γεωμετρικά σχήματα, υδάτινοι όγκοι, κτίρια, μηχανήματα και ζώα, συνυπάρχουν σε ένα φανταστικό χορό. Νοιώθω πια την εικόνα σαν αναπόσπαστο μέρος του μουσικού έργου. Μαζί με τη μουσική δημιουργεί μια βιωματική εμπειρία που για εμένα είναι πολύτιμη, σύνδεσμος άυλων σκέψεων και συναισθημάτων και ερέθισμα για το υποσυνείδητο.
– Όλα αυτά τα χρόνια ενεργός στην χορευτική και ηλεκτρονική κουλτούρα της Ελλάδας ποια ήταν η πιο σκληρή αλήθεια που αντιμετώπισες ποτέ;
Πως ποτέ αυτή η κουλτούρα, την οποία τροφοδοτούμε για περισσότερο από τρεις δεκαετίες δεν κατάφερε να αποτελέσει πραγματικά σκηνή. Χωρίς χώρους που θα μπορούσαν να ακουστούν με συνέπεια εναλλακτικοί ήχοι, ξένοι και εγχώριοι, χωρίς ανάλογες δισκογραφικές και ραδιόφωνα, οι νέοι άνθρωποι που θα θέλανε να ασχοληθούν με την electronica, είτε κάνουν χορευτική μουσική αφού μόνο έτσι υπάρχει μια πιθανότητα να επιβιώσουν ή απλά ξενιτεύονται. Δεν δημιουργήσαμε ποτέ υποδομή για να υποστηρίξουμε τη νέα δημιουργία. Γενικά χρειαζόμαστε κόμβους, σημεία φυσικής συνάντησης και συνεργασίας, μήπως και καταφέρουμε τελικά να ορίσουμε μια ορατή ηλεκτρονική σκηνή. Ας σκεφτούμε πόσες δισκογραφικές για το είδος, πόσους εναλλακτικούς live χώρους και φεστιβάλ electronica και ψηφιακών τεχνών έχει η Γερμανία των 85 εκ. και πόσα η Ελλάδα των 10 εκ.
– Μπορεί η μουσική να αποτελέσει μια αντίσταση ή ενδεχομένως μια απάντηση στην παρακμή των καιρών μας και με ποιον τρόπο;
Πιστεύω πως η μουσική που έχει ειλικρίνεια μπορεί να είναι στα σίγουρα μια δυνατή συναισθηματική αναφορά, σε όποιο είδος και να ανήκει η μουσική αυτή. Μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους σε καθαρότερες διαδρομές. Μια πολύτιμη μουσική για εμάς, είναι άσβεστο φως για όλη μας τη ζωή. Η μουσική μας κάνει καλύτερους ανθρώπους, με όποιο τρόπο κι αν ασχολούμαστε μαζί της.
– Σήμερα τι αξιολογείς ως απαραίτητα στη δική σου «γεμάτη» ζωή;
Τους αγαπημένους μου ανθρώπους, τις γάτες μου στο σπίτι και έξω, τη δημιουργία μουσικής και εικόνας με ενθουσιασμό, λίγη ώρα να κοιτάω τα σύννεφα κάθε μέρα, ένα φιλί.
– Ποιο είναι το πράγμα που δεν θα μπορούσες να στερηθείς ποτέ και για κανέναν λόγο;
Μόνο τους ανθρώπους μου δεν μπορώ να στερηθώ. Δεν με νοιάζουν πολύ τα πράγματα πια.
– Πιστεύεις ότι κάτι μπορεί να λειτουργήσει ως φάρμακο σε αυτό το σύγχρονο δυτικό πάθος ενός αποπροσανατολισμένου πρότυπου ζωής, το οποίο αποδεικνύεται μόνο μέσα από την ευδαιμονία της απληστίας; Τελικά πόσο περιορισμένη είναι η «χωρητικότητα» του ανθρώπου για κατανάλωση και απόλαυση;
Δεν υπάρχει φάρμακο και καμία εξωγενής λύση, πιστεύω. Χρειάζεται αυτοσυνειδησία και πράξη σε προσωπικό επίπεδο. Προσπαθώ να ορίσω την πραγματικότητα μου μέσω μιας μικρής χαράς ή ενός ασήμαντου κατορθώματος, μιας καλής συζήτησης με ένα φίλο, μιας ώρας ακρόασης ενός νέου άλμπουμ χωρίς περισπασμούς. Μου φαίνεται όμως πως η υπερκατανάλωση έχει αρχίσει και απομυθοποιείται, σαν να έχουμε αρχίσει να αντιλαμβανόμαστε επιτέλους τη θνητότητά μας και το βάρος της προσοχής μας μετακινείται προς τα σημαντικά.
– Σε έναν κόσμο υπερφορτωμένο από πληροφορία και τεχνολογική «σαβούρα» πόσο «omni-present» θέλεις ή μπορείς να είσαι;
Προσπαθώ να ανυψωθώ πάνω από το θόρυβο με διάφορους τρόπους, ώστε να καταφέρω να αντιληφθώ την καθημερινότητα. Το να γράφω μουσική είναι ο βασικός. Οι μεγάλες βόλτες στα δάση και τα βουνά επίσης βοηθάνε. Γράφοντας μουσική ή κινηματογραφώντας σύννεφα πάνω από ένα κάμπο, καταλαβαίνω πως ο χρόνος δεν υπάρχει πραγματικά όπως τον σκεφτόμαστε και τον χρησιμοποιούμε. Εκεί εξαφανίζεται η υπερ-πληροφορία, το μυαλό και η ψυχή μου συγκεντρώνονται μόνο στην άχρονη στιγμή. Σε αυτή τη στιγμή το παρελθόν ενώνεται με το μέλλον και με το παρόν, με ένα μαγικό, κβαντικό τρόπο. Εκείνη τη στιγμή μετρώ όλα αυτά που έχουν σημασία και σκέφτομαι πως ο χρόνος που απομένει είναι τώρα.
☞︎ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.
Υπήρξαν κάποιες στιγμές, σε χώρους που το μυαλό μου αυτήν τη στιγμή που γράφω δεν μπορεί να προσδιορίσει γεωγραφικά ή χρονικά, όπου άκουσα τον Νίκο Πατρελάκη να παίζει DJ. Ήταν σαν να βρισκόμουν μέσα σε ένα ηχητικό τοπίο που αργά και ανεπαίσθητα με τραβούσε βαθιά μέσα του. Θυμάμαι ακόμα πόσο με είχε μαγέψει εκείνο το απίστευτα απαλό, σχεδόν ανεπαίσθητο transition ανάμεσα στα κομμάτια—σαν το φως που αλλάζει σιγά-σιγά κατά τη διάρκεια μιας ηλιόλουστης μέρας.
Ακόμα και αν τα κομμάτια εκείνα, μόνα τους, δεν θα με εντυπωσίαζαν ως μοναδικές μουσικές εμπειρίες, μέσα στο μιξ του αποκτούσαν μια αόρατη, σχεδόν μαγική ποιότητα. Ήταν σαν να τα είχε αγγίξει με έναν τρόπο που τους έδινε μια νέα ζωή, μια κρυφή διάσταση που υπήρχε ήδη μέσα τους αλλά περίμενε να αναδυθεί. Ο ήχος γινόταν ρευστός, διαφανής, σαν νερό που κυλά σε αόρατα μονοπάτια, ενώ εσύ δεν έχεις άλλη επιλογή παρά να παρασυρθείς από τη ροή. Και να χορέψεις.
Αυτή η εμπειρία δεν ήταν μόνο ακουστική, αλλά σχεδόν υπερβατική. Ένιωθα πως κάθε νότα και κάθε ρυθμός υπήρχαν εκεί για να δημιουργήσουν μια μοναδική, ονειρική αφήγηση—ένα σύμπαν όπου ο χρόνος και ο χώρος χάνονταν και όλα τα στοιχεία του ήχου ενώνονταν σε μια αρμονική, ατέρμονη ακολουθία. Και δεν το έχω πει αυτό για πολλούς Έλληνες DJs.
Βέβαια, τα τελευταία χρόνια, έχω αφήσει πίσω μου την ανάγκη να μπαίνω στο τρυπάκι του “διδακτικού” για την πορεία ενός καλλιτέχνη. Δεν με νοιάζει να κάθομαι να εξηγώ τι έκανε, πώς έφτασε εδώ και να χαράζω γραμμές σε χάρτες που δεν είναι δικοί μου. Προτιμώ να μένω στο τώρα της δημιουργίας του—εκεί που το έργο του υπάρχει, ζωντανό, χωρίς φίλτρα και ταμπέλες. Ό,τι έγινε πριν, έγινε. Ό,τι έφτιαξε, έφτιαξε. Αν έχεις τη διάθεση, τη δίψα, την όρεξη, εξερεύνησέ το μόνος/μόνη/μόνο σου, με τα δικά σου εργαλεία, τα δικά σου γούστα.
Μένω, λοιπόν, εδώ, στο παρόν της μουσικής του, εκεί που όλα συμβαίνουν, χωρίς εξηγήσεις και περιτυλίγματα. Γιατί; Γιατί, τελικά, αυτό που έχει σημασία δεν είναι πώς έφτασε εδώ, αλλά πώς το «εδώ» του μας τραβάει—μας αφήνει ελεύθερους να ταξιδέψουμε στους ήχους του. Και επίσης, γιατί πριν λίγες μέρες ο Νίκος μου έστειλε να ακούσω το καινούργιο του άλμπουμ “Omni” που κυκλοφορεί σήμερα 18 Νοεμβρίου, ανεξάρτητα, μέσα από το δικό του label, Smallhouse Records.
Το “Omni”, το έκτο προσωπικό άλμπουμ του Νίκου Πατρελάκη, δεν είναι απλώς μια συλλογή από εννέα ηλεκτρονικά κομμάτια. Είναι μια ρευστή, πολυδιάστατη αφήγηση, μια εξερεύνηση του «όλα»—μια πρόσκληση να δούμε τη ζωή απελευθερωμένη από προκαθορισμένα μονοπάτια, συμβατικές κατευθύνσεις και στερεοτυπικές ταμπέλες. Γεννημένο μέσα από ένα ταξίδι σε φυσικά τοπία που κόβουν την ανάσα—ψηλά δάση, απομακρυσμένες βουνοκορφές, εγκαταλελειμμένα εργοστάσια—το “Omni” φέρνει στην επιφάνεια έναν ήχο που γεννήθηκε από την απομόνωση, την παρατήρηση και την ενδοσκόπηση. Μέσα σε αυτές τις αντιθέσεις, από τη φύση στην αστική πραγματικότητα, ο Νίκος συνέθεσε στο αθηναϊκό του στούντιο έναν κόσμο όπου η καθαρή electronica συνομιλεί με τον μινιμαλισμό, και όπου τα acid ηχοχρώματα συναντούν τις ορχήστρες σε μια μουσική σφαίρα χωρίς κανόνες.
Ο Πατρελάκης, με μια εμπειρία 35 χρόνων στη σύνθεση και παραγωγή, πειραματίζεται όχι μόνο τεχνικά, αλλά και αισθητικά, καταργώντας τις παραδοσιακές φόρμες. Ο ήχος του “Οmni” γίνεται μια ωδή στη δημιουργική ελευθερία—ένας μουσικός κόσμος χωρίς ενοχές, και κυρίως, χωρίς υποχρεώσεις στις νόρμες. Εδώ, ο καλλιτέχνης δεν παραδίδει απλώς μουσική, ούτε ένα ακόμα άλμπουμ για να καλύψει το κενό της δισκογραφίας του, αλλά μια μοναδική εμπειρία που απαιτεί ακροατές πρόθυμους να εξερευνήσουν τα όρια της δικής τους αντίληψης για το τι σημαίνει σύγχρονη ηλεκτρονική μουσική.
– Νίκο, τι ήταν αυτό που σε ώθησε να κάνεις έναν νέο δίσκο στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή;
Η ανάγκη του αυτοπροσδιορισμού. Η θέληση να εντοπίσω ξανά τον εαυτό μου και να τον αισθανθώ προσεκτικά, καθώς και η ζωτική ανάγκη να με οδηγήσει ξανά η μουσική σε φωτεινότερα και πιο αισιόδοξα μέρη από αυτά που ορίζουν οι παράξενες μέρες που ζούμε.
– Στο νέο σου άλμπουμ “Omni” συνδυάζεις διάφορα είδη μουσικής, όπως μια καθαρή και πιο υπνωτική electronica με τον κλασικό μινιμαλισμό, ενώ επίσης διέκρινα και πολλές αναφορές στη βερολινέζικη σχολή του ηλεκτρονικού ήχου. Πώς κατάφερες να ενσωματώσεις τόσες διαφορετικές επιρροές σε μια ενιαία “συνεχή ιστορία”;
Αφέθηκα απολύτως στο μουσικό μου αντανακλαστικό. Αυτό, πέρα από το «εξασκημένο» μέρος του, περιλαμβάνει αταβιστικά το σύνολο του μουσικού μου βιώματος, όλες τις εμμονές και τις αγάπες μου, όλη τη μουσική μου σκέψη απλωμένη μέσα στο χρόνο, φιλτραρισμένη όχι από τις διάφορες φόρμες αλλά από τα συναισθήματα. Η ιστορία που απλώνεται στο “Omni” έχει σχηματιστεί από την θέλησή μου να περιγράψω με καινούργιο ήχο το συναισθηματικό μου ημερολόγιο των ημερών, αλλά το ομογενοποιημένο πια μουσικό μου υποσυνείδητο βρίσκεται πάντα εκεί, σε κάθε επαφή μου με τη μουσική.
– Ωστόσο, η μουσική σου φαίνεται να αποφεύγει τα “στεγανά” των ειδών. Πώς βλέπεις την εξέλιξη της ηλεκτρονικής μουσικής σήμερα και τι πιστεύεις ότι χρειάζεται για να εξελιχθεί ίσως ακόμη περισσότερο; Ή μήπως θεωρείς ότι η μουσική (γενικότερα) δεν μπορεί να μας εκπλήξει άλλο;
Η μουσική πιστεύω πως δεν θα σταματήσει να μας εκπλήσσει ποτέ. Γνωρίζουμε και χρησιμοποιούμε ένα πολύ μικρό κομμάτι του κώδικά της για να εκφραστούμε και να επικοινωνήσουμε, υπάρχουν πολλά ακόμη για να εξερευνήσουμε. Η έρευνα για τη μουσική, αυτή φέρνει άλλωστε την εξέλιξη, χρειάζεται περισσότερη προσπάθεια, περισσότερη αφοσίωση. Η ηλεκτρονική μουσική, πιστεύω πως πρέπει να απασφαλιστεί από την ευκολία της εμπορικότητας, για να δημιουργήσει πρωτοπορία. Βρισκόμαστε, ως μουσικοί της electronica, ανάμεσα στην ουσία του μουσικού γένους –το οποίο να θυμίσω πως ορίζεται πολύ από την τεχνολογία– και σε όλα τα άλλα γένη της μουσικής που χρησιμοποιούν αυτή την ίδια τεχνολογία αλλά σε εμπορικότερους ήχους. Η αλήθεια είναι πως η έρευνα για τη μουσική, και για τις τέχνες γενικότερα, δεν υποστηρίζεται από τις σύγχρονες κοινωνίες, στη χώρα μας, ειδικά, καθόλου. Αυτή η μη απαραίτητα χρηστική – ή τουλάχιστον όχι εμφανώς – καινοτομία έχει δυστυχώς χαμηλή προτεραιότητα.
– Ας μείνουμε λίγο στα «είδη»… Αναφέρεσαι στο άλμπουμ ως “αγνωστικό” ως προς το είδος… Πιστεύεις ότι η σύγχρονη μουσική βιομηχανία μπορεί να αγκαλιάσει τη δημιουργική ελευθερία που επιδιώκεις;
Πιστεύω πως η σύγχρονη μουσική βιομηχανία, που θα την εκφράσω πια ως αλγόριθμο προβολής και αναμετάδοσης, χρειάζεται τα διακριτά είδη, εκεί όπου υπάρχουν οι πυκνώσεις του κοινού, ώστε να ικανοποιηθεί η εμπορική διαδικασία. Υπάρχουν όμως τρόποι για το μουσικόφιλο κοινό να αποφύγει τα φίλτρα και να ανακαλύψει μουσική με αχνότερα όρια μέσα της. Υπάρχουν ήδη γνωστοί τρόποι και πηγές για το εναλλακτικό αυτό κοινό όλου του πλανήτη, το οποίο συνολικά είναι πολύ μεγάλο. Η δυνατότητα να μιλήσεις σαν μουσικός κατευθείαν με τους ανθρώπους που αγαπάνε τη μουσική, έχει πια κατοχυρωθεί. Οι μεγάλες streaming πλατφόρμες θα ικανοποιήσουν τη γενική χρήση της μουσικής και οι μουσικόφιλοι θα ακούσουν και θα αγοράσουν νέα μουσική σε ειδικότερες πλατφόρμες όπως το Bandcamp, μέσω του οποίου ανεβάζω τις μουσικές μου, γνωρίζοντας πως επιλέγουν εκτός αλγορίθμου και πως υποστηρίζουν κατευθείαν τους καλλιτέχνες που αγαπάνε.
– Δημιούργησες το “Omni” ταξιδεύοντας σε διάφορα σημεία της Ελλάδας, από ερημικά εργοστάσια μέχρι απόμερα καταφύγια και βουνοκορφές. Πώς επηρέασε το φυσικό περιβάλλον και η απομόνωση τη μουσική σου και τον ήχο του άλμπουμ;
Ηχογράφησα πολύ εκεί έξω. Την ησυχία της φύσης, το νερό που κυλάει, τον επαναληπτικό θόρυβο μηχανών, το αχό των δρόμων. Αυτές οι ηχογραφήσεις, με ακουστικά και μαγνητόφωνο, είχαν αίσθηση διαλογισμού, εκεί τραγούδησα τις πρώτες μελωδίες, εκεί σημείωσα εικόνες που ήθελα να κινηματογραφήσω, σχημάτισα το άλμπουμ στο μυαλό μου. Όταν ξεκίνησα να επεξεργάζομαι τα πρώτα υλικά στο στούντιο, είδα πως μέσα σε αυτά υπήρχε ένταση, υπήρχε σύγκρουση. Αυτά τα πρώτα υλικά που αποτέλεσαν βάση με διάφορους τρόπους, οδήγησαν τη μουσική σε ένταση που δεν ήταν σχεδιασμένη, την οποία αγκάλιασα γιατί συμφωνούσε και με την εσωτερική μου ένταση, μόνιμο πια υποπροϊόν της στριφνής πραγματικότητας.
– Αναφέρεις ότι στο “Omni” εξερεύνησες την έννοια της «δημιουργικής ελευθερίας», χωρίς νόρμες και προκαθορισμένες κατευθύνσεις. Πόσο δύσκολο ή απελευθερωτικό ήταν αυτό για εσένα;
Ήταν πολύ εύκολο και θα έλεγα λυτρωτικό. Ήταν συνειδητή απόφαση να αφεθώ στη μουσική ροή και να μην προσπαθήσω να εξευγενίσω το αποτέλεσμα, ωθώντας το προς το ένα ή το άλλο είδος. Η απόφαση, βέβαια, πάρθηκε παράλληλα με την παραδοχή πως έξω από τη νόρμα και χωρίς κατάταξη, οι πιθανότητες να ακουστείς μικραίνουν αισθητά. Δεν το λέω με παράπονο, είμαι μουσικός της electronica για όλη μου τη ζωή, εκτός εμπορικού ενδιαφέροντος. Έχω κάνει την ειρήνη μου με αυτό. Όλα τα είδη της electronica άλλωστε είναι σχεδόν εκτός εμπορικού ενδιαφέροντος, ακόμη και της χορευτικής. Οι μουσικοί της electronica καταφέρνουμε απλά να επιβιώσουμε.
– Αυτό είναι το 6ο προσωπικό σου άλμπουμ, αλλά όπως γράφεις στο σημείωμα είναι κάτι διαφορετικό από τα προηγούμενα. Ποιες θεωρείς πως είναι οι μεγαλύτερες διαφορές του “Omni” σε σχέση με τα προηγούμενα έργα σου;
Το “Omni” έχει ελεύθερη πειραματική διάθεση, ενώ τα προηγούμενα μιλούσαν με τις σταθερές φόρμες, εκτός ίσως από το πρώτο μου άλμπουμ, το “Habitat”, όπου υπήρχε πειραματισμός εκτός γραμμής, αλλά ασυνείδητος ακόμη. Ήταν τότε οι φόρμες, εργαλεία εξωστρέφειας και επικοινωνίας που ένοιωθα υποχρεωμένος να χρησιμοποιήσω. Στο “Omni” σκέφτηκα πως πρέπει να αφήσω τη μουσική μου να αυτοδιατεθεί, να οριστεί από μόνη της, να δημιουργηθεί χωρίς να συνδεθεί για να νιώσω ασφάλεια, να αποτελέσει ανεξάρτητη αναφορά για ό,τι ακούει ο καθένας μέσα της. Σκοπός μου σε αυτό το άλμπουμ είναι η ειλικρινής περιγραφή του συναισθήματός μου με τη μουσική και οπτική μου γλώσσα, της έντασης και της ηρεμίας μου, των ονείρων και των ελπίδων μου.
– Μετά από 35 χρόνια σύνθεσης και παραγωγής, τι σε κινητοποιεί ακόμα για να πειραματίζεσαι με τον πυρήνα του ήχου; Υπάρχουν ακόμη νέοι δρόμοι που θες να εξερευνήσεις;
Η μουσική τεχνολογία μας δίνει απίθανες δυνατότητες. Και πιστεύω πως μόλις έχει σταθεροποιηθεί η τεχνολογική βάση για να αρθρωθεί σύγχρονος μουσικός λόγος, βασισμένος σε αυτή. Υπάρχουν πολλά να ανακαλυφθούν ακόμη. Η εμπειρία των τελευταίων δύο χρόνων που ετοίμασα το “Omni”, μου έδειξε αυτό. Είδα πως υπάρχουν νέοι συναρπαστικοί δρόμοι, προσωπικοί και κοινοί, που χρειάζεται να εξερευνηθούν και για την εμπειρία και για τον νέο ήχο ως αποτέλεσμα. Έκανα πολλά πειράματα σε όλα τα στάδια του “Omni”, από την ηχογράφηση μέχρι το mastering. Επεξεργάστηκα ήχους με μαθηματικό τρόπο, κοίταξα τις ακραίες περιοχές του ακουστικού μας φάσματος, δημιούργησα ηχητικές τυχαιότητες, τις οποίες στη συνέχεια συνδύασα, ένωσα ρυθμικές αγωγές προσπαθώντας να εξερευνήσω πως αντιλαμβανόμαστε τη ρυθμολογία ανάλογα με το πολιτιστικό μας βίωμα. Δεν μπορώ να αντισταθώ σε όλη αυτή την πιθανότητα ανακάλυψης στον ήχο, με ακολουθεί από την αρχή και θα με κινητοποιεί για πάντα.
– Στο “Omni” πραγματεύεσαι «όλα αυτά που έχουν σημασία». Για εσένα, ποια είναι αυτά τα πράγματα που έχουν πραγματική σημασία στη ζωή;
Έχει σημασία ο αυτοπροσδιορισμός και η συναισθηματική ηρεμία που μπορεί να σου προσφέρει. Έχει σημασία η μουσική για μένα, που μου δίνει τη δυνατότητα να αφεθώ σε ένα ευοίωνο φως και να νοιώσω μέρος μιας πολύ μεγαλύτερης ενέργειας, ακόμη ακαθόριστης και μαγικής. Έχουν σημασία οι καθημερινές στιγμές αγάπης που δείχνουν πως δεν είναι όλα μάταια, έχουν σημασία τα όνειρα, αυτά που σε σηκώνουν νωρίς το πρωί για να τα πραγματοποιήσεις, σαν να είσαι παιδί και να ετοιμάζεσαι για εκδρομή.
– Σκοπεύεις να παρουσιάσεις το “Omni” ζωντανά σύντομα και έχεις ετοιμάσει και βίντεο για κάθε ξεχωριστό κομμάτι. Μπορείς να μοιραστείς κάποιες περισσότερες πληροφορίες ή είναι ακόμα νωρίς;
Ετοιμάζω εννέα μικρές ταινίες. Η ιστορία που τις ενώνει είναι η φύση, της μαγείας, της σύγκρουσης με τον άνθρωπο, της φθοράς και της γέννησης αλλά και η αίσθηση πως «Όλα, είναι ένα», ένα σύμπαν σαν ένα σώμα. Πάνω στην εικόνα από αυτά τα ανοικτά τοπία που κινηματογράφησα, που είναι άλλοτε ελεύθερα και άλλοτε υπό την ανθρώπινη παρέμβαση, έχω δημιουργήσει ψηφιακά συστήματα που τροφοδοτούνται από αυτή τη φύση και συνομιλούν μαζί της. Γεωμετρικά σχήματα, υδάτινοι όγκοι, κτίρια, μηχανήματα και ζώα, συνυπάρχουν σε ένα φανταστικό χορό. Νοιώθω πια την εικόνα σαν αναπόσπαστο μέρος του μουσικού έργου. Μαζί με τη μουσική δημιουργεί μια βιωματική εμπειρία που για εμένα είναι πολύτιμη, σύνδεσμος άυλων σκέψεων και συναισθημάτων και ερέθισμα για το υποσυνείδητο.
– Όλα αυτά τα χρόνια ενεργός στην χορευτική και ηλεκτρονική κουλτούρα της Ελλάδας ποια ήταν η πιο σκληρή αλήθεια που αντιμετώπισες ποτέ;
Πως ποτέ αυτή η κουλτούρα, την οποία τροφοδοτούμε για περισσότερο από τρεις δεκαετίες δεν κατάφερε να αποτελέσει πραγματικά σκηνή. Χωρίς χώρους που θα μπορούσαν να ακουστούν με συνέπεια εναλλακτικοί ήχοι, ξένοι και εγχώριοι, χωρίς ανάλογες δισκογραφικές και ραδιόφωνα, οι νέοι άνθρωποι που θα θέλανε να ασχοληθούν με την electronica, είτε κάνουν χορευτική μουσική αφού μόνο έτσι υπάρχει μια πιθανότητα να επιβιώσουν ή απλά ξενιτεύονται. Δεν δημιουργήσαμε ποτέ υποδομή για να υποστηρίξουμε τη νέα δημιουργία. Γενικά χρειαζόμαστε κόμβους, σημεία φυσικής συνάντησης και συνεργασίας, μήπως και καταφέρουμε τελικά να ορίσουμε μια ορατή ηλεκτρονική σκηνή. Ας σκεφτούμε πόσες δισκογραφικές για το είδος, πόσους εναλλακτικούς live χώρους και φεστιβάλ electronica και ψηφιακών τεχνών έχει η Γερμανία των 85 εκ. και πόσα η Ελλάδα των 10 εκ.
– Μπορεί η μουσική να αποτελέσει μια αντίσταση ή ενδεχομένως μια απάντηση στην παρακμή των καιρών μας και με ποιον τρόπο;
Πιστεύω πως η μουσική που έχει ειλικρίνεια μπορεί να είναι στα σίγουρα μια δυνατή συναισθηματική αναφορά, σε όποιο είδος και να ανήκει η μουσική αυτή. Μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους σε καθαρότερες διαδρομές. Μια πολύτιμη μουσική για εμάς, είναι άσβεστο φως για όλη μας τη ζωή. Η μουσική μας κάνει καλύτερους ανθρώπους, με όποιο τρόπο κι αν ασχολούμαστε μαζί της.
– Σήμερα τι αξιολογείς ως απαραίτητα στη δική σου «γεμάτη» ζωή;
Τους αγαπημένους μου ανθρώπους, τις γάτες μου στο σπίτι και έξω, τη δημιουργία μουσικής και εικόνας με ενθουσιασμό, λίγη ώρα να κοιτάω τα σύννεφα κάθε μέρα, ένα φιλί.
– Ποιο είναι το πράγμα που δεν θα μπορούσες να στερηθείς ποτέ και για κανέναν λόγο;
Μόνο τους ανθρώπους μου δεν μπορώ να στερηθώ. Δεν με νοιάζουν πολύ τα πράγματα πια.
– Πιστεύεις ότι κάτι μπορεί να λειτουργήσει ως φάρμακο σε αυτό το σύγχρονο δυτικό πάθος ενός αποπροσανατολισμένου πρότυπου ζωής, το οποίο αποδεικνύεται μόνο μέσα από την ευδαιμονία της απληστίας; Τελικά πόσο περιορισμένη είναι η «χωρητικότητα» του ανθρώπου για κατανάλωση και απόλαυση;
Δεν υπάρχει φάρμακο και καμία εξωγενής λύση, πιστεύω. Χρειάζεται αυτοσυνειδησία και πράξη σε προσωπικό επίπεδο. Προσπαθώ να ορίσω την πραγματικότητα μου μέσω μιας μικρής χαράς ή ενός ασήμαντου κατορθώματος, μιας καλής συζήτησης με ένα φίλο, μιας ώρας ακρόασης ενός νέου άλμπουμ χωρίς περισπασμούς. Μου φαίνεται όμως πως η υπερκατανάλωση έχει αρχίσει και απομυθοποιείται, σαν να έχουμε αρχίσει να αντιλαμβανόμαστε επιτέλους τη θνητότητά μας και το βάρος της προσοχής μας μετακινείται προς τα σημαντικά.
– Σε έναν κόσμο υπερφορτωμένο από πληροφορία και τεχνολογική «σαβούρα» πόσο «omni-present» θέλεις ή μπορείς να είσαι;
Προσπαθώ να ανυψωθώ πάνω από το θόρυβο με διάφορους τρόπους, ώστε να καταφέρω να αντιληφθώ την καθημερινότητα. Το να γράφω μουσική είναι ο βασικός. Οι μεγάλες βόλτες στα δάση και τα βουνά επίσης βοηθάνε. Γράφοντας μουσική ή κινηματογραφώντας σύννεφα πάνω από ένα κάμπο, καταλαβαίνω πως ο χρόνος δεν υπάρχει πραγματικά όπως τον σκεφτόμαστε και τον χρησιμοποιούμε. Εκεί εξαφανίζεται η υπερ-πληροφορία, το μυαλό και η ψυχή μου συγκεντρώνονται μόνο στην άχρονη στιγμή. Σε αυτή τη στιγμή το παρελθόν ενώνεται με το μέλλον και με το παρόν, με ένα μαγικό, κβαντικό τρόπο. Εκείνη τη στιγμή μετρώ όλα αυτά που έχουν σημασία και σκέφτομαι πως ο χρόνος που απομένει είναι τώρα.
☞︎ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.