Η σκηνοθέτιδα που δεν γίνεται να ξεχάσεις αν γνωρίσεις ή αν δεις δουλειά της, αφηγείται κομμάτια της ζωής της και της καλλιτεχνικής της ανάπτυξης στο Olafaq, αποκαλύπτοντας σε κάθε φράση της, σε αυτήν την συνέντευξη, ότι είναι ένα ον βαθιά πολιτικό, βαθύτατα ποιητικό και διαρκώς ερωτευμένο με την θηλυκότητά του.

Όλα, με αφορμή τις εκρηκτικές της Βάκχες (The BACCHAE) που, μετά από ευρωπαϊκή περιοδεία που απέσπασε πολύ καλές κριτικές, έρχονται στην Πειραιώς 260 από 4 έως 6 Ιουλίου.

Η τέχνη της Έλλης Παπακωνσταντίνου συνδιαλέγεται ανοιχτά με τον μύθο, την πολιτική, τα συλλογικά και ατομικά μας τραύματα, με την τεχνολογία να παίζει τον δικό της σημαίνοντα ρόλο παρέα με τον χορό, τα εικαστικά και την μουσική. Το θέατρό της είναι γενναιόδωρο, ερεθίζει τις αισθήσεις και κινητοποιεί την σκέψη.

Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / Olafaq

Η Έλλη Παπακωνσταντίνου είναι ρευστή, κρουστή, αέρινη και φλεγόμενη. Και το θέατρό της, κάπως έτσι κι αυτό, χαρτογραφείται πληθωρικά, γύρω από όλες τις πιθανές θερμοκρασίες και υφές.

• • •

Ως παιδί, έπαιξα και μεγάλωσα στη Νέα Σμύρνη. Έζησα μια ήρεμη, κανονική θα έλεγα, παιδική ηλικία. Η εφηβεία μου, από την άλλη, ήταν δύσκολη κι επαναστατική. Εκεί ήρθε και το θέατρο στην ζωή μου. Ήμουν Γυμνάσιο και μας πήγαν σε μια παράσταση του Θεάτρου Τέχνης, στο Υπόγειο και με θυμάμαι να λέω «εγώ εδώ θα ξανάρθω, εγώ ανήκω εδώ».  Ήταν μια απόφαση.

Σε όλο το Λύκειο διάβαζα κομμουνιστικά και άλλα πολιτικά κείμενα, έκανα τρέλες, μέχρι που έφυγα από το σπίτι μου στα 18. Για ένα χρόνο, έζησα στην κατάληψη της Λέλας Καραγιάννη. Ύστερα, έφυγα για Θεσσαλονίκη, Καλών Τεχνών, στο Τμήμα Θεάτρου.

Στο μεταξύ, έπαιζα βιολί, γιατί η μουσική ήταν η πρώτη μου αγάπη, από μικρή. Ζωγράφιζα επίσης. Γνώρισα τον Λευτέρη Βογιατζή που έκανε μαθήματα στην σχολή και αυτός με οδήγησε σε έναν κόσμο μαγικό. Το θέατρο είναι ο τόπος συνάντησης και επικοινωνίας όλων αυτών που αγαπούσα: του λόγου, της μουσικής, των εικαστικών, της κίνησης.

Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / Olafaq

Λίγο αργότερα, βρέθηκα στην Αγγλία με πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών, ήμουν δεν ήμουν 23 χρονών. Εν τω μεταξύ, η μητέρα μου πέθανε και αυτό με καθόρισε. Η οικογένεια διαλύθηκε και δεν έβρισκα νόημα επιστροφής στην Ελλάδα. Βίωσα ένα μεγάλο ξερίζωμα. Αποφάσισα να μείνω, μέχρι που έκανα και μεταπτυχιακό εκεί, με υποτροφία. Μου προτάθηκε να διδάξω και να κάνω το πρώτο πρακτικό διδακτορικό, ουσιαστικά. Συνεργάστηκα με μια ηθοποιό του Μάικ Λι και πήραμε το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Εδιμβούργου, οπότε αυτό ξεκίνησε μια άλλη προοπτική.

Μια άνθιση που προοιωνιζόταν, αλλά και μια μαύρη πέτρα που είχε αφεθεί πίσω.

Έμεινα στην Αγγλία δέκα χρόνια, γύρισα στην Ελλάδα από έρωτα για ένα διάστημα, μετά ξαναέφυγα οικογενειακώς στο Βερολίνο το 2009-με την δική μου οικογένεια. Στην Ελλάδα, ξαναγύρισα το 2011, όταν μπαίναμε στην κρίση. Άλλη μια μεγάλη τομή. Δεν ήθελα να παρακολουθώ από μακριά τις εξελίξεις, θεωρούσα ότι αυτό που συνέβαινε στην Ελλάδα ήταν ένα στοίχημα για όλη την Ευρώπη, πολιτικά.

Ήταν τότε που επιχειρήσαμε και το πείραμα του Βυρσοδεψείου, αυτή την οριζόντια συνεργασία. Το Βυρσοδεψείο ήταν η στέγη της ομάδας ODC Ensemble, επί της ουσίας μια πράξη συλλογικής παρέμβασης στο πεδίο της πόλης που μεταμόρφωσε ένα τεράστιο εγκαταλειμμένο βυρσοδεψείο στο Βοτανικό σε χώρο τέχνης και έκφρασης. Στο διάστημα 2011 με 2017, οπότε και έκλεισε το Βυρσοδεψείο, πέρασαν πάνω από σαράντα θεατρικές και χορευτικές παραστάσεις, δέκα μουσικά φεστιβάλ, ετήσιες πλατφόρμες σύγχρονης δραματουργίας και σύγχρονων παραστατικών τεχνών, δύο διεθνή site specific φεστιβάλ και πολλά προγράμματα διεθνών καλλιτεχνικών ανταλλαγών και residencies, εκατοντάδες εθελοντές και χιλιάδες θεατές. Το κόνσεπτ μας ήταν «πολιτική και τέχνη μαζί». Ήταν μια πολύ ωραία περίοδος, πολύ γόνιμη, η οποία πέρασε από διάφορα στάδια. Εκείνη την εποχή, κάναμε πορείες έξω στην πόλη και μετά μπαίναμε σε έναν χώρο να κάνουμε πρόβες και ο βαθμός θεατρικότητας της πραγματικής ζωής ήταν μεγαλύτερος από αυτός της per se θεατρικής συνθήκης.

Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / Olafaq

Τα όρια τέχνης και πραγματικότητας καταλύθηκαν. Το κοινό, θυμάμαι, έψαχνε κλειδιά, μέσα από το θέατρο και την τέχνη, για να καταλάβει την ζωή του. Καταλάβαμε πολύ έντονα ότι η πρόσβαση στην τέχνη είναι βασικό δικαίωμα και πρέπει να διεκδικείται και να προστατεύεται. 

Είναι δικαίωμα ανθρώπινο να ονειρευόμαστε συλλογικά το μέλλον.

Στην Αγγλία, την τρομερά έντονη δεκαετία του ‘90, είχα δουλέψει για έργα εν ζωή συγγραφέων, νεότερων ή μεγαλύτερων σε ηλικία, συνεργάστηκα με την Σάρα Κέιν και με σημαντικούς δραματουργούς. Ήμουν πολύ κοντά στην διαδικασία προετοιμασίας έργων. Αυτή την θεωρώ μια πρώτη φάση της διαμόρφωσής μου καλλιτεχνικά. Η δεύτερη ήρθε στην Ελλάδα, όπου αναμετρήθηκα με την αισθητική μου, με το ερώτημα «πώς και γιατί κάνω τέχνη;» ξανά. Το στοίχημα ήταν, φυσικά, πώς θα γίνει τέχνη χωρίς την υποδομή που είχα γνωρίσει στην Αγγλία. Υπήρχε μηδενικός προϋπολογισμός για εφτά χρόνια. Όμως, συνάντησα μια εκπληκτική καλλιτεχνική ελευθερία

Με στενοχωρεί, ακόμα, ότι παρά την βελτίωση των budgets, στην Ελλάδα έχουμε μια βιοτεχνία θεάματος-δεν εξάγουμε. Μπορεί να έχουμε όλη αυτή την σημαντική ιστορία, αλλά δεν συνδεόμαστε επί της ουσίας με το κοινό εκτός της χώρας μας. Οφείλω να ομολογήσω ότι έχουν αρχίσει, ευτυχώς, να γίνονται κάποιες σοβαρές προσπάθειες.

Η πολιτική με αφορά πάρα πολύ και ως άνθρωπο και ως καλλιτέχνη. Δομές δημιουργούμε καθημερινά στην μικροκλίμακά μας, στην καθημερινότητά μας. Δομές σκέψης, δράσης και αντίδρασης. Ένας από τους λόγους που μου αρέσει η Ελλάδα, είναι η περιπλοκότητα στις πολιτικές μας συζητήσεις, θεωρώ ότι έχουμε πολλούς σκεπτόμενους και ενδιαφέροντες πολίτες, ενεργούς, με διαφορετικές απόψεις που με ιντριγκάρουν να ακούω και να συζητώ. Γίνονται συνεχώς ζυμώσεις. Από την άλλη, στο κομμάτι της εξουσίας, εδώ και παγκόσμια, επικρατεί το μαύρο-άσπρο, γιατί τα μότο πρέπει να είναι καθαρά και αυτό είναι πρόβλημα. 

Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / Olafaq

Στους Βρετανούς, η ταξικότητα είναι πολύ έντονα εγγεγραμμένη, πολύ περισσότερο από ό, τι στην Ελλάδα. Θεωρώ ότι και εκεί, πια, αρχίζει και ατροφεί αυτό το πράγμα. Θεωρώ ότι μπορούμε να επιλέξουμε την μοίρα μας ως πολιτικά όντα. Ένας φίλος μου στην Αγγλία δούλευε σε μια εταιρεία με πολύ καλό μισθό και έφυγε αμέσως όταν έμαθε ότι δούλευε για…πολεμικό εξοπλισμό! Πήγε στην οικοδομή και ήταν πολύ περήφανος γι’ αυτό. Είναι σημαντικό να έχουμε συνείδηση, κάποια πράγματα ξεκινούν από εμάς τους ίδιους, ανεξαρτήτως του συστήματος και του ποιος μας κυβερνά.

Η άνοδος του φασισμού σε Ελλάδα και Ευρώπη, η επέλαση της ψηφιακότητας με ορμητικά παρεμβατικό τρόπο στις ζωές μας, αλλά και η συζήτηση γύρω από τα φύλα, τον ερωτισμό, τον φεμινισμό ανήκουν στα ζητήματα που με απασχολούν πολύ, ειδικά αυτή την εποχή. Υπάρχει μια παγκόσμια τάση, επίσης, να μην υπάρχει πολιτική συνείδηση στην τέχνη και με απασχολεί και αυτό πάρα πολύ. Γιατί; Και τι μπορεί να κάνει αυτός ή αυτή που έχει πολιτική συνείδηση;

Αγαπώ πολύ και προσπαθώ πολύ να αφουγκράζομαι. Με ενδιαφέρουν οι ιδέες, αλλά θέλω και να ασχολούμαι με υλοποιήσιμες ιδέες. Ως γυναίκα, έχω μάθει να κινούμαι στις ρωγμές του συστήματος, να βλέπω πού ανοίγει χώρος για να αναδυθώ και να κινηθώ ελεύθερα. Ξέρω πολύ καλά τι θα ήταν διαφορετικό αν ήμουν ένας άντρας σκηνοθέτης. Το ταξικό, αλλά και η έμφυλη ταυτότητα προσδιορίζουν τι δεν μπορείς να κάνεις.

Μου έχει γίνει ερώτημα από δημοσιογράφο, προ ετών, αν είμαι υπερβολικά φιλόδοξη ή ταλαντούχα. Δεν θα ρωτούσαν κάποιον άντρα κάτι τέτοιο. 

Όπως αρκετές άλλες γυναίκες, μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον όπου άκουγα τι δεν μπορώ να κάνω, όχι τι μπορώ. Ένα περιβάλλον περιορισμών. Οπότε, δημιούργησα μια αρματωσιά, ένα οπλοστάσιο ιδεών για να δω τι θα μπορούσα να κάνω, μέσα από βιβλία, μουσικές και συναντήσεις με ανθρώπους. 

Μου αρέσει να κάνω θέατρο εκεί που υπάρχει λόγος να κάνεις θέατρο. Προσπαθώ κάθε φορά να ανακαλύπτω την αιχμή, σε ποια σημεία μπορώ πραγματικά να συνδιαλλαγώ και να αποκαλύψω τα τρωτά του γενικευμένου αφηγήματος. Ας πούμε, μου αρέσει που έχω πάει σε στρατόπεδα συγκέντρωσης την παράσταση The Kindly Ones, το οποίο αντλεί υλικό από το τρίτο μέρος της «Ορέστειας» του Αισχύλου (Ευμενίδες), από ανέκδοτα κείμενα του Ι. Καμπανέλλη (Έλληνα επιζώντα του Μαουτχάουζεν), από τον «Επιτάφιο» του Θουκυδίδη μεταξύ άλλων. Με γοητεύει τρομερά να ανοίγω το συλλογικό τραύμα και να βρίσκομαι σε εκρηκτικές περιοχές και αντιθέσεις.

Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / Olafaq

Όπως με γοητεύει η εμπλοκή με τις νέες τεχνολογίες. Έχω κάνει αρκετή έρευνα σχετικά σε ξένα πανεπιστήμια. Είναι, λίγο πολύ, μια τζιζ περιοχή ακόμα η χρήση της τεχνολογίας, στο θέατρο και όχι μόνο. Τι συμβαίνει με την τεχνητή νοημοσύνη και την τέχνη; Πού συναντιούνται και πώς;

Στην συζήτηση για τις θηλυκότητες και τον φεμινισμό, εντοπίζω δύο κατευθύνσεις. Αυτήν που από το Metoo, με την αναγκαία καταγγελτικότητα και έντασή του, εκφυλίστηκε σε υπερβολή και εμμονική πολιτική ορθότητα, αλλά και cancel culture και μία, άλλη, που φυσικά με ενδιαφέρει πολύ περισσότερο. Μιλώ για μια ρευστή, ολιστική θα έλεγα σχέση, με τα έμφυλα ζητήματα. Εκεί όπου όλα συγκατοικούν στο όλον. Αυτό το διττό πράγμα, αυτά τα δύο άκρα, θα μας απασχολούν για αρκετά χρόνια νομίζω ακόμα.

Και οι Βάκχες τώρα που κάνουμε συνδυάζουν όλα αυτά για τα οποία μιλάμε τόσην ώρα: το ταξικό, την έμφυλη ταυτότητα, τις τεχνολογίες, τον ερωτισμό. Υπάρχει, ας πούμε, ένα γαιόφωνο που μεταφράζει τις δονήσεις των χορευτών και δημιουργεί ηχοτοπία. Η παράσταση ξεκινά από έναν ακραιφνώς political correct κόσμο και ο Πενθέας καλεί προς απαλλαγή από το micro-labeling, το οποίο για μένα αποτελεί έναν μικρό, ίσως και μεγαλύτερο, κίνδυνο καθίζησης της επιθυμίας. Η επιθυμία βρίσκεται πέρα από τις ταμπέλες, αποτελεί κάτι πιο βαθύ, σκοτεινό και προσωπικό για τον καθένα. Ο Διόνυσος έρχεται ως μετεωρίτης για να σπάσει τα στεγανά των ανθρώπων και να μπει η ροή της επιθυμίας, που βρίσκεται εκτός labeling

Τι συμβαίνει με το σώμα; Την επαφή; Τις απαγορεύσεις και το correctness; Την βαθύτερη επιθυμία; Μήπως καταντούμε οι σκιές του εαυτού μας, φιλτράροντας τον εαυτό  μας συνεχώς; Αυτά, μεταξύ άλλων, πραγματεύονται οι Βάκχες.

Δεν λέω καθόλου ότι ο αυτοπροσδιορισμός δεν είναι σημαντικότατη διαδικασία. Απευθύνομαι, θέλω να πιστεύω, σε ένα κοινό εξοικειωμένο με αυτά τα ζητήματα, με πρόθεση να το πάμε λίγο βαθύτερα, λίγο παραπέρα και, την ίδια ώρα, είμαι έτοιμη για όλα-ακόμα και για να κατηγορηθώ. 

Περπατώ όμως στον δρόμο μου, τον έχω καταλάβει πια τον δρόμο μου. Είναι ένας δρόμος που θέλει χρόνο και δεν φοβάμαι πια τις ματαιώσεις, με τον τρόπο που μπορεί να φοβόμουν πριν χρόνια. Όλα πηγάζουν από την περιοχή των ματαιώσεών μου κι αυτό είναι μια σχετικά καινούργια γνώση για εμένα.

• • •

THE BACCHAE

4, 5, 6 Ιουλίου 2023

Ταυτότητα της παράστασης:

Σύλληψη – Σκηνοθεσία Έλλη Παπακωνσταντίνου

Κείμενο Έλλη Παπακωνσταντίνου, Χλόη Τζία Κολύρη, Κάκια Γουδέλη

Χορογραφία Sine Qua Non ART / Christophe Béranger & Jonathan Pranlas-Descours

Μουσική σύνθεση Ariah Lester

Ηλεκτροακουστικές συνθέσεις – Interactive Sound Design Installation – Τεχνικός συντονισμός  Λάμπρος Πηγούνης

Σκηνογραφία Μαρία Πανουργιά

Video Art – Live Video Performance Παντελής Μάκκας

Κοστούμια Ιωάννα Τσάμη

Σχεδιασμός φωτισμού Μαριέττα Παυλάκη

Σχεδιασμός σεισμογράφου Γιάννης Κρανιδιώτης

Βοηθός σκηνοθέτριας Σπύρος Σουρβίνος

Σύμβουλος έρευνας Λουίζα Αρκουμανέα

Συνεργασία στη δραματουργία Ariah Lester, Χάρης Καλαϊτζίδης

Φωτογραφία Alex Kat

Trailer Σιδέρης Νανούδης

Οργάνωση παραγωγής περιοδείας Laurent Langlois

Διεύθυνση γραφείου ODC Τζίνα Ζορμπά

Β΄ βοηθός σκηνοθέτριας Χριστιάνα Τόκα, Κατερίνα Σαββόγλου

Γ΄ βοηθός σκηνοθέτριας Κατερίνα Χριστάκη

Βοηθός σκηνογράφου Σοφία Θεοδωράκη

Βοηθός Video Artist Ανθή Παρασκευά-Βελουδογιάννη

 

Παίζουν Ariah Lester, Γιώργος Ιατρού (Νίνα Νάη), Χαρά Κότσαλη, Λητώ Μεσσήνη, Βασίλης Μπούτσικος, Άρης Παπαδόπουλος

 

Παραγωγή ODC Ensemble

Συμπαραγωγή: La Filature, Scène Nationale Mulhouse (FR), Holland Festival (NL), Festival de Marseille (FR), Athens Epidaurus Festival (GR), Festival La Strada Graz (AT), Romaeuropa Festival (IT), Teatro Nazionale di Genova (IT)

Residency: Espace des Arts, Scène Nationale Chalon-Sur-Saône (FR)