Τον είχα δει live τρεις φορές πρόσφατα, να εμφανίζεται μόνος, χωρίς μπάντα και χωρίς να παίζει κάποιο όργανο στη σκηνή. Εικόνες της Αθηναϊκής καθημερινότητας προβάλλονταν στο παρασκήνιο αλλά και πάνω στον ίδιο, κάνοντάς τον σχεδόν διάτρητο, βάζοντας το κοινό σε ένα «trip» μιας γλυκιάς αναχωρητικότητας: ένα αμάξι που ποτέ δεν παίρνει μπρος, ένας προσομοιωτής οδήγησης, πανοραμικές όψεις της Πλατείας Κοτζιά από το ίδιο σταθερό σημείο, η αντανάκλαση του ήλιου πάνω στα παράθυρα ενός ξενοδοχείου, η παρατήρηση της πόλης από ένα μπαλκόνι.
Παρακολουθώντας τον διαπίστωνα ότι ο ήχος του έφτανε στ’αφτιά μου σαν ένα υπόκωφο νανούρισμα κάτω από τον βυθό της θάλασσας, σε ένα slow-motion ντελίριο μιας άλλης εποχής. Και κάθε φορά δημιουργούνταν η ίδια αλλόκοσμη αίσθηση, σκοτεινές μπαλάντες που έρχονταν μέσα από το στόμιο ενός κοχυλιού. Μετά το ντεπούτο LP «Cold Fruit», κυκλοφόρησε το «XVIII», ενώ σύντομα ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει το τρίτο άλμπουμ του από την Inner Ear Records.
Ο Johnny Labelle καταδύεται στον κόσμο ενός ξεχασμένου ονείρου αναζητώντας χαμένα νοήματα και μορφές. Επιχειρώντας να μετατρέψει το υπερβατικό σε ουσιαστικό, να συνθέσει την σημερινή Αθήνα με την αρχαιότητα, αλλά και το κλίμα ονειρικής ευφορίας με την αβεβαιότητα για το μέλλον, καταλήγει σε ένα μείγμα ηλεκτρονικής ποπ με ambient στοιχεία, συνδυάζοντας ληθαργικά συνθεσάιζερ, κινηματογραφικές ηλεκτρικές κιθάρες και τα βαρύτονα φωνητικά του που επικοινωνεί μια οικεία και ταυτόχρονα παράξενη αίσθηση της ποπ του προηγούμενου αιώνα που όμως περιπλέκεται με μια λυντσική σκοτεινή ακολουθία.
– Από πιο σημείο θα ήθελες να ξεκινήσουμε την ιστορία σου;
Από την άνοιξη του 2017, όπου μετά από μια σειρά προσπαθειών να βρω την μουσική μου ταυτότητα, κυκλοφόρησα το «Equinox», αρχικά ως single στο Internet και στη συνέχεια ως μέρος του πρώτου μου LP «Cold Fruit». Αν και δεν πιστεύω σε οποιαδήποτε μεταφυσική διάσταση που αποδίδεται στην έμπνευση, θεωρώ την ημέρα που έγραψα το συγκεκριμένο τραγούδι κομβική.
– Ποιες είναι οι πρώτες σου αναμνήσεις από τη μουσική;
Στο σπίτι των γονιών μου, όπου η μουσική δεν σταματούσε ποτέ να παίζει. Η συλλογή των δίσκων δεν ήταν μεγάλη αλλά υπήρχε ποικιλία, πάντα στο ευρύτερο φάσμα της «αγγλόφωνης» μουσικής. Από εκείνη την εποχή, μου έχει αποτυπωθεί έντονα ο ήχος των αρχών με μέσα της δεκαετίας του’90. Albums από το Disintegration των Cure, το Automatic των Jesus and Mary Chain, κομμάτια των Durutti Column και των Mazzy Star που έκαναν το πέρασμα τους από το μόνιμα ανοιχτό ραδιόφωνο, μέχρι Lenny Kravitz και pop της εποχής.
– Και τώρα ας περάσουμε στο σήμερα. Πώς θα χαρακτήριζες τη μουσική που δημιουργείς, και ποιες είναι οι επιρροές σου;
Η μουσική που δημιουργώ αποτελεί μια σύνθεση του σκοτεινού ήχου της δεκαετίας του ‘80 (Darkwave, Post-Punk, Dream-Pop και Ambient) και των crooner μπαλαντών του απόηχου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (Bing Crosby, Perry Como κλπ). Στην αντίληψή μου, και οι δυο αυτές μουσικές εποχές κινούνται όπως ένα εκρεμμές μεταξύ ονειρικού ιδεαλισμού και ενός κινδύνου που ελλοχεύει. Στη μια περίπτωση έχουμε ρομαντικά τραγούδια, συχνά αφελούς χαρακτήρα που διέπονται από ένα κλίμα ονειρικής ευφορίας, τα οποία όμως, κατά τη γνώμη μου, αν τα ακούσει κανείς προσεκτικότερα θα παρατηρήσει ότι δεν εμπεριέχουν καμία αισιοδοξία για το μέλλον, αλλά μάλλον με μια ενδεχομενική απόδραση από την πραγματικότητα και μια μετατραυματική αποπροσωποποίηση. Αντίστοιχα, στην δεύτερη περίπτωση, πίσω από το επίσης ονειρικό, σκοτεινό και ρομαντικό στυλ της μουσικής, αναδύονται αφόρητα άγχη και αβεβαιότητα για το μέλλον. Αυτός, ο παραπάνω συσχετισμός είναι δανεισμένος από το έργο του David Lynch, του οποίου τόσο οι ταινίες, όσο και τα Soundtrack (Julee Cruise, Angelo Badalamenti), αλλά και η μουσική καλλιτεχνών όπως η Ela Orleans και ο Caretaker, που αποτελούν βασικές επιρροές της μουσικής μου ταυτότητας.
– Ποια πράγματα κινητοποιούν τη φαντασία σου για να γράψεις στίχους και μουσική;
Σε μεγάλο βαθμό οι εικόνες, τόσο σε εικαστικό όσο και σε επίπεδο νοητικής εικόνας και η δυσκολία του να συμπιεστούν ώστε να μετατραπούν σε κάτι ουσιαστικό από τον λόγο.
Με ενδιαφέρει, σε αυτή την «οπτική» εποχή που ζούμε όπου οι εικόνες καταλαμβάνουν όλο ένα και περισσότερο χώρο στις συνειδήσεις, εκφοβίζουν, εξαπατούν και διαρκώς ανταγωνίζονται τον λόγο, το να μπορέσω να πετύχω με το τραγούδι την ίδια νοηματική συμπίεση που καταφέρνει η εικόνα.
– Θα ήθελες να μου πεις λίγες πληροφορίες για τον τελευταίο σου δίσκο «XVII»;
Ηχογραφήθηκε αρχικά το 2019 σε μορφή ντέμο και ολοκληρώθηκε σε συνεργασία με τον παραγωγό και μουσικό Βασίλη Ντοκάκη το καλοκαίρι του 2020. Ο δίσκος αποτελείται από εννέα κομμάτια· κάποια προσεγγίστηκαν εντελώς από την αρχή, ενώ σε άλλα κρατήσαμε ως βάση το αρχικό ντέμο και δουλέψαμε πάνω σε αυτό. Ανάμεσα στα κομμάτια αυτά υπάρχει μια διασκευή (Dolphins) καθώς και η μελοποίηση ποίησης της Georgia Douglas Johnson (Poseidonia). Τέλος, ο πίνακας στο εξώφυλλο είναι της Sasha Streshna και έχει τίτλο: «He turned his face and heard one bird sing terribly afar».
– Σκέφτεσαι να συνεχίσεις ως solo; Έχεις καθόλου σκέψεις για συνεργασίες;
Προς το παρόν σκέφτομαι να συνεχίσω ως solo. Στις συναυλίες, η επιλογή να εμφανίζομαι μόνος, χωρίς μπάντα και χωρίς να παίζω κάποιο όργανο στη σκηνή είναι συνειδητή. Υπάρχει κάτι σε αυτή τη συνθήκη, η οποία καθότι συχνά είναι τρομακτική, νιώθω πως με απελευθερώνει. Στις ηχογραφήσεις των δίσκων μου συνεργάζομαι με άλλους ανθρώπους και θα συνεχίσω να το κάνω, αλλά όσον αφορά τα live, προς το παρόν δουλεύω πάνω στο να αναβαθμίζω συνεχώς αυτή τη φόρμα.
– «This world may never change, the way it’s been…» Θα ήθελες να μου πεις πώς προέκυψε να διασκευάσεις το υπέροχο κομμάτι του Fred Neil, «Dolphins»;
Πιστεύω ότι το Dolphins είναι ένα από τα τραγούδια που καταφέρνουν να συνοψίσουν όσα ανέφερα στην προηγούμενη ερώτηση: δηλαδή τη μετατροπή και συμπύκνωση του υπερβατικού σε ουσιαστικό.
Ξεκίνησα δειλά στην αρχή, να παίζω τη συγκεκριμένη διασκευή σαν εισαγωγή στις συναυλίες μου, εξελίσσοντας το κάθε φορά. Στο δίσκο αποφασίστηκε να μπεί κυριολεκτικά τελευταία στιγμή, εκεί που ολοκληρώναμε τις μίξεις και έδεσε αμέσως με τα υπόλοιπα τραγούδια. Τα τύμπανα που έπαιξε ο Βασίλης, αλλά και το σαξόφωνο του Chris Scott, συνέβαλαν κατά τη γνώμη μου σε τεράστιο βαθμό στο τελικό αποτέλεσμα του κομματιού.
– Ποια υπήρξε η αφορμή να γραφτεί το «Greek dark age»; Ποιες είναι οι σκέψεις σου για την Αθήνα και την Ελλάδα σήμερα;
Ο τίτλος Greek Dark Age αναφέρεται στην ομώνυμη ιστορική περίοδο που σηματοδοτεί το τέλος της Εποχής του Χαλκού και την πτώση του Μυκηναϊκου πολιτισμού. Πρόκειται ουσιαστικά για μια μεταιχμιακή ιστορική περίοδο, μεταξύ δύο πολιτισμών για την οποία σώζονται ελάχιστα, έως καθόλου στοιχεία. Αυτού του είδους την αινιγματική απόσταση από το παρελθόν, αισθάνομαι συχνά περπατώντας στην Αθήνα, όπου διάφορα αρχαιολογικά μνημεία συνυπάρχουν αλλόκοτα με το αστικό τοπίο, όπως για παράδειγμα οι στήλες του Ολυμπίου Διός πάνω στη πολυσύχναστη λεωφόρο Βασιλίσσης Αμαλίας ή τα κατάλοιπα ταφικών μνημείων δίπλα στο υπόγειο parking της Πλατείας Κοτζιά. Αυτές οι συνυπάρξεις μου προκαλούσαν ανέκαθεν μια ανοίκεια αίσθηση: τι σημαίνει αυτή η αποσπασματική εκταφή του παρελθόντος; Είναι σαν αυτή η σύνθεση των δύο αυτών τοπίων, της αρχαιότητας με την καθημερινότητα να μη καταφέρνει να πετύχει το στόχο της να ευαισθητοποιήσει και αντιθέτως μετατρέπεται σε εύθραυστο εμπόδιο μεταξύ της ιστορίας και του παρόντα χρόνου. Έτσι το κομμάτι πρόκειται μάλλον για ένα σενάριο κοσμικού τρόμου, όπου ο κεντρικός χαρακτήρας βρίσκεται αντιμέτωπος με το δίλημμα: να τραβήξει το πέπλο που εμποδίζει τη μεγάλη εικόνα να αποκαλυφθεί, ρισκάροντας να ανακαλύψει περισσότερα απο όσα πραγματικά θα ήθελε, ή να μην κάνει τίποτα, διαιωνίζοντας όμως έτσι τη λήθη;
– Στα live σου, κάτι που κάνει εντύπωση είναι οι σκηνές από την πόλη και Αθηναϊκής αρχιτεκτονικής που προβάλλονται στο παρασκήνιο αλλά επίσης και πάνω σου, κάνοντάς σε σχεδόν διάτρητο. Αυτό ενισχύει ακόμα περισσότερο την ονειρική διάσταση καθώς και την κινηματογραφική αποτύπωση της δουλειάς σου, βάζοντας το κοινό σε ένα «trip» μιας γλυκιάς αναχωρητικότητας. Θα ήθελες να μου πεις λίγα λόγια γι’αυτό;
Τα συγκεκριμένα βίντεο αφορούν κυρίως την πρώτη μου δουλειά, το «Cold Fruit», όπου πράγματι κυριαρχεί το στοιχείο της αναχωρητικότητας, η οποία όμως βρίσκεται συνεχώς σε αναμονή: ένα αμάξι που ποτέ δεν παίρνει μπρος, ένας προσομοιωτής οδήγησης, πανοραμικές όψεις της Πλατείας Κοτζιά από το ίδιο σταθερό σημείο, η αντανάκλαση του ήλιου πάνω στα παράθυρα ενός ξενοδοχείου, η παρατήρηση της πόλης από ένα μπαλκόνι. Όλες αυτές οι προβολές που συχνά αντικαθιστούν τον συναυλιακό φωτισμό, σε συνδυασμό με την έλλειψη συγκροτήματος ή έντονης παρουσίας πάνω στη σκηνή έχουν καθιερωθεί στα live και πιστεύω πως σε ένα βαθμό, συχνά επεκτείνουν σε νοηματικό επίπεδο τα όρια των τραγουδιών.
– Μελλοντικά σχέδια;
Αυτη τη στιγμή ολοκληρώνω τον τρίτο μου δίσκο που θα κυκλοφορήσει μέσα στο επόμενο εξάμηνο από την Inner Ear. Είμαι πολύ ενθουσιασμένος για αυτή τη νέα δουλειά και ανυπομονώ να την μοιραστώ με τον κόσμο.
Τον είχα δει live τρεις φορές πρόσφατα, να εμφανίζεται μόνος, χωρίς μπάντα και χωρίς να παίζει κάποιο όργανο στη σκηνή. Εικόνες της Αθηναϊκής καθημερινότητας προβάλλονταν στο παρασκήνιο αλλά και πάνω στον ίδιο, κάνοντάς τον σχεδόν διάτρητο, βάζοντας το κοινό σε ένα «trip» μιας γλυκιάς αναχωρητικότητας: ένα αμάξι που ποτέ δεν παίρνει μπρος, ένας προσομοιωτής οδήγησης, πανοραμικές όψεις της Πλατείας Κοτζιά από το ίδιο σταθερό σημείο, η αντανάκλαση του ήλιου πάνω στα παράθυρα ενός ξενοδοχείου, η παρατήρηση της πόλης από ένα μπαλκόνι.
Παρακολουθώντας τον διαπίστωνα ότι ο ήχος του έφτανε στ’αφτιά μου σαν ένα υπόκωφο νανούρισμα κάτω από τον βυθό της θάλασσας, σε ένα slow-motion ντελίριο μιας άλλης εποχής. Και κάθε φορά δημιουργούνταν η ίδια αλλόκοσμη αίσθηση, σκοτεινές μπαλάντες που έρχονταν μέσα από το στόμιο ενός κοχυλιού. Μετά το ντεπούτο LP «Cold Fruit», κυκλοφόρησε το «XVIII», ενώ σύντομα ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει το τρίτο άλμπουμ του από την Inner Ear Records.
Ο Johnny Labelle καταδύεται στον κόσμο ενός ξεχασμένου ονείρου αναζητώντας χαμένα νοήματα και μορφές. Επιχειρώντας να μετατρέψει το υπερβατικό σε ουσιαστικό, να συνθέσει την σημερινή Αθήνα με την αρχαιότητα, αλλά και το κλίμα ονειρικής ευφορίας με την αβεβαιότητα για το μέλλον, καταλήγει σε ένα μείγμα ηλεκτρονικής ποπ με ambient στοιχεία, συνδυάζοντας ληθαργικά συνθεσάιζερ, κινηματογραφικές ηλεκτρικές κιθάρες και τα βαρύτονα φωνητικά του που επικοινωνεί μια οικεία και ταυτόχρονα παράξενη αίσθηση της ποπ του προηγούμενου αιώνα που όμως περιπλέκεται με μια λυντσική σκοτεινή ακολουθία.
– Από πιο σημείο θα ήθελες να ξεκινήσουμε την ιστορία σου;
Από την άνοιξη του 2017, όπου μετά από μια σειρά προσπαθειών να βρω την μουσική μου ταυτότητα, κυκλοφόρησα το «Equinox», αρχικά ως single στο Internet και στη συνέχεια ως μέρος του πρώτου μου LP «Cold Fruit». Αν και δεν πιστεύω σε οποιαδήποτε μεταφυσική διάσταση που αποδίδεται στην έμπνευση, θεωρώ την ημέρα που έγραψα το συγκεκριμένο τραγούδι κομβική.
– Ποιες είναι οι πρώτες σου αναμνήσεις από τη μουσική;
Στο σπίτι των γονιών μου, όπου η μουσική δεν σταματούσε ποτέ να παίζει. Η συλλογή των δίσκων δεν ήταν μεγάλη αλλά υπήρχε ποικιλία, πάντα στο ευρύτερο φάσμα της «αγγλόφωνης» μουσικής. Από εκείνη την εποχή, μου έχει αποτυπωθεί έντονα ο ήχος των αρχών με μέσα της δεκαετίας του’90. Albums από το Disintegration των Cure, το Automatic των Jesus and Mary Chain, κομμάτια των Durutti Column και των Mazzy Star που έκαναν το πέρασμα τους από το μόνιμα ανοιχτό ραδιόφωνο, μέχρι Lenny Kravitz και pop της εποχής.
– Και τώρα ας περάσουμε στο σήμερα. Πώς θα χαρακτήριζες τη μουσική που δημιουργείς, και ποιες είναι οι επιρροές σου;
Η μουσική που δημιουργώ αποτελεί μια σύνθεση του σκοτεινού ήχου της δεκαετίας του ‘80 (Darkwave, Post-Punk, Dream-Pop και Ambient) και των crooner μπαλαντών του απόηχου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (Bing Crosby, Perry Como κλπ). Στην αντίληψή μου, και οι δυο αυτές μουσικές εποχές κινούνται όπως ένα εκρεμμές μεταξύ ονειρικού ιδεαλισμού και ενός κινδύνου που ελλοχεύει. Στη μια περίπτωση έχουμε ρομαντικά τραγούδια, συχνά αφελούς χαρακτήρα που διέπονται από ένα κλίμα ονειρικής ευφορίας, τα οποία όμως, κατά τη γνώμη μου, αν τα ακούσει κανείς προσεκτικότερα θα παρατηρήσει ότι δεν εμπεριέχουν καμία αισιοδοξία για το μέλλον, αλλά μάλλον με μια ενδεχομενική απόδραση από την πραγματικότητα και μια μετατραυματική αποπροσωποποίηση. Αντίστοιχα, στην δεύτερη περίπτωση, πίσω από το επίσης ονειρικό, σκοτεινό και ρομαντικό στυλ της μουσικής, αναδύονται αφόρητα άγχη και αβεβαιότητα για το μέλλον. Αυτός, ο παραπάνω συσχετισμός είναι δανεισμένος από το έργο του David Lynch, του οποίου τόσο οι ταινίες, όσο και τα Soundtrack (Julee Cruise, Angelo Badalamenti), αλλά και η μουσική καλλιτεχνών όπως η Ela Orleans και ο Caretaker, που αποτελούν βασικές επιρροές της μουσικής μου ταυτότητας.
– Ποια πράγματα κινητοποιούν τη φαντασία σου για να γράψεις στίχους και μουσική;
Σε μεγάλο βαθμό οι εικόνες, τόσο σε εικαστικό όσο και σε επίπεδο νοητικής εικόνας και η δυσκολία του να συμπιεστούν ώστε να μετατραπούν σε κάτι ουσιαστικό από τον λόγο.
Με ενδιαφέρει, σε αυτή την «οπτική» εποχή που ζούμε όπου οι εικόνες καταλαμβάνουν όλο ένα και περισσότερο χώρο στις συνειδήσεις, εκφοβίζουν, εξαπατούν και διαρκώς ανταγωνίζονται τον λόγο, το να μπορέσω να πετύχω με το τραγούδι την ίδια νοηματική συμπίεση που καταφέρνει η εικόνα.
– Θα ήθελες να μου πεις λίγες πληροφορίες για τον τελευταίο σου δίσκο «XVII»;
Ηχογραφήθηκε αρχικά το 2019 σε μορφή ντέμο και ολοκληρώθηκε σε συνεργασία με τον παραγωγό και μουσικό Βασίλη Ντοκάκη το καλοκαίρι του 2020. Ο δίσκος αποτελείται από εννέα κομμάτια· κάποια προσεγγίστηκαν εντελώς από την αρχή, ενώ σε άλλα κρατήσαμε ως βάση το αρχικό ντέμο και δουλέψαμε πάνω σε αυτό. Ανάμεσα στα κομμάτια αυτά υπάρχει μια διασκευή (Dolphins) καθώς και η μελοποίηση ποίησης της Georgia Douglas Johnson (Poseidonia). Τέλος, ο πίνακας στο εξώφυλλο είναι της Sasha Streshna και έχει τίτλο: «He turned his face and heard one bird sing terribly afar».
– Σκέφτεσαι να συνεχίσεις ως solo; Έχεις καθόλου σκέψεις για συνεργασίες;
Προς το παρόν σκέφτομαι να συνεχίσω ως solo. Στις συναυλίες, η επιλογή να εμφανίζομαι μόνος, χωρίς μπάντα και χωρίς να παίζω κάποιο όργανο στη σκηνή είναι συνειδητή. Υπάρχει κάτι σε αυτή τη συνθήκη, η οποία καθότι συχνά είναι τρομακτική, νιώθω πως με απελευθερώνει. Στις ηχογραφήσεις των δίσκων μου συνεργάζομαι με άλλους ανθρώπους και θα συνεχίσω να το κάνω, αλλά όσον αφορά τα live, προς το παρόν δουλεύω πάνω στο να αναβαθμίζω συνεχώς αυτή τη φόρμα.
– «This world may never change, the way it’s been…» Θα ήθελες να μου πεις πώς προέκυψε να διασκευάσεις το υπέροχο κομμάτι του Fred Neil, «Dolphins»;
Πιστεύω ότι το Dolphins είναι ένα από τα τραγούδια που καταφέρνουν να συνοψίσουν όσα ανέφερα στην προηγούμενη ερώτηση: δηλαδή τη μετατροπή και συμπύκνωση του υπερβατικού σε ουσιαστικό.
Ξεκίνησα δειλά στην αρχή, να παίζω τη συγκεκριμένη διασκευή σαν εισαγωγή στις συναυλίες μου, εξελίσσοντας το κάθε φορά. Στο δίσκο αποφασίστηκε να μπεί κυριολεκτικά τελευταία στιγμή, εκεί που ολοκληρώναμε τις μίξεις και έδεσε αμέσως με τα υπόλοιπα τραγούδια. Τα τύμπανα που έπαιξε ο Βασίλης, αλλά και το σαξόφωνο του Chris Scott, συνέβαλαν κατά τη γνώμη μου σε τεράστιο βαθμό στο τελικό αποτέλεσμα του κομματιού.
– Ποια υπήρξε η αφορμή να γραφτεί το «Greek dark age»; Ποιες είναι οι σκέψεις σου για την Αθήνα και την Ελλάδα σήμερα;
Ο τίτλος Greek Dark Age αναφέρεται στην ομώνυμη ιστορική περίοδο που σηματοδοτεί το τέλος της Εποχής του Χαλκού και την πτώση του Μυκηναϊκου πολιτισμού. Πρόκειται ουσιαστικά για μια μεταιχμιακή ιστορική περίοδο, μεταξύ δύο πολιτισμών για την οποία σώζονται ελάχιστα, έως καθόλου στοιχεία. Αυτού του είδους την αινιγματική απόσταση από το παρελθόν, αισθάνομαι συχνά περπατώντας στην Αθήνα, όπου διάφορα αρχαιολογικά μνημεία συνυπάρχουν αλλόκοτα με το αστικό τοπίο, όπως για παράδειγμα οι στήλες του Ολυμπίου Διός πάνω στη πολυσύχναστη λεωφόρο Βασιλίσσης Αμαλίας ή τα κατάλοιπα ταφικών μνημείων δίπλα στο υπόγειο parking της Πλατείας Κοτζιά. Αυτές οι συνυπάρξεις μου προκαλούσαν ανέκαθεν μια ανοίκεια αίσθηση: τι σημαίνει αυτή η αποσπασματική εκταφή του παρελθόντος; Είναι σαν αυτή η σύνθεση των δύο αυτών τοπίων, της αρχαιότητας με την καθημερινότητα να μη καταφέρνει να πετύχει το στόχο της να ευαισθητοποιήσει και αντιθέτως μετατρέπεται σε εύθραυστο εμπόδιο μεταξύ της ιστορίας και του παρόντα χρόνου. Έτσι το κομμάτι πρόκειται μάλλον για ένα σενάριο κοσμικού τρόμου, όπου ο κεντρικός χαρακτήρας βρίσκεται αντιμέτωπος με το δίλημμα: να τραβήξει το πέπλο που εμποδίζει τη μεγάλη εικόνα να αποκαλυφθεί, ρισκάροντας να ανακαλύψει περισσότερα απο όσα πραγματικά θα ήθελε, ή να μην κάνει τίποτα, διαιωνίζοντας όμως έτσι τη λήθη;
– Στα live σου, κάτι που κάνει εντύπωση είναι οι σκηνές από την πόλη και Αθηναϊκής αρχιτεκτονικής που προβάλλονται στο παρασκήνιο αλλά επίσης και πάνω σου, κάνοντάς σε σχεδόν διάτρητο. Αυτό ενισχύει ακόμα περισσότερο την ονειρική διάσταση καθώς και την κινηματογραφική αποτύπωση της δουλειάς σου, βάζοντας το κοινό σε ένα «trip» μιας γλυκιάς αναχωρητικότητας. Θα ήθελες να μου πεις λίγα λόγια γι’αυτό;
Τα συγκεκριμένα βίντεο αφορούν κυρίως την πρώτη μου δουλειά, το «Cold Fruit», όπου πράγματι κυριαρχεί το στοιχείο της αναχωρητικότητας, η οποία όμως βρίσκεται συνεχώς σε αναμονή: ένα αμάξι που ποτέ δεν παίρνει μπρος, ένας προσομοιωτής οδήγησης, πανοραμικές όψεις της Πλατείας Κοτζιά από το ίδιο σταθερό σημείο, η αντανάκλαση του ήλιου πάνω στα παράθυρα ενός ξενοδοχείου, η παρατήρηση της πόλης από ένα μπαλκόνι. Όλες αυτές οι προβολές που συχνά αντικαθιστούν τον συναυλιακό φωτισμό, σε συνδυασμό με την έλλειψη συγκροτήματος ή έντονης παρουσίας πάνω στη σκηνή έχουν καθιερωθεί στα live και πιστεύω πως σε ένα βαθμό, συχνά επεκτείνουν σε νοηματικό επίπεδο τα όρια των τραγουδιών.
– Μελλοντικά σχέδια;
Αυτη τη στιγμή ολοκληρώνω τον τρίτο μου δίσκο που θα κυκλοφορήσει μέσα στο επόμενο εξάμηνο από την Inner Ear. Είμαι πολύ ενθουσιασμένος για αυτή τη νέα δουλειά και ανυπομονώ να την μοιραστώ με τον κόσμο.