Το ξεκίνημά του πλάι σε τιτάνες του ελληνικού τραγουδιού, τα έντεχνα και λαϊκά σουξέ που φέρουν την υπογραφή του, η φάση τώρα με τους Σουαρέ, η άποψή του για τα ραδιόφωνα και το ραπ-μπέτικο πρωτοστατούν σε αυτήν την χειμαρρώδη συνέντευξη σε πρώτο ενικό.
Ο Πέτρος Βαγιόπουλος είναι μια σπάνια περίπτωση καλλιτέχνη, με κάποιες «αντι-καλλιτεχνικές» ποιότητες-πιθανότατα, ευτυχώς. Θα μπορούσε να είναι χίλια δύο πράγματα, αλλά η μουσική σχεδόν τον επέλεξε για να την υπηρετήσει και να την στιγματίσει για πάντα. Ο ίδιος, άλλωστε, έπαψε, κάποια στιγμή, να φοράει γραβάτες. Και να στενοχωριέται.
Εξηγεί πολλά, ανιστορώντας περισσότερα σε μια συνάντησή μας λίγες εβδομάδες πριν μπει το 2023. Φανταστείτε, πως αυτή η συνέντευξη είναι κιόλας πιο παλιά από τον ίδιο-ο Πέτρος, άχρονος και αγέραστος. Κυριολεκτικότατα.
Καταγωγή μου θεωρώ δύο τόπους: την Καρδίτσα, όπου γεννήθηκα το 1949, και την ΕΡΤ. Η ΕΡΤ με προίκισε με όλη την μουσική που κατέχω σήμερα. Από παραδοσιακά, βυζαντινά, έντεχνα, διεθνή μουσική, ροκ, Σινάτρα… Την δεκαετία του 60 ήμουν έφηβος και αυτό είναι τύχη βουνό: μια δεκαετία σταθμός για την μουσική σε παγκόσμιο επίπεδο.
Βρέθηκα πρόσφατα σε μια κηδεία και άκουγα τον παπά και ένιωθα πως έψελνε σκυλάδικα, όχι βυζαντινά. Το ουσάκ το τουρκικό είναι καλύτερο από το ελληνικό. Και οι Τούρκοι το κατέχουν καλύτερα από τους Έλληνες.
Μια άλλη καταγωγή θα μπορούσε, όπως λες, να θεωρηθεί και ο έρωτας. Ναι, γιατί όχι; Έλα ,όμως, που χαίρω μεγάλης εκτίμησης από όλους τους ανθρώπους του χώρου, εκτός από τις γυναίκες μου. Μία, μου είχε πει ότι απορούσε πού βρίσκω την ευαισθησία να γράφω αυτά τα τραγούδια.
Οι άνθρωποι, οι καλλιτέχνες, δεν έχουν, δεν μπορεί να έχουν μόνο μία πτυχή.
Οι γιοι μου, γύρω στα 40 πλέον, είναι βασικοί λόγοι να με κάνουν ευτυχισμένο. Για την ευγένειά τους. Για όσα πετυχαίνουν κάθε μέρα. Είμαι περήφανος. Κι ας έχω χωρίσει με την μητέρα τους, είμαστε συνολικά μια αγαπημένη οικογένεια. Εννοώ, αγαπιόμαστε μεταξύ μας.
Στο φλερτ, πάντως, δάσκαλός μου, εν μέρει, υπήρξε ο Μανώλης Ρασούλης. Οι γυναίκες τον προσέγγιζαν. Κι αυτό κάπως μου άρεσε. Πλέον, στην ηλικία μου, δεν ασχολούμαι ενεργητικά με το φλερτ. Μόνο αν με προσεγγίσει κάποια γυναίκα που με ενδιαφέρει μπορεί και να ασχοληθώ. Γιατί το παιχνίδι του έρωτα είναι, στ’ αλήθεια, ανεξάντλητο.
H Θεσσαλονίκη ως πόλη, ας πούμε, είναι έρωτας για μένα, όχι μόνο για τα ωραία φοιτητικά χρόνια που πέρασα εκεί, αλλά γιατί ήταν η δεύτερη πατρίδα του Ρασούλη. Τον Ρασούλη τον αγάπησα πολύ. Κι αυτός εμένα. Η αγάπη μένει…
Στην ζωή μου, εκτός από τραγούδια, έκανα ένα φροντιστήριο στον Βόλο, με καθηγητές, με όλα, πολύ οργανωμένη κατάσταση. Εγώ είχα αρχίσει να γράφω τραγούδια όταν μου χάρισαν μια κιθάρα, στα 17 μου. Πάντα η μουσική είχε βασική θέση στην ζωή μου. Μαζί με την αριστερά, φυσικά, χωρίς να είμαι πουθενά γραμμένος. Και τα μαθηματικά που σπούδασα, εντάξει.
Η συνάντηση με τον Δημήτρη Χριστοδούλου
Ο αδερφός μου, σε κάποια φάση, μικρός ήμουν ούτε τριαντάρης, παίρνει τον ποιητή τον Δημήτρη τον Χριστοδούλου και κάνει πως είμαι εγώ. Με έβλεπε που πάλευα με την μουσική και είπε να κάνει κάτι δραστικό. Τρελάθηκα με αυτό που έκανε ο αδερφός μου! Έλα όμως που ο Χριστοδούλου μού έκλεισε πράγματι συνάντηση στο σπίτι του για όταν πάω Αθήνα…Θυμάμαι, μου έδωσε ένα δύσκολο ποίημα, χωρίς να μπορεί να βγάλει ρεφρέν, τίποτα. Μάλλον για να με δοκιμάσει. Είχα τόση όρεξη και έμπνευση που κάτι σκάρωσα. Μου λέει, παιδί μου, το’ χω δώσει στον Σπανό, στον Λίνο Κόκοτο και δεν μπόρεσαν να κάνουν κάτι. Όμως, εγώ δεν είχα επιλογή. Ένα μου’ δωσε, έπρεπε να φτιάξω κάτι πάνω σε αυτό.
Όσο γνωριζόμαστε, βάζω μουσική και σε άλλους στίχους του. Μου είχε πει ότι με έβρισκε ταλαντούχο και εγώ έλιωνα από χαρά. Κάποια στιγμή, παρουσία μου,
λέει στη γυναίκα του την Μαρία να δώσουμε τα τραγούδια αυτά που είχαμε κάνει μαζί στον Αντώνη Καλογιάννη. Κάπως με είδε και απόρησε. Σου λέει, δεν του αρέσει του μικρού ο Καλογιάννης, που ήταν και στα πάνω του τότε; Εγώ του είπα ότι είχα την τιμή να μελοποιήσω έναν καταπληκτικό ποιητή και θα έπρεπε να ξεκινήσουμε από την κορυφή, από Καζαντζίδη ας πούμε. Θράσος, ε; Αλλά πίστευα στον εαυτό μου! Ο Καζαντζίδης, βέβαια, είχε ήδη τραγουδήσει Χριστοδούλου, «Βράχο βράχο τον καημό μου» και άλλα…
Πήγα και βρήκα τον Καζαντζίδη. Ένας άντρας της διπλανής πόρτας-νόμιζα θα μου έκανε μεγάλη εντύπωση, αλλά όση μου έκανε ο Μπιθικώτσης δεν μου έκανε. Του είπα για τα τρία τραγούδια μας με Χριστοδούλου, του άρεσαν, γίναμε φίλοι, του’ κανα συνεντεύξεις. Προσπάθησα να τον φέρω σε επαφή-μαζί με άλλους ανθρώπους- με την SONY, ήθελε ένα μέρος των χρημάτων μαύρα, έφερνε δυσκολίες, εμπόδια και αντιρρήσεις. Κι έλεγε να πάει στην Polygram, για να’ ναι μαζί με την Μαρινέλλα, αλλά η Μαρινέλλα, μέχρι να πάει ο Καζαντζίδης, είχε φύγει, μετά από πρόταση του Μάτσα. Ατελείωτες ιστορίες με καλλιτέχνες και δισκογραφικές… Στο μεταξύ, αν δεν υπήρχε Καζαντζίδης, δεν θα υπήρχε Μαρινέλλα. Είναι η πρώτη που άρχισε να φωνάζει επάνω στο τραγούδισμα. Τέλος πάντων, άσχετο αυτό. Ή και όχι.
Τα δικαιώματα του Δημήτρη Χριστοδούλου σήμερα που μιλάμε τα έχει ο Θανάσης ο Συλιβός, ο περίφημος «Μετρονόμος». Όμως, το αρχείο του βρίσκεται στην πρεσβεία της Δανίας, γιατί κανείς δεν δέχτηκε να το φιλοξενήσει στην Ελλάδα, κανένα μουσείο, κανένα πολιτιστικό κέντρο. Πήγαμε κάποιοι άνθρωποι, λοιπόν, στην πρεσβεία, ανάμεσα στους οποίους ο Νότης Μαυρουδής, ο Λευτέρης Παπαδόπουλου, ο Βασίλης Δημητρίου, εγώ και μερικοί ακόμα και κάναμε μια αφιερωματική βραδιά.
Κεφάλαιο Μανώλης Ρασούλης
Το ‘81 ή το ‘82 γίνεται στην Ιθάκη μια βραδιά Θεοδωράκη-Φαραντούρη-Χριστοδούλου και μου ζήτησε ο Χριστοδούλου να φτιάξω ένα σχήμα για να παίξουμε αυτά τα τρία τραγούδια που είχαμε κάνει, Πώς τα συνδύαζα; Και φροντιστήριο, και μουσική, και όλα. Ο Θεοδωράκης είπε καλά λόγια για μένα. Υπάρχει στην συναυλία κι ένας πιτσιρικάς, κάπου στα 30, ο Ανδρέας ο Μικρούτσικος, που ήρθε να με γνωρίσει και να μου δώσει τα εύσημά του για τις συνθέσεις μου. Ο Ανδρέας μου πρωτομίλησε για τον Ρασούλη. Μου είπε να πάω να δώσω μουσικές και να πάρω στίχους. Δίστασα, ντράπηκα. «Εγώ θα σε στείλω», λέει ο Μικρούτσικος, «είμαστε κολλητοί». Εκείνη την εποχή, θεωρείτο ο καλύτερος στιχουργός ο Ρασούλης και, για μένα, ως σήμερα, συγκαταλέγεται στους τοπ. Είναι πολύ ιδιαίτερος.
Ξέρεις, όταν έκλεισα το φροντιστήριο για να έρθω μια και καλή Αθήνα να ασχοληθώ αποκλειστικά με τα καλλιτεχνικά, με ρωτούσαν αν το πούλησα. Με θεωρούσαν τρελό. Έκλεισα πιασμένο φροντιστήριο, σίγουρη δουλειά, για να γίνω συνθέτης, ούτε καν τραγουδιστής! Και μου’ λεγε ο Ρασούλης να μην λέω «μαθηματικός και συνθέτης». Μόνο συνθέτης. Όμως, εγώ είχα τους λόγους μου να λέω και το άλλο. Καταρχάς, ο Μανώλης μου΄λεγε ότι μπορούσε να ζήσει και να κοιμηθεί και σε ένα παγκάκι. Εγώ, του’ λεγα, δεν μπορώ…
Η πρώτη μου συνάντηση μαζί του ήταν στον έκτο όροφο μιας πολυκατοικίας στην Κυψέλη-λέω, δες ρε, πόσα λεφτά βγάζουν οι στιχουργοί…Έλα, όμως, που βγαίνει μια κοπέλα και με οδηγεί πιο πάνω ακόμα, στην ταράτσα, σε ένα δώμα, με μια συγκλονιστική θέα στην Αθήνα, μέχρι θάλασσα. Εγώ είχα πάει καλοντυμένος, ελαφρώς αγχωμένος, με γραβάτα, σακάκι, καλό παπούτσι. Ο Μανώλης πιο μποέμ, πιο χύμα, άλλη ιστορία. Για να βρω μια θεσούλα να καθίσω, μετακινήσαμε κάτι βιβλία από την πολυθρόνα. Βιβλία παντού, δεν μπορείς να φανταστείς. Του έβαλα να ακούσει τα τρία κομμάτια που είχαμε κάνει με τον Χριστοδούλου που δεν είχαν ευδοκιμήσει και ακόμα δεν έχουν ευδοκιμήσει.
Πρέπει κάτι να κάνουμε κάτι με αυτά τα τραγούδια.
Πότε Βούδας, πότε Κούδας: ένα σουξεδιάρικο μοντάζ
Την άνοιξη του 1986, πήρα ένα μικρό μπουζουκάκι που έμοιαζε σε τζουρά. Το γρατζουνούσα, το πάλευα και πάνω σε έναν αυτοσχεδιασμό μου προκύπτει ένα κουπλέ που κάτι μου’ πε, κάτι μου’ κανε. Στην πορεία φτιάχνω και την υπόλοιπη μουσική. Αναζητώ τον Ρασούλη, με τον οποίο είχα κάνει το 1985 στο “Εσύ κι αν γίνεις υπουργός”. Γενικά ήταν δύσκολο να βρεις τον Μανώλη. Επίτρεψέ μου μικρή, μακάβρια παρένθεση: Όταν πέθανε, τον βρήκαν μετά από 9 μέρες. Ευτυχώς που δεν τον αναζήτησα εγώ: θα τον είχα βρει σε ένα μήνα. Γιατί σε έβρισκε και σε προσέγγιζε αυτός όποτε ήθελε, όποτε του’ βγαινε. Δεν έμπαινες σε σκέψεις κακές, δηλαδή, αν δεν απαντούσε το τηλέφωνο…
Πίσω στο 1986 τώρα και ανοίγω το περιοδικό “Αυγό” που εξέδιδε τότε ο Μανώλης. Βρήκα κάτι στιχάκια στην τρίτη σελίδα όπου περιέγραφε τον εαυτό του ως “πότε Κούδας”, αφού είχε υπάρξει ποδοσφαιριστής στον Β’ Ηροδότου Κρήτης. Το στιχάκι επίσης “Έχω καταλάβει ήδη της ζωής μου το παιχνίδι”, το γνώθι σ’ αυτόν, δηλαδή, μου άρεσε και άρχισα εν ολίγοις να συγκολλώ σκόρπια στιχάκια από το ίδιο τεύχος του “Αυγού”. Χρειαζόμουν βέβαια τρία κουπλέ. Σε άλλη σελίδα λοιπόν, κάτω από μια φωτογραφία υπουργού της εποχής, του Καψή νομίζω, έγραφε ο Μανώλης: “Υπουργέ, άλλο ο ανοιχτομάτης άλλο ο αυγουλομάτης”. Και σε άλλη σελίδα, είχε μια φράση από μια συνέντευξη που έδωσε ο Ρασούλης για τον Γιώργο Νταλάρα: “Ολα ίδια και τα ίδια του μυαλού του ροκανίδια”. Ο τρίτος στίχος ήταν ακόμη πιο καταπληκτικός και έχει την δική του ιστορία. Τον έγραψε όταν, μια εποχή που έμενε σε ένα ημιυπόγειο, κάθε πρωί στις 7 οι γειτόνισσές του έκαναν φασαρία, κουτσομπολεύοντας μπρος στην πόρτα του. Βγήκε λοιπόν εκείνος ένα πρωί που είχε κοιμηθεί 5 η ώρα και δεν άντεχε, για να τους κάνει παράπονα. Του απάντησαν ότι τέτοια ώρα κοιμούνται οι τεμπέληδες και αυτός τους την φύλαγε. Μερικά πρωινά μετά, βγήκε ολόγυμνος, αυτές τρόμαξαν και πετάχτηκαν και τότε τους είπε φωναχτά: “Βρε δεν είναι εδώ το Σούλι, εδώ είναι του Ρασούλη!”
Αποδείχτηκε ότι ο Ρασούλης βρισκόταν στο Λονδίνο. Όταν γύρισε, του το έβαλα, το άκουσε, του άρεσε και μου είπε πως θα γίνει αμέσως σουξέ. Εγώ θυμάμαι πως φοβόμουν τη λέξη “αυγουλομάτης”. Δεν ήταν εύκολη για σουξέ. Ο δίσκος βγήκε τον Οκτώβρη του 1986 και μετά από λίγο καιρό παρουσιάστηκε στο Δεύτερο Πρόγραμμα της ΕΡΑ. Από κοντά, και το “Γκρέμισ’ τα” της Πίτσας Παπαδοπούλου, κάτι που, τότε, μου’ χε φανεί πολύ, πολύ παράξενο και για να είμαι ειλικρινής είχα αντιδράσει. Και ο Σαββόπουλος το παρουσίασε στην εκπομπή “Zήτω το Ελληνικό Τραγούδι” , αλλά το μεγάλο μπαμ ήρθε το 1991, όταν ο Παπάζογλου το επανεκτέλεσε στον Λυκαβηττό και επαναδισκογραφήθηκε από τη Lyra με άλλη ενορχήστρωση.
Σε έγκριτο περιοδικό της εποχής, είχε γραφτεί ότι το τραγούδι αυτό είναι ένα ευκαιριακό σουξεδάκι που θα κρατήσει το πολύ δυο μήνες. Ο Αργύρης Παπαργυρόπουλος (πρόεδρος του Πανελληνίου Συλλόγου Κέντρων Διασκέδασης) έχει πει ότι είναι ο εθνικός ύμνος του Τσιφτετελιού.Έπρεπε να ζω μόνο από αυτό το τραγούδι σήμερα-δεν ήξερα, όμως. Δεν ήξερα. Δεν πειράζει.
Σκέφτομαι ότι αν δεν έλειπε ο Ρασούλης, μπορεί να μην υπήρχε καν αυτό το τραγούδι. Ούτε θα σκεφτόταν ο ίδιος να συνθέσει αυτές τις φράσεις τις δικές του από το περιοδικό, έτσι νομίζω.
Μικρό ανέκδοτο, τώρα, βασισμένο στην απόλυτη αλήθεια. Σαββόπουλος, Λοϊζος, Ρασούλης, καταπληκτική τριάδα, ψάχνουν φαγητό και δεν βρίσκουν. Πάνε στο σπίτι του Λοΐζου που είπε ότι έχει κάτι μακαρόνια. Έλα, όμως, που τα μακαρόνια είχαν πιάσει σκουλήκια. Κάποια στιγμή, θυμήθηκαν μια γριά γειτόνισσα που κάποιον είχε κηδέψει, για να πάνε να φάνε κόλλυβα…Το φαντάζεσαι;
Οι κεραίες στα μπαλκόνια και τα ρώσικα μάτια
Το πιο σουρεαλιστικό τραγούδι μου είναι αυτό. Τραγουδάνε τα παιδιά μου μικρά. Έμπλεξα λίγο με τον ηχολήπτη. Μου έλεγε, θυμάμαι, πως φαλτσάρουν λίγο και δεν ήθελε να τα έχει δυνατά, τους χαμήλωσε τις φωνές τους. Εγώ δεν συμφωνώ με αυτά, ας υπάρχει κι ένα φάλτσο, ας πούμε, ειδικά αν προέρχεται από παιδάκια δύο και τριών χρονών. «Οι κεραίες στα μπαλκόνια» είναι κάτι σαν ξαδερφάκι του τραγουδιού «Τα πάντα ρει» που γράψαμε με τον Μανώλη για την Ειρήνη Λεγάκη.
Τα ρώσικά σου μάτια: Το είχα δώσει ως μουσική στον Ρασούλη και εκείνος έβαλε στίχους μετά από τρία χρόνια. Την πίστεψα αυτή τη μουσική, είχα την αίσθηση ότι μπορούσε να γίνει μεγάλη επιτυχία. Έτσι, μόλις είδα τον πρωτότυπο, αλλόκοτο, υπέροχο στίχο του Μανώλη, τα’ χασα. Εγώ περίμενα να γίνει ένα «Όλα σε Θυμίζουν», να πιάσει όλον τον κόσμο. Μια φορά με παίρνει τηλέφωνο ο Μαργαρίτης και μου’ πε ότι άκουγε με έναν φίλο του στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου τα ρώσικα μάτια κι ο φίλος, λέει, έβαλε τα κλάματα. Του θύμιζε μια πολύ δική του ιστορία.
Τώρα που είπα αμάξι. Πάω στον Γιώργο, τον μηχανικό μου, να μου φτιάξει το αμάξι. Έλειπε ο Γιώργος, μιλούσα με τον βοηθό του, ο οποίος σιγοτραγουδούσε ένα βαρύ σκυλάδικο. Και μετά το σκυλάδικο, έπιασε να λέει το «Νύχτωσε, νύχτα, νύχτωσε…» των Κατσιμιχαίων. Άπταιστα το είπε, στίχο δεν έχασε. Κι έκτοτε, είπα να μην λέω τίποτα για κανέναν. Ο καθένας μπορεί να ακούει οτιδήποτε. Ο γιος μου, ας πούμε, από 14 ετών έχει το πτυχία στο πιάνο, ξέρει λαϊκά, ρεμπέτικα, έντεχνα, κλασική μουσική. Παίζει εφτά όργανα και γράφει chill out μουσικές, deep house…Μέσα σε όλα.
Όμως, δεν είναι όλα τα είδη το ίδιο. Εμείς, οι έντεχνοι λαϊκοί, έχουμε μια άλλη ευγένεια. Μια φορά με ρώτησε ο Χατζιδάκις τι μουσική παίζω και απάντησα «εντεχνολαϊκά»-δεν του άρεσε καθόλου αυτή η σύνθετη, μπερδεμένη λέξη. «Έντεχνα λαϊκά, εννοείτε!», με διόρθωσε τρυφερά.
Έκανα κάποτε κριτική δίσκου στην τηλεόραση και είχα πολλούς καλεσμένους. Κάποια στιγμή, μπήκε στο στούντιο ο Ζαμπέτας και εγώ ντρεπόμουν να πάω να του μιλήσω. Την είχα πάθει, όμως, με τον Τσιτσάνη, γιατί τον είχα πετύχει και είχα διστάσει να πλησιάσω, οπότε δεν ήθελα να μου συμβεί το ίδιο με τον Ζαμπέτα. Τι μου λέει λοιπόν, ο Γιώργος ο Ζαμπέτας; Ότι ήξερε την εκπομπή μου κι εμένα! Κι ότι του άρεσε κιόλας! Γίναμε φίλοι, είχα πάει κάποιες φορές και σπίτι του…
Θυμάμαι ότι είχα παρουσιάσει σε αυτήν την εκπομπή και ένα νέο παιδί που λεγόταν Σωκράτης Μάλαμας. Κι ένα άλλο ακόμα παιδί, τον Θανάση τον Παπακωνσταντίνου. Δεν γνωρίζω αν το γνωρίζουν, αν άκουσαν ποτέ την εκπομπή.
Οι ΣΟΥΑΡέ στο σήμερα
Ο γιος μου συμμετείχε σε ένα σχήμα και πήγα να τους δω που έπαιζαν σε μία μουσική σκηνή. Μου άρεσαν πάρα πολύ τα παιδιά. Βασικά, ενθουσιάστηκα! Όταν τους γνώρισα προσωπικά, τους εκτίμησα ακόμη παραπάνω: είναι καλοί μουσικοί και καλοί τύποι. Είμαστε μία ολοκληρωμένη ομάδα, κανονικότατα. Με τους Σουαρέ, κάθε τραγούδι που φτιάχνουμε, μέχρι να ολοκληρωθεί, μας παίρνει εκατό ώρες. Χρόνος που μπορεί να αρκεί και για έναν ολόκληρο δίσκο. Τα πάμε όλα έτοιμα στην εταιρεία, το OGDOO-η οποία επιβαρύνεται μόνο με την κυκλοφορία και την εκτύπωση.
Και σήμερα, λοιπόν, στην εποχή μας, γίνονται σοβαρές δουλειές, ενώ έχουμε πάρα πολύ καλούς δημιουργούς και καλές φωνές. Χρειάζεται, όμως, να τους ψάξεις, να τους σκάψεις. Και, φυσικά, να τους αναδείξεις, να τους παίξεις. Παραγωγούς έχει, ουσιαστικά, μόνο το Δεύτερο Πρόγραμμα. Είχε και ο Μουσικός, πάει αυτός. Πολλά έντεχνα ραδιόφωνα έχουν λίστες, είναι κάπως μπερδεμένα με το τι είναι το ελληνικό τραγούδι. Ο καλός παραγωγός το πιστεύει το τραγούδι το νέο και το στηρίζει. Οι ανασφαλείς παραγωγοί βάζουν γνωστά τραγούδια για να έχουν ακροαματικότητα. Δεν αντέχω να ακούω άλλο το «Ήτανε μια φορά» του Ξυλούρη και το «Πότε Βούδας» του Βαγιόπουλου!
Όταν βγάζω ένα τραγούδι, επιθυμώ να παιχτεί στα ραδιόφωνα. Στα έντεχνα και στα έντεχνα και λαϊκά. Ας παιχτεί και στα εμπορικά. Άκου όρο, τώρα. «Εμπορικό ραδιόφωνο». Πιο εμπορικοί Έλληνες καλλιτέχνες από τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη υπάρχουν;
Η συνταγή της επιτυχίας #not
Το τραγούδι δεν φτιάχνεται στο όργανο. Στο μυαλό γίνεται. Η κιθάρα βοηθά την πρώτη έμπνευση να πάρει φόρμα. Μετά το κουπλέ, το ρεφρέν. Θέλω αβανταδόρικα ρεφρέν. Καμιά φορά, δεν ξέρω με ποια ακόρντα να βγάλω τη μελωδία που σκέφτηκε το κεφάλι μου. Αλλά είναι ωραίο να συμβαίνουν και μερικά παράξενα πράγματα στην μουσική, στα τραγούδια, να μην είναι νιανιά, τα ίδια και τα ίδια.
Από την άλλη, ο στίχος πρέπει να είναι απλός, να’ χει λίγα λόγια. «Να σ’ αγαπώ ίντα’ θελα/ Να σ’ αγαπώ ίντα’ θελα», για παράδειγμα. Το πλατύ σουξέ δεν θέλει πολλά μπερδέματα στον στίχο. Αλλά θέλει και μουσική βαρβάτη, φυσικά. Η μουσική στηρίζει το τραγούδι, κακά τα ψέματα. Δηλαδή, βάλε μια μέτρια μουσική σε ένα φοβερό ποίημα και περίμενε να γίνει σουξέ…Αδίκως θα περιμένεις.
Έχω ακούσει για το ραπ-μπέτικο, τώρα. Που δεν με χαλάει καθόλου. Όμως, από το ελληνικό ραπ αισθάνομαι πως δεν θα μείνει τίποτα. Σας μιλά ένας άνθρωπος που ακούει-και έχει μεγαλώσει-με ξένη μουσική. Ο Λεξ είναι πολύ καλός, αλλά δεν θα μείνει τίποτα. Δεν έχει μελωδία, δεν έχει ρεφρέν. Ο πρώτος που έκανε ραπ είναι ο Διονύσης Σαββόπουλος, το 1983. Θα μου πεις, η τραπ έχει μελωδία, έχει λαϊκότητα, αλλά οι στίχοι είναι «γαμώτο», είναι κρίμα και έλεος. Είδα μια εκπομπή του Σταύρου Θεοδωράκη, που έκανε αφιέρωμα στους τράπερ και, σε πληροφορώ, τους θαύμασα. Μια χαρά τα έλεγαν, σοβαροί τύποι. Τι παθαίνουν μόλις ανεβαίνουν στη σκηνή; Νομίζουν ότι έπιασαν τον πάπα απ’ τ’ αρχίδια; Καλά, όχι ότι αυτό δεν συμβαίνει και με τους έντεχνους, καμιά φορά…
Βλέπω τον Τζωρτζ Χάρισον, είκοσι χρόνια μετά την διάλυση των Beatles, να τραγουδάει My Sweet Lord, με μια κιθάρα, λιτά, απέριττα. Ένας άνθρωπος που έχει διαμορφώσει την μουσική όλης της γης. Κι είναι δωρικός, δεν τρελαίνεται, ρε παιδί μου…
Ξέρω πολύ καλά ότι έχω αδικηθεί, αλλά δεν αισθάνομαι αδικημένος. Λένε «ακούστε, τώρα, το τάδε τραγούδι του Παπάζογλου». Η μοίρα του δημιουργού, κατάλαβες… Πρέπει να δέχεσαι το ποτάμι της ζωής όπως κυλά, αλλιώς θα τρελαθείς. Με παίρνουν φίλοι μου, καμιά φορά και στεναχωριούνται. Εγώ, πια, όχι. Κάποτε, με πείραζε που δεν μου ζήτησε κανείς να τους κάνω δίσκο. Μου ζητούσαν, καμιά φορά, να τους γράψω ένα «τραγουδάκι» σαν το «Πότε Βούδας».
Καταρχάς, δεν είναι τραγουδάκι.
Και κατά δεύτερον, δεν δοκίμασα ποτέ να επαναλάβω την συνταγή. Αυτά, παιδιά, γίνονται άπαξ!
Το ξεκίνημά του πλάι σε τιτάνες του ελληνικού τραγουδιού, τα έντεχνα και λαϊκά σουξέ που φέρουν την υπογραφή του, η φάση τώρα με τους Σουαρέ, η άποψή του για τα ραδιόφωνα και το ραπ-μπέτικο πρωτοστατούν σε αυτήν την χειμαρρώδη συνέντευξη σε πρώτο ενικό.
Ο Πέτρος Βαγιόπουλος είναι μια σπάνια περίπτωση καλλιτέχνη, με κάποιες «αντι-καλλιτεχνικές» ποιότητες-πιθανότατα, ευτυχώς. Θα μπορούσε να είναι χίλια δύο πράγματα, αλλά η μουσική σχεδόν τον επέλεξε για να την υπηρετήσει και να την στιγματίσει για πάντα. Ο ίδιος, άλλωστε, έπαψε, κάποια στιγμή, να φοράει γραβάτες. Και να στενοχωριέται.
Εξηγεί πολλά, ανιστορώντας περισσότερα σε μια συνάντησή μας λίγες εβδομάδες πριν μπει το 2023. Φανταστείτε, πως αυτή η συνέντευξη είναι κιόλας πιο παλιά από τον ίδιο-ο Πέτρος, άχρονος και αγέραστος. Κυριολεκτικότατα.
Καταγωγή μου θεωρώ δύο τόπους: την Καρδίτσα, όπου γεννήθηκα το 1949, και την ΕΡΤ. Η ΕΡΤ με προίκισε με όλη την μουσική που κατέχω σήμερα. Από παραδοσιακά, βυζαντινά, έντεχνα, διεθνή μουσική, ροκ, Σινάτρα… Την δεκαετία του 60 ήμουν έφηβος και αυτό είναι τύχη βουνό: μια δεκαετία σταθμός για την μουσική σε παγκόσμιο επίπεδο.
Βρέθηκα πρόσφατα σε μια κηδεία και άκουγα τον παπά και ένιωθα πως έψελνε σκυλάδικα, όχι βυζαντινά. Το ουσάκ το τουρκικό είναι καλύτερο από το ελληνικό. Και οι Τούρκοι το κατέχουν καλύτερα από τους Έλληνες.
Μια άλλη καταγωγή θα μπορούσε, όπως λες, να θεωρηθεί και ο έρωτας. Ναι, γιατί όχι; Έλα ,όμως, που χαίρω μεγάλης εκτίμησης από όλους τους ανθρώπους του χώρου, εκτός από τις γυναίκες μου. Μία, μου είχε πει ότι απορούσε πού βρίσκω την ευαισθησία να γράφω αυτά τα τραγούδια.
Οι άνθρωποι, οι καλλιτέχνες, δεν έχουν, δεν μπορεί να έχουν μόνο μία πτυχή.
Οι γιοι μου, γύρω στα 40 πλέον, είναι βασικοί λόγοι να με κάνουν ευτυχισμένο. Για την ευγένειά τους. Για όσα πετυχαίνουν κάθε μέρα. Είμαι περήφανος. Κι ας έχω χωρίσει με την μητέρα τους, είμαστε συνολικά μια αγαπημένη οικογένεια. Εννοώ, αγαπιόμαστε μεταξύ μας.
Στο φλερτ, πάντως, δάσκαλός μου, εν μέρει, υπήρξε ο Μανώλης Ρασούλης. Οι γυναίκες τον προσέγγιζαν. Κι αυτό κάπως μου άρεσε. Πλέον, στην ηλικία μου, δεν ασχολούμαι ενεργητικά με το φλερτ. Μόνο αν με προσεγγίσει κάποια γυναίκα που με ενδιαφέρει μπορεί και να ασχοληθώ. Γιατί το παιχνίδι του έρωτα είναι, στ’ αλήθεια, ανεξάντλητο.
H Θεσσαλονίκη ως πόλη, ας πούμε, είναι έρωτας για μένα, όχι μόνο για τα ωραία φοιτητικά χρόνια που πέρασα εκεί, αλλά γιατί ήταν η δεύτερη πατρίδα του Ρασούλη. Τον Ρασούλη τον αγάπησα πολύ. Κι αυτός εμένα. Η αγάπη μένει…
Στην ζωή μου, εκτός από τραγούδια, έκανα ένα φροντιστήριο στον Βόλο, με καθηγητές, με όλα, πολύ οργανωμένη κατάσταση. Εγώ είχα αρχίσει να γράφω τραγούδια όταν μου χάρισαν μια κιθάρα, στα 17 μου. Πάντα η μουσική είχε βασική θέση στην ζωή μου. Μαζί με την αριστερά, φυσικά, χωρίς να είμαι πουθενά γραμμένος. Και τα μαθηματικά που σπούδασα, εντάξει.
Η συνάντηση με τον Δημήτρη Χριστοδούλου
Ο αδερφός μου, σε κάποια φάση, μικρός ήμουν ούτε τριαντάρης, παίρνει τον ποιητή τον Δημήτρη τον Χριστοδούλου και κάνει πως είμαι εγώ. Με έβλεπε που πάλευα με την μουσική και είπε να κάνει κάτι δραστικό. Τρελάθηκα με αυτό που έκανε ο αδερφός μου! Έλα όμως που ο Χριστοδούλου μού έκλεισε πράγματι συνάντηση στο σπίτι του για όταν πάω Αθήνα…Θυμάμαι, μου έδωσε ένα δύσκολο ποίημα, χωρίς να μπορεί να βγάλει ρεφρέν, τίποτα. Μάλλον για να με δοκιμάσει. Είχα τόση όρεξη και έμπνευση που κάτι σκάρωσα. Μου λέει, παιδί μου, το’ χω δώσει στον Σπανό, στον Λίνο Κόκοτο και δεν μπόρεσαν να κάνουν κάτι. Όμως, εγώ δεν είχα επιλογή. Ένα μου’ δωσε, έπρεπε να φτιάξω κάτι πάνω σε αυτό.
Όσο γνωριζόμαστε, βάζω μουσική και σε άλλους στίχους του. Μου είχε πει ότι με έβρισκε ταλαντούχο και εγώ έλιωνα από χαρά. Κάποια στιγμή, παρουσία μου,
λέει στη γυναίκα του την Μαρία να δώσουμε τα τραγούδια αυτά που είχαμε κάνει μαζί στον Αντώνη Καλογιάννη. Κάπως με είδε και απόρησε. Σου λέει, δεν του αρέσει του μικρού ο Καλογιάννης, που ήταν και στα πάνω του τότε; Εγώ του είπα ότι είχα την τιμή να μελοποιήσω έναν καταπληκτικό ποιητή και θα έπρεπε να ξεκινήσουμε από την κορυφή, από Καζαντζίδη ας πούμε. Θράσος, ε; Αλλά πίστευα στον εαυτό μου! Ο Καζαντζίδης, βέβαια, είχε ήδη τραγουδήσει Χριστοδούλου, «Βράχο βράχο τον καημό μου» και άλλα…
Πήγα και βρήκα τον Καζαντζίδη. Ένας άντρας της διπλανής πόρτας-νόμιζα θα μου έκανε μεγάλη εντύπωση, αλλά όση μου έκανε ο Μπιθικώτσης δεν μου έκανε. Του είπα για τα τρία τραγούδια μας με Χριστοδούλου, του άρεσαν, γίναμε φίλοι, του’ κανα συνεντεύξεις. Προσπάθησα να τον φέρω σε επαφή-μαζί με άλλους ανθρώπους- με την SONY, ήθελε ένα μέρος των χρημάτων μαύρα, έφερνε δυσκολίες, εμπόδια και αντιρρήσεις. Κι έλεγε να πάει στην Polygram, για να’ ναι μαζί με την Μαρινέλλα, αλλά η Μαρινέλλα, μέχρι να πάει ο Καζαντζίδης, είχε φύγει, μετά από πρόταση του Μάτσα. Ατελείωτες ιστορίες με καλλιτέχνες και δισκογραφικές… Στο μεταξύ, αν δεν υπήρχε Καζαντζίδης, δεν θα υπήρχε Μαρινέλλα. Είναι η πρώτη που άρχισε να φωνάζει επάνω στο τραγούδισμα. Τέλος πάντων, άσχετο αυτό. Ή και όχι.
Τα δικαιώματα του Δημήτρη Χριστοδούλου σήμερα που μιλάμε τα έχει ο Θανάσης ο Συλιβός, ο περίφημος «Μετρονόμος». Όμως, το αρχείο του βρίσκεται στην πρεσβεία της Δανίας, γιατί κανείς δεν δέχτηκε να το φιλοξενήσει στην Ελλάδα, κανένα μουσείο, κανένα πολιτιστικό κέντρο. Πήγαμε κάποιοι άνθρωποι, λοιπόν, στην πρεσβεία, ανάμεσα στους οποίους ο Νότης Μαυρουδής, ο Λευτέρης Παπαδόπουλου, ο Βασίλης Δημητρίου, εγώ και μερικοί ακόμα και κάναμε μια αφιερωματική βραδιά.
Κεφάλαιο Μανώλης Ρασούλης
Το ‘81 ή το ‘82 γίνεται στην Ιθάκη μια βραδιά Θεοδωράκη-Φαραντούρη-Χριστοδούλου και μου ζήτησε ο Χριστοδούλου να φτιάξω ένα σχήμα για να παίξουμε αυτά τα τρία τραγούδια που είχαμε κάνει, Πώς τα συνδύαζα; Και φροντιστήριο, και μουσική, και όλα. Ο Θεοδωράκης είπε καλά λόγια για μένα. Υπάρχει στην συναυλία κι ένας πιτσιρικάς, κάπου στα 30, ο Ανδρέας ο Μικρούτσικος, που ήρθε να με γνωρίσει και να μου δώσει τα εύσημά του για τις συνθέσεις μου. Ο Ανδρέας μου πρωτομίλησε για τον Ρασούλη. Μου είπε να πάω να δώσω μουσικές και να πάρω στίχους. Δίστασα, ντράπηκα. «Εγώ θα σε στείλω», λέει ο Μικρούτσικος, «είμαστε κολλητοί». Εκείνη την εποχή, θεωρείτο ο καλύτερος στιχουργός ο Ρασούλης και, για μένα, ως σήμερα, συγκαταλέγεται στους τοπ. Είναι πολύ ιδιαίτερος.
Ξέρεις, όταν έκλεισα το φροντιστήριο για να έρθω μια και καλή Αθήνα να ασχοληθώ αποκλειστικά με τα καλλιτεχνικά, με ρωτούσαν αν το πούλησα. Με θεωρούσαν τρελό. Έκλεισα πιασμένο φροντιστήριο, σίγουρη δουλειά, για να γίνω συνθέτης, ούτε καν τραγουδιστής! Και μου’ λεγε ο Ρασούλης να μην λέω «μαθηματικός και συνθέτης». Μόνο συνθέτης. Όμως, εγώ είχα τους λόγους μου να λέω και το άλλο. Καταρχάς, ο Μανώλης μου΄λεγε ότι μπορούσε να ζήσει και να κοιμηθεί και σε ένα παγκάκι. Εγώ, του’ λεγα, δεν μπορώ…
Η πρώτη μου συνάντηση μαζί του ήταν στον έκτο όροφο μιας πολυκατοικίας στην Κυψέλη-λέω, δες ρε, πόσα λεφτά βγάζουν οι στιχουργοί…Έλα, όμως, που βγαίνει μια κοπέλα και με οδηγεί πιο πάνω ακόμα, στην ταράτσα, σε ένα δώμα, με μια συγκλονιστική θέα στην Αθήνα, μέχρι θάλασσα. Εγώ είχα πάει καλοντυμένος, ελαφρώς αγχωμένος, με γραβάτα, σακάκι, καλό παπούτσι. Ο Μανώλης πιο μποέμ, πιο χύμα, άλλη ιστορία. Για να βρω μια θεσούλα να καθίσω, μετακινήσαμε κάτι βιβλία από την πολυθρόνα. Βιβλία παντού, δεν μπορείς να φανταστείς. Του έβαλα να ακούσει τα τρία κομμάτια που είχαμε κάνει με τον Χριστοδούλου που δεν είχαν ευδοκιμήσει και ακόμα δεν έχουν ευδοκιμήσει.
Πρέπει κάτι να κάνουμε κάτι με αυτά τα τραγούδια.
Πότε Βούδας, πότε Κούδας: ένα σουξεδιάρικο μοντάζ
Την άνοιξη του 1986, πήρα ένα μικρό μπουζουκάκι που έμοιαζε σε τζουρά. Το γρατζουνούσα, το πάλευα και πάνω σε έναν αυτοσχεδιασμό μου προκύπτει ένα κουπλέ που κάτι μου’ πε, κάτι μου’ κανε. Στην πορεία φτιάχνω και την υπόλοιπη μουσική. Αναζητώ τον Ρασούλη, με τον οποίο είχα κάνει το 1985 στο “Εσύ κι αν γίνεις υπουργός”. Γενικά ήταν δύσκολο να βρεις τον Μανώλη. Επίτρεψέ μου μικρή, μακάβρια παρένθεση: Όταν πέθανε, τον βρήκαν μετά από 9 μέρες. Ευτυχώς που δεν τον αναζήτησα εγώ: θα τον είχα βρει σε ένα μήνα. Γιατί σε έβρισκε και σε προσέγγιζε αυτός όποτε ήθελε, όποτε του’ βγαινε. Δεν έμπαινες σε σκέψεις κακές, δηλαδή, αν δεν απαντούσε το τηλέφωνο…
Πίσω στο 1986 τώρα και ανοίγω το περιοδικό “Αυγό” που εξέδιδε τότε ο Μανώλης. Βρήκα κάτι στιχάκια στην τρίτη σελίδα όπου περιέγραφε τον εαυτό του ως “πότε Κούδας”, αφού είχε υπάρξει ποδοσφαιριστής στον Β’ Ηροδότου Κρήτης. Το στιχάκι επίσης “Έχω καταλάβει ήδη της ζωής μου το παιχνίδι”, το γνώθι σ’ αυτόν, δηλαδή, μου άρεσε και άρχισα εν ολίγοις να συγκολλώ σκόρπια στιχάκια από το ίδιο τεύχος του “Αυγού”. Χρειαζόμουν βέβαια τρία κουπλέ. Σε άλλη σελίδα λοιπόν, κάτω από μια φωτογραφία υπουργού της εποχής, του Καψή νομίζω, έγραφε ο Μανώλης: “Υπουργέ, άλλο ο ανοιχτομάτης άλλο ο αυγουλομάτης”. Και σε άλλη σελίδα, είχε μια φράση από μια συνέντευξη που έδωσε ο Ρασούλης για τον Γιώργο Νταλάρα: “Ολα ίδια και τα ίδια του μυαλού του ροκανίδια”. Ο τρίτος στίχος ήταν ακόμη πιο καταπληκτικός και έχει την δική του ιστορία. Τον έγραψε όταν, μια εποχή που έμενε σε ένα ημιυπόγειο, κάθε πρωί στις 7 οι γειτόνισσές του έκαναν φασαρία, κουτσομπολεύοντας μπρος στην πόρτα του. Βγήκε λοιπόν εκείνος ένα πρωί που είχε κοιμηθεί 5 η ώρα και δεν άντεχε, για να τους κάνει παράπονα. Του απάντησαν ότι τέτοια ώρα κοιμούνται οι τεμπέληδες και αυτός τους την φύλαγε. Μερικά πρωινά μετά, βγήκε ολόγυμνος, αυτές τρόμαξαν και πετάχτηκαν και τότε τους είπε φωναχτά: “Βρε δεν είναι εδώ το Σούλι, εδώ είναι του Ρασούλη!”
Αποδείχτηκε ότι ο Ρασούλης βρισκόταν στο Λονδίνο. Όταν γύρισε, του το έβαλα, το άκουσε, του άρεσε και μου είπε πως θα γίνει αμέσως σουξέ. Εγώ θυμάμαι πως φοβόμουν τη λέξη “αυγουλομάτης”. Δεν ήταν εύκολη για σουξέ. Ο δίσκος βγήκε τον Οκτώβρη του 1986 και μετά από λίγο καιρό παρουσιάστηκε στο Δεύτερο Πρόγραμμα της ΕΡΑ. Από κοντά, και το “Γκρέμισ’ τα” της Πίτσας Παπαδοπούλου, κάτι που, τότε, μου’ χε φανεί πολύ, πολύ παράξενο και για να είμαι ειλικρινής είχα αντιδράσει. Και ο Σαββόπουλος το παρουσίασε στην εκπομπή “Zήτω το Ελληνικό Τραγούδι” , αλλά το μεγάλο μπαμ ήρθε το 1991, όταν ο Παπάζογλου το επανεκτέλεσε στον Λυκαβηττό και επαναδισκογραφήθηκε από τη Lyra με άλλη ενορχήστρωση.
Σε έγκριτο περιοδικό της εποχής, είχε γραφτεί ότι το τραγούδι αυτό είναι ένα ευκαιριακό σουξεδάκι που θα κρατήσει το πολύ δυο μήνες. Ο Αργύρης Παπαργυρόπουλος (πρόεδρος του Πανελληνίου Συλλόγου Κέντρων Διασκέδασης) έχει πει ότι είναι ο εθνικός ύμνος του Τσιφτετελιού.Έπρεπε να ζω μόνο από αυτό το τραγούδι σήμερα-δεν ήξερα, όμως. Δεν ήξερα. Δεν πειράζει.
Σκέφτομαι ότι αν δεν έλειπε ο Ρασούλης, μπορεί να μην υπήρχε καν αυτό το τραγούδι. Ούτε θα σκεφτόταν ο ίδιος να συνθέσει αυτές τις φράσεις τις δικές του από το περιοδικό, έτσι νομίζω.
Μικρό ανέκδοτο, τώρα, βασισμένο στην απόλυτη αλήθεια. Σαββόπουλος, Λοϊζος, Ρασούλης, καταπληκτική τριάδα, ψάχνουν φαγητό και δεν βρίσκουν. Πάνε στο σπίτι του Λοΐζου που είπε ότι έχει κάτι μακαρόνια. Έλα, όμως, που τα μακαρόνια είχαν πιάσει σκουλήκια. Κάποια στιγμή, θυμήθηκαν μια γριά γειτόνισσα που κάποιον είχε κηδέψει, για να πάνε να φάνε κόλλυβα…Το φαντάζεσαι;
Οι κεραίες στα μπαλκόνια και τα ρώσικα μάτια
Το πιο σουρεαλιστικό τραγούδι μου είναι αυτό. Τραγουδάνε τα παιδιά μου μικρά. Έμπλεξα λίγο με τον ηχολήπτη. Μου έλεγε, θυμάμαι, πως φαλτσάρουν λίγο και δεν ήθελε να τα έχει δυνατά, τους χαμήλωσε τις φωνές τους. Εγώ δεν συμφωνώ με αυτά, ας υπάρχει κι ένα φάλτσο, ας πούμε, ειδικά αν προέρχεται από παιδάκια δύο και τριών χρονών. «Οι κεραίες στα μπαλκόνια» είναι κάτι σαν ξαδερφάκι του τραγουδιού «Τα πάντα ρει» που γράψαμε με τον Μανώλη για την Ειρήνη Λεγάκη.
Τα ρώσικά σου μάτια: Το είχα δώσει ως μουσική στον Ρασούλη και εκείνος έβαλε στίχους μετά από τρία χρόνια. Την πίστεψα αυτή τη μουσική, είχα την αίσθηση ότι μπορούσε να γίνει μεγάλη επιτυχία. Έτσι, μόλις είδα τον πρωτότυπο, αλλόκοτο, υπέροχο στίχο του Μανώλη, τα’ χασα. Εγώ περίμενα να γίνει ένα «Όλα σε Θυμίζουν», να πιάσει όλον τον κόσμο. Μια φορά με παίρνει τηλέφωνο ο Μαργαρίτης και μου’ πε ότι άκουγε με έναν φίλο του στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου τα ρώσικα μάτια κι ο φίλος, λέει, έβαλε τα κλάματα. Του θύμιζε μια πολύ δική του ιστορία.
Τώρα που είπα αμάξι. Πάω στον Γιώργο, τον μηχανικό μου, να μου φτιάξει το αμάξι. Έλειπε ο Γιώργος, μιλούσα με τον βοηθό του, ο οποίος σιγοτραγουδούσε ένα βαρύ σκυλάδικο. Και μετά το σκυλάδικο, έπιασε να λέει το «Νύχτωσε, νύχτα, νύχτωσε…» των Κατσιμιχαίων. Άπταιστα το είπε, στίχο δεν έχασε. Κι έκτοτε, είπα να μην λέω τίποτα για κανέναν. Ο καθένας μπορεί να ακούει οτιδήποτε. Ο γιος μου, ας πούμε, από 14 ετών έχει το πτυχία στο πιάνο, ξέρει λαϊκά, ρεμπέτικα, έντεχνα, κλασική μουσική. Παίζει εφτά όργανα και γράφει chill out μουσικές, deep house…Μέσα σε όλα.
Όμως, δεν είναι όλα τα είδη το ίδιο. Εμείς, οι έντεχνοι λαϊκοί, έχουμε μια άλλη ευγένεια. Μια φορά με ρώτησε ο Χατζιδάκις τι μουσική παίζω και απάντησα «εντεχνολαϊκά»-δεν του άρεσε καθόλου αυτή η σύνθετη, μπερδεμένη λέξη. «Έντεχνα λαϊκά, εννοείτε!», με διόρθωσε τρυφερά.
Έκανα κάποτε κριτική δίσκου στην τηλεόραση και είχα πολλούς καλεσμένους. Κάποια στιγμή, μπήκε στο στούντιο ο Ζαμπέτας και εγώ ντρεπόμουν να πάω να του μιλήσω. Την είχα πάθει, όμως, με τον Τσιτσάνη, γιατί τον είχα πετύχει και είχα διστάσει να πλησιάσω, οπότε δεν ήθελα να μου συμβεί το ίδιο με τον Ζαμπέτα. Τι μου λέει λοιπόν, ο Γιώργος ο Ζαμπέτας; Ότι ήξερε την εκπομπή μου κι εμένα! Κι ότι του άρεσε κιόλας! Γίναμε φίλοι, είχα πάει κάποιες φορές και σπίτι του…
Θυμάμαι ότι είχα παρουσιάσει σε αυτήν την εκπομπή και ένα νέο παιδί που λεγόταν Σωκράτης Μάλαμας. Κι ένα άλλο ακόμα παιδί, τον Θανάση τον Παπακωνσταντίνου. Δεν γνωρίζω αν το γνωρίζουν, αν άκουσαν ποτέ την εκπομπή.
Οι ΣΟΥΑΡέ στο σήμερα
Ο γιος μου συμμετείχε σε ένα σχήμα και πήγα να τους δω που έπαιζαν σε μία μουσική σκηνή. Μου άρεσαν πάρα πολύ τα παιδιά. Βασικά, ενθουσιάστηκα! Όταν τους γνώρισα προσωπικά, τους εκτίμησα ακόμη παραπάνω: είναι καλοί μουσικοί και καλοί τύποι. Είμαστε μία ολοκληρωμένη ομάδα, κανονικότατα. Με τους Σουαρέ, κάθε τραγούδι που φτιάχνουμε, μέχρι να ολοκληρωθεί, μας παίρνει εκατό ώρες. Χρόνος που μπορεί να αρκεί και για έναν ολόκληρο δίσκο. Τα πάμε όλα έτοιμα στην εταιρεία, το OGDOO-η οποία επιβαρύνεται μόνο με την κυκλοφορία και την εκτύπωση.
Και σήμερα, λοιπόν, στην εποχή μας, γίνονται σοβαρές δουλειές, ενώ έχουμε πάρα πολύ καλούς δημιουργούς και καλές φωνές. Χρειάζεται, όμως, να τους ψάξεις, να τους σκάψεις. Και, φυσικά, να τους αναδείξεις, να τους παίξεις. Παραγωγούς έχει, ουσιαστικά, μόνο το Δεύτερο Πρόγραμμα. Είχε και ο Μουσικός, πάει αυτός. Πολλά έντεχνα ραδιόφωνα έχουν λίστες, είναι κάπως μπερδεμένα με το τι είναι το ελληνικό τραγούδι. Ο καλός παραγωγός το πιστεύει το τραγούδι το νέο και το στηρίζει. Οι ανασφαλείς παραγωγοί βάζουν γνωστά τραγούδια για να έχουν ακροαματικότητα. Δεν αντέχω να ακούω άλλο το «Ήτανε μια φορά» του Ξυλούρη και το «Πότε Βούδας» του Βαγιόπουλου!
Όταν βγάζω ένα τραγούδι, επιθυμώ να παιχτεί στα ραδιόφωνα. Στα έντεχνα και στα έντεχνα και λαϊκά. Ας παιχτεί και στα εμπορικά. Άκου όρο, τώρα. «Εμπορικό ραδιόφωνο». Πιο εμπορικοί Έλληνες καλλιτέχνες από τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη υπάρχουν;
Η συνταγή της επιτυχίας #not
Το τραγούδι δεν φτιάχνεται στο όργανο. Στο μυαλό γίνεται. Η κιθάρα βοηθά την πρώτη έμπνευση να πάρει φόρμα. Μετά το κουπλέ, το ρεφρέν. Θέλω αβανταδόρικα ρεφρέν. Καμιά φορά, δεν ξέρω με ποια ακόρντα να βγάλω τη μελωδία που σκέφτηκε το κεφάλι μου. Αλλά είναι ωραίο να συμβαίνουν και μερικά παράξενα πράγματα στην μουσική, στα τραγούδια, να μην είναι νιανιά, τα ίδια και τα ίδια.
Από την άλλη, ο στίχος πρέπει να είναι απλός, να’ χει λίγα λόγια. «Να σ’ αγαπώ ίντα’ θελα/ Να σ’ αγαπώ ίντα’ θελα», για παράδειγμα. Το πλατύ σουξέ δεν θέλει πολλά μπερδέματα στον στίχο. Αλλά θέλει και μουσική βαρβάτη, φυσικά. Η μουσική στηρίζει το τραγούδι, κακά τα ψέματα. Δηλαδή, βάλε μια μέτρια μουσική σε ένα φοβερό ποίημα και περίμενε να γίνει σουξέ…Αδίκως θα περιμένεις.
Έχω ακούσει για το ραπ-μπέτικο, τώρα. Που δεν με χαλάει καθόλου. Όμως, από το ελληνικό ραπ αισθάνομαι πως δεν θα μείνει τίποτα. Σας μιλά ένας άνθρωπος που ακούει-και έχει μεγαλώσει-με ξένη μουσική. Ο Λεξ είναι πολύ καλός, αλλά δεν θα μείνει τίποτα. Δεν έχει μελωδία, δεν έχει ρεφρέν. Ο πρώτος που έκανε ραπ είναι ο Διονύσης Σαββόπουλος, το 1983. Θα μου πεις, η τραπ έχει μελωδία, έχει λαϊκότητα, αλλά οι στίχοι είναι «γαμώτο», είναι κρίμα και έλεος. Είδα μια εκπομπή του Σταύρου Θεοδωράκη, που έκανε αφιέρωμα στους τράπερ και, σε πληροφορώ, τους θαύμασα. Μια χαρά τα έλεγαν, σοβαροί τύποι. Τι παθαίνουν μόλις ανεβαίνουν στη σκηνή; Νομίζουν ότι έπιασαν τον πάπα απ’ τ’ αρχίδια; Καλά, όχι ότι αυτό δεν συμβαίνει και με τους έντεχνους, καμιά φορά…
Βλέπω τον Τζωρτζ Χάρισον, είκοσι χρόνια μετά την διάλυση των Beatles, να τραγουδάει My Sweet Lord, με μια κιθάρα, λιτά, απέριττα. Ένας άνθρωπος που έχει διαμορφώσει την μουσική όλης της γης. Κι είναι δωρικός, δεν τρελαίνεται, ρε παιδί μου…
Ξέρω πολύ καλά ότι έχω αδικηθεί, αλλά δεν αισθάνομαι αδικημένος. Λένε «ακούστε, τώρα, το τάδε τραγούδι του Παπάζογλου». Η μοίρα του δημιουργού, κατάλαβες… Πρέπει να δέχεσαι το ποτάμι της ζωής όπως κυλά, αλλιώς θα τρελαθείς. Με παίρνουν φίλοι μου, καμιά φορά και στεναχωριούνται. Εγώ, πια, όχι. Κάποτε, με πείραζε που δεν μου ζήτησε κανείς να τους κάνω δίσκο. Μου ζητούσαν, καμιά φορά, να τους γράψω ένα «τραγουδάκι» σαν το «Πότε Βούδας».
Καταρχάς, δεν είναι τραγουδάκι.
Και κατά δεύτερον, δεν δοκίμασα ποτέ να επαναλάβω την συνταγή. Αυτά, παιδιά, γίνονται άπαξ!