Α, ο Πέρης Μιχαηλίδης: από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, στην Θεσσαλονίκη κι έπειτα στο Παγκράτι και στον κόσμο. Δεν μπορώ να ξεχάσω την περπατησιά του στη σκηνή του θεάτρου Μικρό Χορν πριν από μερικά χρόνια, όταν, μαζί με την Ρούλα Πατεράκη έδιναν ιερή σάρκα και θεία οστά στους ήρωες του έργου του Καμπανέλλη «Ο Δρόμος Περνά Από Μέσα», σε σκηνοθεσία Χρήστου Σουγάρη. Τώρα, τον βλέπω να περπατά στον Κεραμεικό, μαζί με την φωτογράφο μας, την Άσπα Κουλύρα, να σταματά σε ένα συνεργείο, να φωτογραφίζεται σα να βρίσκεται στο φυσικό του περιβάλλον. Μετά τα κλικ, η κουβέντα μας. Μα τι κουβέντα με αυτόν τον άνθρωπο να στριμωχτεί στο πλαίσιο μιας συνέντευξης; Αναγκαστικά, ερωτήσεις εν είδει σημείων αναφοράς: το θέατρο, οι σταθμοί της ζωής του, όσα τον κάνουν να ραγίζει, τα μελλοντικά σχέδια ή όνειρά του. Κάπως έτσι. Από τον Δεκέμβριο, ο Πέρης Μιχαηλίδης, έχοντας συμπράξει με τον Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη (ο οποίος μετέφρασε) παρουσιάζει στο Θέατρο Φούρνος την παράσταση του έργου «The Dreamers» (Οι Ονειροπόλοι) του Gilbert Adair. Πρόκειται για ένα έργο περί πολιτικής, ερωτισμού, πάθους για τον κινηματογράφο, με ανατρεπτικό χιούμορ, τοποθετημένο στην έκρηξη του γαλλικού Μάη του ’68. Ο Πέρης Μιχαηλίδης σκηνοθετεί τρεις νέους, ταλαντούχους ηθοποιούς-αυτό, η επαφή με τα νέα παιδιά, το νέο αίμα, είναι η καλύτερή του. Με γοητεύει απίστευτα ο τρόπος ομιλίας του, το βλέμμα του, το οξύ του χιούμορ, όσα μου εκμυστηρεύεται, κυρίως ότι γι’ αυτόν η ζωή που ζει και η ζωή που παίζει/σκηνοθετεί είναι μία, αδιαίρετη και ενιαία. Η σιωπή που έπεται της αποχώρησής του από το ραντεβού μας, μετά από 45 λεπτά συζήτησης, έχει βάρος και με γεμίζει σκέψεις και αναθυμιάσεις των όσων μόλις άκουσα από εκείνον.
Δεν πρόκειται να εξηγήσω εδώ πέρα τι εννοώ αποκαλώντας τον Πέρη Μιχαηλίδη ερωτικό, και μάλιστα, έναν από τους τελευταίους ερωτικούς ηθοποιούς: εκατό άλλα επίθετα θα ταίριαζαν άριστα και, μάλιστα, δεν θα χρειάζονταν εξηγήσεις, να, όπως ”ιδιοσυγκρασιακός”, ”εκφραστικός”, ”ευαίσθητος”, ”ευφυής”, ”παθιασμένος”. Όμως, το ερωτικός τα χωρά και, ταυτόχρονα, τα υπερσκελίζει όλα εκείνα. Και κάποτε, μετά από πολλά πολλά χρόνια, θα είναι ζητούμενο που φοβάμαι ότι δύσκολα θα κατακτιέται από τους καλλιτέχνες του ορθολογικοποιημένου, τεχνικού και προγραμματισμένου μέλλοντός μας. Πόσες υπερβάσεις να καταφέρει, πια, κι αυτό το θέατρο αν οι άνθρωποί του, πρώτα, δεν τις υπερασπίζονται ψυχή τε και σώματι;
Τέλος με τους προλόγους. Συνέντευξη, τώρα. Κι έπειτα, παράσταση. Στο Θέατρο Φούρνος-λίγες απομένουν για τους Dreamers, που διαθέτουν Αίμα και Πνεύμα, εφάμιλλα με αυτά του σκηνοθέτη τους. Τουλάχιστον. (Ε, κι αν δεν είστε του θεάτρου -φευ!- συντονιστείτε στο Mega και απολαύστε τον Πέρη Μιχαηλίδη στον κόντρα ρόλο ενός στιβαρού πλοιοκτήτη στο σήριαλ Ναυάγιο).
– Βρισκόμαστε στον Κεραμεικό, φαντάζομαι ότι έχετε μια ιδιαίτερη σύνδεση με αυτήν την γειτονιά (και ευρύτερα, Βοτανικό, Μεταξουργείο), λόγω Beton 7, λόγω της αγάπης σας για τα μικρά black boxes… Είναι έτσι;
Όποτε έρχομαι σε αυτή τη γειτονιά, χαίρομαι, ιδίως το πρωί. Είναι ζωντανή, είναι ωραίο να την περπατάς, να συναντιέσαι με ανθρώπους που έχουν μια αγωνία για την επιβίωσή τους, για την επόμενη μέρα. Κι αυτό πάντοτε με συγκινεί. Φυσικά, υπάρχει εδώ και η σχολή που διδάσκω, οι ”Μοντέρνοι Καιροί”, όπου έρχομαι σε επαφή με όλα αυτά τα νέα παιδιά που θαυμάζω και επικοινωνώ μαζί τους, τα οποία κάνουν χίλιες δυο δουλειές για να μπορέσουν να σπουδάσουν και να κάνουν πράξη το όνειρό τους. Δεν μπορώ να μην θυμάμαι και το Beton 7 που ξεκίνησε το 2009, έναν πολυχώρο που χωρούσε όλες τις τέχνες και, φυσικά, το θέατρο, εκεί στο υπόγειό του. Το θέατρο είναι καλό να υπάρχει στα υπόγεια. Παίχτηκαν πάρα πολλές παραστάσεις εκεί, έρχονταν ομάδες νέων ηθοποιών και ανέβαιναν έργα από ευρύ φάσμα ρεπερτορίου. Το 2014 υπήρξε μια τάση να κλείσουν τα μικρά θέατρα αυτών των γειτονιών, αυτά τα θέατρα-παραγκούπολη, όπως τα είχα ονομάσει, κι έγινε ένας τεράστιος αγώνας για να παραμείνουν ανοιχτά-κι ο αγώνας πέτυχε. Έτσι, τα μικρά αυτά θέατρα των 50 θέσεων σώθηκαν. Πιστεύω ότι σε αυτά τα μικρά θέατρα χτυπά η καρδιά της πραγματικής τέχνης, ότι αποτελούν φυτώριο για νέα παιδιά, τόπος γόνιμος για τους πειραματισμούς, τις σκέψεις τους τις καλλιτεχνικές, χωρίς την έννοια της προσέλευσης και του ταμείου. Αυτά τα θέατρα είναι μες στην καρδιά μου, ούτως ή άλλως.
– Το 2023, σχεδόν δέκα χρόνια μετά τον αγώνα αυτόν που λέτε, επιστρέψατε σε ένα υπέροχο, μικρό θέατρο, με την δική του ιστορία: το αγαπημένο θέατρο Φούρνος στην Μαυρομιχάλη.
Πράγματι. Κι από εκεί είχα ξεκινήσει παραστάσεις με το ”Θέατρο Μηχανή” την Αστική μη Κερδοσκοπική που είχα, πριν από πολλά χρόνια, περίπου τριάντα. Γι’ αυτό μου άρεσεΤώρα, παρουσιάζουμε τους Dreamers, μια παράσταση σινεφίλ, όπως μου αρέσει να λέω. Το χειμώνα που μας πέρασε βρέθηκα έξω από το Εθνικό θέατρο κτήριο του Τσίλλερ, κατειλημμένο από τους σπουδαστές των δραματικών σχολών που διαμαρτύρονταν για την εξίσωση των πτυχίων μας με τα πτυχία της Γ’ Λυκείου. Με συγκίνησε αυτό το πράγμα: οι μουσικές τους, τα ποιήματα που διάβαζαν, η προσπάθειά τους αυτή, το πάθος τους. Έτσι, οραματίστηκα να φέρω, μαζί με νέα παιδιά, νέους ηθοποιούς, στη σκηνή ενός θεάτρου την ελπίδα μιας ολόκληρης γενιάς που εκφράστηκε με τον Μάη του ’68. Σε αυτήν την παράσταση, αποτυπώνεται έντονα η αγάπη μου για το σινεμά του Μπερτολούτσι. Η παράσταση είναι επηρεασμένη από την ομώνυμη ταινία, αλλά ακουμπάει, θα έλεγα, περισσότερο στο κείμενο του Gilbert Adair. Η κοινωνική ανισότητα και η αγωνία των νέων δεν παύει να είναι θέμα διαχρονικό, αλλά δυστυχώς, είναι έντονα επίκαιρο σήμερα.
– Έχει καταρρεύσει σήμερα η επαναστατικότητα, λέτε; Μου φαίνεται πως έχουν τελειώσει προ πολλού οι επαναστάσεις δρόμου και πως, ο αγώνας, έχει μεταφερθεί σε μικρότερες κλίμακες, χωρά σε μικρότερα κύτταρα. Επαναστάσεις δωματίου, θα μπορούσαμε να πούμε.
Ως παιδί της Μεταπολίτευσης, που έζησε τα νιάτα του την δεκαετία του 70, άρα η επανάσταση ήταν…το κυρίως θέμα των πάντων! Συζητούσαμε, διαδηλώναμε, συναντιόμασταν, ζούσαμε έτσι, με αυτόν τον τρόπο. Οι έρωτες, ακόμα, μέσα σε αυτό το περιβάλλον γεννιούνταν. Θα συμφωνήσω με αυτό που λέτε ότι η επανάσταση έχει περάσει σε άλλα επίπεδα και έχει να κάνει με πιο προσωπικές αναζητήσεις. Γίνεται, ας πούμε, τώρα μια τεράστια συζήτηση σε σχέση με την οικογένεια, με το τι είναι οικογένεια και ποιος, αν, με τι όρους δικαιούται να κάνει, να έχει οικογένεια. Αν και παλιότερα δεν το πίστευα τόσο, αρχίζω τελευταία να ασπάζομαι πολύ την άποψη ότι η οικογένεια είναι ένας πολύ σοβαρός χώρος ανάπτυξης του ανθρώπου, ότι εκεί μέσα διαμορφώνονται οι προσωπικότητες. Πιθανόν, οι όποιες επαναστάσεις (εντός ή εκτός εισαγωγικών, να συντελούνται μες στην οικογένεια, πλέον). Βέβαια, δεν παραγνωρίζω ότι τα τεράστια κοινωνικά ζητήματα, όπως αυτά της ανέχειας, της ακρίβειας, των αδυσώπητων πολιτικών που ακολουθούνται τα τελευταία χρόνια με στόχο την φτωχοποίηση του πληθυσμού, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται μαζικά και συλλογικά.
– Και βέβαια, μιας που είστε στο πλευρό νέων ηθοποιών, αφουγκράζεστε και τις ιδιαίτερες δυσκολίες του επαγγέλματός σας, στις συνθήκες τις σημερινές, κατά τις οποίες αυτό ασκείται. Η ζωή του ηθοποιού, από όσο λίγο την έχω κατανοήσει, μου φαίνεται πολύ ζόρικη, μου φαίνεται αγωνιώδης και, παράλληλα, θαυμαστή.
Πάντα ήταν δύσκολο να είσαι ηθοποιός, στους καιρούς μας, για τα νέα παιδιά, ναι, ίσως είναι ακόμα δυσκολότερο. Πέραν του κοινωνικού πλαισίου, χρειάζεται να πούμε ότι, από ένα σημείο, έχει να κάνει με τις προσωπικές αποφάσεις και στάσεις ζωής του καθενός: τι συμβιβασμούς είναι πρόθυμος να κάνει, πώς να διαχειριστεί την φιλοδοξία του. Αλλιώς είναι ένα παιδί με το που μπαίνει στη σχολή, αλλιώς όταν τελειώνει, αλλιώς όταν ξεκινά να δουλεύει, όταν, εδνεχομένως, αρχίσει να λαμβάνει αναγνώριση. Τα παρακολουθώ αυτά τα στάδια στους νέους ηθοποιούς, όπως τα παρατηρούσα και στον ίδιο μου τον εαυτό. Δική μου επιθυμία ήταν το να παραμείνω στο δόγμα «της παράτασης εφηβείας» ή «της παράτασης της μετεφηβείας». Εκεί, δηλαδή, όπου ο Αλμπέρ Καμύ, ο Χέρμαν Έσε, ο Ντοστογιέφσκι κυριαρχούν στην ζωή και την καθημερινότητα και η ζωή κυλά μέσα από στίχους και κείμενά τους. Αυτών και άλλων.
– Τι ονειρεύεστε, λοιπόν, ως ονειροπόλος, παρατεταμένος (μετ)έφηβος;
Υπάρχει μια σκάλα στο τέλος της οδού Άγρας (όπου έχω μείνει για 7 χρόνια) στο Παγκράτι,η οποία οδηγεί στο Παναθηναϊκό Στάδιο-παλιότερα, στις ομώνυμες εκδόσεις. Αυτή τη σκάλα την έχω ονομάσει σκάλα του Εξορκιστή, είναι φοβερή. Όμως, το όνειρό μου είναι να οδηγεί αυτή η σκάλα σε μια θάλασσα, σε μια παραλία. Θα ήθελα αυτό να συμβεί. Έχω κι ένα όνειρο που επανέρχεται έμμονα: βρίσκομαι σε ένα σπίτι, άσπρο, με τζάμια γύρω γύρω, φωτεινό, με ένα μοναστηριακό τραπέζι και ελάχιστα πράγματα, που, στο πίσω μέρος του να έχει μια σκάλα, ίδια με αυτή της Άγρας, και να οδηγεί στην θάλασσα.
– Ποια στοιχεία του χαρακτήρα ή της ιδιοσυγκρασίας σας βρίσκετε σημαντικότερα για το τελικό σας αποτέλεσμα, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, ως ανθρώπου;
Θα ήθελα να πιστεύω: ευγένεια, μετεφηβεία.
– Μόνο αυτά; Ανέμενα να ακούσω και κάτι, οτιδήποτε σε σχέση με τον έρωτα. Έχω την αίσθηση ότι σας χαρακτηρίζει ένας ερωτισμός, έχει γραφτεί κιόλας αυτό το σχόλιο για εσάς.
Με έχουν αναφέρει έτσι οι κριτικές, ενίοτε, ναι, ως ερωτικό. Ο ερωτισμός σήμερα, και πάντοτε, είναι ένα θέμα. Ο ερωτισμός έχει τις εποχές του. Και η ερωτικότητα ενός αθρώπου δεν είναι σταθερή, έχει τις εκφάνσεις της, οι οποίες δημιουργούν σε κάθε προσωπικότητα έναν πολυχασμό. Μπορείς, ανά περιπτώσεις, ας πούμε, να είσαι χειμωνιάτικος, με μια καμπαρντίνα, κασκόλ, ένα σβησμένο γκουλουάζ άφιλτρο σβησμένο και να προχωράς μόνος στο Παρίσι και να αναζητάς να μπεις κάπου να πιειες κάτι. Ή μπορείς να είσαι ανοιξιάτικος, να είσαι στην Θεσσαλονίκη. Προσοχή, δεν αναφέρομαι στα περί ερωτικής πόλης,γιατί κι αυτό πια έχει φθαρεί και παραφθαρεί ως περιγραφή, είναι συνώνυμο του κιτς. Αλλά δεν μπορώ να μην συνδέω τον ανοιξιάτικο ερωτισμό με την Θεσσλονίκη την παλιά, όπως την θυμάμαι εγώ, που έβαζες Χατζιδάκι και άκουγες ολόκληρη την πόλη. Ναι, την άκουγες.
– Το θέατρο έχει ερωτισμό;
Έχει. Αλλά έχει και πολύ παρασκήνιο, πολύ σκάψιμο, πολύ γκασμά. Είσαι εργάτης. Δεν είσαι η Ισιδώρα Ντάνκαν με το βλέμμα απλανές. Το θέατρο είναι σκληρή δουλειά, καταλήγω σε αυτό, ως σκηνοθέτης, ως ηθοποιός, ως βοηθός σκηνογράφου, ενδυματολόγου, δασκάλου. Όμως, το θέατρο έχει τρομακτικά, συγκλονιστικά έργα ρομαντικά, περί έρωτα, αγάπης. Άρα, αναπόφευκτα συνδέουμε τον ερωτισμό με το θέατρο, πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς;
– Ποιες συνεργασίες, ποιες συναντήσεις, ποιοι άνθρωποι έπαιξαν μεγάλη σημασία στην ζωή και στην επαγγελματική σας πορεία;
Έχω ξαναπεί κάποιες φορές ότι, ως σημαντικότερη στιγμή της καριέρας μου, θεωρώ την παράσταση-θρύλο του Κρατικού θεάτρου Βορείου Ελλάδος “Χάρολντ και Μώντ” δίπλα στην μεγάλη ηθοποιό Δέσπω Διαμαντίδου σε σκηνοθεσία Ανδρέα Βουτσινά, το 1984. Αυτή η στιγή θεωρώ ότι καθόρισε γενικότερα την πορεία μου. Κρατήσαμε φιλία με την Δέσπω Διαμαντίδου και αυτό με επηρέασε: το βλέμμα της στα πράγματα, στην ζωή, στο θέατρο, οι απόψεις της. Υπήρξε ένα απάγκιο αυτή η γυναίκα για όλη μου την πορεία συνολικά, κατά καιρούς επανέρχομαι και σε κουβέντες που έχουμε κάνει… Με διαμόρφωσαν επίσης τα διαβάσματα και τα ακούσματά μου. Η νούμερο ένα αναφορά μου είναι ο Αλμπέρ Καμύ. Μόλις τελείωσα το λύκειο, ξεκίνησα να διαβάζω τον Ξένο. Κατέβαινα στον Πειραιά για να πάω στα νησιά, φθάνω στο λιμάνι του Πειραιά, ώρα 6 το πρωί, διαβάζοντας και έχασα το καράβι. Έμεινα στο λιμάνι, απορροφημένος από τον Καμύ. Διακοπές πήγα την άλλη μέρα. Επίσης, επιρροές μου σημαντικές ο Ντοστογιέφσκι, ο Καζαντζάκης, ο Σοστακόβιτς και τα τρία Σίγμα μου, ο Σούμπερτ, ο Σοπέν, ο Σούμαν. Φοιτούσα στο Γαλλικό Ινστιτούτο, στην Θεσσαλονίκη, και εκεί είχε μια τεράστια δισκοθήκη, Δανειζόμασταν δίσκους τότε και όλους αυτούς τους κλασικούς συνθέτες που σας ανέφερα τους έμαθα χάρη σε αυτή τη δισκοθήκη. Όλη μου η εφηβεία και η μετεφηβεία είχε χαρακτηριστεί από τις μουσικές τους.
– Εκείνα τα χρόνια, λοιπόν, όταν κανείς σας ρωτούσε ”τι θα κάνεις άμα μεγαλώσεις”, εσείς απαντούσατε ηθοποιός;
Δεν ήμουν άριστος μαθητής, ούτε το παιδί που απαγγέλλει τα ποιήματα στις σχολικές γιορτές, κανείς δεν υποψιαζόταν ότι θα μπορούσα να γίνω ηθοποιός, ούτε ενθαρρύνθηκα για κάτι τέτοιο. Απλώς, μόλις τελείωσα το σχολείο, άκουσα τη συμβουλή της αδελφής μου να ασχοληθώ με το θέατρο. Μου είπε ότι «μόνο εκεί μπορώ να βρω κάτι ενδιαφέρον για μένα». Έδωσα εξετάσεις στο Κρατικό Ωδείο της Θεσσαλονίκης με την “Έρημη χώρα” του Έλλιοτ και τη “Νύχτα” του Καβάφη, με πήραν, κόλλησα κι από τότε άρχισε η διαδρομή μου στο θέατρο όπου και συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Βεβαίως, στο ενδιάμεσο, φοίτησα και στην Ακαδημία δραματικής τέχνης της Ρώμης, όπου παρακολούθησα σεμινάρια με την ομάδα Γκροτόφσκι. Στο θέατρο με κράτησε η απόδραση που σου προσφέρει από την πραγματικότητα, η καταφυγή στα όνειρα.
– Μα, δεν σας ενδιαφέρει η πραγματικότητα;
Όχι ιδιαίτερα, προσπαθώ να μην την βλέπω κάποιες φορές, παρά τον πολιτικό τρόπο ματιάς μου πάνω σε κάποια πράγματα. Πραγματικότητα εννοώ τις πρακτικές πτυχές της ζωής: βιβλιάρια, δημόσιες υπηρεσίες, υποχρεώσεις με έγγραφα και τα συναφή. Παλιότερα, τα άφηνα, δεν έκανα τίποτα από όλα αυτά, με κατέτρεχαν διάφορες προθεσμίες…Πλέον, έχω προσπαθήσει, και πράγματι το κάνω, να τα διευθετώ αμέσως, να μου γλιτώνω χρόνο και άγχος. Η άμεση διευθέτηση σου δίνει το δικαίωμα να μην πετιέσαι μες στον ύπνο σου τα ξημερώματα κάθιδρος.
– Να μια αλλαγή σας μες στα χρόνια. Τι άλλο έχετε αλλάξει; Αλλάζει ο άνθρωπος;
Θεωρώ πως όχι. Έχω αποφασίσει με ποιον τρόπο θα ήθελα να ζω από αρκετά νωρίς. Και έχω μείνει εκεί, στα 30-35, ζώντας με αυτόν τον τρόπο που ζούσα τότε δηλαδή, αυτό εννοώ. Όλο αυτό που σας λέω παραπέμπει σε ένα σύστημα που ξεσήκωσα από έναν φοβερό προπονητή του ΠΑΟΚ, πριν πολλά πολλά χρόνια. Το περίφημο μπλοκάρισμα του παιχνιδιού στο κέντρο του γηπέδου. Το μετέφρασα πρακτικά στην ζωή ενός ανθρώπου, το πώς δηλαδή μπορείς να μπλοκάρεις το κέντρο, για να ελέγξεις όλο το παιχνίδι στις άκρες, στο υπόλοιπο γήπεδο. Βάλτε ό, τι θέλετε ως αντικείμενο του μπλοκαρίσματος, συμπληρώστε ελεύθερα τη λίστα: μπλοκάρετε την μιζέρια; το γήρας της σκέψης; την γκρίνια; τον φόβο; Ό, τι αντέχει ή επιθυμεί ο καθένας.
– Και πώς είναι μια ωραία ζωή για εσάς με το κέντρο μπλοκαρισμένο και το υπόλοιπο γήπεδο ελεύθερο και ανοιχτό;
Αγαπώ την απλότητα, την λιτότητα. Είναι σημαντικό να επιλέγουμε να βρισκόμαστε με ανθρώπους και σε μέρη, όπου επικρατεί ευγένεια. Και να μπορούμε, να είμαστε σε θέση να την ανταποδίδουμε επίσης. Θεωρώ βασικό θέμα στην ζωή μας την ευγένεια. Μου αρέσουν και οι ωραίοι, αργοί ρυθμοί, κάποιες φορές. Δεν μπορούμε να γίνουμε αμέσως κολλητοί, σα να γνωριζόμαστε χρόνια. Μου είναι βαρετό αυτό. Ας απολαύσουμε το μη άμεσο της επαφής ‘η της επικοινωνίας μας. Ας κάνουμε εκείνη την όγδοη συνάντηση, τέλος πάντων, όπως θα έλεγε και ο ποιητής Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου! (γέλια)
– Τότε, θα ήθελα να μου πείτε για την όγδοη ή νιοστή σας συνάντηση με την Ρούλα Πατεράκη.
Τη γνωρίζω άπειρα χρόνια. Είναι ένας αγαπημένος μου άνθρωπος γιατί είναι σκαπανέας. Έκανε θέατρο μόνη της, δημιουργώντας σχολή, παρουσίασε την Πέτρα Φον Καντ, ένα έργο σοκ για την εποχή, το 1987. Έχουμε συνυπάρξει αρκετές φορές και μου άρεσε η συνεργασία μας και στην παράσταση που λέτε πως σας άρεσε, στον Δρόμο που περνάει από Μέσα. Η Ρούλα είναι ένας άνθρωπος που κατά καιρούς αναζητώ και απολαμβάνω τις συζητήσεις μαζί της. Μπορείς να μιλάς για την κοσμογονία του θεάτρου μαζί της με τις ώρες…Έχει μια φιλοσοφία ζωής εξαιρετικά ενδιαφέρουσα.
– Κύριε Μιχαηλίδη, ως ηθοποιός, ως καλλιτέχνης, αισθάνομαι πως νιώθετε επιτυχημένος. Και είστε. Ως άνθρωπος, ως άνδρας; Είστε ικανοποιημένος, εννοώ, από τον εαυτό σας;
Δεν μπαίνω ποτέ στην διαδικασία να σκεφτώ εάν είμαι ικανοποιημένος. «Καλοκαίρι, και η ζωή περνά», αυτό είναι το δόγμα μου. Μου είναι αδιάφορο το να περνώ σε αξιολογήσεις και να λέω «ο άνρδας του 2020», «ο άνδρας του 2005», «ο άνδρας του 2045», τι έκανε, πού ήταν, με ποιους…Όπως, ας πούμε, δεν έχω έργα στο συρτάρι προς ανέβασμα. Έτσι είναι η ζωή μου, πιστεύω πως ό, τι είναι να συμβεί, έρχεται και σε βρίσκει.
– Μήπως ακουμπάτε τα ψυχικά σας αποθέματα περισσότερο στην τέχνη σας, παρά στην ζωή σας; Τον ρομαντισμό, τα πάθη σας, εννοώ…
Για μένα είναι όλα ένα: το θέατρο, η προσωπική ζωή, το ότι βρισκόμαστε εδώ τώρα, ένα, ένα πράγμα. Ποτέ δεν κατάλαβα τι θα πει αυτό το ”ας μιλήσουμε τώρα για τα ερωτικά” και ”τώρα για τα καλλιτεχνικά”. Μου αρέσει η ροή στην ζωή. Το βράδυ, που συναντιέμαι με ωραίους ανθρώπους, κουβεντιάζουμε, ίσως πίνουμε ένα ποτήρι κρασί (κόκκινο, Syrah, κατά προτίμηση) μ’ αρέσει πολύ. Μ’ αρέσει να βλέπω ταινίες του Wenders, να δω πάλι, ξανά, μια ταινία του που αγαπώ και να μου αρέσει το ίδιο ή πιο πολύ. Δεν έχω στάνταρ προορισμούς καλοκαιρινούς, επίσης, δεν αντέχω να προγραμματίζω από τον Φεβρουάριο το πού θα ξεκουραστώ είκοσι μέρες τον Αύγουστο. Είναι όλα μεταβλητά, δεν μου αρέσει να έχω τίποτα δεδομένο και πολύ κανονισμένο. Υπάρχει όμως κάτι που δεν μ’αρέσιε να το βλέπω να αλλάζει: ο τόπος, τα μέρη. Όλα αλλάζουν όψη, πια, τόσο συχνά, από τη μια μέρα στην άλλη.
– Ποιοι τόποι σάς έχουν καθορίσει ως άνθρωπο;
Σαφές το τρίπτυχό μου: Αλεξάνδρεια, όπου γεννήθηκα, Θεσσαλονίκη, όπου σπούδασα, Παγκράτι, όπου ζω τα τελευταία πολλά χρόνια, πάνω από 30, και δεν το αλλάζω. Στην Αλεξάνδρεια, ξέρετε, η παραλία είναι 60 χιλιόμετρα. Στην Θεσσαλονίκη, μου φάνηκε πολύ μικρή, αλλά ευτυχώς το στοιχείο της θάλασσας δεν έλειπε, κι ας είχαμε να κάνουμε με 15 χιλιόμετρα. Όσο για το Παγκράτι, για μένα, είναι το κέντρο του κόσμου. Νομίζω ότι το Παγκράτι πάντοτε χάνεται, ξαναβρίσκεται, ξαναχάνεται, αλλά πάντοτε παραμένει γειτονιά.
– Πείτε κάτι, αυτό το χειμωνιάτικο μεσημέρι, στον μικρό Πέρη. Τον εφτάχρονο, κάποτε, οχτάχρονο. Φανταστείτε τον να περνά μπροστά μας…
Θα του πω να μείνει στην Αλεξάνδρεια, να μην την αφήσει. (γέλια) Ξέρετε, διατηρώ ισχυρούς δεσμούς με το παρελθόν, και ειδικά την Αλεξάνδρεια την κρατώ μέσα μου σε μια ειδική θέση. Οι αναφορές μου γι’ αυτήν την πόλη είναι ισχυρές πάντοτε και συντηρούνται και μέσα από το διαδίκτυο, με τις παλιές φωτογραφίες, τα ντοκουμέντα. Πάντως, ο μικρός Πέρης ήταν ευτυχής. Μεγάλωσε σε μια ωραία οικογένεια, είχε ξεγνοιασιά. Και νομίζω δεν πρέπει να έχει παράπονο από μένα ο μικρός. Γιατί ακολούθησα έναν πολύ προσωπικό δρόμο, ο οποίος δεν έχει να κάνει ούτε με τα σχολεία, τις σχολές ή τις καριέρες. Υπήρξε μια παράκαμψη, μια déviation, την οποία πάντοτε ακολουθούσα, και συνεχίζω. Άσχετο αν, ανά καιρούς και σημεία, έμπαινα ξανά στην κεντρική λεωφόρο. Ύστερα, αργά ή γρήγορα, θα ξαναξέφευγα. Οι παρακαμπτήριες οδοί είχαν και έχουν για μένα το ενδιαφέρον.
➳ Info για την παράσταση «The Dreamers»
Μετάφραση – διασκευή: Γιώργος -Ίκαρος Μπαμπασάκης
Σκηνοθεσία: Πέρης Μιχαηλίδης
Κοστούμια: Δέσποινα Χειμώνα
Μουσική σύνθεση: Δημήτρης Δημάκης
Φωτογράφιση – βίντεο: Χλόη Ακριθάκη
Χορογραφία: Μαρία Μάργαρη
Βοηθός σκηνοθέτη: Ειρήνη Παραπαρέκη
Επικοινωνία: Νατάσα Παππά
Ερμηνεύουν οι ηθοποιοί: Μπάμπης Αθανασόπουλος, Βιβή Λέκκα, Δημήτρης Δημάκης
Στο βίντεο παίζει ο Γιώργος – Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πού: Θέατρο Φούρνος, Μαυρομιχάλη 168, Αθήνα, τηλ. 210 6460748
Πότε: από 18 Δεκεμβρίου 2023 και κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.00
Τιμές εισιτηρίων: 12 ευρώ (κανονικό), 10 ευρώ (φοιτητικό, ανέργων, θεατών άνω των 65 ετών), 8 ευρώ (ατέλειες)
Διάρκεια παράστασης: 50 λεπτά
Ηλεκτρονική προπώληση εισιτηρίων εδώ
Α, ο Πέρης Μιχαηλίδης: από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, στην Θεσσαλονίκη κι έπειτα στο Παγκράτι και στον κόσμο. Δεν μπορώ να ξεχάσω την περπατησιά του στη σκηνή του θεάτρου Μικρό Χορν πριν από μερικά χρόνια, όταν, μαζί με την Ρούλα Πατεράκη έδιναν ιερή σάρκα και θεία οστά στους ήρωες του έργου του Καμπανέλλη «Ο Δρόμος Περνά Από Μέσα», σε σκηνοθεσία Χρήστου Σουγάρη. Τώρα, τον βλέπω να περπατά στον Κεραμεικό, μαζί με την φωτογράφο μας, την Άσπα Κουλύρα, να σταματά σε ένα συνεργείο, να φωτογραφίζεται σα να βρίσκεται στο φυσικό του περιβάλλον. Μετά τα κλικ, η κουβέντα μας. Μα τι κουβέντα με αυτόν τον άνθρωπο να στριμωχτεί στο πλαίσιο μιας συνέντευξης; Αναγκαστικά, ερωτήσεις εν είδει σημείων αναφοράς: το θέατρο, οι σταθμοί της ζωής του, όσα τον κάνουν να ραγίζει, τα μελλοντικά σχέδια ή όνειρά του. Κάπως έτσι. Από τον Δεκέμβριο, ο Πέρης Μιχαηλίδης, έχοντας συμπράξει με τον Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη (ο οποίος μετέφρασε) παρουσιάζει στο Θέατρο Φούρνος την παράσταση του έργου «The Dreamers» (Οι Ονειροπόλοι) του Gilbert Adair. Πρόκειται για ένα έργο περί πολιτικής, ερωτισμού, πάθους για τον κινηματογράφο, με ανατρεπτικό χιούμορ, τοποθετημένο στην έκρηξη του γαλλικού Μάη του ’68. Ο Πέρης Μιχαηλίδης σκηνοθετεί τρεις νέους, ταλαντούχους ηθοποιούς-αυτό, η επαφή με τα νέα παιδιά, το νέο αίμα, είναι η καλύτερή του. Με γοητεύει απίστευτα ο τρόπος ομιλίας του, το βλέμμα του, το οξύ του χιούμορ, όσα μου εκμυστηρεύεται, κυρίως ότι γι’ αυτόν η ζωή που ζει και η ζωή που παίζει/σκηνοθετεί είναι μία, αδιαίρετη και ενιαία. Η σιωπή που έπεται της αποχώρησής του από το ραντεβού μας, μετά από 45 λεπτά συζήτησης, έχει βάρος και με γεμίζει σκέψεις και αναθυμιάσεις των όσων μόλις άκουσα από εκείνον.
Δεν πρόκειται να εξηγήσω εδώ πέρα τι εννοώ αποκαλώντας τον Πέρη Μιχαηλίδη ερωτικό, και μάλιστα, έναν από τους τελευταίους ερωτικούς ηθοποιούς: εκατό άλλα επίθετα θα ταίριαζαν άριστα και, μάλιστα, δεν θα χρειάζονταν εξηγήσεις, να, όπως ”ιδιοσυγκρασιακός”, ”εκφραστικός”, ”ευαίσθητος”, ”ευφυής”, ”παθιασμένος”. Όμως, το ερωτικός τα χωρά και, ταυτόχρονα, τα υπερσκελίζει όλα εκείνα. Και κάποτε, μετά από πολλά πολλά χρόνια, θα είναι ζητούμενο που φοβάμαι ότι δύσκολα θα κατακτιέται από τους καλλιτέχνες του ορθολογικοποιημένου, τεχνικού και προγραμματισμένου μέλλοντός μας. Πόσες υπερβάσεις να καταφέρει, πια, κι αυτό το θέατρο αν οι άνθρωποί του, πρώτα, δεν τις υπερασπίζονται ψυχή τε και σώματι;
Τέλος με τους προλόγους. Συνέντευξη, τώρα. Κι έπειτα, παράσταση. Στο Θέατρο Φούρνος-λίγες απομένουν για τους Dreamers, που διαθέτουν Αίμα και Πνεύμα, εφάμιλλα με αυτά του σκηνοθέτη τους. Τουλάχιστον. (Ε, κι αν δεν είστε του θεάτρου -φευ!- συντονιστείτε στο Mega και απολαύστε τον Πέρη Μιχαηλίδη στον κόντρα ρόλο ενός στιβαρού πλοιοκτήτη στο σήριαλ Ναυάγιο).
– Βρισκόμαστε στον Κεραμεικό, φαντάζομαι ότι έχετε μια ιδιαίτερη σύνδεση με αυτήν την γειτονιά (και ευρύτερα, Βοτανικό, Μεταξουργείο), λόγω Beton 7, λόγω της αγάπης σας για τα μικρά black boxes… Είναι έτσι;
Όποτε έρχομαι σε αυτή τη γειτονιά, χαίρομαι, ιδίως το πρωί. Είναι ζωντανή, είναι ωραίο να την περπατάς, να συναντιέσαι με ανθρώπους που έχουν μια αγωνία για την επιβίωσή τους, για την επόμενη μέρα. Κι αυτό πάντοτε με συγκινεί. Φυσικά, υπάρχει εδώ και η σχολή που διδάσκω, οι ”Μοντέρνοι Καιροί”, όπου έρχομαι σε επαφή με όλα αυτά τα νέα παιδιά που θαυμάζω και επικοινωνώ μαζί τους, τα οποία κάνουν χίλιες δυο δουλειές για να μπορέσουν να σπουδάσουν και να κάνουν πράξη το όνειρό τους. Δεν μπορώ να μην θυμάμαι και το Beton 7 που ξεκίνησε το 2009, έναν πολυχώρο που χωρούσε όλες τις τέχνες και, φυσικά, το θέατρο, εκεί στο υπόγειό του. Το θέατρο είναι καλό να υπάρχει στα υπόγεια. Παίχτηκαν πάρα πολλές παραστάσεις εκεί, έρχονταν ομάδες νέων ηθοποιών και ανέβαιναν έργα από ευρύ φάσμα ρεπερτορίου. Το 2014 υπήρξε μια τάση να κλείσουν τα μικρά θέατρα αυτών των γειτονιών, αυτά τα θέατρα-παραγκούπολη, όπως τα είχα ονομάσει, κι έγινε ένας τεράστιος αγώνας για να παραμείνουν ανοιχτά-κι ο αγώνας πέτυχε. Έτσι, τα μικρά αυτά θέατρα των 50 θέσεων σώθηκαν. Πιστεύω ότι σε αυτά τα μικρά θέατρα χτυπά η καρδιά της πραγματικής τέχνης, ότι αποτελούν φυτώριο για νέα παιδιά, τόπος γόνιμος για τους πειραματισμούς, τις σκέψεις τους τις καλλιτεχνικές, χωρίς την έννοια της προσέλευσης και του ταμείου. Αυτά τα θέατρα είναι μες στην καρδιά μου, ούτως ή άλλως.
– Το 2023, σχεδόν δέκα χρόνια μετά τον αγώνα αυτόν που λέτε, επιστρέψατε σε ένα υπέροχο, μικρό θέατρο, με την δική του ιστορία: το αγαπημένο θέατρο Φούρνος στην Μαυρομιχάλη.
Πράγματι. Κι από εκεί είχα ξεκινήσει παραστάσεις με το ”Θέατρο Μηχανή” την Αστική μη Κερδοσκοπική που είχα, πριν από πολλά χρόνια, περίπου τριάντα. Γι’ αυτό μου άρεσεΤώρα, παρουσιάζουμε τους Dreamers, μια παράσταση σινεφίλ, όπως μου αρέσει να λέω. Το χειμώνα που μας πέρασε βρέθηκα έξω από το Εθνικό θέατρο κτήριο του Τσίλλερ, κατειλημμένο από τους σπουδαστές των δραματικών σχολών που διαμαρτύρονταν για την εξίσωση των πτυχίων μας με τα πτυχία της Γ’ Λυκείου. Με συγκίνησε αυτό το πράγμα: οι μουσικές τους, τα ποιήματα που διάβαζαν, η προσπάθειά τους αυτή, το πάθος τους. Έτσι, οραματίστηκα να φέρω, μαζί με νέα παιδιά, νέους ηθοποιούς, στη σκηνή ενός θεάτρου την ελπίδα μιας ολόκληρης γενιάς που εκφράστηκε με τον Μάη του ’68. Σε αυτήν την παράσταση, αποτυπώνεται έντονα η αγάπη μου για το σινεμά του Μπερτολούτσι. Η παράσταση είναι επηρεασμένη από την ομώνυμη ταινία, αλλά ακουμπάει, θα έλεγα, περισσότερο στο κείμενο του Gilbert Adair. Η κοινωνική ανισότητα και η αγωνία των νέων δεν παύει να είναι θέμα διαχρονικό, αλλά δυστυχώς, είναι έντονα επίκαιρο σήμερα.
– Έχει καταρρεύσει σήμερα η επαναστατικότητα, λέτε; Μου φαίνεται πως έχουν τελειώσει προ πολλού οι επαναστάσεις δρόμου και πως, ο αγώνας, έχει μεταφερθεί σε μικρότερες κλίμακες, χωρά σε μικρότερα κύτταρα. Επαναστάσεις δωματίου, θα μπορούσαμε να πούμε.
Ως παιδί της Μεταπολίτευσης, που έζησε τα νιάτα του την δεκαετία του 70, άρα η επανάσταση ήταν…το κυρίως θέμα των πάντων! Συζητούσαμε, διαδηλώναμε, συναντιόμασταν, ζούσαμε έτσι, με αυτόν τον τρόπο. Οι έρωτες, ακόμα, μέσα σε αυτό το περιβάλλον γεννιούνταν. Θα συμφωνήσω με αυτό που λέτε ότι η επανάσταση έχει περάσει σε άλλα επίπεδα και έχει να κάνει με πιο προσωπικές αναζητήσεις. Γίνεται, ας πούμε, τώρα μια τεράστια συζήτηση σε σχέση με την οικογένεια, με το τι είναι οικογένεια και ποιος, αν, με τι όρους δικαιούται να κάνει, να έχει οικογένεια. Αν και παλιότερα δεν το πίστευα τόσο, αρχίζω τελευταία να ασπάζομαι πολύ την άποψη ότι η οικογένεια είναι ένας πολύ σοβαρός χώρος ανάπτυξης του ανθρώπου, ότι εκεί μέσα διαμορφώνονται οι προσωπικότητες. Πιθανόν, οι όποιες επαναστάσεις (εντός ή εκτός εισαγωγικών, να συντελούνται μες στην οικογένεια, πλέον). Βέβαια, δεν παραγνωρίζω ότι τα τεράστια κοινωνικά ζητήματα, όπως αυτά της ανέχειας, της ακρίβειας, των αδυσώπητων πολιτικών που ακολουθούνται τα τελευταία χρόνια με στόχο την φτωχοποίηση του πληθυσμού, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται μαζικά και συλλογικά.
– Και βέβαια, μιας που είστε στο πλευρό νέων ηθοποιών, αφουγκράζεστε και τις ιδιαίτερες δυσκολίες του επαγγέλματός σας, στις συνθήκες τις σημερινές, κατά τις οποίες αυτό ασκείται. Η ζωή του ηθοποιού, από όσο λίγο την έχω κατανοήσει, μου φαίνεται πολύ ζόρικη, μου φαίνεται αγωνιώδης και, παράλληλα, θαυμαστή.
Πάντα ήταν δύσκολο να είσαι ηθοποιός, στους καιρούς μας, για τα νέα παιδιά, ναι, ίσως είναι ακόμα δυσκολότερο. Πέραν του κοινωνικού πλαισίου, χρειάζεται να πούμε ότι, από ένα σημείο, έχει να κάνει με τις προσωπικές αποφάσεις και στάσεις ζωής του καθενός: τι συμβιβασμούς είναι πρόθυμος να κάνει, πώς να διαχειριστεί την φιλοδοξία του. Αλλιώς είναι ένα παιδί με το που μπαίνει στη σχολή, αλλιώς όταν τελειώνει, αλλιώς όταν ξεκινά να δουλεύει, όταν, εδνεχομένως, αρχίσει να λαμβάνει αναγνώριση. Τα παρακολουθώ αυτά τα στάδια στους νέους ηθοποιούς, όπως τα παρατηρούσα και στον ίδιο μου τον εαυτό. Δική μου επιθυμία ήταν το να παραμείνω στο δόγμα «της παράτασης εφηβείας» ή «της παράτασης της μετεφηβείας». Εκεί, δηλαδή, όπου ο Αλμπέρ Καμύ, ο Χέρμαν Έσε, ο Ντοστογιέφσκι κυριαρχούν στην ζωή και την καθημερινότητα και η ζωή κυλά μέσα από στίχους και κείμενά τους. Αυτών και άλλων.
– Τι ονειρεύεστε, λοιπόν, ως ονειροπόλος, παρατεταμένος (μετ)έφηβος;
Υπάρχει μια σκάλα στο τέλος της οδού Άγρας (όπου έχω μείνει για 7 χρόνια) στο Παγκράτι,η οποία οδηγεί στο Παναθηναϊκό Στάδιο-παλιότερα, στις ομώνυμες εκδόσεις. Αυτή τη σκάλα την έχω ονομάσει σκάλα του Εξορκιστή, είναι φοβερή. Όμως, το όνειρό μου είναι να οδηγεί αυτή η σκάλα σε μια θάλασσα, σε μια παραλία. Θα ήθελα αυτό να συμβεί. Έχω κι ένα όνειρο που επανέρχεται έμμονα: βρίσκομαι σε ένα σπίτι, άσπρο, με τζάμια γύρω γύρω, φωτεινό, με ένα μοναστηριακό τραπέζι και ελάχιστα πράγματα, που, στο πίσω μέρος του να έχει μια σκάλα, ίδια με αυτή της Άγρας, και να οδηγεί στην θάλασσα.
– Ποια στοιχεία του χαρακτήρα ή της ιδιοσυγκρασίας σας βρίσκετε σημαντικότερα για το τελικό σας αποτέλεσμα, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, ως ανθρώπου;
Θα ήθελα να πιστεύω: ευγένεια, μετεφηβεία.
– Μόνο αυτά; Ανέμενα να ακούσω και κάτι, οτιδήποτε σε σχέση με τον έρωτα. Έχω την αίσθηση ότι σας χαρακτηρίζει ένας ερωτισμός, έχει γραφτεί κιόλας αυτό το σχόλιο για εσάς.
Με έχουν αναφέρει έτσι οι κριτικές, ενίοτε, ναι, ως ερωτικό. Ο ερωτισμός σήμερα, και πάντοτε, είναι ένα θέμα. Ο ερωτισμός έχει τις εποχές του. Και η ερωτικότητα ενός αθρώπου δεν είναι σταθερή, έχει τις εκφάνσεις της, οι οποίες δημιουργούν σε κάθε προσωπικότητα έναν πολυχασμό. Μπορείς, ανά περιπτώσεις, ας πούμε, να είσαι χειμωνιάτικος, με μια καμπαρντίνα, κασκόλ, ένα σβησμένο γκουλουάζ άφιλτρο σβησμένο και να προχωράς μόνος στο Παρίσι και να αναζητάς να μπεις κάπου να πιειες κάτι. Ή μπορείς να είσαι ανοιξιάτικος, να είσαι στην Θεσσαλονίκη. Προσοχή, δεν αναφέρομαι στα περί ερωτικής πόλης,γιατί κι αυτό πια έχει φθαρεί και παραφθαρεί ως περιγραφή, είναι συνώνυμο του κιτς. Αλλά δεν μπορώ να μην συνδέω τον ανοιξιάτικο ερωτισμό με την Θεσσλονίκη την παλιά, όπως την θυμάμαι εγώ, που έβαζες Χατζιδάκι και άκουγες ολόκληρη την πόλη. Ναι, την άκουγες.
– Το θέατρο έχει ερωτισμό;
Έχει. Αλλά έχει και πολύ παρασκήνιο, πολύ σκάψιμο, πολύ γκασμά. Είσαι εργάτης. Δεν είσαι η Ισιδώρα Ντάνκαν με το βλέμμα απλανές. Το θέατρο είναι σκληρή δουλειά, καταλήγω σε αυτό, ως σκηνοθέτης, ως ηθοποιός, ως βοηθός σκηνογράφου, ενδυματολόγου, δασκάλου. Όμως, το θέατρο έχει τρομακτικά, συγκλονιστικά έργα ρομαντικά, περί έρωτα, αγάπης. Άρα, αναπόφευκτα συνδέουμε τον ερωτισμό με το θέατρο, πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς;
– Ποιες συνεργασίες, ποιες συναντήσεις, ποιοι άνθρωποι έπαιξαν μεγάλη σημασία στην ζωή και στην επαγγελματική σας πορεία;
Έχω ξαναπεί κάποιες φορές ότι, ως σημαντικότερη στιγμή της καριέρας μου, θεωρώ την παράσταση-θρύλο του Κρατικού θεάτρου Βορείου Ελλάδος “Χάρολντ και Μώντ” δίπλα στην μεγάλη ηθοποιό Δέσπω Διαμαντίδου σε σκηνοθεσία Ανδρέα Βουτσινά, το 1984. Αυτή η στιγή θεωρώ ότι καθόρισε γενικότερα την πορεία μου. Κρατήσαμε φιλία με την Δέσπω Διαμαντίδου και αυτό με επηρέασε: το βλέμμα της στα πράγματα, στην ζωή, στο θέατρο, οι απόψεις της. Υπήρξε ένα απάγκιο αυτή η γυναίκα για όλη μου την πορεία συνολικά, κατά καιρούς επανέρχομαι και σε κουβέντες που έχουμε κάνει… Με διαμόρφωσαν επίσης τα διαβάσματα και τα ακούσματά μου. Η νούμερο ένα αναφορά μου είναι ο Αλμπέρ Καμύ. Μόλις τελείωσα το λύκειο, ξεκίνησα να διαβάζω τον Ξένο. Κατέβαινα στον Πειραιά για να πάω στα νησιά, φθάνω στο λιμάνι του Πειραιά, ώρα 6 το πρωί, διαβάζοντας και έχασα το καράβι. Έμεινα στο λιμάνι, απορροφημένος από τον Καμύ. Διακοπές πήγα την άλλη μέρα. Επίσης, επιρροές μου σημαντικές ο Ντοστογιέφσκι, ο Καζαντζάκης, ο Σοστακόβιτς και τα τρία Σίγμα μου, ο Σούμπερτ, ο Σοπέν, ο Σούμαν. Φοιτούσα στο Γαλλικό Ινστιτούτο, στην Θεσσαλονίκη, και εκεί είχε μια τεράστια δισκοθήκη, Δανειζόμασταν δίσκους τότε και όλους αυτούς τους κλασικούς συνθέτες που σας ανέφερα τους έμαθα χάρη σε αυτή τη δισκοθήκη. Όλη μου η εφηβεία και η μετεφηβεία είχε χαρακτηριστεί από τις μουσικές τους.
– Εκείνα τα χρόνια, λοιπόν, όταν κανείς σας ρωτούσε ”τι θα κάνεις άμα μεγαλώσεις”, εσείς απαντούσατε ηθοποιός;
Δεν ήμουν άριστος μαθητής, ούτε το παιδί που απαγγέλλει τα ποιήματα στις σχολικές γιορτές, κανείς δεν υποψιαζόταν ότι θα μπορούσα να γίνω ηθοποιός, ούτε ενθαρρύνθηκα για κάτι τέτοιο. Απλώς, μόλις τελείωσα το σχολείο, άκουσα τη συμβουλή της αδελφής μου να ασχοληθώ με το θέατρο. Μου είπε ότι «μόνο εκεί μπορώ να βρω κάτι ενδιαφέρον για μένα». Έδωσα εξετάσεις στο Κρατικό Ωδείο της Θεσσαλονίκης με την “Έρημη χώρα” του Έλλιοτ και τη “Νύχτα” του Καβάφη, με πήραν, κόλλησα κι από τότε άρχισε η διαδρομή μου στο θέατρο όπου και συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Βεβαίως, στο ενδιάμεσο, φοίτησα και στην Ακαδημία δραματικής τέχνης της Ρώμης, όπου παρακολούθησα σεμινάρια με την ομάδα Γκροτόφσκι. Στο θέατρο με κράτησε η απόδραση που σου προσφέρει από την πραγματικότητα, η καταφυγή στα όνειρα.
– Μα, δεν σας ενδιαφέρει η πραγματικότητα;
Όχι ιδιαίτερα, προσπαθώ να μην την βλέπω κάποιες φορές, παρά τον πολιτικό τρόπο ματιάς μου πάνω σε κάποια πράγματα. Πραγματικότητα εννοώ τις πρακτικές πτυχές της ζωής: βιβλιάρια, δημόσιες υπηρεσίες, υποχρεώσεις με έγγραφα και τα συναφή. Παλιότερα, τα άφηνα, δεν έκανα τίποτα από όλα αυτά, με κατέτρεχαν διάφορες προθεσμίες…Πλέον, έχω προσπαθήσει, και πράγματι το κάνω, να τα διευθετώ αμέσως, να μου γλιτώνω χρόνο και άγχος. Η άμεση διευθέτηση σου δίνει το δικαίωμα να μην πετιέσαι μες στον ύπνο σου τα ξημερώματα κάθιδρος.
– Να μια αλλαγή σας μες στα χρόνια. Τι άλλο έχετε αλλάξει; Αλλάζει ο άνθρωπος;
Θεωρώ πως όχι. Έχω αποφασίσει με ποιον τρόπο θα ήθελα να ζω από αρκετά νωρίς. Και έχω μείνει εκεί, στα 30-35, ζώντας με αυτόν τον τρόπο που ζούσα τότε δηλαδή, αυτό εννοώ. Όλο αυτό που σας λέω παραπέμπει σε ένα σύστημα που ξεσήκωσα από έναν φοβερό προπονητή του ΠΑΟΚ, πριν πολλά πολλά χρόνια. Το περίφημο μπλοκάρισμα του παιχνιδιού στο κέντρο του γηπέδου. Το μετέφρασα πρακτικά στην ζωή ενός ανθρώπου, το πώς δηλαδή μπορείς να μπλοκάρεις το κέντρο, για να ελέγξεις όλο το παιχνίδι στις άκρες, στο υπόλοιπο γήπεδο. Βάλτε ό, τι θέλετε ως αντικείμενο του μπλοκαρίσματος, συμπληρώστε ελεύθερα τη λίστα: μπλοκάρετε την μιζέρια; το γήρας της σκέψης; την γκρίνια; τον φόβο; Ό, τι αντέχει ή επιθυμεί ο καθένας.
– Και πώς είναι μια ωραία ζωή για εσάς με το κέντρο μπλοκαρισμένο και το υπόλοιπο γήπεδο ελεύθερο και ανοιχτό;
Αγαπώ την απλότητα, την λιτότητα. Είναι σημαντικό να επιλέγουμε να βρισκόμαστε με ανθρώπους και σε μέρη, όπου επικρατεί ευγένεια. Και να μπορούμε, να είμαστε σε θέση να την ανταποδίδουμε επίσης. Θεωρώ βασικό θέμα στην ζωή μας την ευγένεια. Μου αρέσουν και οι ωραίοι, αργοί ρυθμοί, κάποιες φορές. Δεν μπορούμε να γίνουμε αμέσως κολλητοί, σα να γνωριζόμαστε χρόνια. Μου είναι βαρετό αυτό. Ας απολαύσουμε το μη άμεσο της επαφής ‘η της επικοινωνίας μας. Ας κάνουμε εκείνη την όγδοη συνάντηση, τέλος πάντων, όπως θα έλεγε και ο ποιητής Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου! (γέλια)
– Τότε, θα ήθελα να μου πείτε για την όγδοη ή νιοστή σας συνάντηση με την Ρούλα Πατεράκη.
Τη γνωρίζω άπειρα χρόνια. Είναι ένας αγαπημένος μου άνθρωπος γιατί είναι σκαπανέας. Έκανε θέατρο μόνη της, δημιουργώντας σχολή, παρουσίασε την Πέτρα Φον Καντ, ένα έργο σοκ για την εποχή, το 1987. Έχουμε συνυπάρξει αρκετές φορές και μου άρεσε η συνεργασία μας και στην παράσταση που λέτε πως σας άρεσε, στον Δρόμο που περνάει από Μέσα. Η Ρούλα είναι ένας άνθρωπος που κατά καιρούς αναζητώ και απολαμβάνω τις συζητήσεις μαζί της. Μπορείς να μιλάς για την κοσμογονία του θεάτρου μαζί της με τις ώρες…Έχει μια φιλοσοφία ζωής εξαιρετικά ενδιαφέρουσα.
– Κύριε Μιχαηλίδη, ως ηθοποιός, ως καλλιτέχνης, αισθάνομαι πως νιώθετε επιτυχημένος. Και είστε. Ως άνθρωπος, ως άνδρας; Είστε ικανοποιημένος, εννοώ, από τον εαυτό σας;
Δεν μπαίνω ποτέ στην διαδικασία να σκεφτώ εάν είμαι ικανοποιημένος. «Καλοκαίρι, και η ζωή περνά», αυτό είναι το δόγμα μου. Μου είναι αδιάφορο το να περνώ σε αξιολογήσεις και να λέω «ο άνρδας του 2020», «ο άνδρας του 2005», «ο άνδρας του 2045», τι έκανε, πού ήταν, με ποιους…Όπως, ας πούμε, δεν έχω έργα στο συρτάρι προς ανέβασμα. Έτσι είναι η ζωή μου, πιστεύω πως ό, τι είναι να συμβεί, έρχεται και σε βρίσκει.
– Μήπως ακουμπάτε τα ψυχικά σας αποθέματα περισσότερο στην τέχνη σας, παρά στην ζωή σας; Τον ρομαντισμό, τα πάθη σας, εννοώ…
Για μένα είναι όλα ένα: το θέατρο, η προσωπική ζωή, το ότι βρισκόμαστε εδώ τώρα, ένα, ένα πράγμα. Ποτέ δεν κατάλαβα τι θα πει αυτό το ”ας μιλήσουμε τώρα για τα ερωτικά” και ”τώρα για τα καλλιτεχνικά”. Μου αρέσει η ροή στην ζωή. Το βράδυ, που συναντιέμαι με ωραίους ανθρώπους, κουβεντιάζουμε, ίσως πίνουμε ένα ποτήρι κρασί (κόκκινο, Syrah, κατά προτίμηση) μ’ αρέσει πολύ. Μ’ αρέσει να βλέπω ταινίες του Wenders, να δω πάλι, ξανά, μια ταινία του που αγαπώ και να μου αρέσει το ίδιο ή πιο πολύ. Δεν έχω στάνταρ προορισμούς καλοκαιρινούς, επίσης, δεν αντέχω να προγραμματίζω από τον Φεβρουάριο το πού θα ξεκουραστώ είκοσι μέρες τον Αύγουστο. Είναι όλα μεταβλητά, δεν μου αρέσει να έχω τίποτα δεδομένο και πολύ κανονισμένο. Υπάρχει όμως κάτι που δεν μ’αρέσιε να το βλέπω να αλλάζει: ο τόπος, τα μέρη. Όλα αλλάζουν όψη, πια, τόσο συχνά, από τη μια μέρα στην άλλη.
– Ποιοι τόποι σάς έχουν καθορίσει ως άνθρωπο;
Σαφές το τρίπτυχό μου: Αλεξάνδρεια, όπου γεννήθηκα, Θεσσαλονίκη, όπου σπούδασα, Παγκράτι, όπου ζω τα τελευταία πολλά χρόνια, πάνω από 30, και δεν το αλλάζω. Στην Αλεξάνδρεια, ξέρετε, η παραλία είναι 60 χιλιόμετρα. Στην Θεσσαλονίκη, μου φάνηκε πολύ μικρή, αλλά ευτυχώς το στοιχείο της θάλασσας δεν έλειπε, κι ας είχαμε να κάνουμε με 15 χιλιόμετρα. Όσο για το Παγκράτι, για μένα, είναι το κέντρο του κόσμου. Νομίζω ότι το Παγκράτι πάντοτε χάνεται, ξαναβρίσκεται, ξαναχάνεται, αλλά πάντοτε παραμένει γειτονιά.
– Πείτε κάτι, αυτό το χειμωνιάτικο μεσημέρι, στον μικρό Πέρη. Τον εφτάχρονο, κάποτε, οχτάχρονο. Φανταστείτε τον να περνά μπροστά μας…
Θα του πω να μείνει στην Αλεξάνδρεια, να μην την αφήσει. (γέλια) Ξέρετε, διατηρώ ισχυρούς δεσμούς με το παρελθόν, και ειδικά την Αλεξάνδρεια την κρατώ μέσα μου σε μια ειδική θέση. Οι αναφορές μου γι’ αυτήν την πόλη είναι ισχυρές πάντοτε και συντηρούνται και μέσα από το διαδίκτυο, με τις παλιές φωτογραφίες, τα ντοκουμέντα. Πάντως, ο μικρός Πέρης ήταν ευτυχής. Μεγάλωσε σε μια ωραία οικογένεια, είχε ξεγνοιασιά. Και νομίζω δεν πρέπει να έχει παράπονο από μένα ο μικρός. Γιατί ακολούθησα έναν πολύ προσωπικό δρόμο, ο οποίος δεν έχει να κάνει ούτε με τα σχολεία, τις σχολές ή τις καριέρες. Υπήρξε μια παράκαμψη, μια déviation, την οποία πάντοτε ακολουθούσα, και συνεχίζω. Άσχετο αν, ανά καιρούς και σημεία, έμπαινα ξανά στην κεντρική λεωφόρο. Ύστερα, αργά ή γρήγορα, θα ξαναξέφευγα. Οι παρακαμπτήριες οδοί είχαν και έχουν για μένα το ενδιαφέρον.
➳ Info για την παράσταση «The Dreamers»
Μετάφραση – διασκευή: Γιώργος -Ίκαρος Μπαμπασάκης
Σκηνοθεσία: Πέρης Μιχαηλίδης
Κοστούμια: Δέσποινα Χειμώνα
Μουσική σύνθεση: Δημήτρης Δημάκης
Φωτογράφιση – βίντεο: Χλόη Ακριθάκη
Χορογραφία: Μαρία Μάργαρη
Βοηθός σκηνοθέτη: Ειρήνη Παραπαρέκη
Επικοινωνία: Νατάσα Παππά
Ερμηνεύουν οι ηθοποιοί: Μπάμπης Αθανασόπουλος, Βιβή Λέκκα, Δημήτρης Δημάκης
Στο βίντεο παίζει ο Γιώργος – Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πού: Θέατρο Φούρνος, Μαυρομιχάλη 168, Αθήνα, τηλ. 210 6460748
Πότε: από 18 Δεκεμβρίου 2023 και κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.00
Τιμές εισιτηρίων: 12 ευρώ (κανονικό), 10 ευρώ (φοιτητικό, ανέργων, θεατών άνω των 65 ετών), 8 ευρώ (ατέλειες)
Διάρκεια παράστασης: 50 λεπτά
Ηλεκτρονική προπώληση εισιτηρίων εδώ