Συμμετοχή στην ταινία “Greed” στο Netflix, στην σειρά “The Durrells”, στην βρετανική καμπάνια για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα αλλά και ένας αινιγματικός ρόλος του στην σειρά της ΕΡΤ1, “Ο Όρκος”. Αυτά είναι μερικά μόνο από τα επιτεύγματα του Έλληνα ηθοποιού Μανώλη Εμμανουήλ, που φέτος αποφάσισε να έλθει αντιμέτωπος με μια σειρά πανίσχυρα ταμπού της ελληνικής κοινωνίας μέσα από τη θεατρική παράσταση “Κράτα με” στο θέατρο Εν Αθήναις.
Είναι με αφορμή αυτήν την τελευταία παράσταση που το Olafaq μίλησε με τον ίδιο για τα πολλαπλά μηνύματα της θεατρικής πράξης, την μεγάλη πολιτιστική και εθνική υπόθεση, τους αστικούς κόσμους του Λονδίνου και της Αθήνας και την ζωή στο κλεινόν άστυ.
– Αυτή την περίοδο σε βρίσκουμε σε πρωταγωνιστικό ρόλο στην παράσταση “Κράτα με”; Πως προέκυψε η συμμετοχή στην παράσταση; Τι σε κέντρισε στο έργο;
Προκάλεσα στην ουσία τη συμμετοχή μου στην παράσταση με μια σειρά από τρόπους. Το έργο το πρωτοδιάβασα στη Νέα Υόρκη πριν 13 χρόνια και μου άρεσε πάρα πολύ. Αρχικά παίχτηκε off Broadway, όπου και έγινε τεράστια επιτυχία. Ακολούθησε το ανέβασμά του σε κεντρικές σκηνές και πολλά βραβεία. Και αν και δεν είχα καταφέρει να δω την παράσταση μου είχε μπει η ιδέα κάποια στιγμή να την ανεβάσω. Έστειλα κατόπιν το κείμενο στον Βασίλη Μυριανθόπουλο, τον σημερινό μας σκηνοθέτη, τον οποίο ήξερα από την εποχή της αποφοίτησής μου από το Royal Central School of Speech and Drama, όταν με μια παρέα αποφοίτων που είχαμε συγκροτήσει μεταφέραμε το «Μόλις Χώρισα» σε θέατρο του Λονδίνου με σκηνοθέτη τον ίδιο. Ο Βασίλης μου είπε τότε πως η Ελλάδα δεν είναι έτοιμη για αυτό το έργο. Τώρα όμως οι συνθήκες έχουν αλλάξει, οι συνθήκες είναι ιδανικές και το έργο απόλυτα επίκαιρο. Σε ό,τι αφορά το τι με ιντρίγκαρε ήταν το ίδιο το κείμενο, η ίδια η γραφή του και φυσικά η θεματική του. Αν και στο επίκεντρο της ιστορίας που παρακολουθούμε βρίσκεται η ζωή ενός γκέι ζευγαριού το έργο δεν αφορά αποκλειστικά αυτή τη διάσταση.
– Επομένως βλέπουμε να θίγεται η πραγματικότητα ενός ζευγαριού ως αφορμή για να ειπωθούν πράγματα απολύτως καθολικά ως προς το μήνυμά τους.
Ακριβώς έτσι. Δεν πρόκειται απλά για ένα γκέι ζευγάρι, το έργο έχει ως φόντο της εναρκτήριας σκηνής το κρεβάτι ενός νοσοκομείου και οι γονείς του τραυματία ανακαλύπτουν πως ένας από τους φίλους του γιού τους είναι ο σύντροφός του. Σε δεύτερο επίπεδο, πέρα από αυτή την πραγματικότητα έχουμε ζητήματα ηθικής φύσεως που προκύπτουν από πρακτικά ζητήματα γύρω από τη διαχείριση της ζωής της ίδιας του ασθενούς, από το ποιος έχει το δικαίωμα της επίσκεψης στο δωμάτιο μέχρι την σημαντικότερη ιατρική απόφαση και το ίδιο το δικαίωμα της διεκδίκησης της σεξουαλικότητας. Ακόμη και το θρησκευτικό στοιχείο, το ότι το ζευγάρι απαρτίζεται από έναν θρησκευόμενο και έναν άθεο, αναδεικνύει το ζήτημα του έρωτα και της συνύπαρξης με τις αντιφάσεις μας.
– Πέρα από την καθαρά καλλιτεχνική αξία του το έργο θεωρείς πως συμβάλει στην εμπέδωση μιας κουλτούρας συμπερίληψης;
Αυτό είναι ένας από τους λόγους που επέλεξα να μεταφέρουμε το έργο στην Ελλάδα του σήμερα. Όπως ανέφερα μου άρεσαν οι πολλαπλές αναγνώσεις και πιστεύω πως στη συγκυρία της σημερινής Ελλάδας, στον απόηχο της νομιμοποίησης του νόμου των ομόφυλων ζευγαριών και των νέων κινημάτων που έχουν αναδειχθεί για την ισότητα των διαφορετικοτήτων, είναι σημαντικό να πούμε σε όσους έχουν μια επιφυλακτική στάση ότι μια απόφαση που ακούγεται αυστηρά νομική αφορά τις ζωές των ανθρώπων σε πραγματικό χρόνο. Είναι αλλιώς αν αναρωτιέσαι «μα όλα καλά είναι σε αυτούς τους ανθρώπους, τι ανάγκη έχουν;» και εντελώς διαφορετικό να καταλαβαίνεις τα καθημερινά εμπόδια που αντιμετωπίζουν στη ζωή τους. Εξού και θεωρώ το θέατρο βαθιά πολιτική πράξη, με την έννοια πως οι παραστάσεις που μας εντυπώθηκαν ήταν όσες μας έκαναν να σκεφτούμε και να προβληματιστούμε από τη σκοπιά του πολίτη. Θεωρώ επίσης σε προσωπικό επίπεδο, ευκαιρία την παρουσία μου στην Ελλάδα ώστε να παίξω τον ρόλο που θέλω, στην Βρετανία ή τις ΗΠΑ επειδή έχουν άφθονους ηθοποιούς και δίνουν έμφαση και στις προφορές είναι δεδομένο πως πέφτεις θύμα μιας τυποποίησης που σε φέρνει πιο κοντά σε Λατίνους χαρακτήρες.
– Αναφέρθηκες στην Αθήνα και το Λονδίνο, ζεις μεταξύ των δύο πόλεων. Ποια είναι η διαφορά στον να δουλεύεις ως ηθοποιός σε κάθε περιβάλλον;
Το μειονέκτημα στην Αθήνα είναι ότι χρειάζεται περισσότερος χρόνος για πολλές δουλειές που θα μπορούσαν να γίνουν σε λιγότερο. Αυτό έχει επίδραση και στο θέατρο φυσικά, γίνονται συζητήσεις για πράγματα που δεν χρειάζεται να γίνουν. Φαίνεται πρακτικό αλλά σε φέρνει πίσω. Επίσης στην Ελλάδα για να ζήσεις πρέπει να κάνεις αναγκαστικά πολλά πράγματα, πράγμα που σε δυσκολεύει στο να ανταποκριθείς ως ηθοποιός σε διαφορετικούς ρόλους και σε εξοντώνει από άποψη δυνάμεων. Στο Λονδίνο όταν παίζεις θέατρο δεν κάνεις τηλεόραση ή κινηματογράφο, μπορείς να ζεις με τον μισθό σου. Σε ό,τι με αφορά βέβαια εξασκώ και το voice acting, επιλογή που μου επέτρεψε αναλογικά να πληρώνομαι πολύ καλύτερα, συν ότι τα βιντεοπαιχνίδια είναι ό,τι πιο κοντινό στο να παίζεις σε ταινία δίχως να παίζεις σε αυτή real time. Αλλά σε γενικές γραμμές τα βγάζεις πέρα με μία μόνο δουλειά. Στην Ελλάδα αυτό δεν γίνεται, ο ηθοποιός πρέπει να γίνεται λάστιχο για να ζήσει. Από την άλλη πλευρά βέβαια τα μεγέθη είναι ανόμοια. Το Λονδίνο έχει επισκέπτες που ταξιδεύουν μέχρι εκεί με αποκλειστικό σκοπό να απολαύσουν το θέατρο της πόλης. Μιλάμε επομένως για μια πολύ μεγαλύτερη αγορά που μπορεί να στηρίξει πράγματα που η ελληνική θεατρική σκηνή δεν μπορεί. Τρανταχτό παράδειγμα είναι τα μιούζικαλ, στο Λονδίνο κάνουν απόσβεση μετά από μια τριετία και παίζονται για δεκαετίες, ενώ στην Αθήνα είναι πετυχημένα αν συμπληρώσουν έναν τριετή κύκλο. Διαφορετικές απαιτήσεις και χρηματοδοτήσεις, διαφορετικά budget, διαφορετικές παραγωγές.
– Σε αυτό το αστικό δίπολο στο οποίο κινείσαι τι πλεονεκτήματα και δυσκολίες εντοπίζεις σε κάθε πόλη;
Και οι δύο είναι ισάξια οι πόλεις μου. Στην Αθήνα μου αρέσει το πολύ απλό δεδομένο ότι έχουμε αρκετά καλό καιρό ώστε να μένουμε έξω για ένα μεγάλο διάστημα τον χρόνο, ο κόσμος είναι χαλαρός, το φαγητό πολύ καλό και γενικά η Αθήνα έχει το πλεονέκτημα ότι είναι μια πολύ πιο χαλαρή πόλη στους ρυθμούς της από το Λονδίνο. Το τελευταίο είναι μια πραγματική μητρόπολη, ένας κόσμος πολυπολιτισμικός που μπορεί να συγκριθεί μόνο με τη Νέα Υόρκη. Υπάρχουν μέρη στο Λονδίνο να ανακαλύψεις ακόμη κι αν μένεις χρόνια εκεί. Κάτι που με θλίβει στην Αθήνα είναι η ελλιπής μέριμνα για τα ζώα. Τρελαίνομαι με τα χιλιάδες αδέσποτα, τρέμω το βράδυ όταν οδηγώ αν θα χτυπήσω κανένα ζωάκι, πράγμα που στο Λονδίνο βλέπεις σχεδόν ποτέ. Δεν υπάρχουν επίσης δημόσιοι χώροι είτε για να βγεις ο ίδιος βόλτα είτε με το ζώο σου. Και φυσικά στην Αθήνα υπάρχει η γνωστή γραφειοκρατία που σε κάνει να αισθάνεσαι ότι έχεις μεταφερθεί στην εποχή του Ρετιρέ. Δηλαδή το ότι χρειάζεσαι έγγραφο ενώ έχει εγκριθεί ψηφιακά το αίτημά σου είναι ένα από τα μεγάλα ταξίδια στο αναλογικό παρελθόν που μόνο στην πρωτεύουσα της χώρας μας μπορείς να απολαύσεις.
– Είχες συμμετάσχει προ διετίας στην καμπάνια για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα. Σε τι φάση βρίσκεται η Βρετανία σήμερα με αυτό το θέμα;
Είμαι πιο αισιόδοξος από ποτέ, λόγω της αλλαγής της κυβέρνησης. Ο Κιρ Στάρμερ είναι ένας άνθρωπος ο οποίος είναι πάρα πολύ ανοιχτός να συζητήσει το θέμα, ενώ οι Συντηρητικοί δε ήθελαν καν να συζητήσουν το θέμα. Τώρα, έχουμε μια κυβέρνηση με διαφορετική θέση. Νομίζω ότι τώρα μπορούμε να είμαστε περισσότερο αισιόδοξοι για το ζήτημα σήμερα.
Συμμετοχή στην ταινία “Greed” στο Netflix, στην σειρά “The Durrells”, στην βρετανική καμπάνια για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα αλλά και ένας αινιγματικός ρόλος του στην σειρά της ΕΡΤ1, “Ο Όρκος”. Αυτά είναι μερικά μόνο από τα επιτεύγματα του Έλληνα ηθοποιού Μανώλη Εμμανουήλ, που φέτος αποφάσισε να έλθει αντιμέτωπος με μια σειρά πανίσχυρα ταμπού της ελληνικής κοινωνίας μέσα από τη θεατρική παράσταση “Κράτα με” στο θέατρο Εν Αθήναις.
Είναι με αφορμή αυτήν την τελευταία παράσταση που το Olafaq μίλησε με τον ίδιο για τα πολλαπλά μηνύματα της θεατρικής πράξης, την μεγάλη πολιτιστική και εθνική υπόθεση, τους αστικούς κόσμους του Λονδίνου και της Αθήνας και την ζωή στο κλεινόν άστυ.
– Αυτή την περίοδο σε βρίσκουμε σε πρωταγωνιστικό ρόλο στην παράσταση “Κράτα με”; Πως προέκυψε η συμμετοχή στην παράσταση; Τι σε κέντρισε στο έργο;
Προκάλεσα στην ουσία τη συμμετοχή μου στην παράσταση με μια σειρά από τρόπους. Το έργο το πρωτοδιάβασα στη Νέα Υόρκη πριν 13 χρόνια και μου άρεσε πάρα πολύ. Αρχικά παίχτηκε off Broadway, όπου και έγινε τεράστια επιτυχία. Ακολούθησε το ανέβασμά του σε κεντρικές σκηνές και πολλά βραβεία. Και αν και δεν είχα καταφέρει να δω την παράσταση μου είχε μπει η ιδέα κάποια στιγμή να την ανεβάσω. Έστειλα κατόπιν το κείμενο στον Βασίλη Μυριανθόπουλο, τον σημερινό μας σκηνοθέτη, τον οποίο ήξερα από την εποχή της αποφοίτησής μου από το Royal Central School of Speech and Drama, όταν με μια παρέα αποφοίτων που είχαμε συγκροτήσει μεταφέραμε το «Μόλις Χώρισα» σε θέατρο του Λονδίνου με σκηνοθέτη τον ίδιο. Ο Βασίλης μου είπε τότε πως η Ελλάδα δεν είναι έτοιμη για αυτό το έργο. Τώρα όμως οι συνθήκες έχουν αλλάξει, οι συνθήκες είναι ιδανικές και το έργο απόλυτα επίκαιρο. Σε ό,τι αφορά το τι με ιντρίγκαρε ήταν το ίδιο το κείμενο, η ίδια η γραφή του και φυσικά η θεματική του. Αν και στο επίκεντρο της ιστορίας που παρακολουθούμε βρίσκεται η ζωή ενός γκέι ζευγαριού το έργο δεν αφορά αποκλειστικά αυτή τη διάσταση.
– Επομένως βλέπουμε να θίγεται η πραγματικότητα ενός ζευγαριού ως αφορμή για να ειπωθούν πράγματα απολύτως καθολικά ως προς το μήνυμά τους.
Ακριβώς έτσι. Δεν πρόκειται απλά για ένα γκέι ζευγάρι, το έργο έχει ως φόντο της εναρκτήριας σκηνής το κρεβάτι ενός νοσοκομείου και οι γονείς του τραυματία ανακαλύπτουν πως ένας από τους φίλους του γιού τους είναι ο σύντροφός του. Σε δεύτερο επίπεδο, πέρα από αυτή την πραγματικότητα έχουμε ζητήματα ηθικής φύσεως που προκύπτουν από πρακτικά ζητήματα γύρω από τη διαχείριση της ζωής της ίδιας του ασθενούς, από το ποιος έχει το δικαίωμα της επίσκεψης στο δωμάτιο μέχρι την σημαντικότερη ιατρική απόφαση και το ίδιο το δικαίωμα της διεκδίκησης της σεξουαλικότητας. Ακόμη και το θρησκευτικό στοιχείο, το ότι το ζευγάρι απαρτίζεται από έναν θρησκευόμενο και έναν άθεο, αναδεικνύει το ζήτημα του έρωτα και της συνύπαρξης με τις αντιφάσεις μας.
– Πέρα από την καθαρά καλλιτεχνική αξία του το έργο θεωρείς πως συμβάλει στην εμπέδωση μιας κουλτούρας συμπερίληψης;
Αυτό είναι ένας από τους λόγους που επέλεξα να μεταφέρουμε το έργο στην Ελλάδα του σήμερα. Όπως ανέφερα μου άρεσαν οι πολλαπλές αναγνώσεις και πιστεύω πως στη συγκυρία της σημερινής Ελλάδας, στον απόηχο της νομιμοποίησης του νόμου των ομόφυλων ζευγαριών και των νέων κινημάτων που έχουν αναδειχθεί για την ισότητα των διαφορετικοτήτων, είναι σημαντικό να πούμε σε όσους έχουν μια επιφυλακτική στάση ότι μια απόφαση που ακούγεται αυστηρά νομική αφορά τις ζωές των ανθρώπων σε πραγματικό χρόνο. Είναι αλλιώς αν αναρωτιέσαι «μα όλα καλά είναι σε αυτούς τους ανθρώπους, τι ανάγκη έχουν;» και εντελώς διαφορετικό να καταλαβαίνεις τα καθημερινά εμπόδια που αντιμετωπίζουν στη ζωή τους. Εξού και θεωρώ το θέατρο βαθιά πολιτική πράξη, με την έννοια πως οι παραστάσεις που μας εντυπώθηκαν ήταν όσες μας έκαναν να σκεφτούμε και να προβληματιστούμε από τη σκοπιά του πολίτη. Θεωρώ επίσης σε προσωπικό επίπεδο, ευκαιρία την παρουσία μου στην Ελλάδα ώστε να παίξω τον ρόλο που θέλω, στην Βρετανία ή τις ΗΠΑ επειδή έχουν άφθονους ηθοποιούς και δίνουν έμφαση και στις προφορές είναι δεδομένο πως πέφτεις θύμα μιας τυποποίησης που σε φέρνει πιο κοντά σε Λατίνους χαρακτήρες.
– Αναφέρθηκες στην Αθήνα και το Λονδίνο, ζεις μεταξύ των δύο πόλεων. Ποια είναι η διαφορά στον να δουλεύεις ως ηθοποιός σε κάθε περιβάλλον;
Το μειονέκτημα στην Αθήνα είναι ότι χρειάζεται περισσότερος χρόνος για πολλές δουλειές που θα μπορούσαν να γίνουν σε λιγότερο. Αυτό έχει επίδραση και στο θέατρο φυσικά, γίνονται συζητήσεις για πράγματα που δεν χρειάζεται να γίνουν. Φαίνεται πρακτικό αλλά σε φέρνει πίσω. Επίσης στην Ελλάδα για να ζήσεις πρέπει να κάνεις αναγκαστικά πολλά πράγματα, πράγμα που σε δυσκολεύει στο να ανταποκριθείς ως ηθοποιός σε διαφορετικούς ρόλους και σε εξοντώνει από άποψη δυνάμεων. Στο Λονδίνο όταν παίζεις θέατρο δεν κάνεις τηλεόραση ή κινηματογράφο, μπορείς να ζεις με τον μισθό σου. Σε ό,τι με αφορά βέβαια εξασκώ και το voice acting, επιλογή που μου επέτρεψε αναλογικά να πληρώνομαι πολύ καλύτερα, συν ότι τα βιντεοπαιχνίδια είναι ό,τι πιο κοντινό στο να παίζεις σε ταινία δίχως να παίζεις σε αυτή real time. Αλλά σε γενικές γραμμές τα βγάζεις πέρα με μία μόνο δουλειά. Στην Ελλάδα αυτό δεν γίνεται, ο ηθοποιός πρέπει να γίνεται λάστιχο για να ζήσει. Από την άλλη πλευρά βέβαια τα μεγέθη είναι ανόμοια. Το Λονδίνο έχει επισκέπτες που ταξιδεύουν μέχρι εκεί με αποκλειστικό σκοπό να απολαύσουν το θέατρο της πόλης. Μιλάμε επομένως για μια πολύ μεγαλύτερη αγορά που μπορεί να στηρίξει πράγματα που η ελληνική θεατρική σκηνή δεν μπορεί. Τρανταχτό παράδειγμα είναι τα μιούζικαλ, στο Λονδίνο κάνουν απόσβεση μετά από μια τριετία και παίζονται για δεκαετίες, ενώ στην Αθήνα είναι πετυχημένα αν συμπληρώσουν έναν τριετή κύκλο. Διαφορετικές απαιτήσεις και χρηματοδοτήσεις, διαφορετικά budget, διαφορετικές παραγωγές.
– Σε αυτό το αστικό δίπολο στο οποίο κινείσαι τι πλεονεκτήματα και δυσκολίες εντοπίζεις σε κάθε πόλη;
Και οι δύο είναι ισάξια οι πόλεις μου. Στην Αθήνα μου αρέσει το πολύ απλό δεδομένο ότι έχουμε αρκετά καλό καιρό ώστε να μένουμε έξω για ένα μεγάλο διάστημα τον χρόνο, ο κόσμος είναι χαλαρός, το φαγητό πολύ καλό και γενικά η Αθήνα έχει το πλεονέκτημα ότι είναι μια πολύ πιο χαλαρή πόλη στους ρυθμούς της από το Λονδίνο. Το τελευταίο είναι μια πραγματική μητρόπολη, ένας κόσμος πολυπολιτισμικός που μπορεί να συγκριθεί μόνο με τη Νέα Υόρκη. Υπάρχουν μέρη στο Λονδίνο να ανακαλύψεις ακόμη κι αν μένεις χρόνια εκεί. Κάτι που με θλίβει στην Αθήνα είναι η ελλιπής μέριμνα για τα ζώα. Τρελαίνομαι με τα χιλιάδες αδέσποτα, τρέμω το βράδυ όταν οδηγώ αν θα χτυπήσω κανένα ζωάκι, πράγμα που στο Λονδίνο βλέπεις σχεδόν ποτέ. Δεν υπάρχουν επίσης δημόσιοι χώροι είτε για να βγεις ο ίδιος βόλτα είτε με το ζώο σου. Και φυσικά στην Αθήνα υπάρχει η γνωστή γραφειοκρατία που σε κάνει να αισθάνεσαι ότι έχεις μεταφερθεί στην εποχή του Ρετιρέ. Δηλαδή το ότι χρειάζεσαι έγγραφο ενώ έχει εγκριθεί ψηφιακά το αίτημά σου είναι ένα από τα μεγάλα ταξίδια στο αναλογικό παρελθόν που μόνο στην πρωτεύουσα της χώρας μας μπορείς να απολαύσεις.
– Είχες συμμετάσχει προ διετίας στην καμπάνια για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα. Σε τι φάση βρίσκεται η Βρετανία σήμερα με αυτό το θέμα;
Είμαι πιο αισιόδοξος από ποτέ, λόγω της αλλαγής της κυβέρνησης. Ο Κιρ Στάρμερ είναι ένας άνθρωπος ο οποίος είναι πάρα πολύ ανοιχτός να συζητήσει το θέμα, ενώ οι Συντηρητικοί δε ήθελαν καν να συζητήσουν το θέμα. Τώρα, έχουμε μια κυβέρνηση με διαφορετική θέση. Νομίζω ότι τώρα μπορούμε να είμαστε περισσότερο αισιόδοξοι για το ζήτημα σήμερα.