Ανέκαθεν, καθήκον των μεγάλων κινηματογραφικών φεστιβάλ του πλανήτη ήταν, πέρα από την παρουσίαση καινούργιων τάσεων και ρευμάτων, την προβολή βραβευμένων ταινιών και το να φέρνουν το κινηματογραφόφιλο κοινό σε επαφή με τα παγκόσμια κινηματογραφικά γεγονότα μέσα σε ένα πνεύμα διιστορικότητας, ήταν και το διακύβευμα να προστατεύσει τις μεγάλες σκοτεινές αίθουσες από τους διάφορους υβριδικούς τρόπους παρακολούθησης ταινιών που από καιρού εις καιρόν παρήγαγε το τεχνολογικό δαιμόνιο και έθετε σε κίνδυνο την επιβίωση των κινηματογραφικών αιθουσών.

Αυτό αποτελεί και το μεγάλο στοίχημα του Λουκά Κατσίκα, του καλλιτεχνικού διευθυντή του φεστιβάλ που ανέλαβε καθήκοντα το 2016 και της ομάδας του. Γιατί όπως μου εξηγεί, «ένα φεστιβάλ δεν τελειώνει στο τέλος της ετήσιας διεξαγωγής του, αλλά είναι ένα working progress μέσα στο χρόνο, και αλίμονο να μην μας απασχολούσε το παρόν και το μέλλον της κινηματογραφικής αίθουσας. Γιατί για μας είναι η αρχή και το τέλος μας».

Τα τελευταία χρόνια με την ομάδα του, έχουν στόχο να διαφυλάξουν ότι ο κόσμος θα επιστρέφει στις αίθουσες, και ότι η εμπειρία με την οποία γαλουχήθηκαν κι αυτοί οι ίδιοι ως θεατές,  που είναι η παρακολούθηση ταινιών στις μεγάλες αίθουσες, θα συνεχίσει να υφίσταται, να μεγεθύνεται, να γίνεται λαμπρότερη και να μοιράζεται σε νέες γενιές θεατών.

Οι 28ες Νύχτες Πρεμιέρας συνεχίζουν και φέτος σταθερά και αναπτυξιακά την πορεία τους, προσφέροντας 12 μέρες προβολών και 142 ταινίες. Τις ημέρες του φεστιβάλ η Αθήνα μεταμορφώνεται σε ένα πολιτιστικό επίκεντρο καθώς γίνεται μια κινηματογραφόφιλη πόλη. Επίσης το γεγονός ότι οι προβολές διεξάγονται σε διάφορα σημεία της Αθήνας, παροτρύνει τόσο τους επισκέπτες, όσο και τους κατοίκους, να γνωρίσουν τοποθεσίες και μέρη της πόλης μέσα από την εμπειρία παρακολούθησης μιας ταινίας.

Ποια είναι η φιλοσοφία του φεστιβάλ; Ποιες ταινίες ξεχώρισε φέτος; Θα σκοτώσουν οι οικιακές συσκευές παρακολούθησης το σινεμά; Θα υπάρξει φέτος μυστική ταινία; Ο Λουκάς Κατσίκας, Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας, που θα διεξάγεται από τις 28 Σεπτεμβρίου έως τις 9 Οκτωβρίου 2022 στην Αθήνα, μιλάει στο olafaq για όλα και αποκαλύπτει τα σημαντικότερα γεγονότα του φετινού φεστιβάλ που αξίζει να παρακολουθήσουμε.

– Ποια ήταν η ιδέα που «γέννησε» τις Νύχτες Πρεμιέρας και τι άλλαξε όταν αναλάβατε εσείς την καλλιτεχνική διεύθυνση του φεστιβάλ;

Είμαι στο φεστιβάλ από το 1996 και είμαι στη θέση του διευθυντή από το 2016. Ξεκίνησα μικρό παιδί, 22 χρονών, ενώ είχα περάσει από διάφορες θέσεις μέχρι να καταλήξω στη θέση του διευθυντή. Είχα ξεκινήσει από τη θέση του θεατή βέβαια. Ήμουν ένας από τους φανατικούς θεατές που είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν την πρώτη έκδοση του φεστιβάλ το 1995.

Το φεστιβάλ ήρθε σε μια εποχή που στην Ελλάδα δεν υπήρχε κάτι αντίστοιχο, και ήρθε να καλύψει ένα κενό, καθώς μια ολόκληρη γενιά θεατών επιθυμούσε να παρακολουθήσει κινήματα και ρεύματα τα οποία ήταν πάρα πολύ δημοφιλή στο εξωτερικό αλλά πολύ σπάνια έρχονταν στη χώρα μας -και αναφέρομαι κυρίως στον αμερικανικό και δη στον ανεξάρτητο κινηματογράφο. Έτσι οι Νύχτες Πρεμιέρας ξεκίνησαν εκείνη την εποχή για να καλύψουν τα κενά που είχαμε ως θεατές. Κι εγώ ήμουν εκεί από τις πρώτες μέρες του φεστιβάλ, από την πρώτη κιόλας προβολή, ως φοιτητής τότε, ξοδεύοντας όλο μου το φοιτητικό χαρτζιλίκι για να παρακολουθώ ταινίες. Την επόμενη χρονιά ενσωματώθηκα στο δυναμικό του περιοδικού Σινεμά, του πυρήνα τον οποίο απ’όπου ξεκίνησε και το φεστιβάλ και συνεπακόλουθα έγινα κι ένας από τους συνεργάτες του φεστιβάλ.

Τώρα αν κάτι έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια, είναι μια μεγαλύτερη κατανόηση των ραγδαίων αλλαγών που συντελούνται στην εποχή μας στον τρόπο που συνηθίσαμε να βλέπουμε κινηματογράφο και τις νέες συνήθειες που έχουν δημιουργηθεί, στο πως προσαρμόζεται ένα φεστιβάλ σε αυτές τις νέες συνήθειες, και στο ποια είναι η αποστολή και η φιλοσοφία του. Για να γίνω πιο σαφής, αναφέρομαι στο γεγονός ότι κατά την περίοδο της πανδημίας, κι ακόμη και λίγο πιο πριν, η συνήθεια της οικιακής ψυχαγωγίας, του downloading και του streaming και όλων αυτών των νεοεισαχθέντων όρων που έχουν μπει στο λεξιλόγιό μας τα τελευταία χρόνια. Απέναντι σε αυτή τη νέα πραγματικότητα που δημιουργήθηκε το φεστιβάλ προσπαθεί να προστατεύσει το μέγιστο ιδανικό του, που είναι η κινηματογραφική αίθουσα και η συλλογική εμπειρία παρακολούθησης μιας ταινίας, που για εμάς είναι το Α και το Ω. Μάλιστα κατά την περίοδο του κόβιντ ρίξαμε πάρα πολύ το βάρος στο να προσπαθήσουμε να επαναφέρουμε τον κόσμο στις μεγάλες αίθουσες και να καταλάβει ότι κινηματογράφος δεν είναι το λαπτοπ, ή το κινητό, δεν είναι καν οι τηλεοράσεις υψηλής τεχνολογίας που έχουμε στο σαλόνι μας. Το σινεμά ήταν, είναι και θα είναι στον φυσικό του χώρο που είναι η μεγάλη οθόνη και η  κινηματογραφική αίθουσα.

Φωτ.: Νίκος Κατσαρός

– Ποια είναι η διαδικασία διαλογής των ταινιών;

Ο τρόπος που επιλέγονται οι ταινίες είναι ο εξής. Στη διάρκεια της χρονιάς αρχίζουμε να βλέπουμε εντατικά ταινίες. Είτε σκρίνες που μας στέλνει η παραγωγή και τις παρακολουθούμε, που μπορεί να είναι στην τελική τους μορφή είτε όχι, και, παράλληλα ταξιδεύουμε στα φεστιβάλ του εξωτερικού και συλλέγουμε ταινίες που παρακολουθούμε εκεί. Είναι ένα διαρκές working progress που ξεκινά στην αρχή της χρονιάς και εντατικοποιείται την περίοδο της άνοιξης, και φτάνει στον τελικό προγραμματισμό λίγο πριν το φεστιβάλ για να καταλήξει στο ωρολόγιο πρόγραμμα που φτάνει στα χέρια του κοινού. Σίγουρα όμως κάτι που λαμβάνουμε πολύ σοβαρά υπόψη, είναι οι επιθυμίες του κοινού, και για τον λόγο αυτό όλα αυτά τα χρόνια παρακολουθούμε με συνέπεια τις ανάγκες του.

– Ποια είναι η σύσταση του κοινού και πώς έχει αλλάξει όλα αυτά τα χρόνια;

Όπως σας έχω αναφέρει ήδη, εργάζομαι στο φεστιβάλ από το 1996. Tο 2022 το φεστιβάλ υποδέχεται τον τότε νεαρό θεατή που πλέον είναι πατέρας με το παιδί του που ίσως είναι φοιτητής, και ενδεχομένως και τον πατέρα του. Έχουμε δηλαδή τρεις γενιές θεατών που είναι οι πρεσβύτεροι, οι νεότεροι και οι νεότατοι. Έχουμε ένα εύρος που ξεκινά από τα 17 που φτάνει μέχρι τα 87.

Τα  τελευταία χρόνια βέβαια η αλήθεια είναι ότι έγινε μια μεγάλη στροφή του κοινού προς τις νεαρότερες ηλικίες που ίσως μόλις ανακαλύπτουν τον κινηματογράφο και θέλουν κι αυτοί να ανήκουν σε μια κοινότητα θεατών. Υπάρχει ένας ενθουσιασμός φίλαθλος κατά κάποιο τρόπο. Αισθάνεσαι ότι ανήκεις σε μια φυλή και πηγαίνεις για να υποστηρίξεις τον σκηνοθέτη που αγαπάς ή την ταινία που περιμένεις πως και πως να δεις, ή το τάδε συγκρότημα ή τραγουδιστή του μουσικού ντοκιμαντέρ που ανυπομονείς να παρακολουθήσεις. Υπάρχει μια αθώα προσέλευση νεαρότερων θεατών που εμάς μας ενθουσιάζει πάρα πολύ, γιατί το φεστιβάλ ήταν πάντοτε ένα φεστιβάλ νεανικό, ένα φεστιβάλ το οποίο ζούσε από τον νεαρόκοσμό του και πάντοτε το διεξήγαγαν νεαροί άνθρωποι. Δηλαδή ο διευθυντής και εμπνευστής του φεστιβάλ Γιώργος ο Τζιώτζιος που ξεκίνησε το φεστιβάλ το 1995, όπως και το περιοδικό Σινεμά, είχε διαρκώς ανοικτή τη πόρτα σε νεαρούς ανθρώπους.

– Ποια είναι η σχέση του φεστιβάλ με την Αθήνα και πώς συνδέονται;

Συνδέονται άρρηκτα η Αθήνα με το φεστιβάλ, και αντίστοιχα, το φεστιβάλ με την πόλη. Καταρχάς είναι το επίσημο φεστιβάλ της Αθήνας, είναι το μεγάλο κινηματογραφικό φεστιβάλ της ελληνικής πρωτεύουσας. Κατά δεύτερον είναι ένας θεσμός που αλλάζει την πόλη κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής του, γιατί μετατρέπει την Αθήνα σε ένα πολιτιστικό επίκεντρο. Με τον ίδιο τρόπο που τα φεστιβάλ του εξωτερικού μετατρέπουν τις μέρες διεξαγωγής τους τις πόλεις στις οποίες λαμβάνουν χώρα. Η Αθήνα τις ημέρες του φεστιβάλ γίνεται μια κινηματογραφόφιλη πόλη, τόσο για τον λόγο ότι ένα μεγάλο μέρος των πολιτών γεμίζει τις αίθουσες, όσο και για το γεγονός ότι καλεσμένοι από το εξωτερικό επισκέπτονται την πόλη μας ώστε να παρακολουθήσουν το φεστιβάλ.

Επίσης όμως -και αυτό είναι πολύ σημαντικό- οι Νύχτες Πρεμιέρας έχουν το μικρό αδερφάκι τους, το Athens Open Air Film Festival που γίνεται κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και προσελκύει ένα είδος πολιτιστικού τουρισμού. Μέσω των δωρεάν προβολών που προσφέρει σε διάφορα μέρη της Αθήνας, παροτρύνει τόσο τους επισκέπτες, όσο και τους κατοίκους, να γνωρίσουν τοποθεσίες και μέρη της πόλης που ίσως παλαιότερα να μην είχαν σταθεί ποτέ να παρατηρήσουν, και που εξερευνούν τις τοποθεσίες αυτές μέσα από την εμπειρία παρακολούθησης μιας ταινίας. Οπότε πέρα από την αναπόφευκτη λάμψη της Αθήνας κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ, είναι κι ένας τρόπος να συστήσουμε τη πόλη μας στους υψηλού προφίλ επισκέπτες μας –φίλους παραγωγούς, σκηνοθέτες, ηθοποιούς, δημοσιογράφους και κριτικούς που θα φιλοξενηθούν για δέκα μέρες στη πόλη μας μέσω του φεστιβάλ.

Θα υπάρξει φέτος  κάποια «μυστική ταινία»;

Θα υπάρξει μυστική ταινία, την οποία δεν μπορώ να σας αποκαλύψω αυτή τη στιγμή. Η ημερομηνία προβολής της έχει οριστεί για το βράδυ της Παρασκευής 7 Οκτωβρίου. Μια δύο μέρες πριν θα σκιαγραφήσουμε περί τίνος πρόκειται, και την ώρα της προβολής θα μάθουμε ποια ταινία θα δούμε. Πάντως είναι μια ταινία ενός γνωστού και ήδη βραβευμένου σκηνοθέτη σε μεγάλο φεστιβάλ του εξωτερικού.

Κάθε χρόνο οι αφίσες του φεστιβάλ παρουσιάζουν ένα σημειολογικό ενδιαφέρον. Τι συμβολίζει η φετινή αφίσα;

Το φεστιβάλ είναι μια οικογένεια λίγων αλλά πολύ δημιουργικών ανθρώπων, κι έχουμε τη συνήθεια να συνεργαζόμαστε ξανά και ξανά με τους ίδιους ανθρώπους. Η συμβολή του ανθρώπου που φτιάχνει  κάθε χρόνο τις αφίσες μας έχει υπάρξει πολύ σημαντική γιατί κατά τη γνώμη μου έχει σπρώξει το φεστιβάλ σε έναν αισθητικά πιο pop και σε έναν πιο περίτεχνο και φαντασμαγορικό προσανατολισμό. Κάτι το οποίο πιστεύω ότι έλειπε από το φεστιβάλ τα προηγούμενα χρόνια, και μέσα στα χρόνια αυτά έχει αποκτήσει έναν χαρακτήρα και μια εικόνα. Φέτος ειδικά –γιατί ο συγκεκριμένος σχεδιαστής αγαπά τα χρώματα, τις καλειδοσκοπικές παραστάσεις και την ψυχεδέλεια- εμπνεύστηκε από την ζοφερή πραγματικότητα που επικρατεί γύρω μας τα τελευταία χρόνια. Σκέφτηκε λοιπόν ότι επειδή ζούμε σε ένα χάος, έρχεται το φεστιβάλ ως η απόρροια μιας μεγάλης έκρηξης, ενός Big Bang από την οποία πηγάζει το φως, το οποίο δεν είναι άλλο από τον πολιτισμό. Έτσι και στη δική μας περίπτωση, τον κινηματογράφο, του οποίου το φως είναι ένα σύμβολο αισιοδοξίας και μια νέα αρχή.

Η αφίσα μας έδωσε κι εμάς μια αισθητική γραμμή και παράλληλα χάραξε τη φετινή φιλοσοφία του φεστιβάλ, που λέει πως «ό,τι κι αν συμβεί, ο πολιτισμός θα συνεχίσουν να μας δείχνουν τον δρόμο και θα συνεχίσουν να αποτελούν το καταφύγιό μας, όσο ανησυχητικός κι αν είναι ο κόσμος εκεί έξω».

Ποια προβολή θα λέγατε ότι ξεχωρίζει από το φετινό πρόγραμμα;

Με δυσκολεύετε γιατί είναι πολλές, αλλά αν γίνεται θα σας αναφέρω τρεις που κατά τη γνώμη μου ξεχωρίζουν. Καταρχάς φέτος το φεστιβάλ επειδή ανέκαθεν ένα από τα δημοφιλή θέματά του ήταν μουσική και φιλμ, κι επειδή πάντοτε ως θεατές είμαστε με το ένα πόδι στο σινεμά και με το άλλο πόδι στη μουσική, ειδικά φέτος που είναι η πρώτη φορά μετά από καιρό που θα διεξαχθούμε επιτρέποντας την κανονικότητά μας, δηλαδή στις κλειστές αίθουσες, είπαμε να επαναφέρουμε τα πολύ γνωστά πάρτι του φεστιβάλ και να κάνουμε και κάτι πιο ξεχωριστό. Αυτά λοιπόν είναι τα εξής:

Την Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου, θα προβληθεί σε μια πολύ μοναδική και ξεχωριστή προβολή στη χώρα μας, το πολυαναμενόμενο ντοκιμαντέρ Moonage Daydream του David Bowie. Αυτό που την ξεχωρίζει είναι ότι δεν αποτελεί μια συνηθισμένη βιογραφία, αλλά είναι μια ολοκληρωμένη οπτικοακουστική εμπειρία και για το λόγο αυτό είχε ως προαπαιτούμενο να προβληθεί σε μια αίθουσα προηγμένης τεχνολογικής υποδομής και να υπάρχει μια συγκεκριμένη ηχητική συνθήκη. Για το λόγο αυτό, θα προβληθεί στο Village Vmax Sfera στο Mall, για να βιωθεί ως μια σφοδρή οπτικοακουστική εμπειρία, μια προβολή που θα θυμούνται για καιρό οι ενθουσιώδεις θεατές μας.

Η άλλη προβολή θα γίνει το Σάββατο 1η Οκτωβρίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, και αφορά το ντοκιμαντέρ του βραβευμένου με Oscar Giuseppe Tornatore –σκηνοθέτης του Σινεμά Παράδεισος- το ντοκιμαντέρ που αφιέρωσε στον Ennio Morricone. Το ντοκιμαντέρ ονομάζεται Ennio και αφορά τη ζωή και το έργο αυτού του μέγιστου συνθέτη κινηματογραφικής μουσικής, όπως ο ίδιος την αφηγείται στον Tornatore και όπως σιγοντάρουν μερικοί από τους διασημότερους σκηνοθέτες και μουσικούς του πλανήτη. Πριν την προβολή θα προηγηθεί κονσέρτο αφιερωμένο στη μουσική του συνθέτη, όπου θα παιχτούν κάποια από τα διασημότερα θέματα από την πλούσια μουσική του καριέρα. Αμέσως μετά το κονσέρτο και πριν την προβολή της ταινίας, θα ανέβουν στη σκηνή του Μεγάρου ο παραγωγός της ταινίας, ο επίσημος βιογράφος του Ennio Morricone καθώς και ο γιος του, Marco Morricone για να παρουσιάσουν την ταινία.

Η τρίτη στιγμή που ξεχωρίζω από το φεστιβάλ, θα είναι η προβολή της 7ης Οκτωβρίου στο Τριανόν, όπου θα γιορτάσουμε τα 100 χρόνια μιας από τις 10 σημαντικότερες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου που είναι το Nosferatu του Friedrich Wilhelm Murnau και θα εορταστεί με τη συνοδεία ζωντανής μουσικής, την οποία έχει συνθέσει ο Νίκος Βελιώτης.

Οπότε χωρίς να υποτιμώ τις υπόλοιπες προβολές του φεστιβάλ, αυτές οι τρεις έχουν έναν πολύ ξεχωριστό χαρακτήρα για εμάς.

– Μετά από την πολυετή ενασχόλησή σας με τα φεστιβάλ, θα ήθελα να μου πείτε ποιες είναι οι σκέψεις και τα συναισθήματά σας για τον θεσμό και το μέλλον του.

Δεν ξέρω τι ακριβώς να σας απαντήσω σε αυτό γιατί εγώ μεγάλωσα κατά κάποιο τρόπο μέσα στο φεστιβάλ και στο περιοδικό Σινεμά. Η πρώτη μου ιδιότητα, -που εξακολουθεί να υφίσταται βέβαια αλλά έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα-, είναι αυτή του κριτικού κινηματογράφου, και μεγάλο μέρος της ζωής μου, ήταν και είναι το φεστιβάλ. Το αγαπώ πάρα πολύ, κι έχω παρακολουθήσει όλη του την πορεία και τις μεταμορφώσεις του ανά τα χρόνια, κι ελπίζω να μου δοθεί η ευκαιρία να συνεχίσω να το υπηρετώ, να συνεχίσω να το παρακολουθώ, και να είμαι καλά με την ομάδα μου, για να μπορούμε να συνεχίσουμε να το διεξάγουμε.

Και δεν σας κρύβω ότι τα τελευταία χρόνια, ακριβώς εξαιτίας των συνθηκών που σας περιέγραψα πιο πριν –οι οποίες δεν με βρίσκουν σύμφωνο, που έχουν να κάνουν με όλες αυτές τις καινούργιες μόδες  οικιακής παρακολούθησης που έχουμε μετατρέψει σε συνήθεια- είναι λίγο πείσμα και σκοπός μου όσο μπορώ και σε συνεργασία με τους ανθρώπους των αιθουσών εκεί έξω, να μη χαθεί η επαφή της σκοτεινής αίθουσας –μέσα στην οποία μεγάλωσα- με το κοινό της, τους θεατές. Και τέλος, να μπορεί το φεστιβάλ να προφυλάξει την προσέλευση των θεατών στις αίθουσες. Γιατί ένα φεστιβάλ δεν τελειώνει στο τέλος της ετήσιας διεξαγωγής του, είναι ένα working progress μέσα στο χρόνο, και αλίμονο να μην μας απασχολούσε το παρόν και το μέλλον της κινηματογραφικής αίθουσας. Γιατί για μας είναι η αρχή και το τέλος μας. Τα τελευταία χρόνια κι εγώ και η ομάδα μου, έχουμε ακόμη πιο μεγάλο στόχο να διαφυλάττουμε ότι ο κόσμος θα επιστρέφει στις αίθουσες, και η εμπειρία με την οποία γαλουχηθήκαμε κι εμείς ως θεατές που είναι η παρακολούθηση ταινιών στις μεγάλες αίθουσες, να συνεχίσει να υφίσταται και να μεγεθύνεται, να γίνεται λαμπρότερη και να μοιράζεται σε νέες γενιές θεατών.

Για περισσοτερες πληροφορίες επισκεφθείτε τον ακόλουθο σύνδεσμο: https://www.aiff.gr