Ένα πλούσιο βιογραφικό, που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων συνεργασίες με το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, το Εθνικό Θέατρο, το Maxim Gorki Theater στο Βερολίνο και το θέατρο Kammerspiele στο Μόναχο.
Η πετυχημένη εμπειρία παραστάσεων ιδιαίτερων και απαιτητικών, όπως “Το πάρτυ της ζωής μου”, “Η Δημοκρατία του Μπακλαβά”, τα “Σκυλιά”.
Αλλά κυρίως η ακαταπόνητη διάθεση για μια μορφή θεάτρου που παντρεύει το πραγματικό με το φανταστικό είναι αυτή που πυροδότησε τη συνθήκη μιας συζήτησης με τον Ανέστη Αζά με κεντρικούς άξονες τη σχέση του θεάτρου με το κοινό και του ατόμου με την κοινωνία που το ορίζει.
– Η παράσταση παίζει πολύ έντονα μέσα από την σχέση ενός ζευγαριού –μιας Τουρκάλας και ενός Έλληνα- με την ίδια την ιδέα της ελληνικότητας και πως αυτή ετεροπροσδιορίζεται με τον μεγάλο Άλλο, τον γειτονικό λαό. Ξεκινήσατε με αυτή την πρόθεση όταν δημιουργούσατε το έργο ή προέκυψε στην πορεία;
Υπήρχε το δεδομένο της ανάθεσης στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών του 2021, στη λογική της συμπλήρωσης των 200 ετών από την Επανάσταση του 1821. Η Κατερίνα Ευαγγελάτου λοιπόν με προσέγγισε και μου πρότεινε να σκεφτώ κάτι. Πέρασε ένα διάστημα που ήμουν μπερδεμένος με το τι θα κάνω, μου έσκασε η ιδέα να μην προσεγγίσω το όλο ζήτημα ιστορικά αλλά να φτιάξω ένα ψευδοιστορικό παραμύθι, παίζοντας αντίστροφα με τους εθνικούς μύθους. Έτσι καταλήξαμε στη υπόθεση του ζευγαριού που όταν βρίσκει μπροστά του εμπόδιο τον ρατσισμό και τον εθνικισμό μετατρέπει ένα μπακλαβατζίδικο σε ανεξάρτητο κράτος, πυροδοτώντας αντιδράσεις. Και αποφασίσαμε με τη θεατρική ομάδα να το δούμε ως πραγματικότητα, δηλαδή ενώ πρόκειται για μια απολύτως μυθοπλαστική κατασκευή να το αντιμετωπίσουμε ως κάτι αληθινό, γεγονός που για εμάς λειτούργησε πολύ όμορφα θεατρικά. Το ερώτημα βέβαια σε τελική ανάλυση είναι τι είναι πραγματικότητα και τι ψέμα, αν σκεφτείς ότι πήραμε ως βάση αληθινά γεγονότα –όπως το bullying του παιδιού στο σχολείο ,που δεν μου φαίνεται δυστυχώς καθόλου ξένο για το ελληνικό σχολείο- και απλά τα μεγεθύναμε, φτάνοντας σε σημείο σουρεαλισμού.
– Σε ένα έργο που θέτει στο επίκεντρό του κατεξοχήν το ζήτημα του ρατσισμού επιστρέφει το κλασικό ερώτημα για τη σχέση της Τέχνης με τη ζωή και τον κόσμο. Ποια είναι η θέση σου;
Αυτό θέλουμε να πιστεύουμε αλλά όπως βλέπουμε με όλους αυτούς τους πολέμους να εξελίσσονται στη γειτονιές δεν νομίζω πως η Τέχνη μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, μεγαλύτεροι καλλιτέχνες δεν το κατάφεραν. Από την άλλη πλευρά, πιστεύω πολύ στη δύναμη του χιούμορ στο θέατρο σαν αναισθητικό για να πεις σημαντικά πράγματα, για να γίνουν μικρές μετατοπίσεις που είναι πολύτιμες στην μικρή κλίμακα. Επανερχόμενος πάντως στο ερώτημα σου πιστεύω πως ο ρόλος της Τέχνης είναι πρωτίστως και κυρίως θεραπευτικός, να απαλύνει τον πόνο, τις οδύνες μας και να δώσει διέξοδο στις σκέψεις μας.
– Το πιο δύσβατο σκέλος στη διαδικασία της δημιουργίας ποιο ήταν; Η σύλληψη της αρχικής ιδέας, η συγγραφή, η μεταφορά στη σκηνή;
Πάντα αυτού του είδους τα έργα είναι δύσκολα όταν γράφονται, το 1/3 υπάρχει ως αφετηρία όταν ξεκινάς και μετά αυτό το διήγημα που έχεις στο μυαλό σου αναπτύσσεται, δίχως να ξέρεις αν αυτό θα βγει καλό ή κακό. Με τον Μιχάλη Πητίδη, τον βασικό μου συνεργάτη στο έργο, βρισκόμασταν το πρωί, γράφαμε σκηνές και το απόγευμα τις δοκιμάζαμε στις πρόβες, κρατώντας ότι μας λειτουργεί και πετώντας ότι δεν μας κάνει. Και το κολλάζ -η για να είμαι ακριβέστερος ένα live μοντάζ- συμπληρώθηκε με έναν ακόμη συνεργάτη μας που ζει στη Γερμανία, τον Γεράσιμο Μπέκα. Υπάρχουν λοιπόν κάποιοι βασικοί άξονες αλλά στην πρόβα θα πάρουν την μορφή τους τα πράγματα, πράγμα ομολογουμένως risky γιατί το θέατρο υπάρχει πίεση χρόνου.
– Αν μπορούσα να ανιχνεύσω μια κοινή γραμμή μεταξύ της “Δημοκρατίας του Μπακλαβά” και των “Σκυλιών” που είδαμε το περασμένο καλοκαίρι αυτή θα ήταν μια αγάπη για ένα είδος θεάτρου στο μεταίχμιο μεταξύ ρεαλισμού και σουρεαλισμού.
Ναι, πρόκειται για μια προσέγγιση που την ψάχνω δημιουργικά το τελευταίο διάστημα. Προέρχομαι από τον χώρο του κλασικού ντοκιμαντέρ και μετά βρέθηκα να κάνω θέατρο της πραγματικότητας με την “Καθαρή Πόλη”, μια παράσταση με την οποία γυρίσαμε σαράντα χώρες. Από ένα σημείο και μετά ένιωσα την ανάγκη να βρεθεί ένας χώρος ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ και τη μυθοπλασία, τον ρεαλισμό και του σουρεαλισμό, έτσι προέκυψε αυτή η αναζήτηση, για αυτό το λόγο ξεκινάμε ως ομάδα με αφετηρία μια πραγματική συνθήκη, την οποία στη συνέχεια διευρύνουμε σε επίπεδο πλοκής και συμβολισμών. Στα “Σκυλιά” υπήρχε ως αφετηρία ο θάνατος ενός σκύλου, στη «Δημοκρατία του Μπακλαβά» το ελληνοτουρκικό ζεύγος. Από εκεί και πέρα, η βάση «άνοιξε» σύμφωνα με όσα σχεδιάσαμε στην πορεία.
– Η παράσταση έχει ταξιδέψει σε πολλές χώρες. Βλέπεις διαφορά ως προς την πρόσληψη του έργου από χώρα σε χώρα και σε σχέση με την Ελλάδα;
Εδώ γελάνε περισσότερο γιατί είναι πιο οικείες οι αναφορές του κειμένου. Έξω τους παίρνει λίγο χρόνο να προσαρμοστουύν αλλά βοηθούν οι υπότιτλοι. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση ωστόσο το πόσο θετική ανταπόκριση είχαμε στην Τουρκία, μάλιστα το κοινό γελούσε στα ίδια σημεία με το κοινό στην Ελλάδα, οι αντιδράσεις ήταν ακριβώς οι ίδιες. Για αυτό και θέλουμε να ξαναπάμε με τη “Δημοκρατία του Μπακλαβά” στην Τουρκία. Είναι πάντως περίεργο σε τι απόσταση βλέπεις τα πράγματα καθώς απομακρύνεσαι. Με ένα τρόπο επιστρέφω πάλι στην πρώτη μας κουβέντα περί εθνικισμού για να πω ότι η ίδια η ταυτότητα του Έλληνα για παράδειγμα απέκτησε για μένα όταν βγήκα εκτός συνόρων, τότε ένιωσα τη σημασία του να βρίσκεσαι σε στέκια που συχνάζουν άλλοι σαν εσένα, έχεις αφήσει τις σοβινιστικές τοξίνες πίσω σου, σου λείπει ο πυρήνας της πατρίδας, η παιδική σου ηλικία. Εντός συνόρων το να δηλώνεις Έλληνας έχει ταυτιστεί με ένα αναχρονιστικό αφήγημα, που δεν είναι καν συμπεριληπτικό, έχει ταυτιστεί με κάτι που ως ιδέα αποκλείει.
– Μετά από χρόνια παρουσίας στο ελληνικό θέατρο ποιο ιεραρχείς ως το πιο σημαντικό εμπόδιο στην προσπάθεια ενός δημιουργού να κάνει Τέχνη;
Να βρει παραγωγή, χρήματα για να ολοκληρώσει την ιδέα του με τους σωστούς όρους. Ασφαλώς είναι αλληλένδετο με αυτό το πως αντιμετωπίζει η Πολιτεία τον καλλιτεχνικό κόσμο και τον πολιτισμό σε μια πιο γενική κλίμακα. Οι θεσμοί είναι λίγοι ποσοτικά για να καλύψουν όλο το φάσμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας και το σύστημα των επιχορηγήσεων για να καλύψει τις πραγματικές ανάγκες. Οπότε έχεις ένα περιβάλλον γενικευμένης μιζέριας που δεν ξέρω πότε θα λυθεί, αυτή η σταθερά μας συνοδεύει από τα τέλη των 90s όταν ξεκινούσα εγώ. Είμαστε λίγο αφημένοι στην τύχη μας και η συνθήκη ποτέ δεν ήταν ευνοϊκή, οπότε όταν ξεκινάς έχεις το δεδομένο μιας ασυμμετρίας ανάμεσα σε αυτό που επιθυμείς να παράξεις και στις δυνατότητες που σου δίνονται. Δεν λέω ασφαλώς ότι δεν υπάρχει ανάγκη να γίνουν αγώνες και θα στηρίξω κάθε διεκδίκηση που αφορά το πως μας αντιμετωπίζει το Υπουργείο Πολιτισμού και το κράτος. Απλά όσο μεγαλώνεις βιώνεις μια ματαίωση, δεν μπορείς να βασίζεσαι σε προοπτικές. Υπάρχει βέβαια μια νεότερη γενιά που διεκδικεί και ότι μετά την πανδημία μπήκε αρκετός νέος κόσμος γέμισε τα θέατρα. Ίσως λοιπόν αυτά είναι τα στοιχεία μιας θετικής αλλαγής που θα αλλάξει και πράγματα σε ό,τι αφορά τις προτεραιότητες της κοινωνίας για το τι είναι σημαντικό. Αν και για να είμαστε ειλικρινείς σε πρώτη φάση σε ενδιαφέρει να καταθέσεις τη δουλειά σου. Ευτυχές είναι να συναντηθούν αυτά τα έργα με τον κόσμο αλλά αυτό μπορεί να συμβεί, μπορεί και όχι.
– Πέρα από τη Δημοκρατία του Μπακλαβά σε τι άλλο θα σε βρούμε την ερχόμενη περίοδο;
Τρέχει παράλληλα η παράσταση “Το Πάρτυ της Ζωής Μου” που κάνουμε σε συνεργασία με την Ελένη Ράντου και θα προσπαθήσουμε να επαναλάβουμε “Τα Σκυλιά” κατά πάσα πιθανότητα μετά το Πάσχα ώστε να έχουμε μαζί μας τον Cem Uzumoglu. Από εκεί και πέρα υπάρχουν ιδέες για πράγματα που θα βγουν στη σκηνή από του χρόνου, ετοιμάζω μια δουλειά εκτός Ελλάδας για το Μόναχο και μια για Ελλάδα, αλλά δεν έχουν μορφοποιηθεί πράγματα ακόμη, διαβάζω και προσπαθώ να διαμορφώσω τον ακριβή σκελετό.
Ένα πλούσιο βιογραφικό, που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων συνεργασίες με το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, το Εθνικό Θέατρο, το Maxim Gorki Theater στο Βερολίνο και το θέατρο Kammerspiele στο Μόναχο.
Η πετυχημένη εμπειρία παραστάσεων ιδιαίτερων και απαιτητικών, όπως “Το πάρτυ της ζωής μου”, “Η Δημοκρατία του Μπακλαβά”, τα “Σκυλιά”.
Αλλά κυρίως η ακαταπόνητη διάθεση για μια μορφή θεάτρου που παντρεύει το πραγματικό με το φανταστικό είναι αυτή που πυροδότησε τη συνθήκη μιας συζήτησης με τον Ανέστη Αζά με κεντρικούς άξονες τη σχέση του θεάτρου με το κοινό και του ατόμου με την κοινωνία που το ορίζει.
– Η παράσταση παίζει πολύ έντονα μέσα από την σχέση ενός ζευγαριού –μιας Τουρκάλας και ενός Έλληνα- με την ίδια την ιδέα της ελληνικότητας και πως αυτή ετεροπροσδιορίζεται με τον μεγάλο Άλλο, τον γειτονικό λαό. Ξεκινήσατε με αυτή την πρόθεση όταν δημιουργούσατε το έργο ή προέκυψε στην πορεία;
Υπήρχε το δεδομένο της ανάθεσης στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών του 2021, στη λογική της συμπλήρωσης των 200 ετών από την Επανάσταση του 1821. Η Κατερίνα Ευαγγελάτου λοιπόν με προσέγγισε και μου πρότεινε να σκεφτώ κάτι. Πέρασε ένα διάστημα που ήμουν μπερδεμένος με το τι θα κάνω, μου έσκασε η ιδέα να μην προσεγγίσω το όλο ζήτημα ιστορικά αλλά να φτιάξω ένα ψευδοιστορικό παραμύθι, παίζοντας αντίστροφα με τους εθνικούς μύθους. Έτσι καταλήξαμε στη υπόθεση του ζευγαριού που όταν βρίσκει μπροστά του εμπόδιο τον ρατσισμό και τον εθνικισμό μετατρέπει ένα μπακλαβατζίδικο σε ανεξάρτητο κράτος, πυροδοτώντας αντιδράσεις. Και αποφασίσαμε με τη θεατρική ομάδα να το δούμε ως πραγματικότητα, δηλαδή ενώ πρόκειται για μια απολύτως μυθοπλαστική κατασκευή να το αντιμετωπίσουμε ως κάτι αληθινό, γεγονός που για εμάς λειτούργησε πολύ όμορφα θεατρικά. Το ερώτημα βέβαια σε τελική ανάλυση είναι τι είναι πραγματικότητα και τι ψέμα, αν σκεφτείς ότι πήραμε ως βάση αληθινά γεγονότα –όπως το bullying του παιδιού στο σχολείο ,που δεν μου φαίνεται δυστυχώς καθόλου ξένο για το ελληνικό σχολείο- και απλά τα μεγεθύναμε, φτάνοντας σε σημείο σουρεαλισμού.
– Σε ένα έργο που θέτει στο επίκεντρό του κατεξοχήν το ζήτημα του ρατσισμού επιστρέφει το κλασικό ερώτημα για τη σχέση της Τέχνης με τη ζωή και τον κόσμο. Ποια είναι η θέση σου;
Αυτό θέλουμε να πιστεύουμε αλλά όπως βλέπουμε με όλους αυτούς τους πολέμους να εξελίσσονται στη γειτονιές δεν νομίζω πως η Τέχνη μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, μεγαλύτεροι καλλιτέχνες δεν το κατάφεραν. Από την άλλη πλευρά, πιστεύω πολύ στη δύναμη του χιούμορ στο θέατρο σαν αναισθητικό για να πεις σημαντικά πράγματα, για να γίνουν μικρές μετατοπίσεις που είναι πολύτιμες στην μικρή κλίμακα. Επανερχόμενος πάντως στο ερώτημα σου πιστεύω πως ο ρόλος της Τέχνης είναι πρωτίστως και κυρίως θεραπευτικός, να απαλύνει τον πόνο, τις οδύνες μας και να δώσει διέξοδο στις σκέψεις μας.
– Το πιο δύσβατο σκέλος στη διαδικασία της δημιουργίας ποιο ήταν; Η σύλληψη της αρχικής ιδέας, η συγγραφή, η μεταφορά στη σκηνή;
Πάντα αυτού του είδους τα έργα είναι δύσκολα όταν γράφονται, το 1/3 υπάρχει ως αφετηρία όταν ξεκινάς και μετά αυτό το διήγημα που έχεις στο μυαλό σου αναπτύσσεται, δίχως να ξέρεις αν αυτό θα βγει καλό ή κακό. Με τον Μιχάλη Πητίδη, τον βασικό μου συνεργάτη στο έργο, βρισκόμασταν το πρωί, γράφαμε σκηνές και το απόγευμα τις δοκιμάζαμε στις πρόβες, κρατώντας ότι μας λειτουργεί και πετώντας ότι δεν μας κάνει. Και το κολλάζ -η για να είμαι ακριβέστερος ένα live μοντάζ- συμπληρώθηκε με έναν ακόμη συνεργάτη μας που ζει στη Γερμανία, τον Γεράσιμο Μπέκα. Υπάρχουν λοιπόν κάποιοι βασικοί άξονες αλλά στην πρόβα θα πάρουν την μορφή τους τα πράγματα, πράγμα ομολογουμένως risky γιατί το θέατρο υπάρχει πίεση χρόνου.
– Αν μπορούσα να ανιχνεύσω μια κοινή γραμμή μεταξύ της “Δημοκρατίας του Μπακλαβά” και των “Σκυλιών” που είδαμε το περασμένο καλοκαίρι αυτή θα ήταν μια αγάπη για ένα είδος θεάτρου στο μεταίχμιο μεταξύ ρεαλισμού και σουρεαλισμού.
Ναι, πρόκειται για μια προσέγγιση που την ψάχνω δημιουργικά το τελευταίο διάστημα. Προέρχομαι από τον χώρο του κλασικού ντοκιμαντέρ και μετά βρέθηκα να κάνω θέατρο της πραγματικότητας με την “Καθαρή Πόλη”, μια παράσταση με την οποία γυρίσαμε σαράντα χώρες. Από ένα σημείο και μετά ένιωσα την ανάγκη να βρεθεί ένας χώρος ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ και τη μυθοπλασία, τον ρεαλισμό και του σουρεαλισμό, έτσι προέκυψε αυτή η αναζήτηση, για αυτό το λόγο ξεκινάμε ως ομάδα με αφετηρία μια πραγματική συνθήκη, την οποία στη συνέχεια διευρύνουμε σε επίπεδο πλοκής και συμβολισμών. Στα “Σκυλιά” υπήρχε ως αφετηρία ο θάνατος ενός σκύλου, στη «Δημοκρατία του Μπακλαβά» το ελληνοτουρκικό ζεύγος. Από εκεί και πέρα, η βάση «άνοιξε» σύμφωνα με όσα σχεδιάσαμε στην πορεία.
– Η παράσταση έχει ταξιδέψει σε πολλές χώρες. Βλέπεις διαφορά ως προς την πρόσληψη του έργου από χώρα σε χώρα και σε σχέση με την Ελλάδα;
Εδώ γελάνε περισσότερο γιατί είναι πιο οικείες οι αναφορές του κειμένου. Έξω τους παίρνει λίγο χρόνο να προσαρμοστουύν αλλά βοηθούν οι υπότιτλοι. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση ωστόσο το πόσο θετική ανταπόκριση είχαμε στην Τουρκία, μάλιστα το κοινό γελούσε στα ίδια σημεία με το κοινό στην Ελλάδα, οι αντιδράσεις ήταν ακριβώς οι ίδιες. Για αυτό και θέλουμε να ξαναπάμε με τη “Δημοκρατία του Μπακλαβά” στην Τουρκία. Είναι πάντως περίεργο σε τι απόσταση βλέπεις τα πράγματα καθώς απομακρύνεσαι. Με ένα τρόπο επιστρέφω πάλι στην πρώτη μας κουβέντα περί εθνικισμού για να πω ότι η ίδια η ταυτότητα του Έλληνα για παράδειγμα απέκτησε για μένα όταν βγήκα εκτός συνόρων, τότε ένιωσα τη σημασία του να βρίσκεσαι σε στέκια που συχνάζουν άλλοι σαν εσένα, έχεις αφήσει τις σοβινιστικές τοξίνες πίσω σου, σου λείπει ο πυρήνας της πατρίδας, η παιδική σου ηλικία. Εντός συνόρων το να δηλώνεις Έλληνας έχει ταυτιστεί με ένα αναχρονιστικό αφήγημα, που δεν είναι καν συμπεριληπτικό, έχει ταυτιστεί με κάτι που ως ιδέα αποκλείει.
– Μετά από χρόνια παρουσίας στο ελληνικό θέατρο ποιο ιεραρχείς ως το πιο σημαντικό εμπόδιο στην προσπάθεια ενός δημιουργού να κάνει Τέχνη;
Να βρει παραγωγή, χρήματα για να ολοκληρώσει την ιδέα του με τους σωστούς όρους. Ασφαλώς είναι αλληλένδετο με αυτό το πως αντιμετωπίζει η Πολιτεία τον καλλιτεχνικό κόσμο και τον πολιτισμό σε μια πιο γενική κλίμακα. Οι θεσμοί είναι λίγοι ποσοτικά για να καλύψουν όλο το φάσμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας και το σύστημα των επιχορηγήσεων για να καλύψει τις πραγματικές ανάγκες. Οπότε έχεις ένα περιβάλλον γενικευμένης μιζέριας που δεν ξέρω πότε θα λυθεί, αυτή η σταθερά μας συνοδεύει από τα τέλη των 90s όταν ξεκινούσα εγώ. Είμαστε λίγο αφημένοι στην τύχη μας και η συνθήκη ποτέ δεν ήταν ευνοϊκή, οπότε όταν ξεκινάς έχεις το δεδομένο μιας ασυμμετρίας ανάμεσα σε αυτό που επιθυμείς να παράξεις και στις δυνατότητες που σου δίνονται. Δεν λέω ασφαλώς ότι δεν υπάρχει ανάγκη να γίνουν αγώνες και θα στηρίξω κάθε διεκδίκηση που αφορά το πως μας αντιμετωπίζει το Υπουργείο Πολιτισμού και το κράτος. Απλά όσο μεγαλώνεις βιώνεις μια ματαίωση, δεν μπορείς να βασίζεσαι σε προοπτικές. Υπάρχει βέβαια μια νεότερη γενιά που διεκδικεί και ότι μετά την πανδημία μπήκε αρκετός νέος κόσμος γέμισε τα θέατρα. Ίσως λοιπόν αυτά είναι τα στοιχεία μιας θετικής αλλαγής που θα αλλάξει και πράγματα σε ό,τι αφορά τις προτεραιότητες της κοινωνίας για το τι είναι σημαντικό. Αν και για να είμαστε ειλικρινείς σε πρώτη φάση σε ενδιαφέρει να καταθέσεις τη δουλειά σου. Ευτυχές είναι να συναντηθούν αυτά τα έργα με τον κόσμο αλλά αυτό μπορεί να συμβεί, μπορεί και όχι.
– Πέρα από τη Δημοκρατία του Μπακλαβά σε τι άλλο θα σε βρούμε την ερχόμενη περίοδο;
Τρέχει παράλληλα η παράσταση “Το Πάρτυ της Ζωής Μου” που κάνουμε σε συνεργασία με την Ελένη Ράντου και θα προσπαθήσουμε να επαναλάβουμε “Τα Σκυλιά” κατά πάσα πιθανότητα μετά το Πάσχα ώστε να έχουμε μαζί μας τον Cem Uzumoglu. Από εκεί και πέρα υπάρχουν ιδέες για πράγματα που θα βγουν στη σκηνή από του χρόνου, ετοιμάζω μια δουλειά εκτός Ελλάδας για το Μόναχο και μια για Ελλάδα, αλλά δεν έχουν μορφοποιηθεί πράγματα ακόμη, διαβάζω και προσπαθώ να διαμορφώσω τον ακριβή σκελετό.