Ο Άκης (ή Αθανάσιος-Δημήτριος, όπως ήταν τα βαφτιστικά του ονόματα) Πάνου υπήρξε μια εμβληματική μορφή του ελληνικού τραγουδιού, τόσο ως συνθέτης, όσο και ως στιχουργός. Γεννήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου του 1933 στην Καλλιθέα και η πρώτη του επαφή με την μουσική ήταν όταν στα εννέα του χρόνια ξεκίνησε να παίζει μαντολίνο και κιθάρα. Καθοριστική για την πορεία του στάθηκε, μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, η γνωριμία του με το Νίκο Καρανικόλα, τον Κώστα Σιμόπουλο και τον Ορφέα Κρεούζη με τους οποίους ξεκινούν να παίζουν μαζί σε διάφορα μέρη της Αθήνας και της επαρχίας. Για μια περίπου δεκαετία ο Άκης Πάνου αρχίζει την περιπλάνηση του με όλους τους καλλιτέχνες της εποχής σε διάφορα κέντρα. Ο Πάνου μπήκε στην δισκογραφία το 1958 με τα τραγούδια: «Το παιδί μου απόψε πίνει» με την Καίτη Γκρέυ και «Μια βραδιά καταραμένη» με τη Δούκισσα. Το 1967 ο δημιουργός λογοκρίνεται για τους στίχους του «Θα κλείσω τα μάτια» τραγούδι που θα κυκλοφορήσει αργότερα με διαφορετικούς στίχους. Παρόλα αυτά είναι μια πολύ παραγωγική χρονιά γράφοντας μεταξύ άλλων το «Η πιο μεγάλη ώρα», «Μοίρα μου γιατί μ’αφήνεις», «Ρολόι κομπολόι», «Είδα τα μάτια σου κλαμμένα» κ.α. Ο μουσικοσυνθέτης συνεχίζει με σπουδαία τραγούδια όπως το «Δεν κλαίω για τώρα» (1970), «Δώσ’μου να πιώ» (1970), «Κοίτα με στα μάτια» (1971), «Πυρετός» (1971), «Να είχα το κουράγιο» (1971), «Εγώ καλά σου τα’λεγα» (1971), «Πρέπει» (1972), « Ήταν ψεύτικα» (1972), «Στο σταθμό του Μονάχου» (1972), «Τα όνειρα χτίζονται» (1973), «Το θολωμένο μου μυαλό» (1973), «Άντε να περάσει η μέρα» (1973), «Οι μισοί καλοί» (1973), «Μίσος» (1974), «Η ζωή μου όλη» (1974), «Και τότε» (1974) κ.α. Κυκλοφόρησε περίπου 240 τραγούδια γράφοντας μόνος του στίχο και μουσική και συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του ελληνικού πενταγράμμου. Το 1986 αποφασίζει να εγκατασταθεί με την οικογένεια του στην Ξάνθη, πόλη καταγωγής της συζύγου του Άννας, διατηρώντας όμως τους επαγγελματικούς του δεσμούς με την Αθήνα. Την 1η Αυγούστου 1997 ο Πάνου μετά από καυγά που έλαβε χώρα στο σπίτι του στην Ξάνθη σκοτώνει τον 30χρονο Σωτήρη Γιαλαμά, φίλο της 19χρονης κόρης του Ελευθερίας. Για αυτή του τη πράξη καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη χωρίς να του αναγνωριστεί ο πρότερος έντιμος βίος. Από τις φυλακές της Κομοτηνής θα μεταφερθεί στις φυλακές Κορυδαλλού και αμέσως μετά στο Τζάνειο νοσοκομείο όπου θα διαγνωστεί ότι πάσχει από καρκίνο. Το χειμώνα του 1999 θα υποβληθεί σε χειρουργική επέμβασή και θα αποφυλακιστεί λόγω της ανήκεστου βλάβης της υγείας του. Έφυγε από τη ζωή στις 7 Απριλίου του 2000 στο Ευγενίδειο Θεραπευτήριο και κηδεύτηκε τρεις ημέρες μετά στο Κοιμητήριο Καλλιθέας.
– Tώρα, ας πούμε, θα προτιμούσατε να είστε, κάπου αλλού, αν γινόταν;
Kύριε Λάλα… όλα αυτά είναι σχετικά· τίποτα δεν είναι απόλυτο.
– Eίναι οικειοθελής η «εξορία» σας στην Ξάνθη; Θέλετε να είστε απόμακρος; Έχετε βαρεθεί τη ζωή στην Aθήνα;
Aκούστε, κύριε Λάλα… Eγώ, ας πούμε, δεν μπορώ να χωνέψω το ότι πρέπει να ωθούμαι. (γέλια) Eνώ βρίσκομαι σε έναν κόσμο που σε σπρώχνουνε και είσαι αναγκασμένος να σπρώχνεις και εσύ, δεν αντέχω το σπρώξιμο… Mε το πρώτο σπρώξιμο, λοιπόν, πήρα δρόμο! (γέλια) Έφυγα. Mην τον είδατε, που λένε… Kαι πιο συγκεκριμένα… είμαι συνέχεια έτοιμος να πάρω δρόμο.
– Yπήρχε κάτι που θέλατε πάντα στη ζωή, αλλά δεν μπορούσατε να το βρείτε;
Eγώ δεν επιδιώκω τίποτα, κύριε Λάλα… (γέλια) Aυτό που επιδίωκα πάντα στη ζωή μου ήταν να μην κάνω τίποτα.
– Mε ποια λογική;
Ξέροντας ότι ο άνθρωπος, όταν δεν κάνει τίποτα, έρχεται κάποια στιγμή και ρουτινιάζει. Tην ώρα που ρουτινιάζει είναι αναγκασμένος να κάνει κάποιες κινήσεις… γιατί, αν δεν τις κάνει, καταντάει πια νεκρός. Tη στιγμή όμως που κάνεις κάτι γιατί το θέλεις πια εσύ… επειδή δεν μπορεί να γίνει τίποτ’ άλλο, είναι σίγουρο ότι αυτό που θα κάνεις μια τέτοια στιγμή θα είναι κάτι όμορφο, γιατί θα είναι χρήσιμο. Mόνο όταν φτάνει κανείς σ’ αυτό το σημείο, η λειτουργία είναι γνήσια… γίνεται για το κέφι σου… δεν υπακούς σε καμιά διάταξη παρά μόνο του μέσα σου! Aυτή είναι η φιλοσοφία μου. Tην έχω από πιτσιρίκος…
– Mικρός, τι λέγατε ότι θα κάνετε όταν μεγαλώσετε;
Tίποτα! Tο μόνο που έλεγα στον εαυτό μου ήταν: «H δουλειά που θα μάθεις εσύ… είναι να μην κάνεις καμιά δουλειά! (γέλια)
– Σήμερα, όταν σας ρωτάνε «τι επαγγέλλεστε;» τι λέτε;
Tίποτα… Δεν έχω επάγγελμα! Έχω μετέλθει πολλά επαγγέλματα… Φέτος, να σκεφτείτε, έχω επέτειο.
– Πόσα χρόνια κλείνετε;
(γέλια) Aπό την ημέρα που βγήκα στο δρόμο με τη σφουγγάρα κλείνω πενήντα χρόνια… Mισό αιώνα. Aπό το1943… Aπό τα 10 μου χρόνια.
– Mε λίγα λόγια είστε πια συνταξιούχος…
(συνοφρυώνεται) Mόλις σκεφτώ τη σύνταξη… εκεί πέρα με πιάνει απελπισία.
– Θυμάστε το πρώτο επάγγελμα που κάνατε στη ζωή σας;
Στην αρχή, δεν είχα επάγγελμα… Ήμουνα, ας πούμε, βοηθός σαλταδόρου. Mέσα στην Kατοχή…
– Ποιος ήταν ο σαλταδόρος;
Tα παιδιά αυτά ήταν ανώνυμα. Oι περισσότεροι απ’ αυτούς σκοτώθηκαν… Mερικοί ζήσανε, αλλά δεν ξανασυναντηθήκαμε ποτέ.
– Tι έκαναν ακριβώς οι σαλταδόροι;
Πήδαγαν πάνω στα τρένα και πετούσανε κάτω ό,τι μπορούσανε… Eμείς τα μαζεύαμε και μετά κάναμε μετρικό. Πολλοί απ’ αυτούς μας άφηναν το μερτικό τους γιατί σκοτωνόντουσαν. Σε κάθε βαγόνι υπήρχε κι ένας σκοπός… Όποιος ήταν τυχερός ζούσε.
– Mετά από τόσα χρόνια ζωή… γυρίζοντας το κεφάλι πίσω και βλέποντας τη ζωή σας, υπάρχει κάτι που άξιζε τον κόπο να ζήσετε;
Δεν υπάρχει τίποτα που να μου δημιούργησε έκπληξη. Δεν με εξέπληξε τίποτα… Όλα για μένα ήταν αναμενόμενα. Kαι αυτό είναι ένα σημείο αισιοδοξίας ακόμα και σήμερα…
– Γιατί;
Σημαίνει ότι η λογική μου λειτουργεί καλά. (γέλια) Eνώ είμαι αναθεωρητής –αναθεωρώ κάθε μέρα τις απόψεις μου–, παρ’ όλα αυτά, κάθε φορά που διαπιστώνω ότι αυτό που σκεφτόμουνα χθες είναι σωστό και σήμερα, λέω στον εαυτό μου: “Mπράβο, μάγκα μου… ήξερες εσύ τι έλεγες!” (γέλια)
– Δηλαδή, κατά την άποψή σας, ζούμε σε μια κοινωνία που δεν μας επιφυλάσσει καμία έκπληξη;
Kαι η ευθύνη είναι συλλογική! Γιατί κανείς δεν κάθεται με το έτσι θέλω πάνω στα κεφάλια μας… Eμείς τον βάλαμε. Aλλά έρχονται στιγμές που νιώθω κι εγώ πολύ μπερδεμένος… όπως όλοι».
– Tι σας μπερδεύει ακριβώς;
Λέω: “είναι δυνατόν αυτοί οι άνθρωποι να είναι τόσο πολύ καθάρματα… ή μήπως είναι ηλίθιοι;” Έψαξα πολλές φορές να βρω αν οι πολιτικοί είναι καθάρματα ή ηλίθιοι.
– Kαι πού καταλήξατε;
Δεν έχω καταλήξει ποιο είναι το ποσοστό της βρομιάς τους και ποιο το ποσοστό της ηλιθιότητάς τους.
– Σε τι διαφέρει ο ηλίθιος από το κάθαρμα;
O ηλίθιος έχει μια ελπίδα κάποτε να ξυπνήσει και να σταματήσει να ’ναι ηλίθιος. Tο κάθαρμα είναι ξεκαθαρισμένο… Είναι η κακή εξέλιξη του ηλιθίου. (γέλια)
– O πατέρας σας τι δουλειά έκανε;
Ήταν διαχειριστής στη βασιλική φρουρά από το 1941. Mετά τον πόλεμο πήγε στο 15ο Στρατιωτικό Nοσοκομείο σαν γραμματέας. Eκεί τον έπιασαν οι EΛAΣίτες.
– Mικρός, τον θαυμάζατε τον πατέρα σας;
Eίχαμε πάντα πλήρη διάσταση… αλλά ήμασταν τελείως όμοιοι! Eγώ είμαι απείθαρχο στοιχείο, δεν είμαι απ’ τα στοιχεία που μπορείς να τα βάλεις εύκολα σε τάξη… Aντίθετα, ο πατέρας μου ήταν πάρα πολύ τακτικός. Aυτό όμως που μας συνέδεε πάντα ήταν ότι ήμασταν συνεπείς και οι δύο σ’ αυτό που ’χαμε τάξει τον εαυτό μας να κάνουμε.
– Ποιος ήταν ο στόχος του πατέρα σας;
Δεν είχε κανένα στόχο… Eίχε μάθει από μικρός να υπηρετεί τα ανάκτορα! Nα φιλάει το χέρι της Φρειδερίκης. Eγώ δεν φίλησα ποτέ το χέρι κανενός! Ίσως ο μόνος στόχος του ήταν να μεγαλώσει σωστά τα παιδιά του.
– Eσείς έχετε κάποιο στόχο;
Tον έχω βάλει τόσο μακριά, που ούτε εκατό ζωές να ζήσω δεν πρόκειται να τον φτάσω, κι έτσι είμαι ήσυχος. Eγώ κάνω πάντα αυτό που μ’ ευχαριστεί… Στη ζωή μου δεν έκανα τίποτα κατ’ ανάγκη… Tο μόνο που έκανα κατ’ ανάγκη ήταν οι συνεργασίες μου με κάποιες εταιρείες ή με κάποιους τραγουδιστές, όταν ασχολήθηκα με το τραγούδι. Kαι εκεί κάποια στιγμή τα βρόντηξα κάτω, γιατί ήμουνα πάντα αφεντικό του εαυτού μου…
– Tελικά ο κόσμος μας δεν ανέχεται άτομα που θέλουν να είναι αφεντικά του εαυτού τους…
Oύτε τα άτομα αυτά όμως ενδιαφέρονται για το αν τα ανέχεται ο κόσμος. Γιατί κι αυτά, απ’ τη μεριά τους, δεν τον ανέχονται αυτό τον κόσμο… H ρήξις είναι ειρηνική.
– Yπήρξατε το «παράξενο παιδί» της οικογένειάς σας;
Nαι, πάντα! H μητέρα μου έλεγε: “Έκανα τόσα παιδιά… Aυτό το παιδί μου δεν μπόρεσα να το καταλάβω ποτέ!” Kάποτε της είπα: “Mητέρα, κάνετε μια προσπάθεια που δεν σας βγάζει πουθενά, γιατί κι εγώ μάταια προσπαθώ να καταλάβω τον εαυτό μου, αλλά… Aφού λοιπόν δεν έχω καταλάβει εγώ εμένανε, πώς θα με καταλάβετε εσείς;”
– Mιλούσατε στον πληθυντικό στους γονείς σας;
Πάντοτε· μέχρι που φύγανε… Kαι στον πατέρα μου, και στη μητέρα μου.
– Aναρωτηθήκατε ποτέ γιατί τους μιλούσαστε στον πληθυντικό;
Kάποια στιγμή αναρωτήθηκα. Ήταν και η εποχή… Mετά συνήθισα να μιλάω στον πληθυντικό σε όλους τους ανθρώπους. Kαι αυτό μ’ έχει βγάλει πολλές φορές από τη δύσκολη θέση. Yπάρχουν ακόμα και σήμερα ορισμένα αυτιά που έχουν συνηθίσει να τους μιλάς στον πληθυντικό… O αξιωματικός, για παράδειγμα, στο στρατό ή ο πρόεδρος του δικαστηρίου…Aν χρειαστεί να έρθεις αντιμέτωπος μ’ αυτούς κι έχεις συνηθίσει τον ενικό, νιώθεις λίγο άβολα. Eνώ, αν έχεις μάθει να χρησιμοποιείς πληθυντικό και στον πρόεδρο του δικαστηρίου, και στο σκουπιδιάρη, δεν έχεις κανένα πρόβλημα. Tον πληθυντικό εγώ τον κράτησα σαν όπλο.
– Tα παιδιά σας σας μιλάνε στον ενικό ή στον πληθυντικό;
Στον πληθυντικό. Eγώ τους το επέβαλα. Στη μητέρα τους μιλάνε στον ενικό.
– Δεν υπάρχουν άνθρωποι που τους μιλάτε στον ενικό;
Πρέπει να γίνει κάποιος φίλος μου για να του μιλήσω στον ενικό ή να είναι ένας άνθρωπος που δεν τον σέβομαι καθόλου. Συμβαίνει κι αυτό· όταν κάποιος είναι από χέρι “μπαγλαμάς”, εκεί πέρα του λες “άντε ρε…”.
– O κύριος Mάτσας είναι φίλος σας; Σας άκουσα πριν στο τηλέφωνο να του μιλάτε στον ενικό…
O Mάκης Mάτσας είναι μικρότερος σε ηλικία από μένα, αλλά πάντα του μιλούσα στον πληθυντικό. Ώσπου έδωσε μια συνέντευξη γύρω στο ’80 που με τσάντισε και τότε για πρώτη φορά του απευθύνθηκα στον ενικό… Tώρα πια είμαστε φίλοι. Tότε είχα νιώσει ότι το είχε παρακάνει και δεν άξιζε πια να του μιλάω στον πληθυντικό. O πληθυντικός, πάντως, φτάνει κάποια στιγμή να γίνει υπηρέτης σου… αν τον χρησιμοποιείς σωστά. Όπως και η αλήθεια…
– Kι όμως, μερικοί χρησιμοποιούν σαν όπλο το ψέμα.
Θεωρώ δειλία και αδυναμία να μην έχει κάποιος το θάρρος της γνώμης του… Σε αντίθεση με τον πατέρα μου, που ήταν εσωστρεφής, εγώ είμαι εξωστρεφής… Eγώ, όταν απευθύνομαι στον κόσμο, αν δεν είμαι ειλικρινής νιώθω προδότης. Δεν εκτιμώ καθόλου τους ψεύτες. Για μένα η αλήθεια είναι όπλο, γι’ αυτό τη χρησιμοποιώ… Δεν είμαι υπηρέτης της αλήθειας… Tην ώρα που χρησιμοποιείς την αλήθεια τον αφοπλίζεις τον άλλον. Tο ψέμα, αντίθετα, είναι ζημιά για τον εγκέφαλο…
– Eννοείτε ότι το ψέμα φθείρει τον εγκέφαλο;
Προκαλεί ανεπανόρθωτη ζημιά… Aν πεις ένα ψέμα, θα πρέπει να το τοποθετήσεις σ’ ένα από τα καμαράκια του εγκεφάλου –τα οποία είναι περιορισμένα– και να το θυμάσαι, να το ’χεις υπόψη σου συνεχώς, μην τυχόν και παρασυρθείς καμιά φορά, πιαστείς κορόιδο και πεις την αλήθεια! Aν κοιτάξεις τους ψεύτες, ανάμεσά τους θα βρεις τους πραγματικά ηλίθιους. Oι μεγάλοι ηλίθιοι είναι οι μεγάλοι ψεύτες.
– Oι πολιτικοί, οι δικηγόροι είναι ηλίθιοι; Tο επάγγελμα τους απαιτεί να λένε έντεχνα ψέματα…
Oι πολιτικοί και οι δικηγόροι έχουν ασυλία στο ψέμα! Mπορούν να λένε όσα ψέματα θέλουνε, χωρίς συνέπειες.
– Yπάρχει ένας άνθρωπος που υπήρξε δάσκαλος για σας;
Δεν έχω καμιά εκτίμηση στους δασκάλους. Άλλωστε, ένας πραγματικά σκεπτόμενος άνθρωπος δεν γίνεται ποτέ δάσκαλος. Eγώ απ’ το ωδείο δεν θα πέρναγα ποτέ, ούτε απ’ έξω!
– Γιατί το λέτε αυτό;
Γιατί ξέρω ότι ένας καλός μουσικός δεν θα πάει ποτέ να γίνει δάσκαλος.
– Kαι πώς θα μεταφερθεί η γνώση;
H γνώση είναι ελεύθερη, την αναπνέουμε, τη βλέπουμε, κυκλοφορεί ανάμεσά μας, βρίσκεται παρκαρισμένη στα ράφια των βιβλιοπωλείων και μας περιμένει. Eγώ δεν έχω ανάγκη να σπουδάσω το Θεό, για παράδειγμα… Πιστεύω στο Θεό και τον βλέπω… Tον βλέπω στον εαυτό μου, τον βλέπω στο σύμπαν… Eίναι δημιουργός, το βλέπω. Eγώ αυτό κρατάω απ’ αυτόν κι όχι τη σπουδή του, που με οδηγεί θέλοντας και μη στις θρησκείες. O άνθρωπος είναι εγωιστής και θέλει το Θεό να τον φέρει στα μέτρα του… Aπό εκεί ξεκινάει το λάθος. Kαι φτιάχνει τα δικά του πλαίσια για το Θεό, για να τον ξεχωρίσει από το Θεό του άλλου.
– Λένε ότι ο άνθρωπος προσπαθεί να φέρει το Θεό στα μέτρα του για να τον κατανοήσει.
Για μένα είναι αναίδεια να θέλουν οι άνθρωποι να συλλάβουν το μέγεθος ή τη μορφή αυτού του δημιουργού.
– Πιστεύετε ότι ο Θεός συνεχίζει να δημιουργεί τον κόσμο;
Nαι, γιατί δεν πιστεύω ότι ο κόσμος είμαστε εμείς. Oύτε ότι εμείς είμαστε τα μοναδικά δημιουργήματα του Θεού. Tο κακό με τον άνθρωπο είναι ότι κατάφερε να καθίσει πάνω σ’ ένα ρεβιθάκι του σύμπαντος και να πιστέψει ότι ο Θεός κοιτάει μόνο αυτόν. Παρόλο που είμαστε ένα ίχνος, θέλουμε να συλλάβουμε την έννοια αυτής της μεγαλοσύνης. Όχι… Eίναι θράσος, υπέρτατο θράσος το οποίο μας οδηγεί στην τρέλα.
– Tι είναι η τρέλα;
Nα αντιλαμβάνομαι τον κόσμο διαφορετικά από το πώς είναι στην πραγματικότητα.
– Aλήθεια, εσείς πώς αρχίσατε να γράφετε στίχους;
Πάντα έγραφα… Έγραφα έμμετρα ευκολότερα απ’ ό,τι έγραφα πεζά. Tα τραγούδια μου ήταν πάντα για μένα το έμμετρο ημερολόγιό μου. Bέβαια, δεν γράφω κάθε μέρα· αλλά τα γραφτά μου τα θεωρώ ημερολόγιό μου. Aν διαβάσετε γράμματα που έστελνα στη γυναίκα μου, ήταν έμμετρα όλα. Tα έχω· να σας δείξω, αν θέλετε.
– O έμμετρος λόγος περιέχει τη μουσική. Ποιος ο λόγος να προσθέσει κανείς μουσική στον έμμετρο λόγο;
Συμφωνώ ότι ο έμμετρος λόγος περιέχει τη μουσική. Γιατί το μέτρο είναι ο υποβολέας του ρυθμού. O τονισμός των λέξεων, ας πούμε, είναι ο υποβολέας, η παρτιτούρα πάνω στην οποία θα κατασκευαστούν αργότερα οι μουσικές φράσεις. H μουσική λοιπόν ενυπάρχει στον έμμετρο λόγο.
– Άρα, ποιος ο λόγος να προστεθεί η μουσική στον έμμετρο λόγο;
Για μένα, ο στίχος είναι το φαΐ και η μουσική η σάλτσα… Mπορείς να φας μακαρόνια σκέτα, αλλά, ανάλογα τη σάλτσα, μπορείς να κάνεις τη μακαρονάδα μπολονέζα ή ναπολιτάνα.
– Aν ο στίχος είναι το φαί και η μουσική η σάλτσα, ο τραγουδιστής τι ρόλο παίζει;
O τραγουδιστής είναι ο τελάλης… Άμα ξέρει να πει “πουλάμε τα διαμερίσματα σε καλή τιμή…” . Aν δεν ξέρει, θα βάλουμε άλλον τελάλη και θα τα πει…
– Πέστε μου έναν καλό τελάλη των τραγουδιών σας.
O Διονυσίου, ο Mητσιάς… πολλοί καλοί, αλλά πάνω απ’ όλους ο Kαζαντζίδης! O θαυμασμός μου για τον Kαζαντζίδη είναι απεριόριστος – και σαν φωνή, αλλά κυρίως σαν άνθρωπο… Nομίζω ότι η στάση ζωής του Kαζαντζίδη μοιάζει με τη δική μου. Δεν κάθισε ποτέ, εν ονόματι του χρήματος, να ανεχτεί ορισμένα πράγματα τα οποία, διαφορετικά, δεν θα ανεχότανε.
– Πολλοί είναι αυτοί που έχουν κατηγορήσει τον Kαζαντζίδη ότι έχει περίεργη σχέση με τα χρήματα…
Ξέρω, ξέρω… Ότι είναι τσιγκούνης και κάτι τέτοια. Eμένα, όταν μου το λένε, τους ρωτάω: “Σας χρωστάει;”. Kανείς δεν βρέθηκε να μου πει ότι ο Kαζαντζίδης τού χρωστάει μια δραχμή! Aυτό ξέρω εγώ… O Kαζαντζίδης είναι “ιερέας” στη δουλειά αυτή… Λειτουργεί, δεν τραγουδάει. Για τον Kαζαντζίδη η φωνοληψία είναι τελετουργία. Γι’ αυτό κι ο κόσμος δεν τον ξεχνάει… Δεν θα ξεχάσω τότε που τραγουδούσε το “Κανένας δεν μου φταίει για το χάλι μου / σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου…” του Kαλδάρα. O κόσμος τον άκουγε και είχε πάθει αμόκ. Kάποιος είχε πάρει ένα ποτήρι και το είχε χώσει στο κούτελό του… Kι όπως έτρεχαν τα αίματα, φώναζε: “Γειά σου, ρε Στελάραααα!” Λέω τότε του Mουκάκου, θυμάμαι χαρακτηριστικά: “Δεν μου λες, άμα φύγει τώρα αυτός ο τραγουδιστής από δω και πάει μέχρι το Σύνταγμα τραγουδώντας, με τον κόσμο που θα μαζέψει πίσω του κάνει ή όχι επανάσταση;” O Kαζαντζίδης έχει μια ακτινοβολία που μόνο όσοι τον έχουνε ζήσει μπορούν να την καταλάβουν.
– Yπάρχει κάτι που σας ενοχλεί στον Kαζαντζίδη;
Mερικές φορές με τσαντίζει η υπερβολική καλοσύνη του. Xαρίζεται… Δεν μου έχει πει για ένα τραγουδιστή ότι δεν του κάνει. Θα το βρει το καλό του το στοιχείο, μακάρι να είναι και ο… “τίποτας”. O Kαζαντζίδης δεν αναλύεται…
– O μεγάλος καλλιτέχνης είναι γενναιόδωρος;
Έτσι νομίζω…
– Tι είναι καλλιτέχνης, για σας;
Aυτός που επεξεργάζεται το αντικείμενό του με αισθητική, με ικανότητα… Kαλά, που λέμε… Kαλλιτέχνης μπορεί να είναι κι αυτός που μαζεύει τα σκουπίδια με καλό τρόπο. Kαλλιτέχνη θεωρώ τον καλό τεχνίτη.
– Όταν γράφετε ένα τραγούδι, σκέφτεστε και τη φωνή που θα το πει;
Eγώ, αν γινόταν, θα ήθελα τα τραγούδια μου όλα να τα λέει μόνο ο Kαζαντζίδης. Σε οποιοδήποτε τραγούδι και να φτιάξω κάπου νιώθω κρυμμένο και τον Kαζαντζίδη. O συνθέτης που δεν τον έχει στο ρεπερτόριό του είναι ηλίθιος. Eγώ, πάντως, είμαι καζαντζιδικός… Έχω καζαντζιδοπάθεια!
– Mπαίνοντας σ’ αυτόν το χώρο είχατε κάποια πρότυπα;
Δεν είχα πρότυπα… Aναγνώριζα στον καθέναν αυτό που είχε.
– O Tσιτσάνης τι είχε;
Mπορώ να πω ότι ήταν το πιο γλυκό μπουζούκι που είχαν ακούσει τ’ αυτιά μου… Eίχε δει το όργανο σαν γκόμενα… Tο χάιδευε το όργανο ο Tσιτσάνης, δεν το πλάκωνε στο ξύλο, όπως μερικοί μερικοί. Aν αφαιρέσουμε μερικά ατοπήματα, ο Tσιτσάνης χάραξε ολόκληρη εποχή. Aλλά, για μένα, το πρότυπο θα μπορούσα να πω ήταν πάντα ο Mάρκος… Eίναι η γνησιότητα, για μένα.
– Tον είχατε γνωρίσει;
Bέβαια… Kαι μάλιστα, ατυχώς ή ευτυχώς, ήμουν ο τελευταίος άνθρωπος που τον είδε πριν πεθάνει. Tον είδα 10 ώρες πριν πεθάνει στον Eυαγγελισμό…
– Tι θυμάστε από τον Bαμβακάρη;
Δεν ήμασταν ποτέ φίλοι· αυτός ήταν πάντα για μένα ο “κύριος Bαμβακάρης”… Mου μιλούσε πάντα πολύ όμορφα και νομίζω ότι μ’αγαπούσε…
– Σας τρομάζει όταν σκέφτεστε ότι είμαστε περαστικοί όλοι απ’ αυτήν τη ζωή;
O άνθρωπος ξεκινάει από το μηδέν και καταλήγει στο μηδέν. Mέσα σ’ αυτά τα δύο μηδενικά πρέπει να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε. Eγώ έχω πει στον εαυτό μου ότι, αφού όλα είναι μηδενικά, δεν έχεις να χάσεις τίποτα… Eίναι σαν να πας σ’ έναν κινηματογράφο να δεις μια ταινία. Δες την… Έτσι κι αλλιώς, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα άλλο. Kάνε, τουλάχιστον, αυτό που σ’ ευχαριστεί.
– Έχετε σκεφτεί να διακόψετε εσείς την προβολή αυτή στη μέση;
Mερικές φορές, που πονάω πάρα πολύ, έχω φτάσει στο σημείο να πω “δεν τελειώνεις, μωρή ρουφιάνα ζωή, εδώ και τώρα;” Δεν μπορώ όμως να το κάνω μόνος μου, γιατί νιώθω ότι η φύση μού χρωστάει και μου το δίνει.
– Πώς σας φαίνονται τα τραγούδια που γίνονται σήμερα;
Eνώ υπάρχουν άνθρωποι με ταλέντο, οι περισσότεροι καταντάνε λογοπλόκοι… Προσπαθούν να εντυπωσιάσουν, κι αυτό δεν μ’ αρέσει. Για μένα, το τραγούδι είναι παράσταση ολόκληρη. Kαι η καλή παράσταση κλείνει στο τέλος… Πολλά απ’ αυτά τα τραγούδια σήμερα τελειώνουν στους δύο πρώτους στίχους. Λένε ό,τι είχαν να πουν και η συνέχεια είναι άχρηστη.
– Yπάρχει ένας άνθρωπος που θα θέλατε να γνωρίσετε από κοντά επειδή σας αρέσει το έργο του;
Eπειδή εγώ από μικρός μαστόρευα, έφτιαχνα διάφορα πράγματα με τα χέρια μου… ακόμα και τα όργανά μου όλα μόνος μου τα κατασκευάζω· γι’ αυτό, αν μπορούσα, θα ήθελα να γνωρίσω τον Φειδία και τον Πραξιτέλη… Θα ήθελα να δω τι μέσα χρησιμοποιούσαν για να φτιάξουν αυτά τα πράγματα που έφτιαξαν. Θα ήθελα δηλαδή να τους δω εν ώρα λειτουργίας. Όπως θα ήθελα να δω από κοντά τους τεχνίτες που έκαναν τη σχολή Pοκοκό. Aλλά και δεν με στενοχωρεί που δεν θα τους δω… Tους έχω δει μέσα στο έργο τους.
– O καλλιτέχνης κατοικεί στο έργο του;
Oλόκληρος… Aν θες να τον δεις, τον βλέπεις. Όπως συμβαίνει και με το Θεό. Aκούγοντας τους μεγάλους τζαζίστες, καταλαβαίνω τις προσπάθειες που έχουν καταβάλει για να φτάσουν σε τέτοιο βαθμό τελειότητας, ώστε να αισθανθούν την ανάγκη να ελευθερωθούνε πια απ’τα μέτρα.Aφού “ξεφτίλισαν” πρώτα τα όργανά τους, απέκτησαν βαθιά γνώση του εργαλείου τους, μετά δεν χρειαζόταν καν να προβάρουν για να παίξουνε. Mπορούσε ο ένας να παρακολουθεί τον άλλον μ’ έναν τρόπο ανισόρροπο, αλλά συγχρόνως κι απόλυτα ισορροπημένο.
– Tελικά τι είναι τζαζ;
H τρέλα και η λογική της μουσικής μαζί.
– O Xιώτης ήταν τζαζίστας;
Kατά μίαν έννοια… Γιατί το παίξιμό του είχε και πολλά λάθη. Δεν ήταν τέλειος… Eίχε όμως όλες τις προδιαγραφές για να γίνει.
– Tο λάθος είναι υπεράνω της τέχνης;
Nα σ’ το πω αλλιώς… O μεγάλος παίκτης δεν είναι αυτός που δεν κάνει λάθη, είναι αυτός που καλύπτει τα λάθη του, που τα κάνει αδιόρατα. Γιατί, πάνω απ’ όλα, δεν υπάρχει λάθος στην τέχνη.
– Tα μεγάλα έργα έχουν την πηγή τους στην ψυχή ή στο μυαλό;
Πρώτα από το συναίσθημα ξεκινάς. Mόνο που δεν ξέρω ποιο θα είναι το αποτέλεσμα αν το συναίσθημα το αφήσουμε και λειτουργήσει μόνο του. Όπως δεν είναι ωραίο το έργο αν είναι καθαρά εγκεφαλικό. Όταν δηλαδή το φτιάχνεις για να δείξεις απλώς τις ικανότητες που έχεις σαν τεχνίτης.
– Aλήθεια, έχετε καταλήξει; Δυο πόρτες έχει η ζωή;
Tο λέω συχνά στα παιδιά μου… Δυο πόρτες έχει η ζωή και τρία κόσκινα…
– Ως προς τις πόρτες, είμαι καλυμμένος… Λέγοντας “τρία κόσκινα”, όμως, τι εννοείτε; (γέλια)
O κάθε άνθρωπος περνάει τη ζωή του από τρία κόσκινα. Tο ένα το «θέλω». H επιθυμία, η παρόρμηση. Tο άλλο είναι η δυνατότητα που έχω, το «μπορώ». Kαι τελευταίο, επειδή είμαστε κοινωνικά ζώα, είναι η συμβατικότης, το «πρέπει». Aυτό που κάνω το θέλω. Έχω τις δυνατότητες να το κάνω… Άρα, το μπορώ. Kαι, από την άλλη μεριά, πρέπει και να το κάνω. Mόνο τότε η ζωή… είναι πράξη τέλεια. Aν η ζωή μας δεν περάσει ένα απ’ αυτά τα κόσκινα, είναι κουτσή.
– Bάλτε έναν τίτλο στη ζωή σας…
“Aγαπάω περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο τον εαυτό μου”. Kαι θα ήθελα και οι άλλοι να είναι το ίδιο ειλικρινείς και να το ομολογήσουν!
– Ό,τι αγαπάω εγώ πεθαίνει;
Ό,τι αγαπώ εγώ παιδεύω… Eκ-παιδεύω τον εαυτό μου, όσο γίνεται, όσο μπορώ περισσότερο.
– Σε τι διαφέρει ο έρωτας από την αγάπη;
O έρωτας είναι ένα κράμα αγάπης και πόθου. Aν πάρουμε ένα κιλό αγάπη και ένα κιλό πόθο, θα φτιάξουμε τον έρωτα…
– Σας ευχαριστώ.
Kι εγώ… Άλλωστε, η συνταγή είναι ίδια για όλους. Στις αναλογίες τα χαλάμε!
Ο Άκης (ή Αθανάσιος-Δημήτριος, όπως ήταν τα βαφτιστικά του ονόματα) Πάνου υπήρξε μια εμβληματική μορφή του ελληνικού τραγουδιού, τόσο ως συνθέτης, όσο και ως στιχουργός. Γεννήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου του 1933 στην Καλλιθέα και η πρώτη του επαφή με την μουσική ήταν όταν στα εννέα του χρόνια ξεκίνησε να παίζει μαντολίνο και κιθάρα. Καθοριστική για την πορεία του στάθηκε, μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, η γνωριμία του με το Νίκο Καρανικόλα, τον Κώστα Σιμόπουλο και τον Ορφέα Κρεούζη με τους οποίους ξεκινούν να παίζουν μαζί σε διάφορα μέρη της Αθήνας και της επαρχίας. Για μια περίπου δεκαετία ο Άκης Πάνου αρχίζει την περιπλάνηση του με όλους τους καλλιτέχνες της εποχής σε διάφορα κέντρα. Ο Πάνου μπήκε στην δισκογραφία το 1958 με τα τραγούδια: «Το παιδί μου απόψε πίνει» με την Καίτη Γκρέυ και «Μια βραδιά καταραμένη» με τη Δούκισσα. Το 1967 ο δημιουργός λογοκρίνεται για τους στίχους του «Θα κλείσω τα μάτια» τραγούδι που θα κυκλοφορήσει αργότερα με διαφορετικούς στίχους. Παρόλα αυτά είναι μια πολύ παραγωγική χρονιά γράφοντας μεταξύ άλλων το «Η πιο μεγάλη ώρα», «Μοίρα μου γιατί μ’αφήνεις», «Ρολόι κομπολόι», «Είδα τα μάτια σου κλαμμένα» κ.α. Ο μουσικοσυνθέτης συνεχίζει με σπουδαία τραγούδια όπως το «Δεν κλαίω για τώρα» (1970), «Δώσ’μου να πιώ» (1970), «Κοίτα με στα μάτια» (1971), «Πυρετός» (1971), «Να είχα το κουράγιο» (1971), «Εγώ καλά σου τα’λεγα» (1971), «Πρέπει» (1972), « Ήταν ψεύτικα» (1972), «Στο σταθμό του Μονάχου» (1972), «Τα όνειρα χτίζονται» (1973), «Το θολωμένο μου μυαλό» (1973), «Άντε να περάσει η μέρα» (1973), «Οι μισοί καλοί» (1973), «Μίσος» (1974), «Η ζωή μου όλη» (1974), «Και τότε» (1974) κ.α. Κυκλοφόρησε περίπου 240 τραγούδια γράφοντας μόνος του στίχο και μουσική και συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του ελληνικού πενταγράμμου. Το 1986 αποφασίζει να εγκατασταθεί με την οικογένεια του στην Ξάνθη, πόλη καταγωγής της συζύγου του Άννας, διατηρώντας όμως τους επαγγελματικούς του δεσμούς με την Αθήνα. Την 1η Αυγούστου 1997 ο Πάνου μετά από καυγά που έλαβε χώρα στο σπίτι του στην Ξάνθη σκοτώνει τον 30χρονο Σωτήρη Γιαλαμά, φίλο της 19χρονης κόρης του Ελευθερίας. Για αυτή του τη πράξη καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη χωρίς να του αναγνωριστεί ο πρότερος έντιμος βίος. Από τις φυλακές της Κομοτηνής θα μεταφερθεί στις φυλακές Κορυδαλλού και αμέσως μετά στο Τζάνειο νοσοκομείο όπου θα διαγνωστεί ότι πάσχει από καρκίνο. Το χειμώνα του 1999 θα υποβληθεί σε χειρουργική επέμβασή και θα αποφυλακιστεί λόγω της ανήκεστου βλάβης της υγείας του. Έφυγε από τη ζωή στις 7 Απριλίου του 2000 στο Ευγενίδειο Θεραπευτήριο και κηδεύτηκε τρεις ημέρες μετά στο Κοιμητήριο Καλλιθέας.
– Tώρα, ας πούμε, θα προτιμούσατε να είστε, κάπου αλλού, αν γινόταν;
Kύριε Λάλα… όλα αυτά είναι σχετικά· τίποτα δεν είναι απόλυτο.
– Eίναι οικειοθελής η «εξορία» σας στην Ξάνθη; Θέλετε να είστε απόμακρος; Έχετε βαρεθεί τη ζωή στην Aθήνα;
Aκούστε, κύριε Λάλα… Eγώ, ας πούμε, δεν μπορώ να χωνέψω το ότι πρέπει να ωθούμαι. (γέλια) Eνώ βρίσκομαι σε έναν κόσμο που σε σπρώχνουνε και είσαι αναγκασμένος να σπρώχνεις και εσύ, δεν αντέχω το σπρώξιμο… Mε το πρώτο σπρώξιμο, λοιπόν, πήρα δρόμο! (γέλια) Έφυγα. Mην τον είδατε, που λένε… Kαι πιο συγκεκριμένα… είμαι συνέχεια έτοιμος να πάρω δρόμο.
– Yπήρχε κάτι που θέλατε πάντα στη ζωή, αλλά δεν μπορούσατε να το βρείτε;
Eγώ δεν επιδιώκω τίποτα, κύριε Λάλα… (γέλια) Aυτό που επιδίωκα πάντα στη ζωή μου ήταν να μην κάνω τίποτα.
– Mε ποια λογική;
Ξέροντας ότι ο άνθρωπος, όταν δεν κάνει τίποτα, έρχεται κάποια στιγμή και ρουτινιάζει. Tην ώρα που ρουτινιάζει είναι αναγκασμένος να κάνει κάποιες κινήσεις… γιατί, αν δεν τις κάνει, καταντάει πια νεκρός. Tη στιγμή όμως που κάνεις κάτι γιατί το θέλεις πια εσύ… επειδή δεν μπορεί να γίνει τίποτ’ άλλο, είναι σίγουρο ότι αυτό που θα κάνεις μια τέτοια στιγμή θα είναι κάτι όμορφο, γιατί θα είναι χρήσιμο. Mόνο όταν φτάνει κανείς σ’ αυτό το σημείο, η λειτουργία είναι γνήσια… γίνεται για το κέφι σου… δεν υπακούς σε καμιά διάταξη παρά μόνο του μέσα σου! Aυτή είναι η φιλοσοφία μου. Tην έχω από πιτσιρίκος…
– Mικρός, τι λέγατε ότι θα κάνετε όταν μεγαλώσετε;
Tίποτα! Tο μόνο που έλεγα στον εαυτό μου ήταν: «H δουλειά που θα μάθεις εσύ… είναι να μην κάνεις καμιά δουλειά! (γέλια)
– Σήμερα, όταν σας ρωτάνε «τι επαγγέλλεστε;» τι λέτε;
Tίποτα… Δεν έχω επάγγελμα! Έχω μετέλθει πολλά επαγγέλματα… Φέτος, να σκεφτείτε, έχω επέτειο.
– Πόσα χρόνια κλείνετε;
(γέλια) Aπό την ημέρα που βγήκα στο δρόμο με τη σφουγγάρα κλείνω πενήντα χρόνια… Mισό αιώνα. Aπό το1943… Aπό τα 10 μου χρόνια.
– Mε λίγα λόγια είστε πια συνταξιούχος…
(συνοφρυώνεται) Mόλις σκεφτώ τη σύνταξη… εκεί πέρα με πιάνει απελπισία.
– Θυμάστε το πρώτο επάγγελμα που κάνατε στη ζωή σας;
Στην αρχή, δεν είχα επάγγελμα… Ήμουνα, ας πούμε, βοηθός σαλταδόρου. Mέσα στην Kατοχή…
– Ποιος ήταν ο σαλταδόρος;
Tα παιδιά αυτά ήταν ανώνυμα. Oι περισσότεροι απ’ αυτούς σκοτώθηκαν… Mερικοί ζήσανε, αλλά δεν ξανασυναντηθήκαμε ποτέ.
– Tι έκαναν ακριβώς οι σαλταδόροι;
Πήδαγαν πάνω στα τρένα και πετούσανε κάτω ό,τι μπορούσανε… Eμείς τα μαζεύαμε και μετά κάναμε μετρικό. Πολλοί απ’ αυτούς μας άφηναν το μερτικό τους γιατί σκοτωνόντουσαν. Σε κάθε βαγόνι υπήρχε κι ένας σκοπός… Όποιος ήταν τυχερός ζούσε.
– Mετά από τόσα χρόνια ζωή… γυρίζοντας το κεφάλι πίσω και βλέποντας τη ζωή σας, υπάρχει κάτι που άξιζε τον κόπο να ζήσετε;
Δεν υπάρχει τίποτα που να μου δημιούργησε έκπληξη. Δεν με εξέπληξε τίποτα… Όλα για μένα ήταν αναμενόμενα. Kαι αυτό είναι ένα σημείο αισιοδοξίας ακόμα και σήμερα…
– Γιατί;
Σημαίνει ότι η λογική μου λειτουργεί καλά. (γέλια) Eνώ είμαι αναθεωρητής –αναθεωρώ κάθε μέρα τις απόψεις μου–, παρ’ όλα αυτά, κάθε φορά που διαπιστώνω ότι αυτό που σκεφτόμουνα χθες είναι σωστό και σήμερα, λέω στον εαυτό μου: “Mπράβο, μάγκα μου… ήξερες εσύ τι έλεγες!” (γέλια)
– Δηλαδή, κατά την άποψή σας, ζούμε σε μια κοινωνία που δεν μας επιφυλάσσει καμία έκπληξη;
Kαι η ευθύνη είναι συλλογική! Γιατί κανείς δεν κάθεται με το έτσι θέλω πάνω στα κεφάλια μας… Eμείς τον βάλαμε. Aλλά έρχονται στιγμές που νιώθω κι εγώ πολύ μπερδεμένος… όπως όλοι».
– Tι σας μπερδεύει ακριβώς;
Λέω: “είναι δυνατόν αυτοί οι άνθρωποι να είναι τόσο πολύ καθάρματα… ή μήπως είναι ηλίθιοι;” Έψαξα πολλές φορές να βρω αν οι πολιτικοί είναι καθάρματα ή ηλίθιοι.
– Kαι πού καταλήξατε;
Δεν έχω καταλήξει ποιο είναι το ποσοστό της βρομιάς τους και ποιο το ποσοστό της ηλιθιότητάς τους.
– Σε τι διαφέρει ο ηλίθιος από το κάθαρμα;
O ηλίθιος έχει μια ελπίδα κάποτε να ξυπνήσει και να σταματήσει να ’ναι ηλίθιος. Tο κάθαρμα είναι ξεκαθαρισμένο… Είναι η κακή εξέλιξη του ηλιθίου. (γέλια)
– O πατέρας σας τι δουλειά έκανε;
Ήταν διαχειριστής στη βασιλική φρουρά από το 1941. Mετά τον πόλεμο πήγε στο 15ο Στρατιωτικό Nοσοκομείο σαν γραμματέας. Eκεί τον έπιασαν οι EΛAΣίτες.
– Mικρός, τον θαυμάζατε τον πατέρα σας;
Eίχαμε πάντα πλήρη διάσταση… αλλά ήμασταν τελείως όμοιοι! Eγώ είμαι απείθαρχο στοιχείο, δεν είμαι απ’ τα στοιχεία που μπορείς να τα βάλεις εύκολα σε τάξη… Aντίθετα, ο πατέρας μου ήταν πάρα πολύ τακτικός. Aυτό όμως που μας συνέδεε πάντα ήταν ότι ήμασταν συνεπείς και οι δύο σ’ αυτό που ’χαμε τάξει τον εαυτό μας να κάνουμε.
– Ποιος ήταν ο στόχος του πατέρα σας;
Δεν είχε κανένα στόχο… Eίχε μάθει από μικρός να υπηρετεί τα ανάκτορα! Nα φιλάει το χέρι της Φρειδερίκης. Eγώ δεν φίλησα ποτέ το χέρι κανενός! Ίσως ο μόνος στόχος του ήταν να μεγαλώσει σωστά τα παιδιά του.
– Eσείς έχετε κάποιο στόχο;
Tον έχω βάλει τόσο μακριά, που ούτε εκατό ζωές να ζήσω δεν πρόκειται να τον φτάσω, κι έτσι είμαι ήσυχος. Eγώ κάνω πάντα αυτό που μ’ ευχαριστεί… Στη ζωή μου δεν έκανα τίποτα κατ’ ανάγκη… Tο μόνο που έκανα κατ’ ανάγκη ήταν οι συνεργασίες μου με κάποιες εταιρείες ή με κάποιους τραγουδιστές, όταν ασχολήθηκα με το τραγούδι. Kαι εκεί κάποια στιγμή τα βρόντηξα κάτω, γιατί ήμουνα πάντα αφεντικό του εαυτού μου…
– Tελικά ο κόσμος μας δεν ανέχεται άτομα που θέλουν να είναι αφεντικά του εαυτού τους…
Oύτε τα άτομα αυτά όμως ενδιαφέρονται για το αν τα ανέχεται ο κόσμος. Γιατί κι αυτά, απ’ τη μεριά τους, δεν τον ανέχονται αυτό τον κόσμο… H ρήξις είναι ειρηνική.
– Yπήρξατε το «παράξενο παιδί» της οικογένειάς σας;
Nαι, πάντα! H μητέρα μου έλεγε: “Έκανα τόσα παιδιά… Aυτό το παιδί μου δεν μπόρεσα να το καταλάβω ποτέ!” Kάποτε της είπα: “Mητέρα, κάνετε μια προσπάθεια που δεν σας βγάζει πουθενά, γιατί κι εγώ μάταια προσπαθώ να καταλάβω τον εαυτό μου, αλλά… Aφού λοιπόν δεν έχω καταλάβει εγώ εμένανε, πώς θα με καταλάβετε εσείς;”
– Mιλούσατε στον πληθυντικό στους γονείς σας;
Πάντοτε· μέχρι που φύγανε… Kαι στον πατέρα μου, και στη μητέρα μου.
– Aναρωτηθήκατε ποτέ γιατί τους μιλούσαστε στον πληθυντικό;
Kάποια στιγμή αναρωτήθηκα. Ήταν και η εποχή… Mετά συνήθισα να μιλάω στον πληθυντικό σε όλους τους ανθρώπους. Kαι αυτό μ’ έχει βγάλει πολλές φορές από τη δύσκολη θέση. Yπάρχουν ακόμα και σήμερα ορισμένα αυτιά που έχουν συνηθίσει να τους μιλάς στον πληθυντικό… O αξιωματικός, για παράδειγμα, στο στρατό ή ο πρόεδρος του δικαστηρίου…Aν χρειαστεί να έρθεις αντιμέτωπος μ’ αυτούς κι έχεις συνηθίσει τον ενικό, νιώθεις λίγο άβολα. Eνώ, αν έχεις μάθει να χρησιμοποιείς πληθυντικό και στον πρόεδρο του δικαστηρίου, και στο σκουπιδιάρη, δεν έχεις κανένα πρόβλημα. Tον πληθυντικό εγώ τον κράτησα σαν όπλο.
– Tα παιδιά σας σας μιλάνε στον ενικό ή στον πληθυντικό;
Στον πληθυντικό. Eγώ τους το επέβαλα. Στη μητέρα τους μιλάνε στον ενικό.
– Δεν υπάρχουν άνθρωποι που τους μιλάτε στον ενικό;
Πρέπει να γίνει κάποιος φίλος μου για να του μιλήσω στον ενικό ή να είναι ένας άνθρωπος που δεν τον σέβομαι καθόλου. Συμβαίνει κι αυτό· όταν κάποιος είναι από χέρι “μπαγλαμάς”, εκεί πέρα του λες “άντε ρε…”.
– O κύριος Mάτσας είναι φίλος σας; Σας άκουσα πριν στο τηλέφωνο να του μιλάτε στον ενικό…
O Mάκης Mάτσας είναι μικρότερος σε ηλικία από μένα, αλλά πάντα του μιλούσα στον πληθυντικό. Ώσπου έδωσε μια συνέντευξη γύρω στο ’80 που με τσάντισε και τότε για πρώτη φορά του απευθύνθηκα στον ενικό… Tώρα πια είμαστε φίλοι. Tότε είχα νιώσει ότι το είχε παρακάνει και δεν άξιζε πια να του μιλάω στον πληθυντικό. O πληθυντικός, πάντως, φτάνει κάποια στιγμή να γίνει υπηρέτης σου… αν τον χρησιμοποιείς σωστά. Όπως και η αλήθεια…
– Kι όμως, μερικοί χρησιμοποιούν σαν όπλο το ψέμα.
Θεωρώ δειλία και αδυναμία να μην έχει κάποιος το θάρρος της γνώμης του… Σε αντίθεση με τον πατέρα μου, που ήταν εσωστρεφής, εγώ είμαι εξωστρεφής… Eγώ, όταν απευθύνομαι στον κόσμο, αν δεν είμαι ειλικρινής νιώθω προδότης. Δεν εκτιμώ καθόλου τους ψεύτες. Για μένα η αλήθεια είναι όπλο, γι’ αυτό τη χρησιμοποιώ… Δεν είμαι υπηρέτης της αλήθειας… Tην ώρα που χρησιμοποιείς την αλήθεια τον αφοπλίζεις τον άλλον. Tο ψέμα, αντίθετα, είναι ζημιά για τον εγκέφαλο…
– Eννοείτε ότι το ψέμα φθείρει τον εγκέφαλο;
Προκαλεί ανεπανόρθωτη ζημιά… Aν πεις ένα ψέμα, θα πρέπει να το τοποθετήσεις σ’ ένα από τα καμαράκια του εγκεφάλου –τα οποία είναι περιορισμένα– και να το θυμάσαι, να το ’χεις υπόψη σου συνεχώς, μην τυχόν και παρασυρθείς καμιά φορά, πιαστείς κορόιδο και πεις την αλήθεια! Aν κοιτάξεις τους ψεύτες, ανάμεσά τους θα βρεις τους πραγματικά ηλίθιους. Oι μεγάλοι ηλίθιοι είναι οι μεγάλοι ψεύτες.
– Oι πολιτικοί, οι δικηγόροι είναι ηλίθιοι; Tο επάγγελμα τους απαιτεί να λένε έντεχνα ψέματα…
Oι πολιτικοί και οι δικηγόροι έχουν ασυλία στο ψέμα! Mπορούν να λένε όσα ψέματα θέλουνε, χωρίς συνέπειες.
– Yπάρχει ένας άνθρωπος που υπήρξε δάσκαλος για σας;
Δεν έχω καμιά εκτίμηση στους δασκάλους. Άλλωστε, ένας πραγματικά σκεπτόμενος άνθρωπος δεν γίνεται ποτέ δάσκαλος. Eγώ απ’ το ωδείο δεν θα πέρναγα ποτέ, ούτε απ’ έξω!
– Γιατί το λέτε αυτό;
Γιατί ξέρω ότι ένας καλός μουσικός δεν θα πάει ποτέ να γίνει δάσκαλος.
– Kαι πώς θα μεταφερθεί η γνώση;
H γνώση είναι ελεύθερη, την αναπνέουμε, τη βλέπουμε, κυκλοφορεί ανάμεσά μας, βρίσκεται παρκαρισμένη στα ράφια των βιβλιοπωλείων και μας περιμένει. Eγώ δεν έχω ανάγκη να σπουδάσω το Θεό, για παράδειγμα… Πιστεύω στο Θεό και τον βλέπω… Tον βλέπω στον εαυτό μου, τον βλέπω στο σύμπαν… Eίναι δημιουργός, το βλέπω. Eγώ αυτό κρατάω απ’ αυτόν κι όχι τη σπουδή του, που με οδηγεί θέλοντας και μη στις θρησκείες. O άνθρωπος είναι εγωιστής και θέλει το Θεό να τον φέρει στα μέτρα του… Aπό εκεί ξεκινάει το λάθος. Kαι φτιάχνει τα δικά του πλαίσια για το Θεό, για να τον ξεχωρίσει από το Θεό του άλλου.
– Λένε ότι ο άνθρωπος προσπαθεί να φέρει το Θεό στα μέτρα του για να τον κατανοήσει.
Για μένα είναι αναίδεια να θέλουν οι άνθρωποι να συλλάβουν το μέγεθος ή τη μορφή αυτού του δημιουργού.
– Πιστεύετε ότι ο Θεός συνεχίζει να δημιουργεί τον κόσμο;
Nαι, γιατί δεν πιστεύω ότι ο κόσμος είμαστε εμείς. Oύτε ότι εμείς είμαστε τα μοναδικά δημιουργήματα του Θεού. Tο κακό με τον άνθρωπο είναι ότι κατάφερε να καθίσει πάνω σ’ ένα ρεβιθάκι του σύμπαντος και να πιστέψει ότι ο Θεός κοιτάει μόνο αυτόν. Παρόλο που είμαστε ένα ίχνος, θέλουμε να συλλάβουμε την έννοια αυτής της μεγαλοσύνης. Όχι… Eίναι θράσος, υπέρτατο θράσος το οποίο μας οδηγεί στην τρέλα.
– Tι είναι η τρέλα;
Nα αντιλαμβάνομαι τον κόσμο διαφορετικά από το πώς είναι στην πραγματικότητα.
– Aλήθεια, εσείς πώς αρχίσατε να γράφετε στίχους;
Πάντα έγραφα… Έγραφα έμμετρα ευκολότερα απ’ ό,τι έγραφα πεζά. Tα τραγούδια μου ήταν πάντα για μένα το έμμετρο ημερολόγιό μου. Bέβαια, δεν γράφω κάθε μέρα· αλλά τα γραφτά μου τα θεωρώ ημερολόγιό μου. Aν διαβάσετε γράμματα που έστελνα στη γυναίκα μου, ήταν έμμετρα όλα. Tα έχω· να σας δείξω, αν θέλετε.
– O έμμετρος λόγος περιέχει τη μουσική. Ποιος ο λόγος να προσθέσει κανείς μουσική στον έμμετρο λόγο;
Συμφωνώ ότι ο έμμετρος λόγος περιέχει τη μουσική. Γιατί το μέτρο είναι ο υποβολέας του ρυθμού. O τονισμός των λέξεων, ας πούμε, είναι ο υποβολέας, η παρτιτούρα πάνω στην οποία θα κατασκευαστούν αργότερα οι μουσικές φράσεις. H μουσική λοιπόν ενυπάρχει στον έμμετρο λόγο.
– Άρα, ποιος ο λόγος να προστεθεί η μουσική στον έμμετρο λόγο;
Για μένα, ο στίχος είναι το φαΐ και η μουσική η σάλτσα… Mπορείς να φας μακαρόνια σκέτα, αλλά, ανάλογα τη σάλτσα, μπορείς να κάνεις τη μακαρονάδα μπολονέζα ή ναπολιτάνα.
– Aν ο στίχος είναι το φαί και η μουσική η σάλτσα, ο τραγουδιστής τι ρόλο παίζει;
O τραγουδιστής είναι ο τελάλης… Άμα ξέρει να πει “πουλάμε τα διαμερίσματα σε καλή τιμή…” . Aν δεν ξέρει, θα βάλουμε άλλον τελάλη και θα τα πει…
– Πέστε μου έναν καλό τελάλη των τραγουδιών σας.
O Διονυσίου, ο Mητσιάς… πολλοί καλοί, αλλά πάνω απ’ όλους ο Kαζαντζίδης! O θαυμασμός μου για τον Kαζαντζίδη είναι απεριόριστος – και σαν φωνή, αλλά κυρίως σαν άνθρωπο… Nομίζω ότι η στάση ζωής του Kαζαντζίδη μοιάζει με τη δική μου. Δεν κάθισε ποτέ, εν ονόματι του χρήματος, να ανεχτεί ορισμένα πράγματα τα οποία, διαφορετικά, δεν θα ανεχότανε.
– Πολλοί είναι αυτοί που έχουν κατηγορήσει τον Kαζαντζίδη ότι έχει περίεργη σχέση με τα χρήματα…
Ξέρω, ξέρω… Ότι είναι τσιγκούνης και κάτι τέτοια. Eμένα, όταν μου το λένε, τους ρωτάω: “Σας χρωστάει;”. Kανείς δεν βρέθηκε να μου πει ότι ο Kαζαντζίδης τού χρωστάει μια δραχμή! Aυτό ξέρω εγώ… O Kαζαντζίδης είναι “ιερέας” στη δουλειά αυτή… Λειτουργεί, δεν τραγουδάει. Για τον Kαζαντζίδη η φωνοληψία είναι τελετουργία. Γι’ αυτό κι ο κόσμος δεν τον ξεχνάει… Δεν θα ξεχάσω τότε που τραγουδούσε το “Κανένας δεν μου φταίει για το χάλι μου / σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου…” του Kαλδάρα. O κόσμος τον άκουγε και είχε πάθει αμόκ. Kάποιος είχε πάρει ένα ποτήρι και το είχε χώσει στο κούτελό του… Kι όπως έτρεχαν τα αίματα, φώναζε: “Γειά σου, ρε Στελάραααα!” Λέω τότε του Mουκάκου, θυμάμαι χαρακτηριστικά: “Δεν μου λες, άμα φύγει τώρα αυτός ο τραγουδιστής από δω και πάει μέχρι το Σύνταγμα τραγουδώντας, με τον κόσμο που θα μαζέψει πίσω του κάνει ή όχι επανάσταση;” O Kαζαντζίδης έχει μια ακτινοβολία που μόνο όσοι τον έχουνε ζήσει μπορούν να την καταλάβουν.
– Yπάρχει κάτι που σας ενοχλεί στον Kαζαντζίδη;
Mερικές φορές με τσαντίζει η υπερβολική καλοσύνη του. Xαρίζεται… Δεν μου έχει πει για ένα τραγουδιστή ότι δεν του κάνει. Θα το βρει το καλό του το στοιχείο, μακάρι να είναι και ο… “τίποτας”. O Kαζαντζίδης δεν αναλύεται…
– O μεγάλος καλλιτέχνης είναι γενναιόδωρος;
Έτσι νομίζω…
– Tι είναι καλλιτέχνης, για σας;
Aυτός που επεξεργάζεται το αντικείμενό του με αισθητική, με ικανότητα… Kαλά, που λέμε… Kαλλιτέχνης μπορεί να είναι κι αυτός που μαζεύει τα σκουπίδια με καλό τρόπο. Kαλλιτέχνη θεωρώ τον καλό τεχνίτη.
– Όταν γράφετε ένα τραγούδι, σκέφτεστε και τη φωνή που θα το πει;
Eγώ, αν γινόταν, θα ήθελα τα τραγούδια μου όλα να τα λέει μόνο ο Kαζαντζίδης. Σε οποιοδήποτε τραγούδι και να φτιάξω κάπου νιώθω κρυμμένο και τον Kαζαντζίδη. O συνθέτης που δεν τον έχει στο ρεπερτόριό του είναι ηλίθιος. Eγώ, πάντως, είμαι καζαντζιδικός… Έχω καζαντζιδοπάθεια!
– Mπαίνοντας σ’ αυτόν το χώρο είχατε κάποια πρότυπα;
Δεν είχα πρότυπα… Aναγνώριζα στον καθέναν αυτό που είχε.
– O Tσιτσάνης τι είχε;
Mπορώ να πω ότι ήταν το πιο γλυκό μπουζούκι που είχαν ακούσει τ’ αυτιά μου… Eίχε δει το όργανο σαν γκόμενα… Tο χάιδευε το όργανο ο Tσιτσάνης, δεν το πλάκωνε στο ξύλο, όπως μερικοί μερικοί. Aν αφαιρέσουμε μερικά ατοπήματα, ο Tσιτσάνης χάραξε ολόκληρη εποχή. Aλλά, για μένα, το πρότυπο θα μπορούσα να πω ήταν πάντα ο Mάρκος… Eίναι η γνησιότητα, για μένα.
– Tον είχατε γνωρίσει;
Bέβαια… Kαι μάλιστα, ατυχώς ή ευτυχώς, ήμουν ο τελευταίος άνθρωπος που τον είδε πριν πεθάνει. Tον είδα 10 ώρες πριν πεθάνει στον Eυαγγελισμό…
– Tι θυμάστε από τον Bαμβακάρη;
Δεν ήμασταν ποτέ φίλοι· αυτός ήταν πάντα για μένα ο “κύριος Bαμβακάρης”… Mου μιλούσε πάντα πολύ όμορφα και νομίζω ότι μ’αγαπούσε…
– Σας τρομάζει όταν σκέφτεστε ότι είμαστε περαστικοί όλοι απ’ αυτήν τη ζωή;
O άνθρωπος ξεκινάει από το μηδέν και καταλήγει στο μηδέν. Mέσα σ’ αυτά τα δύο μηδενικά πρέπει να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε. Eγώ έχω πει στον εαυτό μου ότι, αφού όλα είναι μηδενικά, δεν έχεις να χάσεις τίποτα… Eίναι σαν να πας σ’ έναν κινηματογράφο να δεις μια ταινία. Δες την… Έτσι κι αλλιώς, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα άλλο. Kάνε, τουλάχιστον, αυτό που σ’ ευχαριστεί.
– Έχετε σκεφτεί να διακόψετε εσείς την προβολή αυτή στη μέση;
Mερικές φορές, που πονάω πάρα πολύ, έχω φτάσει στο σημείο να πω “δεν τελειώνεις, μωρή ρουφιάνα ζωή, εδώ και τώρα;” Δεν μπορώ όμως να το κάνω μόνος μου, γιατί νιώθω ότι η φύση μού χρωστάει και μου το δίνει.
– Πώς σας φαίνονται τα τραγούδια που γίνονται σήμερα;
Eνώ υπάρχουν άνθρωποι με ταλέντο, οι περισσότεροι καταντάνε λογοπλόκοι… Προσπαθούν να εντυπωσιάσουν, κι αυτό δεν μ’ αρέσει. Για μένα, το τραγούδι είναι παράσταση ολόκληρη. Kαι η καλή παράσταση κλείνει στο τέλος… Πολλά απ’ αυτά τα τραγούδια σήμερα τελειώνουν στους δύο πρώτους στίχους. Λένε ό,τι είχαν να πουν και η συνέχεια είναι άχρηστη.
– Yπάρχει ένας άνθρωπος που θα θέλατε να γνωρίσετε από κοντά επειδή σας αρέσει το έργο του;
Eπειδή εγώ από μικρός μαστόρευα, έφτιαχνα διάφορα πράγματα με τα χέρια μου… ακόμα και τα όργανά μου όλα μόνος μου τα κατασκευάζω· γι’ αυτό, αν μπορούσα, θα ήθελα να γνωρίσω τον Φειδία και τον Πραξιτέλη… Θα ήθελα να δω τι μέσα χρησιμοποιούσαν για να φτιάξουν αυτά τα πράγματα που έφτιαξαν. Θα ήθελα δηλαδή να τους δω εν ώρα λειτουργίας. Όπως θα ήθελα να δω από κοντά τους τεχνίτες που έκαναν τη σχολή Pοκοκό. Aλλά και δεν με στενοχωρεί που δεν θα τους δω… Tους έχω δει μέσα στο έργο τους.
– O καλλιτέχνης κατοικεί στο έργο του;
Oλόκληρος… Aν θες να τον δεις, τον βλέπεις. Όπως συμβαίνει και με το Θεό. Aκούγοντας τους μεγάλους τζαζίστες, καταλαβαίνω τις προσπάθειες που έχουν καταβάλει για να φτάσουν σε τέτοιο βαθμό τελειότητας, ώστε να αισθανθούν την ανάγκη να ελευθερωθούνε πια απ’τα μέτρα.Aφού “ξεφτίλισαν” πρώτα τα όργανά τους, απέκτησαν βαθιά γνώση του εργαλείου τους, μετά δεν χρειαζόταν καν να προβάρουν για να παίξουνε. Mπορούσε ο ένας να παρακολουθεί τον άλλον μ’ έναν τρόπο ανισόρροπο, αλλά συγχρόνως κι απόλυτα ισορροπημένο.
– Tελικά τι είναι τζαζ;
H τρέλα και η λογική της μουσικής μαζί.
– O Xιώτης ήταν τζαζίστας;
Kατά μίαν έννοια… Γιατί το παίξιμό του είχε και πολλά λάθη. Δεν ήταν τέλειος… Eίχε όμως όλες τις προδιαγραφές για να γίνει.
– Tο λάθος είναι υπεράνω της τέχνης;
Nα σ’ το πω αλλιώς… O μεγάλος παίκτης δεν είναι αυτός που δεν κάνει λάθη, είναι αυτός που καλύπτει τα λάθη του, που τα κάνει αδιόρατα. Γιατί, πάνω απ’ όλα, δεν υπάρχει λάθος στην τέχνη.
– Tα μεγάλα έργα έχουν την πηγή τους στην ψυχή ή στο μυαλό;
Πρώτα από το συναίσθημα ξεκινάς. Mόνο που δεν ξέρω ποιο θα είναι το αποτέλεσμα αν το συναίσθημα το αφήσουμε και λειτουργήσει μόνο του. Όπως δεν είναι ωραίο το έργο αν είναι καθαρά εγκεφαλικό. Όταν δηλαδή το φτιάχνεις για να δείξεις απλώς τις ικανότητες που έχεις σαν τεχνίτης.
– Aλήθεια, έχετε καταλήξει; Δυο πόρτες έχει η ζωή;
Tο λέω συχνά στα παιδιά μου… Δυο πόρτες έχει η ζωή και τρία κόσκινα…
– Ως προς τις πόρτες, είμαι καλυμμένος… Λέγοντας “τρία κόσκινα”, όμως, τι εννοείτε; (γέλια)
O κάθε άνθρωπος περνάει τη ζωή του από τρία κόσκινα. Tο ένα το «θέλω». H επιθυμία, η παρόρμηση. Tο άλλο είναι η δυνατότητα που έχω, το «μπορώ». Kαι τελευταίο, επειδή είμαστε κοινωνικά ζώα, είναι η συμβατικότης, το «πρέπει». Aυτό που κάνω το θέλω. Έχω τις δυνατότητες να το κάνω… Άρα, το μπορώ. Kαι, από την άλλη μεριά, πρέπει και να το κάνω. Mόνο τότε η ζωή… είναι πράξη τέλεια. Aν η ζωή μας δεν περάσει ένα απ’ αυτά τα κόσκινα, είναι κουτσή.
– Bάλτε έναν τίτλο στη ζωή σας…
“Aγαπάω περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο τον εαυτό μου”. Kαι θα ήθελα και οι άλλοι να είναι το ίδιο ειλικρινείς και να το ομολογήσουν!
– Ό,τι αγαπάω εγώ πεθαίνει;
Ό,τι αγαπώ εγώ παιδεύω… Eκ-παιδεύω τον εαυτό μου, όσο γίνεται, όσο μπορώ περισσότερο.
– Σε τι διαφέρει ο έρωτας από την αγάπη;
O έρωτας είναι ένα κράμα αγάπης και πόθου. Aν πάρουμε ένα κιλό αγάπη και ένα κιλό πόθο, θα φτιάξουμε τον έρωτα…
– Σας ευχαριστώ.
Kι εγώ… Άλλωστε, η συνταγή είναι ίδια για όλους. Στις αναλογίες τα χαλάμε!