Οι Nocturnal Emissions στο Ametric Festival: Ο Nigel Ayers φέρνει τον βιομηχανικό ήχο της αντίστασης στα Χανιά
Μετά από τέσσερις δεκαετίες ηχητικών παρεμβάσεων, πολιτικής τέχνης και πειραματισμού, ο Nigel Ayers των θρυλικών Nocturnal Emissions έρχεται στο Ametric Festival στα Χανιά. Ο πρωτοπόρος της industrial (και post-industrial) σκηνής υπόσχεται μια εμφάνιση-τελετουργία, όπου η μνήμη, ο ήχος και η γεωπολιτική συνυπάρχουν. Μια μοναδική στιγμή για την εγχώρια σκηνή, σε ένα φεστιβάλ που επιμένει να κοιτάζει την περιφέρεια του ήχου.
Συχνά, όταν σκέφτομαι τον όρο industrial μουσική, μου έρχεται στο μυαλό η βασανιστική (σχεδόν εμμονική) εμπειρία της ανάγνωσης του τετράτομου Β’ Παγκόσμιου Πολέμου του Τσώρτσιλ. Ήμουν έφηβος τότε, είχα μόλις εγκαταλείψει το ψάξιμο στο πανκ, και βυθιζόμουν στη σκοτεινή, πιο απαιτητική πλευρά του ήχου, που για κάποιον λόγο έμοιαζε με ιδανικό σάουντρακ για το πομπώδες έργο του Βρετανού πολιτικού, στρατιωτικού, δημοσιογράφου και μετέπειτα πρωθυπουργού της χώρας του. Είχε τη δική του (παράδοξη) πλάκα να διαβάζω περί πολεμικών στρατηγικών αναλύσεων, ενώ από τα ηχεία στο δωμάτιο μου έβγαιναν επιθετικές, παραμορφωμένες συχνότητες που έκαναν τον πόλεμο να μοιάζει λιγότερο αφηρημένη έννοια και περισσότερο μια προσωπική εμπλοκή.
Στις ραφές μιας Ευρώπης που δεν είχε συνέλθει ποτέ πραγματικά από τις πληγές της βιομηχανικής εποχής, μια νέα μορφή μουσικής αναδυόταν. Μέχρι σήμερα δεν είμαι απολύτως βέβαιος αν αυτή η μουσική ήθελε να θυμίσει κάποιο τραύμα. Αλλά σίγουρα ήθελε να το επιδείξει, ντυμένο με ήχους που μοιάζουν με μια μυστήρια αναμετάδοση από κάποιο εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο ή έναν χαλασμένο ασύρματο μιας άγνωστης διμοιρίας που χάθηκε στη σιωπή της Ευρώπης.
Η πρώτη επαφή με τους Nocturnal Emissions ήρθε μέσα από τη διπλή συλλογή The Elephant Table Album, μια δύσκολη συλλογή, καθόλου εύπεπτη για την εποχή εκείνη, που την άκουγα περισσότερο σαν αναφορά καταγραφής ενός εσωτερικού εμφυλίου στη σύγχρονη ηχητική πρωτοπορία. Εκεί, λοιπόν, σ’ αυτό το διπλό άλμπουμ, αλλού υπήρχε ρυθμός, αλλού δεν υπήρχε ρυθμός (κάπως έτσι χοντρικά τα ξεχώριζα τα κομμάτια τότε), αλλού υπήρχε θόρυβος κι αλλού υπήρχαν ψήγματα μελωδίας. Ή μόνο παλμοί, φωνές από ταινίες, συνθεσάιζερ, παραμορφωμένες αλήθειες, και μικρο-επαναστάσεις στα όρια της ανοχής (και αντοχής).
Στη συνέχεια, το όνομά τους, το ανακάλυπτα σε όλο και περισσότερες συλλογές – τα δύο Rising From The Red Sand, από τις πρώτες κασέτες της Third Mind Records, ή στις πρώτες κασέτες της Touch. Ανέκαθεν πίστευα ότι οι Nocturnal Emissions υπήρξαν ένα από τα πιο καλοφυλαγμένα μυστικά της industrial μουσικής. Ένα πρότζεκτ που δεν έμοιαζε να ενδιαφέρεται να το “ανακαλύψουν” (όπως εκατοντάδες άλλα εκείνης της εποχής), γιατί είχε ήδη ανακαλύψει τον εαυτό του… εκεί όπου ήθελε εκείνο. Με πυρήνα τον Nigel Ayers και την αείμνηστη Caroline K (Carolline Kaye Walters), το γκρουπ αποτέλεσε μία από τις πρώτες καλλιτεχνικές ομάδες που συνδύασε τα cut-ups στις ταινίες ήχου, το πειραματικό video art, και τη ζωντανή performance ως όπλο πολιτικής και ψυχικής αντίστασης.
Μαζί με τους Throbbing Gristle, τους SPK, τους Cabaret Voltaire, (ναι, και πολλούς άλλους) έχτισαν μια εσωτερική ήπειρο. Όχι, καμία φυσικά που να ορίζεται από εθνικά σύνορα, αλλά μια ήπειρο γεμάτη ηχητικές ρωγμές. Και μέσα απ’ αυτές, έτρεχαν ιδέες, τρόμοι, ήχοι, αλλά και το πιο πολύτιμο πράγμα που έβρισκα τότε: μια ανάμνηση, σαν να ερχόταν ανάποδα από το μέλλον, για να φανερώσει ότι όλα θα μπορούσαν να ήταν αλλιώς.
Η δισκογραφία των Nocturnal Emissions είναι τεράστια, σαν το προαναφερθέν έργο του Βρετανού πρωθυπουργού. Δεν θεωρώ κρίσιμο στη συγκεκριμένη στιγμή να αναφερθώ στο εύρος και το πλάτος των διαστάσεών της. Επίσης, δεν είναι εύκολο να γράψεις για τους Nocturnal Emissions χωρίς να αισθανθείς ότι περπατάς σε μεταλλικά απομεινάρια ενός μέλλοντος που τελικά δεν ήρθε ποτέ. Κάθε τους άλμπουμ μοιάζει με απολεσθέν έγγραφο, κάθε live εμφάνιση τους με τελετουργία· όλα μαζί, ένα σώμα δουλειάς που δεν χτίστηκε ποτέ για να διαβάζεται γραμμικά, αλλά να βιώνεται με το σώμα, με τις αντιφάσεις του και τη φθορά του.
Και όμως, μέσα σε αυτό το σώμα, ο Nigel Ayers εξακολουθεί να εργάζεται, να καταγράφει, και να επεμβαίνει. Όχι σαν καμιά παλιά φρουρά, αλλά σαν κάποιος που ποτέ δεν εγκατέλειψε τη θέση του στην περιφέρεια. Ούτε για να την τιθασεύσει, ούτε για να την εξηγήσει, αλλά για να την επεκτείνει.
Η συζήτηση που ακολουθεί είναι αποτέλεσμα αλληλογραφίας με τον Ayers λίγο πριν την εμφάνισή του στο Ametric Festival στα Χανιά, και του ζητήσα όχι απλώς να μιλήσει για το παρελθόν, αλλά να αρθρώσει λόγο για εκείνη την παράλληλη διαδρομή που κράτησε τους Nocturnal Emissions ενεργούς για πάνω από τέσσερις δεκαετίες. Μιλήσαμε για τη βιομηχανική Ευρώπη, για τον ήχο ως πολιτική, για την τεχνολογία ως νευρικό σύστημα. Και, κυρίως, για το πώς συνεχίζει κανείς, όταν όλα γύρω του έχουν σταματήσει.
Εκείνος, ευγενικά, μαζί με τις απαντήσεις του μου έστειλε και μια σειρά από πρωτότυπα selfie, που για πρώτη φορά φανερώνονται σε ελληνικό μέσο.
Φωτ.: Nigel Ayers
– Όταν κυκλοφόρησε το Drowning in a Sea of Bliss, είχες πει κάποτε πώς είχες ήδη κουραστεί από τη βιομηχανική μουσική. Τι προκάλεσε τόσο γρήγορα αυτή την κόπωση; Ήταν συνειδητή απόφαση, ενστικτώδης αντίδραση ή απλή απέχθεια;
Υπερκορεσμός. Είχα μεγαλώσει σ’ ένα πολιτισμικό περιβάλλον πολύ συγγενικό με το πρώτο κύμα της “industrial” και το καταλάβαινα καλά. Μοιραζόμουν παρόμοιες εμμονές, είχα κι εγώ χαθεί μέσα σε σκοτεινές βιβλιοθήκες και ξεχασμένα fanzines, όλα αυτά σε μια εποχή χωρίς ίντερνετ, ζώντας σε μέρη που δεν ήταν ακριβώς το επίκεντρο του κόσμου. Όταν μετακόμισα στο Λονδίνο, βρέθηκα, έστω κι αν δεν ήμουν από τους “μεγάλους”, να συμμετέχω δειλά στη γέννηση του δεύτερου κύματος, μετά το ’80.
Μιλάμε για το 1983. Είχα ήδη βιώσει τρία πυκνά, ακραία χρόνια στο Λονδίνο, γεμάτα θόρυβο, ταινίες και κασέτες, και ανθρώπους που πίστευαν ότι ο πόνος είναι τέχνη. Κατάφερα τουλάχιστον να αποφύγω τις καταθλιπτικές εμπειρίες των χίπικων κολλεκτίβων, κι ευτυχώς, στις παρέες μου υπήρχε έντονη η παρουσία του φεμινισμού και μιας πιο ουσιαστικής πολιτικής συνείδησης. Βρισκόμουν ακριβώς στο κέντρο του βιομηχανικού χάους: ένας καταρράκτης από ήχους και μιμήσεις, μια μουσική που είχε ξεκινήσει με στόχο να διαλύσει τα πρότυπα, αλλά είχε αρχίσει να επαναλαμβάνει τον εαυτό της. Δεν άντεχα άλλο να ακούω τα ίδια και τα ίδια, τον ίδιο θόρυβο, την ίδια φρίκη. Ξεκινούσαμε (εγώ και η Caroline K) με μια ειλικρινή ανάγκη: να ξεσπάσουμε τον προσωπικό μας θυμό, να διαχειριστούμε την εσωτερική ζημιά, μέσα από το φίλτρο μιας κοινωνικής κριτικής. Αλλά με τον καιρό, αυτό το “σοκ” έγινε σχεδόν καταναλωτικό προϊόν. Παρεξηγήθηκε. Έχασε το δόντι του, σαν να λέμε. Κι όσο παρατηρούσαμε τον κοινωνικό πόνο, τόσο αυτός μάς τραβούσε κι εμάς προς τα κάτω. Δεν είμαστε ρομπότ. Είμαστε άνθρωποι, και ευαίσθητοι. Συνεχίσαμε να πιστεύουμε σε όσα πιστεύαμε, αλλά αλλάξαμε στρατηγική. Μέχρι το ’83, είχα αρχίσει να γοητεύομαι από το hip-hop και να χάνομαι στο τμήμα της παραδοσιακής μουσικής της τοπικής μου βιβλιοθήκης. Άκουγα Brian Eno και μουσικές του κόσμου, πιο ανοιχτές, πιο πολύχρωμες. Η διαρκής αγριότητα της industrial απλώς με εξόντωνε. Ήθελα κάτι άλλο. Κάτι πιο ευρύ, πιο ανθρώπινο. Κάτι με χρώμα. Όχι άλλο μαύρο και μέταλλο.
– Συχνά χαρακτήριζες τη μουσική σου ως “μετα-βιομηχανική”, ακόμη και τότε. Ήταν αυτός ένας τρόπος να αποστασιοποιηθείς από την κλινική αγριότητα της industrial ή μια πιο ευρεία προσπάθεια να επαναπροσδιορίσεις τη μουσική στην εποχή της επερχόμενης μαζικής πληροφορίας;
Ακριβώς αυτό. Ποτέ δεν ένιωσα άνετα με την ταμπέλα “industrial music”. Αν με ρωτάς, η αληθινή industrial μουσική θα έπρεπε να είναι ο ήχος της Motown, τα εργοστάσια αυτοκινήτων, η εργατική τάξη που τραγουδάει μέσα από τα γρανάζια. Αυτό που κάναμε εμείς δεν είχε σχέση με αυτό. Ήταν ήχος από τη μετα-βιομηχανική Βρετανία, από μέρη όπου τα εργοστάσια είχαν σταματήσει να καπνίζουν, οι φουρνιές εργατών είχαν διαλυθεί, και η πόλη άρχιζε να σαπίζει σιωπηλά, χωρίς παρόν. Μέχρι το ’83-’84, τα τελευταία απομεινάρια της βαριάς βιομηχανίας είχαν ήδη μεταφερθεί στον Παγκόσμιο Νότο. Εμείς μείναμε πίσω – με τα κενά κτίρια, την ανεργία, και μια νέα συνθήκη που ήδη είχε αρχίσει να επιβάλλεται: την εποχή της πληροφορίας. Αυτό προσπαθούσα να καταγράψω ηχητικά – όχι τη φρίκη, αλλά το μετα-σοκ. Όχι άλλο θόρυβο για το θόρυβο, αλλά μια ακουστική αρχαιολογία της μετάβασης. Εκείνοι ακόμα έβλεπαν τέρατα και κραύγαζαν. Εγώ άρχισα να ακούω τις σιωπές ανάμεσα στους ήχους. Ήθελα να χαρτογραφήσω τη ρωγμή, ανάμεσα στο τι ήταν και στο τι έρχεται. Ίσως τελικά, να ήμουν λιγότερο “industrial” και περισσότερο “ghost in the machine”.
– Η χρήση των plunderphonics και του χρωματισμού του ήχου στο έργο σου έχει περιγραφεί ως “αντι-πληροφορική”, σαν να μετατρέπεις την προπαγάνδα σε θόρυβο.
Δεν ξέρω αν θα το έλεγα “αντι-πληροφορική”, αλλά σίγουρα ήθελα πάντα να καλλιεργήσω μια πιο κριτική ματιά απέναντι στην πληροφορία. Αυτό που κάναμε ήταν μια μορφή αποδόμησης: παίρναμε το υπάρχον (λέξεις, ήχους, εικόνες) και τα επανασυνθέταμε, δίνοντάς τους νέες, συχνά αμφίσημες σημασίες. Τα άλμπουμ μας δεν ήταν “θόρυβος” με την έννοια του τυχαίου ή του άναρχου. Υπήρχε πάντα δομή, αφήγηση, μια μορφή εσωτερικής σκηνοθεσίας. Ακόμη κι όταν χρησιμοποιούσαμε παραμορφωμένους ή μη-μουσικούς ήχους, δεν ήταν επειδή θέλαμε να γκρεμίσουμε τα πάντα· ήταν γιατί προσπαθούσαμε να χτίσουμε κάτι αλλιώτικο, κάτι που να χωράει τη σύγχυση και τη σύγκρουση της εποχής μας. Δεν απορρίπταμε, λοιπόν, την πληροφορία, τη μετατρέπαμε. Από μονοδιάστατο μήνυμα, την κάναμε ερώτημα. Από προπαγάνδα, ύλη προς επανεξέταση.
Φωτ.: Nigel Ayers
– Σε μια εποχή όπου ο θόρυβος είναι πια το ίδιο το σύστημα, πιστεύεις ότι έχει νόημα ακόμη αυτή η προσέγγιση; Ή έχει απορροφηθεί από τη μηχανή που κάποτε σατίριζε;
Είσαι σίγουρος ότι ο «θόρυβος» είναι το σύστημα; Εγώ λέω πως υπάρχουν πολύ πιο συγκεκριμένοι οικονομικοί και συναινετικοί μηχανισμοί που διαμορφώνουν το πώς και το τι πληροφορία φτάνει σε εμάς. Δεν είναι απλώς ένας καταιγισμός, είναι ένας καταιγισμός κατευθυνόμενος. Ζούμε σε μια εποχή πληροφορίας που δεν μπορούμε να ελέγξουμε, γιατί ο έλεγχος της πληροφορίας έχει ήδη γίνει για εμάς. Η επιμέλεια της εμπειρίας γίνεται από αλγόριθμους, όχι με στόχο την κατανόηση ή την ανακάλυψη, αλλά με σκοπό τη χειραγώγηση. Το συναισθηματικό overload που βιώνουμε δεν είναι τυχαίο, είναι κατασκευασμένο. Κάποιοι βγάζουν λεφτά από την υπερδιέγερσή μας, από την κόπωση μας, από τη διάσπαση της προσοχής μας. Αυτό είναι που χρειάζεται να επανεξετάσουμε. Όχι απλώς τον ήχο ή την αισθητική, αλλά τον ίδιο τον τρόπο που πληροφορούμαστε, τον μηχανισμό που παράγει νόημα. Γιατί αν δεν το κάνουμε εμείς, το κάνει ήδη κάποιος άλλος για εμάς.
– Το Drowning in a Sea of Bliss συχνά θεωρείται πιο συναισθηματικά πολυεπίπεδο σε σχέση με άλλα industrial άλμπουμ της εποχής. Συμφωνείς, ή είναι κάτι που προβάλλεται εκ των υστέρων;
Ναι, ήταν απολύτως σκόπιμο. Το Drowning… σχεδιάστηκε έτσι ώστε να κυλά μέσα από διαφορετικές συναισθηματικές αποχρώσεις και ρυθμούς, χωρίς να ακολουθεί κάποια συγκεκριμένη αφήγηση, αλλά δουλεύοντας με τη μνήμη. Με το πώς επανεμφανίζεται, μεταμορφώνεται, διαστρεβλώνεται. Ήταν ένα έργο ατμοσφαιρικό αλλά όχι αφηρημένο, προσωπικό χωρίς να γίνεται εξομολογητικό. Είχε λεπτές διαβαθμίσεις, δεν σε αιφνιδίαζε με βία, αλλά σε έβαζε να την συνθέσεις εκ νέου μόνος σου. Ναι, είχε αυτό το κάτι που λέμε “nuance”, αυτό το ενδιάμεσο που δύσκολα πιάνεται αλλά πάντα αφήνει σημάδι. Ήταν περισσότερο ένα ηχητικό ψυχόδραμα χωρίς πρωταγωνιστές, μια βύθιση σε κάτι που μοιάζει με bliss αλλά ίσως να είναι και πένθος.
– Η στροφή των ’90s, από τη μεταλλική αγριότητα προς ένα ρυθμικό, πιο τελετουργικό ηλεκτρονικό τοπίο, ήταν εξέλιξη, ρήξη ή μια εντελώς νέα αρχή;
Για μένα ήταν εξέλιξη. Οι Nocturnal Emissions είχαν πάντα μέσα τους τον ρυθμό. Ένιωθα πάντοτε μια έλξη προς τον παλμό, προς τη “χορευτικότητα”, προς αυτή την άμεση, σωματική σύνδεση που μπορεί να έχει ο ήχος. Δεν με ενδιέφερε ποτέ να φτιάχνω διανοητικό θόρυβο μόνο. Ήθελα να το νιώθει κάποιος. Η συγκρουσιακή ενέργεια της αρχικής σκηνής, εκείνο το σφίξιμο στο σαγόνι, η ανάγκη για πρόκληση, άρχισε να ξεθωριάζει με τα χρόνια. Και μέχρι τα 90s, ένιωθες ένα μεγαλύτερο άνοιγμα· σαν να μην χρειαζόταν πια να φωνάζεις για να ακουστείς. Αυτή η χαλάρωση, αυτή η άρση της επιτήρησης, άφησε χώρο για να βγουν στην επιφάνεια άλλες πτυχές της μουσικής. Πιο εσωτερικές, πιο πνευματικές, ίσως και πιο θερμές. Δεν ήταν το τέλος κάποιου πράγματος· ήταν η φυσική μεταμόρφωσή του. Από κραυγή σε ψίθυρο. Από αντίσταση σε κάλεσμα.
Φωτ.: Nigel Ayers
– Συνέβαλλε σε αυτό και πρώιμη DIY στάση σου, η οποία είχε κάτι άμεσα λειτουργικό, σχεδόν πανκ. Όμως οι μεταγενέστερες δουλειές σου, ιδίως όσες αγγίζουν το πνευματικό ή οικολογικό, είναι πιο τελετουργικές. Η τεχνολογία παρέμεινε εργαλείο ή έγινε προέκταση του σώματος και της ψυχής;
Κάθε τεχνολογία είναι επέκταση του νευρικού μας συστήματος, αυτή είναι η ουσία των εργαλείων. Μας επιτρέπουν να κάνουμε όσα αλλιώς δεν θα μπορούσαμε. Εγώ πάντα δούλευα με την τεχνολογία όχι σαν να έπρεπε να διαλέξω μεταξύ εργαλείου και προέκτασης, αλλά αναγνωρίζοντας ότι είναι και τα δύο ταυτόχρονα. Η πνευματικότητα και η οικολογία δεν είναι χωριστά κομμάτια· είναι δεμένα. Η σύνδεσή μας με τη φύση, με την άγρια ζωή, με τα συστήματα της εμπειρίας που μοιραζόμαστε, όλα αυτά είναι πνευματικά, αλλά όχι με τη θρησκευτική έννοια. Δεν είναι δογματικά, είναι βιωματικά. Δεν προσκυνούν, συμμετέχουν. Και η τελετουργία δεν έρχεται από κάποιο ιερατείο. Έρχεται από το πώς ακούμε τον ήχο του δάσους, τον ηλεκτρισμό του αστικού τοπίου, το ρυθμό του ίδιου μας του σώματος καθώς στέκεται μπροστά σε μια παλμική συχνότητα. Από τη στιγμή που συντονίζεσαι, είσαι ήδη μέσα στο τελετουργικό.
– Βλέπεις τους Nocturnal Emissions ως ένα συνεχές πρότζεκτ ή ως μια σειρά από καλλιτεχνικές μετενσαρκώσεις;
Το βλέπω ως ένα συνεχές. Οι Nocturnal Emissions εξελίχθηκαν μαζί μου, όσο εγώ άλλαζα ως άνθρωπος, άλλαζε και το έργο. Εδώ και χρόνια είναι, κυρίως, προσωπικό πρότζεκτ, με κατά καιρούς συνεργασίες. Η μουσική αντιδρά στον κόσμο, σχολιάζει, αλλάζει μαζί με το πλαίσιο μέσα στο οποίο δημιουργείται. Νομίζω είναι σημαντικό να δεις το περιβάλλον απ’ το οποίο γεννήθηκε αυτή η μουσική. Το διαμόρφωσε η ιστορία αυτού του τόπου, οι γεωγραφίες που έζησα. Αν και έχω περάσει μεγάλο μέρος της ζωής μου σε περιοχές που αποκαλούνται “αγροτικές”, αυτές οι περιοχές είχαν έντονα βιομηχανικό παρελθόν, ήταν διαποτισμένες από τη λογική του κέρδους. Η γεωργία εδώ ήταν βαθιά επιδοτούμενη, με τεράστιες οικολογικές πληγές που κληρονομήθηκαν επί γενεές. Το χωριό όπου μεγάλωσα βρισκόταν κυριολεκτικά στην καρδιά της Βιομηχανικής Επανάστασης. Η γιαγιά μου δούλευε σε εργοστάσιο βαμβακιού. Ο παππούς μου ήταν λατόμος. Αυτοί οι τόποι δεν ήταν ποτέ πραγματικά “φυσικοί”, κι όμως σήμερα πλασάρονται ως ειδυλλιακά τοπία.
Υπάρχει μια απλοϊκή διχοτομία ανάμεσα στο αγροτικό και το αστικό, αλλά είναι παραπλανητική. Η πόλη απλώς συμπυκνώνει την κοινωνική ένταση· η εκμεταλλευτική βιομηχανική λογική μπορεί να εφαρμοστεί οπουδήποτε. Οι βιομηχανίες που άλλαξαν τον κόσμο ξεκίνησαν από τα χωριά. Και παρ’ ότι οι αστικές οικονομίες κατέρρευσαν, η περιφέρεια εξακολουθεί να κουβαλά τις πληγές, καλά κρυμμένες πίσω από καρτποσταλικά τοπία. Ο αγροτικός χώρος πλέον πουλιέται σαν ψευδαίσθηση: ένας τόπος “ανέγγιχτης” ομορφιάς, καταναλώσιμης “φύσης”, ένας ψεύτικος παράδεισος. Μα αν σκάψεις λίγο, θα βρεις την αλήθεια: πρόκειται για τόπους που υπέστησαν βιομηχανική λεηλασία. Η φύση που βλέπουμε σήμερα είναι απλώς αυτό που απέμεινε όταν οι μηχανές σταμάτησαν. Ζώντας εδώ, λοιπόν, και μελετώντας την ιστορία αυτών των περιοχών, συνειδητοποιείς ότι η ύπαιθρος υπήρξε πεδίο μάχης: ταξικής σύγκρουσης, οικολογικής καταστροφής, και σιωπηλής αντίστασης. Αυτή η ιστορία εξακολουθεί να καθορίζει το πώς βλέπουμε και βιώνουμε το τοπίο σήμερα.
Φωτ.: Nigel Ayers
– Τα μεταγενέστερα έργα σου κινούνται προς πιο υπνωτικά μοτίβα, ambient ροές, οργανικές υφές. Αυτά ήταν καρπός εσωτερικής ή πνευματικής αναζήτησης;
Ναι. Πρόκειται για μια προσέγγιση πιο στοχαστική, πιο ήσυχη, περισσότερο βασισμένη στη διαδικασία παρά στη χειρονομία. Δεν υπάρχει πια αυτή η φρενήρης ενέργεια. Είναι μια μουσική που προκύπτει από την παρατήρηση, όχι την αντίδραση· από το βίωμα, όχι από το σοκ. Είναι σαν να αφήνεις τον ήχο να δουλέψει μόνος του, όχι να τον πιέσεις, αλλά να τον καλλιεργήσεις. Μια ροή που επιτρέπει στον ακροατή να χαθεί, να επαναπροσδιορίσει τη σχέση του με το χρόνο, με τον χώρο και με τον εαυτό του. Δεν είναι απόδραση. Είναι επιστροφή.
– Σε έναν κόσμο με άπειρες ηχογραφήσεις και αλγοριθμική επιμέλεια, υπάρχει ακόμα κάτι που να λέγεται “θόρυβος”;
Ο θόρυβος μπορεί να καλλιεργηθεί, όπως τα αγριόχορτα σε έναν κήπο. Δεν είναι απλώς κάτι που παρεμβάλλεται· δίνει πλαίσιο, τοποθέτηση, αντήχηση. Για μένα, ο θόρυβος περιλαμβάνει το τυχαίο, τις περιβαλλοντικές παρεμβολές, όλα εκείνα τα μικρά απρόοπτα της καθημερινότητας που ωθούν τη μουσική σε απροσδόκητες κατευθύνσεις. Είναι η ανθρώπινη απόκριση στις εκπλήξεις της ζωής. Ο ήχος που διαρρέει από τα ρήγματα της πραγματικότητας. Μια υπενθύμιση ότι η μουσική δεν είναι ποτέ αποστειρωμένη, είναι πάντα ένα κομμάτι από μας. Ακόμα και όταν δεν την ελέγχουμε, είναι εκεί για να μας συγκινήσει.
– Άρα το πειραματικό στοιχείο έχει ακόμα ανατρεπτική δύναμη; Ή έχει μετατραπεί σε μια ηχητική ταπετσαρία για γκαλερί και πανεπιστήμια;
Δεν είναι «ή το ένα ή το άλλο» — είναι και τα δύο. Όλοι οι καλλιτέχνες δημιουργούν μέσα σε ένα κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, και αυτό το πλαίσιο είναι διαρκώς ρευστό και σύνθετο. Εγώ χρησιμοποιώ πειραματικές διαδικασίες, αλλά το τελικό αποτέλεσμα έχει δομή. Δεν είναι ένας χαοτικός αυτισμός, είναι μια εξερεύνηση που μοιράζεται. Και μόνο αυτή η πράξη του μοιράσματος, του να εκθέτεις ένα έργο που δεν φτιάχτηκε για την αγορά, αλλά για την εμπειρία, έχει ήδη μια υπόγεια πολιτική ένταση. Το ανατρεπτικό δεν βρίσκεται μόνο στο περιεχόμενο, αλλά στο πλαίσιο της κοινοποίησης. Στο ότι συνεχίζουμε να προτείνουμε, να μοιραζόμαστε, να αντιστεκόμαστε όχι με παντιέρες αλλά με ήχους που δεν ζητούν έγκριση.
Φωτ.: Nigel Ayers
– Πώς παραμένεις ενεργός και εμπνευσμένος, ειδικά σε τόσο δύσκολες περιόδους;
Κάνοντας. Η δράση γεννάει το κίνητρο. Αλλά υπάρχουν στιγμές που δεν μπορώ να κάνω τίποτα, αλλά και αυτό είναι εντάξει. Τότε κάνω ένα βήμα πίσω, ή ακολουθώ μια διαφορετική διαδρομή. Το ζήτημα είναι να συνεχίζεις, με όποιον τρόπο μπορείς. Ως καλλιτέχνης, ανταποκρίνομαι στο περιβάλλον μου. Αλληλεπιδρώ μαζί του, προσπαθώ να το καταλάβω, να το σχολιάσω, να μοιραστώ τις έρευνές μου με τους άλλους. Δεν διαχωρίζω αυστηρά τη μουσική από τα εικαστικά ή την περφόρμανς. Ποτέ δεν το έκανα. Οι ίδιες διαδικασίες που τροφοδοτούν τα έργα μου στην εικόνα, εισχωρούν και στη μουσική, και το αντίστροφο. Υφή, πλαίσιο, συγκεκριμένος χρόνος και τόπος, βιωμένη εμπειρία, συλλογικές αφηγήσεις, λαϊκά παραμύθια, οι ιστορίες που μας λέει ο πολιτισμός για να επιβιώσουμε, όλα αυτά είναι υλικά της δουλειάς μου. Είναι τρόποι να θυμόμαστε, να καταλαβαίνουμε, να συνδεόμαστε με το πού βρισκόμαστε και πού ήμασταν.
Βλέπω όλα αυτά ως ένα θηλαστικό που ζει αυτήν τη στιγμή της ιστορίας. Και νιώθω ευγνωμοσύνη που μου δόθηκε ο χρόνος να ερευνήσω όλα αυτά τα χρόνια. Ένα πράγμα που με παρακινεί είναι το πώς η δουλειά επιστρέφει σε μένα, μέσα από προσκλήσεις, από τις σιωπηλές επιδράσεις που έχει στους ανθρώπους. Αυτό με χαροποιεί, όχι σαν επιβράβευση, αλλά σαν συμμετοχή. Συμμετέχω σε κάτι μεγαλύτερο: τον ανθρώπινο πολιτισμό. Και προσπαθώ να τον επηρεάσω με τον τρόπο που μπορώ. Δεν σκέφτομαι όπως όλοι· ίσως αυτό να είναι και το σημαντικότερο. Αυτό που με κινεί είναι η ίδια η διαδικασία: να κρατώ την περιέργειά μου ζωντανή, να μαθαίνω νέα πράγματα, να δοκιμάζω, να αλλάζω τον κόσμο, έστω και λίγο. Και να νιώθω ξανά αυτό το μικρό θαύμα: ότι κάτι φτιάχτηκε, ότι το φανταστικό έγινε υλικό, ένας ήχος, ένας δίσκος, μια μορφή στον κόσμο.
– Ύστερα από τόσα χρόνια, τι είναι αυτό που σε κρατά ακόμα ενθουσιασμένο με το να φτιάχνεις άλμπουμ και να παίζεις ζωντανά;
Είναι πάντα κάτι καινούργιο. Πάντα κάτι απρόβλεπτο. Αυτό κρατά ζωντανό τον ενθουσιασμό… Έχω παραμείνει κοντά στις DIY σκηνές, με ρίζες στο έδαφος, δίπλα σε ανθρώπους που φτιάχνουν και μοιράζονται για τους σωστούς λόγους. Ποτέ δεν έγινα “εταιρικός”, δεν ακολούθησα τον δρόμο των χορηγών ή της μεγάλης παραγωγής. Ίσως αυτό να με κρατά ακόμη φρέσκο. (Ή και κατά καιρούς… εξαντλημένο). Ο τρόπος που βλέπω τον κόσμο, ο τρόπος που σκέφτομαι, δεν είναι απαραίτητα συμβατικός. Και ίσως αυτό το “παράξενο” να είναι και το πιο πολύτιμο. Στο τέλος, αυτό που με κινητοποιεί είναι η ίδια η διαδικασία: να κρατώ την περιέργειά μου ζωντανή, να μαθαίνω, να δοκιμάζω, να επεμβαίνω στον κόσμο, να ζω το μικρό μαγικό σοκ του να βλέπεις κάτι άυλο να αποκτά μορφή. Το να κάνεις έναν δίσκο. Να τον στείλεις έξω στον κόσμο. Να δεις πού θα φτάσει…
– Άρα, να υποθέσω πως έχεις ακόμη κι άλλους δημιουργικούς στόχους που δεν έχεις εκπληρώσει;
Ναι — πάρα πολλούς. Νιώθω πως μόλις τώρα ξεκινάω αληθινά. Έχω αποσυρθεί από τη “πρωϊνή δουλειά”, κι αυτό σημαίνει πως για πρώτη φορά έχω τον χρόνο και τον χώρο να αφοσιωθώ περισσότερο στα εικαστικά μου. Το στούντιο είναι ήσυχο. Το μυαλό είναι πιο καθαρό. Το μέλλον, ανοιχτό, όχι σαν πρόγραμμα, αλλά σαν πρόσκληση.
– Υπάρχει κίνδυνος να αισθητικοποιούμε την κατάρρευση σήμερα, αντί να την αντιμετωπίζουμε;
Απολύτως. Αυτός είναι ένας πραγματικός κίνδυνος. Η τέχνη μπορεί εύκολα να γίνει ένα όμορφο κουκούλι που εξωραΐζει την καταστροφή. Αλλά δεν πρέπει να μένουμε στο θέαμα. Χρειάζεται να σηκωθούμε, να δράσουμε, να αλλάξουμε τον κόσμο προς το καλύτερο.
– Τον Σεπτέμβριο έρχεσαι στην Ελλάδα να εμφανιστείς στο Ametric Festival στα Χανιά. Νιώθεις ότι ο τόπος ή ο πολιτισμός του επηρεάζουν το σετ σου;
Νιώθω πραγματικά χαρά και τιμή, ειδικά για μια εμφάνιση στην Κρήτη, έναν τόπο που βρίσκεται στην καρδιά της σύνθετης ευρωπαϊκής ιστορίας. Αυτό που με τραβάει είναι το πώς αυτό το νησί ενσαρκώνει αιώνες πολιτισμικής ανταλλαγής, αντίστασης και επιβίωσης. Η Κρήτη, όπως μεγάλο μέρος της Ελλάδας, υπήρξε σταυροδρόμι (και πεδίο μάχης) ιδεών, εμπορίου, ανθρώπων. Από τη Βόρεια Αφρική, τη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη, όλα περνούσαν από εκεί: με το εμπόριο, με τη σύγκρουση, με τη φιλοσοφία. Αυτές οι διασταυρώσεις δεν διαμόρφωσαν μόνο το νησί, διαμόρφωσαν κι εμάς. Όταν παίζω σε τέτοιους χώρους, νιώθω έντονα την παρουσία αυτών των ιστοριών — αποικιοκρατία, εκμετάλλευση, αλλά και διάλογος, αλληλεγγύη, ανταλλαγή γνώσης. Το ίδιο το βενετσιάνικο φρούριο όπου γίνεται το φεστιβάλ είναι μια υπόμνηση: ένα οχυρό φτιαγμένο για κυριαρχία, που όμως σήμερα λειτουργεί ως χώρος συνάντησης και ήχου. Αυτή η αντίφαση, αυτή η ένταση, είναι κάτι που πιθανότατα θα εξερευνήσω στο σετ μου. Το έργο μου συχνά σχολιάζει το πώς τα τοπία φέρουν τα σημάδια της εξουσίας και του εμπορίου και πώς αυτά μας πωλούνται πίσω ξανά ως “πολιτιστική κληρονομιά” ή “τουριστική απόδραση”. Ελπίζω η εμφάνισή μου να είναι μια μικρή πράξη διεκδίκησης εκ νέου: ένας χώρος για ειλικρινή στοχασμό, αναγνώριση των ιστοριών, και φαντασίωση νέων τρόπων συνύπαρξης — σήμερα, εδώ, μεταξύ πολιτισμών.
Μετά από τέσσερις δεκαετίες ηχητικών παρεμβάσεων, πολιτικής τέχνης και πειραματισμού, ο Nigel Ayers των θρυλικών Nocturnal Emissions έρχεται στο Ametric Festival στα Χανιά. Ο πρωτοπόρος της industrial
Μετά από τέσσερις δεκαετίες ηχητικών παρεμβάσεων, πολιτικής τέχνης και πειραματισμού, ο Nigel Ayers των θρυλικών Nocturnal Emissions έρχεται στο Ametric Festival στα Χανιά. Ο πρωτοπόρος της industrial
Δύο χρόνια μετά το ντεμπούτο τους, οι Notowns επιστρέφουν με το "Vicious Little World", ένα άλμπουμ που ενώνει τον υπόγειο χορό με την υπαρξιακή ένταση και την κοινωνική κριτική. Από τις επιρροές της
Δύο χρόνια μετά το ντεμπούτο τους, οι Notowns επιστρέφουν με το "Vicious Little World", ένα άλμπουμ που ενώνει τον υπόγειο χορό με την υπαρξιακή ένταση και την κοινωνική κριτική. Από τις επιρροές της
Από τα post-punk 80s μέχρι τα εξώφυλλα των μεγαλύτερων ελληνικών περιοδικών των 90s, ο Νίκος Βανδώρος χαρτογραφεί με τον φακό του μια μοναχική πορεία στη φωτογραφία. Από τα γυμνά του μέχρι τα φορτισμέ
Από τα post-punk 80s μέχρι τα εξώφυλλα των μεγαλύτερων ελληνικών περιοδικών των 90s, ο Νίκος Βανδώρος χαρτογραφεί με τον φακό του μια μοναχική πορεία στη φωτογραφία. Από τα γυμνά του μέχρι τα φορτισμέ
Ο Θανάσης Μήνας συζητά με τον γνωστό συγγραφέα αστυνομικών Γρηγόρη Αζαριάδη για το τελευταίο του μυθιστόρημα με τίτλο "Καμία προσευχή για τους πεθαμένους" (Bell 2025).
Ο Θανάσης Μήνας συζητά με τον γνωστό συγγραφέα αστυνομικών Γρηγόρη Αζαριάδη για το τελευταίο του μυθιστόρημα με τίτλο "Καμία προσευχή για τους πεθαμένους" (Bell 2025).