Αισθηματίας. Ρομαντικός του σινεμά. Ροκ στην ψυχή. Πότης και ταυτόχρονα ιππότης (με την δική του «στρογγυλή τράπεζα» συμποτών του). Μια σχεδόν δονκιχωτική μορφή της αθηναϊκής νύχτας που πάλεψε με μπόλικους ανεμόμυλους και αρκετούς δαίμονες -κυρίως δε, με την σκοτεινή πλευρά του ίδιου του του εαυτού. Μια πλευρά που είχε πάντα κάτι φωτεινό να σου δώσει, αν καθόσουν μαζί του και έπινες ένα τζινάκι, μια βοτκίτσα ή ένα ουισκάκι, ανοίγοντάς του την ίδια στιγμή την καρδιά σου.
«Βγάλε το παλτό σου και έλα πάνω, στο γραφείο να πιούμε ένα ποτό», συνήθιζε να μού λέει, φορώντας την κλασική μαύρη καμπαρντίνα του, στην είσοδο του Gagarin 205 στη Λιοσίων, πριν από κάθε μικρό ή μεγάλο event και live.
Και πήγαινα πάντα. Τον ακολουθούσα στο γραφείο του, γεμάτο με κινηματογραφικές αφίσες στους τοίχους και μια μικρή αυτοσχέδια κάβα με μπουκάλια διαφόρων ποτών.
«Δια παν ενδεχόμενο» μου είχε πει κάποτε, για να συμπληρώσει μετά γελώντας: «Και δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν. Γιατί μαλάκες είμαστε κατά βάθος και μαλάκες θα παραμείνουμε».
Μου έλεγε να κάτσω σε έναν καναπέ όσο πίνουμε και μιλάμε. Δεν χρειάστηκε ποτέ. Πίναμε το ποτό μας τόσο γρήγορα που οποιαδήποτε ιδέα ή νύξη περί «καθήμενου ποτού» θα ήταν μάταιη.
Και μετά μού έλεγε «άσε το ποτήρι όπου βρεις και πάμε κάτω. Θα γίνει χαμός σήμερα».
Πάντα γινόταν χαμός, κατά το Νικόλα. Ακόμη και αν, στην πραγματικότητα δεν γινόταν και όλα αυτά ήταν μόνο μια εντύπωση μέσα στον (οινο)πνευματώδη εγκέφαλό του.
Την λάτρευε τη νύχτα ο Νικόλας. Και η νύχτα τού ανταπέδιδε το συναίσθημα: τον αγαπούσε και αυτή. Στοργικά. Σαν μάνα. Σαν τη μάνα του, την κυρά Χαρίκλεια.
Ήταν περήφανος που το 2002 κατάφερε και έφτιαξε το δικό του χώρο, το Gagarin 205, που έγινε ένας οίκος για συναυλίες αλλά και για το Φεστιβάλ Καλτ Ελληνικού Κινηματογράφου.
Ο Νίκος «έπαιξε» με το σινεμά, με τις μετακλήσεις μπαντών και καλλιτεχνών, με το καλτ και το κιτς.
Και άλλοτε έβγαινε κερδισμένος, άλλοτε χαμένος. Αλλά δεν τού καιγόταν καρφί.
Γιατί, άλλωστε, πίστευε και ο ίδιος ακράδαντα ότι ο «χαμένος τα παίρνει όλα».
Ποιος ήταν ο Νίκος Τριανταφυλλίδης
Γεννήθηκε στο Σικάγο των Ηνωμένων Πολιτειών στις 9 Σεπτεμβρίου 1966, γιος του σατιρικού καλλιτέχνη Βασίλη Τριανταφυλλίδη (Χάρρυ Κλυνν) και της Χαρίκλειας Μακρή. Σπούδασε κοινωνιολογία και επικοινωνία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συνέχισε τις σπουδές του στη Διεθνή Σχολή Κινηματογράφου του Λονδίνου στο διάστημα 1990-1992.
Η πρώτη μικρού μήκους ταινία ήταν το μικρού μήκους ντοκιμαντέρ «Momus: Amongst Women Only», που γυρίστηκε στα πλαίσια της πρακτικής του στο τρίτο τρίμηνο των σπουδών του στο Λονδίνο. Η πτυχιακή του ταινία «Dogs Licking My Heart» («Τα σκυλιά γλείφουν την καρδιά μου») με τον Μπλέιν Ρέινινγκερ και τον Παναγιώτη Θανασούλη κέρδισε το Πρώτο Βραβείο Μυθοπλασίας στο 7ο Φεστιβάλ Ελληνικών Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας το 1993. Η ταινία προβλήθηκε και σε διεθνή φεστιβάλ.
Την ίδια χρονιά, το 1993, σκηνοθέτησε σε ασπρόμαυρο super 8 mm φιλμ το video clip για το κομμάτι «Δεν χωράς πουθενά» του συγκροτήματος Τρύπες. Ακόμη σκηνοθέτησε και ένα μικρού μήκους σουβενίρ από την συναυλία των Τρυπών στο club Marquee του Λονδίνου.
Το 1995 ολοκλήρωσε την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του «Ράδιο Μόσχα» με τους Σβετλάνα Πανκράτοβα, Χάρρυ Κλυνν, Blaine L. Reininger, Kώστα Γκουσγκούνη, Απόστολο Σουγκλάκο και τον Ντίνο Ηλιόπουλο. Η υπόθεση αφορά μία Ρωσίδα χορεύτρια που δουλεύει σε ελληνικό καμπαρέ και γίνεται μήλον της έριδος ανάμεσα στο αφεντικό της, έναν πληρωμένο δολοφόνο και έναν βιολιστή χαρτοπαίκτη. Η ταινία προβλήθηκε στο Πληροφοριακό Τμήμα του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Μερικούς μήνες αργότερα η ταινία βραβεύτηκε με το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη στα Κρατικά Βραβεία του ΥΠΠΟ. Το Ραδιο Μόσχα ταξίδεψε σε πολλά διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ.
Το 1996 ο Νίκος Τριανταφυλλίδης γύρισε για λογαριασμό της ΕΤ2 την τηλεταινία «Το Παλτό», μια ελεύθερη διασκευή του ομώνυμου διηγήματος του Νικολάι Γκόγκολ από τον ίδιο και την Ευγενία Λυρούδια, με τους Ντίνο Ηλιόπουλο και Βασίλη Διαμαντόπουλο στους ρόλους του πελάτη και του ράφτη αντίστοιχα. Δύο χρόνια αργότερα γυρίζει για λογαριασμό της ΕΤ2 το ντοκιμαντέρ-μαμούθ για το συγκρότημα Tuxedomoon με τον τίτλο «No Tears». Τα γυρίσματα έγιναν με αφορμή την επετειακή συναυλία του συγκροτήματος για τα 20 χρόνια τους, στο Θέατρο Λυκαβηττού.
Παράλληλα ο Νίκος Τριανταφυλλίδης συνεργάστηκε με τον συγγραφέα Χρήστο Χωμενίδη για το σενάριο της ταινίας «Μαύρο Γάλα». Η ταινία ολοκληρώθηκε στα 1999. Πρωταγωνιστούν οι Μιχαήλ Μαρμαρινός, Ιεροκλής Μιχαηλίδης, Τάνια Νασιμπιάν, Μαρίσα Τριανταφυλλίδου, Ρένος Χαραλαμπίδης, Μυρτώ Αλικάκη, Θέμις Πάνου, Παναγιώτης Θανασούλης, Άννα Μάσχα, Blaine L. Reininger και ο Κώστας Γκουσγκούνης.
Το 1999, σε ηλικία 70 ετών, ο Αμερικανός μουσικός Σκρίμιν’ Τζέι Χόκινς επισκέφθηκε την Ελλάδα και έδωσε δύο συναυλίες μετά από πρόσκληση του Νίκου Τριανταφυλλίδη, ο οποίος και κινηματογράφησε αυτές τις συναυλίες. Όμως, αναπάντεχα, δύο μήνες μετά ο Χόκινς πέθανε. Στην ταινία, εκτός από το ντοκουμέντο του ταξιδιού του Χόκινς στην Αθήνα, υπάρχει σπάνιο υλικό από τις παλαιότερες εμφανίσεις του, καθώς και συνεντεύξεις ανθρώπων που τον έζησαν από κοντά. Η ταινία «Screamin’ Jay Hawkins – I Put a Spell on Me» απέσπασε το Πρώτο Βραβείο στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης και το Δεύτερο Κρατικό Βραβείο Ταινίας Τεκμηρίωσης στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης στα πλαίσια των Κινηματογραφικών Βραβείων Ποιότητας του ΥΠΠΟ.
Ακόμη, ο Νίκος Τριανταφυλλίδης εργάστηκε ως παραγωγός του ραδιοφώνου (1988-1991) στον πρώτο ιδιωτικό ραδιοφωνικό σταθμό TOP FM και στο BBC World Service, όταν ζούσε στην Αγγλία. Αργότερα, επανήλθε στο ραδιόφωνο με την εκπομπή «Αισθηματική Αγωγή» μέσα από τη συχνότητα του 902 Αριστερά και στον ραδιοσταθμό «Στο Κόκκινο» 105,5 FM.
Ήταν επίσης μουσικός παραγωγός και ιδρυτής της οπτικοακουστικής εταιρίας «Astra Tv» (1995). Το 2002 εγκαινίασε τον συναυλιακό χώρο «Gagarin 205», στην οδό Λιοσίων. Τον Σεπτέμβριο του 2009 ο Νίκος Τριανταφυλλίδης παραχώρησε την διαχείριση και το management του συναυλιακού χώρου Gagarin 205 στον κινηματογραφικό παραγωγό και επιχειρηματία Λάμπρο Τριφύλλη. Ο ίδιος παρέμεινε στο σχήμα με την ιδιότητα του καλλιτεχνικού διευθυντή.
Τελευταία του ταινία ήταν οι «Οι αισθηματίες». Η ταινία πρωτοπροβλήθηκε ολοκληρωμένη στο κυρίως πρόγραμμα (διαγωνιστικό μέρος) του 36ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Μόσχας τον Ιούνιο 2014, για να προβληθεί τελικά στις ελληνικές αίθουσες τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς.
Προτού πεθάνει, πρόλαβε και έκανε ένα ντοκιμαντέρ για την μεγάλη του αγάπη, τον ΠΑΟΚ.
Ο Νικόλας πέθανε στις 7 Ιουνίου του 2016 από καρκίνο, πριν καλά καλά κλείσει τα 50 του χρόνια.
Ο υπογράφων είχε μια εκτενή συζήτηση – συνέντευξη με το Νίκο Τριανταφυλλίδη το καλοκαίρι του 2009:
– Πρόσφατα ξέρω ότι πέρασες μια πολύ σκοτεινή περίοδο στη ζωή σου. Τι έγινε, πάτησες τα 40 και φρίκαρες;
Μπα, καμία σχέση. Άλλωστε, απ’ τα 18 μου βρίσκομαι μονίμως στην ίδια ηλικία. Είμαι όντως τώρα πολύ καλύτερα σε σχέση τόσο με λίγο πιο παλιά, όσο και με την τυραννία της εφηβείας. Πάντως, όντως μπήκε μια σκοτεινιά στη ζωή μου, η οποία είχε να κάνει με το ότι εγκλωβίστηκα σε αυτό που έκανα με το Gagarin και σε κάποιο σημείο κατάλαβα πως προκειμένου να προχωρήσω ως Νίκος, έπρεπε πρώτα να καταστρέψω τον εαυτό μου.
– Τι βρήκες στο ποτό που δεν κατάφερες να βρεις σε μια γυναίκα ή σε έναν φίλο;
Αρχικά μια γαλήνη η οποία με βοηθούσε να λειτουργώ ευκολότερα με τους ρυθμούς που δούλευα μέχρι τότε, στην πορεία όμως είδα πως κόντεψε να με προλάβει το ίδιο μου το τέλος. Δεν ντρέπομαι να σου πω πως, ναι, σε κάποιο σημείο έφτασα σε σημείο αυτοκαταστροφής. Κι εκεί ακριβώς χρειάστηκα, αφενός τη βοήθεια της οικογένειας και των φίλων μου κι αφετέρου τη συνδρομή ανθρώπων που αντιμετωπίζουν το ζήτημα αυτό ως κάτι με το οποίο μπορείς να εθιστείς.
– Νίκο, εντελώς ειλικρινά, τα «χρειάστηκες» σε κάποιο σημείο με το θέμα του αλκοολισμού;
Καθόλου, και αυτό ακριβώς ήταν το πρόβλημα, πως δεν κώλωσα ποτέ με το αλκοόλ. Απλώς, όλο έλεγα «θα το κόψω», αλλά το άλλο βράδυ έπεφτα ξανά στα ίδια. Η συμβουλή που έχω να δώσω είναι «μην φοβηθείς ποτέ να κοιτάξεις ένα τέτοιο πρόβλημα στα μάτια». Πάντως να ξέρεις πως δεν θα καταλήξω σαν τον Ερικ Κλάπτον, ο οποίος σήμερα διοργανώνει non-drinking parties. Κατάντια.
– Οι δραστηριότητές σου με το Gagarin δεν σε «κρατούσαν στην πρίζα»;
Το αντίθετο. Δεν ήμουν έτοιμος να αντιμετωπίσω κάποιες καταστάσεις, ως επιχειρηματίας με την κλασική έννοια του όρου.
– Όταν είπες στον πατέρα σου [σ.σ: Τον Χάρρυ Κλυνν] πως θα κάνεις έναν συναυλιακό χώρο τι σου είπε;
Ο,τι είχε πει και για κάποιες απ’ τις ταινίες μου: «γιατί παιδί μου μου το κάνεις αυτό;» Ίσως όμως ο πατέρας μου να πίστευε πως το Gagarin θα αποτελέσει για μένα έναν φορέα ενσωμάτωσης μου στην «κανονική» κοινωνία. Θεωρούσα και θεωρώ τον εαυτό μου λίγο «εκτός». Εξου και η στράτευσή μου με τον χώρο της Αριστεράς.
– Πόσο πολύ επηρεάζει η ενασχόληση με το Gagarin 205 την καθημερινότητά σου;
Μέχρι πρότινος μού τη γάμησε και μου την διέλυσε, γι’ αυτό άλλωστε και πέρασα και μια πολύ δύσκολη φάση στη ζωή μου. Υπήρξαν στιγμές που δεν είχα όρεξη να σηκωθώ καν το πρωί απ’ το κρεβάτι. Περνούσα ώρες ξαπλωμένος, αναρωτώμενος κατά πόσο είμαι η μετεμψύχωση του Μπράιαν Ουίλσον (γέλια). Δεν υπάρχει τίποτα το ηρωικό σε αυτό που μου συνέβη. Αν κάποιος έχει αδικήσει εμένα, αυτός είναι μόνο ο ίδιος μου ο εαυτός.
– Πόσα συγκροτήματα τελικά έχουν παίξει μέχρι σήμερα στο Gagarin;
1000 εντός και 500 εκτός Gagarin, στο Ρόδον ή αλλού.
– Μπορείς να υπολογίσεις, σχεδόν επτά χρόνια μετά, αν τελικά άξιζε το εγχείρημα;
Άξιζε απ’ όλες τις απόψεις, πλην της οικονομικής. Υπήρξαν κάποιες επιλογές μου, άκρως δονκιχωτικές, που με έβαλαν μέσα και με έκαναν να λέω «it’s not fun anymore».
– Με τον Ρούντι Προτρούντι (σ.σ: τραγουδιστής των Fuzztones και κολλητός φίλος του Νίκου) έχετε κάνει μπόλικες αλητείες μαζί;
Υπάρχει αυτή η ανυπόσταση φήμη πως όποτε βγαίνουμε έξω με τον Ρούντι, τα σπάμε, (γελάει), δεν ισχύει όμως κάτι τέτοιο, το πολύ πολύ μέχρι την μπάρα του μπάρμαν να καταφέρουμε να φτάσουμε. Ο Ρούντι είναι ένας εξαιρετικά περίπλοκος άνθρωπος, εντελώς «με τις ώρες του». Τον αγαπάω γιατί έπαιξε με τη φωτιά, πήρε τη φλόγα, την μετέδωσε σε όλους εμάς και κατόπιν έφτασε ένα βήμα απ’ το να καεί ανεπανόρθωτα κι ο ίδιος. Χωρίς τον Ρούντι και τους Fuzztones δεν θα υπήρχαν ούτε οι Ramones ούτε οι White Stripes.
– Ισχύει τελικά εκείνο το διάσημο περιστατικό με το δισκάδικο στα Εξάρχεια;
Ναι. Ο Ρούντι είχε μια οικονομική διαφορά με κάποιον συμπολίτη μας, ιδιοκτήτη δισκάδικου στα Εξάρχεια, είδε κι απόειδε να περιμένει, οπότε σκέφτηκε να λύσει τη κατάσταση the old fashioned way: πήγε στο δισκάδικό του, τον κλείδωσε μέσα, του ζήτησε τα χρήματα που του χρωστούσε κι όταν εκείνος του αρνήθηκε, του πήρε τόσο τα χρωστούμενα όσο και πολλά απ’ τα βινύλια που πουλούσε.
– Η καλύτερη συναυλία που διοργάνωσες ποτέ;
Όλες τις φορές που έφερα τους Stooges.
– Πως είναι ο φίλος σου ο Iggy Pop σαν άνθρωπος;
Καταρχάς, το να λες πως ο Iggy είναι φίλος σου είναι σαν να λες πως κάνεις παρέα με τον Απόστολο Παύλο. Με μια πρόταση, ο Iggy είναι ένας άνθρωπος που διαθέτει ήθος και συνέπεια τόσο πάνω όσο και κάτω απ’ τη σκηνή.
– Μια βραδιά στο Gagarin που θυμάσαι ακόμη και σήμερα;
Το live των Flaming Lips. Που ήταν μια βραδιά εκπληκτική από κάθε άποψη, αλλά που τελικά και πάλι μπήκαμε μέσα οικονομικά, αφού η ανταπόκριση του κόσμου δεν ήταν αυτή που περιμέναμε, γεγονός που αποδεικνύει πως η μουσική πραγματικότητα που κινούμαστε όλοι εμείς, λειτουργεί συχνά ως παραμορφωτικός καθρέπτης: η πραγματικότητα είναι τα 30 χιλιάδες εισιτήρια που κόβει ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου με τους Scorpions και όχι τα 150 εισιτήρια που έκοψαν οι Mercury Rev.
– Ξέρω πως κρατάς μια στάση αρνητική απέναντι στο λεγόμενο «έντεχνο» τραγούδι.
Σιχαίνομαι όλους εκείνους που φοράνε την προβιά του έντεχνου, του αριστερού και του δήθεν ροκά, εξυπηρετώντας ένα ολόκληρο σύστημα. Αντιθέτως, ο Βασίλης Τερλέγκας και τα υπόλοιπα παιδιά που ξεπήδησαν απ’ τα λαϊκά γλέντια και τα κατά τόπους πανηγύρια, είναι δείγματα ενός αυτοφυούς πολιτισμού που δεν χρειάζεται τα δεκανίκια του έντεχνου ή της Αριστεράς για να ορθοποδήσουν. Όπως επίσης, απεχθάνομαι να βλέπω τους αγγλόφωνους κλώνους σαξονικών συγκροτημάτων να πιθηκίζουν. Όλα τα αγγλόφωνα συγκροτήματα ξέρουν πως το Gagarin τους στηρίζει κι είναι ανοιχτό όποτε το θελήσουν να παρουσιάσουν τη δουλειά τους, αλλά ως Νίκος είμαι απόλυτος και λέω πως αυτή η εμμονή στο αγγλοσαξονικό ροκ πρότυπο που τους έχει μεταγγίσει το Mad και το MTV είναι για τα πανηγύρια.
– Ποιο ήταν το μεγαλύτερο ξενέρωμα που έφαγες από μπάντα;
Κανένα απ’ τα συγκροτήματα που έφερα, παρά μόνο οι άνθρωποι πίσω απ’ τη σκηνή οι οποίοι επωφελήθηκαν ευκαιριακά απ’ αυτήν την ιστορία.
– Επειδή ο κόσμος το συζητάει ακόμη, τι ακριβώς έγινε την μέρα της ακύρωσης της συναυλίας των White Stripes; Και μέχρι που πιστεύεις πως φτάνει η ευθύνη σου;
Σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά από εκείνη τη νύχτα, και βλέποντας πλέον τα πράγματα πιο ψύχραιμα, είμαι πεπεισμένος πως η δική μου ευθύνη είναι μηδαμινή. Ο,τι έγινε εκείνη τη μέρα, ήταν απλώς το αποτέλεσμα ενός κακού timing και μιας κακής στιγμής εντός των Stripes, γι’ αυτό άλλωστε και μετά από εκείνη τη μέρα, αν το προσέξεις, το συγκρότημα δεν έχει κάνει τίποτα το αξιόλογο και ο Τζακ Ουάιτ αναλώνεται σε προσωπικά projects. Εκείνη τη μέρα ήταν η αρχή του τέλους όχι μόνο για τους Stripes, αλλά και για μένα, αποτελώντας το σημείο όπου ξεκίνησε μια οικονομική κατάσταση για την επιχείρησή μου που ήταν πλέον μη-αναστρέψιμη.
– Ο αέρας δηλαδή εκείνης της νύχτας ξεμόνταρε κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή κουρτίνα.
Βγήκε ένα ολόκληρο κακό κάρμα, το οποίο κορυφώθηκε εκείνη τη νύχτα. Επίσης, μιας και τα λέμε τώρα όλα, δεν γίνεται να είσαι τεχνικός και να σου έρχεται να σκαρφαλώσεις ξαφνικά στις σκαλωσιές, παρά μόνο αν είχες δει αυτό που είχα δει εγώ στα παρασκήνια, δηλαδή τεράστια μπολ με κοκαΐνη, μέσα στα οποία βουτούσαν όλοι, με τον Τζακ πρώτο πρώτο. Πως να μην κάνεις μαλακίες μετά;
– Πόσο πολύ σε χαλάνε οι κόντρες με τους υπολοίπους συναδέλφους διοργανωτές;
Είναι σαν να κάνεις εισαγωγές παπουτσιών και να έχεις στη γειτονιά σου μερικούς ακόμη ανταγωνιστές (γέλια).
– Ένα σχόλιο για τον Νίκο Χασίδ της Άνωσης και τον Νίκο Λώρη της Didi Music;
Τον Νίκο Λώρη τον εκτιμώ και τον σέβομαι γιατί όταν πριν 20 χρόνια έβγαζε δισκάκια ως Δικαίωμα Διάβασης, άλλοι διοργάνωναν χορούς στην παραλιακή με κουπόνια. Όσο για τον φίλο μου, τον Νίκο Χασίδ, θεωρώ πως έκανε τεράστιο λάθος όταν απέρριψε την πρότασή μου να κρατήσουμε από κοινού το Ρόδον.
– Ποια πιστεύεις πως είναι η εικόνα του ελληνικού συναυλιακού κοινού για τον Νικόλα;
Πιστεύω πως μου αναγνωρίζουν πως είχα αγαθές προθέσεις, έστω κι αν στην πορεία αποδείχτηκε πως δεν ήμουν τόσο ικανός στη διαχείριση κρίσεων, όπως αυτή των Stripes. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το πόσο ώριμα αντέδρασε ο κόσμος την νύχτα εκείνη. Είχαν κάθε δίκιο να κάνουν μπάχαλο το χώρο. Θα μπορούσαν να είχαν κάψει το γήπεδο απ’ την απογοήτευση και τα νεύρα τους, αλλά κατάλαβαν πως είχαμε καλή πρόθεση. Και αυτό θεωρώ πως ήταν η πιο μεγάλη εκδήλωση αγάπης προς στο πρόσωπό μου.
– Αν σου ζητούσαν το Gagarin για μια εκδήλωση στη μνήμη του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, θα το παραχωρούσες;
Ναι, φυσικά, αλλά όχι αυτή τη χρονική στιγμή.
– Ακόμη και αν έμπαιναν μέσα κι ακροαριστερά στοιχεία και το έκαναν αντιμπατσικό συλλαλητήριο;
Γιατί, δεν έχουν γίνει, νομίζεις αντιμπατσικά συλλαλητήρια μέσα στο Gagarin, και μάλιστα πρόσφατα, κατά τη διάρκεια της συναυλίας της Γενιάς του Χάους;
– Ποια η άποψή σου για τις ένστολες δυνάμεις καταστολής;
Οι μπάτσοι είναι ένας πολύ εύκολος στόχος, γιατί είναι μια ομάδα επαγγελματιών που ανήκει στο λούμπεν προλεταριάτο, που έλεγε και ο Παζολίνι. Θεωρώ πως κάθε άνθρωπος έχει το βάρος της ηθικής επιλογής. Απ’ τη στιγμή που κάποιος επιλέγει να υπηρετήσει την εξουσία, θα με βρει μπροστά του. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν τον κατανοώ, αλλά δεν θα αποδεχτώ με τίποτα την επιλογή του επαγγέλματός του.
– Σε ποιον δεν θα παραχωρούσες ποτέ το Gagarin;
Σε ακροδεξιές, φασιστικές και ρατσιστικές ομάδες.
– Η κριτική μιας ταινίας έχει κάποια ουσιαστική αξία για τον δημιουργό της;
Έχει, αν προέρχεται από ανθρώπους που εκτιμώ, όπως η Ροζίτα Σώκου. Αλλά η Ροζίτα είναι της παλιάς σχολής, που σημαίνει πως διαθέτει κι άλλο ήθος ως άνθρωπος.
– Και ο Δημήτρης Δανίκας είναι της παλιάς σχολής, με τον οποίο όμως δεν δίστασες να πιαστείς στα χέρια πρόσφατα.
Όχι, κάνεις λάθος, ο Δανικας είναι της σχολής της ΚΝΕ. Αν ο Δανίκας είναι αριστερός, τότε εγώ είμαι δεξιός. Ο Δανίκας είναι ένα επαγγελματικό στέλεχος της Αριστεράς, ο οποίος αναρριχήθηκε μέσω της γνωστής αξιοκρατίας που επικρατεί στην Ελλάδα. Επαναλαμβάνω: ο Δημήτρης Δανίκας δεν έχει καμιά μα καμιά απολύτως σχέση με την Αριστερά, είχε απλώς μια επαγγελματική καθαρά σχέση με έναν κομματικό μηχανισμό και πλέον εργάζεται για λογαριασμό ενός άλλου εργοδότη, του κ. Λαμπράκη. Τόσο απλά.
– Μετανιώνεις για ό,τι συνέβη μεταξύ σας και μάλιστα μπροστά σε κόσμο;
Καθόλου. Το ότι έγινε δημοσίως είναι ακόμη καλύτερο. Το πρόβλημά μου με τον Δανίκα είναι καθαρά ηθικής τάξης, γιατί είναι ένα σκουλήκι που αναρριχιέται στους μηχανισμούς της εξουσίας της εγχώριας ιντελιγκέντσιας.
– Τι σε ενοχλεί στην Ελλάδα σήμερα;
Το ότι ζούμε σε μια φοβερά συντηρητική κοινωνία, η οποία, σε κινηματογραφικό επίπεδο, έχει τον Νίκο Νικολαΐδη στη γωνιά και του πετάει κάνα ξεροκόμματο, αλλά παίρνει τσιμπούκια, τόσες δεκαετίες, απ’ τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, του οποίου ταινίες όπως ο «Θίασος», ας πούμε, κατέστρεψαν μια ολόκληρη γενιά ελληνικού σινεμά. Τουλάχιστον, από τότε μέχρι σήμερα, έχει γίνει κάποια πρόοδος και πλέον οι ταινίες του Αγγελόπουλου έχουν αποκτήσει χορηγούς: κάνει ένα αργό πλάνο στον ουρανό και τσουπ, μπαίνει στο πλάνο μια επιγραφή της Εθνικής Τράπεζας, κάνει ένα άλλο και τσουπ, να σου και η Cosmote.
– Βλέπεις να συμβαίνει κάτι καινούργιο στο ελληνικό σινεμά σήμερα;
Γίνονται πράγματα στην Ελλάδα, ας μην είμαστε αχάριστοι. Ο Γιάνναρης, ας πούμε, έχει τρελά κότσια, ως κινηματογραφιστής, είναι «πάνθηρας» πίσω απ’ την κάμερα, ενώ ο Κούτρας και ο Λάνθιμος είναι άλλα δυο φωτεινά παραδείγματα νέων σκηνοθετών. Α, κι ο Νούσιας επίσης, που του κρατάω μούτρα που δεν μου ζήτησε να παίξω στο «Κακό 2».
– Γιατί κάνεις το Φεστιβάλ Cult Σινεμά;
Ως αντίσταση στο κακοφορμισμένο περιβάλλον του σημερινού ελληνικού σινεμά.
– Συμφωνείς πως τα πιο πολλά που καλούνται καλτ είναι στην πραγματικότητα κιτς;
Κάποιες κιτς ταινίες είναι καλτ, οι καλτ ταινίες όμως δεν είναι κιτς. Μια ταινία είναι κιτς αν δεν έχει καταφέρει να δημιουργήσει μια σχέση αφοσίωσης με το κινηματογραφικό κοινό.
– Τι καλτ έχει πάνω του ο μακαρίτης ο Σουγκλάκος ή ο Γκουζγκούνης;
Μια αθωότητα. Αγαπώ πάρα πολύ τους πορνοστάρ, τα μπουλούκια των δρόμων, τους παλαιστές, τους καλλιτέχνες του τσίρκου. Θεωρώ ότι είναι φορείς καλού. Και είναι ένα μέρος όπου υπάρχει δημιουργική ελευθερία.
– Θα τελειώσεις επιτέλους την ταινία σου, τους «Αισθηματίες»;
Ναι, του χρόνου τέτοιο καιρό σκοπεύω να την έχω τελειώσει.
– Είναι κακό ως άντρες να είμαστε αισθηματίες;
Καθόλου, ίσα ίσα. Γουστάρω να χάνω τα κομμάτια μου μέσα σε μια γυναίκα με την οποία είμαι ερωτευμένος. Ευκαιρία να ξαναφτιάξω το παζλ της ύπαρξής μου. Η γυναίκα είναι η ίδια η ζωή, είναι η απάντηση στο κατά πόσο ή όχι υπάρχει Θεός. Αν υπάρχει Θεός, είναι σίγουρα γυναίκα.
– Πως και παρεξέκλινες απ’ την πατρική παράδοση του Απόλλωνα Καλαμαριάς;
Καλά, μην νομίζεις, και ο Χάρρυ Κλυνν ως Παοκτζής ξεκίνησε. Εγώ πάλι υπήρξα μασκότ του ΠΑΟΚ ως πιτσιρικάς, ήμουν το παιδάκι που κουβαλούσα το σημαιάκι του ΠΑΟΚ πριν τους αγώνες. Μάλιστα είχα την τιμή να μου χαρίσει ο ίδιος ο Γιώργος Κούδας τα παπούτσια του.
– Τα έχεις ακόμη, έτσι δεν είναι;
Να’ τα, εκεί απέναντι τα έχω (σ.σ: όντως, είναι κρεμασμένα απ’ τα κορδόνια τους πάνω στον «καλόγερο» δίπλα στην εξώπορτα του διαμερίσματός του).
– Ποιος ήταν καλύτερος στα νιάτα του: ο Κούδας, ο Δεληκάρης ή ο Χατζηπαναγής;
Ο Κούδας. Ασυζητητί.
– Σήμερα ποιον θεωρείς μεγάλο παίχτη-σώουμαν;
Τον Πάμπλο Γκαρσία, τον οποίο σκέφτομαι να βάλω να παίζει τον έγκλειστο σε μια ταινία με τίτλο «Φυλακές Ανηλίκων» (γέλια).
– Θα έβαζες τον Γιώργο Καραγκούνη να πρωταγωνιστήσει σε μια ταινία σου βασισμένη στην «Πτώση» του Αλμπέρ Καμί;
Χαχα, καλό. Τον Καραγκούνη τον συμπαθώ πάρα πολύ, αλλά δυστυχώς είναι ένας πολύ κακός ηθοποιός. Παρολ’ αυτά, θα τον έβαζα, λόγω φιζίκ να παίξει σε μια ταινία μου και να κάνει τον μάγκα της αλάνας. Είναι τσογλανόφατσα.
– Τελικά, ρε Νίκο, για πες μου: είσαι χούλιγκαν;
Όχι ρε. Είμαι απλώς ένας σκληροπυρηνικός οπαδός του ΠΑΟΚ.