Οι ταινίες διαρκούν -συνήθως- γύρω στα εκατό λεπτά. Κάθε λεπτό, στα καρούλια της μηχανής προβολής, ξετυλίγονται εικοσιεπτά μέτρα κινηματογραφικού φιλμ –άρα οι μπομπίνες κρύβουν μέσα τους κάπου τρία χιλιόμετρα σελιλόιντ.

Αν αυτόν τον αριθμό τον πολλαπλασιάσετε επί τις τριακόσιες ταινίες που έχει στο ενεργητικό του ο καλεσμένος μας, τότε το σύνολο που προκύπτει -σε χιλιόμετρα φιλμ- φτάνει για να καλύψει, σε ευθεία γραμμή, την Ελλάδα –από Ορεστιάδα μέχρι Κρήτη. Σ’ αυτό το απέραντο τοπίο, ο «Γίγας» του ελληνικού σινεμά έχει αφήσει ανεξίτηλο το σημάδι απ’ το πέρασμα του. Αυτά τα περίπου χίλια χιλιόμετρα ελληνικής γης είναι το πραγματικό μπόι του Νίκου Ρίζου.

Στα μισά του Δεκεμβρίου, στην αρχή ενός κυριακάτικου απογεύματος, πίσω απ’ το Πεδίον του Άρεως, μπροστά στην πόρτα του διαμερίσματός του. Μου άνοιξε ο ίδιος, φορώντας ένα πουλόβερ κατακόκκινο.

– Καλησπέρα σας.

Καλώς τον.

– Όλα εντάξει;

Όχι. Διότι κρύωσα κι έκλεισε ο λαιμός μου. Χθες, δεν μπορούσα να μιλήσω. Τώρα σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι, για να σε υποδεχτώ. Είχα και πυρετό. Γι’ αυτό φοράω πουλόβερ.

– Σας πάνε τα έντονα χρώματα.

Τι να μου πάνε; Με δουλεύεις τώρα κι εσύ, ρε Μανόλη μου; Άμα δεν είσαι τριανταδυό χρονών να τη βάλεις κάτω τη ζωή και να την ξεσκίσεις, τι να σου κάνουν τα χρώματα;… Έλα να κάτσουμε μέσα, στην τραπεζαρία. Είναι πιο ζεστά. Προφυλάγομαι όσο μπορώ. Προσέχω πολύ τον εαυτό μου. Τον προσέχω διότι πλέον δεν εμπνέω για «εύελπις». Την έχω βγάλει προ πολλού τη «σχολή των ευελπίδων»

– Ωραίο το σπίτι σας.

Σπίτι μου εγώ θεωρώ τη σκηνή του θεάτρου. Εδώ απλώς κοιμάμαι και πλένομαι.

– Πριν χτιστεί αυτή η πολυκατοικία, τι υπήρχε στη θέση της; Ένα νεοκλασικό;

Ένα ρέμα. Έτσι έχω ακούσει, δεν το πρόλαβα.

– Δηλαδή βρισκόμαστε πάνω από ένα μπαζωμένο ρέμα;

Και η Φωκίωνος Νέγρη, ρέμα ήτανε.

– Ζήσατε την Αθήνα σε όλες τις φάσεις των αλλαγών της. Σας πέρασε ποτέ απ’ το νου ότι θα καταντήσει όπως είναι σήμερα;

Έχασα φοβερές ευκαιρίες, γαμώτο. Άσε με… Σήμερα, τη μισή Ομόνοια θα ‘χα δική μου. Είχα λεφτά πολλά, τότε.

– Πότε;

Από τη δεκαετία του ’70 και μετά. Ήμουνα επιχειρηματίας, σε πέντε θέατρα. «Γκλόρια», «Ρουαγιάλ», «Απόλλων»… Πολλά λεφτά… Έλεγα όμως: «Εμένα δε μ’ ενδιαφέρουν τα σπίτια». Ευτυχώς που πήρα κι ένα στη Βουλιαγμένη. Μ’ αρέσει να είμαι, κάπου κάπου, κοντά στη θάλασσα.

Mε τον Αλέκο Αλεξανδράκη στην “Αγνή του Λιμανιού”, 1952 | © Finos Films

– Τι θα άξιζε -από τη σημερινή ζωή- να απομονώσει ένας συγγραφέας και να το κάνει θεατρικό έργο για να παίξετε;

Γνώρισα τους αριστείς του είδους και έζησα μαζί τους. Με ποιους να τους συγκρίνω;

– Μου επιτρέπετε να φανώ λίγο αδιάκριτος;

Ό,τι θέλεις ρώτα.

– Πριν έρθει η φήμη να δικαιώσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σας, το γεγονός ότι σας έλειπε ύψος αποτελούσε -για σας- ψυχικό βάρος;

Όχι. Ποτέ δε μ’ ένοιαξε.

– Λόγω τιμής;

Εν πάση ειλικρίνεια σου μιλάω. Δεν το κατάλαβα εγώ ποτέ, Μανόλη μου, ότι είμαι κοντός. Οι άλλοι μου το λέγανε.

– Κάποιοι θα πουν ότι χρησιμοποιήσατε το σουλούπι σας κατά κόρον . Το μεταμορφώσατε σε «σήμα κατατεθέν»… «Ένας Κοντός Θα Μας Σώσει», «Ο Γίγας Της Κυψέλης», «Ο Κλέαρχος, Η Μαρίνα Κι Ο Κοντός»…

Εγώ θα έλεγα ότι πολύ περισσότερο από μένα το χρησιμοποίησαν πάνω στη σκηνή οι άλλοι. «Τι είπες, βρε κουβαρίστρα;» μου έλεγαν.

– Κι εσείς πώς νοιώθατε;

Δεν μου καιγότανε καρφάκι. Αρκεί να έβγαζε γέλιο. Στο κάτω κάτω αυτή είναι εμένα η αποστολή μου, να έρχονται οι άνθρωποι να βλέπουν τις παραστάσεις μου και να σκάει λίγο το χείλι τους… Ο Κώστας ο Καραγιάννης, ο σκηνοθέτης, με τον οποίο ήμουνα φίλος κολλητός και συνεργάτης επί εικοσιπέντε χρόνια σε πολλές ταινίες, μου έλεγε: «Ρε ρουφιάνε, τους έχεις κοροϊδέψει τους Έλληνες. Τα κατάφερες κι έχεις ξεγελάσει όλο τον ελληνικό λαό. Νομίζουν ότι είσαι κοντός, ενώ δεν είσαι!» Εμένα η σκηνή με ψηλώνει, όπως κάποιους άλλους τους κονταίνει ή τους εξαφανίζει.

– Στις δεκαετίες της κινηματογραφικής ακμής, πόσες ταινίες γυρίζονταν συνολικά στην Ελλάδα μέσα σ’ ένα χρόνο, απ’ όλες τις εταιρείες;

Περισσότερες από εκατό.

– Απίστευτος αριθμός!

Μην ξεχνάς ότι τότε ήταν ακόμα ένα «καινούριο φρούτο» ο κινηματογράφος. Υπήρχαν δυνατοί σεναριογράφοι και καταπληκτικοί ηθοποιοί. Όλοι μας δουλεύαμε φανατισμένα. Εμείς δεν παίζαμε στον κινηματογράφο, κινηματογραφούσαμε το πάθος μας. Εγώ έχω παίξει σε τριακόσιες ταινίες. Έπαιζα σε δέκα – δώδεκα το χρόνο. Αυτό ήταν το μάξιμουμ, δεν μπορούσα να παίξω και παραπάνω… Οι άλλοι έπαιζαν σε μία, σε δύο, τρεις το πολύ. Αλλά επειδή εγώ έκανα και τα ρολάκια τα μικρά και τα μεγαλύτερα και τους ρόλους τους πρωταγωνιστικούς -ό,τι υπήρχε- είχα ένα πορτ μπαγκάζ γεμάτο ρούχα και πήγαινα δυο ώρες στο ένα γύρισμα, τρεις ώρες στο άλλο, όλη την ημέρα αυτή η δουλειά και μετά δυο παραστάσεις, απόγευμα – βράδυ… Χρόνια αυτοί οι ρυθμοί. Αλλά άμα έχεις το νιάτο, δεν λογαριάζεις τίποτα. Όλ’ αυτά πήγαιναν με το νιάτο μαζί, πακέτο. Κοιτάγαμε ποια γυναίκα μας αρέσει, να τη φορτώσουμε στ’ αυτοκίνητο, να φύγουμε.

Με τους Γιώργο Οικονομίδη και Ντίνο Ηλιόπουλο στο “Χαρούμενο Ξεκίνημα”, 1954 | © Finos Films

– Σας αρνήθηκε ποτέ μια γυναίκα, εξαιτίας του ύψους σας;

Ίσως. Αλλά με αυτήν τη γυναίκα εγώ δεν προσπαθούσα να πιάσω επαφή, αφού την έβλεπα ότι δε μου δείχνει κανένα ενδιαφέρον… Ήμουνα κυνηγιάρης. Έβλεπα από πού θα βγάλω «ψωμί». Είχα «όσφρηση». Ήξερα πού πήγαινα… Αν είχα απέναντι μου τη Σοφία Λόρεν, θα την πλησίαζα με κάποιο δισταγμό –δε θα πήγαινα κοντά της όπως ο Μαστρογιάνι, που ήταν ο γόης της εποχής… Οι γυναίκες, έχουνε τη «βιτρίνα» τους –τα πόδια τους, την κορμοστασιά τους, το πρόσωπό τους. Μιλάς και λίγο μαζί τους κι από κει και πέρα προχωράς ή δεν προχωράς.

– Πώς θα ‘ταν ο κόσμος χωρίς γυναίκες;

Άθλιος. Και ποιον βρήκες να ρωτήσεις; Εμένα, ρε Μάνο; Εμένα βρήκες να ρωτήσεις αυτό το πράγμα;

– Ο πρώτος έρωτας της ζωής σας, ανταποκρίθηκε;

Τώρα, Μανόλη μου, με μπέρδεψες. Δε μπορώ να θυμηθώ ποιος ήταν ο πρώτος έρωτας. Εγώ ήμουνα και γυναικάς. Φοβερός γυναικάς. Από τα γεννοφάσκια μου… Και είχα και πολλές επιτυχίες. Πριν παντρευτώ, πρέπει να πω.

– Εννοείται… Έτσι κι αλλιώς, αυτήν τη στιγμή κουβεντιάζουμε μέσα στο σπίτι όπου ζείτε μαζί με την κυρία Ρίζου.

Την Έλσα την πήρα, όταν ήταν δεκαπέντε χρονών, εγώ τη μεγάλωσα… Μου λέει κάποιος: «Που το βρήκες αυτό, ρε; Σαν ζελατίνα είναι. Φέγγει». Ήταν ένα αδύνατο κοριτσάκι. Διάφανο. Σαν μίσχος. Ένα κλαράκι. Ένα κουκλί… Στην εκκλησία ήταν η πιο όμορφη νύφη που είδες ποτέ! Μας πάντρεψε ο Σακελάριος… Για την κυρία Ρίζου είμαι πατέρας, αδελφός, σύζυγος, φίλος, συγγενής, φύλακας άγγελος… Τι άλλο;

– Εραστής.

Εραστής, ναι. Το πρώτο που έπρεπε να πω.

– Γιατί η κοινωνία είναι πάντα πολύ σκληρή με όσους ξεχωρίζουν για το μπόι, το πάχος ή την ασκήμια τους;

Ο Σακελάριος μου είπε κάποτε: «Σ’ αυτό τον τόπο που ζεις, ένα πράγμα να ξέρεις, Ρίζο! Πρόσεξε μη σε δούνε να προκόβεις και να ανεβαίνεις ψηλά. Θα θελήσουν να σε κατασπαράξουν».

– Ποιανού άλλου τις συμβουλές θυμάστε;

Του Ορέστη Μακρή. Ήμασταν καλοί φίλοι. Μ’ αγαπούσε πολύ. Μόνο μ’ εμένα δεχόταν να μοιραστεί το καμαρίνι του και μάλιστα το έβαζε σαν όρο στη συμφωνία του με τον επιχειρηματία.

– Είχατε πολύ μεγάλη διαφορά ηλικίας.

Και πολλά κοινά στοιχεία που μας έδεναν. Ήταν πατρικός μαζί μου, του άρεσε να μου δίνει συμβουλές. Μου ‘λεγε: «Βλάχε, νιώθω ότι έχεις ψυχή. Έχεις καλή σοδειά μέσα σου. Δεν είσαι άδειος. Είσαι σεμνός –αλλά κοίτα να την κρατήσεις σε όλη σου τη ζωή τη σεμνότητα». Του έλεγα: «Γιατί, Ορέστη μου; Γιατί;» Και απαντούσε: «Το μεστωμένο στάχυ, αυτό που έχει καρπό, είναι γερτό. Είναι σεμνό. Ξέρει την αξία του. Στέκει με χαμηλωμένο το κεφάλι. Δεν έχει ανάγκη να κάνει επίδειξη… Ενώ το στάχυ το άκαρπο, κοκορεύεται. Χορεύει και περηφανεύεται, σε κάθε φύσημα του αέρα. Πας όμως να το πιάσεις και είναι αδειανό, είναι μόνο το τσόφλι και το πετάς!»… Ο μακαρίτης ο Μακρής εκτός από σπουδαίος ηθοποιός και εξαίρετος καρατερίστας, ήταν και πολύ διαβασμένος άνθρωπος.

– Σας θυμάμαι σ’ ένα ρολάκι, στον «Μεθύστακα».

Δυο φράσεις όλες κι όλες είχα πει σ’ αυτή την ταινία. Ήμουν πολύ νέος, πιτσιρικάς… Εν συνεχεία, με γνώρισε ο Μακρής στον Γιώργο Τζαβέλα, τον σκηνοθέτη, που μ’ έβαλε να παίξω στην «Αγνή Του Λιμανιού» -με τη Χατζηαργύρη, τον Αλεξανδράκη, τον Γληνό- και έκανα την πρώτη μου επιτυχία, τον «Ατσίδα».

Με τις Νίκη Λινάρδου και Ξένια Καλογεροπούλου στο “Θησαυρό του Μακαρίτη”, 1959 | © Finos Films

– Η Γεωργία Βασιλειάδου, ήταν φίλη σας;

Όχι απλώς φίλη μου, είχα κάνει και εταιρεία μαζί της. Το ’61  πήρα τον Αυλωνίτη και τη Βασιλειάδου και φτιάξαμε κοινοπραξία.

– Θιασαρχική τριάδα που άφησε εποχή.

Έξι χρόνια συνεταίροι… Ανεβάσαμε πολλές κωμωδίες: «Οι γαμπροί της Ευτυχίας», «Πέντε λεπτά απ’ την Ομόνοια»… Γυρίσαμε όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό, με τεράστια επιτυχία. Καταπληκτικές παραστάσεις. Και οι περισσότερες έγιναν και ταινίες…Τι φοβερή ηθοποιός που ήτανε η Γεωργία…

– Αναρωτιέμαι αν ο Αυλωνίτης ήταν και στη ζωή του τόσο απολαυστικός τύπος, όσο ήταν στους κινηματογραφικούς ρόλους του.

Ήταν η πιο γλυκιά φιγούρα της οθόνης. Ένας εκφραστικός, καλοπροαίρετος και πληθωρικότατος άνθρωπος. Ο καλοσυνάτος γίγαντας του ελληνικού κινηματογράφου… Και τρομερός καλαμπουρτζής. Του κλαιγόμουνα: «Αχ, μωρέ Βασίλη μου! Γιατί να με κάνει η μάνα μου κοντό!» Και μου έλεγε: «Στον στρατό πού σε βάζανε;». «Πάντα τελευταίο στη γραμμή!». «Ναι, αλλά όταν κάνατε μεταβολή ήσουνα πρώτος!»

– Είδατε ποτέ τη Βασιλειάδου να δυσανασχετεί που όλα τα σενάρια -με κομψό ή άκομψο τρόπο- ήταν βασισμένα στην ασχήμια της;

Η Γεωργία ήταν γοητευτικότατη. Μια άσχημη γόησσα.

– Άσχημη, όμως.

Ναι, αλλά είχε ταμπεραμέντο και έφευγε η ασχήμια. Σε πέντε λεπτά είχε χαθεί η εντύπωση που πιθανόν σου προκαλούσε όταν την πρωτοσυναντούσες. Ήταν γλυκύτατη. Μπορούσες να την ερωτευτείς… Τη βοήθησε η ασχήμια της να γίνει συνταρακτική καρατερίστα. Σκέψου ότι στις περιοδείες μας, για να την μπάσω στα επαρχιακά θέατρα, πήγαινα πρώτα στο Τμήμα, στον Διοικητή και του έλεγα: «Πρέπει να μου δώσετε πεντέξι χωροφύλακες, γιατί αλλιώς δεν μπορώ να μπάσω τη Γεωργία στο θέατρο. Θα μου την ξεσκίσουνε». Κάθε φορά ο κόσμος όρμαγε και προσπαθούσε να την αγγίξει και να της σκίσει ένα κομματάκι από τα ρούχα, για ενθύμιο. Λες και ήταν η Μέριλιν Μονρόε… Ούτε για τη Βουγιουκλάκη δεν έκανε ποτέ το κοινό όπως έκανε για τη Βασιλειάδου.

Στην ταινία “Ο Κλέαρχός, η Μαρίνα κι ο κοντός”, 1961 | | © Finos Films

– Θυμάστε κάποια απροσδόκητη εκδήλωση θαυμασμού προς το άτομο σας;

Δεν έχω πληρώσει ποτέ μου ταξιτζή. Βγάζω να πληρώσω και εξοργίζονται! Προχτές μου λέει ένας: «Τι θα πω στη γυναίκα μου; Ότι πήρα κούρσα τον Ρίζο και τον άφησα να μου δώσει τις τριακόσιες δραχμές; Είσαι τρελός; Θα με διώξει απ’ το σπίτι»… Και δε θα ξεχάσω έναν άλλο, στην Κρήτη, που έβαλε τα κλάματα στην πιάτσα των ταξί και φώναζε στους άλλους: «Σύντεκνοι! Σύντεκνοι, μου δίνει λεφτά! Με προσβάλλει!»

– Ο Γούντι Άλεν γράφει κάπου ότι «διασημότης σημαίνει να μη σε διώχνουνε ποτέ από ξενοδοχείο έστω κι αν είναι γεμάτο και πάντα να βρίσκεις το καλύτερο τραπέζι σε κάθε εστιατόριο».

Πάω να φάω, μου λένε: «Πληρωμένο το φαΐ σου!» Πάω να πιω καφέ, «Πληρωμένος ο καφές σου!»… Μια φορά -όταν ήμουν στρατιώτης- είχα στήσει ένα θίασο με τους άλλους φαντάρους του Ενδέκατου Τάγματος Προκαλύψεως, που στρατοπέδευε στο Καϊμακτσαλάν, δύο χιλιάδες υψόμετρο, έξω από την Έδεσσα, κοντά στα σύνορα με τη Γιουγκοσλαβία… Είχα μαζέψει κοπέλες, παιδιά και ορχήστρα από τους ντόπιους και δίνουμε μια παράστάση στην πλατεία της Αρδαίας και χαλάει το σύμπαν. Όταν ξαναπήγα εκεί ύστερα από τριάντα χρόνια, ως θιασάρχης πια, έρχεται αυτός που μου είχε δανείσει το κοστούμι του -ένας κοντός σαν εμένα- και μου λέει: «Το κοστούμι που φόρεσες εδώ και τριάντα χρόνια, Ρίζο, είναι αυτό που κρατάω στα χέρια μου. Το είχα φυλαγμένο. Από την ημέρα που το φόρεσες σ’ εκείνη την παράσταση, δεν το έχω ξαναγγίξει. Το έχω κρεμασμένο και το δείχνω. Λέω: «Αυτό εδώ, το φόρεσε ο Ρίζος!»

– Συγκλονιστικό!

Δεν είναι τυχαία αυτά τα πράγματα… Δε λέω, μπορεί να είσαι τυχερός -που λένε- και να σου έρθουν βολικά οι καταστάσεις, αλλά πρέπει να τις κυνηγήσεις κι εσύ όσο μπορείς καλύτερα. Όταν έχεις ταλέντο και το συνδυάζεις με δραστηριότητα, θα δεις αποτέλεσμα οπωσδήποτε. Εκτός κι αν σου καεί το θέατρο –όπως μου κάηκε κάποτε το «ΜΙΝΩΑ» και έχασα όλα μου τα περιουσιακά στοιχεία -τα σκηνικά, τους προβολείς, το βεστιάριο- γιατί είχα μεταφέρει εκεί τα πάντα, θέλοντας να το κάνω βάση μου. Θυμάμαι που στεκόμουν στη μέση της στάχτης, μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα, κοίταζα τα αποκαΐδια κι έλεγα μέσα μου: «Πάμε παρακάτω!»

– Η επιχείρηση, είναι πάντα ρίσκο;

Έζησα και τις κακές και τις καλές. Τα ξέρω όλα πια… Στο θέατρο ποτέ δεν μπορείς να προβλέψεις.

– Όπως και στη ζωή;

Ούτε στη ζωή ξέρεις τι σου ξημερώνει…Υπήρξα επί εικοσιεπτά χρόνια επιχειρηματίας. Είχα μία δραστηριότητα απίθανη. Έχτισα τέσσερα θέατρα –τα μετέτρεψα από κινηματογράφους, σε θέατρα. Ανέβασα ατελείωτο αριθμό από έργα και είχα τεράστιες επιτυχίες –από κωμωδίες και φάρσες, μέχρι το «Βασιλικό Ρομάντζο» του Γεωργίου Ρούσσου… Αυτή ειδικά, ήταν μια παράσταση εφάμιλλη των παραστάσεων του Εθνικού θεάτρου. Πενηνταδύο ηθοποιοί πάνω στη σκηνή, με σκηνοθέτη τον Κατράκη και πρωταγωνιστές τον Θάνο Κωτσόπουλο, τη Χρονοπούλου, τον Καρρά, την Καίτη Λαμπροπούλου… κι εμένα που έκανα τον «Λαό». Ήταν μια πρεμιέρα – θύελλα… Γιατί στα λέω όλ’ αυτά; Γιατί ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς της Αμερικής, έλεγε ότι: «Τα λεφτά στο θέατρο πρέπει να τα ρίχνεις από το παράθυρο, για να σου μπούνε από την πόρτα». Άμα είσαι κακομοίρης και προσπαθείς να βγάλεις από τη μύγα ξίγκι, δεν κάνεις τίποτα. Φεύγα -καλύτερα- από τις θεατρικές επιχειρήσεις.

– Έχετε πει ποτέ: «Στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα»;

Όχι. Εμένα με λένε σοφό, στο θέατρο. Ξέρεις τι λένε; «Το ‘πε ο Ρίζος»… Αυτή η φράση είναι αξίωμα –δηλαδή δεν σηκώνει κουβέντα καμιά. Η Κοντού, η Καραγιάννη, η Αλίκη, άμα τους πεις κάτι και δε συμφωνούν: «Πού το ξέρεις εσύ, ρε μαλάκα;» θα πούνε. «Το ‘πε ο Ρίζος», λέει ο άλλος. «Α!» λένε και κάνουν πίσω αμέσως. Λες του Βουτσά: «Γιατί το κάνεις αυτό, Βουτσά;». Σου λέει: «Το ‘πε ο Ρίζος»… Όταν κάποιοι ετοιμάζονται να πάνε τουρνέ, τους λέω να πούνε στο θίασό τους, πριν φύγουν, ότι: «Λυπάμαι, αλλά δε θα είμαι διαχυτικός μαζί σας. Αντιμετωπίζουμε μια εργασία, στην οποία εγώ ρισκάρω την περιουσία μου, τον εαυτό μου και αν «μπω μέσα» εσείς δε θα έχετε καμιά συγκίνηση για μένα. Γι’ αυτό λοιπόν θα κοιτάξετε να κάνετε σωστά τη δουλειά σας, όπως κι εγώ θα είμαι συνεπής στις υποχρεώσεις μου τις οικονομικές. Αλλά μην περιμένετε να σας κάνω τα γλέντια που σας έκαναν στο παρελθόν οι προηγούμενοι. Ούτε θα ψήνουμε αρνιά το βράδυ ούτε θα σας γλεντάω σε ταβέρνες, να θριαμβολογούμε για τη δουλειά μας που πήγε καλά. Γιατί ο Ρίζος μάς είπε πως εάν το κάνουμε αυτό, εσείς με μια φωνή θα πείτε: «Ρε, τον πούστη, μας κλέβει. Από μας τα ‘κονομάει. Όλ’ αυτά που ξοδεύει τα βράδια για να μας κάνει τον καμπόσο, τα ‘χει πάρει από μας»… Σου είπα τη χειρότερη περίπτωση.

– Ένας φίλος ηθοποιός, μου έλεγε ότι στην τουρνέ του φέτος, κάθε βράδυ πάρτι, ξενυχτάδικα, δεξιώσεις, σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας.

Τέτοια έκανα κι εγώ. Αλλά όταν έκλεινα τον «Κρικέλα» στη Θεσσαλονίκη και του έλεγα: «Δικό μου, απόψε, το μαγαζί» και ξόδευα μια μικρή περιουσία, με βιολιά ως το πρωί, οι πιο πολλοί έλεγαν: «Ρε τον άτιμο, για κοίτα πόσα βγάζει από μας. Τον ιδρώτα μας σκορπάει» Και σε λίγο άρχιζαν οι απαιτήσεις. Ερχόταν κάποιος και μου έλεγε ότι δε μπορεί να ταξιδεύει με το πούλμαν και πως θα φέρει το αυτοκίνητό του αλλά θα του πληρώνω τη βενζίνη εγώ κι αν όχι δεν θα ξαναβγεί στην παράσταση.

– Δηλαδή εκβιασμός.

Ναι, αλλά δε βρίσκει ποτέ δίκιο ο επιχειρηματίας. Αν πάω στο δικαστήριο, θα δικαιολογήσουν τον εργαζόμενο και όχι εμένα, όσο δίκιο και να ‘χω εγώ. Έτσι δουλεύει το σύστημα.

– Έτυχε ποτέ να θυμώσετε με κάποιον τόσο πολύ, που να έρθετε στα χέρια;

Ήμουνα, πάντα, ευφυέστερος του θυμού μου. Ψύχραιμος άνθρωπος… Ήξερα απ’ αυτές τις δουλειές. Η δική μου θητεία στο θέατρο δεν ήταν μόνο του ηθοποιού που καταναλώνει μια ζωή στη σκηνή. Υπήρξαν σεζόν που είχα επιχειρήσεις στο «Γκλόρια», στο «Διάνα», στον «Απόλλωνα», στο «Φλόριντα» και στο «Ρουαγιάλ». Τύχαινε να αντιμετωπίζω και εκατόν εξήντα ηθοποιούς, συγχρόνως. Και τι ήμουνα; Ένας άνθρωπος που ήρθε το ’46 από την Άρτα, με εκατόν σαράντα χιλιάδες μεταπολεμικές στην τσέπη –δραχμές σημερινές. Εκατόν σαράντα δραχμές, δηλαδή… Είχα χαλάσει μία λίρα, που την είχε χρόνια φυλαγμένη η μάνα μου και μου την έδωσε.

– Πώς ήταν η Άρτα, την ημέρα που την αφήνατε για να έρθετε στην Αθήνα;

Η Άρτα είχε δώδεκα χιλιάδες κατοίκους, τότε. Άντε δεκαπέντε το πολύ… Ήταν μια πόλη, η οποία ευημερούσε πάντα –γιατί είχε τον κάμπο και είχε όλα τα αγαθά του κόσμου.

– Ακόμα και τον καιρό της μεγάλης στέρησης, στην Κατοχή;

Όταν μου είπαν εμένα ότι πεθαίνουν απ’ την πείνα στην Αθήνα, μου φάνηκε απίστευτο… Διότι εμείς μέχρι και το κρέας μας είχαμε…  Βέβαια, η καταγωγή του πατέρα μου και της μάνας μου ήταν απ’ το ιστορικό χωριό Πέτα. Η αγροτική Ελλάδα δε γνώρισε -στην Κατοχή- τη δυστυχία των πόλεων –δεν κατάλαβε στέρηση.

– Στην Άρτα γεννηθήκατε;

Στα Γιάννενα. Αλλά έζησα στην Άρτα, γιατί ο πατέρας μου ήταν υπάλληλος. στο Δημόσιο Ταμείο.

– Ένας δημόσιος υπάλληλος, ήταν προνομιούχος άνθρωπος τότε;

Ε, βέβαια. Για την εποχή του, ήταν άρχοντας.

– Συγκρινόμενος μ’ εκείνους που έψαχναν μεροκάματο στον κάμπο.

Ποτέ δεν απέβαλα ούτε από μέσα μου ούτε απ’ τα μάτια μου ούτε απ’ το κεφάλι μου, τις σκηνές και τις εικόνες που φανέρωναν τον κόπο των αγροτών μας. Οι μπαρμπάδες μου ήταν αγρότες… Η γιαγιά μου στο χωριό, σηκωνότανε από τις τρεις το πρωί για να πάει να φέρει απ’ την πηγή το νερό για να πιούμε… Εγώ ευτύχησα να βγω σε μια οικογένεια καλή –αλλά δυστύχησα γιατί πέθανε νωρίς ο πατέρας μου και μ’ άφησε ορφανό απ’ τα έξι μου χρόνια. Δυο παιδιά -εμένα και την αδελφή μου- μόνα, με τη μάνα μας. Ευτυχώς είχε ισχυρή σύνταξη, το σπίτι ήταν δικό μας και υπήρχε μια άνεση οικονομική –η οποία κατέρρευσε το ‘40, που έγινε ο πόλεμος. Ό,τι χρήματα είχαμε μαζέψει, σβήσανε… Είχα εδώ, στην Αθήνα, δυο ξαδέλφια φοιτητές, που έμεναν στην οδό Κολωνού 18 -πάροδος Πειραιώς- και ήξερα ότι φτάνοντας θα μπορούσα τον πρώτο καιρό να μείνω μαζί τους, πληρώνοντας ένα μερίδιο απ’ το ενοίκιο… Ήρθα, για να σπουδάσω. Άνευ εξετάσεων έμπαιναν οι άνθρωποι στις σχολές, γιατί δεν υπήρχαν φοιτητές μετά την απελευθέρωση. Άνοιξαν τα πανεπιστήμια στην Ελλάδα και είπαν: «Όποιος θέλει, ας έρθει». Έπρεπε βέβαια να έχεις απολυτήριο μέσης εκπαίδευσης… Ήρθα -λοιπόν- γράφτηκα στην Πάντειο, με σκοπό να πάω στη Νομική και εν συνεχεία να γυρίσω και να δικηγορήσω στην Άρτα. Θα πολιτευόμουν, βέβαια, θα γινόμουν βουλευτής οπωσδήποτε. Είχα μια ευχέρεια τρομερή στον λόγο. Στις ψυχαγωγικές συγκεντρώσεις -στο γυμνάσιο- μπορούσα να μιλάω επί μιάμιση ώρα, χωρίς κείμενο… Και δεν είχα δει θέατρο, παρά μόνο μια φορά που πέρασε από την Άρτα η Κοτοπούλη και είδα τη «Σκιά» του Νικοντέμι, ενός Ιταλού συγγραφέα. Ως τότε, μόνο σινεμά είχα δει. Παιδιά, μας βάζανε στη γραμμή και βλέπαμε «Χοντρό – Λιγνό».

Με τον Κούλη Στουλίγκα και Βασιλάκη Καΐλα στην ταινία “Η νύφη το ΄σκασε”, 1962 | © Finos Films

– Με λεωφορείο ήρθατε στην Αθήνα;

Όχι. Ήρθα στην καρότσα ενός φορτηγού που ήταν γεμάτο κρεμμύδια. Μύριζα κρεμμυδίλες ένα μήνα. Μ’ άφησε ο φορτηγατζής στο Μεταξουργείο, στο πρακτορείο λεωφορείων της Άρτας. Μου λέει: «Η Κολωνού είναι αυτή, μπροστά σου. Γράμματα γνωρίζεις, το 18 θα το βρεις εύκολα» Κοίταξα γύρω μου και είπα: «Ο Θεός να βάλει το χέρι του!» Και μ’ άκουσε. Ήταν ανοιχτοί οι ουρανοί και μ’ άκουσε. Και αν υπάρχει Θεός, είπε: «Θα το προστατεύσω αυτό το πραγματάκι που στέκεται εκεί, στη μέση μιας άγνωστης πόλης και με παρακαλάει!» Και όλα πήγαν κατ’ ευχή. Όχι από μόνα τους. Βοήθησα κι εγώ. Συν Αθηνά και χείρα κίνει –που λένε. Διότι δε φτάνει να έχεις ταλέντο και ευστροφία. Πρέπει και να προσπαθήσεις πολύ… Θα σου πω κάτι που ίσως δεν το έχει κάνει άλλος επαρχιώτης. Την πρώτη μέρα μου στην Αθήνα, σηκώθηκα πρωί πρωί στις εφτά και λέω: «Από πού πάνε στην Ομόνοια;». Μου λένε τα ξαδέλφια μου: «Θα πάρεις τη Ζήνωνος ίσια επάνω και θα βγεις» Λέω: «Όλα τα τέρματα των λεωφορείων και των τραμ, εκεί είναι;» «Εκεί». «Εγώ σήμερα πρέπει να μάθω την Αθήνα», λέω. Και με το που φτάνω στην πλατεία, μπαίνω στο πρώτο τραμ που έγραφε: «Τζιτζιφιές» και πήγα ως εκεί. Κατέβηκα, περπάτησα λίγο, ξαναγύρισα με το άλλο τραμ στην Ομόνοια. Ύστερα πήρα τα άλλα τραμ και πήγα Πατησίων, Παγκράτι, Αμπελοκήπους… Πήγα και με τα λεωφορεία μέχρι τη Βουλιαγμένη και τη Βάρκιζα. Είχα φτάσει σε όλα τα τέρματα που υπήρχαν, μέσα σε μια μέρα. Σταμάτησα στις δώδεκα το βράδυ, που τέλειωσαν οι συγκοινωνίες. Πτώμα. Ράκος. Όλη μέρα γύριζα, για να πάρω μια γεύση από Αθήνα. Να κατατοπιστώ. Πήγα και σωριάστηκα στο κρεβάτι μου.

– Στρατηγική κίνηση. «Ανίχνευση εδάφους».

Την άλλη μέρα, όταν μου έλεγαν Κηφισιά ή Φάληρο, ήξερα κατά που πέφτουν. (σιωπή) Με παρέσυρες όμως στην κουβέντα και είμαι άρρωστος! Γιατί, ρε Μανόλη!

– Φεύγω αμέσως.

Μη βιάζεσαι! Αστειεύομαι… Δε σου προσέφερα τίποτα! Θέλεις ένα γάλα;

– Όχι, σας ευχαριστώ. Όλο κι όλο που θέλω, είναι αυτή η κουβέντα μας.

Λέγε παρακάτω.

– Ονομάστε ένα συναίσθημα που δε σας αφορά.

Φόβος!

 – Είστε ατρόμητος, δηλαδή;

Μάλλον από άγνοια του κινδύνου, παρά απ’ ο,τιδήποτε άλλο. Από μικρός ήμουν ριψοκίνδυνος.

 – Δώστε μου ένα παράδειγμα.

Όταν ήμουν στην Αντίσταση, δεκαπέντε χρονών παιδί, γέμιζα χειροβομβίδες το σακίδιό μου και περνούσα τα μπλόκα κάτω από τη μύτη των Γερμανών… Μη με βάλεις, όμως, να σου μιλήσω γι’ αυτά τα πράγματα, διότι αύριο θα πούνε ότι την ψώνισε κι ο Ρίζος και βγήκε να παραστήσει τον ήρωα.

 – Τι χρειάζεται να διαθέτει κάποιος για να γίνει ήρωας;

Αγάπη για την πατρίδα.

– Εάν υπήρχε ένα θεατρικό λεξικό και σας καλούσαν να γράψετε έναν ορισμό δίπλα στο όνομα σας, τι θα γράφατε;

«Μικρός το δέμας, αλλά μαχητής»

– Πώς σας ήρθε να διασχίσετε το κατώφλι του θεάτρου –εσείς που είχατε άλλα όνειρα;

Άρχισα από αντιγραφεύς. Αντέγραφα τα νούμερα στην «Όαση», ένα βαριετέ τεσσάρων χιλιάδων θέσεων, στο Ζάππειο… Τότε, το πρόγραμμα των βαριετέ ήταν εβδομαδιαίο. Και οι συγγραφείς -καταλαβαίνεις- γράφανε συνέχεια… Οι δε παραγωγοί δεν παίρνανε δακτυλογράφους, για να μην ξοδεύονται… Γνώρισα λοιπόν κάποιον που δούλευε στην «Όαση», του λέω: «Μ’ αρέσει εδώ πέρα», μου λέει: «Ξέρεις γράμματα;», του λέω: «Ξέρω και μάλιστα τα γράμματα μου είναι πεντακάθαρα. Όπως αυτά που τυπώνονται στις εφημερίδες». Με πήραν και αντέγραφα τα νούμερα, στους περισσότερους ηθοποιούς του βαριετέ… Ήταν ο Γιώργος ο Οικονομίδης, κονφερανσιέ. Ήταν ο Μητσάρας πρωταγωνιστής… Εκεί να βλέπεις τέσσερις χιλιάδες ανθρώπους να ωρύονται όρθιοι, με το που έβγαινε ο Μητσάρας στη σκηνή. Χαμός… Εκεί, γνώρισα και τον Νίκο τον Φέρμα, τον ηθοποιό, ο οποίος -κατά έναν τρόπο- με προστάτευε. Είδε σε μένα μια παράξενη μορφή ζήλου.

– Τι εννοείτε: «παράξενη»;

Είδε έναν άνθρωπο ο οποίος καταπιανόταν με τη σκηνή, με τα σκηνικά -τα κατασκεύαζα και τα ζωγράφιζα-, έφτιαχνα τις ταμπέλες για την πρόσοψη του θεάτρου… Δεν ήμουν ούτε δεκαεννιά ακόμα και ξαφνικά έγινε μέσα μου τόσο συντριπτικός ο καλπασμός της ιδέας να πάω για θεατρίνος, που παράτησα αμέσως όλα τ’ άλλα μου όνειρα… Γίναμε φιλαράκια, λοιπόν, με τον Φέρμα και μου λέει μια μέρα: «Θα σε πάρω μαζί μου περιοδεία». Κι έτσι βρέθηκα στη Μυτιλήνη… Ήμουν ο «εκκολαπτόμενος». Παίζαμε δυο ολόκληρους μήνες εκεί πέρα μ’ ένα θίασο τεράστιο. Είχα γίνει το «αστέρι» του θιάσου, ήμουνα ο πιο πολυχρησιμοποιημένος ηθοποιός στη σκηνή. Έπαιζα τρία – τέσσερα νούμερα. Οι άλλοι βαριόντουσαν κιόλας, ήτανε παλιές καραβάνες, έκαναν ένα νούμερο και φεύγανε. Το μεγαλύτερο φορτίο το είχα εγώ –αλλά πάντα με αγάπη το αντιμετώπιζα, δεν το θεωρούσα αγγαρεία. Αυτό ήταν η πιο μεγάλη μου σχολή… Μια μέρα έφτασαν στο νησί ο Σακελάριος με τον Γιαννακόπουλο τον Χρήστο και τον μαέστρο τον Γιαννίδη, καλεσμένοι ενός συλλόγου φιλολογικού με την ονομασία «Το Μπουρίνι» ο οποίος υπάρχει ακόμα. Κι ένα βράδυ ήρθαν στην παράσταση, με είδαν, τους άρεσα και με πήρανε μαζί τους –στη δική τους δουλειά. Εκείνη τη χρονιά ετοίμαζαν το: «Άνθρωποι -Άνθρωποι», την κλασική αυτή επιθεώρηση, στο θέατρο «Μετροπόλιταν». Ιστορική παράσταση, γιατί απ’ αυτή βγήκαν πάνω από δέκα πρωταγωνιστές: Ο Φωτόπουλος, ο Ηλιόπουλος, η Σπεράντζα, ο Ρίζος, η Σμαρούλα η Γιούλη… Ο μόνος παλιός ηθοποιός που είχαμε ήταν ο Ορέστης Μακρής, που ήταν και καλλιτεχνικός διευθυντής μας… Εγώ με τη Σπεράντζα παίζαμε ένα νούμερο, το «Τραμ Το Τελευταίο», που τραγουδιέται ακόμα: «Ντράγκα – ντρουγκ, το καμπανάκι. Ντράγκα – ντρουγκ, μες στο βραδάκι…» Εκτός απ’ αυτήν, έκανα άλλες τρεις-τέσσερις εμφανίσεις –όλες με επιτυχία… Και έλεγαν: -Να πάτε να δείτε έναν κοντό, που βγήκε στο «Μετροπόλιταν».

– Θυμάστε τη βραδιά της πρεμιέρας;

Αν τη θυμάμαι! Κοσμικό γεγονός, αφάνταστο. Ήταν μαζεμένη η αφρόκρεμα του πνεύματος, της πολιτικής και των γραμμάτων, όλοι οι «χάι» –γιατί ο Σακελάριος και ο Γιαννακόπουλος εθεωρούντο την εποχή εκείνη οι κορυφαίοι κωμωδιογράφοι και είχαν τη δύναμη να καλέσουν όποιον ήθελαν… Τελειώνει λοιπόν το πρώτος μέρος και ξεσπάει ένα χειροκρότημα-χαλασμός. Γίνεται διάλειμμα και αρχίζει να έρχεται ο κόσμος στα παρασκήνια. Ξαφνικά μπαίνει και η Μαρίκα Κοτοπούλη φωνάζοντας: «Σακελάριε. Για φώναξε μου το μικρό». Τότε η Κοτοπούλη ήτανε Θεά, τρέμανε τα πόδια ολονών μόλις την έβλεπαν μπροστά τους… Έρχεται κάποιος, μου λέει: «Σε θέλει η Κοτοπούλη». «Η Κοτοπούλη, εμένα;», λέω και έχασα το χρώμα μου. Πάω και στέκομαι μπροστά της, με κομμένα γόνατα. Με κοιτάει και μου λέει: «Εσύ είσαι, ρε; Πώς σε λένε;». «Ρίζο» της λέω και της φιλάω το χέρι. Μου λέει: «Για κάνε πιο κει, να σε δω… Έλα, Παναγία μου! Πώς χώρεσε, μωρέ, σ’ αυτό το κορμάκι τόσο ταλέντο;»

– Γεννιέται κανείς μαζί με το ταλέντο του;

Ναι. Και αν είσαι δουλευτής το καλλιεργείς, του δίνεις μια αξιόλογη φόρμα και το μεταχειρίζεσαι επαγγελματικά πάνω στη σκηνή, με ευχέρεια. Αυτή η καλλιεργημένη ευχέρεια, η έμπνευση και η ευστροφία είναι το ταλέντο.

– Γιατί άλλοι γεννιούνται με ταλέντο και άλλοι όχι; Δεν είναι δίκαιος ο Θεός;

Ο Θεός δίκαιος είναι, αλλά τι να κάνει αν εσύ δεν επέλεξες το σωστό δρόμο; Ο θεατρίνος πρέπει να διαθέτει μανία για τη δουλειά του, πρέπει να αγωνιά γι’ αυτή. Ηθοποιός σημαίνει θέληση και ιδρώτας. Αφού βλέπεις ότι το θέατρο είναι δύσκολη δουλειά και δε σε σηκώνει, γιατί παιδεύεσαι; Φύγε και κάνε αυτό που σου ταιριάζει. Γίνε δικηγόρος, τεχνίτης, υπάλληλος σε τράπεζα. Δε μπορείς να κάθεσαι σε μια δουλειά που δεν αποδίδεις, δεν προσαρμόζεσαι και δεν έχεις απήχηση. Είναι αμαρτία να ξοδεύεσαι τζάμπα. Από την αρχή φαίνεται τι θα γίνει με τον καθένα. Ο Κιμούλης από την πρώτη μέρα που βγήκε στο θέατρο είπαμε όλοι ότι: «Βγήκε πρωταγωνιστής μέγας». Ό,τι και να κάνει από ‘δω και πέρα -τα χίλια λάθη- ο Κιμούλης θα παραμείνει πρωταγωνιστής σε όλη του τη ζωή.

– «Το ‘πε ο Ρίζος»;

Πρώτα πρώτα το είπε ο Χορν, που τον ενέκρινε και τον έβγαλε μαζί του στη σκηνή, σ’ ένα σημαντικό ρόλο. Από κει και πέρα έδωσε δείγματα ότι η γκάμα του είναι μεγάλη και είναι ταλέντο από τα σπάνια. Έχει και το παράστημα του, έχει και την ομορφιά του, έχει και  το νιάτο του, είναι και εργατικός, είναι και καλλιεργημένος. Έχει όλα τα φόντα και όλα προσόντα να προχωρήσει όπως θέλει… Το μόνο του ελάττωμα είναι μια αχαλίνωτη φαντασία, που τον σπρώχνει και κάνει ζουρλά πράγματα καμιά φορά –αλλά έτσι γίνεται με τους έχοντες ταλέντο.

Με τον Βασίλη Αυλωνίτη και την Νανά Σκιαδά στο “Ένα έξυπνο έξυπνο… μούτρο”, 1965 |

– Ποιος είναι-λέτε- ο καλύτερος τρόπος, για να καταλάβουμε τι εστί Ελλάδα;

Μπορείς να μάθεις πολλά πράγματα γι’ αυτή τη χώρα, αν πας στο εξωτερικό και ξαναγυρίσεις εδώ. Γεμίζεις «θραύσματα». Σπάνε μέσα σου όλα μόλις επιστρέψεις… Πιστεύω ότι αυτή η χώρα δεν αποδέχεται εύκολα τα μεγάλα ταλέντα, τους μεγάλους επιστήμονες ή τους μεγάλους πολιτικούς… Δεν ξέρω τι λαός είναι αυτός. Φοβερός λαός!

– Έχετε σκεφτεί ποτέ τι είναι αυτό που μας κάνει να αποδεχόμαστε τόσο εύκολα την απάτη, σ’ αυτήν τη χώρα;

Αυτό είναι φαινόμενο των τελευταίων ετών… Είμαστε σε σταυροδρόμι. Από ‘δω περνάνε τα κύματα, για να πάνε στην Ευρώπη… Έχουμε και πολλά νησιά. Τι να πρωτοφυλάξουμε σ’ αυτό τον τόπο; Και να ήμασταν ηθικοί, ανήθικους μας κάνουν. Δε μας αφήνουν ν’ αγιάσουμε, διότι υπάρχει το δέλεαρ –το χρήμα. «Μάνεϊ Μάνεϊ», μόνο αυτό φωνάζουν οι σύμμαχοί μας οι Αμερικάνοι, οι φίλοι μας οι καλοί. Τα λεφτά, μόνο τα λεφτά τους νοιάζουν… Να έβαζαν τουλάχιστον ένα ακόμα αστέρι στη σημαία τους για μας, να λύσουμε όλα μας τα προβλήματα.

– Και να πληρωνόμαστε και σε δολάρια!

Μας ταΐζουν που μας ταΐζουν τόσα χρόνια. Δε μας ταΐζουν; Το «επτά προς δέκα» που ακούμε, τι είναι;… Το «σχέδιο Μάρσαλ» -που άκουγα να μιλάνε γι’ αυτό από το 1946, όταν πρωτοήρθα στην Αθήνα- τι ήταν; Τρόφιμα, λεφτά, φάρμακα και ρούχα, για να ξανασταθούμε στα ποδάρια μας, μετά τον Πόλεμο. Ενώ η Γερμανία, μου μας χρωστάει δισεκατομμύρια μάρκα από τις πολεμικές αποζημιώσεις και όχι μόνο δε μας τα δίνει αλλά υποχρεώνει και την πολιτική μας ηγεσία να ζητάει συγνώμη… Κρίμα! Δεν αξιοποιείται τίποτα εδώ πέρα. Τι σόι κακιά κληρονομιά είναι αυτή που έχουμε –δίπλα σε όλα μας τα προσόντα; Πώς ξεγελιόμαστε και βγάζουμε να μας κυβερνήσουν κάτι ανθρώπους που, από τη μια μέρα στην άλλη, μόλις κάτσουνε στο θώκο, αλλάζουνε εντελώς και αθετούν όλες τις υποσχέσεις τους; Σκάντζα βάρδια είναι, σε μια υπόθεση χαμένη -για μας- από χέρι… Δε βλέπεις τι γίνεται με τα Σκόπια; Είδες να συσπειρωθούν όλοι και να κάτσουν σ’ ένα τραπέζι και να πουν: «Τι θα κάνουμε μ’ αυτούς τους ρουφιάνους, ρε, που μας κολλάνε;» Είδες κανένα να βγει και να φωνάξει: «Άι σιχτίρ, ρε πούστηδες, ψευτοσύμμαχοι! Κολογερμανοί που ξεκληρίσατε τη μισή Ελλάδα –τι να θυμηθούμε από σας;… τα καλά ή τα Καλάβρυτα;» Εγώ τα πρόλαβα παιδάκι όλ’ αυτά και τα θυμάμαι. Και λέω, Χριστέ μου και Παναγία μου τι έζησα! Σκοτώνανε τον κόσμο. Να περνάς και να βλέπεις κρεμασμένους στα κλαδιά των δέντρων ανθρώπους που γνώριζες.

– Η φωνή σας αποκαλύπτει το δέος και την ανατριχίλα που σας προκαλεί ακόμα η ανάμνηση αυτής της εικόνας.

Τραγικό θέαμα!

– Σκληροί κατακτητές οι Γερμανοί.

Φοβερά σκληροί. Γι’ αυτό και δεν κατάφεραν να επικρατήσουν… Ενώ οι καημένοι οι Ιταλοί -ας πούμε- ήταν φιλικοί προς εμάς, δεν είχαν την αγριάδα των Ναζί. Εμείς τα παιδιά, παίζαμε με τους Ιταλούς. Μας δίνανε καραμέλες, ψωμάκια –ο Ιταλός ήταν πιο …συγγενικός κατακτητής.

– Αν κρατούσατε στα χέρια σας το τηλεκοντρόλ της πραγματικότητας και πατώντας ένα κουμπί μπορούσατε να αλλάξετε κανάλι, αλλάζοντας τα δεδομένα της σημερινής ζωής, ποιο θα θέλατε να ήταν το πρώτο πλάνο που θα γέμιζε την οθόνη του κόσμου και θα σας καθησύχαζε ότι διαλέξατε σωστά;

Θα ήθελα να δω μια Ελλάδα, όπως τη φαντάζομαι… Και όπως τη γνώρισα, γιατί την έχω γυρίσει ολόκληρη -από Ορεστιάδα μέχρι Κρήτη- σαράντα φορές, μέσα στα σαράντα πέντε χρόνια που είμαι στο θέατρο. Είναι τόσο όμορφος αυτός ο τόπος… Αλλά δε μπορώ να σου περιγράψω αυτό που έχω στο μυαλό μου –ή μάλλον δεν έχει νόημα να στο περιγράψω, αφού τίποτα δεν είναι πια όπως ήτανε.

︎❈ Η συνέντευξη έγινε τον Δεκέμβριο του 1993