Ο Νίκος Ψαρράς συνειδητοποίησε τη ματαιότητα των πραγμάτων μετά την ακύρωση μιας παράστασης για την οποία είχε εργαστεί οκτώ μήνες. Αρχικά αποδιοργανώθηκε, εν συνεχεία βίωσε μια περίοδο κατάθλιψης και στο τέλος επαναξιολόγησε το τι αξίζει στη ζωή. Απολαμβάνει, πλέον, τα ελεύθερα βράδια του γιατί μπορεί να διαβάζει παραμύθια στο γιο του. «Δεν αξίζει να είμαι κάθε βράδυ στο θέατρο. Αξίζει να είμαι λίγο και καλά».
Σύντομα θα τον δούμε σε δυο σειρές στη μικρή οθόνη. Ο ρόλος πρέπει να σε αφορά βαθιά και προσωπικά, λέει. «Τον ρόλο πρέπει να τον τιθασεύσεις σαν ένα άλογο και να τρέξεις μαζί του ή να σε γκρεμίσει και να σε χτυπήσει». Μιλά με όρους «ιππικούς». Ίσως γιατί φεύγοντας από τη συνέντευξη έχει ραντεβού για ιππασία για τις ανάγκες των γυρισμάτων του νέου σίριαλ «Μάγισσα», στο οποίο πρωταγωνιστεί.
Συναντηθήκαμε σε ένα ήσυχο καφέ στο Κεφαλάρι. Ήταν η πρώτη φορά που συζητούσαμε δια ζώσης. Από τις τηλεφωνικές μας επικοινωνίες είχα αντιληφθεί πως πρόκειται για έναν βαθιά ευγενικό άνθρωπο. Η ζεστασιά που αποπνέει δεν ήταν μόνο αφοπλιστική αλλά και διάχυτη στο χώρο.
– Μαθαίνεις λοιπόν ιππασία για τις ανάγκες ενός ρόλου. Ποιο είναι το πιο ακραίο που σου έχει ζητηθεί για να καταδυθείς σε ένα εντελώς διαφορετικό σύμπαν;
Η κατάδυση. Τώρα έχω ξεκινήσει εδώ και λίγες ημέρες να κάνω ιππασία και θα τη συνεχίσω όσο κρατήσουν τα γυρίσματα της Μάγισσας, της νέας σειράς του Ant1 σε σκηνοθεσία του Λευτέρη Χαρίτου. Όλη η ιστορία διαδραματίζεται το 1917 στη Μάνη. Προφανώς όχι μόνο πρέπει να μάθουμε ιππασία αλλά μάλλον θα πρέπει να μάθουμε και χωρίς σαμάρια, δηλαδή σε γυμνά άλογα. Αυτά είναι τα καλά της δουλειάς, τα δώρα που σου δίνονται. Γενικώς η δουλειά μου έχει πολύ ωραία πράγματα. Το πρόβλημα είναι πως είναι πως έχει δύσκολους ανθρώπους. Η δουλειά είναι υπεροχή. Η βουτιά μόνο που θα γίνει απ’ όλους μας στο 1917 σε μια προεπαναστατική Μάνη, με αλλιώτικους ανθρώπους, πιο άγριους με άλλου είδους φοβίες.
– Έχεις ξεπεράσει φοβίες που είχες;
Με την κατάδυση για παράδειγμα ξεπερνάς την κλειστοφοβία γιατί μέσα στο βυθό μπορείς να αισθανθείς εγκλωβισμένος, πως δεν σου φτάνει το οξυγόνο που εισπνέεις. Ξέρεις αναλόγως με το πόσο θέλεις να ασχοληθείς με τον κάθε ρόλο που σου δίνεται, με το πόσο σοβαρά θες να μπεις, μπορείς να βρεις πάρα πολλά πράγματα καινούργια. Κάθε ρόλος είναι ένας άλλος άνθρωπος. Κάθε άνθρωπος είναι εντελώς διαφορετικός από σένα και από τον προηγούμενο που έχεις υποδυθεί. Μακάρι να είχαμε πάντα το χρόνο να εμπλουτίζουμε τους ρόλους μας και να τους ετοιμάζουμε τόσο πολύ. Εγώ είμαι σε μία φάση που έχω χρόνο γιατί μου ακυρώθηκε μια παράσταση πολύ βίαια και πολύ άδικα.
– Πως είναι τα βράδια σου χωρίς θέατρο;
Συνειδητοποίησα πόσο ωραία είναι να έχεις ελεύθερα τα βράδια σου, να είσαι με το παιδί σου. Κάνω κουνγκ φου μαζί του τρεις φορές την εβδομάδα και του διαβάζω παραμύθια. Όταν άλλαξε η διεύθυνση της παραγωγής του θεάτρου και μία δουλειά που προετοιμάζαμε για οκτώ μήνες τινάχτηκε στον αέρα, αποδιοργανώθηκα. Η καινούργια διεύθυνση είπε πως είναι πολύ ακριβή η παραγωγή και πως θα προσπαθούσε να βρει λύση. Μιλάω για τη Μεγάλη Μαγεία του Εντουάρντο ντε Φιλίππο, με τον Βασίλη Παπαβασιλείου στη σκηνοθεσία, με τον Αντώνη Καφετζόπουλο και έναν υπέροχο θίασο και υπέροχους συντελεστές. Η λύση δεν βρέθηκε ποτέ και έτσι ξαφνικά βρέθηκα με ελεύθερα τα βράδια μου. Ξέρεις έρχονται κάποιοι άνθρωποι που εισβάλλουν ξαφνικά, μας αποδιοργανώνουν την κατά τ’ άλλα οργανωμένη ζωή και συνειδητοποιούμε τη ματαιότητα των πραγμάτων.
– Μπορεί ένας ηθοποιός με τη δική σου πορεία να νιώσει τόσο μεγάλη ματαίωση μέσα από μια ακύρωση δουλειάς;
Η ακύρωση μιας δουλειάς στην οποία έχεις ποντάρει και έχεις υπολογίσει πως είναι τα χρήματα που θα βγάλεις το χειμώνα σου είναι άδικο και ανέντιμο πράγμα. Εμένα με μαύρισε αυτή η ακύρωση. Πέρασα μια πολύ βαριά κατάθλιψη. Ένιωσα πως εξαπατήθηκα. Και μετά αρχίζεις να αναλογίζεσαι τι αξίζει τι δεν αξίζει, πόσο αξίζει μετά από τόσα χρόνια δουλειάς να είμαι κάθε βράδυ στο θέατρο.
– Και τελικά κατέληξες τι αξίζει περισσότερο;
Δεν αξίζει να είμαι κάθε βράδυ στο θέατρο. Αξίζει να είμαι λίγο και καλά. Μετά τα 50 μου πια μπορώ να σου πω πως νιώθω πλήρης και χορτάτος. Θέλω οι συνεργασίες μου να γίνονται κάτω από τις επιτρεπόμενα ιδανικές συνθήκες και οι ρόλοι μου να είναι λίγοι και καλοί.
– Οι ανασφάλειες μπορούν να ενταθούν στη σκηνή ακόμα και μετά από τόσα χρόνια διαδοχικών επιτυχιών;
Κανένας ηθοποιός που πατά με τα πόδια του στη γη δεν νιώθει πετυχημένος.
– Τι νιώθει;
Νιώθει κάθε φορά πως ξεκινά εκ του μηδενός, πως είναι ένα καινούργιο στοίχημα και μπορεί να πετύχει ή να αποτύχει και να φάει τα μούτρα του.
– Πότε αισθάνεσαι πως πετυχαίνεις;
Η επιτυχία είναι διττή. Επιτυγχάνουμε ένα ρόλο και έχουμε αποδοχή ή επιτυγχάνουμε ένα ρόλο και το ξέρουμε βαθιά μέσα μας.
– Σου έχει τύχει να έχεις πετύχει για τους άλλους αλλά να έχεις αποτύχει για σένα;
Ναι, μου έχει συμβεί.
– Με ποιο ρόλο σου συνέβη αυτό;
Δεν θα σου πω τώρα. Αυτό που μπορώ όμως να πω είναι όταν εσύ δεν νιώθεις καλά και έρχεται ο άλλος και σου λέει έξοχος, τον κοιτάς με καχυποψία
– Και όταν έχεις πετύχει για σένα αλλά αποτύχει για τους άλλους;
Εκεί προβληματίζεσαι. Γιατί λες τα έχω κάνει όλα σωστά και αυτό δεν περνάει προς κοινό. Πέρα από το τι θα πιστέψει ένας θεατής, ένας σκηνοθέτης, βαθιά μέσα μας ξέρουμε αν αυτό που κάνουμε είναι καλό και ολοκληρωμένο και το πάμε εμείς εκεί που θέλουμε ή μας πάει ο ρόλος λειτουργεί ανεξέλεγκτα και σε πάει εκεί που θέλει αυτός. Τον ρόλο πρέπει να τον τιθασεύσεις σαν ένα άλογο και να τρέξεις μαζί του ή να σε γκρεμίσει και να σε χτυπήσει.
– Δεν έχει μαγεία να σε παρασύρει κάποιες φορές και σε κάτι που δεν είχες φανταστεί;
Όλα έχουν μαγεία. Το πιο σημαντικό για μένα είναι εάν ο χαρακτήρας που υποδύεσαι σε αφορά προσωπικά και βαθιά.
– Ποιοι χαρακτήρες ένιωσες πως σε αφορούσαν περισσότερο;
Ο Πωλ στο Misery, ο Γερμανός διοικητής στο Himmelweg, ο Ιβάν στο Φάρο. Ο κάθε ρόλος έχει άλλη μνήμη και συγκίνηση. Όλοι κάτι σου αφήνουν και σε όλους αφήνεις ένα μεγάλο κομμάτι σου. Χάνεται κάποια στιγμή τι είναι ρόλος, τι είσαι εσύ. Εγώ χάνομαι όπως χάνονται οι περισσότεροι συνάδελφοι. Πάντα έχω ένα μέλημα, να μην επαναλαμβάνω τον Νίκο. Χαίρομαι που πέρυσι μου έλεγαν πως δεν είχε καμία σχέση ο Σταμάτης στις Άγριες Μέλισσες, ο Σαλιέρι στο Amadeus και ο Θεριανός στην Αγάπη Παράνομη.
– Σε έχει τρομάξει κάτι σε έναν ρόλο; Σκεφτόμουν το Θεριανό στην Αγάπη Παράνομη, που χάνει τον έλεγχο εξαιτίας του έρωτα του για τη γυναίκα του γιου του.
Ο ρόλος είχε μια δυσκολία και μια γοητεία. Δεν έλεγε πολλά. Αλλά σκεφτόταν πολλά. Και περίμενα να δω αν οι σκέψεις μου θα ήταν ευδιάκριτες.
– Ήταν συγκλονιστικός αυτός ο χαρακτήρας..
Κι εγώ το αγάπησα αυτό το θηρίο που λεγόταν Θεριανός.
– Σου έχει τύχει να χάνεις τον έλεγχο εξαιτίας ενός πάθους όπως ο Θεριανός;
Τα δικά μου είναι πιο εύκολα( γελά) Παλεύω πολλά χρόνια με το τσιγάρο. Μια το κόβω, μια το αρχίζω. Έχω πάθος με τα στριφτά και τη σπανακόπιτα ( γελά)
– Εύκολες απαντήσεις..
Όχι! Η σπανακόπιτα μπορεί να με κάνει τριπλό γιατί φλερτάρω με την παχυσαρκία. Κρατιέμαι δύσκολα εδώ που είμαι για να καταλάβεις.
– Ποιος άνθρωπος είναι συνδεδεμένος με τη μνήμη της σπανακόπιτας;
Η μάνα μου σαφέστατα. Και τώρα φτιάχνει η πεθερά μου που είναι πιο κοντά. Τέτοιου είδους πάθη έχω. Με το πέρασμα των χρόνων παθιάζομαι με τον γιο μου, την οικογένεια μου, με τα ταξίδια και την ησυχία. Όταν ξεκουράζεται ο εγκέφαλος μπορεί να δημιουργήσει πολύ ωραία πράγματα. Από την καραντίνα η δική μου οικογένεια βγήκε κερδισμένη. Χαρήκαμε πολύ αυτή την κατ’ οίκον απομόνωση. Ήμασταν στη Βραυρώνα, μπροστά στο κύμα. Αν ρωτήσεις το γιο μου ποια είναι η ωραιότερη περίοδος της ζωής σου, θα σου πει εκείνη την περίοδο. Έπαιζε όλη μέρα στο κύμα, περάσαμε χρόνο όλοι μαζί.
– Θυμάμαι μια φράση που σου έλεγε όταν ήταν μικρούλης «γιατί κακός μπαμπάκας όλο θέατρο»…Σου είχε δημιουργήσει ενοχές;
Το αντιμετώπισα ψύχραιμα τότε μετά από συμβουλή φίλου. Του εξήγησα πως η δική μου αγάπη για εκείνον και τη μαμά του είναι αμετακίνητη και δεν συγκρίνεται με τίποτα και πως δεν ήταν πως αγαπώ το θέατρο, είναι η δουλειά μου.
– Πως είναι να συνεργάζεσαι με τη γυναίκα σου, την Ελένη Καρακούλη;
Είναι πολύ ωραίο και πολύ δύσκολο γιατί η γυναίκα μου με ξέρει. Ξέρει όλα τα τερτίπια μου και τα κόλπα μου και θέλει να με μετακινήσει σε κάτι όχι αναμενόμενο από μένα. Για παράδειγμα έχω μια τάση να φωνάζω και είναι ένα ωραίο χαρτί που έχω, λειτουργεί ψαρωτικά. Η γυναίκα μου λέει «όπα, το έχουμε δει, το κάνεις πολύ ωραία, δεν μας ενδιαφέρει». Αυτά είναι από τα ωραία πράγματα. Τα δύσκολα είναι τα πρακτικά. Θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε ποιος θα πάρει το παιδί από το σχολείο, ποιος θα μαγειρέψει, ποιος θα πλύνει. Και η πρόβα δεν τελειώνει ποτέ. Γυρίζουμε σπίτι και η κουβέντα συνεχίζεται, η αναζήτηση, ο θυμός, η χαρά, η συγκίνηση, όλα συνεχίζονται. Φέτος θα δουλέψουμε μαζί στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Θα κάνουμε το Σκηνές από ένα Γάμο του Μπέργκμαν. Η γυναίκα μου σκηνοθετεί. Είναι η τέταρτη δουλειά που θα κάνουμε μαζί. Και δεν σου κρύβω πως στις δουλειές που κάνουμε μαζί έχω το μεγαλύτερο άγχος από όλες τις άλλες δουλειές. Θέλω να πάει καλά και να είναι η ίδια καλά μέσα σε αυτό. Γιατί αγαπάει τη δουλειά μας με μία εφηβική συγκίνηση. Εγώ το έχω χάσει αυτό εδώ και πολλά χρόνια. Δυστυχώς για μένα είναι μια ρουτίνα.
– Θυμάσαι την πρώτη στιγμή που θέλησες να γίνεις ηθοποιός;
Σύμφωνα με τη μάνα μου, ήμουν πολύ μικρός. Της είχα δείξει την τηλεόραση, τότε ένα ασπρόμαυρο κουτί και της είπα εγώ μια μέρα θα παίξω εκεί. Και η μάνα μου με κοίταξε και είπε το παιδί δεν είναι καλά. Δεν το θυμόμουν. Μου το θύμισε η μάνα μου όταν μπήκα στη δραματική σχολή.
– Η δική σου μνήμη;
Θυμάμαι αρχές γυμνασίου ήθελα να παίζω σε όλες τις παραστάσεις .
– Δεν μεσολάβησε κανένα άλλο όνειρο;
Όχι. Κάποια στιγμή με γοήτευε να γίνω διπλωμάτης. Αλλά νομίζω πως αυτό που γοήτευε στη δουλειά του διπλωμάτη ήταν τα ταξίδια, το ότι θα άλλαζα τόπους. Τώρα μπορώ να σου πως αν δεν ήμουν ηθοποιός, θα ήθελα να είμαι αρχιτέκτονας. Μου αρέσει η κατασκευή του χώρου, η διακόσμηση. Θέλω να ανακαινίζω και να μαστορεύω συνέχεια.
– Δεν θέλησες ποτέ να σκηνοθετήσεις όπως πολλοί συνάδελφοι σου ενδεχομένως για να αποφύγουν τη δυσφορία που προκαλεί κάποιες φορές η εξουσία του σκηνοθέτη;
Ο σκηνοθέτης είναι ο μαέστρος μας. Εμένα μου αρέσει να είμαι πάνω στη σκηνή και να παίζω. Η δουλειά του σκηνοθέτη μπορεί να είναι πολύ απλή και πολύ πολύπλοκη. Οφείλει να είναι πολύπλοκη. Και για να γίνει πολύπλοκη πρέπει να το σπουδάσεις το σπορ. Δεν γίνεται στις πλάτες άλλων να γίνεις σκηνοθέτης.
– Στη ζωή σου παίζεις ρόλους ή δικοί σου άνθρωποι φοβούνται μήπως υποκρίνεσαι συναισθήματα;
Όχι βέβαια! Η δουλειά τελειώνει στο θέατρο. Αλίμονο αν σκεφτόμουν πως η γυναίκα μου ή κολλητός μου θα φοβόταν πως υποκρίνομαι. Αλλά μπορώ να τρομάξω εύκολα κάποιον αν θέλω. Ή τώρα να μπορώ να αρχίσω να κλαίω. Ο μεγαλύτερος θεατρίνος σε εμάς είναι ο γιός μας. Έχει αρχίσει να τον απασχολεί η αναγνωρίσιμοτητά μου. Αλλά μου λέει «δεν είσαι και ο Ρονάλντο, μην τρελαθούμε».
– Θα σε δούμε σε μια νέα σειρά στην ΕΡΤ που για πρώτη φορά θίγει τον αφανισμό των Εβραίων της Θεσσαλονίκης.
«Το βραχιόλι της Φωτιάς» στην ΕΡΤ είναι ένας φόρος τιμής στους Εβραίους της Θεσσαλονίκης που εξολοθρεύθηκαν στο Άουσβιτς. Η ιστορία αφορά μια εβραϊκή οικογένεια που έζησε στην Θεσσαλονίκη. Είναι η πρώτη φορά που γυρίζεσαι μια σειρά με αυτό το θέμα. Είναι ντροπή μας που μια τόσο μεγάλη κοινότητα, σχεδόν 60.000 κατοίκων της Θεσσαλονίκης εξολοθρεύτηκαν και εμείς δεν έχουμε κάνει τίποτα για αυτούς τους ανθρώπους. Το ολοκαύτωμα περνά στις ψιλές γραμμές στην ιστορία που διδασκόμαστε.
– Τα πράγματα που τυλίγει μια σιωπή συνήθως τα συνοδεύει μια ενοχή ή ένα τραύμα. Έχεις κάποια ιδέα δεδομένου πως μεγάλωσες εκεί;
Δεν ξέρω. Αυτό που μπορώ να σου πω είναι ένα παράπονο.. Όταν δουλεύαμε μαζί με τη γυναίκα μου το κείμενο Himmelweg που είχε να κάνει με το ολοκαύτωμα και απευθυνθήκαμε στην ισραηλίτικη κοινότητας της Θεσσαλονίκης για να ζητήσουμε υλικό κανένας δεν μας βοήθησε. Σε αντίθεση με την κοινότητα των Αθηνών που μας έδωσε όλο το υλικό. Και όταν πήγαμε ττην παράσταση Himmelweg στη Θεσσαλονίκη, δεν ήρθε κανένας Εβραίος να τη δει.
– Ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος σου;
Η απώλεια ανθρώπων. Οι γονείς μου ζουν. Ένας παιδικός μου φίλος έχει φύγει από τη ζωή και όταν τον ονειρεύομαι ταράζομαι. Η πραγματικότητα έχει πολλά φίλτρα για να προστατευτούμε. Στα όνειρα είμαστε εκτεθειμένοι.
– Στην Αμερική ποιο όνειρο κυνήγησες;
Να βρω τον Νίκο.
– Και τελικά;
Τον βρήκα στην Ελλάδα. Πάλι καλά που δεν τον έχασα στην Αμερική. Πήγα για ένα χρόνο, έμεινα εξίμισι. Δεν το μετανιώνω. Ήταν ένα ωραίο ταξίδι ενδοσκόπησης, απόρριψης, ονείρων. Ερχόμενος πίσω συνειδητοποίησα πόσο ωραίο είναι να παίζεις στη γλώσσα σου και να ζεις σε μια πόλη όπου μπορείς να πάρεις έναν άνθρωπο στις δυο τη νύχτα και να έχεις κάποιον δίπλα σου.
– Δεν μου είπες πού τον βρήκες τον εαυτό σου.
Τον βρήκα εδώ σιγά σιγά μέσα από την αγάπη και τον έρωτα.