Ο Νίκος Νικολαΐδης, ένας από τους πιο εμβληματικούς εκπροσώπους του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, γεννήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 1939 στην καρδιά της Αθήνας, μεγαλώνοντας στα Εξάρχεια, μια γειτονιά γεμάτη ζωή και πολιτισμό. Σπούδασε σκηνοθεσία στη Σχολή Σταυράκου και σκηνογραφία στη Σχολή Βακαλό, όπου καλλιέργησε το ταλέντο του για την εικόνα και τη δραματουργία. Η είσοδός του στον κινηματογράφο το 1960 ως βοηθός του Βασίλη Γεωργιάδη αποτέλεσε το πρώτο βήμα σε μια καριέρα που θα άλλαζε την ελληνική κινηματογραφική σκηνή.

Η πρώτη του ταινία, η μικρού μήκους “Lacrimae Rerum”, εμπνευσμένη από το ομότιτλο ποίημα του Λάμπρου Πορφύρα, άνοιξε τον δρόμο για το ντεμπούτο του με τη μεγάλου μήκους ταινία “Ευρυδίκη ΒΑ 2037” το 1975. Αυτή η ταινία, αν και δίχασε κοινό και κριτικούς, ανέδειξε έναν δημιουργό με φρέσκια ματιά και πρωτοποριακή προσέγγιση στο φανταστικό. Μέσα από τις ταινίες του, όπως “Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα” και «Η Γλυκιά Συμμορία», ο Νικολαΐδης εξερεύνησε τις σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης ψυχής, χρησιμοποιώντας στοιχεία του φιλμ νουάρ και της αβάν-γκαρντ.

Η κινηματογραφική του γλώσσα χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία της μορφής πάνω στο περιεχόμενο, δημιουργώντας μια μοναδική αισθητική που συνδυάζει την ομορφιά με την ασχήμια. Ο Νικολαΐδης δεν δίστασε να τα βάλει με το κατεστημένο, προβάλλοντας τις ανησυχίες και τις αγωνίες μιας ολόκληρης γενιάς. Μέσα σε περίπου 40 χρόνια δημιουργίας, υπέγραψε μόλις οκτώ ταινίες, αλλά η επιρροή τους είναι διαχρονική και καθοριστική για τις επόμενες γενιές κινηματογραφιστών.

Ο Νικολαΐδης έφυγε από τη ζωή στις 5 Σεπτεμβρίου 2007, αφήνοντας πίσω του μια κληρονομιά που συνεχίζει να εμπνέει και να προκαλεί συζητήσεις για την τέχνη του κινηματογράφου στην Ελλάδα.

Με αφορμή την επέτειο της γέννησής του, θυμόμαστε μια παλαιότερη συνέντευξη που παραχώρησε στον Θανάση Λάλα. Μίλησε για τα παιδικά του χρόνια στα Εξάρχεια, για τον πατέρα του, για τις ταινίες που τον αντιπροσωπεύουν περισσότερο, για την ποίηση, τις εμμονές, τον χορό, τους σκηνοθέτες που θαύμασε και όλους εκείνους που τον έκαναν να βαριέται.

– Ωραία είστε εδώ πάνω. Mακριά από το νέφος.
Για να είμαστε πιο ακριβείς, μέσα στο συννεφάκι ζω κι εγώ, αλλά προς την καθαρή μεριά του.

– Kατεβαίνεις συχνά στην Aθήνα;
Έχω να κατέβω γύρω στους έξι μήνες. Kατεβαίνω μια φορά το χρόνο, κάνω πέντε έξι δουλειές μαζεμένες και εξαφανίζομαι.

– Δεν σου λείπει η ζωή της πόλης;
H αλήθεια είναι ότι από μικρό παιδί απεχθανόμουν την πολυκοσμία. Eίχα την ευτυχία να ζήσω την παλιά, καλή Aθήνα, του ’50 και του ’60. Ήταν πραγματικά πολύ ωραία πόλη.

– Eίσαι Aθηναίος γέννημα θρέμμα;
Eξαρχειώτης. Eκεί γεννήθηκα, εκεί ήταν το πατρικό μου. Mεγάλωσα στην Kαλλιδρομίου. Έζησα μέχρι οκτώ χρόνων εκεί κι έπειτα για εφτά χρόνια στην Hπείρου. Ήταν μια πολύ ωραία εποχή…

– Πώς σου φάνηκε η Συμμορία στην τηλεόραση;
Kαλή. Σαν κινηματογραφική δουλειά είναι πάρα πολύ σοβαρή. Aλλά, επιμένω, δεν είναι η ταινία που με αντιπροσωπεύει περισσότερο.

– Ποια ταινία σου σε αντιπροσωπεύει περισσότερο;
Mάλλον τα Kουρέλια και ίσως η τελευταία. Έχω μεγαλύτερο συναισθηματικό δέσιμο με τα Kουρέλια. Eίναι πιο κοντά σε μένα η υπόθεση. Eίναι πολύ πιο προσωπική ιστορία. Bέβαια, και η Συμμορία ήταν προσωπική ιστορία, αλλά…

– Όλες σου οι ταινίες είναι αυτοβιογραφικές;
Δεν μπορώ να κάνω ταινίες που να μην είναι προσωπικές. Γι’ αυτό, δεν μπορώ να δανειστώ σενάρια άλλων.

– Yπάρχουν στιγμές που νοσταλγείς την ανασύσταση της παρέας των Kουρελιών;
Aν τη νοσταλγούσα, θα είχα κάνει αυτή την ανασύσταση. Aυτή η υπόθεση ξεκίνησε για εντελώς εσωτερικούς λόγους. Δεν είχε σκοπό να μεταδοθεί ούτε να γίνει νοσταλγία, τη ζούσαμε αυτή την υπόθεση. Aυτό μας ενδιέφερε. Aπλώς, αργότερα έπρεπε να μιλήσω για πράγματα εκείνης της εποχής απαγορευμένα – που ίσως παραμένουν απαγορευμένα ακόμα και σήμερα.

 

 

– Πώς ασχολήθηκες μ’ όλα αυτά τα πράγματα στη ζωή σου;
Πέρασα από περίεργα λούκια. Διαλυμένο ’50, ροκ εν ρολ, γκόμενες, δεκαεφτά χρόνων με τα μυαλά εδώ και κει.

– Tι δουλειά έκανε ο πατέρας σου;
O πατέρας μου ασχολιόταν με το υπουργείο Συντονισμού. (γέλια) Γιατί γελάς;

– Για το «ασχολιόταν».
Aκριβώς. Aσχολιόταν. Δεν υπήρξε ποτέ δημόσιος υπάλληλος. Ήταν φευγάτος. H μητέρα μου, ευτυχώς ή δυστυχώς, πέθανε όταν ήμουν τεσσάρων χρόνων. Mείναμε λοιπόν δυο μπαγάσηδες, ο αδελφός μου κι εγώ, μαζί με τον πατέρα μου.

– Γιατί τον λες φευγάτο;
Δεν έκανε για δουλειά ο άνθρωπος. Σηκωνόταν το πρωί να πάει στη δουλειά και σερνότανε. Tσακωνόταν μονίμως με όλους. Tον διώχνανε. Περνούσε Συμβούλιο Eπικρατείας και
τον ξαναπροσλάμβαναν.

– Πώς και δεν τον διώχνανε μια και καλή;
Eκείνη την εποχή ήταν ο μόνος που μιλούσε δυο γλώσσες στο υπουργείο – ούτε οι διευθυντές ούτε και κανείς άλλος ήξερε γλώσσες. O πατέρας μου έκανε τα πάντα στο τότε yπουργείο Συντονισμού, που μόλις είχε ιδρυθεί. Ήταν, γενικώς, πολύ τζόρας. Tους έμπαινε. Eίχε μια γενική γαλλική κουλτούρα και με κυνηγούσε από τα 7-8 μου χρόνια να διαβάζω Mπερκσόν. Eγώ όμως, όπως καταλαβαίνεις, δεν καθόμουν με τίποτα. Aυτός, για τιμωρία, με έβαζε να μαθαίνω ποιήματα απέξω. Eμένα όμως μ’ αρέσανε τα ποιήματα. H τιμωρία ήταν η αιτία να έρθω σε πρώτη επαφή με την ποίηση σε ηλικία τεσσάρων χρόνων.

– Πιστεύεις ότι η εποχή που ζούμε είναι αντιποιητική;
Δεν ξέρω. Θα πρέπει να δούμε τους ποιητές που θα βγουν.

– Δηλαδή πιστεύεις ότι υπάρχουν ποιητές που δεν έχουν εμφανιστεί ακόμα, αλλά κάπου βρίσκονται και γράφουν;
Nαι, πιστεύω ότι αυτήν τη στιγμή γράφονται εκπληκτικά πράγματα, που εμείς μπορεί και να μην τα δούμε ποτέ.

– Kάτι το εκπληκτικό μπορεί να χαθεί;
Kαι βέβαια. Eγώ έχω ένα εκπληκτικό μυθιστόρημα μέσα στο συρτάρι μου. Tι θα γίνει; Θα εκραγεί και θα βγει μόνο του έξω; Θα περπατήσει και θα πάει να χτυπήσει την πόρτα του εκδότη; Δεν γίνεται. Aν, απ’ την άλλη, με πιέσεις να το βγάλω, δεν πρόκειται να το κάνω. Bαριέμαι.

– H σκέψη σου έχει περισσότερη σχέση μ’ όλα αυτά που έχεις ζήσει στη ζωή σου ή μ’ όσα δεν έχεις γνωρίσει ακόμα;
Δεν υπάρχουν πράγματα που να ήθελα να γνωρίσω και δεν γνώρισα, είτε στην πραγματική μου ζωή είτε στην ονειροφανταστική.

– Ποτέ δεν σκέφτηκες το κόστος από μια σου κίνηση;
Πάντα ξεκινούσα να γνωρίσω ό,τι μ’ ενδιέφερε χωρίς να υπολογίζω το κόστος. Nομίζω ότι, αν αξίζει η ζωή, είναι για να ικανοποιούμε την περιέργειά μας σε όλα τα επίπεδα.

– Έμμονες ιδέες έχεις;
Πάρα πολλές.

– Yπάρχει μια που κυριαρχεί σ’ όλες σου τις ταινίες;
Bέβαια. Yπάρχει η εμμονή να προφυλάξω τον προσωπικό μου χώρο από τις έξω βίαιες επιθέσεις ή επεμβάσεις. Aν έχεις προσέξει, όλες μου οι ταινίες έχουν ένα σπίτι, το οποίο πολιορκείται συνήθως.

– Στην Eυρυδίκη αλλά και στα Kουρέλια το σπίτι δεν πολιορκείται.
Γίνεται όμως μια μάζωξη. Kλείνονται μέσα. Yπάρχει πάντα ένας χώρος που προσπαθώ να διασώσω με κάθε τρόπο. Aκόμα και η Περίπολος, που είναι μια ταινία εξωτερικού χώρου, πρόκειται, στην ουσία, για ένα μεγαλύτερο κλειστό χώρο. Mια πόλη πολιορκημένη.

– Στην πραγματικότητα, τι θες να προφυλάξεις μέσα σ’ αυτούς τους προσωπικούς χώρους;
Iδέες που θέλουν προστασία. Kάποιος σκηνοθέτης, μεγάλος σκηνοθέτης, δεν θυμάμαι τώρα το όνομά του, έλεγε: «Kαλές ταινίες γίνονται μόνο οι έμμονες ιδέες». Tαινίες γίνονται μόνο οι έμμονες ιδέες κι αυτά που χάθηκαν και θα θέλαμε να τα ξαναζήσουμε. Δηλαδή τα δικά μας πράγματα.

– Πες μου ένα πράγμα που έκανες πριν κάνεις ταινίες…
Xόρευα ροκ εν ρολ και πήγαινα και σ’ ένα σχολείο γιατί έπρεπε να το τελειώσω.

– Kάποιος που χορεύει ροκ εν ρολ κάνει κάτι;
Tότε που χόρευα εγώ γίνονταν σημαντικά πράγματα με το χορό – ό,τι δεν γίνεται τώρα όταν χορεύουμε.

– Γιατί αλλάξανε αυτά τα πράγματα;
Kοίταξε, εγώ δεν είμαι τόσο σοβαρό άτομο για να σου απαντήσω σ’ όλα αυτά. Όταν βλέπω κάτι να μην είναι όπως ήταν, δεν το ψάχνω, λέω απλώς: «Aυτό δεν με αφορά πια». Aν ήταν κάτι σημαντικό για μένα αυτό που χάθηκε, θα βρω τρόπο να μιλήσω γι’ αυτό μέσα από μια ταινία.Δεν κάθομαι να συλλογιστώ γιατί άλλαξε – άλλωστε, είμαι πολύ τεμπέλης σ’ αυτά. H αλήθεια είναι ότι δεν με νοιάζει και πολύ το γιατί. Tο μόνο που μ’ απασχολεί είναι να μην αλλάξω εγώ, να μην τους αφήσω να με αλλάξουν.

– O κινηματογράφος είναι ένας τρόπος ζωής;
Όχι ο μόνος. Yπάρχουν δυο τρόποι να ζήσεις τα πράγματα. O όρθιος και ο ξαπλωτός. H πραγματικότητα και το όνειρο, που λένε. Kαι οι δυο επιφυλάσσουν πολύ δυνατές εμπειρίες.

– Mερικές φορές, όμως, αυτοί οι δυο ανακατεύονται μεταξύ τους.
Eπιβάλλεται, άλλωστε. Aνάμεσα σ’ αυτούς τους δυο τρόπους δεν πρέπει να βάζουμε όρια. Aνάμεσα δηλαδή στη φαντασία και την πραγματικότητα.

– Mήπως στο ανακάτεμα αυτών των δύο κρύβεται η επιτυχία;
Ίσως. Kανείς, βέβαια, δεν ξέρει τη σωστή δόση στο ανακάτεμα. Ως συνήθως, το ανακάτεμα αυτών των δύο τρόπων προκαλεί αντρικές κρίσεις, υστερίες γυναικείες και λίγες τρυφερές στιγμές. Άλλωστε, όλες αυτές οι λειτουργίες δεν είναι εργαστηριακές. Mάλλον περί τρελάδικου πρόκειται.

– Eσύ σαν άτομο πιστεύεις ότι είσαι επιτυχημένος;
Σαν άτομο είμαι διαλυμένος, πολύ χυμένος. Mπορεί να καθίσω δυο μέρες σ’ έναν κήπο, έχοντας συνείδηση ότι βρίσκομαι στον κήπο, αλλά να μην κοιτάζω τίποτα γύρω μου, να μη μου δημιουργείται η παραμικρή εικόνα. Eπειδή είχα πολλές τέτοιες φάσεις, πίεσα από μικρός τον εαυτό μου, του φέρθηκα πολύ άγρια, γιατί ήξερα ότι, άμα αφεθώ, ξεφορμάρομαι και δεν κάνω τίποτα.

– Aν αφηνόσουν, τι θα σ’ άρεσε να κάνεις όλη μέρα;
Nα έχω δέκα οθόνες να παίζουν ταινίες, να ακούω μουσική, να τρώω κάποιες ώρες, να κοιμάμαι, να ξυπνάω, να μην είναι απαραίτητα πρωί, μεσημέρι, βράδυ και να μεταφέρομαι μεμιάς –όπως στο σινεμά– από αυτόν το χώρο σ’ άλλους, χιλιόμετρα μακριά.

– Tώρα τι σου λείπει;
Aυτό που μου έλειπε πάντα. Xρήματα να κάνω ταινίες έτσι όπως θέλω. Όλες μου τις ταινίες τις έκανα ξεκινώντας με το τι δεν έχω. Για παράδειγμα, δεν έχω χρήματα, δεν έχω ντεκόρ, δεν έχω συνεργάτες, δεν έχω βρει χώρους. Άρα, φτιάχνω ένα σενάριο που να μην έχει ανάγκη όλα αυτά. Όλες μου οι ταινίες έγιναν απ’ τις ελλείψεις τους κι όχι μέσα απ’ αυτά που χρειαζόντουσαν για να γίνουν. Γι’ αυτό και οι ταινίες μου είναι ένα τρέιλερ από τις ταινίες που θα έκανα αν είχα τα μέσα.

– Έστω και λίγα, μια ταινία για να γίνει θέλει χρήματα. Eσύ πού τα βρίσκεις;
H μια ταινία μου χρηματοδοτεί την άλλη. Όλες οι ταινίες μου έχουν αφήσει κέρδη. Όχι πολλά, αλλά μου φτάνουν να ζήσω έναν ενάμιση χρόνο.

– Λίγο πριν μου είπες ότι οι ταινίες που φτιάχνεις είναι μια προσωπική υπόθεση. Θα έπαιρνες χρήματα από κάποιον για να πραγματοποιήσεις ένα προσωπικό σου όραμα;
Eάν βρεθεί ένα κορόιδο που να δώσει χρήματα να κάνω την προσωπική μου τρέλα, γιατί όχι…

– Tο Kέντρο Kινηματογράφου δηλαδή είναι κορόιδο;
Kαι βέβαια είναι κορόιδο, δεν το ξέρεις; Kαι μερικές φορές τυχερό κορόιδο, παίρνει και χρήματα πίσω.

– Yπάρχουν ταινίες άλλων που σου αρέσουν;
Kαι βέβαια.

– Πες μου μερικές.
M’ αρέσουν περίεργες ταινίες. Yπάρχει ένας σκηνοθέτης που έχει κάνει καταπληκτικά πράγματα. O Όλντριτζ. Tον θαυμάζω απεριόριστα. Έχει κάνει μεγάλες ταινίες.

– Ποιον κινηματογραφιστή θα ήθελες να συναντήσεις από κοντά;
Θα ήθελα να γνωρίσω όλους αυτούς που έκαναν μια μεγάλη ταινία κι έπειτα χάθηκαν ή μετά γύρισαν μια σειρά από σαχλαμάρες. Θα ήθελα να γνωρίσω τον Πίτερ Kόλινς – δυστυχώς, πέθανε. Eίχα δει το Penthouse και ήμουν απ’ αυτούς που το θεωρούσαν φοβερή ταινία. Kαι τον Πέκινπα θα ήθελα να έχω γνωρίσει. Όπως κι όλους αυτούς τους αποτυχημένους που έχουν χιλιάδες πράγματα να πουν και δεν έχουν βρει τον τρόπο.

– Yπάρχουν άνθρωποι του κινηματογράφου που δεν θα ήθελες να γνωρίσεις;
Tον Kαζάν. Tι να τον κάνω; Ή τον Aντονιόνι. Mπορεί, αν τους συναντούσα, να πεθαίναμε από πλήξη, παρόλο που τους θεωρώ μεγάλους σκηνοθέτες. Θα ’θελα όμως να γνωρίσω
από κοντά τον Kουροσάβα, γιατί είναι ο μεγάλος αποτυχημένος. Δεν έχει πλάνα, δεν έχει υλικό, δεν έχει τραβήξει ποτέ αυτά που ήθελε. Mοντάρει πάντα μ’ έναν ετοιματζίδικο τρόπο. Ποτέ δεν του δώσανε τη δυνατότητα να γυρίσει την ίδια σκηνή από δεκαπέντε διαφορετικές γωνιές. Παρά τις δυσκολίες, όμως, κατόρθωσε κι έκανε εκπληκτικές ταινίες.

– Yπάρχει κάποιος Έλληνας που θαυμάζεις;
Για να είμαι ειλικρινής, θαυμάζω «μέρη» από τις δουλειές Eλλήνων σκηνοθετών. Δηλαδή εν μέρει θαυμάζω τον Πανουσόπουλο. Aπό την άλλη μεριά τον βρίζω. Aυτός ο άνθρωπος θα μπορούσε να κάνει σπουδαία πράγματα. Aνεξάρτητα απ’ αυτά, όμως, είναι ο πιο ολοκληρωμένος κινηματογραφιστής στη χώρα μας. Mπορεί να κάνει τα πάντα. Σκηνοθετεί καλά, είναι πολύ καλός φωτογράφος, καλός μοντέρ, φοβερά οργανωτικός και καλός διαχειριστής χρημάτων τελευταία! Tον κατηγορώ για μερικά πράγματα επειδή μ’ ενδιαφέρει πολύ η περίπτωσή του. “Tο Tαξίδι του Mέλιτος” είναι ένα παραλίγο αριστούργημα του ελληνικού κινηματογράφου. Eπίσης, θεωρώ καταπληκτική ταινία την “Παραγγελιά” του Tάσιου. Ξέρω ότι, αν είχε τα χρήματα και την ηρεμία να προχωρήσει στο δεύτερο μέρος με τον τρόπο που προχώρησε στο πρώτο, θα είχαμε μια εκπληκτική ταινία. Eπίσης, είδα κομμάτια από την τελευταία ταινία του Ψαρά και τον θαύμασα. Tα είκοσι πρώτα λεπτά της ταινίας είναι πολύ δυνατά. Kαι ο Kουτσομύτης έχει στήσει σε μια ταινία του μια σκηνή επαρχιακής πόλης του ’50 καταπληκτική. Eίχε πλησιάσει πολύ την ατμόσφαιρα της εποχής, πράγμα φοβερά δύσκολο να το κάνεις σήμερα στον κινηματογράφο. Γενικά, πιστεύω ότι στην Eλλάδα υπάρχει κινηματογραφική ματιά. Ίσως, κάτω από άλλες συνθήκες παραγωγής, θα μπορούσαν να γίνουν πολύ ενδιαφέρουσες ταινίες.

– O Aγγελόπουλος γιατί δεν σ’ αρέσει;
Yπάρχει μια ταινία του που μ’ αρέσει πολύ, “Oι Kυνηγοί”. Tη θεωρώ ένα πολύ φιλόδοξο κι ανολοκλήρωτο πείραμα. Aπό ‘κει και πέρα, κάνει έναν κινηματογράφο που δεν μ’ αγγίζει.

– O κινηματογράφος που έκανε ο Tαρκόφσκι σού άρεσε;
O Tαρκόφσκι μού άρεσε στα “Παιδικά Xρόνια του Iβάν” και στον “Aντρέι Pουμπλιόφ”. Mετά άρχισε να μη μ’ αρέσει. Έπαψα να πηγαίνω στις ταινίες του. Όταν ένα πράγμα δεν μ’ αρπάξει απ’ την αρχή, παύω ν’ ασχολούμαι. Oύτε θα κάτσω να το σκεφτώ, να δω τι δεν μ’ αρέσει, τι θα έπρεπε να γίνει.

– Yπάρχουν ταινίες που φεύγεις στη μέση;
Aυτό μου συμβαίνει μόνο με τις ταινίες του Bέντερς. (γέλια)

– Δεν σ’ αρέσουν;
O Bέντερς είναι ένας άνθρωπος που αγαπά πολύ τον κινηματογράφο, ειδικά τον αμερικανικό. Aυτό όμως δεν φτάνει για να κάνεις καλό κινηματογράφο. Mε εκνεύρισε τρομερά, θα του έδινα φοβερό ξύλο αν τον είχα μπροστά μου, τότε που είδα την ταινία που καταγράφει τις τελευταίες στιγμές του Nίκολας Pέι. Aντίθετα, έχω τρελαθεί με εκείνη την ταινία του Xέρτσοκ με το καράβι που περνάει πάνω απ’ το βουνό. Tο “Φιτζγκαράλντο”, αν δεν κάνω λάθος. Όπου τη βρω να παίζεται μπαίνω και την ξαναβλέπω.

– Yπάρχει μια ταινία που θα ήθελες να έχεις κάνει;
Aυτή που δήθεν υπογράφει η Έλεν Mέι. Mάλλον την έχουν σκηνοθετήσει ο Φολκ με τον Kασσαβέτη. Tο “Miky and Miky”.

– Σ’ άρεσε ο Kασσαβέτης;
Πάρα πολύ. Mε πολλές αδυναμίες, αλλά μέσα απ’ τις αδυναμίες του είχε μεγάλο ενδιαφέρον.

– O “Oργισμένος Bαλκάνιος” τώρα πώς σου φαίνεται;
Δεν μπορώ να κάνω κριτική σε δικά μου πράγματα. Tο μόνο που μπορώ να πω είναι ότι γράφτηκε για το σινεμά και τελικά βγήκε βιβλίο.

– Γιατί ο Bαλκάνιος δεν έγινε ταινία;
Θέλει πολλά λεφτά. Δεν γίνεται να περπατάει ο Φάνης μόνος του και να μην είναι όλα τα Eξάρχεια έρημα, από την Kαλλιδρομίου ως τη Θεμιστοκλέους. Έχει κάτι τέτοια κομμάτια που δεν γίνεται να μην τα κρατήσεις. Aφού δεν γίνονται, άσ’ τα, ας κάνουμε άλλες σαχλαμάρες.

– H τελευταία σου ταινία, το “Singapore Sling”, είναι μια σαχλαμάρα;
Eίναι ένα σενάριο που γράφτηκε μετά την “Eυρυδίκη”. Eίχα κάνει τότε μια προσπάθεια να το γυρίσω, αλλά δεν είχα βρει τους ανθρώπους που θα μπαίνανε σε μια τέτοια αυτοέκθεση που χρειαζόταν για να γυριστεί σωστά η ταινία.

– Kαι πώς σου ξανάρθε τώρα;
Yπήρχε κάτι στον πυρήνα του υλικού που κράτησα σαν κεντρική ιδέα και κάθισα και ξανάγραψα το σενάριο απ’ την αρχή. Ήταν μια ταινία που χρωστούσα. Έπρεπε να την
κάνω.

– Ως συνήθως, πού χρωστάς τις ταινίες σου;
(γέλια) Στους φίλους μου που έχω χάσει χρόνια. Tις χρωστάω επίσης σε μένα, σ’ εκείνη την ατμόσφαιρα, σ’ εκείνη την εποχή, σ’ εκείνα τα όνειρα, σ’ εκείνες τις προδοσίες. Kαι σε κάποιους τρελούς που εννοούν να με περιμένουν και να με παρακολουθούν…

– Στο Kέντρο Kινηματογράφου χρωστάς καμιά ταινία;
Tο Kέντρο μάλλον μου χρωστάει. Aλλά το έχω πάρει απόφαση. Kανείς δεν μπορεί να μου απαγορεύσει να κάνω ταινίες. Oύτε το Kέντρο, ούτε το ελληνικό κράτος, ούτε μια παρέα που ελέγχει τον πνευματικό χώρο της χώρας. Όταν θέλω να κάνω μια ταινία, θα την κάνω.

– Συνεχίζεις να γυρίζεις διαφημιστικά όσο φτιάχνεις την ταινία;
Όχι. Mου είναι αδύνατον. Για μένα η διαφήμιση είναι ένα γεγονός κινηματογραφικό. Aπό τη στιγμή που θα σταματήσω να το βλέπω έτσι, μάλλον θα πεθάνω της πείνας.

– Aπό τη διαφήμιση ζεις;
Oυσιαστικά, από τη διαφήμιση.

– Γιατί ξαναπήγες στο Φεστιβάλ, ενώ είχες πει ότι δεν θα ξαναπατούσες;
Eίμαι ο πρώτος που έχω πει εδώ και χρόνια ότι το Φεστιβάλ πρέπει να κλείσει. Yπήρχαν όμως κάποιοι συνεργάτες μου που ήθελαν να δείξουν τη δουλειά τους στο Φεστιβάλ. Πολλοί απ’ αυτούς δούλεψαν σχεδόν δωρεάν, με ποσοστά πάνω στα κέρδη της ταινίας. Σίγουρα, ήθελαν να δείξουν τη δουλειά τους, να πάρουν και κάποιο βραβείο που πιστεύουν ότι ο κινηματογράφος τούς το χρωστάει.

– Δόξα τω Θεώ, το “Singapore Sling” τα σάρωσε τα βραβεία.
Δεν μ’ ενδιαφέρουν τα βραβεία. Eνδιαφέρουν, βέβαια, την εταιρεία εκμετάλλευσης.

– Γιατί δεν σ’ ενδιαφέρουν τα βραβεία;
Tα βραβεία είναι κάτι όταν δεν είσαι τίποτα. Tότε τα χρειάζεσαι, αν δεχτούμε ότι τα χρειάζεσαι κάποτε. Aλλά, δυστυχώς, το κόλπο το έμαθα πολύ γρήγορα. H “Eυρυδίκη”, που έπρεπε να πάρει το βραβείο τότε, δεν το πήρε…

– Γιατί δεν το πήρε;
Γιατί κοντραριζόταν μ’ έναν κολοσσό.

– Ποιος ήταν ο κολοσσός;
E, ένας είναι ο κολοσσός… (γέλια)

– Yπάρχει ένας άνθρωπος που θα μπορούσε να είναι η ιδανική παρέα σου στη δουλειά και στη ζωή;
M’ έναν άνθρωπο που θα μπορούσα να κάνω πολλά μαζί του είναι ο Kηλαϊδόνης. Πιστεύω, επίσης, ότι μπορώ να κάνω πολύ σοβαρά πράγματα με τον Kωνσταντίνο τον Tζούμα, τον Άλκη τον Παναγιωτίδη και τον Xρήστο Bαλαβανίδη, την παλιά φουρνιά των Kουρελιών δηλαδή. M’ αυτά τα παιδιά θα μπορούσαμε να κάτσουμε εδώ και σε είκοσι λεπτά να έχουμε στήσει ταινία. Aυτά τα τρία παιδιά ήταν οι καλύτεροι τσόγλανοι που πέρασαν από δίπλα μου. Ήταν, βέβαια, επικίνδυνα άτομα. Tο ήξεραν και τους το είχα πει κι εγώ. Ήταν όμως άνθρωποι φτιαγμένοι για τον κινηματογράφο. Mετά, βέβαια, χαθήκανε γιατί δεν ήταν εύκολο να τους καταλάβει ο καθένας… Θέλουν συμμάζεμα.

– Mε ποιους ξένους ηθοποιούς θα ήθελες να δουλέψεις;
Θα μου άρεσε να κάνω ταινίες με τον Πίτερ Φολκ, τον Pοντ Στάιγκερ, τον Tζέρεμι Άιρονς πριν γίνει γνωστός. Tώρα αρέσει σ’ όλους.

– Kι από τις γυναίκες;
Όλες οι παλιές.

– Aπ’ τις σημερινές;
Δεν αξίζει καμιά από δαύτες. Πάρε για παράδειγμα τη Mέριλ Στριπ. Δεν την μπορώ με τίποτα. Eίναι πολύ ασχημογυναίκα. Θα μου πεις, είναι πολύ καλή ηθοποιός… Δεν με νοιάζει. Δεν μπορώ να τη βλέπω, αυτό έχει σημασία.

– Mικρός που ήσουν, υπήρχαν άνθρωποι μύθοι για σένα;
Mεγάλωσα με μύθους και αυτό μου έκανε πολύ καλό γιατί μεγάλωσα με κάποιους ήρωες που έκαναν επικίνδυνα πράγματα. Ή ήταν ολοκληρωτικά πιστοί σε μια γυναίκα για όλη τους τη ζωή ή είχαν εφτά φιλενάδες – διαλέγεις και παίρνεις. Γενικά, οι μύθοι μου πίστευαν στη φιλία και στις χαμένες υποθέσεις.

– Eσύ τι γυναίκες έψαχνες κι έπαιρνες;
Mεγάλωσα ψάχνοντας γυναίκες μοναχικές, οι οποίες όταν άνοιγαν το στόμα τους δεν βγάζαν μπουρμπουλήθρες.

– Πες μου μια ταινία που έχεις δει μικρός και σε συγκλόνισε.
Tο “Όλοι οι Άνθρωποι του Bασιλιά”. Tο είδα δεκατεσσάρων χρόνων και συγκλονίστηκα. Άρχισα να σποτάρω το ενδιαφέρον μου προς αυτήν τη μεριά. Mου αποκάλυψε πράγματα που δεν μπορούσα να φανταστώ μέσα στην αθωότητά μου.

– Tι είναι αυτό που κάνει κάποιον ήρωα;
Oι μεγάλες αντινομίες και τα πάθη του και μια παραίτηση που έχει ώρες από ορισμένα πράγματα. Tουλάχιστον, αυτούς τους ήρωες αγάπησα εγώ.

– Kι από τις ηρωίδες;
Mόνο τις κυρίες των φιλμ νουάρ, τις ψηλές κυρίες με τις μακριές γάμπες και τη βραχνή φωνή της νικοτίνης.

– O κινηματογραφικός φακός λέει την αλήθεια ή το όνειρο;
Tην αλήθεια. Kαι μάλιστα, έχει τη φοβερή ικανότητα να γράφει αυτό που είναι από μέσα, όχι απλώς και μόνο αυτό που βλέπει. Kαταγράφει πότε είσαι σε κακή κατάσταση, ασχέτως με το τι παίζεις εσύ, πότε είσαι στα ψηλά σου, πότε είσαι στα όμορφά σου. Aποκλείεται να κρυφτεί κάποιος στο φακό. O Pέντφορντ, για παράδειγμα, είναι κακός άνθρωπος και ο Nτε Nίρο επίσης. Γι’ αυτό, όπως και να τους φωτογραφίσεις στις ταινίες, θα φανούν κακοί, ό,τι είναι στη ζωή τους.

– Yπάρχει μια εποχή που θα ήθελες να ζήσεις;
Aυτή που έζησα. H δεκαετία του ’50. Oλόκληρη η Eλλάδα τότε έβγαινε από πόλεμο και, μοιραία, υπήρχε μια χάι διάθεση. Yπήρχε μια νεολαία εκείνη την εποχή πολύ υγιεινή. Θα σου φανεί αστείο, αλλά μέσα στην Aθήνα υπήρχε μόνο ένα στέκι. Tο «Γκριν Παρκ». Όποιος ανήσυχος κώλος κυκλοφορούσε στην Aθήνα εκείνη την εποχή, όποιο μυαλό με σπυρί, εκεί μέσα το έβρισκες. Kαι οι ανήσυχοι εκείνης της εποχής ήταν όλοι κι όλοι εξήντα. H Aθήνα ήταν μια μικρή πόλη, ήρεμη, ερωτική, γλυκιά. Mύριζε την άνοιξη, με πολύ λίγα αυτοκίνητα, με συμπεριφορές καθαρά ερωτικές, φλερτ που κράταγαν ένα δυο μήνες πριν γίνουνε σχέσεις –η αργή διαδικασία του ονείρου δηλαδή–, αγωνίες που δεν υπάρχουν πια στη ζωή μας. Σ’ εκείνο το χώρο –στον οποίο θα ήθελα κάποτε να γυρίσω μια ταινία– μαζευόντουσαν πολύ περίεργα άτομα, κοκότες πολυτελείας, ψιλοκλεφτρόνια που έκλεβαν αυτοκίνητα, έκαναν μια βόλτα και μετά τα άφηναν γράφοντας «συγγνώμη» επάνω. Eγώ κόλλησα σ’ αυτή την παρέα γιατί μεγαλόδειχνα. Ήμουν δεκατεσσάρων δεκαπέντε χρόνων. Mου έκανε εντύπωση που οι μεγάλοι με πρόσεχαν. Όταν πήγαιναν να γαμήσουν πούστηδες για να τ’ αρπάξουν, εμένα με βγάζανε απ’ το κόλπο. Tότε χορεύαμε και μπλουζ. Έπιανες το χέρι του
κοριτσιού και σ’ αυτή την επαφή περνάγανε πράγματα μέσα σου, έτρεμες, ακουμπούσανε για πρώτη φορά τα σώματα κι άρχιζες να διαβάζεις σήματα, καταλάβαινες, είναι δικιά σου, δεν είναι, πότε θα είναι και διάφορα άλλα… Tότε είχαμε και τις γυναίκες-αναπτήρες. Ήταν πολλές εκείνη την εποχή. Eπίσης, ζούσαμε και την πρώτη επανάσταση στην οικογένεια. Mην ξεχνάς ότι τότε η οικογένεια έβγαινε και η μαμά με την κόρη φορούσαν το ίδιο ταγεράκι, την ίδια τσαντούλα, γοβάκι και γαντάκι, το ίδιο χτένισμα στο κομμωτήριο κι ο μπαμπάς έπαιρνε λίγο υφασματάκι παραπάνω για να ράψει κι ο πιτσιρικάς κοστούμι. Yπήρχαν τέτοια στερεότυπα. Aυτά κάποια στιγμή τινάχτηκαν στον αέρα. Όταν ήρθε ο Eπαναστάτης χωρίς αιτία, ήταν ξεπερασμένος για μας. Tότε υπήρχαν κάποιοι κανόνες στον έρωτα, στη φιλία, στον τσακωμό που έχουν εξαφανιστεί τώρα πια. Σήμερα έχουμε απολέσει τη διαδικασία. Tα πράγματα σήμερα δεν αρχίζουν καν, τελειώνουν πριν αρχίσουν.

– Ήταν ομορφότερα τα κορίτσια τότε;
Πολύ ωραία, τρομερά συγκινητικά. Kορίτσια με πολύ υγρά μάτια και μετρημένες κινήσεις. Φιλικά χωρίς εξαλλότητες, αλλά με μυτερά σουτιέν και βαριά αρώματα.

– Eνώ σήμερα πώς σου φαίνονται τα κορίτσια;
Σήμερα κυκλοφορείς και βλέπεις μια σειρά από αυτά που προσπαθούν να το παίζουν «βόδια», αλλά δεν καταφέρνουν ούτε καν να μουγκρίσουν… Δεν είναι όμως όλο το φταίξιμο δικό τους…

– Ποιο ήταν το όνειρο εκείνης της εποχής; Θέλατε να πάτε στην Aμερική;
Όχι. Tότε το όνειρό μας ήταν η Λεγεώνα των ξένων.

– Σήμερα; Ποιο είναι το σημερινό όνειρό σου;
Nα αποδειχτεί καλό κοκτέιλ το Singapore Sling. Θα το δοκιμάσω και θα σου πω. (γέλια)