Δεν ανήκα ποτέ στους φαν της στιχουργίας του Νίκου Μωραΐτη και στο παρελθόν είχαμε φτάσει έως και σε σύγκρουση για μία κριτική μου από τις σελίδες του περιοδικού «Δίφωνο». Το κακό με μένα και όχι με τον Μωραΐτη ήταν πως δεν λάμβανα υπόψιν τη δουλειά του την ίδια, δηλαδή το περιεχόμενο των στίχων του, όσο το «τσαλαβούτημα» του μέσα στα διαφορετικά είδη τραγουδιού με τους εκάστοτε εκφραστές του. Μιλάμε για λίγα χρόνια μετά το millennium, όταν τα στεγανά δεν είχαν ακόμη καταρριφθεί και μου φαινόταν παράξενο αν μη τι άλλο το πώς ένας στιχουργός γράφει με την ίδια ευκολία τη Δευτέρα για την Πρωτοψάλτη και την Τρίτη για τον Ρέμο, την Τετάρτη για την Πασπαλά και την Πέμπτη για τον Χατζηγιάννη κ.ο.κ. Τα τελευταία χρόνια, ωριμάζοντας κι εγώ, όπως όλοι οι άνθρωποι, έβαλα νερό στο κρασί μου και συνειδητοποίησα -ποτέ δεν είναι αργά- πως ένας δημιουργός που όλη η χώρα τραγουδά τα τραγούδια του, μόνο τυχαίος δεν μπορεί να’ ναι. Έτσι με χαρά εισέπραξα την είδηση πως το Δευτερότριτο 19 και 20 Φεβρουαρίου του 2024, θα διεξαχθούν δύο συναυλίες στο Christmas Theater -αφιέρωμα στο έργο του Νίκου Μωραΐτη με μια πληθώρα πρωτοκλασάτων τραγουδιστών: Γλυκερία, Γιώτα Νέγκα, Μίλτος Πασχαλίδης, Κώστας Μακεδόνας, Μαρία Παπαγεωργίου, Στάθης Δράκος, Ρένα Μόρφη, Μιχάλης Χατζηγιάννης, Αντώνης Ρέμος και, φυσικά, η Δήμητρα Γαλάνη, το «άλφα» της πορείας του, όπως ο ίδιος δήλωσε σ’ αυτή την συνέντευξη – Μπεν Χουρ για το Olafaq. «Καταρχάς χαίρομαι πολύ που κάνουμε αυτή τη συνέντευξη γιατί το είχα απωθημένο να ξαπλώσω κι εγώ στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή, παρόλο που τελικά καθόμαστε σε καρέκλες». Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια του Νίκου Μωραΐτη πριν το κινητό μου τηλέφωνο ξεκινήσει να καταγράφει τη συνομιλία μας. Έτσι, ο ίδιος μου έδωσε την καλύτερη πάσα για την εκκίνηση της κουβέντας μας…
– Τι είναι αυτό που κάνει έναν άνθρωπο 50 ετών να αποζητά την ψυχανάλυση;
Ξεκίνησα να κάνω ψυχοθεραπεία στα 45 μου, πριν πέντε χρόνια δηλαδή κι ακόμη πηγαίνω μια φορά το μήνα. Νιώθω ότι θα ήμουν ευτυχής αν το είχα κάνει πολύ νωρίτερα και με όποιον φτάσω να μιλάμε για τέτοια ζητήματα, καταλήγω στο ότι ήταν ευλογία για μένα. Περάσαμε τα χρόνια που η επίσκεψη στον ψυχολόγο ήταν ταμπού και κανονικά εγώ θα έπρεπε να έχω ξεκινήσει μετά το θάνατο του πατέρα μου στα 23 μου. Κάποια στιγμή ένιωσα πολύ μεγάλη δυσφορία σ’ ένα αεροπορικό ταξίδι από Παρίσι για Αθήνα, έχοντας περάσει καταπληκτικά. Έλεγα «Να προσγειωθούμε, Παναγία μου, και δεν θα ξαναμπώ ποτέ σε αεροπλάνο»! Εκεί είπα πως δεν μπορώ να κόψω από τον εαυτό μου τα ταξίδια, ένα πράγμα που λατρεύω. Ο Σπύρος Γραμμένος μου μίλησε για μια εξαιρετική ψυχολόγο και του ζήτησα κατευθείαν το τηλέφωνο της. Μέσα σε ενάμισι χρόνο ήμουν πια σε θέση να διαχειριστώ τα ταξίδια.
– Αυτό επηρέασε θετικά και την τέχνη σας;
Νομίζω πως όχι. Ο θάνατος του πατέρα μου επηρέασε την τέχνη μου, καθώς έφτασα σε κάποια βάθη που δεν θα έφτανα νωρίτερα. Μπορώ πάντως να ξεχωρίσω πολύ καλούς στιχουργούς που έχουν ζήσει την απώλεια έναντι επίσης πολύ καλών στιχουργών που δεν την έχουν ζήσει. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, για παράδειγμα, την έχει ζήσει την απώλεια. Η Λίνα Νικολακοπούλου, που δεν την ξέρω τη ζωή της, επίσης βλέπω να έχει ζήσει την απώλεια. Γενικά, πάντως, η ψυχοθεραπεία με έκανε να δω αλλιώς όλο το θέμα του τραγουδιού και να καταλάβω τον εαυτό μου μέσα σ’ αυτό. Όταν κάποια στιγμή η ψυχολόγος μου είπε ότι πρέπει να σταματήσουμε τις θεραπείες γιατί δεν υπήρχε πια ψυχοθεραπευτικό αίτημα, της εξήγησα πως δεν υπήρχε περίπτωση καθώς ήθελα να γνωρίσω τον ίδιο μου τον εαυτό. Μου απάντησε εκείνη πως θα το συζητούσε με την επόπτρια της. Κι έτσι συνεχίσαμε.
– Έχω μάθει πως κατάγεστε από μία δημοκρατική οικογένεια. Ισχύει;
Πέρα απ’ την πλευρά του πατέρα μου που ήταν όλοι αντάρτες μες τον Εμφύλιο με εξορίες και φυλακίσεις, συνειδητοποίησα με την ψυχοθεραπεία πως ένα κομμάτι του εαυτού μου έχει πολύ μεγάλη σχέση με τη λεγόμενη ιδεολογία. Απ’ την πλευρά της μάνας μου πάλι ξέρω πως είχαν εργοστάσιο και στενή επαφή με το κεμαλικό κράτος. Ζούσαν στο Ικόνιο, στα βάθη της Μικράς Ασίας, όταν το κράτος τους ζήτησε να αλλάξουν θρήσκευμα προκειμένου να μείνουν στα μέρη τους. Δεν αλλαξοπίστησαν και έφυγαν. Έτσι, η οικογένεια του πατέρα μου είχε σχέση με την Αριστερά, της μάνας μου όμως με την πίστη τους την ίδια. Και οι δύο οικογένειες ξεριζώθηκαν για τις ιδέες τους.
– Είστε μοναχοπαίδι;
Όχι, έχω και μια αδερφή κεραμίστρια, μικρότερη από μένα. Υπήρχε έντονο το καλλιτεχνικό στοιχείο απ’ την πλευρά της μάνας μου. Η μάνα μου πρέπει να είναι μια απ’ τις πρώτες διαφημίστριες που βγήκαν στην Ελλάδα όταν δεν ξέρανε καν τι ήταν διαφήμιση. Παράλληλα έκανε μικρογλυπτική και ασχολιόταν με την εσωτερική διακόσμηση. Ένας πολύ δυνατός άνθρωπος 79 ετών σήμερα.
– Η ενασχόληση με τη γραφή πότε ξεκίνησε για σας;
Εγώ δεν έγραφα τίποτα. Ούτε στίχους, ούτε ποιηματάκια, απλώς αγαπούσα πάρα πολύ το ελληνικό τραγούδι. Ήμουν ένα παιδί που οι θεοί μου ήταν ο Νταλάρας και η Αλεξίου, όταν για τα άλλα παιδιά ήταν η Madonna και ο Michael Jackson. Ο πατέρας μου συνέλεγε βινύλια και κάποια στιγμή πήγα στο σχολείο για μια εργασία το “Μεγάλο μας τσίρκο” του Καμπανέλλη και του Ξαρχάκου. «Δηλαδή εσύ κάθεσαι τώρα και τα ακούς αυτά στο σπίτι σου;» με ρώτησε μία συμμαθήτρια μου. «Όχι, όχι» απάντησα με συστολή, καθώς έπρεπε να το απαρνηθώ όσο γίνεται για να μπορέσω να ενταχθώ μέσα στις παρέες. Από την πρώτη γυμνασίου ξεκίνησε αυτό. Υπήρχε βέβαια και ένας που είχαμε κοινά ενδιαφέροντα, μια κοπέλα συγκεκριμένα, και κάναμε παρέα, υπήρξε ταύτιση. Κατάφερνα ωστόσο να υπάρχω μέσα στο σύστημα, αλλά νιώθοντας λίγο σαν τους πρωτοχριστιανούς που ζωγράφιζαν το ψαράκι στην άμμο. Η γραφή ξεκίνησε για μένα το 1994, στα 21 μου.
– Και όχι βέβαια με σκοπό να προκύψουν τραγούδια.
Τίποτα, ούτε θυμάμαι τη στιγμή. Μέσα σ’ ένα μήνα, πάντως, πρέπει να μου βγήκανε πενήντα – εκατό τραγούδια. Σαν να ξέσπασε κάτι που έβραζε μέσα μου, μη φανταστείτε όμως πως ήταν τραγούδια για να κυκλοφορούσαν.
– Επιρροές από άλλους στιχουργούς υπήρχαν; Το 1994 θυμίζω πως είχαν αρχίσει να εμφανίζονται πολλοί νέοι στιχουργοί και τραγουδοποιοί.
Όντως, είχαν εμφανιστεί ο Παρασκευάς Καρασούλος, ο Οδυσσέας Ιωάννου, αλλά και ο Μάνος Ελευθερίου εξακολουθούσε να είναι πολύ παραγωγικός. Εγώ δεν θυμάμαι να εντυπωσιάζομαι απ’ τη φανέρωση της ευχέρειας μου στον στίχο, ήταν κάτι όμως που ήθελα να εξελιχθεί και να βελτιωθεί. Στα μέσα του 1996 άρχισα να δείχνω στίχους μου σε κάποιους ανθρώπους και εισέπραττα το γνωστό: «Μπράβο, καλά είναι, συνέχισε το». Πίστευα τότε πως θα μπορούσα να ταιριάξω με τον Μιχάλη Νικολούδη, στον οποίο είχα δώσει πρωτόλειους στίχους μου.
– Η Δήμητρα Γαλάνη επίσης μου είχε πει πως πήγατε και τη βρήκατε στο «Χάραμα» την ίδια περίοδο.
Δεν τα θυμάται καλά (γέλιο). Της είχα τηλεφωνήσει για μια συνέντευξη στο περιοδικό «Μετρό» που αρθρογραφούσα. Της είχα πει να συνεχίσει να προβάλλει νέους ανθρώπους, διότι για μας που γράφουμε δεν υπάρχει βήμα συνήθως. Αμέσως τσίμπησε η Δήμητρα, αλλά κι εγώ της το είπα με την ελπίδα να τσιμπήσει. Μου ζήτησε να περάσω απ’ το σπίτι της και να της αφήσω ένα φάκελο με στίχους μου. Το έκανα, μου άνοιξε η ίδια την πόρτα, οπότε το να αφήσω απλά ένα φάκελο πήρε τη μορφή τετ α τετ επικοινωνίας. Της είχα πάει δέκα στιχουργήματα, τα οποία άρχισε να διαβάζει επί τόπου. Τελειώνει τη μια φορά και ξαναρχίζει. Μου λέει μετά: «Εγώ κάτι θα τα κάνω αυτά. Δεν ξέρω αν θα είναι για μένα ή για άλλο τραγουδιστή, αλλά κάτι θα τα κάνω». Μέσα απ’ τους στίχους αυτούς είναι και τα “Χάρτινα”, ίσως και κάνα άλλο κομμάτι του ίδιου δίσκου. Λίγο καιρό μετά μου τηλεφώνησε: «Γεια σου, Νίκο. Η Δήμητρα η Γαλάνη είμαι. Μπορώ να δώσω τους στίχους σου στον Τάκη Σούκα;» Φανταστείτε τώρα εμένα να το ακούω αυτό στα 23 μου. Προσπάθησα να είμαι κύριος απέναντι της… «Πώς, βεβαίως μπορείτε» κ.λπ. «Πέρνα το βράδυ απ’ το σπίτι να σου βάλω μια μελωδία που έχω» μου ζήτησε αμέσως μετά. Κλείνω το τηλέφωνο -δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό- κι αρχίζω να ουρλιάζω μέσα σ’ όλο το σπίτι! Αρχίζω να ανεβαίνω στους καναπέδες σαν τον Γιώργο Κωνσταντίνου – κόκορα στο “Ξύπνα Βασίλη”! Γινόταν κάτι που το ήθελα όσο τίποτα άλλο στη ζωή μου. Τελικά η Δήμητρα μου εξέθεσε τα σχέδια της για ένα δίσκο λαϊκό με παραδοσιακά στοιχεία. Έχοντας βρει και μια μελωδία απ’ το Τουρκμενιστάν, με ρώτησε αν έχω γράψει ποτέ πάνω σε υπάρχουσα μελωδία. Δεν είχα καμία εμπειρία. Μου έδωσε σε ένα CD μια μελωδία των Askhabad κι όταν μπήκα για μπάνιο στο σπίτι μου αυτόματα μου βγήκαν όλοι οι στίχοι. Της τους έστειλα με ένα fax κι εκεί ήταν που ενθουσιάστηκε η Δήμητρα. Θυμάμαι τα λόγια της: «Νίκο, ξέρεις πόσοι λίγοι μπορούν να γράψουν καλά πάνω σε μελωδία;» Έτσι κάναμε ένα δίσκο του οποίου τα περισσότερα κομμάτια ήταν σε δικούς μου στίχους.
– Στην ουσία, λοιπόν, με “Τα Χάρτινα” της Γαλάνη συστήνεστε στη δισκογραφία.
Ακριβώς, το 1997. Ήταν η αίσια κατάληξη ενός πράγματος, που μ’ αυτό κοιμόμουν και μ’ αυτό ξύπναγα. Ήμουν ρεαλιστής παράλληλα. Ολοκλήρωσα τις σπουδές μου και μεταπτυχιακό έκανα, και στο «Μετρό» έγραφα, και στον «Μελωδία» ήμουν. Άλλο πράγμα ήταν η δουλειά δηλαδή. Θα μπορούσα να ήμουν ένας δημοσιογράφος ή κάτι άλλο που κάποια στιγμή θα έκανε απλά ένα δίσκο. Δεν μπορείς να λες ότι μ’ ένα δίσκο γίνεσαι στιχουργός. Εγώ, όχι από τα “Χάρτινα” και μετά, αλλά από τον “Άγγελο μου” και το “Σβήσε το φεγγάρι“, ήθελα να αναγράφεται η ιδιότητα του στιχουργού δίπλα στο όνομα μου. Μετά δηλαδή τις συνεργασία μου με τον Στέφανο Κορκολή και τις φωνές της Πρωτοψάλτη και του Μητροπάνου, αλλά και με τον Μιχάλη Χατζηγιάννη, είπα ότι εδώ είμαι, αυτό είναι! Μετά από εφτά χρόνια προσπαθειών που απέδωσαν καρπούς, θεώρησα ότι έπρεπε να σταματήσει η ενασχόληση μου με τη μουσική δημοσιογραφία. Έτσι μπήκα σε μια άλλη διαδρομή, κρατώντας απλώς μερικές συνεντεύξεις για το «Elle». Με τον Κορκολή ήταν ασύλληπτη η επιτυχία αμέσως με το κομμάτι “Ο άγγελος μου”. Να το παίζουν οι δυο τους με την Πρωτοψάλτη στο «Vox» και ενώ δεν είχε ακόμη κυκλοφορήσει καλά – καλά, να πέφτει ο χώρος απ’ το χειροκρότημα. Ε, μετά ήρθε ο Στέφανος και μου είπε «Θα κάνουμε τώρα Μητροπάνο, μισά τραγούδια εσύ, μισά η Ρεβέκκα Ρούση». Το “Σβήσε το φεγγάρι” έγινε η επόμενη μεγάλη επιτυχία σε μουσική του Στέφανου. Ακολούθησε ο Χατζηγιάννης, ο οποίος ήταν στο πικ του και είχε μεγάλη πορεία με την Ελεάνα Βραχάλη. Τον έχω στην καρδιά μου τον Μιχάλη και τον θεωρώ το τελευταίο μεγάλο μουσικό φαινόμενο που μας συνέβη με τέτοια ένταση. Είκοσι χρονών παιδί έπρεπε να ζήσει όλο αυτό που έζησε. Ο Νταλάρας, π.χ., μπορεί να ήταν για δυο χρονιές, μετά θα τον ξεπέρναγε η Χαρούλα και μετά ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και μετά πάλι ο Γιώργος μπροστά. Μετά μπορεί να τους ξεπέρναγε ο Πάριος με τα “Νησιώτικα” πριν ξαναβγεί μπροστά η Χαρούλα και μετά ο Γιώργος κ.ο.κ. Υπήρχαν εναλλαγές στα μεγάλα “θηρία”. Απ’ το 2000, όμως, μέχρι το 2010 ο Μιχάλης Χατζηγιάννης ήταν σταθερά το Νο 1. Είναι απίστευτο αυτό που έζησε ο Μιχάλης και θα μπορούσε να τον απορυθμίσει σαν άνθρωπο. Το ότι παραμένει στα 45 του ένα παιδί με τα μυαλά στο κεφάλι του, για μένα είναι πολύ μεγάλο κέρδος. Μετά ακολούθησε η Ελευθερία Αρβανιτάκη και με έπιασε ο παραγωγός της, ο Γιώργος Κυβέλος: «Μη νομίζεις ότι ξεμπέρδεψες με την Ελευθερία! Σε θέλω στον Αντώνη Ρέμο, που πρέπει να περάσει σ’ έναν άλλο λόγο». Αρχικά δεν ενθουσιάστηκα, γιατί ήθελα να μείνω στην ποπ περιοχή, αλλά ο Ρέμος ανέκαθεν μ’ άρεσε σαν φωνή. Θέριζε όσες φορές τον είχα δει επί σκηνής. Μπορεί να περνάει πολλά παλιά τραγούδια, αλλά κρατάει ολόκληρο πρόγραμμα με τα δικά του κομμάτια, δεν είναι δηλαδή αστεία περίπτωση εδώ και 25 χρόνια. Με τον Κορκολή γράψαμε το “Εκατό φορές κομμάτια” κι από το 2008 μέχρι σήμερα διαρκεί μια ασταμάτητη συνεργασία με τον Αντώνη.
– Πως σας αντιμετώπισαν οι άλλοι οι καθιερωμένοι στιχουργοί με την τόση άμεση επιτυχία σας;
Εφτά χρόνια φαγούρα…
– Τι θα πει αυτό;
Απ’ τα “Χάρτινα” μέχρι τον “Άγγελο μου”. Προσπαθούσα για εφτά χρόνια ν’ αποδείξω ότι δεν είμαι ελέφαντας. Η μόνη εξαίρεση ήταν ο Λευτέρης Παπαδόπουλος που μου τηλεφώνησε για να μου αφιερώσει εκπομπή στην τηλεόραση. «Είμαι ο πρόεδρος» μου είπε όταν απάντησα στο τηλέφωνο. «Θα σου κάνω αφιέρωμα»! «Μα, πρόεδρε» απάντησα, «έχω βγάλει μόνο δέκα τραγούδια». «Δεν με νοιάζει, ρε μαλάκα» συνέχισε αυτός, «και θα μου φέρεις και άλλα δέκα ανέκδοτα να διαβάσω εγώ στον κόσμο». Άναυδος εγώ! Μετά με έκανε αρχισυντάκτη του, αλλά και συμπαρουσιαστή σε μια άλλη εκπομπή του. Κάποια στιγμή που με είχε στενοχωρήσει μια κριτική, μου είπε τη μεγάλη ατάκα: «Δεν έχεις καταλάβει… Ξέρεις εγώ τι πέρασα, ρε μαλάκα;» Προφανώς είχε περάσει κι αυτός δυσκολίες, τις οποίες δεν γνωρίζουμε, γιατί έχουν περάσει πολλά χρόνια.
– Είναι πολύ γενναιόδωρος άνθρωπος ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. Ξέρω πως είχε αγκαλιάσει το ίδιο και τη συνάδελφο σας, τη στιχουργό Ελένη Φωτάκη.
Πάρα πολύ! Να μια άλλη καλή περίπτωση που εμπεριέχει την απώλεια στον στίχο της.
– Όπως και η αείμνηστη Στέλλα Βλαχογιάννη.
Επίσης, συμφωνώ! Πολύ σωστό! Εκτός, λοιπόν, απ’ τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, ουδείς άλλος με στήριξε τόσο πολύ. Όταν έγινα αρχισυντάκτης του Παπαδόπουλου, μου ζήτησε να του προτείνω τρεις νέους καλούς στιχουργούς για να τους έκανε αφιέρωμα. Του πρότεινα τον Ισαάκ Σούση, τον Παρασκευά Καρασούλο και τον Οδυσσέα Ιωάννου και τελικά τους έκανε αφιερώματα. Έχω να τον δω καιρό τον Λευτέρη, απ’ την πανδημία και μετά, αλλά μιλάμε ακόμα στα τηλέφωνα. Θυμάμαι μια ακόμη φράση του: «Στους 100, οι 99 θα σε βρίζουν και μόνο ένας θα σε υπερασπίζεται. Εγώ ειμ’ αυτός ο ένας! Δε σου φτάνω, ρε μαλάκα;» Το βασικό πρόβλημα πολλών άλλων μαζί μου ήταν αυτό το γνωστό: «Τι ειν’ αυτός τώρα που μας τον φορέσανε;» Το ίδιο δεν γίνεται με καθετί καινούργιο; Κι εσείς δεν το ακούτε; «Είσαι δημοσιογράφος, γιατί γράφεις θεατρικά, γιατί κάνεις ντοκιμαντέρ;» λες και απαγορεύεται να είσαι πολυσχιδής. Γιατί εγώ να επέλεγα τι θέλω να είμαι, όταν με έβγαζε η Γαλάνη στα 23 μου, εκεί που οι άλλοι το επέλεγαν στα 40 τους; Ένιωσα μια μεγάλη πίεση από το χώρο.
– Απ’ την άλλη, η μουσική αρθρογραφία θα σας βοήθησε να προσεγγίσετε καλλιτέχνες που εκτιμούσατε.
Ναι, ισχύει, αλλά όταν σε προτείνει η Γαλάνη, οι άλλοι έρχονται σε σένα, δεν πας εσύ στους άλλους. Είχα όμως και μια περηφάνια. Δεν θα πήγαινα ποτέ στην Αρβανιτάκη να της πάρω συνέντευξη και να της δώσω στίχους μου.
– Αν σας το ζητούσε η ίδια, όμως;
Πολύ ευχαρίστως! Όταν όμως η Αρβανιτάκη σου δίνει συνέντευξη, ξέρει και ότι γράφεις, άρα άμα ήθελε, θα σου το’ λεγε. Η αξιοπρέπεια είναι πάνω απ’ όλα για μένα. Να, η πρώτη αντίδραση μου στο κάλεσμα του Μιχάλη Κουμπιού γι’ αυτές τις δύο συναυλίες στο Christmas Theater ήταν «Πωω, ρε φίλε, τι πάθαμε τώρα»… Από τη συζήτηση με τον Κουμπιό, εγώ άλλαξα στάση. Μου είπε: «ΟΚ, να γίνουν οι συναυλίες όταν θα’σαι σε μεγαλύτερη ηλικία. Έχεις υπογράψει κάνα συμβόλαιο, ξέρεις πόσο θα ζήσεις; Θα τραγουδάνε τότε οι φωνές που αγαπάς; Και στην τελική, δε μας γαμάς κι εσύ κι οι ενοχές σου;» (γέλια) Το μόνο που του είπα ήταν ότι εγώ δε θα καλέσω κανέναν καλλιτέχνη για να μη νιώσει ηθικό εκβιασμό. Αμέσως είπε ναι η Γαλάνη, που δε θα μπορούσε να λείπει το άλφα από τη δική μου πορεία. Η μεγάλη μου χαρά είναι που δέχτηκαν όλοι οι τραγουδιστές.
– Υπάρχουν και μερικοί, με τους οποίους δεν έχετε συνεργαστεί στο παρελθόν.
Ήθελα να πάμε και σε μερικούς καλλιτέχνες, που ακούω τα τραγούδια μου με τις φωνές τους, αλλά πράγματι δεν είχαμε συνεργαστεί. Ο πρώτος ήταν ο Μίλτος Πασχαλίδης, απ’ τον οποίο ήθελα ν’ ακούσω το “Σβήσε το φεγγάρι” παρόλο που το έχουν τραγουδήσει θεσπέσια και ο Ρέμος και η Νέγκα και ο Μακεδόνας. Ο Μίλτος το δέχτηκε κι όταν του είπα ότι μπορεί να το πει και να φύγει μετά, για να μη δεσμεύεται, μου απάντησε: «Ρε συ, ερχόμαστε για να κάνουμε κάτι με την καρδιά μας, όχι για να το πούμε και να φύγουμε». Αυτή ήταν η μεγαλύτερη χαρά μου, μεγαλύτερη ακόμη κι από τις δύο βραδιές, η αγάπη και η στήριξη των τραγουδιστών. Η Ρένα Μόρφη, επίσης, επειδή είχα ενστάσεις για τα γυναικεία τραγούδια, ως προς το κάστινγκ εννοώ, με έπιασε και μου είπε: «Μην έχεις κανένα θέμα, εδώ ο Τσιτσάνης έβγαζε ένα τραγούδι με τη Νίνου και ένα μήνα αργότερα το ίδιο τραγούδι με τη Μπέλλου». Η Μαρία Παπαγεωργίου ακόμη, που ήξερα ότι λέει την “Ακρογιαλιά” στα live της, ήταν επιθυμία δική μου να τραγουδήσει. Όλοι ανταποκρίθηκαν απλά και κανονικά και τώρα πια δεν σκέφτομαι πως θα περάσουν αυτές οι δύο συναυλίες.
– Έχω την αίσθηση μ’ όλα αυτά που μου λέτε πως απολαμβάνετε τη σχέση σας με τους εκάστοτε τραγουδιστές σας περισσότερο από το να κάτσετε σαν ένας οποιοσδήποτε άλλος στιχουργός που θα γράψει κάτι για μια συγκεκριμένη φωνή.
Θα σας πω ότι έγραφα για τη Χαρούλα ένα δίσκο χωρίς να το ξέρει και με τον Στάθη Δράκο έναν άλλο δίσκο για τη Δήμητρα, επίσης χωρίς να το ξέρει. Δεν πίστεψα ποτέ στα ονόματα ή στα μαγειρέματα των εταιρειών να “παντρέψουν” αυτόν με εκείνον επειδή έγινε μία επιτυχία. Πιστεύουν πως θα πέσει κάτω όλη η Ελλάδα και δεν πέφτει ποτέ! Θυμάμαι έναν παραγωγό που όταν είχε τραγουδήσει η Ελευθερία το “Μην ορκίζεσαι“, γύρισε και μου είπε «Τι τη βάλατε τώρα να τραγουδάει τη γυναίκα;» και το κομμάτι αυτό έγινε η Νο 1 επιτυχία της χρονιάς στα ραδιόφωνα. Το ίδιο μεγαλοστέλεχος δισκογραφικής, με ξανάπιασε την επόμενη χρονιά και μου είπε: «Βρε παιδί μου, ένα ‘’Μην ορκίζεσαι’’ μπορείς να γράψεις;» Δεν τους ένοιαζε ένα καλό τραγούδι, αλλά η συνταγή.
– Που θα φέρει το χρήμα…
Δεν το φέρνει, όμως. Μα, κάνουν εκατό χρόνια αυτή τη δουλειά, δεν έχουν καταλάβει ότι δεν το φέρνει;
– Έλα ντε, σωστό!
Πάντα πρέπει να πας αλλού μετά.
– Το έχουμε δει να γίνεται με λατρεμένους καλλιτέχνες. Η Αλεξίου έκανε το “Δι’ ευχών” και μετά έκανε το “Έι”.
Που δεν “πήγε”…
– Η επανάληψη δεν κάνει καλό.
Πρέπει να φεύγεις απ’ τις συνταγές.
– Αν σας ρωτούσα με πόσους συνθέτες έχετε συνεργαστεί αριθμητικά;
Δεν ξέρω…ούτε και με πόσους τραγουδιστές ξέρω.
– Έχετε χάσει τη μπάλα δηλαδή.
Δεν τα έχω υπολογίσει. Κάποια στιγμή τα τραγούδια σε στίχους μου είχαν φτάσει τα 500 και τώρα πια δεν ξέρω πόσα είναι ακριβώς. Ίσως λίγα παραπάνω.
– Κερδίσατε και χρήματα απ’ τη στιχουργική, να φανταστώ.
Το 2005 με 2010 έφευγε απ’ την κορυφή ο Χατζηγιάννης μόνο όταν έβγαινε το νέο τραγούδι μας. Δηλαδή έφευγε το ένα και ερχόταν το άλλο. Άρα ήταν λογικό να έρθουν πολλά χρήματα. Μετά τον Χατζηγιάννη, από το 2010 και μετά ήταν η δεκαετία του Ρέμου, όπου πάλι εγώ ήμουν ένα μεγάλο μέρος του ρεπερτορίου του. Πολλοί μου λένε πως αν ήμουν στο εξωτερικό και είχα γράψει το “Χέρια ψηλά” μόνο, θα ζούσαν μέχρι και τα δισέγγονα μου. Μετά, όμως, ήρθε η απόλυτη καταστροφή με το σκάνδαλο της ΑΕΠΙ. Ευτυχώς που είχα τον «Μέντα» και ζούσα την οικογένεια μου. Για χρόνια έζησα απ’ αυτό και τώρα αρχίζει κάπως να εξομαλύνεται η κατάσταση. Να σας πω κι ένα άλλο; Όταν έρχονται χρήματα στα χέρια σου, κάνεις και κάποια ανοίγματα. Λες ότι θα στείλεις το παιδί σου σ’ αυτό το σχολείο και μετά δεν είναι εύκολο να του εξηγήσεις «δεν μας παίρνει οικονομικά να το συνεχίσουμε». Στην κρίση, επομένως, μπορεί να μην πιεστήκαμε, αλλά ήθελε τελείως άλλη διαχείριση. Όπως πριν, μου έρχονταν χρήματα, όπως θα έρχονταν σε κάθε άλλη επιτυχημένη δουλειά. Δεν είναι ότι έχτισες μια βίλα εδώ και μια βίλα εκεί και παραπέρα. Δεν μπορώ να παραπονεθώ, ξέρετε γιατί; Ήμουν ο τελευταίος που πρόλαβε σε ακμή όλους τους μεγάλους τραγουδιστές. Είναι τελευταία η γενιά της Χαρούλας, του Νταλάρα, της Γαλάνη, της Αρβανιτάκη. Δεν είναι ότι τους έδωσα τραγούδια για να εμπλουτίσω το βιογραφικό μου. Τους έδωσα τραγούδια που αγάπησε ο κόσμος.
– Και που ανανέωσε το ρεπερτόριο τους, δεν είναι κακό να το λέμε.
Εντάξει, θα μπορούσαν να το είχαν κάνει και χωρίς εμένα. Το ήθελα, όμως, πάρα πολύ. Άξιζε που έκανα στη Χαρούλα τον τελευταίο της δίσκο, όχι ως στιχουργός της, όσο ως ένας άνθρωπος που την αγαπάει ίσως περισσότερο απ’ τον καθένα.
– Μιλάτε τακτικά;
Όχι, δεν υπάρχει το τακτικά με μένα. Ξέρουν ότι τους αγαπάω αυτούς τους ανθρώπους, αλλά δεν έχω φιλίες. Ίσα – ίσα που έχω ένα δέος απέναντι τους, δε μπορώ να δω τη Δήμητρα ή τον Νταλάρα, που γράφουμε τώρα στο στούντιο με τον Μερτζάνο, και να παίζουμε σφαλιάρες. Οι φωνές όλων αυτών με οδήγησαν στην πορεία μου. Μπορεί ακόμη να γράφω και να σκέφτομαι τη Χαρούλα, που δεν τραγουδάει πια, ή τον Μητροπάνο, που δεν είναι εν ζωή. Εγώ, όμως, έτσι εμπνέομαι.
– Είστε ένας άνθρωπος πολιτικοποιημένος που δεν διστάζει να εκφέρει γνώμη μέσα από τα social media. Ποια είναι η ανάγκη που σας ωθεί να το κάνετε; Επειδή μπορεί, πολύ απλά, να είστε έτσι σαν άνθρωπος; Ή μπορεί να έχετε πέσει θύμα, ερήμην σας, μιας ασυδοσίας που επικρατεί στο διαδίκτυο;
Ναι, μπορεί, δεν το αποκλείω και όλα συζητιούνται. Μπορεί και κάποιος να πει «Αμάν αυτός ο Μποσκοΐτης, όλα τα γράφει στο Facebook», εκεί όμως απαντάς «Και τι σε κόφτει; Το πολύ – πολύ μην τον διαβάζεις».
– Α, καλά, δεν καταλαβαίνω εγώ απ’ αυτά.
Θέλω να πω ότι με ένα σκρολάρισμα, αν κάτι σε χαλάει, δεν το παρακολουθείς, δεν το διαβάζεις. Δεν υπάρχει ασυδοσία όταν μπορείς να πεις «προσπέρνα κάτι». Βέβαια είναι και η νέα αίσθηση της κλειδαρότρυπας, που μπορεί ενώ δεν σε γουστάρουν, να σε παρακολουθούν.
– Είναι αυτό που συζητούσα τις προάλλες με έναν φίλο: Τα social media έγιναν πια το καινούργιο μαλλιοτράβηγμα στις γειτονιές.
Σωστό, ο νέος χώρος διενέξεων. Ωστόσο, επειδή με ρωτήσατε για πολιτική, εδώ υπάρχει ένα βαθύτερο κομμάτι. Όταν μπήκαμε στην κρίση το 2010-11, εγώ αποφάσισα να λέω ευθαρσώς τη γνώμη μου δημόσια. Όχι πως δεν ήμουν ανέκαθεν πολιτικό ον, προερχόμενος από δύο οικογένειες με βαθύ ιδεολογικό στίγμα, όπως σας είπα. Ακούω για ένα προσφυγόπουλο που πνίγεται, ας πούμε, και ανατριχιάζω. Άλλος λέει «Να μην ερχόταν», εγώ όμως λέω άλλο, τι να κάνουμε τώρα; Δεν μπορώ να ελέγξω την ανατριχίλα μου. Από παιδί ήμουν έτσι. Όπως ακριβώς το είχε πει σε μια εκπομπή η Γιώτα Νέγκα: «Ξέρω πως ο Μωραΐτης μπορεί να μου τηλεφωνήσει και να με ξεχέσει για κάτι, θα με πάρει όμως και ενθουσιασμένος για να μ’ επαινέσει σε άλλη περίπτωση. Άρα εγώ τη θέλω αυτή την ειλικρίνεια στη ζωή μου». Κι εγώ το ίδιο θέλω.
– Δύσκολο. Οι άνθρωποι είναι επιρρεπείς στην κολακεία. Έχουμε ζήσει να μας επαινούν μπροστά μας άνθρωποι και μόλις κάνουμε δυο βήματα, να σκάβουν τον λάκκο μας. Συμβαίνει, το γνωρίζουμε.
Εμένα αυτό μ’ έκανε να οχυρωθώ περισσότερο, διότι σε όποιον πήγαινα ήταν απ’ την καρδιά μου. Ποτέ δεν είπα σε κάποιον ότι τον συμπαθώ, ενώ δεν τον συμπαθούσα. Πίστευα πως και οι άλλοι λειτουργούν έτσι, αλλά, ρε γαμώτο, δεν υπάρχει αυτό στο μουσικό χώρο.
– Ο καλλιτεχνικός χώρος, όχι μόνο ο μουσικός, είναι ένας ακραία ανταγωνιστικός χώρος. Συνδυάζει ματαιοδοξία και οικονομική επιφάνεια.
Μα γι’ αυτό θέλω να εκτιμώ κάποιους ανθρώπους και να κρατώ τις αποστάσεις μου. Θα θαυμάσω κάτι άλλο που θα βγει, θα κοιτάξω να σε φτάσω στο πλαίσιο μιας ευγενούς άμιλλας, αλλά μέχρι εκεί.
– Μια και το λέμε, πείτε μου τραγούδια άλλων που έχετε ζηλέψει.
Το έχω ξαναπεί, αν δεν είχε γράψει η Μυρτώ Κοντοβά το “Τράβα σκανδάλη“, δεν θα είχα γράψει εγώ το “Ο άγγελος μου”. Έχω ζηλέψει τραγούδια της Βραχάλη, σαν τον “Βυθό” του Χατζηγιάννη. Τραγούδια του Γεράσιμου Ευαγγελάτου που όταν κάθονταν και χασκογελούσαν διάφοροι μαζί του, εγώ τους έλεγα «Παιδιά, είναι ο νέος στιχουργός, χαλαρώστε». Εννοώ πως όταν κάτι νέο βγαίνει, όση λάσπη κι αν του ρίξεις, αυτό θα ανθίσει άπαξ και αξίζει. Τον θεωρούσαν ακατανόητο τον Ευαγγελάτο, βαρύγδουπο, μόνο που, παιδιά, βγήκε ο νέος μεγάλος στιχουργός και φάτε τον και κάντε και μόκο. Έτσι είμαι εγώ, το καινούργιο που θα βγει, θα το προσέξω.
– Κοιτάξτε, ακόμη κι εγώ που πλέον έχω ρίξει νερό στο κρασί μου, στο παρελθόν κατακεραύνωσα τόσο τον Ευαγγελάτο, όσο και εσάς που έχω τώρα απέναντι μου. Κάποιοι που την είχαμε δει λίγο αντεργκράουντ -να το πω έτσι- δε βλέπαμε με καλό μάτι την υπερπροβολή ορισμένων παιδιών δίχως να έχουν ακόμη έργο πίσω τους. Εσάς, π.χ., σας χαρακτήρισα δημοσίως «άνισο στιχουργό», ορμώμενος όχι από τη γραφή σας, αλλά από τους ερμηνευτές σας. Έλεγα μα είναι δυνατόν τη μια να γράφει για τη Γαλάνη και την άλλη για τον Ρέμο; Καταλαβαίνετε…
Τα ξέρω αυτά, την πολεμήσατε και τη Μποφίλιου πολύ.
– Μόνο που τώρα που η Μποφίλιου έχει αποδεδειγμένα έργο, υποκλίνομαι και σ’ αυτήν και στο team της. Και για να το επεκτείνω λίγο, το θεωρώ υγιές να αλλάζεις γνώμη για κάποιον προς το καλύτερο. Σημαίνει ότι δούλεψε, όχι για ν’ αποδείξει κάτι, αλλά επειδή είναι καλλιτέχνης ορίτζιναλ και δε μπορεί να κάνει αλλιώς.
Δεν θα διαφωνήσω. Πέρα από το «άνισος», άκουσα και το εξής: «Γιατί γράφεις για όλους αυτούς τους εμπορικούς;» Να πω όμως και ότι δεν είναι πανάκεια το να κάνεις επιτυχία. Αυτή τη στιγμή ας πούμε κυβερνάει ο Μητσοτάκης, άρα η πλειοψηφία δεν είναι πανάκεια. Δεν σου δίνει άλλοθι το ότι σε ψήφισε η πλειοψηφία. Αντιστοίχως, όμως, όποιος γεμίζει μαγαζιά σήμερα, κάτι έχει, δεν μπορεί να γίνεται τυχαία. Ξέρετε τι μου είχε πει η Γαλάνη, που είναι σοφή; «Δεν υπάρχει ευκολότερος τρόπος απ’ το να μαζέψεις εκατό χιλιάδες κόσμου σ’ ένα λεπτό. Πας στο Σύνταγμα ολόγυμνος. Χιλιάδες θα τρέξουν να σε δουν»! Υπάρχουν και άλλοι που σαφώς γέμισαν χώρους, χωρίς να το αξίζουν, επειδή ήταν διάττοντες αστέρες. Εγώ προσπαθώ να προσαρμόζω το λόγο μου στο πρόσωπο, για το οποίο αποφάσισα ότι θέλω να γράψω. Κακά τα ψέματα, αλλιώς θα γράψεις για τη Γαλάνη, αλλιώς για την Πασπαλά και αλλιώς θα συνεργαστείς με τη Λένα Πλάτωνος.
– Θα χαρακτηρίζατε τον εαυτό σας στιχουργό – χαμαιλέοντα;
Φοβερή ερώτηση αυτή! Κάποτε είπα του Λευτέρη Παπαδόπουλου: «Εγώ είμαι χαμαιλέοντας στο τραγούδι». «Μην το ξαναπείς αυτό» με πρόγκηξε. «Εσύ, όπως κι εγώ, είμαστε οι δύο πιο ποικιλόμορφοι στιχουργοί του ελληνικού τραγουδιού». Μα κι ο ίδιος έγραφε για τον Βοσκόπουλο και ταυτόχρονα για τη Φαραντούρη. Μου άρεσε πολύ, όπως το έθεσε, και μην παρεξηγηθώ, δεν έχει να κάνει με αντιστοιχία μεγέθους. Πάνω απ’ όλα εμένα αυτός είναι ο εαυτός μου, και το ένα, και το άλλο. Ποτέ δεν αυτολογοκρίθηκα, πήγαινα με μεγάλη ευκολία απ’ τη Γαλάνη στον Ρέμο και απ’ την Πασπαλά στον Χατζηγιάννη, τι να κάνουμε τώρα; Όλα τα περιέχω!
– Μα δεν είναι μομφή να σε λένε στιχουργό – χαμαιλέοντα. Δείχνει αντανακλαστικά στους καιρούς και μια ευφυΐα οπωσδήποτε.
Το σώμα, ξέρετε, όσα χρώματα και ν’ αλλάξει, παραμένει το ίδιο. Το πιο κολακευτικό που μου έχουν πει είναι ότι ακούν ένα έντεχνο ή ένα εμπορικό και καταλαβαίνουν πως είναι δικό μου, υπάρχει άρα μία ταυτότητα. Δεν είναι κάποιος ο χαμαιλέοντας, λοιπόν, που παριστάνει πότε το ένα και πότε τ’ άλλο. Διαθέτει τη δική του ταυτότητα.
– Λόγου χάριν, όπου να΄ναι κυκλοφορεί ολόκληρος δίσκος σας με τη Λένα Πλάτωνος. Η Λένα, όπως όλοι ξέρουμε, είναι και μία καταπληκτική στιχουργός – ποιήτρια πέραν των συνθέσεων της. Ακούγοντας τα κοινά σας τραγούδια, πιστεύω πως την πλησιάσατε πάρα πολύ σαν στιχουργό.
Πολλά απ’ αυτά τα στιχουργήματα προϋπήρχαν όμως της γνωριμίας μου με τη Λένα. Είναι οι διάφορες πλευρές μου, που λέγαμε. Έγραψα ένα κομμάτι, θυμάμαι, που μου βγήκε σε μια πολύ συγκεκριμένη στιγμή και σκέφτηκα «Σιγά τώρα να μην το μελοποιήσει κανείς αυτό». Έρχεται όμως η Λένα Πλάτωνος και συνέβη κάτι περίεργο. Με τη Λένα γνωριστήκαμε όταν τη ζήτησε ο Λάκης Παπαδόπουλος να πει ένα δικό μας τραγούδι ως ερμηνεύτρια. Λίγο μετά μου τηλεφώνησε η Λένα: «Θέλω να σου κάνω δώρο ένα τραγούδι και να μου δώσεις στίχους σου». Εγώ θεωρώ ότι όλους αυτούς τους διεκδίκησα. Διεκδικούσα σαν τρελός από παιδί να συνυπάρξω κάπου κάποτε με τη Χαρούλα. Με τη Δήμητρα, το ίδιο. Με τη Λένα, όμως, που είναι πέρα απ’ τα επίγεια, πως θα γινόταν αυτό; Η Πλάτωνος είναι πέρα απ’ το πραγματικό των ονείρων που μπορείς να κάνεις και δε θα της πρότεινα να γράψω ποτέ γι’ αυτήν. Όχι γιατί γράφει κι η ίδια μοναδικά, αλλά γιατί είναι ένας άνθρωπος από άλλον πλανήτη που μας έκανε την τιμή και ήρθε στον δικό μας. Της έστειλα στίχους μου και μου απάντησε αμέσως το εξής: «Δεν θα κάνουμε μόνο ένα τραγούδι, αλλά ολόκληρο δίσκο, γιατί όσα διάβασα, μου άρεσαν πολύ». Καλεσμένοι μας που ανταποκρίθηκαν για να συμμετάσχουν στο εγχείρημα μας είναι η Γαλάνη, ο Βασιλικός, η Κανελλίδου, ο Δεληβοριάς, η Αλεξίου, ο Αλκίνοος και άλλοι σημαντικοί καλλιτέχνες. Με τη Λένα μου βγήκε ότι πιο βαθύ και απωθημένο είχα σαν στιχουργός. Μαγείρεψε το φαγητό η Λένα, μπήκε στην κουζίνα και όχι για την εμπορικότητα του πράγματος, αλλά για τη συμπαντική ισορροπία. Δεν διάλεξε τυχαία τον τίτλο “Εννέα στο φως” για το δίσκο μας. Μοιάζει με την επιστροφή σε μια προγενετήσια μνήμη και το μεγάλωμα από το μηδέν. Σκεφτείτε το, δεν είναι εννέα τραγούδια, είναι οι εννέα μήνες της κύησης. Το είδε αυτό η Λένα με τη μεταφυσική της διάσταση και υπόσταση.
– Με τη Νικολακοπούλου γνωρίζεστε;
Σαφώς, αν και δεν την ξέρω καλά. Ανήκει όμως μέσα στους τρεις μύθους μου: Νίκος Γκάτσος, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Λίνα Νικολακοπούλου.
– Πόσο σας απασχολεί η δημόσια εικόνα σας;
Δε θέλω να έχω δημόσια εικόνα. Βγήκα τώρα για τις συναυλίες σε δυο – τρεις εκπομπές και δεν μου άρεσε να με βλέπω στην τηλεόραση. Υπό αυτή την έννοια, κάνω το τελειότερο επάγγελμα. Θέλω τα τραγούδια μου να αγαπιούνται, εμένα όμως γίνεται να μη με ξέρουν; Αυτό θα ήθελα.
– Πάμε τώρα σ’ ένα άλλο. Κυκλοφόρησε η φήμη ότι γράφετε τους λόγους του Στέφανου Κασσελάκη. Ισχύει;
Καλά, αυτό είναι καταπληκτικό, με έχουν ξαναρωτήσει. Η απάντηση είναι όχι. Δεν κρύβομαι πίσω απ’ τους λόγους του Κασσελάκη, όπως και γενικώς δεν κρύβομαι.
– Και πώς κυκλοφόρησε η φήμη αυτή;
Επειδή μάλλον πήρα πολύ ισχυρή θέση υπέρ του. Είχαμε μιλήσει με τον Κασσελάκη πριν βάλει υποψηφιότητα και ακόμη μιλάμε. Άρχισε να καλλιεργείται μια μυθολογία. Βγήκε ο Βαγγέλης Περρής στον Λιάγκα και είπε «Έχω και πηγές»! Πιστεύετε ειλικρινά ότι θα είχα λόγο να το διαψεύσω όταν σας έχω απέναντι μου και μου το ρωτάτε; Ξέρετε πόσο θα μου άρεσε η διαιώνιση αυτής της μυθολογίας;
– Γιατί θα σας άρεσε;
Πλάκα έχει. Η πολιτική ουδέποτε με ενδιέφερε επαγγελματικά εκτός απ’ το να βγω και να πω την άποψη μου. Κι αν μου λέγανε έλα να σε βάλουμε στο Επικρατείας που θα βγεις σίγουρα, ξέρετε πόσο θα μαράζωνα αν έμπαινα στη Βουλή; Δε θέλω να γίνω βουλευτής, ούτε στέλεχος, θέλω να έχω την αυτονομία μου να λέω ό,τι θέλω. Στηρίζω τον Κασσελάκη και του τα χώνω, όπως έκανα το ίδιο και με τον Τσίπρα. Για μια τετραετία έλεγα να αλλάξουν τακτική, γιατί πάνε προς την καταστροφή. Κοιτάξτε, έχω υποστεί δολοφονία χαρακτήρα μέσα απ’ το ίδιο το Μαξίμου. Με εντολή στα κομματικά τρολ τους. Το μίσος που εισέπραξα από όσους έφυγαν από τον ΣΥΡΙΖΑ, όμως, δεν το ’χα ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου και έμεινα άναυδος. Υπάρχει ένας ευφυής τύπος στο twitter, αριστερός, πολέμιος του Μητσοτάκη, που τα έβαλε κάποια στιγμή με το ΚΚΕ για την αντίθεση του στα ομόφυλα ζευγάρια. Το μίσος, έλεγε, που εισέπραξε από το ΚΚΕ ξεπερνούσε κατά πολύ αυτό των ακροδεξιών και των ακροκεντρώων τρολ. Συμφωνώ απόλυτα μαζί του. Ο Εμφύλιος τελικά είναι ο χειρότερος πόλεμος.
– Δεν μπορώ ωστόσο να μη σας ρωτήσω και για την συνάδελφο Ευγενία Λουπάκη που τοποθετηθήκατε, ούτε λίγο – ούτε πολύ, υπέρ της απόλυσης της από το ραδιόφωνο Στο Κόκκινο.
Ναι, μόνο που ενώ αρχικά την κάλυψε ο διευθυντής του σταθμού, σε μία εβδομάδα την απέλυσε, επειδή ανέβασε μία φωτογραφία που ήταν εντελώς fake news. Αυτά είναι γελοιότητες και εμένα αυτά τα περίεργα τα κουτοπόνηρα δε μου αρέσουν. Είσαι σ’ ένα κομματικό ραδιόφωνο, έχε την αξιοπρέπεια να σηκωθείς να φύγεις. Δεν μπορείς να βρίζεις τον πρόεδρο του κόμματος, δεν είσαι καν στη δημόσια τηλεόραση, αλλά σ’ ένα συγκεκριμένο ραδιόφωνο που το πριμοδοτεί ένα συγκεκριμένο κόμμα. Στο όνομα ποιου πλουραλισμού τώρα βγαίνεις και βρίζεις τον πρόεδρο ενός κόμματος; Μιλάμε σοβαρά τώρα ή αστειευόμαστε; Πήγαινε στον ΣΚΑΪ, στον Real, ακόμη και στην ΕΡΤ, και λέγε τη γνώμη σου ελεύθερα. Ο ΣΥΡΙΖΑ που δεν είναι οικονομικά στα πάνω του, χρηματοδοτεί ένα ραδιόφωνο, που λέει ότι είναι κομματικό και γι’ αυτό βρίσκεται περίπου στο 3% από ακροαματικότητα. Ποτέ δεν είπα για απόλυση ωστόσο, το μόνο που έγραψα είναι «Μπράβο στο Κόκκινο, που έχει τη μεγαλοθυμία, ενώ δεν έχει μία, να πληρώνει μία δημοσιογράφο, η οποία όμως βρίζει το κόμμα». Ας έρθει ο οποιοσδήποτε που έχει στοιχεία ότι ζήτησα την απόλυση της Λουπάκη και να μου τα φέρει. Δεν χρειάζεται τελικά να λες τίποτα πια. Τα λένε όλα οι άλλοι. Σ’ αυτή την εποχή ζούμε δυστυχώς. Μέχρι πρότινος έπαιρναν μια δήλωση σου και σε ξέχεζαν από κάτω. Πλέον και να μην έχεις πει τίποτα, το κατασκευάζουν οι ίδιοι. Δε βλέπετε τα συνεχόμενα beef πρόσφατα με τον Νταλάρα; Πρέπει κάπως να γεμίσουν το χρόνο τους αυτές οι εκπομπές έτσι που τραβάνε σε διάρκεια. Δεν μπορούν να μιλήσουν για τα Τέμπη μην πειράξουν τον Μητσοτάκη, δεν μπορούν να μιλήσουν για την ακρίβεια μην πειράξουν πάλι τον Μητσοτάκη, βάλε και ότι ξεμπερδέψαμε με τα υπέρκομψα, άρα βρισκόμαστε στην εποχή των beef.
– Αυτό με τον Νταλάρα, όντως, αηδία το κατάντησαν οι ίδιοι που το ξεκίνησαν.
Ο Νταλάρας απλά έστρεψε τον καθρέφτη στο πρόσωπο τους και είδαν ποιοι είναι. Και OK, πες με τα παιδάκια των 600 ευρώ τα έβαλε; Δεν ήταν αυτό. Είδαν όλο το σύστημα μπροστά τους κι αυτό που τους βάζουν να κάνουν. Κάνουν συσκέψεις και τους λένε: «Θα πας και θα φέρεις το beef με τον Νταλάρα γιατί αλλιώς θα σου κόψω τα πόδια»!
– Παίζει τέτοιο πράγμα λέτε;
Φυσικά, πως πάνε τα παιδάκια, μόνα τους; «Μην τυχόν και μου ‘ρθεις πίσω χωρίς τη δήλωση του» τους λένε. Ο Νταλάρας τους έστρεψε τον καθρέφτη και τρόμαξε ολόκληρο το μηντιακό σύστημα, γιατί δεν θέλουν να δουν πως πάει το πράγμα. Αυτό που εγώ θα υιοθετούσα είναι η στάση Αλεξίου, όχι η στάση Νταλάρα. «Σας παρακαλώ πολύ» τους είπε απόλυτα τσαντισμένη και μετά έσκασε ένα χαμόγελο και είπε ένα απαλό «Σας ευχαριστώ»… Ο καθένας είναι ο εαυτός του, αλλά εγώ θα ήθελα εν προκειμένω να είμαι η Αλεξίου. Δυστυχώς, όμως, σαν στάση είμαι κι εγώ πιο κοντά στον Νταλάρα. Πάντως το τρομακτικό δεν είναι για μένα τα media, αλλά το ότι αυτά θέλει ο κόσμος να καταναλώνει. Έχει αλλάξει το θέμα. Δε δίνεις πια σκουπίδια κι ο άλλος τα καταναλώνει απλά, είναι το ότι σου λέει ξεκάθαρα «Δώσε μου σκουπίδια». Ο κόσμος δεν θέλει την Καρυστιανού, θέλει το beef του Νταλάρα με τη Σόνια Θεοδωρίδου. Πρόκειται για τον πλήρη εκμητσοτακισμό της κοινωνίας μας.
– Ποια θεωρείτε υψηλότερη των τεχνών;
Ασυζητητί το τραγούδι. Γράφεις κάτι που διαρκεί τρία λεπτά και το τραγουδάει όλος ο πλανήτης αν είναι αγγλόφωνο ή όλη η Ελλάδα αν είναι στη γλώσσα μας. Το θέατρο επίσης αφού είναι απ’ τις πιο ομαδικές τέχνες. Ναι μεν στον κινηματογράφο, ας πούμε, τον τελικό λόγο έχουν ο μοντέρ και ο σκηνοθέτης, στο θέατρο όμως πεθαίνεις αμέσως μετά το τέλος της παράστασης. Πεθαίνει δηλαδή η ίδια η παράσταση και δεν υπάρχει πουθενά μετά καταγεγραμμένη. Το θέατρο είναι η τέχνη που εμπεριέχει τον ίδιο της το θάνατο.
– Αν αυτή τη στιγμή έπαιρνα συνέντευξη από ένα…μέντιουμ και του ζητούσα μια πρόβλεψη για το μέλλον του ελληνικού τραγουδιού, τι θα μου έλεγε άραγε;
Δεν είμαι καλός σ’ αυτό, θα προτιμούσα να εκφράσω όχι πρόβλεψη, αλλά ελπίδα: Να βγουν καινούργιες φωνές.
– Λέτε ότι στερούμαστε φωνών; Η Ελλάδα έχει τεράστια παράδοση ειδικά στις γυναικείες φωνές.
Πέντε άνθρωποι έχουν μείνει, καθίστε και μετρήστε τους. Δεν μιλάω για τη γενιά των τεράστιων ερμηνευτών του 1970 που βγήκαν όλα μαζί τα θωρηκτά. Ο λαός αυτός πέρασε απ’ τον Καζαντζίδη στον Νταλάρα κι απ’ τη Βέμπο στη Μοσχολιού, ήμασταν δηλαδή καλομαθημένοι. Λες «ευκολάκι, θα έρθει η νέα Χαρούλα». Και δεν έρχεται! Έχουμε σημαντικότατους τραγουδιστές, σαφέστατα, αλλά σκεφτείτε πόσο περιορισμένη είναι πλέον η εμβέλεια τους. Αυτό το εύρος θα ήθελα εγώ για το ελληνικό τραγούδι. Να ξέρετε πως πολλοί ξένοι, μετανάστες, θα μπουν για τα καλά στο ελληνικό τραγούδι τα επόμενα χρόνια.
– Τελικά την κάνατε την πρόβλεψη.
Άνθρωποι που ξεριζώθηκαν και ήρθαν εδώ, έχουν πολλά έντονα βιώματα που εμείς τα χάσαμε μέσα σε μια ευζωΐα. Έχουν πόνο στις φωνές τους και τον εκφράζουν άνθρωποι που ήρθαν από το Πακιστάν ή από το Αφγανιστάν. Μαθαίνοντας τη γλώσσα, θα μάθουν να εκφράζουν ακόμη καλύτερα τον πόνο τους. Πώς γεννήθηκαν όλοι οι μεγάλοι τραγουδιστές μας; Μέσα από απέραντη φτώχεια, εξαιρουμένης ίσως της Γαλάνη που κατάγεται από μεγάλη αστική οικογένεια και που παρέμεινε μια τεράστια αστική τραγουδίστρια. Ο Νταλάρας και η Αλεξίου είναι οι δύο Παρθενώνες μας γιατί δε συμβιβάστηκαν με τη φτώχεια και την ανέχεια τους, έκατσαν και δούλεψαν την τέχνη τους, ρούφηξαν σαν σφουγγάρια τους προγενέστερους δασκάλους τους, ποιητές, μουσικούς και συνθέτες.
– Θα ζητήσω και μια πρόβλεψη σας για το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ ή μάλλον της κεντροαριστεράς στην Ελλάδα.
Καταρχάς εγώ δεν θέλω να έχω σχέση με κόμματα παρότι στήριξα πολύ τον ΣΥΡΙΖΑ. Στον Αλέξη Τσίπρα πίστεψα. Μήπως είχε καμία σχέση το παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ με το τέρας του Σημίτη που ακολούθησε; Όχι. Είχε καμία σχέση η δεξιά του Κώστα Καραμανλή, ο οποίος μπορεί να μην ήταν ταλαντούχος, αλλά ήταν μετριοπαθής, μ’ αυτή τη συμμορία του Μητσοτάκη σήμερα; Έχει καμία σχέση το ΚΚΕ των ανθρώπων που έχυσαν το αίμα τους με το ΚΚΕ που αρνείται τα ίσα δικαιώματα για όλους τους ανθρώπους; Οι ετικέτες λοιπόν δεν μου λένε τίποτα εμένα. Και τώρα στηρίζω τον Κασσελάκη, πολύ πιο επικριτικά όμως. Διότι ο Κασσελάκης δεν είναι πολιτικός, αλλά μπορεί να γίνει. Δεν μ’ ενδιαφέρει το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά το μέλλον της χώρας. Φοβάμαι πως έχει γίνει εκμητσοτακισμός της κοινωνίας πλέον, αυτό που σας προανάφερα. Η πλειοψηφία έδειξε ότι δεν την ενδιαφέρει αν ο πρωθυπουργός παρακολουθεί με υποκλοπές το μισό πολιτικό σύστημα. Δεν την νοιάζει αν είναι διεφθαρμένο πρόσωπο με εκατό ακίνητα και πως τα έφτιαξε. Και να σας πω και κάτι άλλο; Λες πως ο ΣΥΡΙΖΑ δε χρωστάει ούτε ένα ευρώ και σου απαντάει ο άλλος: «Μα καλά, τι μαλακισμένο κόμμα είναι αυτό που δεν χρωστάει ούτε ένα ευρώ;» Έχει γίνει η λαμογιά μέρος του Νεοέλληνα και όλοι θα ήθελαν να είναι ένας μικρός Μητσοτάκης. Αφού αυτό συνέβη στην κοινωνία, φανερώνει πως ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ πρότεινε ένα κυβερνητικό αφήγημα επί της ουσίας και αν δεν είναι συγκυριακό, αλλά μόνιμο, έχουμε υποστεί μία τεράστια αλλοτρίωση. Φοβάμαι έτσι πως ο κόσμος θα πάει ακόμη δεξιότερα του Μητσοτάκη, προς τον φασισμό δηλαδή. Δυστυχώς δεν είναι οργουελική σκέψη και για πρώτη φορά φοβάμαι τόσο έντονα. Οπότε τι να λέμε εμείς τώρα για το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ; Μπορεί να βρεθεί ένα αντίπαλο δέος απέναντι στον Μητσοτάκη;
– Ο Κασσελάκης θα το πετύχει αυτό, πιστεύετε;
Δεν το ξέρω, θέλει πολλή δουλειά απ’ τον ίδιο. Είναι πολύ νέος, μόλις 35 ετών και έλειπε 20 χρόνια απ’ αυτή τη χώρα. Θέλει πολλούς και πολύ σοβαρούς ανθρώπους για να τον πλαισιώσουν.
– Κύριε Μωραΐτη, μόλις μου δώσατε μία συνέντευξη – ποταμό και σας ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό.
Εγώ σας ευχαριστώ. Την περίμενα χρόνια ολόκληρα μία συνέντευξη μαζί σας και καλώς την περίμενα, όπως ήδη έχω καταλάβει.
Δεν ανήκα ποτέ στους φαν της στιχουργίας του Νίκου Μωραΐτη και στο παρελθόν είχαμε φτάσει έως και σε σύγκρουση για μία κριτική μου από τις σελίδες του περιοδικού «Δίφωνο». Το κακό με μένα και όχι με τον Μωραΐτη ήταν πως δεν λάμβανα υπόψιν τη δουλειά του την ίδια, δηλαδή το περιεχόμενο των στίχων του, όσο το «τσαλαβούτημα» του μέσα στα διαφορετικά είδη τραγουδιού με τους εκάστοτε εκφραστές του. Μιλάμε για λίγα χρόνια μετά το millennium, όταν τα στεγανά δεν είχαν ακόμη καταρριφθεί και μου φαινόταν παράξενο αν μη τι άλλο το πώς ένας στιχουργός γράφει με την ίδια ευκολία τη Δευτέρα για την Πρωτοψάλτη και την Τρίτη για τον Ρέμο, την Τετάρτη για την Πασπαλά και την Πέμπτη για τον Χατζηγιάννη κ.ο.κ. Τα τελευταία χρόνια, ωριμάζοντας κι εγώ, όπως όλοι οι άνθρωποι, έβαλα νερό στο κρασί μου και συνειδητοποίησα -ποτέ δεν είναι αργά- πως ένας δημιουργός που όλη η χώρα τραγουδά τα τραγούδια του, μόνο τυχαίος δεν μπορεί να’ ναι. Έτσι με χαρά εισέπραξα την είδηση πως το Δευτερότριτο 19 και 20 Φεβρουαρίου του 2024, θα διεξαχθούν δύο συναυλίες στο Christmas Theater -αφιέρωμα στο έργο του Νίκου Μωραΐτη με μια πληθώρα πρωτοκλασάτων τραγουδιστών: Γλυκερία, Γιώτα Νέγκα, Μίλτος Πασχαλίδης, Κώστας Μακεδόνας, Μαρία Παπαγεωργίου, Στάθης Δράκος, Ρένα Μόρφη, Μιχάλης Χατζηγιάννης, Αντώνης Ρέμος και, φυσικά, η Δήμητρα Γαλάνη, το «άλφα» της πορείας του, όπως ο ίδιος δήλωσε σ’ αυτή την συνέντευξη – Μπεν Χουρ για το Olafaq. «Καταρχάς χαίρομαι πολύ που κάνουμε αυτή τη συνέντευξη γιατί το είχα απωθημένο να ξαπλώσω κι εγώ στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή, παρόλο που τελικά καθόμαστε σε καρέκλες». Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια του Νίκου Μωραΐτη πριν το κινητό μου τηλέφωνο ξεκινήσει να καταγράφει τη συνομιλία μας. Έτσι, ο ίδιος μου έδωσε την καλύτερη πάσα για την εκκίνηση της κουβέντας μας…
– Τι είναι αυτό που κάνει έναν άνθρωπο 50 ετών να αποζητά την ψυχανάλυση;
Ξεκίνησα να κάνω ψυχοθεραπεία στα 45 μου, πριν πέντε χρόνια δηλαδή κι ακόμη πηγαίνω μια φορά το μήνα. Νιώθω ότι θα ήμουν ευτυχής αν το είχα κάνει πολύ νωρίτερα και με όποιον φτάσω να μιλάμε για τέτοια ζητήματα, καταλήγω στο ότι ήταν ευλογία για μένα. Περάσαμε τα χρόνια που η επίσκεψη στον ψυχολόγο ήταν ταμπού και κανονικά εγώ θα έπρεπε να έχω ξεκινήσει μετά το θάνατο του πατέρα μου στα 23 μου. Κάποια στιγμή ένιωσα πολύ μεγάλη δυσφορία σ’ ένα αεροπορικό ταξίδι από Παρίσι για Αθήνα, έχοντας περάσει καταπληκτικά. Έλεγα «Να προσγειωθούμε, Παναγία μου, και δεν θα ξαναμπώ ποτέ σε αεροπλάνο»! Εκεί είπα πως δεν μπορώ να κόψω από τον εαυτό μου τα ταξίδια, ένα πράγμα που λατρεύω. Ο Σπύρος Γραμμένος μου μίλησε για μια εξαιρετική ψυχολόγο και του ζήτησα κατευθείαν το τηλέφωνο της. Μέσα σε ενάμισι χρόνο ήμουν πια σε θέση να διαχειριστώ τα ταξίδια.
– Αυτό επηρέασε θετικά και την τέχνη σας;
Νομίζω πως όχι. Ο θάνατος του πατέρα μου επηρέασε την τέχνη μου, καθώς έφτασα σε κάποια βάθη που δεν θα έφτανα νωρίτερα. Μπορώ πάντως να ξεχωρίσω πολύ καλούς στιχουργούς που έχουν ζήσει την απώλεια έναντι επίσης πολύ καλών στιχουργών που δεν την έχουν ζήσει. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, για παράδειγμα, την έχει ζήσει την απώλεια. Η Λίνα Νικολακοπούλου, που δεν την ξέρω τη ζωή της, επίσης βλέπω να έχει ζήσει την απώλεια. Γενικά, πάντως, η ψυχοθεραπεία με έκανε να δω αλλιώς όλο το θέμα του τραγουδιού και να καταλάβω τον εαυτό μου μέσα σ’ αυτό. Όταν κάποια στιγμή η ψυχολόγος μου είπε ότι πρέπει να σταματήσουμε τις θεραπείες γιατί δεν υπήρχε πια ψυχοθεραπευτικό αίτημα, της εξήγησα πως δεν υπήρχε περίπτωση καθώς ήθελα να γνωρίσω τον ίδιο μου τον εαυτό. Μου απάντησε εκείνη πως θα το συζητούσε με την επόπτρια της. Κι έτσι συνεχίσαμε.
– Έχω μάθει πως κατάγεστε από μία δημοκρατική οικογένεια. Ισχύει;
Πέρα απ’ την πλευρά του πατέρα μου που ήταν όλοι αντάρτες μες τον Εμφύλιο με εξορίες και φυλακίσεις, συνειδητοποίησα με την ψυχοθεραπεία πως ένα κομμάτι του εαυτού μου έχει πολύ μεγάλη σχέση με τη λεγόμενη ιδεολογία. Απ’ την πλευρά της μάνας μου πάλι ξέρω πως είχαν εργοστάσιο και στενή επαφή με το κεμαλικό κράτος. Ζούσαν στο Ικόνιο, στα βάθη της Μικράς Ασίας, όταν το κράτος τους ζήτησε να αλλάξουν θρήσκευμα προκειμένου να μείνουν στα μέρη τους. Δεν αλλαξοπίστησαν και έφυγαν. Έτσι, η οικογένεια του πατέρα μου είχε σχέση με την Αριστερά, της μάνας μου όμως με την πίστη τους την ίδια. Και οι δύο οικογένειες ξεριζώθηκαν για τις ιδέες τους.
– Είστε μοναχοπαίδι;
Όχι, έχω και μια αδερφή κεραμίστρια, μικρότερη από μένα. Υπήρχε έντονο το καλλιτεχνικό στοιχείο απ’ την πλευρά της μάνας μου. Η μάνα μου πρέπει να είναι μια απ’ τις πρώτες διαφημίστριες που βγήκαν στην Ελλάδα όταν δεν ξέρανε καν τι ήταν διαφήμιση. Παράλληλα έκανε μικρογλυπτική και ασχολιόταν με την εσωτερική διακόσμηση. Ένας πολύ δυνατός άνθρωπος 79 ετών σήμερα.
– Η ενασχόληση με τη γραφή πότε ξεκίνησε για σας;
Εγώ δεν έγραφα τίποτα. Ούτε στίχους, ούτε ποιηματάκια, απλώς αγαπούσα πάρα πολύ το ελληνικό τραγούδι. Ήμουν ένα παιδί που οι θεοί μου ήταν ο Νταλάρας και η Αλεξίου, όταν για τα άλλα παιδιά ήταν η Madonna και ο Michael Jackson. Ο πατέρας μου συνέλεγε βινύλια και κάποια στιγμή πήγα στο σχολείο για μια εργασία το “Μεγάλο μας τσίρκο” του Καμπανέλλη και του Ξαρχάκου. «Δηλαδή εσύ κάθεσαι τώρα και τα ακούς αυτά στο σπίτι σου;» με ρώτησε μία συμμαθήτρια μου. «Όχι, όχι» απάντησα με συστολή, καθώς έπρεπε να το απαρνηθώ όσο γίνεται για να μπορέσω να ενταχθώ μέσα στις παρέες. Από την πρώτη γυμνασίου ξεκίνησε αυτό. Υπήρχε βέβαια και ένας που είχαμε κοινά ενδιαφέροντα, μια κοπέλα συγκεκριμένα, και κάναμε παρέα, υπήρξε ταύτιση. Κατάφερνα ωστόσο να υπάρχω μέσα στο σύστημα, αλλά νιώθοντας λίγο σαν τους πρωτοχριστιανούς που ζωγράφιζαν το ψαράκι στην άμμο. Η γραφή ξεκίνησε για μένα το 1994, στα 21 μου.
– Και όχι βέβαια με σκοπό να προκύψουν τραγούδια.
Τίποτα, ούτε θυμάμαι τη στιγμή. Μέσα σ’ ένα μήνα, πάντως, πρέπει να μου βγήκανε πενήντα – εκατό τραγούδια. Σαν να ξέσπασε κάτι που έβραζε μέσα μου, μη φανταστείτε όμως πως ήταν τραγούδια για να κυκλοφορούσαν.
– Επιρροές από άλλους στιχουργούς υπήρχαν; Το 1994 θυμίζω πως είχαν αρχίσει να εμφανίζονται πολλοί νέοι στιχουργοί και τραγουδοποιοί.
Όντως, είχαν εμφανιστεί ο Παρασκευάς Καρασούλος, ο Οδυσσέας Ιωάννου, αλλά και ο Μάνος Ελευθερίου εξακολουθούσε να είναι πολύ παραγωγικός. Εγώ δεν θυμάμαι να εντυπωσιάζομαι απ’ τη φανέρωση της ευχέρειας μου στον στίχο, ήταν κάτι όμως που ήθελα να εξελιχθεί και να βελτιωθεί. Στα μέσα του 1996 άρχισα να δείχνω στίχους μου σε κάποιους ανθρώπους και εισέπραττα το γνωστό: «Μπράβο, καλά είναι, συνέχισε το». Πίστευα τότε πως θα μπορούσα να ταιριάξω με τον Μιχάλη Νικολούδη, στον οποίο είχα δώσει πρωτόλειους στίχους μου.
– Η Δήμητρα Γαλάνη επίσης μου είχε πει πως πήγατε και τη βρήκατε στο «Χάραμα» την ίδια περίοδο.
Δεν τα θυμάται καλά (γέλιο). Της είχα τηλεφωνήσει για μια συνέντευξη στο περιοδικό «Μετρό» που αρθρογραφούσα. Της είχα πει να συνεχίσει να προβάλλει νέους ανθρώπους, διότι για μας που γράφουμε δεν υπάρχει βήμα συνήθως. Αμέσως τσίμπησε η Δήμητρα, αλλά κι εγώ της το είπα με την ελπίδα να τσιμπήσει. Μου ζήτησε να περάσω απ’ το σπίτι της και να της αφήσω ένα φάκελο με στίχους μου. Το έκανα, μου άνοιξε η ίδια την πόρτα, οπότε το να αφήσω απλά ένα φάκελο πήρε τη μορφή τετ α τετ επικοινωνίας. Της είχα πάει δέκα στιχουργήματα, τα οποία άρχισε να διαβάζει επί τόπου. Τελειώνει τη μια φορά και ξαναρχίζει. Μου λέει μετά: «Εγώ κάτι θα τα κάνω αυτά. Δεν ξέρω αν θα είναι για μένα ή για άλλο τραγουδιστή, αλλά κάτι θα τα κάνω». Μέσα απ’ τους στίχους αυτούς είναι και τα “Χάρτινα”, ίσως και κάνα άλλο κομμάτι του ίδιου δίσκου. Λίγο καιρό μετά μου τηλεφώνησε: «Γεια σου, Νίκο. Η Δήμητρα η Γαλάνη είμαι. Μπορώ να δώσω τους στίχους σου στον Τάκη Σούκα;» Φανταστείτε τώρα εμένα να το ακούω αυτό στα 23 μου. Προσπάθησα να είμαι κύριος απέναντι της… «Πώς, βεβαίως μπορείτε» κ.λπ. «Πέρνα το βράδυ απ’ το σπίτι να σου βάλω μια μελωδία που έχω» μου ζήτησε αμέσως μετά. Κλείνω το τηλέφωνο -δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό- κι αρχίζω να ουρλιάζω μέσα σ’ όλο το σπίτι! Αρχίζω να ανεβαίνω στους καναπέδες σαν τον Γιώργο Κωνσταντίνου – κόκορα στο “Ξύπνα Βασίλη”! Γινόταν κάτι που το ήθελα όσο τίποτα άλλο στη ζωή μου. Τελικά η Δήμητρα μου εξέθεσε τα σχέδια της για ένα δίσκο λαϊκό με παραδοσιακά στοιχεία. Έχοντας βρει και μια μελωδία απ’ το Τουρκμενιστάν, με ρώτησε αν έχω γράψει ποτέ πάνω σε υπάρχουσα μελωδία. Δεν είχα καμία εμπειρία. Μου έδωσε σε ένα CD μια μελωδία των Askhabad κι όταν μπήκα για μπάνιο στο σπίτι μου αυτόματα μου βγήκαν όλοι οι στίχοι. Της τους έστειλα με ένα fax κι εκεί ήταν που ενθουσιάστηκε η Δήμητρα. Θυμάμαι τα λόγια της: «Νίκο, ξέρεις πόσοι λίγοι μπορούν να γράψουν καλά πάνω σε μελωδία;» Έτσι κάναμε ένα δίσκο του οποίου τα περισσότερα κομμάτια ήταν σε δικούς μου στίχους.
– Στην ουσία, λοιπόν, με “Τα Χάρτινα” της Γαλάνη συστήνεστε στη δισκογραφία.
Ακριβώς, το 1997. Ήταν η αίσια κατάληξη ενός πράγματος, που μ’ αυτό κοιμόμουν και μ’ αυτό ξύπναγα. Ήμουν ρεαλιστής παράλληλα. Ολοκλήρωσα τις σπουδές μου και μεταπτυχιακό έκανα, και στο «Μετρό» έγραφα, και στον «Μελωδία» ήμουν. Άλλο πράγμα ήταν η δουλειά δηλαδή. Θα μπορούσα να ήμουν ένας δημοσιογράφος ή κάτι άλλο που κάποια στιγμή θα έκανε απλά ένα δίσκο. Δεν μπορείς να λες ότι μ’ ένα δίσκο γίνεσαι στιχουργός. Εγώ, όχι από τα “Χάρτινα” και μετά, αλλά από τον “Άγγελο μου” και το “Σβήσε το φεγγάρι“, ήθελα να αναγράφεται η ιδιότητα του στιχουργού δίπλα στο όνομα μου. Μετά δηλαδή τις συνεργασία μου με τον Στέφανο Κορκολή και τις φωνές της Πρωτοψάλτη και του Μητροπάνου, αλλά και με τον Μιχάλη Χατζηγιάννη, είπα ότι εδώ είμαι, αυτό είναι! Μετά από εφτά χρόνια προσπαθειών που απέδωσαν καρπούς, θεώρησα ότι έπρεπε να σταματήσει η ενασχόληση μου με τη μουσική δημοσιογραφία. Έτσι μπήκα σε μια άλλη διαδρομή, κρατώντας απλώς μερικές συνεντεύξεις για το «Elle». Με τον Κορκολή ήταν ασύλληπτη η επιτυχία αμέσως με το κομμάτι “Ο άγγελος μου”. Να το παίζουν οι δυο τους με την Πρωτοψάλτη στο «Vox» και ενώ δεν είχε ακόμη κυκλοφορήσει καλά – καλά, να πέφτει ο χώρος απ’ το χειροκρότημα. Ε, μετά ήρθε ο Στέφανος και μου είπε «Θα κάνουμε τώρα Μητροπάνο, μισά τραγούδια εσύ, μισά η Ρεβέκκα Ρούση». Το “Σβήσε το φεγγάρι” έγινε η επόμενη μεγάλη επιτυχία σε μουσική του Στέφανου. Ακολούθησε ο Χατζηγιάννης, ο οποίος ήταν στο πικ του και είχε μεγάλη πορεία με την Ελεάνα Βραχάλη. Τον έχω στην καρδιά μου τον Μιχάλη και τον θεωρώ το τελευταίο μεγάλο μουσικό φαινόμενο που μας συνέβη με τέτοια ένταση. Είκοσι χρονών παιδί έπρεπε να ζήσει όλο αυτό που έζησε. Ο Νταλάρας, π.χ., μπορεί να ήταν για δυο χρονιές, μετά θα τον ξεπέρναγε η Χαρούλα και μετά ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και μετά πάλι ο Γιώργος μπροστά. Μετά μπορεί να τους ξεπέρναγε ο Πάριος με τα “Νησιώτικα” πριν ξαναβγεί μπροστά η Χαρούλα και μετά ο Γιώργος κ.ο.κ. Υπήρχαν εναλλαγές στα μεγάλα “θηρία”. Απ’ το 2000, όμως, μέχρι το 2010 ο Μιχάλης Χατζηγιάννης ήταν σταθερά το Νο 1. Είναι απίστευτο αυτό που έζησε ο Μιχάλης και θα μπορούσε να τον απορυθμίσει σαν άνθρωπο. Το ότι παραμένει στα 45 του ένα παιδί με τα μυαλά στο κεφάλι του, για μένα είναι πολύ μεγάλο κέρδος. Μετά ακολούθησε η Ελευθερία Αρβανιτάκη και με έπιασε ο παραγωγός της, ο Γιώργος Κυβέλος: «Μη νομίζεις ότι ξεμπέρδεψες με την Ελευθερία! Σε θέλω στον Αντώνη Ρέμο, που πρέπει να περάσει σ’ έναν άλλο λόγο». Αρχικά δεν ενθουσιάστηκα, γιατί ήθελα να μείνω στην ποπ περιοχή, αλλά ο Ρέμος ανέκαθεν μ’ άρεσε σαν φωνή. Θέριζε όσες φορές τον είχα δει επί σκηνής. Μπορεί να περνάει πολλά παλιά τραγούδια, αλλά κρατάει ολόκληρο πρόγραμμα με τα δικά του κομμάτια, δεν είναι δηλαδή αστεία περίπτωση εδώ και 25 χρόνια. Με τον Κορκολή γράψαμε το “Εκατό φορές κομμάτια” κι από το 2008 μέχρι σήμερα διαρκεί μια ασταμάτητη συνεργασία με τον Αντώνη.
– Πως σας αντιμετώπισαν οι άλλοι οι καθιερωμένοι στιχουργοί με την τόση άμεση επιτυχία σας;
Εφτά χρόνια φαγούρα…
– Τι θα πει αυτό;
Απ’ τα “Χάρτινα” μέχρι τον “Άγγελο μου”. Προσπαθούσα για εφτά χρόνια ν’ αποδείξω ότι δεν είμαι ελέφαντας. Η μόνη εξαίρεση ήταν ο Λευτέρης Παπαδόπουλος που μου τηλεφώνησε για να μου αφιερώσει εκπομπή στην τηλεόραση. «Είμαι ο πρόεδρος» μου είπε όταν απάντησα στο τηλέφωνο. «Θα σου κάνω αφιέρωμα»! «Μα, πρόεδρε» απάντησα, «έχω βγάλει μόνο δέκα τραγούδια». «Δεν με νοιάζει, ρε μαλάκα» συνέχισε αυτός, «και θα μου φέρεις και άλλα δέκα ανέκδοτα να διαβάσω εγώ στον κόσμο». Άναυδος εγώ! Μετά με έκανε αρχισυντάκτη του, αλλά και συμπαρουσιαστή σε μια άλλη εκπομπή του. Κάποια στιγμή που με είχε στενοχωρήσει μια κριτική, μου είπε τη μεγάλη ατάκα: «Δεν έχεις καταλάβει… Ξέρεις εγώ τι πέρασα, ρε μαλάκα;» Προφανώς είχε περάσει κι αυτός δυσκολίες, τις οποίες δεν γνωρίζουμε, γιατί έχουν περάσει πολλά χρόνια.
– Είναι πολύ γενναιόδωρος άνθρωπος ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. Ξέρω πως είχε αγκαλιάσει το ίδιο και τη συνάδελφο σας, τη στιχουργό Ελένη Φωτάκη.
Πάρα πολύ! Να μια άλλη καλή περίπτωση που εμπεριέχει την απώλεια στον στίχο της.
– Όπως και η αείμνηστη Στέλλα Βλαχογιάννη.
Επίσης, συμφωνώ! Πολύ σωστό! Εκτός, λοιπόν, απ’ τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, ουδείς άλλος με στήριξε τόσο πολύ. Όταν έγινα αρχισυντάκτης του Παπαδόπουλου, μου ζήτησε να του προτείνω τρεις νέους καλούς στιχουργούς για να τους έκανε αφιέρωμα. Του πρότεινα τον Ισαάκ Σούση, τον Παρασκευά Καρασούλο και τον Οδυσσέα Ιωάννου και τελικά τους έκανε αφιερώματα. Έχω να τον δω καιρό τον Λευτέρη, απ’ την πανδημία και μετά, αλλά μιλάμε ακόμα στα τηλέφωνα. Θυμάμαι μια ακόμη φράση του: «Στους 100, οι 99 θα σε βρίζουν και μόνο ένας θα σε υπερασπίζεται. Εγώ ειμ’ αυτός ο ένας! Δε σου φτάνω, ρε μαλάκα;» Το βασικό πρόβλημα πολλών άλλων μαζί μου ήταν αυτό το γνωστό: «Τι ειν’ αυτός τώρα που μας τον φορέσανε;» Το ίδιο δεν γίνεται με καθετί καινούργιο; Κι εσείς δεν το ακούτε; «Είσαι δημοσιογράφος, γιατί γράφεις θεατρικά, γιατί κάνεις ντοκιμαντέρ;» λες και απαγορεύεται να είσαι πολυσχιδής. Γιατί εγώ να επέλεγα τι θέλω να είμαι, όταν με έβγαζε η Γαλάνη στα 23 μου, εκεί που οι άλλοι το επέλεγαν στα 40 τους; Ένιωσα μια μεγάλη πίεση από το χώρο.
– Απ’ την άλλη, η μουσική αρθρογραφία θα σας βοήθησε να προσεγγίσετε καλλιτέχνες που εκτιμούσατε.
Ναι, ισχύει, αλλά όταν σε προτείνει η Γαλάνη, οι άλλοι έρχονται σε σένα, δεν πας εσύ στους άλλους. Είχα όμως και μια περηφάνια. Δεν θα πήγαινα ποτέ στην Αρβανιτάκη να της πάρω συνέντευξη και να της δώσω στίχους μου.
– Αν σας το ζητούσε η ίδια, όμως;
Πολύ ευχαρίστως! Όταν όμως η Αρβανιτάκη σου δίνει συνέντευξη, ξέρει και ότι γράφεις, άρα άμα ήθελε, θα σου το’ λεγε. Η αξιοπρέπεια είναι πάνω απ’ όλα για μένα. Να, η πρώτη αντίδραση μου στο κάλεσμα του Μιχάλη Κουμπιού γι’ αυτές τις δύο συναυλίες στο Christmas Theater ήταν «Πωω, ρε φίλε, τι πάθαμε τώρα»… Από τη συζήτηση με τον Κουμπιό, εγώ άλλαξα στάση. Μου είπε: «ΟΚ, να γίνουν οι συναυλίες όταν θα’σαι σε μεγαλύτερη ηλικία. Έχεις υπογράψει κάνα συμβόλαιο, ξέρεις πόσο θα ζήσεις; Θα τραγουδάνε τότε οι φωνές που αγαπάς; Και στην τελική, δε μας γαμάς κι εσύ κι οι ενοχές σου;» (γέλια) Το μόνο που του είπα ήταν ότι εγώ δε θα καλέσω κανέναν καλλιτέχνη για να μη νιώσει ηθικό εκβιασμό. Αμέσως είπε ναι η Γαλάνη, που δε θα μπορούσε να λείπει το άλφα από τη δική μου πορεία. Η μεγάλη μου χαρά είναι που δέχτηκαν όλοι οι τραγουδιστές.
– Υπάρχουν και μερικοί, με τους οποίους δεν έχετε συνεργαστεί στο παρελθόν.
Ήθελα να πάμε και σε μερικούς καλλιτέχνες, που ακούω τα τραγούδια μου με τις φωνές τους, αλλά πράγματι δεν είχαμε συνεργαστεί. Ο πρώτος ήταν ο Μίλτος Πασχαλίδης, απ’ τον οποίο ήθελα ν’ ακούσω το “Σβήσε το φεγγάρι” παρόλο που το έχουν τραγουδήσει θεσπέσια και ο Ρέμος και η Νέγκα και ο Μακεδόνας. Ο Μίλτος το δέχτηκε κι όταν του είπα ότι μπορεί να το πει και να φύγει μετά, για να μη δεσμεύεται, μου απάντησε: «Ρε συ, ερχόμαστε για να κάνουμε κάτι με την καρδιά μας, όχι για να το πούμε και να φύγουμε». Αυτή ήταν η μεγαλύτερη χαρά μου, μεγαλύτερη ακόμη κι από τις δύο βραδιές, η αγάπη και η στήριξη των τραγουδιστών. Η Ρένα Μόρφη, επίσης, επειδή είχα ενστάσεις για τα γυναικεία τραγούδια, ως προς το κάστινγκ εννοώ, με έπιασε και μου είπε: «Μην έχεις κανένα θέμα, εδώ ο Τσιτσάνης έβγαζε ένα τραγούδι με τη Νίνου και ένα μήνα αργότερα το ίδιο τραγούδι με τη Μπέλλου». Η Μαρία Παπαγεωργίου ακόμη, που ήξερα ότι λέει την “Ακρογιαλιά” στα live της, ήταν επιθυμία δική μου να τραγουδήσει. Όλοι ανταποκρίθηκαν απλά και κανονικά και τώρα πια δεν σκέφτομαι πως θα περάσουν αυτές οι δύο συναυλίες.
– Έχω την αίσθηση μ’ όλα αυτά που μου λέτε πως απολαμβάνετε τη σχέση σας με τους εκάστοτε τραγουδιστές σας περισσότερο από το να κάτσετε σαν ένας οποιοσδήποτε άλλος στιχουργός που θα γράψει κάτι για μια συγκεκριμένη φωνή.
Θα σας πω ότι έγραφα για τη Χαρούλα ένα δίσκο χωρίς να το ξέρει και με τον Στάθη Δράκο έναν άλλο δίσκο για τη Δήμητρα, επίσης χωρίς να το ξέρει. Δεν πίστεψα ποτέ στα ονόματα ή στα μαγειρέματα των εταιρειών να “παντρέψουν” αυτόν με εκείνον επειδή έγινε μία επιτυχία. Πιστεύουν πως θα πέσει κάτω όλη η Ελλάδα και δεν πέφτει ποτέ! Θυμάμαι έναν παραγωγό που όταν είχε τραγουδήσει η Ελευθερία το “Μην ορκίζεσαι“, γύρισε και μου είπε «Τι τη βάλατε τώρα να τραγουδάει τη γυναίκα;» και το κομμάτι αυτό έγινε η Νο 1 επιτυχία της χρονιάς στα ραδιόφωνα. Το ίδιο μεγαλοστέλεχος δισκογραφικής, με ξανάπιασε την επόμενη χρονιά και μου είπε: «Βρε παιδί μου, ένα ‘’Μην ορκίζεσαι’’ μπορείς να γράψεις;» Δεν τους ένοιαζε ένα καλό τραγούδι, αλλά η συνταγή.
– Που θα φέρει το χρήμα…
Δεν το φέρνει, όμως. Μα, κάνουν εκατό χρόνια αυτή τη δουλειά, δεν έχουν καταλάβει ότι δεν το φέρνει;
– Έλα ντε, σωστό!
Πάντα πρέπει να πας αλλού μετά.
– Το έχουμε δει να γίνεται με λατρεμένους καλλιτέχνες. Η Αλεξίου έκανε το “Δι’ ευχών” και μετά έκανε το “Έι”.
Που δεν “πήγε”…
– Η επανάληψη δεν κάνει καλό.
Πρέπει να φεύγεις απ’ τις συνταγές.
– Αν σας ρωτούσα με πόσους συνθέτες έχετε συνεργαστεί αριθμητικά;
Δεν ξέρω…ούτε και με πόσους τραγουδιστές ξέρω.
– Έχετε χάσει τη μπάλα δηλαδή.
Δεν τα έχω υπολογίσει. Κάποια στιγμή τα τραγούδια σε στίχους μου είχαν φτάσει τα 500 και τώρα πια δεν ξέρω πόσα είναι ακριβώς. Ίσως λίγα παραπάνω.
– Κερδίσατε και χρήματα απ’ τη στιχουργική, να φανταστώ.
Το 2005 με 2010 έφευγε απ’ την κορυφή ο Χατζηγιάννης μόνο όταν έβγαινε το νέο τραγούδι μας. Δηλαδή έφευγε το ένα και ερχόταν το άλλο. Άρα ήταν λογικό να έρθουν πολλά χρήματα. Μετά τον Χατζηγιάννη, από το 2010 και μετά ήταν η δεκαετία του Ρέμου, όπου πάλι εγώ ήμουν ένα μεγάλο μέρος του ρεπερτορίου του. Πολλοί μου λένε πως αν ήμουν στο εξωτερικό και είχα γράψει το “Χέρια ψηλά” μόνο, θα ζούσαν μέχρι και τα δισέγγονα μου. Μετά, όμως, ήρθε η απόλυτη καταστροφή με το σκάνδαλο της ΑΕΠΙ. Ευτυχώς που είχα τον «Μέντα» και ζούσα την οικογένεια μου. Για χρόνια έζησα απ’ αυτό και τώρα αρχίζει κάπως να εξομαλύνεται η κατάσταση. Να σας πω κι ένα άλλο; Όταν έρχονται χρήματα στα χέρια σου, κάνεις και κάποια ανοίγματα. Λες ότι θα στείλεις το παιδί σου σ’ αυτό το σχολείο και μετά δεν είναι εύκολο να του εξηγήσεις «δεν μας παίρνει οικονομικά να το συνεχίσουμε». Στην κρίση, επομένως, μπορεί να μην πιεστήκαμε, αλλά ήθελε τελείως άλλη διαχείριση. Όπως πριν, μου έρχονταν χρήματα, όπως θα έρχονταν σε κάθε άλλη επιτυχημένη δουλειά. Δεν είναι ότι έχτισες μια βίλα εδώ και μια βίλα εκεί και παραπέρα. Δεν μπορώ να παραπονεθώ, ξέρετε γιατί; Ήμουν ο τελευταίος που πρόλαβε σε ακμή όλους τους μεγάλους τραγουδιστές. Είναι τελευταία η γενιά της Χαρούλας, του Νταλάρα, της Γαλάνη, της Αρβανιτάκη. Δεν είναι ότι τους έδωσα τραγούδια για να εμπλουτίσω το βιογραφικό μου. Τους έδωσα τραγούδια που αγάπησε ο κόσμος.
– Και που ανανέωσε το ρεπερτόριο τους, δεν είναι κακό να το λέμε.
Εντάξει, θα μπορούσαν να το είχαν κάνει και χωρίς εμένα. Το ήθελα, όμως, πάρα πολύ. Άξιζε που έκανα στη Χαρούλα τον τελευταίο της δίσκο, όχι ως στιχουργός της, όσο ως ένας άνθρωπος που την αγαπάει ίσως περισσότερο απ’ τον καθένα.
– Μιλάτε τακτικά;
Όχι, δεν υπάρχει το τακτικά με μένα. Ξέρουν ότι τους αγαπάω αυτούς τους ανθρώπους, αλλά δεν έχω φιλίες. Ίσα – ίσα που έχω ένα δέος απέναντι τους, δε μπορώ να δω τη Δήμητρα ή τον Νταλάρα, που γράφουμε τώρα στο στούντιο με τον Μερτζάνο, και να παίζουμε σφαλιάρες. Οι φωνές όλων αυτών με οδήγησαν στην πορεία μου. Μπορεί ακόμη να γράφω και να σκέφτομαι τη Χαρούλα, που δεν τραγουδάει πια, ή τον Μητροπάνο, που δεν είναι εν ζωή. Εγώ, όμως, έτσι εμπνέομαι.
– Είστε ένας άνθρωπος πολιτικοποιημένος που δεν διστάζει να εκφέρει γνώμη μέσα από τα social media. Ποια είναι η ανάγκη που σας ωθεί να το κάνετε; Επειδή μπορεί, πολύ απλά, να είστε έτσι σαν άνθρωπος; Ή μπορεί να έχετε πέσει θύμα, ερήμην σας, μιας ασυδοσίας που επικρατεί στο διαδίκτυο;
Ναι, μπορεί, δεν το αποκλείω και όλα συζητιούνται. Μπορεί και κάποιος να πει «Αμάν αυτός ο Μποσκοΐτης, όλα τα γράφει στο Facebook», εκεί όμως απαντάς «Και τι σε κόφτει; Το πολύ – πολύ μην τον διαβάζεις».
– Α, καλά, δεν καταλαβαίνω εγώ απ’ αυτά.
Θέλω να πω ότι με ένα σκρολάρισμα, αν κάτι σε χαλάει, δεν το παρακολουθείς, δεν το διαβάζεις. Δεν υπάρχει ασυδοσία όταν μπορείς να πεις «προσπέρνα κάτι». Βέβαια είναι και η νέα αίσθηση της κλειδαρότρυπας, που μπορεί ενώ δεν σε γουστάρουν, να σε παρακολουθούν.
– Είναι αυτό που συζητούσα τις προάλλες με έναν φίλο: Τα social media έγιναν πια το καινούργιο μαλλιοτράβηγμα στις γειτονιές.
Σωστό, ο νέος χώρος διενέξεων. Ωστόσο, επειδή με ρωτήσατε για πολιτική, εδώ υπάρχει ένα βαθύτερο κομμάτι. Όταν μπήκαμε στην κρίση το 2010-11, εγώ αποφάσισα να λέω ευθαρσώς τη γνώμη μου δημόσια. Όχι πως δεν ήμουν ανέκαθεν πολιτικό ον, προερχόμενος από δύο οικογένειες με βαθύ ιδεολογικό στίγμα, όπως σας είπα. Ακούω για ένα προσφυγόπουλο που πνίγεται, ας πούμε, και ανατριχιάζω. Άλλος λέει «Να μην ερχόταν», εγώ όμως λέω άλλο, τι να κάνουμε τώρα; Δεν μπορώ να ελέγξω την ανατριχίλα μου. Από παιδί ήμουν έτσι. Όπως ακριβώς το είχε πει σε μια εκπομπή η Γιώτα Νέγκα: «Ξέρω πως ο Μωραΐτης μπορεί να μου τηλεφωνήσει και να με ξεχέσει για κάτι, θα με πάρει όμως και ενθουσιασμένος για να μ’ επαινέσει σε άλλη περίπτωση. Άρα εγώ τη θέλω αυτή την ειλικρίνεια στη ζωή μου». Κι εγώ το ίδιο θέλω.
– Δύσκολο. Οι άνθρωποι είναι επιρρεπείς στην κολακεία. Έχουμε ζήσει να μας επαινούν μπροστά μας άνθρωποι και μόλις κάνουμε δυο βήματα, να σκάβουν τον λάκκο μας. Συμβαίνει, το γνωρίζουμε.
Εμένα αυτό μ’ έκανε να οχυρωθώ περισσότερο, διότι σε όποιον πήγαινα ήταν απ’ την καρδιά μου. Ποτέ δεν είπα σε κάποιον ότι τον συμπαθώ, ενώ δεν τον συμπαθούσα. Πίστευα πως και οι άλλοι λειτουργούν έτσι, αλλά, ρε γαμώτο, δεν υπάρχει αυτό στο μουσικό χώρο.
– Ο καλλιτεχνικός χώρος, όχι μόνο ο μουσικός, είναι ένας ακραία ανταγωνιστικός χώρος. Συνδυάζει ματαιοδοξία και οικονομική επιφάνεια.
Μα γι’ αυτό θέλω να εκτιμώ κάποιους ανθρώπους και να κρατώ τις αποστάσεις μου. Θα θαυμάσω κάτι άλλο που θα βγει, θα κοιτάξω να σε φτάσω στο πλαίσιο μιας ευγενούς άμιλλας, αλλά μέχρι εκεί.
– Μια και το λέμε, πείτε μου τραγούδια άλλων που έχετε ζηλέψει.
Το έχω ξαναπεί, αν δεν είχε γράψει η Μυρτώ Κοντοβά το “Τράβα σκανδάλη“, δεν θα είχα γράψει εγώ το “Ο άγγελος μου”. Έχω ζηλέψει τραγούδια της Βραχάλη, σαν τον “Βυθό” του Χατζηγιάννη. Τραγούδια του Γεράσιμου Ευαγγελάτου που όταν κάθονταν και χασκογελούσαν διάφοροι μαζί του, εγώ τους έλεγα «Παιδιά, είναι ο νέος στιχουργός, χαλαρώστε». Εννοώ πως όταν κάτι νέο βγαίνει, όση λάσπη κι αν του ρίξεις, αυτό θα ανθίσει άπαξ και αξίζει. Τον θεωρούσαν ακατανόητο τον Ευαγγελάτο, βαρύγδουπο, μόνο που, παιδιά, βγήκε ο νέος μεγάλος στιχουργός και φάτε τον και κάντε και μόκο. Έτσι είμαι εγώ, το καινούργιο που θα βγει, θα το προσέξω.
– Κοιτάξτε, ακόμη κι εγώ που πλέον έχω ρίξει νερό στο κρασί μου, στο παρελθόν κατακεραύνωσα τόσο τον Ευαγγελάτο, όσο και εσάς που έχω τώρα απέναντι μου. Κάποιοι που την είχαμε δει λίγο αντεργκράουντ -να το πω έτσι- δε βλέπαμε με καλό μάτι την υπερπροβολή ορισμένων παιδιών δίχως να έχουν ακόμη έργο πίσω τους. Εσάς, π.χ., σας χαρακτήρισα δημοσίως «άνισο στιχουργό», ορμώμενος όχι από τη γραφή σας, αλλά από τους ερμηνευτές σας. Έλεγα μα είναι δυνατόν τη μια να γράφει για τη Γαλάνη και την άλλη για τον Ρέμο; Καταλαβαίνετε…
Τα ξέρω αυτά, την πολεμήσατε και τη Μποφίλιου πολύ.
– Μόνο που τώρα που η Μποφίλιου έχει αποδεδειγμένα έργο, υποκλίνομαι και σ’ αυτήν και στο team της. Και για να το επεκτείνω λίγο, το θεωρώ υγιές να αλλάζεις γνώμη για κάποιον προς το καλύτερο. Σημαίνει ότι δούλεψε, όχι για ν’ αποδείξει κάτι, αλλά επειδή είναι καλλιτέχνης ορίτζιναλ και δε μπορεί να κάνει αλλιώς.
Δεν θα διαφωνήσω. Πέρα από το «άνισος», άκουσα και το εξής: «Γιατί γράφεις για όλους αυτούς τους εμπορικούς;» Να πω όμως και ότι δεν είναι πανάκεια το να κάνεις επιτυχία. Αυτή τη στιγμή ας πούμε κυβερνάει ο Μητσοτάκης, άρα η πλειοψηφία δεν είναι πανάκεια. Δεν σου δίνει άλλοθι το ότι σε ψήφισε η πλειοψηφία. Αντιστοίχως, όμως, όποιος γεμίζει μαγαζιά σήμερα, κάτι έχει, δεν μπορεί να γίνεται τυχαία. Ξέρετε τι μου είχε πει η Γαλάνη, που είναι σοφή; «Δεν υπάρχει ευκολότερος τρόπος απ’ το να μαζέψεις εκατό χιλιάδες κόσμου σ’ ένα λεπτό. Πας στο Σύνταγμα ολόγυμνος. Χιλιάδες θα τρέξουν να σε δουν»! Υπάρχουν και άλλοι που σαφώς γέμισαν χώρους, χωρίς να το αξίζουν, επειδή ήταν διάττοντες αστέρες. Εγώ προσπαθώ να προσαρμόζω το λόγο μου στο πρόσωπο, για το οποίο αποφάσισα ότι θέλω να γράψω. Κακά τα ψέματα, αλλιώς θα γράψεις για τη Γαλάνη, αλλιώς για την Πασπαλά και αλλιώς θα συνεργαστείς με τη Λένα Πλάτωνος.
– Θα χαρακτηρίζατε τον εαυτό σας στιχουργό – χαμαιλέοντα;
Φοβερή ερώτηση αυτή! Κάποτε είπα του Λευτέρη Παπαδόπουλου: «Εγώ είμαι χαμαιλέοντας στο τραγούδι». «Μην το ξαναπείς αυτό» με πρόγκηξε. «Εσύ, όπως κι εγώ, είμαστε οι δύο πιο ποικιλόμορφοι στιχουργοί του ελληνικού τραγουδιού». Μα κι ο ίδιος έγραφε για τον Βοσκόπουλο και ταυτόχρονα για τη Φαραντούρη. Μου άρεσε πολύ, όπως το έθεσε, και μην παρεξηγηθώ, δεν έχει να κάνει με αντιστοιχία μεγέθους. Πάνω απ’ όλα εμένα αυτός είναι ο εαυτός μου, και το ένα, και το άλλο. Ποτέ δεν αυτολογοκρίθηκα, πήγαινα με μεγάλη ευκολία απ’ τη Γαλάνη στον Ρέμο και απ’ την Πασπαλά στον Χατζηγιάννη, τι να κάνουμε τώρα; Όλα τα περιέχω!
– Μα δεν είναι μομφή να σε λένε στιχουργό – χαμαιλέοντα. Δείχνει αντανακλαστικά στους καιρούς και μια ευφυΐα οπωσδήποτε.
Το σώμα, ξέρετε, όσα χρώματα και ν’ αλλάξει, παραμένει το ίδιο. Το πιο κολακευτικό που μου έχουν πει είναι ότι ακούν ένα έντεχνο ή ένα εμπορικό και καταλαβαίνουν πως είναι δικό μου, υπάρχει άρα μία ταυτότητα. Δεν είναι κάποιος ο χαμαιλέοντας, λοιπόν, που παριστάνει πότε το ένα και πότε τ’ άλλο. Διαθέτει τη δική του ταυτότητα.
– Λόγου χάριν, όπου να΄ναι κυκλοφορεί ολόκληρος δίσκος σας με τη Λένα Πλάτωνος. Η Λένα, όπως όλοι ξέρουμε, είναι και μία καταπληκτική στιχουργός – ποιήτρια πέραν των συνθέσεων της. Ακούγοντας τα κοινά σας τραγούδια, πιστεύω πως την πλησιάσατε πάρα πολύ σαν στιχουργό.
Πολλά απ’ αυτά τα στιχουργήματα προϋπήρχαν όμως της γνωριμίας μου με τη Λένα. Είναι οι διάφορες πλευρές μου, που λέγαμε. Έγραψα ένα κομμάτι, θυμάμαι, που μου βγήκε σε μια πολύ συγκεκριμένη στιγμή και σκέφτηκα «Σιγά τώρα να μην το μελοποιήσει κανείς αυτό». Έρχεται όμως η Λένα Πλάτωνος και συνέβη κάτι περίεργο. Με τη Λένα γνωριστήκαμε όταν τη ζήτησε ο Λάκης Παπαδόπουλος να πει ένα δικό μας τραγούδι ως ερμηνεύτρια. Λίγο μετά μου τηλεφώνησε η Λένα: «Θέλω να σου κάνω δώρο ένα τραγούδι και να μου δώσεις στίχους σου». Εγώ θεωρώ ότι όλους αυτούς τους διεκδίκησα. Διεκδικούσα σαν τρελός από παιδί να συνυπάρξω κάπου κάποτε με τη Χαρούλα. Με τη Δήμητρα, το ίδιο. Με τη Λένα, όμως, που είναι πέρα απ’ τα επίγεια, πως θα γινόταν αυτό; Η Πλάτωνος είναι πέρα απ’ το πραγματικό των ονείρων που μπορείς να κάνεις και δε θα της πρότεινα να γράψω ποτέ γι’ αυτήν. Όχι γιατί γράφει κι η ίδια μοναδικά, αλλά γιατί είναι ένας άνθρωπος από άλλον πλανήτη που μας έκανε την τιμή και ήρθε στον δικό μας. Της έστειλα στίχους μου και μου απάντησε αμέσως το εξής: «Δεν θα κάνουμε μόνο ένα τραγούδι, αλλά ολόκληρο δίσκο, γιατί όσα διάβασα, μου άρεσαν πολύ». Καλεσμένοι μας που ανταποκρίθηκαν για να συμμετάσχουν στο εγχείρημα μας είναι η Γαλάνη, ο Βασιλικός, η Κανελλίδου, ο Δεληβοριάς, η Αλεξίου, ο Αλκίνοος και άλλοι σημαντικοί καλλιτέχνες. Με τη Λένα μου βγήκε ότι πιο βαθύ και απωθημένο είχα σαν στιχουργός. Μαγείρεψε το φαγητό η Λένα, μπήκε στην κουζίνα και όχι για την εμπορικότητα του πράγματος, αλλά για τη συμπαντική ισορροπία. Δεν διάλεξε τυχαία τον τίτλο “Εννέα στο φως” για το δίσκο μας. Μοιάζει με την επιστροφή σε μια προγενετήσια μνήμη και το μεγάλωμα από το μηδέν. Σκεφτείτε το, δεν είναι εννέα τραγούδια, είναι οι εννέα μήνες της κύησης. Το είδε αυτό η Λένα με τη μεταφυσική της διάσταση και υπόσταση.
– Με τη Νικολακοπούλου γνωρίζεστε;
Σαφώς, αν και δεν την ξέρω καλά. Ανήκει όμως μέσα στους τρεις μύθους μου: Νίκος Γκάτσος, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Λίνα Νικολακοπούλου.
– Πόσο σας απασχολεί η δημόσια εικόνα σας;
Δε θέλω να έχω δημόσια εικόνα. Βγήκα τώρα για τις συναυλίες σε δυο – τρεις εκπομπές και δεν μου άρεσε να με βλέπω στην τηλεόραση. Υπό αυτή την έννοια, κάνω το τελειότερο επάγγελμα. Θέλω τα τραγούδια μου να αγαπιούνται, εμένα όμως γίνεται να μη με ξέρουν; Αυτό θα ήθελα.
– Πάμε τώρα σ’ ένα άλλο. Κυκλοφόρησε η φήμη ότι γράφετε τους λόγους του Στέφανου Κασσελάκη. Ισχύει;
Καλά, αυτό είναι καταπληκτικό, με έχουν ξαναρωτήσει. Η απάντηση είναι όχι. Δεν κρύβομαι πίσω απ’ τους λόγους του Κασσελάκη, όπως και γενικώς δεν κρύβομαι.
– Και πώς κυκλοφόρησε η φήμη αυτή;
Επειδή μάλλον πήρα πολύ ισχυρή θέση υπέρ του. Είχαμε μιλήσει με τον Κασσελάκη πριν βάλει υποψηφιότητα και ακόμη μιλάμε. Άρχισε να καλλιεργείται μια μυθολογία. Βγήκε ο Βαγγέλης Περρής στον Λιάγκα και είπε «Έχω και πηγές»! Πιστεύετε ειλικρινά ότι θα είχα λόγο να το διαψεύσω όταν σας έχω απέναντι μου και μου το ρωτάτε; Ξέρετε πόσο θα μου άρεσε η διαιώνιση αυτής της μυθολογίας;
– Γιατί θα σας άρεσε;
Πλάκα έχει. Η πολιτική ουδέποτε με ενδιέφερε επαγγελματικά εκτός απ’ το να βγω και να πω την άποψη μου. Κι αν μου λέγανε έλα να σε βάλουμε στο Επικρατείας που θα βγεις σίγουρα, ξέρετε πόσο θα μαράζωνα αν έμπαινα στη Βουλή; Δε θέλω να γίνω βουλευτής, ούτε στέλεχος, θέλω να έχω την αυτονομία μου να λέω ό,τι θέλω. Στηρίζω τον Κασσελάκη και του τα χώνω, όπως έκανα το ίδιο και με τον Τσίπρα. Για μια τετραετία έλεγα να αλλάξουν τακτική, γιατί πάνε προς την καταστροφή. Κοιτάξτε, έχω υποστεί δολοφονία χαρακτήρα μέσα απ’ το ίδιο το Μαξίμου. Με εντολή στα κομματικά τρολ τους. Το μίσος που εισέπραξα από όσους έφυγαν από τον ΣΥΡΙΖΑ, όμως, δεν το ’χα ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου και έμεινα άναυδος. Υπάρχει ένας ευφυής τύπος στο twitter, αριστερός, πολέμιος του Μητσοτάκη, που τα έβαλε κάποια στιγμή με το ΚΚΕ για την αντίθεση του στα ομόφυλα ζευγάρια. Το μίσος, έλεγε, που εισέπραξε από το ΚΚΕ ξεπερνούσε κατά πολύ αυτό των ακροδεξιών και των ακροκεντρώων τρολ. Συμφωνώ απόλυτα μαζί του. Ο Εμφύλιος τελικά είναι ο χειρότερος πόλεμος.
– Δεν μπορώ ωστόσο να μη σας ρωτήσω και για την συνάδελφο Ευγενία Λουπάκη που τοποθετηθήκατε, ούτε λίγο – ούτε πολύ, υπέρ της απόλυσης της από το ραδιόφωνο Στο Κόκκινο.
Ναι, μόνο που ενώ αρχικά την κάλυψε ο διευθυντής του σταθμού, σε μία εβδομάδα την απέλυσε, επειδή ανέβασε μία φωτογραφία που ήταν εντελώς fake news. Αυτά είναι γελοιότητες και εμένα αυτά τα περίεργα τα κουτοπόνηρα δε μου αρέσουν. Είσαι σ’ ένα κομματικό ραδιόφωνο, έχε την αξιοπρέπεια να σηκωθείς να φύγεις. Δεν μπορείς να βρίζεις τον πρόεδρο του κόμματος, δεν είσαι καν στη δημόσια τηλεόραση, αλλά σ’ ένα συγκεκριμένο ραδιόφωνο που το πριμοδοτεί ένα συγκεκριμένο κόμμα. Στο όνομα ποιου πλουραλισμού τώρα βγαίνεις και βρίζεις τον πρόεδρο ενός κόμματος; Μιλάμε σοβαρά τώρα ή αστειευόμαστε; Πήγαινε στον ΣΚΑΪ, στον Real, ακόμη και στην ΕΡΤ, και λέγε τη γνώμη σου ελεύθερα. Ο ΣΥΡΙΖΑ που δεν είναι οικονομικά στα πάνω του, χρηματοδοτεί ένα ραδιόφωνο, που λέει ότι είναι κομματικό και γι’ αυτό βρίσκεται περίπου στο 3% από ακροαματικότητα. Ποτέ δεν είπα για απόλυση ωστόσο, το μόνο που έγραψα είναι «Μπράβο στο Κόκκινο, που έχει τη μεγαλοθυμία, ενώ δεν έχει μία, να πληρώνει μία δημοσιογράφο, η οποία όμως βρίζει το κόμμα». Ας έρθει ο οποιοσδήποτε που έχει στοιχεία ότι ζήτησα την απόλυση της Λουπάκη και να μου τα φέρει. Δεν χρειάζεται τελικά να λες τίποτα πια. Τα λένε όλα οι άλλοι. Σ’ αυτή την εποχή ζούμε δυστυχώς. Μέχρι πρότινος έπαιρναν μια δήλωση σου και σε ξέχεζαν από κάτω. Πλέον και να μην έχεις πει τίποτα, το κατασκευάζουν οι ίδιοι. Δε βλέπετε τα συνεχόμενα beef πρόσφατα με τον Νταλάρα; Πρέπει κάπως να γεμίσουν το χρόνο τους αυτές οι εκπομπές έτσι που τραβάνε σε διάρκεια. Δεν μπορούν να μιλήσουν για τα Τέμπη μην πειράξουν τον Μητσοτάκη, δεν μπορούν να μιλήσουν για την ακρίβεια μην πειράξουν πάλι τον Μητσοτάκη, βάλε και ότι ξεμπερδέψαμε με τα υπέρκομψα, άρα βρισκόμαστε στην εποχή των beef.
– Αυτό με τον Νταλάρα, όντως, αηδία το κατάντησαν οι ίδιοι που το ξεκίνησαν.
Ο Νταλάρας απλά έστρεψε τον καθρέφτη στο πρόσωπο τους και είδαν ποιοι είναι. Και OK, πες με τα παιδάκια των 600 ευρώ τα έβαλε; Δεν ήταν αυτό. Είδαν όλο το σύστημα μπροστά τους κι αυτό που τους βάζουν να κάνουν. Κάνουν συσκέψεις και τους λένε: «Θα πας και θα φέρεις το beef με τον Νταλάρα γιατί αλλιώς θα σου κόψω τα πόδια»!
– Παίζει τέτοιο πράγμα λέτε;
Φυσικά, πως πάνε τα παιδάκια, μόνα τους; «Μην τυχόν και μου ‘ρθεις πίσω χωρίς τη δήλωση του» τους λένε. Ο Νταλάρας τους έστρεψε τον καθρέφτη και τρόμαξε ολόκληρο το μηντιακό σύστημα, γιατί δεν θέλουν να δουν πως πάει το πράγμα. Αυτό που εγώ θα υιοθετούσα είναι η στάση Αλεξίου, όχι η στάση Νταλάρα. «Σας παρακαλώ πολύ» τους είπε απόλυτα τσαντισμένη και μετά έσκασε ένα χαμόγελο και είπε ένα απαλό «Σας ευχαριστώ»… Ο καθένας είναι ο εαυτός του, αλλά εγώ θα ήθελα εν προκειμένω να είμαι η Αλεξίου. Δυστυχώς, όμως, σαν στάση είμαι κι εγώ πιο κοντά στον Νταλάρα. Πάντως το τρομακτικό δεν είναι για μένα τα media, αλλά το ότι αυτά θέλει ο κόσμος να καταναλώνει. Έχει αλλάξει το θέμα. Δε δίνεις πια σκουπίδια κι ο άλλος τα καταναλώνει απλά, είναι το ότι σου λέει ξεκάθαρα «Δώσε μου σκουπίδια». Ο κόσμος δεν θέλει την Καρυστιανού, θέλει το beef του Νταλάρα με τη Σόνια Θεοδωρίδου. Πρόκειται για τον πλήρη εκμητσοτακισμό της κοινωνίας μας.
– Ποια θεωρείτε υψηλότερη των τεχνών;
Ασυζητητί το τραγούδι. Γράφεις κάτι που διαρκεί τρία λεπτά και το τραγουδάει όλος ο πλανήτης αν είναι αγγλόφωνο ή όλη η Ελλάδα αν είναι στη γλώσσα μας. Το θέατρο επίσης αφού είναι απ’ τις πιο ομαδικές τέχνες. Ναι μεν στον κινηματογράφο, ας πούμε, τον τελικό λόγο έχουν ο μοντέρ και ο σκηνοθέτης, στο θέατρο όμως πεθαίνεις αμέσως μετά το τέλος της παράστασης. Πεθαίνει δηλαδή η ίδια η παράσταση και δεν υπάρχει πουθενά μετά καταγεγραμμένη. Το θέατρο είναι η τέχνη που εμπεριέχει τον ίδιο της το θάνατο.
– Αν αυτή τη στιγμή έπαιρνα συνέντευξη από ένα…μέντιουμ και του ζητούσα μια πρόβλεψη για το μέλλον του ελληνικού τραγουδιού, τι θα μου έλεγε άραγε;
Δεν είμαι καλός σ’ αυτό, θα προτιμούσα να εκφράσω όχι πρόβλεψη, αλλά ελπίδα: Να βγουν καινούργιες φωνές.
– Λέτε ότι στερούμαστε φωνών; Η Ελλάδα έχει τεράστια παράδοση ειδικά στις γυναικείες φωνές.
Πέντε άνθρωποι έχουν μείνει, καθίστε και μετρήστε τους. Δεν μιλάω για τη γενιά των τεράστιων ερμηνευτών του 1970 που βγήκαν όλα μαζί τα θωρηκτά. Ο λαός αυτός πέρασε απ’ τον Καζαντζίδη στον Νταλάρα κι απ’ τη Βέμπο στη Μοσχολιού, ήμασταν δηλαδή καλομαθημένοι. Λες «ευκολάκι, θα έρθει η νέα Χαρούλα». Και δεν έρχεται! Έχουμε σημαντικότατους τραγουδιστές, σαφέστατα, αλλά σκεφτείτε πόσο περιορισμένη είναι πλέον η εμβέλεια τους. Αυτό το εύρος θα ήθελα εγώ για το ελληνικό τραγούδι. Να ξέρετε πως πολλοί ξένοι, μετανάστες, θα μπουν για τα καλά στο ελληνικό τραγούδι τα επόμενα χρόνια.
– Τελικά την κάνατε την πρόβλεψη.
Άνθρωποι που ξεριζώθηκαν και ήρθαν εδώ, έχουν πολλά έντονα βιώματα που εμείς τα χάσαμε μέσα σε μια ευζωΐα. Έχουν πόνο στις φωνές τους και τον εκφράζουν άνθρωποι που ήρθαν από το Πακιστάν ή από το Αφγανιστάν. Μαθαίνοντας τη γλώσσα, θα μάθουν να εκφράζουν ακόμη καλύτερα τον πόνο τους. Πώς γεννήθηκαν όλοι οι μεγάλοι τραγουδιστές μας; Μέσα από απέραντη φτώχεια, εξαιρουμένης ίσως της Γαλάνη που κατάγεται από μεγάλη αστική οικογένεια και που παρέμεινε μια τεράστια αστική τραγουδίστρια. Ο Νταλάρας και η Αλεξίου είναι οι δύο Παρθενώνες μας γιατί δε συμβιβάστηκαν με τη φτώχεια και την ανέχεια τους, έκατσαν και δούλεψαν την τέχνη τους, ρούφηξαν σαν σφουγγάρια τους προγενέστερους δασκάλους τους, ποιητές, μουσικούς και συνθέτες.
– Θα ζητήσω και μια πρόβλεψη σας για το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ ή μάλλον της κεντροαριστεράς στην Ελλάδα.
Καταρχάς εγώ δεν θέλω να έχω σχέση με κόμματα παρότι στήριξα πολύ τον ΣΥΡΙΖΑ. Στον Αλέξη Τσίπρα πίστεψα. Μήπως είχε καμία σχέση το παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ με το τέρας του Σημίτη που ακολούθησε; Όχι. Είχε καμία σχέση η δεξιά του Κώστα Καραμανλή, ο οποίος μπορεί να μην ήταν ταλαντούχος, αλλά ήταν μετριοπαθής, μ’ αυτή τη συμμορία του Μητσοτάκη σήμερα; Έχει καμία σχέση το ΚΚΕ των ανθρώπων που έχυσαν το αίμα τους με το ΚΚΕ που αρνείται τα ίσα δικαιώματα για όλους τους ανθρώπους; Οι ετικέτες λοιπόν δεν μου λένε τίποτα εμένα. Και τώρα στηρίζω τον Κασσελάκη, πολύ πιο επικριτικά όμως. Διότι ο Κασσελάκης δεν είναι πολιτικός, αλλά μπορεί να γίνει. Δεν μ’ ενδιαφέρει το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά το μέλλον της χώρας. Φοβάμαι πως έχει γίνει εκμητσοτακισμός της κοινωνίας πλέον, αυτό που σας προανάφερα. Η πλειοψηφία έδειξε ότι δεν την ενδιαφέρει αν ο πρωθυπουργός παρακολουθεί με υποκλοπές το μισό πολιτικό σύστημα. Δεν την νοιάζει αν είναι διεφθαρμένο πρόσωπο με εκατό ακίνητα και πως τα έφτιαξε. Και να σας πω και κάτι άλλο; Λες πως ο ΣΥΡΙΖΑ δε χρωστάει ούτε ένα ευρώ και σου απαντάει ο άλλος: «Μα καλά, τι μαλακισμένο κόμμα είναι αυτό που δεν χρωστάει ούτε ένα ευρώ;» Έχει γίνει η λαμογιά μέρος του Νεοέλληνα και όλοι θα ήθελαν να είναι ένας μικρός Μητσοτάκης. Αφού αυτό συνέβη στην κοινωνία, φανερώνει πως ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ πρότεινε ένα κυβερνητικό αφήγημα επί της ουσίας και αν δεν είναι συγκυριακό, αλλά μόνιμο, έχουμε υποστεί μία τεράστια αλλοτρίωση. Φοβάμαι έτσι πως ο κόσμος θα πάει ακόμη δεξιότερα του Μητσοτάκη, προς τον φασισμό δηλαδή. Δυστυχώς δεν είναι οργουελική σκέψη και για πρώτη φορά φοβάμαι τόσο έντονα. Οπότε τι να λέμε εμείς τώρα για το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ; Μπορεί να βρεθεί ένα αντίπαλο δέος απέναντι στον Μητσοτάκη;
– Ο Κασσελάκης θα το πετύχει αυτό, πιστεύετε;
Δεν το ξέρω, θέλει πολλή δουλειά απ’ τον ίδιο. Είναι πολύ νέος, μόλις 35 ετών και έλειπε 20 χρόνια απ’ αυτή τη χώρα. Θέλει πολλούς και πολύ σοβαρούς ανθρώπους για να τον πλαισιώσουν.
– Κύριε Μωραΐτη, μόλις μου δώσατε μία συνέντευξη – ποταμό και σας ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό.
Εγώ σας ευχαριστώ. Την περίμενα χρόνια ολόκληρα μία συνέντευξη μαζί σας και καλώς την περίμενα, όπως ήδη έχω καταλάβει.