Η Νικολίτσα Ντρίζη είναι από εκείνες τις ηθοποιούς που δεν ανεβαίνουν απλώς στη σκηνή — τη διαπερνούν, μεταφέροντας μαζί τους φως, εύθραυστο σκοτάδι και αφοπλιστική αλήθεια.
Σε μια σκηνή που μοιάζει να αιωρείται ανάμεσα στο όνειρο και την αθηναϊκή ασφυξία, η Νικολίτσα Ντρίζη δεν υποδύεται — γίνεται η ηρωίδα του Χρήστου Οικονόμου. Με μια φωνή που πάλλεται ανάμεσα σε εξομολόγηση και σιωπή, με σώμα που κυλά σαν νυχτερινό ποδήλατο στα στενά της πόλης, χαρίζει μια άλλη υπόσταση στην ανώνυμη γυναίκα που κουβαλάει τα βάρη μιας κοινωνίας που παραδίδεται καθημερινά — όχι μόνο σε παραγγελίες, αλλά και σε θλίψεις.
Η Νικολίτσα, με βλέμμα που διαστέλλει τον χρόνο, ξεδιπλώνει το εσωτερικό τοπίο μιας κούριερ που δεν κουβαλάει μόνο σακούλες, αλλά ιστορίες, ψιθύρους, ανάγκες. Στέκεται σ’ ένα σημείο ανάμεσα στο ορατό και το άρρητο· εκεί όπου η φαντασία και η πραγματικότητα χάνουν τις γραμμές τους και η πόλη γίνεται σκηνικό μνήμης, χαοτικό και απέραντο.
Υπάρχουν στιγμές στη σκηνή όπου δεν παίζει ρόλο – είναι ο τόπος. Η φωνή της γίνεται δρόμος. Το κορμί της γίνεται λάμπα που τρεμοπαίζει. Το βλέμμα της, μια πόρτα που μόλις έκλεισε πίσω σου.
Και η πρώτη σκηνοθεσία τουΑλέξη Βιδαλάλη, δεν είναι απλά ένα ακόμα θεατρικό ντεμπούτο. Μοιάζει περισσότερο με μια μια τελετουργία σιωπής και μεταμόρφωσης. Και η Ντρίζη —εκεί, στο ΚΕΤ, κάθε Δευτέρα και Τρίτη— δεν αφηγείται απλώς μια ιστορία. Την παραδίδει.
Και μέσα απ’ τη φωνή της, ακούγεται τελικά αυτό το αμήχανο, βαθιά ανθρώπινο: «Πες της σ’ αγαπάω πολύ και δεν θα το ξανακάνω». Και ίσως να μιλά για όλους μας. Ίσως να την ακούμε για πρώτη φορά.
To OLAFAQ συνάντησε την ηθοποιό της παράστασης “Πες της” του Χρήστου Οικονόμου και μίλησε μαζί της για ένα ξεχωριστό έργο που κάνει πρεμιέρα στις 31 Μαρτίου, σε σκηνοθεσία του Αλέξη Βιδαλάκη.
– Στην παράσταση, η ηρωίδα, μια κούριερ, γίνεται ο σιωπηλός μάρτυρας των ζωών των άλλων. Πώς ήταν η διαδικασία να ενσαρκώσεις έναν χαρακτήρα που απορροφά, αλλά σπάνια εκφράζει;
Την ηρωίδα τη συναντώ στη μοναχική της στιγμή που ότι έχει απορροφήσει το ξαναζεί στο μυαλό της, το αφηγείται, το καταγράφει. Πολλές φορές μιλώντας για άλλους ανθρώπους, γνωστούς ή άγνωστους, φανερώνουμε πολλά περισσότερα για τον εαυτό μας απ΄ ότι όταν μιλάμε για προσωπικά θέματα. Η ίδια καθρεφτίζεται μέσα από τις ιστορίες που διηγείται κι αντανακλάται, με διάφορους τρόπους άλλοτε λιγότερο άλλοτε περισσότερο εμπλεκόμενη.
– Το έργο του Χρήστου Οικονόμου παρουσιάζει την πόλη σχεδόν σαν έναν άλλο πρωταγωνιστή. Πώς επηρεάζει η ατμόσφαιρα της σύγχρονης Αθήνας την ερμηνεία σου;
Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που η σύγχρονη Αθήνα επηρεάζει την καθημερινή μου ζωή, όλα είναι αλληλένδετα. Η πόλη του Χρήστου Οικονόμου είναι το παρόν μας. Όλη η διαδικασία της σκηνικής μεταφοράς επηρεάζεται άμεσα. Η ηρωίδα μας, χωρίς να κινείται απαραίτητα σε ρεαλιστικό περιβάλλον περνάει από δρόμους που περπατάμε στο σήμερα και συναντά ανθρώπους που υπάρχουν δίπλα μας.
– Ο κόσμος των κούριερ κυριαρχείται συχνά από ανδρικές φιγούρες. Πόσο διαφορετική είναι η εμπειρία της ηρωίδας σου ως γυναίκα μέσα σε αυτό το πλαίσιο;
Εισπράττει πολλές φορές διάφορες αντιδράσεις λόγω του ότι είναι γυναίκα. Ο Χρήστος Οικονόμου θίγει το θέμα του ανδροκρατούμενου εργασιακού της πλαισίου, με χιούμορ και παράλληλα πολύ εύστοχα.
– Στο έργο, η ηρωίδα δεν είναι απλά μια παρατηρήτρια αλλά και μια ακροάτρια των ιστοριών των ανθρώπων που συναντά. Πιστεύεις ότι αυτό αντικατοπτρίζει μια βαθύτερη ανάγκη της κοινωνίας μας για επικοινωνία;
Νομίζω οι άνθρωποι σήμερα είναι πιο μόνοι τους από ποτέ. Κινούμαστε μέσα σε άπειρα καθημερινά ερεθίσματα με ιλιγγιώδη ρυθμό χωρίς να μπορούμε να εστιάσουμε και να ακούσουμε ούτε τους εαυτούς μας ούτε τους άλλους. Αυτό που με γοήτευσε στο διήγημα πρωτίστως, είναι ότι ηρωίδα κινούμενη με τη μοναξιά για παρέα, επιλέγει να σταματήσει και να ακούσει τους ανθρώπους που συναντά, την απασχολούν. Στη σύγχρονη κοινωνία, σε ανθρώπινο επίπεδο, είναι βαθιά επαναστατική πράξη αυτή η επιλογή.
– Ένας θεατρικός μονόλογος είναι μια ιδιαίτερη μορφή αφήγησης, απαιτώντας από τον ηθοποιό να κρατήσει μόνος του το κοινό καθηλωμένο. Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση και ποια η μεγαλύτερη ελευθερία που σου δίνει αυτή η μορφή;
Η μεγαλύτερη ελευθερία είναι η αναζήτηση ενός προσωπικού παλμού που δημιουργεί η επαφή με το κείμενο. Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι να αφήσω αυτόν το παλμό να με παρασύρει.
– Το έργο θολώνει τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου. Ως ηθοποιός, πώς προσεγγίζεις αυτή τη ρευστότητα; Υπάρχουν στιγμές που νιώθεις ότι η ηρωίδα χάνεται μέσα σε αυτό που ζει;
Τα ίδια τα γεγονότα στα οποία γινόμαστε μάρτυρες καθημερινά, θολώνουν πολλές φορές αυτά τα όρια. Πόσες φορές δεν πιστεύουμε στα μάτια μας με αυτά που βλέπουμε, και τα παρομοιάζουμε με αποκυήματα φαντασίας; Όλοι μας συνειδητά ή ασυνείδητα φτιάχνουμε ένα φίλτρο για να βλέπουμε μέσα από αυτό την πραγματικότητα και να την αντέχουμε. Η ηρωίδα χάνεται στις ιστορίες των άλλων, είναι το δικό της φίλτρο.
– Είναι η πρώτη σκηνοθετική απόπειρα του Αλέξη Βιδαλάκη. Πώς ήταν η εμπειρία της συνεργασίας σας και τι πιστεύεις ότι έφερε στη σκηνοθετική του προσέγγιση που έκανε το έργο ξεχωριστό
Δεν έχει τόσο σημασία αν κάποιος σκηνοθετεί ή παίζει για πρώτη, δεύτερη ή τρίτη φορά, όσο το να είναι συγγενικοί οι κόσμοι των ανθρώπων που συναντιούνται. Με τον Αλέξη αυτό το διαπιστώσαμε εξ΄ αρχής και όλη η διαδικασία κύλησε αβίαστα όμορφα. Ότι ξεχωριστό φέρνει το βλέμμα του, γεννιέται μέσα από την καθαρή σχέση του με το κείμενο, χωρίς να κυνηγά κάτι έξω από αυτό, και από την αγάπη του για τη δημιουργική διαδικασία.
– Οι διανομείς είναι μια αθέατη δύναμη στις πόλεις μας. Πιστεύεις ότι το «Πες της» μπορεί να τους δώσει φωνή και να ευαισθητοποιήσει το κοινό για τη ζωή πίσω από τις διαδρομές και τις παραδόσεις τους;
Δεν είναι τυχαίο νομίζω που ο συγγραφέας επιλέγει να μη δώσει κανένα στοιχείο για την ηρωίδα του, ούτε τ΄ όνομα της δε μαθαίνουμε. Σίγουρα μπορεί να δώσει φωνή και θα είναι ευχής έργον να ευαισθητοποιήσει η παράσταση το κοινό για την ζωή ανθρώπων «αόρατων», σκληρά εργαζομένων γύρω μας.
– Σε κάποιο απόσπασμα του έργου, η ηρωίδα μιλά για τον δρόμο σαν να έχει γίνει μέρος αυτού. Πώς επηρέασε αυτή η αίσθηση την κινησιολογία σου πάνω στη σκηνή;
Η αφήγησή μας σε όλα τα επίπεδα, επηρεάζεται από την αίσθηση των ατέλειωτων διαδρομών που κάνει η ηρωίδα με αφορμή τη δουλειά της, αλλά και των ατελείωτων διαδρομών του νου της. Και στις δύο περιπτώσεις κινείται με μια μοναξιά «ορθάνοιχτη» που την οδηγεί σε συναντήσεις με χιλιάδες αθέατες ανθρώπινες ιστορίες.
– Αν η ηρωίδα σου μπορούσε να ψιθυρίσει κάτι στο κοινό, τι θα ήταν αυτό; Τι πιστεύεις ότι μένει στον θεατή φεύγοντας από την παράσταση;
Σίγουρα θα ήθελε να ψιθυρίσει κάτι συγκεκριμένο, αλλά δε μπορώ να το αποκαλύψω. Ο θεατής σε κάθε περίπτωση, νομίζω παίρνει μαζί του αυτό που έχει ανάγκη τη δεδομένη στιγμή. Το ζητούμενο για εμάς είναι «να μη φεύγει με άδεια χέρια».
– Πιστεύεις ότι το αθηναϊκό κοινό έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια; Πώς ανταποκρίνεται στις νέες θεατρικές φόρμες και στις αφηγήσεις που θίγουν σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα;
Η κοινωνική ζύμωση γίνεται ταυτόχρονα σε όλα τα επίπεδα. Όσο ανάγκη έχουν οι νέοι καλλιτέχνες να καταπιάνονται με σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα άλλο τόσο έχει και το κοινό. Ο κόσμος , ιδιαίτερα της νεότερης γενιάς, φαίνεται να αγκαλιάζει τέτοιες δουλειές. Μακάρι να χτιστεί σχέση γερή και μακροχρόνια.
– Οι ανεξάρτητες παραγωγές έχουν γνωρίσει μεγάλη άνθιση. Είναι πιο δύσκολο ή πιο απελευθερωτικό να δουλεύεις εκτός των μεγάλων θεατρικών οργανισμών;
Δυσκολίες ή απελευθέρωση μπορεί κανείς να βιώσει με οποιοδήποτε τρόπο σε οποιαδήποτε συνθήκη εργασίας. Είτε σε ανεξάρτητες παραγωγές είτε σε μεγαλύτερες. Η ουσία είναι να μπαίνει κανείς με την ίδια συνείδηση σε όλα τα εργασιακά περιβάλλοντα.
– Το θέατρο στην Ελλάδα είναι συχνά ένας χώρος γεμάτος πάθος αλλά όχι πάντα οικονομική σταθερότητα. Πόσο δύσκολο είναι να ζήσει κανείς αποκλειστικά από το θέατρο σήμερα;
Οι ηθοποιοί της γενιάς μου σε καμία περίπτωση δε μπορούν να βιοποριστούν μόνο από το θέατρο, θα έλεγα ότι τα έχει βρει σκούρα συγκριτικά με ηθοποιούς παλιότερης γενιάς. Δε βοηθά και το γεγονός ότι η πολιτεία στην Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει με ιδιαίτερο σεβασμό την καλλιτεχνική παραγωγή, όπως συμβαίνει σε τόσες άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αρκείται σε μία σχέση επιφανειακή καθόλου αντάξια της ιστορίας μας.
Δευτέρα & Τρίτη, από τις 31 Μαρτίου μέχρι τις 13 Μαΐου 2025 στις 21:00 στο ΚΕΤ
Εισιτήρια: 12€ | 10€ (φοιτητικό, 65+) | 5€ (κάρτα ανεργίας, ΣΕΗ, ΑΜΕΑ)
⏳ Διάρκεια: 70’
Με μια ωμότητα που κόβει σαν ξυράφι και μια ευαλωτότητα που γλυκά σε διαλύει, οι The Murder Capital καταφθάνουν στην Αθήνα τον Μάιο για μια εμφάνιση στο Gagarin 205 που υπόσχεται πλήρη κάθαρση και εξι
Με μια ωμότητα που κόβει σαν ξυράφι και μια ευαλωτότητα που γλυκά σε διαλύει, οι The Murder Capital καταφθάνουν στην Αθήνα τον Μάιο για μια εμφάνιση στο Gagarin 205 που υπόσχεται πλήρη κάθαρση και εξι
Η Νικολίτσα Ντρίζη είναι από εκείνες τις ηθοποιούς που δεν ανεβαίνουν απλώς στη σκηνή — τη διαπερνούν, μεταφέροντας μαζί τους φως, εύθραυστο σκοτάδι και αφοπλιστική αλήθεια.
Η Νικολίτσα Ντρίζη είναι από εκείνες τις ηθοποιούς που δεν ανεβαίνουν απλώς στη σκηνή — τη διαπερνούν, μεταφέροντας μαζί τους φως, εύθραυστο σκοτάδι και αφοπλιστική αλήθεια.
Σε έναν κόσμο που παραπαίει ανάμεσα στην απάθεια και την υπερδιέγερση, ο Frédéric D. Oberland προτείνει μια άλλη διαδρομή: τη δημιουργία ως πράξη αντίστασης και την έκσταση ως χειρονομία σύνδεσης με τ
Σε έναν κόσμο που παραπαίει ανάμεσα στην απάθεια και την υπερδιέγερση, ο Frédéric D. Oberland προτείνει μια άλλη διαδρομή: τη δημιουργία ως πράξη αντίστασης και την έκσταση ως χειρονομία σύνδεσης με τ
Ο Νικόλας Ανδρουλάκης, με αφετηρία τον "Ηλίθιο" του Ντοστογιέφσκι, φτιάχνει μια παράσταση-καθρέφτη, όπου η αθωότητα γίνεται πράξη και η καλοσύνη δημόσια δήλωση.
Ο Νικόλας Ανδρουλάκης, με αφετηρία τον "Ηλίθιο" του Ντοστογιέφσκι, φτιάχνει μια παράσταση-καθρέφτη, όπου η αθωότητα γίνεται πράξη και η καλοσύνη δημόσια δήλωση.