Με τη Νικόλ Δημητρακοπούλου γνωριστήκαμε στο δικαστήριο, στην εκδίκαση της υπόθεσης του πρωτόδικα καταδικασμένου παιδοβιαστή Δημήτρη Λιγνάδη. Δεν κάνουμε παρέα, δεν είμαστε φίλες κι όμως φωνάζαμε και κλαίγαμε για τον ίδιους λόγους. Έκτοτε ψάχναμε μια αφορμή να συναντηθούμε και επαγγελματικά. Στην αρχή της θεατρικής σεζόν ξεχώρισε στον “Πλατόνωφ” σε σκηνοθεσία Δανάης Σπηλιώτη. Τώρα πρωταγωνιστεί στις παραστάσεις “Midnight Μovie” και “Το σώμα της γυναίκας ως πεδίο μάχης”. Επίσης, είναι η Σιλβάνα στην “Παραλία”.
Σπούδασε πολιτικές επιστήμες, όμως (την) κέρδισε το θέατρο και η επιλογή του ρήματος κέρδισε δεν είναι τυχαία. Η Νικόλ Δημητρακοπούλου είναι μια ηθοποιός που δουλεύει πολύ και αυτό φαίνεται σε κάθε εμφάνισή της. Η συζήτηση μας προηγήθηκε της φρικτής γυναικοκτονίας στους Αγ. Αναργύρους κι όμως όσα λέει είναι φωτιά για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία και τον ρόλο της δικαιοσύνης που πολλές φορές δείχνει στους αδύναμους το σκληρότερο πρόσωπό της.
– Η φετινή σεζόν υπήρξε πλούσια. “Πλατόνωφ”, “Midnight Μovie”, “Το σώμα της γυναίκας ως πεδίο μάχης” και “Παραλία”. Είναι πάντα έτσι γενναιόδωρες οι συνθήκες για έναν ηθοποιό;
Δεν είναι όχι. Φέτος ήταν μια καλή χρονιά γιατί συμμετείχα σε υπέροχες δουλειές. Έχω δουλέψει πολύ σκληρά όλα αυτά τα χρόνια και αυτή την χρονιά νιώθω ευγνωμοσύνη που μου συμβαίνει αυτό. Είναι βέβαια εξαντλητικό κάποιες φορές αλλά νιώθω ότι δεν μπορώ να επιτρέψω στον εαυτό μου να κουραστεί ή να παραπονεθεί. Έχω φέτος στο μυαλό μου ότι κάνω πρωταθλητισμό ότι πρέπει να παραμείνω συγκεντρωμένη γιατί πρέπει να τρέξω αυτό το κατοστάρι και μετά θα ξεκουραστώ. Αλλά δεν είναι έτσι. Η δουλειά μας είναι μαραθώνιος. Πάντα είσαι σε συνθήκες αγώνα και πρέπει να ξέρεις που θα τρέξεις πιο γρήγορα και που θα πας πιο χαλαρά γιατί έτσι θα το φέρουν και οι συγκυρίες όταν δεν θα έχεις και τόση δουλειά εκ των πραγμάτων. Έχω πολύ έντονα στο μυαλό μου τον τίτλο ενός αγαπημένου μου διηγήματος το «Η μοναξιά του δρομέα μεγάλων αποστάσεων» του Άλαν Σίλιτοου. Για έναν ηθοποιό συνήθως δεν είναι τόσο γενναιόδωρα τα πράγματα. Υπάρχουν σεζόν που δεν παίζεις κάπου. Ένας ηθοποιός είναι σε μια μόνιμη κατάσταση ανεύρεσης εργασίας. Με το που ξεκινά μια δουλειά περιμένει να δει ποια θα είναι η επόμενη. Το να αντέχεις αυτό είναι κομμάτι της διαδικασίας.
– Το μετάνιωσες που άφησες μια πιθανή καριέρα στις πολιτικές επιστήμες;
Καθόλου. Δεν νομίζω πως θα υπήρχε τέτοια καριέρα γιατί ήθελα τόσο πολύ να γίνω ηθοποιός . Παρόλα αυτά οι σπουδές μου με διαμόρφωσαν πολύ ως άνθρωπο και μου άνοιξαν τρόπους σκέψεις, γνώρισα σημαντικούς ανθρώπους. Κυρίως όμως τις θυμάμαι για την συμμετοχή μου στις πολιτικές διαδικασίες του πανεπιστημίου. Οι πολιτικές ζυμώσεις στα αμφιθέατρα, η αλληλεγγύη και η συγκρότηση της πολιτικής ταυτότητας είναι μια ξεχωριστή εμπειρία στα Ελληνικά Πανεπιστήμια.
– Στην παράσταση “Midnight Movie” παρακολουθούμε μια γυναίκα με αναπηρία να περιπλανιέται στο διαδίκτυο ζώντας μια παράλληλη πραγματικότητα. Πώς είναι να υπάρχεις σε ένα σώμα που σε εγκαταλείπει και σε ένα άλλο που μοιάζει άφθαρτο;
Είναι όπως όταν το βράδυ είσαι με τις πιτζάμες σου, έχεις βάλει το παιδί σου για ύπνο βάζεις ένα ποτήρι κρασί και μετά μπαίνεις στο κόσμο των σόσιαλ μίντια. Η πραγματικότητά σου μετακινείται, η έννοια του χρόνου διαστρεβλώνεται και ζεις μια παράλληλη πραγματικότητα. Παίρνεις δύναμη από την άφθαρτη εικόνα σου, τα likes, τα σχόλια και αρχίζεις να ξοδεύεις τον λιγοστό χρόνο σου βλέποντας άλλες δημοσιεύσεις, άλλων σωμάτων. Δεν ζεις όμως στο τώρα σου. Στην περίπτωση βέβαια της γυναίκας που ενσαρκώνω που το σώμα της αρχίζει να καθηλώνεται το ψηφιακό σώμα θα μπορούσε να φαντάζει σαν μια δυνατότητα. Ένας τρόπος το ψηφιακό σώμα να βρεθεί σε μέρη που το υλικό σώμα αδυνατεί. Ωστόσο στην ουσία του είναι ένα placebo. Ο άνθρωπος παραμένει καθηλωμένος και όσο μεταβιβάζει την δυνατότητα μετακίνησης του στο διαδίκτυο ουσιαστικά μένει με το τίποτα. Δεν υπάρχει καν πνευματική μετακίνηση. Ένα βιβλίο θα ήταν ένα πολύ πιο ουσιαστικό ταξίδι, μια πιο πραγματική περιπέτεια.
– Αν η αποξένωση που υπάρχει στην αληθινή ζωή είναι μια μορφή αναπηρίας δικαιολογεί την ολοένα αυξανόμενη χρήση του διαδικτύου; Ζούμε εικονικά;
Νομίζω πως το ένα τροφοδοτεί το άλλο. Η ζωή με τους ρυθμούς που έχει πια και τις ολοένα αυξανόμενες οικονομικές ανάγκες οδηγεί τους ανθρώπους σε μια μοναξιά αφού πλέον ο ελεύθερος χρόνος δεν υπάρχει και όσος υπάρχει αφιερώνεται στην ξεκούραση. Σε αυτό το σημείο είναι που το διαδίκτυο είναι μια ξεκούραστη εύκολη λύση που όμως σταδιακά αρχίζει να γίνεται ένας εθισμός που δημιουργεί όλο και περισσότερο την ανάγκη να ξεχνιέσαι στον διαδικτυακό κόσμο. Κι έτσι σταδιακά αρχίζουμε να ζούμε εικονικά. Η ζωή αυτή φυσικά είναι προς όφελος του καπιταλιστικού συστήματος στο οποίο ζούμε που χρειάζεται ανθρώπους που δουλεύουν πολύ ωστόσο δεν ξοδεύουν πολύ γιατί τα χρήματά τους δεν τους φτάνουν και έχουν συνηθίσει να δρουν και να εκφράζονται μέσα σε έναν ψηφιακό κόσμο. Κι έτσι δεν μπορούν να διεκδικήσουν τα δικαιώματα που έχουν αρχίσει να στερούνται στην πραγματική ζωή τους.
– Παρά την απόφαση του ΟΗΕ -που θα τις προστάτευε- οι γυναίκες παραμένουν τα πρώτα θύματα των πολέμων. Στο έργο το “Σώμα της γυναίκας ως πεδίο μάχης” του Ματέι Βισνιέκ δυο γυναίκες προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα στη φρίκη. Μίλησε μου για τον ρόλο σου.
Η Ντόρα είναι μια Βόσνια γυναίκα θύμα ομαδικού βιασμού κατά την περίοδο του πολέμου στην Βοσνία. Έχει μεταφερθεί σε ένα κέντρο περίθαλψης θυμάτων πολέμου από το Νάτο στην Γερμανία. Η Ντόρα βρίσκεται σε κατάσταση μετά τραυματικού σοκ όταν ξεκινάει το έργο. Δεν μπορεί να κατανοήσει την φρίκη στην οποία έχει εκτεθεί και έχει χάσει την πίστη της σε οτιδήποτε. Στους ανθρώπους, στον θεό στη ζωή. Αρνείται να επιστρέψει πίσω στη χώρα της και φυσικά αρνείται να πάει στην Αμερική. Ο Βισνιέκ στο έργο του αυτό έχει δώσει το όνομα της Ντόρας στη γυναίκα αυτή ως αναφορά και στην φροϋδική Ντόρα που αποτέλεσε πρωταγωνίστρια στην ανάλυσή του για την περίπτωση της Υστερίας. Είναι ένας πολύ απαιτητικός ρόλος που χρειάζεται μεγάλη σωματική και ψυχική συμμετοχή που πολλές φορές είναι εξαντλητική. Το σώμα αυτής της γυναίκας δεν είναι πλέον δικό της έχει γίνει ένα πεδίο πάνω στο οποίο οι αντίπαλες εθνοτικές ομάδες έχουν προσπαθήσει να δηλώσουν την κυριαρχία τους.
– Μια γυναίκα της Ουκρανίας, της Γάζας, της Σιέρα Λεόνε και κάθε γυναίκα που κατασπαράσσετε από τον καπιταλισμό και την πατριαρχία είναι μια γυναίκα που μας μοιάζει;
Είμαστε αυτές οι γυναίκες. Ανάλογα με το πλαίσιο είναι λιγότερο ή περισσότερο εμφανή τα σημάδια αυτής της λειτουργίας αλλά είναι πάντα παρούσα. Το σώμα των γυναικών κατά την περίοδο πολέμου είναι ένα πεδίο άσκησης των στρατιωτικών τακτικών που σκοπό έχουν να κάμψουν το ηθικό του αντιπάλου. Το γυναικείο σώμα είναι ένα εργαλείο προκειμένου ο άντρας να πληγεί. Όλη αυτή η βία δεν γίνεται καν με στόχο τη γυναίκα. Τόσο αμελητέα είναι η ύπαρξή της. Και στις δικές μας κοινωνίες η ύπαρξη της γυναίκας απειλείται συνεχώς από την πατριαρχία και τον καπιταλισμό ο οποίος ακόμη αρνείται να αναγνωρίσει π.χ. ακόμα και την αναπαραγωγή ως κοινωνικοοικονομική δραστηριότητα η οποία θα έπρεπε να υποστηρίζεται επαρκώς.
– Επειδή έχουμε συναντηθεί σε δικαστήριο και κάτω από συνθήκες που δεν ήταν ευχάριστες υπάρχουν στιγμές που νιώθεις θυμό για τον τρόπο που η δικαιοσύνη αντιμετωπίζει τα θύματα;
Η αλήθεια είναι ότι ακριβώς εκείνες οι στιγμές στις δικαστικές αίθουσες που συναντηθήκαμε υπήρξαν για μένα ακριβώς το σημείο που έχασα κατά πολύ την πίστη μου στην δικαιοσύνη. Ο πατέρας μου είναι δικηγόρος και από μικρή είχα πολύ μεγάλη αγάπη για το επάγγελμα αυτό αλλά και για τον θεσμό της δικαιοσύνης. Ζούσα πιστεύοντας ότι μπορώ να διεκδικήσω το δίκιο μου αν χρειαστεί και ότι η αλήθεια θα λάμψει. Κατά την διάρκεια της δίκης που συναντηθήκαμε βίωσα ένα τεράστιο σοκ και μια έντονη ματαίωση. Ο τρόπος που ο δικηγόρος της μιας πλευράς αντιμετώπισε τα θύματα «ανθρώπους που είχαν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση» με την ανοχή του δικαστηρίου ήταν κάτι που δεν μπορούσα να φανταστώ και κάτι που δεν μπορούσα να αντέξω. Είδα μπροστά στα μάτια μου τα θύματα να ξαναβιώνουν το τραυματικό γεγονός που χρόνια δεν τολμούσαν να αρθρώσουν, δημόσια. Αυτή η στιγμή θα έπρεπε να προστατεύεται. Αντίθετα στις δικαστικές αίθουσες οι δικηγόροι έχουν το δικαίωμα να γελούν, να σχολιάζουν να ειρωνεύονται ακόμη και να σχολιάζουν το θύμα. Είναι πολύ δύσκολο στην χώρα αυτή να καταγγείλεις μια τέτοια πράξη γιατί θέλει τεράστια δύναμη να καταφέρει ένα θύμα να αντέξει αυτή την διαδικασία.
– Έχει τίμημα να βγαίνεις εκεί έξω και να φωνάζεις την αλήθεια;
Έχει γιατί πρέπει να θυσιάσεις χρόνο που πλέον είναι σε έλλειψη αλλά και χώρο μέσα σου. Να φύγεις από τον εγωκεντρισμό σου όπου σημασία έχει μόνο τι συμβαίνει σε εσένα και να προσπαθήσεις έμπρακτα να αλλάξουν τα πράγματα για όλους. Ακόμη κι αν εσένα δεν σε ακουμπά σε προσωπικό επίπεδο αυτή η αδικία. Επίσης έχει τίμημα γιατί τις περισσότερες φορές φωνάζεις την αλήθεια αλλά το ψέμα νικάει και εκεί δεν πρέπει να απογοητευτείς. Αυτό είναι δύσκολο. Όσο πιο πολύ ελπίζεις και προσπαθείς να αλλάξεις κάτι τόσο πιο μεγάλη είναι η ματαίωση που νιώθεις όταν δεν γίνεται. Αυτό νομίζω είναι το πιο δύσκολο. Να μην χάσεις την πίστη σου εκείνη τη στιγμή και να σταματήσεις να ζεις με αυτό τον τρόπο.
– Άλλαξαν τα πράγματα στο θέατρο μετά το ελληνικό #metoo; Νιώθεις πιο δυνατή, ενδεχομένως πιο ασφαλής;
Άλλαξαν αρκετά γιατί το πρόβλημα έγινε επιτέλους γνωστό και πλέον υπάρχει ένας φόβος να εκδηλωθούν τέτοιες συμπεριφορές. Ήταν πολύ σημαντική αυτή η περίοδος. Επίσης το σωματείο των ηθοποιών είναι πολύ πιο δυνατό και οργανωμένο το οποίο μας κάνει να νιώθουμε κι εμείς πιο ασφαλείς.
– Πως είναι να είσαι σεξεργάτρια στην Κρήτη της δεκαετίας του ΄70;
Δύσκολο, μοναχικό, βίαιο.
– Νομίζω πως η Σιλβάνα είναι από τους πιο ωραίους ρόλους στην “Παραλία” και αυτό γιατί φέρνει συζητήσεις του σήμερα σε μια εποχή όπου η αυτοδιάθεση του σώματος μοιάζει άγνωστη λέξη.
Ο ρόλος της Σιλβάνας είναι πράγματι ένας πολύ ιδιαίτερος ρόλος. Σε μια εποχή όπου στην Ελλάδα και ακόμη περισσότερο στην Ελληνική επαρχία οι γυναίκες ακόμα αντιμετωπίζονταν ως ιδιοκτησία του άντρα, συζύγου ή πατέρα η γυναίκα αυτή κάνει τολμηρά βήματα προς τα μπρος. Φεύγει από το πορνείο που δουλεύει επαναστατώντας κατά της έμφυλης βίας. Υπερασπίζεται το δικαίωμα της γυναίκας στην αυτοδιάθεση του σώματός της όποιο επάγγελμα κι αν κάνει. Λέει πως η δουλειά της είναι να ικανοποιεί τους πελάτες αλλά μέχρι εκεί που η ίδια επιτρέπει. Το ότι δουλεύει ως σεξεργάτρια δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να ανεχτεί πράξεις βίαιες από τους πελάτες. Και μάλιστα παρακινεί και τις υπόλοιπες να κάνουν το ίδιο. Στη συνέχεια ανοίγει το δικό της μαγαζί και προσπαθεί να ζήσει σε μια μικρή κοινωνία αψηφώντας το στίγμα της προηγούμενης δουλειάς της. Ακόμη και από τον Διονύση Αρχοντάκη ζητά μια ουσιαστική ειλικρινή σχέση συντροφικότητας και ισότητας τουλάχιστον ως προς τα συναισθήματα. Είναι ένας ρόλος που μου αρέσει πολύ, είναι απαιτητικός και δούλεψα πολύ προκειμένου να σπάσει και να πάει πέρα από το στερεότυπο της πόρνης.
– Ποια ταινία είδες πρόσφατα και σου άρεσε;
Την “Ανατομία μιας Πτώσης” της Ζιστίν Τριέρ. Με συγκλόνισε αυτή η ταινία. Το σενάριο είναι αριστουργηματικό και οι ερμηνείες επίσης. Μιλά για μια οικογένεια όπου ο πατέρας σκοτώνεται στο ίδιο τους το σπίτι ενώ η γυναίκα και ο γιός τους είναι παρόν και η σύζυγός του τελικά κατηγορείται για τον θάνατό του. Κατά τη διάρκεια της δίκης που γίνεται αποκαλύπτονται τόσες πτυχές της σχέσης τους τόσο από τη δική της πλευρά όσο και από την δική του που δεν μπορεί κανείς να είναι σίγουρος για τίποτα και που κανείς δεν είναι ακριβώς ένοχος.
– Τι είναι αυτό που μπορεί να σε αποθαρρύνει και τι αυτό που θα σε κάνει να πάρεις φωτιά ;
Με αποθαρρύνει όταν βλέπω ανθρώπους που δεν είναι παθιασμένοι με αυτό που κάνουν. Αντίθετα αυτό που ανάβει το φως μέσα μου είναι μια ομάδα ανθρώπων που θέλουν να πουν κάτι που τους καίει βαθιά.
– Αγαπημένος στίχος;
Τα χέρια αγαπώ
να φιλώ κι αγαπώ
ονόματα να προφέρω,
κι ακόμα — πόρτες
να ανοίγω!
–Διάπλατα— στη μαύρη τη νύχτα
(Μαρίνα Τσβετάγιεβα)
Με τη Νικόλ Δημητρακοπούλου γνωριστήκαμε στο δικαστήριο, στην εκδίκαση της υπόθεσης του πρωτόδικα καταδικασμένου παιδοβιαστή Δημήτρη Λιγνάδη. Δεν κάνουμε παρέα, δεν είμαστε φίλες κι όμως φωνάζαμε και κλαίγαμε για τον ίδιους λόγους. Έκτοτε ψάχναμε μια αφορμή να συναντηθούμε και επαγγελματικά. Στην αρχή της θεατρικής σεζόν ξεχώρισε στον “Πλατόνωφ” σε σκηνοθεσία Δανάης Σπηλιώτη. Τώρα πρωταγωνιστεί στις παραστάσεις “Midnight Μovie” και “Το σώμα της γυναίκας ως πεδίο μάχης”. Επίσης, είναι η Σιλβάνα στην “Παραλία”.
Σπούδασε πολιτικές επιστήμες, όμως (την) κέρδισε το θέατρο και η επιλογή του ρήματος κέρδισε δεν είναι τυχαία. Η Νικόλ Δημητρακοπούλου είναι μια ηθοποιός που δουλεύει πολύ και αυτό φαίνεται σε κάθε εμφάνισή της. Η συζήτηση μας προηγήθηκε της φρικτής γυναικοκτονίας στους Αγ. Αναργύρους κι όμως όσα λέει είναι φωτιά για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία και τον ρόλο της δικαιοσύνης που πολλές φορές δείχνει στους αδύναμους το σκληρότερο πρόσωπό της.
– Η φετινή σεζόν υπήρξε πλούσια. “Πλατόνωφ”, “Midnight Μovie”, “Το σώμα της γυναίκας ως πεδίο μάχης” και “Παραλία”. Είναι πάντα έτσι γενναιόδωρες οι συνθήκες για έναν ηθοποιό;
Δεν είναι όχι. Φέτος ήταν μια καλή χρονιά γιατί συμμετείχα σε υπέροχες δουλειές. Έχω δουλέψει πολύ σκληρά όλα αυτά τα χρόνια και αυτή την χρονιά νιώθω ευγνωμοσύνη που μου συμβαίνει αυτό. Είναι βέβαια εξαντλητικό κάποιες φορές αλλά νιώθω ότι δεν μπορώ να επιτρέψω στον εαυτό μου να κουραστεί ή να παραπονεθεί. Έχω φέτος στο μυαλό μου ότι κάνω πρωταθλητισμό ότι πρέπει να παραμείνω συγκεντρωμένη γιατί πρέπει να τρέξω αυτό το κατοστάρι και μετά θα ξεκουραστώ. Αλλά δεν είναι έτσι. Η δουλειά μας είναι μαραθώνιος. Πάντα είσαι σε συνθήκες αγώνα και πρέπει να ξέρεις που θα τρέξεις πιο γρήγορα και που θα πας πιο χαλαρά γιατί έτσι θα το φέρουν και οι συγκυρίες όταν δεν θα έχεις και τόση δουλειά εκ των πραγμάτων. Έχω πολύ έντονα στο μυαλό μου τον τίτλο ενός αγαπημένου μου διηγήματος το «Η μοναξιά του δρομέα μεγάλων αποστάσεων» του Άλαν Σίλιτοου. Για έναν ηθοποιό συνήθως δεν είναι τόσο γενναιόδωρα τα πράγματα. Υπάρχουν σεζόν που δεν παίζεις κάπου. Ένας ηθοποιός είναι σε μια μόνιμη κατάσταση ανεύρεσης εργασίας. Με το που ξεκινά μια δουλειά περιμένει να δει ποια θα είναι η επόμενη. Το να αντέχεις αυτό είναι κομμάτι της διαδικασίας.
– Το μετάνιωσες που άφησες μια πιθανή καριέρα στις πολιτικές επιστήμες;
Καθόλου. Δεν νομίζω πως θα υπήρχε τέτοια καριέρα γιατί ήθελα τόσο πολύ να γίνω ηθοποιός . Παρόλα αυτά οι σπουδές μου με διαμόρφωσαν πολύ ως άνθρωπο και μου άνοιξαν τρόπους σκέψεις, γνώρισα σημαντικούς ανθρώπους. Κυρίως όμως τις θυμάμαι για την συμμετοχή μου στις πολιτικές διαδικασίες του πανεπιστημίου. Οι πολιτικές ζυμώσεις στα αμφιθέατρα, η αλληλεγγύη και η συγκρότηση της πολιτικής ταυτότητας είναι μια ξεχωριστή εμπειρία στα Ελληνικά Πανεπιστήμια.
– Στην παράσταση “Midnight Movie” παρακολουθούμε μια γυναίκα με αναπηρία να περιπλανιέται στο διαδίκτυο ζώντας μια παράλληλη πραγματικότητα. Πώς είναι να υπάρχεις σε ένα σώμα που σε εγκαταλείπει και σε ένα άλλο που μοιάζει άφθαρτο;
Είναι όπως όταν το βράδυ είσαι με τις πιτζάμες σου, έχεις βάλει το παιδί σου για ύπνο βάζεις ένα ποτήρι κρασί και μετά μπαίνεις στο κόσμο των σόσιαλ μίντια. Η πραγματικότητά σου μετακινείται, η έννοια του χρόνου διαστρεβλώνεται και ζεις μια παράλληλη πραγματικότητα. Παίρνεις δύναμη από την άφθαρτη εικόνα σου, τα likes, τα σχόλια και αρχίζεις να ξοδεύεις τον λιγοστό χρόνο σου βλέποντας άλλες δημοσιεύσεις, άλλων σωμάτων. Δεν ζεις όμως στο τώρα σου. Στην περίπτωση βέβαια της γυναίκας που ενσαρκώνω που το σώμα της αρχίζει να καθηλώνεται το ψηφιακό σώμα θα μπορούσε να φαντάζει σαν μια δυνατότητα. Ένας τρόπος το ψηφιακό σώμα να βρεθεί σε μέρη που το υλικό σώμα αδυνατεί. Ωστόσο στην ουσία του είναι ένα placebo. Ο άνθρωπος παραμένει καθηλωμένος και όσο μεταβιβάζει την δυνατότητα μετακίνησης του στο διαδίκτυο ουσιαστικά μένει με το τίποτα. Δεν υπάρχει καν πνευματική μετακίνηση. Ένα βιβλίο θα ήταν ένα πολύ πιο ουσιαστικό ταξίδι, μια πιο πραγματική περιπέτεια.
– Αν η αποξένωση που υπάρχει στην αληθινή ζωή είναι μια μορφή αναπηρίας δικαιολογεί την ολοένα αυξανόμενη χρήση του διαδικτύου; Ζούμε εικονικά;
Νομίζω πως το ένα τροφοδοτεί το άλλο. Η ζωή με τους ρυθμούς που έχει πια και τις ολοένα αυξανόμενες οικονομικές ανάγκες οδηγεί τους ανθρώπους σε μια μοναξιά αφού πλέον ο ελεύθερος χρόνος δεν υπάρχει και όσος υπάρχει αφιερώνεται στην ξεκούραση. Σε αυτό το σημείο είναι που το διαδίκτυο είναι μια ξεκούραστη εύκολη λύση που όμως σταδιακά αρχίζει να γίνεται ένας εθισμός που δημιουργεί όλο και περισσότερο την ανάγκη να ξεχνιέσαι στον διαδικτυακό κόσμο. Κι έτσι σταδιακά αρχίζουμε να ζούμε εικονικά. Η ζωή αυτή φυσικά είναι προς όφελος του καπιταλιστικού συστήματος στο οποίο ζούμε που χρειάζεται ανθρώπους που δουλεύουν πολύ ωστόσο δεν ξοδεύουν πολύ γιατί τα χρήματά τους δεν τους φτάνουν και έχουν συνηθίσει να δρουν και να εκφράζονται μέσα σε έναν ψηφιακό κόσμο. Κι έτσι δεν μπορούν να διεκδικήσουν τα δικαιώματα που έχουν αρχίσει να στερούνται στην πραγματική ζωή τους.
– Παρά την απόφαση του ΟΗΕ -που θα τις προστάτευε- οι γυναίκες παραμένουν τα πρώτα θύματα των πολέμων. Στο έργο το “Σώμα της γυναίκας ως πεδίο μάχης” του Ματέι Βισνιέκ δυο γυναίκες προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα στη φρίκη. Μίλησε μου για τον ρόλο σου.
Η Ντόρα είναι μια Βόσνια γυναίκα θύμα ομαδικού βιασμού κατά την περίοδο του πολέμου στην Βοσνία. Έχει μεταφερθεί σε ένα κέντρο περίθαλψης θυμάτων πολέμου από το Νάτο στην Γερμανία. Η Ντόρα βρίσκεται σε κατάσταση μετά τραυματικού σοκ όταν ξεκινάει το έργο. Δεν μπορεί να κατανοήσει την φρίκη στην οποία έχει εκτεθεί και έχει χάσει την πίστη της σε οτιδήποτε. Στους ανθρώπους, στον θεό στη ζωή. Αρνείται να επιστρέψει πίσω στη χώρα της και φυσικά αρνείται να πάει στην Αμερική. Ο Βισνιέκ στο έργο του αυτό έχει δώσει το όνομα της Ντόρας στη γυναίκα αυτή ως αναφορά και στην φροϋδική Ντόρα που αποτέλεσε πρωταγωνίστρια στην ανάλυσή του για την περίπτωση της Υστερίας. Είναι ένας πολύ απαιτητικός ρόλος που χρειάζεται μεγάλη σωματική και ψυχική συμμετοχή που πολλές φορές είναι εξαντλητική. Το σώμα αυτής της γυναίκας δεν είναι πλέον δικό της έχει γίνει ένα πεδίο πάνω στο οποίο οι αντίπαλες εθνοτικές ομάδες έχουν προσπαθήσει να δηλώσουν την κυριαρχία τους.
– Μια γυναίκα της Ουκρανίας, της Γάζας, της Σιέρα Λεόνε και κάθε γυναίκα που κατασπαράσσετε από τον καπιταλισμό και την πατριαρχία είναι μια γυναίκα που μας μοιάζει;
Είμαστε αυτές οι γυναίκες. Ανάλογα με το πλαίσιο είναι λιγότερο ή περισσότερο εμφανή τα σημάδια αυτής της λειτουργίας αλλά είναι πάντα παρούσα. Το σώμα των γυναικών κατά την περίοδο πολέμου είναι ένα πεδίο άσκησης των στρατιωτικών τακτικών που σκοπό έχουν να κάμψουν το ηθικό του αντιπάλου. Το γυναικείο σώμα είναι ένα εργαλείο προκειμένου ο άντρας να πληγεί. Όλη αυτή η βία δεν γίνεται καν με στόχο τη γυναίκα. Τόσο αμελητέα είναι η ύπαρξή της. Και στις δικές μας κοινωνίες η ύπαρξη της γυναίκας απειλείται συνεχώς από την πατριαρχία και τον καπιταλισμό ο οποίος ακόμη αρνείται να αναγνωρίσει π.χ. ακόμα και την αναπαραγωγή ως κοινωνικοοικονομική δραστηριότητα η οποία θα έπρεπε να υποστηρίζεται επαρκώς.
– Επειδή έχουμε συναντηθεί σε δικαστήριο και κάτω από συνθήκες που δεν ήταν ευχάριστες υπάρχουν στιγμές που νιώθεις θυμό για τον τρόπο που η δικαιοσύνη αντιμετωπίζει τα θύματα;
Η αλήθεια είναι ότι ακριβώς εκείνες οι στιγμές στις δικαστικές αίθουσες που συναντηθήκαμε υπήρξαν για μένα ακριβώς το σημείο που έχασα κατά πολύ την πίστη μου στην δικαιοσύνη. Ο πατέρας μου είναι δικηγόρος και από μικρή είχα πολύ μεγάλη αγάπη για το επάγγελμα αυτό αλλά και για τον θεσμό της δικαιοσύνης. Ζούσα πιστεύοντας ότι μπορώ να διεκδικήσω το δίκιο μου αν χρειαστεί και ότι η αλήθεια θα λάμψει. Κατά την διάρκεια της δίκης που συναντηθήκαμε βίωσα ένα τεράστιο σοκ και μια έντονη ματαίωση. Ο τρόπος που ο δικηγόρος της μιας πλευράς αντιμετώπισε τα θύματα «ανθρώπους που είχαν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση» με την ανοχή του δικαστηρίου ήταν κάτι που δεν μπορούσα να φανταστώ και κάτι που δεν μπορούσα να αντέξω. Είδα μπροστά στα μάτια μου τα θύματα να ξαναβιώνουν το τραυματικό γεγονός που χρόνια δεν τολμούσαν να αρθρώσουν, δημόσια. Αυτή η στιγμή θα έπρεπε να προστατεύεται. Αντίθετα στις δικαστικές αίθουσες οι δικηγόροι έχουν το δικαίωμα να γελούν, να σχολιάζουν να ειρωνεύονται ακόμη και να σχολιάζουν το θύμα. Είναι πολύ δύσκολο στην χώρα αυτή να καταγγείλεις μια τέτοια πράξη γιατί θέλει τεράστια δύναμη να καταφέρει ένα θύμα να αντέξει αυτή την διαδικασία.
– Έχει τίμημα να βγαίνεις εκεί έξω και να φωνάζεις την αλήθεια;
Έχει γιατί πρέπει να θυσιάσεις χρόνο που πλέον είναι σε έλλειψη αλλά και χώρο μέσα σου. Να φύγεις από τον εγωκεντρισμό σου όπου σημασία έχει μόνο τι συμβαίνει σε εσένα και να προσπαθήσεις έμπρακτα να αλλάξουν τα πράγματα για όλους. Ακόμη κι αν εσένα δεν σε ακουμπά σε προσωπικό επίπεδο αυτή η αδικία. Επίσης έχει τίμημα γιατί τις περισσότερες φορές φωνάζεις την αλήθεια αλλά το ψέμα νικάει και εκεί δεν πρέπει να απογοητευτείς. Αυτό είναι δύσκολο. Όσο πιο πολύ ελπίζεις και προσπαθείς να αλλάξεις κάτι τόσο πιο μεγάλη είναι η ματαίωση που νιώθεις όταν δεν γίνεται. Αυτό νομίζω είναι το πιο δύσκολο. Να μην χάσεις την πίστη σου εκείνη τη στιγμή και να σταματήσεις να ζεις με αυτό τον τρόπο.
– Άλλαξαν τα πράγματα στο θέατρο μετά το ελληνικό #metoo; Νιώθεις πιο δυνατή, ενδεχομένως πιο ασφαλής;
Άλλαξαν αρκετά γιατί το πρόβλημα έγινε επιτέλους γνωστό και πλέον υπάρχει ένας φόβος να εκδηλωθούν τέτοιες συμπεριφορές. Ήταν πολύ σημαντική αυτή η περίοδος. Επίσης το σωματείο των ηθοποιών είναι πολύ πιο δυνατό και οργανωμένο το οποίο μας κάνει να νιώθουμε κι εμείς πιο ασφαλείς.
– Πως είναι να είσαι σεξεργάτρια στην Κρήτη της δεκαετίας του ΄70;
Δύσκολο, μοναχικό, βίαιο.
– Νομίζω πως η Σιλβάνα είναι από τους πιο ωραίους ρόλους στην “Παραλία” και αυτό γιατί φέρνει συζητήσεις του σήμερα σε μια εποχή όπου η αυτοδιάθεση του σώματος μοιάζει άγνωστη λέξη.
Ο ρόλος της Σιλβάνας είναι πράγματι ένας πολύ ιδιαίτερος ρόλος. Σε μια εποχή όπου στην Ελλάδα και ακόμη περισσότερο στην Ελληνική επαρχία οι γυναίκες ακόμα αντιμετωπίζονταν ως ιδιοκτησία του άντρα, συζύγου ή πατέρα η γυναίκα αυτή κάνει τολμηρά βήματα προς τα μπρος. Φεύγει από το πορνείο που δουλεύει επαναστατώντας κατά της έμφυλης βίας. Υπερασπίζεται το δικαίωμα της γυναίκας στην αυτοδιάθεση του σώματός της όποιο επάγγελμα κι αν κάνει. Λέει πως η δουλειά της είναι να ικανοποιεί τους πελάτες αλλά μέχρι εκεί που η ίδια επιτρέπει. Το ότι δουλεύει ως σεξεργάτρια δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να ανεχτεί πράξεις βίαιες από τους πελάτες. Και μάλιστα παρακινεί και τις υπόλοιπες να κάνουν το ίδιο. Στη συνέχεια ανοίγει το δικό της μαγαζί και προσπαθεί να ζήσει σε μια μικρή κοινωνία αψηφώντας το στίγμα της προηγούμενης δουλειάς της. Ακόμη και από τον Διονύση Αρχοντάκη ζητά μια ουσιαστική ειλικρινή σχέση συντροφικότητας και ισότητας τουλάχιστον ως προς τα συναισθήματα. Είναι ένας ρόλος που μου αρέσει πολύ, είναι απαιτητικός και δούλεψα πολύ προκειμένου να σπάσει και να πάει πέρα από το στερεότυπο της πόρνης.
– Ποια ταινία είδες πρόσφατα και σου άρεσε;
Την “Ανατομία μιας Πτώσης” της Ζιστίν Τριέρ. Με συγκλόνισε αυτή η ταινία. Το σενάριο είναι αριστουργηματικό και οι ερμηνείες επίσης. Μιλά για μια οικογένεια όπου ο πατέρας σκοτώνεται στο ίδιο τους το σπίτι ενώ η γυναίκα και ο γιός τους είναι παρόν και η σύζυγός του τελικά κατηγορείται για τον θάνατό του. Κατά τη διάρκεια της δίκης που γίνεται αποκαλύπτονται τόσες πτυχές της σχέσης τους τόσο από τη δική της πλευρά όσο και από την δική του που δεν μπορεί κανείς να είναι σίγουρος για τίποτα και που κανείς δεν είναι ακριβώς ένοχος.
– Τι είναι αυτό που μπορεί να σε αποθαρρύνει και τι αυτό που θα σε κάνει να πάρεις φωτιά ;
Με αποθαρρύνει όταν βλέπω ανθρώπους που δεν είναι παθιασμένοι με αυτό που κάνουν. Αντίθετα αυτό που ανάβει το φως μέσα μου είναι μια ομάδα ανθρώπων που θέλουν να πουν κάτι που τους καίει βαθιά.
– Αγαπημένος στίχος;
Τα χέρια αγαπώ
να φιλώ κι αγαπώ
ονόματα να προφέρω,
κι ακόμα — πόρτες
να ανοίγω!
–Διάπλατα— στη μαύρη τη νύχτα
(Μαρίνα Τσβετάγιεβα)