Ο Νιλ Πόστμαν (Neil Postman), γεννημένος το 1931 στη Νέα Υόρκη, υπήρξε ένας από τους πιο επιδραστικούς θεωρητικούς των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και έντονος πολέμιος της τηλεόρασης. Ως συνεχιστής του έργου του Μάρσαλ ΜακΛούαν, ο Πόστμαν αφιέρωσε τη ζωή του στην ανάλυση των επιπτώσεων που έχουν τα μέσα επικοινωνίας στην κοινωνία και την εκπαίδευση.

Αφού αποφοίτησε το 1953 από το Παιδαγωγικό τμήμα του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, ο Πόστμαν συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, όπου το 1958 απέκτησε διδακτορικό δίπλωμα. Το 1961 δημοσίευσε το πρώτο του βιβλίο, “Η Τηλεόραση και η Διδασκαλία της Αγγλικής”, θέτοντας τις βάσεις για μια σειρά σημαντικών έργων που θα ακολουθούσαν.

Δύο από τα πιο εμβληματικά έργα του είναι “Η Εξαφάνιση της Παιδικής Ηλικίας” (1982) και “Διασκέδαση Mέχρι Θανάτου” (1985). Το τελευταίο, που πούλησε πάνω από 200.000 αντίτυπα, αναλύει πώς η τηλεόραση έχει μετατρέψει σοβαρά θέματα όπως η πολιτική και η εκπαίδευση σε μορφές ψυχαγωγίας. Ο Πόστμαν υποστήριξε ότι η τηλεόραση έχει υπονομεύσει την ποιότητα του δημόσιου διαλόγου, αντικαθιστώντας τη λογική σκέψη με επιφανειακές εικόνες και σλόγκαν.

Ο Πόστμαν ήταν γνωστός για την επιφυλακτική του στάση απέναντι στις νέες τεχνολογίες. Αν και αναγνώριζε ότι κάποιες τεχνολογικές εξελίξεις έχουν βελτιώσει τη ζωή μας, όπως η τηλεφωνία και οι υγειονομικές πρακτικές, προειδοποιούσε για τους κινδύνους που προκύπτουν από την υπερβολική εξάρτηση από την τεχνολογία. Στο έργο του “Technopoly: The Surrender of Culture to Technology” (1992), υποστήριξε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν εξελιχθεί σε μια κοινωνία όπου η τεχνολογία κυριαρχεί σε κάθε πτυχή της ζωής, με αρνητικές συνέπειες για την κουλτούρα και την εκπαίδευση.

Ο Νιλ Πόστμαν έγραψε συνολικά 18 βιβλία και περισσότερα από 200 επιστημονικά άρθρα, επηρεάζοντας βαθιά τη σκέψη γύρω από τα μέσα ενημέρωσης και την εκπαίδευση. Η κριτική του για την τηλεόραση και η ανάλυσή του για τις επιπτώσεις της τεχνολογίας παραμένουν επίκαιρες ακόμη και σήμερα. Πέθανε στις 5 Οκτωβρίου του 2003, αφήνοντας πίσω του μια πλούσια κληρονομιά που συνεχίζει να προκαλεί συζητήσεις σχετικά με τη φύση της επικοινωνίας στην ψηφιακή εποχή.

Η TV δεν σηκώνει στρωτά μυαλά. Πιστεύω ότι σε κάποιο βαθμό ζούμε σε μία δικτατορία των ΜΜΕ. Ειδικά η τηλεόραση έχει αποκτήσει τεράστια δύναμη και μπορεί να λέει στους ανθρώπους τι πρέπει να πιστεύουν και τι όχι. Σήμερα λοιπόν αυτή η δικτατορία των ΜΜΕ προσπαθεί να περιθωριοποιήσει και να γελοιοποιήσει τους διανοούμενους που κάνουν κριτική· προσπαθεί να γελοιοποιήσει την σκέψη. 

Σκεφτείτε μια πολιτική ή άλλη συζήτηση στην τηλεόραση. Ο παρουσιαστής επιδιώκει τη σύρραξη μεταξύ των συνομιλητών και αμέσως αντιδρά στην οργανωμένη σκέψη οπότε αυτή πάει να διατυπωθεί. Δεν επιτρέπει σε κανέναν να μιλήσει πάνω από τριάντα δευτερόλεπτα, ώστε να μην κάνει κοιλιά το πρόγραμμα! Όμως πώς μπορεί να διατυπωθεί μια σοβαρή σκέψη σε τριάντα δευτερόλεπτα; Αυτό είναι αδύνατον. Έτσι το μόνο που μας μένει από αυτές τις συζητήσεις είναι η διαμάχη. Τίποτε άλλο το ουσιαστικό. 

Στην τηλεόραση δεν παράγεται σκέψη. Γι’ αυτό στην τηλεόραση θανατώνεται η ουσία. Τίποτε το ουσιαστικό δεν λέγεται, τίποτε το ουσιαστικό δεν γίνεται στην τηλεόραση. Η τηλεόραση είναι τόσο δημοφιλής επειδή δεν ανησυχεί κανέναν, διότι μας βοηθάει να διατηρούμαστε απαθείς, να σκοτώνουμε τον χρόνο μας. 

Η TV νικιέται από θεατές με αντισώματα. Κάθε φορά που βλέπω ειδήσεις στην τηλεόραση, θέτω στον εαυτό μου το ερώτημα σε ποιον ανήκει ο τηλεοπτικός σταθμός που παρακολουθώ. Είτε πρόκειται για τον Ρούπερτ Μέρντοχ είτε για τα στελέχη της Time Warner, προσπαθώ να θυμάμαι τι θα ήθελε κάθε ένας από τους ιδιοκτήτες να πιστεύω για τα πράγματα και τον κόσμο. Επίσης, προσπαθώ να καταλάβω τι διάθεση θα ήθελε καθένας απ’ αυτούς να έχω. Αν και ξέρω ότι όλοι θα ήθελαν το ίδιο: να έχω δηλαδή τη διάθεση που θα μου επιτρέψει να δώσω προσοχή και σημασία στις διαφημίσεις που θα μου δείξουν. 

Ακόμη κι αν έγινε ένας σεισμός, ξέρω ότι μερικοί άνθρωποι δεν θέλουν να ανησυχήσω πάρα πολύ. Διότι αν ανησυχήσω, δεν θα μπορέσουν να μου πουλήσουν ούτε το καινούργιο αυτοκίνητο ούτε καν μία σοκολάτα για το διάλειμμα από τη δουλειά μου. Ο άνθρωπος που ανησυχεί για έναν σεισμό δεν είναι δυνατόν ενδιαφερθεί για τα δημητριακά που θα του δείξεις την αμέσως επόμενη στιγμή. Οι ιδιοκτήτες των καναλιών μάς θέλουν ήσυχους και χαζοχαρούμενους, ώστε να είμαστε δεκτικοί στις διαφημίσεις τους. Όλα αυτά τα γνωρίζω πολύ καλά, όπως είμαι σίγουρος ότι τα γνωρίζετε και εσείς. Γι’ αυτό πιστεύω ότι τα παιδιά θα έπρεπε από μικρή ηλικία να διδάσκονται στο σχολείο πώς να κρατούν κριτική στάση απέναντι στην τηλεόραση και στον Τύπο. 

Η TV ευνοεί πολιτικούς που έχουν ταλέντο πλασιέ. Ο Μπιλ Κλίντον ήταν ο τέλειος τηλεοπτικός ηγέτης. Τον έβλεπες και έλεγες: «Πωπώ, φοβερός τύπος». Όμως η διαφορά μεταξύ τηλεοπτικής εικόνας και πραγματικότητας είναι σοβαρό πρόβλημα. Η τηλεόραση έχει την εξής δυνατότητα: έναν πανέξυπνο τον κάνει να φαίνεται ανίκανος και ηλίθιος· έναν ηλίθιο τον δείχνει ικανότατο και ευφυέστατο. Ο 27ος πρόεδρος των ΗΠΑ ήταν 160–170 κιλά. Σήμερα δεν θα μπορούσε να εκλεγεί σε καμία περίπτωση – φανταστείτε πως θα έδειχνε στην τηλεόραση! 

Τις περισσότερες φορές ψηφίζουμε μόνο την εικόνα κάποιου, την εικόνα που μας δείχνει τηλεόραση. Οπότε, αν κάποιος γράφει καλά στο φακό, αυτομάτως κερδίζει πόντους. Και ας μην ξέρουμε τίποτε άλλο γι’αυτόν. Σε λίγο οι πολιτικοί ηγέτες θα είναι επιτυχημένοι παρουσιαστές ειδήσεων και σταρ με θητεία στις σαπουνόπερες. 

Η TV εκπαιδεύει τους τυράννους του μέλλοντος. Μπορεί να ξέρουμε ήδη πάρα πολλά γύρω από τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, αλλά ο πολιτισμός μας εξακολουθεί να έχει ως επίκεντρο την τηλεόραση. Ο Μάρσαλ ΜακΛούαν είπε ότι άνθρωποι σαν τον Αδόλφο Χίτλερ δεν θα είχαν πετύχει αν στην εποχή τους υπήρχε τηλεόραση. Όχι Χίτλερ ήταν ευερέθιστος, ήταν άνθρωπος που παρασυρόταν εύκολα από το συναίσθημα· η τηλεόραση θέλει ψυχραιμία, ήπιους τόνους. 

Ο ΜακΛούαν υποστήριξε ότι οι τύραννοι του μέλλοντος δεν θα είναι τόσο έντονοι στις αντιδράσεις τους, αλλά θα είναι άνθρωποι με ψυχραιμία. Όπως είπε, οι τύραννοι του μέλλοντος θα είναι αυτοί που θα μπορούν να λένε την πιο σκληρή είδηση απαθείς και μερικές φορές με ένα κάποιο χαμόγελο στα χείλη. Εγώ θα συμπλήρωνα ότι οι τύραννοι του μέλλοντος θα είναι πιο επικίνδυνοι, διότι θα είναι οι ηλίθιοι της τηλεόρασης που σερβίρουν ό,τι φαγητά ετοιμάζουν τα αφεντικά τους ή θα είναι οι νικητές τηλεπαιχνιδιών όπως ο “Μεγάλος αδερφός”. 

Η TV είναι αμερικανικό υπέρ-όπλο. Η τηλεόραση πηγαίνει χέρι χέρι με την αγγλική γλώσσα, δηλαδή με το σημαντικότερο όπλο του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Οι πάντες σήμερα μιλούν αγγλικά – τουλάχιστον όσοι θέλουν να ανήκουν στην σύγχρονη κοινότητα. Σε όποια χώρα του κόσμου κι αν πάει κάποιος, βλέπει τον τεράστιο αντίκτυπο που έχει η διάδοση της αγγλικής γλώσσας. Συμπέρασμα; Οι Άγγλοι έστελναν τον στρατό τους για να κατακτήσουν τον κόσμο. Οι αμερικάνοι βρήκαν όμως καλύτερο τρόπο: στέλνουν τις ταινίες τους και την αγγλική γλώσσα.

 

 

☞︎ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο FacebookX/Twitter και Instagram.