Ο νους μου τρέχει έντεκα χρόνια πίσω, όταν προλόγιζα τους μουσικούς στο «Loop Festival» στη Λευκωσία της Κύπρου, ένα πραγματικά underground event που όμοιό του δεν ξανάζησα ποτέ έκτοτε. Ένας απ’ τους συμμετέχοντες μουσικούς ήταν και ο Μπάμπης Παπαδόπουλος, που έπαιζε με τα χέρια στην κιθάρα του και με τα πόδια στις λούπες μπροστά του. Σε εκείνο το solo set, ο Παπαδόπουλος παρουσίασε ένα υλικό, που περιείχε όλες τις διαδρομές του από το ροκ, τα μπλουζ, τη τζαζ έως την αυτοσχεδιαστική μουσική. «Μη μιλήσεις μόνο για ‘’fusion’’, γιατί θα πάει αλλού το πράγμα» με είχε ενημερώσει πριν βγει στη σκηνή, αποδεικνύοντας πόσο καλά κατείχε το αντικείμενó του και το περιεχόμενο του δικού του προγράμματος. Με τον Παπαδόπουλο ξαναβρεθήκαμε τα επόμενα χρόνια, όταν μου είχαν δώσει μια μεγάλη συνέντευξη μαζί με τον σκηνοθέτη Γιάννη Οικονομίδη, με αφορμή την έξοδο του «Μικρού ψαριού» στις αίθουσες. Η αλήθεια είναι όμως, πως ποτέ δεν χάσαμε επαφή, μια και παρακολουθούσα τη δράση του κυρίως μέσα από τις εκδόσεις των προσωπικών του instrumental δίσκων. Σήμερα οι δίσκοι αυτοί έγιναν αισίως επτά με την πρόσφατη έκδοση του εξαιρετικού «Γεννηθήκαμε χτες» (Puzzlemusik), στο οποίο μελοποιεί για πρώτη φορά ποιητές μάλλον άγνωστους στο ευρύ κοινό, ενώ μας αποκαλύπτεται ο ίδιος και ως τραγουδιστής, μια ιδιότητα που φανερώθηκε επί τούτου και δεν γνωρίζουμε αν θα του «ξαναβγεί» σε μια επόμενη δισκογραφική εξόρμηση. Η συγκεκριμένη συνομιλία μας πραγματοποιήθηκε στην πόλη του, τη Θεσσαλονίκη, πετυχαίνοντάς τον πριν κατέβει στην Αθήνα μόνο για ένα λάιβ και πριν επιστρέψει για ακόμα μια λάιβ σύμπραξη του με τους Χειμερινούς Κολυμβητές. Πάντα έχει ενδιαφέροντα πράγματα να πει σε μια συνέντευξη ο Μπάμπης Παπαδόπουλος…
Κάνω την εκφώνηση: «Πέμπτη 23 Μαρτίου 2023, συνέντευξη με τον συνθέτη Μπάμπη Παπαδόπουλο»
«Δεν δηλώνω συνθέτης. Προτιμώ κιθαρίστας καλύτερα. Μουσικός (γέλια). Τέλος πάντων, εντάξει, όπως θέλετε…»
– Υπηρετείτε γενικώς τη μουσική και όχι το τραγούδι, όπως συμβαίνει με τον τελευταίο σας δίσκο;
Όχι, το κάνω κι αυτό, απλά νομίζω ότι η μουσική κυριαρχεί. Είμαι ένας μουσικός, κιθαρίστας, ο οποίος γράφει και μουσική, δεν είναι όμως το κύριο μέλημά του η σύνθεση. Το κάνω, αλλά θεωρώ ότι πιο πολύ αισθάνομαι ένας μουσικός.
– Μήπως η λέξη «συνθέτης» εμπεριέχει έναν ακαδημαϊσμό κι ακούγεται βαρύγδουπη;
Ναι, ακριβώς, αυτό είναι περισσότερο που με απωθεί και όχι η ουσία της.
– Δεν είναι πολύς καιρός που κυκλοφόρησε το «Electric Solo», εδώ όμως, με το «Γεννηθήκαμε χθες», παρουσιάζετε για πρώτη φορά δικά σας τραγούδια.
Ναι, αν βγάλουμε εκτός τα τραγούδια με τις Τρύπες που ήταν μια διαφορετική διαδικασία. Πάντως, στην προσωπική μου δισκογραφία είναι η πρώτη φορά που έγραψα τραγούδια.
– Διαφορετική διαδικασία εννοείτε τη συλλογικότητα μέσα σ’ ένα συγκρότημα;
Εγώ στα κομμάτια που υπέγραψα τη μουσική τους, αυτή προϋπήρχε και ο Γιάννης (σ.σ. Αγγελάκας) έβαζε στους στίχους. Το έκανε συχνά στις Τρύπες αυτό ο Γιάννης. Συνήθως ο στίχος έμπαινε πάνω στη μουσική. Στα κομμάτια που εγώ έδινα τουλάχιστον, έτσι γινόταν, γιατί τα περισσότερα κομμάτια τα συνυπόγραφε με τον Καρρά ο Αγγελάκας. Έπειτα, άλλα τα φτιάχναμε όλοι μαζί. Πιο γκρουπίστικη διαδικασία. Τώρα για πρώτη φορά έγραψα μελωδίες – μελωδίες και είναι διαφορετικός επίσης ο τρόπος τραγουδίσματος. Έχουν δηλαδή μια τέτοια φόρμα τα κομμάτια μου.
– Εσείς κάνατε την επιλογή των ποιητών; Με εντυπωσίασε που μελοποιήσατε Θεόδωρο Ντόρρο, τον προπάτορα του σουρεαλισμού στην Ελλάδα.
Εγώ την έκανα. Για τον Ντόρρο στη συνέχεια ανακάλυψα αυτό που λέτε, δεν τον ήξερα πριν. Εκτός από τον Μπράβο, που τον είχα μάθει λόγω «Βραχνού Προφήτη», τους υπόλοιπους τους βρήκα μέσα από ένα βιβλίο των εκδόσεων Μεταίχμιο. Λέγεται «Ο Μανώλης Αναγνωστάκης ανθολογεί» και έγινε με δημοσιεύσεις εκπομπών του Αναγνωστάκη στο Κρατικό Ραδιόφωνο όπου απήγγειλε διάφορους Έλληνες ποιητές. Είχε και πολύ γνωστά ονόματα μέσα η συγκεκριμένη ανθολογία, αλλά αυτούς που εγώ διάλεξα, δεν τους γνώριζα. Ούτε τον Ντόρρο, ούτε τον Οικονόμου, ούτε τον Αντωνίου, μου ήταν άγνωστοι. Δεν έγινε βέβαια η επιλογή με βάση αυτό, απλώς τα συγκεκριμένα ποιήματα με συγκίνησαν και επιπλέον, σε ότι αφορά τον Θεόδωρο Ντόρρο, με εντυπωσίασε και η πολύ περίεργη ζωή που είχε. Δεν είναι τυχαίο, όπως είπατε κι εσείς, πως πρόκειται για τον πρόδρομο των Ελλήνων σουρεαλιστών ποιητών.
– Θυμάμαι να διαβάζουμε την περιβόητη συλλογή του με τίτλο «Στου Γλυτωμού το Χάζι» τα χρόνια της σχολής κινηματογράφου. Φοβερός τίτλος για βιβλίο, έτσι;
Πράγματι. Τον Μηνά Δημάκη, ας πούμε, τον άλλον ποιητή που μελοποίησα, τον ήξερα περισσότερο απ’ τους υπόλοιπους.
– Λογικό, ο Δημάκης έχει μελοποιηθεί στο παρελθόν από τη Ρίκα Δεληγιαννάκη σε παραγωγή του Μάνου Χατζιδάκι κιόλας.
Ούτε αυτό το γνώριζα για να είμαι ειλικρινής.
– Διαφοροποιήθηκε η δουλειά σας, πιστεύετε, ως προς τη δημιουργία τραγουδιών;
Για μένα ήταν κάπως σαν στοίχημα. Ξεκίνησε μες την πρώτη καραντίνα η διαδικασία, τότε που διάβασα τα συγκεκριμένα ποιήματα. Με συγκίνησαν κι είπα «Ας καθίσω ν’ ασχοληθώ μαζί τους», έτσι, σαν ένα παιχνίδι. Είναι και ποιήματα άμετρα, πεζοποιήματα περισσότερο. Ήταν, ξαναλέω, στοίχημα να καταφέρω να τα εντάξω σ’ ένα τραγουδένιο κλίμα με μελωδία. Διότι, ξέρετε πως αυτό που συμβαίνει σε τέτοιου τύπου πειραματισμούς είναι να καταφεύγεις στις απαγγελίες και σε πιο προζάτες καταστάσεις. Εγώ προσπάθησα να βρω μια ρυθμική αγωγή και στο πως θα μπορούσαν να εξελιχτούν οι μελωδίες. Να υπάρχει μια μελωδική αφήγηση.
– Τι μπορεί να υποδηλώνει ο τίτλος «Γεννηθήκαμε χτες»;
Καταρχάς είναι ο τίτλος του ποιήματος του Χρήστου Μπράβου και νομίζω πως υποδηλώνει αυτό που λέει και το ποίημα ή αυτό που εγώ εξέλαβα από τους στίχους. Προφανώς ο καθένας διαβάζει όπως θέλει ένα ποίημα, για μένα όμως είναι σαν να λέει την ιστορία του ανθρώπου με την έννοια μιας δήλωσης συνειδητότητας. Δεν ξέρω αν διαβάσατε το σημείωμα μου μες το άλμπουμ.
– Ομολογώ πως όχι, αλλά δεν πειράζει, θα μου το πείτε εσείς τώρα.
Μιλάει για το χθες και τι ακριβώς είναι. Η έννοια του χρόνου, γεννηθήκαμε χθες, γεννηθήκαμε στην ουσία πριν από κάποια εκατομμύρια χρόνια και μέσα σ’ όλη την πορεία του ο άνθρωπος κάνει μονίμως τα ίδια πράγματα. Και τα θετικά και τα αρνητικά. Είναι λειτουργικός, είναι και αυτοκαταστροφικός, είναι και με τον Θεό, είναι και με τον διάβολο, είναι όλα μαζί μέχρι να φτάσει στο βιολογικό του τέλος και να ξαναρχίσει απ’ την αρχή. Ένας αέναος κύκλος. Το μόνο που αλλάζει είναι ίσως τα εργαλεία του, αλλά η βάση του παραμένει σταθερή. Αυτό εγώ κατάλαβα. Να μη χάνουμε τη βάση μας, την ουσία μας, τη ρίζα μας. Το τελευταίο δεν το λέω εθνικιστικά φυσικά. Ένας αναστοχασμός εσωτερικός είναι το ποίημα αυτό. Τώρα, αυτό επεκτάθηκε στη μουσική με μια πολύ στρέιτ μπάντα, κιθάρα – μπασοτύμπανα, με ένα ηχητικό κλίμα που μπορεί να έχει κάτι παλιακό, αλλά παιγμένο τώρα, σημερινά, με όλη την αντίληψη μου για τη μουσική.
– Είστε γεννημένος το 1967, άρα να υποθέσω ότι πρωτοπιάσατε κιθάρα στα τέλη των seventies.
Όχι στα τέλη, στα μέσα θα έλεγα. Σκεφτείτε ότι στα 17 μου έγραψα στον πρώτο δίσκο με τις Τρύπες. Ξεκίνησα κάπου στα εννιά – δέκα μου, κάπως έτσι.
– Είχατε μουσικό οικογενειακό background;
Στο στενό οικογενειακό μου περιβάλλον, όχι. Απ’ την πλευρά της μάνας μου, όμως, είχα ξαδέρφια που ασχολούνταν με τη μουσική. Απ’ αυτούς πήρα το ερέθισμα και έμαθα τις πρώτες συγχορδίες.
– Και από ακούσματα; Από τη δημοτική παράδοση ως το ροκ, να υποθέσω;
Μεγάλωσα μέσα σ’ ένα αστικό περιβάλλον για να πω ότι είχα σχέση με τη δημοτική παράδοση. Μεγαλύτερη σχέση είχα με το λαϊκό αστικό τραγούδι, με το ρεμπέτικο και το έντεχνο λαϊκό. Και σαν μουσικός ασχολήθηκα περισσότερο μ’ αυτά. Παράπλευρα ασχολήθηκα με τα δημοτικά μέσω φίλων μουσικών. Είχα τα ακούσματα, αλλά το δημοτικό πιστεύω πως κυριάρχησε περισσότερο στην επαρχία. Βίωμα μου είναι το λαϊκό, όχι το παραδοσιακό τραγούδι.
– Εξ ου και με το άλμπουμ «Από τη σπηλιά του δράκου», το 2010 νομίζω, επιστρέψατε στα ρεμπέτικα ακούσματα της πρώιμης νιότης.
Ακριβώς, αλλά δεν θα έβγαζα απ’ έξω το ροκ, γιατί και το ροκ ήταν η κύρια μουσική μου ενασχόληση με τις μπάντες ταυτόχρονα με το λαϊκό και το ρεμπέτικο. Ένα παιχνίδι γινόταν ανάμεσα στα δύο και δεν ήθελα να κυριαρχήσει κάτι απ’ αυτά τα δύο, αλλά αυτό που ήμουν εγώ εν πάση περιπτώσει.
– Τον καιρό που μπήκατε στις Τρύπες, όντας μικρό παιδί ακόμα, είχατε επίγνωση της σημαντικότητας αυτού που κάνατε;
Όχι, μωρέ, κανείς μας δεν είχε αυτή την επίγνωση. Εγώ ήμουν μικρό παιδί, αλλά κι οι άλλοι δεν ήταν πολύ μεγαλύτεροι. Όταν εγώ ήμουν 17, ο Αγγελάκας ήταν στα 25. Δεν νομίζω ότι είχαμε στο μυαλό μας να κάνουμε κάτι σπουδαίο, η μόνη μας ανάγκη ήταν να έχουμε μια μπάντα και να παίζουμε μουσική. Επίσης δεν υπήρχε σε κανενός το μυαλό, που έπαιζε ροκ τη δεκαετία του ’80, η σκέψη πως το ροκ θα του αποφέρει έστω και το παραμικρό κέρδος. Δεν συζητάμε καν για μεγάλες επιτυχίες, λεφτά κλπ. Ήταν δεδομένο ότι το κάναμε για το «χάι» μας, για την έκφρασή μας, όλα αυτά που αντιπροσώπευαν μια ροκ μπάντα τέλος πάντων. Οι επιτυχίες ήρθαν με τον καιρό τους και πιστεύω πως τη δεκαετία του ’90 έγινε κάτι πιο μεγάλο με τα ελληνικά ροκ συγκροτήματα που απόκτησαν ένα μαζικότερο κοινό. Ήμασταν εμείς, τα Ξύλινα Σπαθιά, όλες αυτές οι μπάντες.
– Η αλήθεια είναι πως έχοντας περάσει από ένα θρυλικό πλέον γκρουπ, είστε ο μόνος ή απ’ τους ελάχιστους που καταφέρατε να αυτονομηθείτε και να διαγράψετε τη δική σας τροχιά.
Ναι, το πιστεύω και αυτή ήταν η επιδίωξη μου χωρίς να γίνεται αυτοσκοπός. Απ’ τη στιγμή που τελείωσαν οι Τρύπες, δεν μπορούσα να βρω με ποιον άλλο τρόπο θα συνέχιζα. Τι να έκανα, ας πούμε; Να γυρνούσα και να έπαιζα σε επανεκτελέσεις τα κομμάτια των Τρυπών; Δεν με ενδιέφερε καλλιτεχνικά, οπότε ήταν και μια ευκαιρία να κάνω πράγματα που σκέφτομαι και που θέλω. Έτσι κι αλλιώς το σημαντικό ήταν η διάθεση για δημιουργία, που δεν την έχασα μετά το τέλος του συγκροτήματος. Οδηγήθηκα σ’ αυτό που υπάρχει μέχρι σήμερα.
– Έχετε υπογράψει τις ενορχηστρώσεις δύο αγαπημένων δίσκων, τον «Βραχνό Προφήτη» του Θανάση Παπακωνσταντίνου και το «Άδειο δωμάτιο» του Σωκράτη Μάλαμα. Ειδικά το τελευταίο ήταν το πλέον ροκ άλμπουμ του Μάλαμα.
Και μένα μου άρεσε και νομίζω πως ήταν ο πρώτος δίσκος που γράφτηκε στο Royal Alzheimer Hall στούντιο. Ο Σωκράτης ανέκαθεν φλέρταρε με το ροκ απ’ τους πρώτους δίσκους του, δηλαδή το είχε αυτό το στοιχείο κι εγώ είχα παίξει και σ’ άλλους δίσκους του ηλεκτρική κιθάρα. Φλέρταρε με το ροκ χωρίς να είναι πάντα μέσα σ’ αυτό. Ας πούμε ότι ο δίσκος που λέμε ήταν η πιο ηλεκτρική δουλειά του.
– Ήθελα να ρωτήσω αν η ενασχόληση με τις ενορχηστρώσεις κατεξοχήν τραγουδοποιών, σας επηρέασε ως προς το τωρινό εγχείρημα σας.
Δεν το σκέφτομαι τόσο πολύ, αλλά σαφώς όλα είναι ένα μάθημα, ότι έχω κάνει. Σαφώς και με επηρέασε, δεν πιστεύω ότι κάτι περνάει ξώφαλτσα από πάνω μας. Αφήνει πάνω μας το αποτύπωμα του, όπως το ίδιο συμβαίνει και με τη δική μου συμβολή στις δουλειές των άλλων. Όποιος πει, π.χ., ότι έκανε κάτι και δεν τον άγγιξε, είτε δεν το έκανε, είτε τον άγγιξε και δεν το έχει συνειδητοποιήσει. Εμένα ότι κάνω στη ζωή μου, με αγγίζει αφού μετέχω 100%.
– Θα λέγατε ότι είστε μέλος της περίφημης «οικογένειας» των μουσικών της Θεσσαλονίκης;
Δεν ξέρω, δεν το έχω νιώσει, αλλά μάλλον είμαι μέλος της οικογένειας των μουσικών γενικώς. Της Θεσσαλονίκης, της Αθήνας, της Ελλάδας, του κόσμου όλου, δεν ξέρω…
– Ας παρακάμψουμε λοιπόν το τοπικιστικό στοιχείο.
Μου αρέσει που ζω στη Θεσσαλονίκη με το άλλο κλίμα που υπάρχει και που βοηθάει πολύ, εμένα τουλάχιστον. Με βοηθάει το ότι δεν ζω αυτό το πράγμα της Αθήνας με ότι συνεπάγεται. Θα μπορούσα να ζω στην Αθήνα, αλλά δεν θα μπορούσα κιόλας. Δεν θα φανταζόμουν στην Αθήνα τον εαυτό μου, αν και σαφώς επαγγελματικά όλα εκεί γίνονται. Είναι τέτοιοι οι ρυθμοί που δεν ξέρω πως τα καταφέρνουν άλλοι μουσικοί. Δε θα μπορούσα να είμαι όλη μέρα στο δρόμο, να τρέχω από δω, να τρέχω από κει, να ασχολούμαι με τα δημοσιοσχεσίτικα, να κλείνω λάιβ – δεν ξέρω πως τα προλαβαίνουν όλα αυτά μαζί. Εδώ στη Θεσσαλονίκη το ότι είμαι εκτός όλου αυτού του κυκλώματος, μ’ αφήνει να έχω την ησυχία μου για να συγκεντρωθώ και να δουλέψω χωρίς παρεμβάσεις στην καθημερινότητά μου. Υπάρχουν και δυσκολίες, δε λέω, αφού πολλοί μουσικοί φεύγουν και πάνε στην Αθήνα να ζήσουν. Καταλήγω στο ότι μ’ αρέσει η Θεσσαλονίκη, η οποία έχει και μια παράδοση στο να παράγει μουσικούς.
– Γι’ αυτό και την λένε πολλοί, «η σχολή της Θεσσαλονίκης».
Δεν ξέρω κατά πόσο αυτό είναι αληθινό, πάντως βγήκε από την εποχή του Νίκου Παπάζογλου με το στούντιο του, το «Αγροτικόν». Υπήρχε ο χώρος αυτός και έγιναν πολλές παραγωγές με συγκεκριμένο ήχο, γιατί το κάθε στούντιο έχει συγκεκριμένο κούρδισμα. Βάλε και την προσωπικότητα του Νίκου, ο οποίος είχε το ταλέντο ή τη γοητεία να μαζεύει ανθρώπους γύρω του. Είχε μια ζεστασιά που ήταν το χάρισμα του κι αυτό έφτιαξε την περίφημη σχολή της Θεσσαλονίκης. Πάντως, δεν ξέρω αν είναι πραγματικό αυτό κι εγώ αισθάνομαι μουσικός γενικά (γέλια).
– Μπορεί να είναι ερωτική ενίοτε η σχέση ενός μουσικού με την κιθάρα του;
Δεν ξέρω πως το εννοείς το ερωτικό και δεν σκέφτομαι τη σχέση μου με το όργανο, γιατί είναι κάτι δεδομένο για μένα. Υπάρχει στη ζωή μου τα περισσότερα χρόνια. Αν τώρα είμαι 56 στα 57, σκεφτείτε ότι από τα δέκα μου είμαι με μια κιθάρα στα χέρια, δηλαδή για 46 ολόκληρα χρόνια. Όλη μου η ζωή! Φαντάζομαι πως είναι σαν κάτι γέρικα ζευγάρια, μια και το θέσατε έτσι, που ζουν μαζί όλη τους τη ζωή κι αν τους ρωτήσεις πως είναι η σχέση τους, θα σου πουν «Ποια σχέση; Αφού τώρα πια έχουμε γίνει ένα».
– Μου δώσατε μια πολύ ωραία απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα. Έχετε γίνει ένα, επομένως, με την κιθάρα σας.
Είναι σαν την άλλη ερωτική σχέση, που λένε, αυτήν με τον λόγο. Επειδή μιλάω δηλαδή και εκφράζομαι με τον λόγο…Καθημερινά πιάνω την κιθάρα στα χέρια μου, γράφω, αυτοσχεδιάζω, παίζω, όλα αυτά.
– Σας εντυπωσιάζει όποτε ακούτε έναν πιτσιρικά να παίζει καλή ηλεκτρική κιθάρα;
Ναι, με ενθουσιάζει και γιατί όχι; Αν και για να είμαι ειλικρινής, τελευταία εντυπωσιάζομαι από μεγάλους μουσικούς, μεγάλους ανθρώπους που παίζουν και με συγκινούν. Βλέπω όλο αυτό το συγκινητικό της εμπειρίας τους και του παιξίματός τους. Δίνουν ένα άλλο βάρος, βάθος και ουσία σ’ αυτό που παίζουν. Προχθές περπατούσα στο δρόμο και πέτυχα τον Σάκη Παπαδημητρίου να πίνει καφέ. «Τι γίνεται;» ρωτάμε ο ένας τον άλλον και γυρνάει και μου κάνει: «Να φανταστείς ακόμη παίζουμε πιάνο». Σαν να μου έλεγε ότι δεν θα έπρεπε, αλλά εγώ του απάντησα: «Ευτυχώς που παίζεις πιάνο». Είναι μαγικό να υπάρχει ένας ογδοντάχρονος που παίζει ακόμα πιάνο! Απ’ την άλλη, σαφώς, μ’ εντυπωσιάζουν οι νέοι άνθρωποι και υπάρχουν πολλά παιδιά που παίζουν εξαιρετικά συγκριτικά με τα δικά μας πρώτα χρόνια. Το επίπεδο σήμερα είναι ιδιαίτερα υψηλό. Η κοπέλα, ας πούμε, που παίζει στα Καντηνέλια είναι φοβερή κιθαρίστρια, με εντυπωσιάζει – σας φέρνω ένα παράδειγμα, επειδή μου’ρθε τώρα στο μυαλό.
– Οι προσλαμβάνουσες του ήχου πόσο δύνανται να γεννήσουν μουσική; Το θρόισμα ενός φύλλου, ένα κύμα που σκάει στο βράχο;
Συμβαίνει, γιατί έτσι κι αλλιώς δεν ξέρουμε από που θα πάρει μπρος το μυαλό ή τι είδους σκέψεις θα κάνει. Προσπαθώ ν’ αφήνομαι ανοιχτός στην καθημερινότητά μου, ώστε οποιοδήποτε ερέθισμα θα μπορέσει να γεννήσει κάτι. Και μια εικόνα μπορεί να το κάνει αυτό, ένα σχήμα, αφού η μουσική δημιουργεί από μόνη της και ήχους και εικόνες. Είναι η έκφραση όλων των ερεθισμάτων που μπορώ να πάρω ανά πάσα στιγμή.
– Μια και αναφερθήκαμε στους νεότερους, διδάσκετε ακόμα στο ΤΕΙ Ηπείρου;
Όχι, σταμάτησα εδώ και εννιά χρόνια. Νομίζω ότι δεν μου πάει αυτό το πράγμα, ειδικά μέσα στο ακαδημαϊκό πλαίσιο. Ήταν πολύ πιεστική κατάσταση για μένα, μακριά απ’ αυτό που ήθελα να κάνω. Δεν ένιωσα δημόσιος υπάλληλος, γιατί εγώ δούλευα χωμένος κυριολεκτικά εκεί μέσα και είχα καλή σχέση με τα παιδιά, αλλά με αποσπούσε απ’ την ουσία του πράγματος.
– Βραβευτήκατε από την Ακαδημία Κινηματογράφου για το σάουντρακ του «Μικρού ψαριού» του Γιάννη Οικονομίδη. Πως προέκυψε η συνεργασία με τον Οικονομίδη;
Τον Γιάννη τον ήξερα απ’ το «Σπιρτόκουτο» και τον γνώρισα ένα βράδυ που πήγα να δω μια ταινία στον κινηματογράφο. Όταν έβγαινα εγώ, αυτός έκοβε εισιτήριο. Συστηθήκαμε στα όρθια και κατευθείαν μου είπε πως θα ήθελε να χρησιμοποιήσει ένα κομμάτι από τον πρώτο μου δίσκο για το τρέιλερ της τελευταίας ταινίας του – νομίζω τον «Μαχαιροβγάλτη» είχε κάνει μόλις. Του έδωσα την άδεια, ανταλλάξαμε τηλέφωνα, κάναμε συζητήσεις και τα «βρήκαμε». Μέχρι τώρα χαίρομαι όταν τον βλέπω και πάντα θα πιούμε έναν καφέ ή ένα ποτό.
– Αναφέρουμε τον Οικονομίδη και για το λόγο ότι στο «Γεννηθήκαμε χτες» υπάρχει μέσα το «Ροκ του Καραγκιόζη», κομμάτι που επίσης ακουγόταν στη «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς» του.
Ήθελα πολύ να έμπαινε αυτό το κομμάτι σ’ ένα δίσκο και τελικά νομίζω ότι κόλλησε νοηματικά και αισθητικά. Το παίζαμε ακόμη και με τις Τρύπες, ανοίγοντας τα λάιβ μας, ενώ και οι Χειμερινοί Κολυμβητές το παίζουν σ’ ένα άλλο κομμάτι τους εμβόλιμο. Φτιάχτηκε τώρα για το τρίο των μουσικών που θα έπαιζαν στο άλμπουμ, με τον Πέτρο Δαμιανίδη, τον Χρήστο Γερμένογλου και μένα. Ο Χρήστος πέθανε δυστυχώς κατά την πρώτη προσπάθεια ηχογράφησης και μείναμε ντουέτο. Με τον Χρήστο μόνο δυο κομμάτια προλάβαμε να γράψουμε, το «Ροκ του Καραγκιόζη» και την «Ελπίδα». Πάντως, το συγκεκριμένο θέμα ήταν μια παραγγελιά του Οικονομίδη.
– Εκτός από τον Οικονομίδη, όμως, έχετε συνεργαστεί και με τον Νίκο Γραμματικό, ενώ μουσική σας έχει ντύσει παραστάσεις του ΚΘΒΕ.
Μου αρέσει πάρα πολύ η διαδικασία και την απολαμβάνω πάρα πολύ.
– Ο συνθέτης Χρήστος Λεοντής αντιθέτως, που δούλεψε πολύ στο θέατρο, μου είχε πει πως δεν του άρεσε η ίδια διαδικασία στον κινηματογράφο, αφού μπορεί να παρέδιδε ένα θέμα τριών λεπτών και στην ταινία να έμπαιναν τελικά τα δύο ή και το ένα μόνο λεπτό.
Εγώ το βρίσκω καλό αυτό, αφού η μουσική υπηρετεί το σύνολο μιας ταινίας, ενός έργου. Δεν κάνεις μουσική για να αναδείξεις το δικό σου μουσικό έργο – αυτό γίνεται μόνο όταν κάνεις τη μουσική σου, όταν δημιουργείς, όπως το ίδιο κάνει και ο κινησιολόγος σε μια χοροθεατρική παράσταση. Στο σινεμά, το κάνουν ο σκηνογράφος και ο ενδυματολόγος, ας πούμε. Αλλιώς θα συμπεριφερθώ ως μουσικός σ’ ένα σχήμα, αν παίζω δηλαδή με τους Χειμερινούς Κολυμβητές και μετέχω σε μια άλλη ομάδα ή αν παίζω το δικό μου «Electric Solo». Υπάρχουν πολλοί σπουδαίοι μουσικοί που παίζουν κατά καιρούς μέσα σε μια συμφωνική ορχήστρα. Πρέπει να κάνουμε αυτό που απαιτείται στην κάθε συνεργασία και στην κάθε στιγμή.
– Μένετε ακόμα στην ίδια γειτονιά που μεγαλώσατε ή έχετε αλλάξει πολλά σπίτια στη Θεσσαλονίκη;
Έχω αλλάξει αρκετά σπίτια. Περνάω πολύ συχνά απ’ τη γειτονιά που μεγάλωσα, γιατί εκεί είναι ακόμη το πατρικό μου και πηγαίνω και βλέπω τη μητέρα μου, η οποία είναι εν ζωή. Έχω καλή σχέση με τη μνήμη και ένας λόγος που αγαπώ τη Θεσσαλονίκη και θέλω να μένω εδώ, είναι κι αυτός. Πηγαίνοντας απ’ τη Νεάπολη, που είναι το πατρικό μου, περνάνε όλα τα παιδικά μου χρόνια, τα σπίτια, οι γωνιές, τα πάρκα, που μπορεί να έχουν αλλάξει πολύ όλα, αλλά τα διατηρώ στις μνήμες μου. Το ίδιο μου συμβαίνει και στην πόλη και το κατάλαβα όταν δούλευα στο ΤΕΙ και μετακόμισα στην Άρτα για έξι χρόνια. Έκανα μια βόλτα στην πόλη και μου έκανε εντύπωση, γιατί νόμιζα ότι έβλεπα κάτι άλλο. Έτσι, με κάθε ευκαιρία που επέστρεφα στη Θεσσαλονίκη, με έπιανα να χαζεύω γύρω μου και έπιανα περίεργα πράγματα. Και τώρα, όταν είμαι σε άλλη κατάσταση, βγαίνω μια βόλτα για να ηρεμήσω και επικεντρώνομαι στο περιβάλλον γύρω μου. Μου αρέσει που πάω στην παραλία και βλέπω απέναντι τον Όλυμπο, όποτε είναι καθαρή η ατμόσφαιρα. Μπαίνω σε στενά δρομάκια, περνάω από παλιά στέκια που τώρα είναι κάτι διαφορετικό τελείως, κάτι μου κάνει όλο αυτό. Ίσως είναι και τα χρόνια που περνάνε, σαν κάτι παππούδες που τους μένουν οι μνήμες μόνο (γέλια).
– Να πούμε ότι τραγουδάτε για πρώτη φορά στον τελευταίο δίσκο.
Ισχύει αυτό. Δεν είμαι τραγουδιστής και δεν το έκανα για να αποδείξω ότι είμαι και τραγουδιστής. Πιο πολύ το έκανα γιατί προέκυψε απ’ τη στιγμή που έφτιαχνα τα τραγούδια με την κιθάρα και τα τραγουδούσα συνέχεια. Είναι η σύνδεσή μου με την αρχική σύνθεση, το θέμα είναι δηλαδή λίγο πιο προσωπικό για μένα.
– Πως κρίνετε τον τραγουδιστή εαυτό σας;
Δεν ξέρω, γιατί ξαναλέω πως δεν είμαι τραγουδιστής, απλά είπα τα συγκεκριμένα κομμάτια. Και τον Κοέν και τον Ντίλαν, δεν μπορείς να τους πεις τραγουδιστές, ούτε και τον Αγγελάκα. Δεν είναι κανονικοί τραγουδιστές, τραγουδάνε τους στίχους τους και αυτή είναι η διαφορά. Καταφέρνουν να περνάνε τον στίχο τους με τόσο εύκολο και όμορφο τρόπο, επικοινωνώντας με πολλούς άλλους ανθρώπους.
– Χώρια που εδώ «συστήσατε» και μερικές νέες φωνές.
Με τον Χρήστο Σαπουντζή έχουμε μια παλιά φιλία που κρατάει 30 χρόνια, πριν πάρει την απόφαση να γίνει ηθοποιός. Μου αρέσει το μέταλλο της φωνής του, έχει μια χροιά και μια ένταση που ταίριαζε στο κομμάτι που ερμήνευσε. Την Εύη Μάζη τη γνώρισα μέσω των Χειμερινών Κολυμβητών, που παίζω μαζί τους μόνο στα λάιβ και ποτέ ίσαμε τώρα στη δισκογραφία. Την έχω ακούσει πολύ στο πάλκο και πιστεύω πως επίσης της ταίριαζε το τραγούδι μ’ αυτή την καθάρια ζεστή φωνή που διαθέτει. Η Ανθή Κύρκου είναι κορίτσι της πόλης που γράφει κι η ίδια εξαιρετική μουσική, ενώ έχει ωραία παρουσία στη σκηνή. Και γι’ αυτήν νιώθω ότι είπε ένα κομμάτι που της πήγαινε πολύ. Όσο για τα υπόλοιπα που λέω εγώ, στην αρχή είχα σκεφτεί άλλους για να τα τραγουδούσαν. Για το ομότιτλο κομμάτι, το «Γεννηθήκαμε χτες» μέχρι τελευταία στιγμή δεν έβρισκα ποιος θα μπορούσε να το πει. Ρωτούσα από δω κι από κει ώσπου κάποια στιγμή έστειλα το κομμάτι στον Μιχάλη Σιγανίδη. Μου το ζήτησε ο ίδιος να το ακούσει και στο τέλος μου πρότεινε να το πω εγώ, αφού του άρεσε η φωνή μου. Δεν ήθελα στην αρχή, αλλά τα πράγματα ήρθαν έτσι που δεν τραγούδησα μόνο αυτό, αλλά και άλλα δύο.
– Ευθύνεται ο Σιγανίδης, λοιπόν, κατά ένα τρόπο που σας μαθαίνουμε και ως τραγουδιστή.
Ήτανε μια μικρή ώθηση αυτή από τον Μιχάλη σε συνδυασμό με την αναχώρηση του Γερμένογλου, όπου έπρεπε να ξαναστηθεί το project απ’ την αρχή. Μου ερχόταν λίγο πιο ζεστό, πιο οικείο το πράγμα ώστε να τραγουδήσω ο ίδιος τελικά.
– Μα και το ότι δώσατε τα κομμάτια σε φωνές σχετικά άγνωστες, φίλων σας, φανερώνει ότι τραβάτε τον δικό σας δρόμο.
Δεν το έκανα γι’ αυτό, όμως. Αν παρατηρήσατε, οι άνθρωποι αυτοί τραγουδάνε με μεγάλη απλότητα τα ποιήματα και αυτό ήταν το μέλημα μου: Φοβόμουν ότι μια φωνή με τεχνική αρτιότητα κλπ. θα αποπροσανατόλιζε.
– Το γνωρίζετε, φαντάζομαι, ότι ο δίσκος ήδη έχει αποσπάσει εξαιρετικές κριτικές.
Ναι, το βλέπω και χαίρομαι πάρα πολύ. Φυσικά με ικανοποιεί, γιατί είναι μια επιβεβαίωση του κόπου σου και της προσπάθειας. Μ’ ενδιαφέρει και εμπορικά, δηλαδή να μπορέσει να κάνει πωλήσεις ώστε να πάρω κάνα φράγκο να φτιάξω το επόμενο άλμπουμ. Είναι δύσκολα, ξέρεις, πρέπει να βγάζει ένας δίσκος τα έξοδά του για να μπορούμε να κάνουμε τον επόμενο. Παντού γίνεται αυτό, δεν κάνω παράπονο αυτή τη στιγμή, τη διαδικασία περιγράφω. Είναι κι ένα ξεχωριστό κομμάτι, αφού η έκφραση «παράγω τέχνη» , ακούγεται λίγο εργοστασιακή. Την τέχνη την κάνουμε έτσι κι αλλιώς, αλλά απ’ τη στιγμή που γράφουμε ένα δίσκο που μετατρέπεται σε εμπορικό προϊόν, καλό θα είναι να μπορεί να βγάλει τα έξοδα του.
– Ποιον θεωρείτε ύψιστο βαθμό δυστυχίας για έναν άνθρωπο; Ή και ευτυχίας;
Και η δυστυχία και η ευτυχία είναι πολύ προσωπική υπόθεση του καθενός. Αφορά σε στιγμές της ζωής, αφού δεν μπορούμε να πούμε ότι κάποιος είναι συνεχώς ευτυχισμένος ή δυστυχισμένος. Μέσα στον κύκλο της ζωής υπάρχουν αυτές οι στιγμές, οι οποίες – επαναλαμβάνω – είναι πολύ προσωπικές. Μπορεί κάποιος να σου πει ότι νιώθει ευτυχισμένος γι’ αυτό κι εσύ να λες «Μα είναι δυνατόν; Μ’ αυτό να νιώθει ευτυχισμένος;»
– Ευτυχία δεν είναι, λόγου χάριν, να’σαι μουσικός και να ασχολείσαι επί σειρά δεκαετιών με την τέχνη σου;
Για μένα, είναι, ναι. Αισθάνομαι μια ικανοποίηση που κατάφερα να κάνω αυτό στη ζωή μου, αλλά δεν μου χαρίστηκε, έχω να σας πω, ούτε ακόμα μου χαρίζεται. Βρίσκομαι σ’ ένα δρόμο δύσκολο και κοπιαστικό που μου δίνει τόση χαρά ταυτόχρονα. Άλλωστε τίποτα δεν είναι εύκολο σ’ αυτή τη ζωή για κανέναν με ό,τι κι αν ασχολείται.
– Μπάμπη Παπαδόπουλε, ευχαριστώ πολύ για την κουβέντα.
Εγώ ευχαριστώ. Είπαμε ωραία πράγματα.