Μια Μεγάλη Παρασκευή πριν χρόνια βρίσκει ένα παιδί να παίζει δυνατά μουσική με την παρέα του στο υπόγειό του, γιορτάζει κάτι δικό του, είναι ανέμελο και ετοιμάζεται για τους μεγάλους γκρεμούς της ζωής. Τον φωνάζουν Χρήστο, αλλά αργότερα, θα τον μάθουν (και ίσως θα τον αγαπήσουν κιόλας) ως Monsieur Minimal.
Οι καταβολές του Χρήστου Τσιτρούδη είναι αρκετές, γλυκά μπερδεμένες ανάμεσα Γιαννιτσά – Ικαρία – Βερολίνο – έρωτες – όνειρα – νοσταλγία – ψυχεδελικά 70s, αλλά ο ίδιος είναι μίνιμαλ, αγαπά απλώς τα ηλιοβασιλέματα, την μουσική και θέλει να φέρει το παιδί του σε έναν κόσμο ας πούμε καλύτερο. Με πολύ καλό focus που ήρθε μετά το αναγκαίο χάσιμο, ψάξιμο και ξόδεμα (προφανώς!), κατάφερε να δημιουργήσει την ταυτότητά του, να ασχοληθεί με ό, τι αγαπά περισσότερο, να στήσει το δικό του ανεξάρτητο label, να ζει μια ζωή που αξίζει για εκείνον. Η μουσική του έχει περάσει από ατραπούς ρομαντικές, πειραματικές, eroticές και easterικές, ανέμελες και αστικές. Η μουσική του μοιάζει με αγκαλιά και, σίγουρα, αφηγείται περισσότερο ή λιγότερο φανερά ένα Love Story.
Στη γειτονιά του την Κυψέλη, ο Monsieur Minimal μίλησε για όλα αυτά ανοιχτά, με χιούμορ και γενναιοδωρία. Μπορεί και να ήπιαμε λίγο αλκοόλ στο τέλος της συνέντευξης, μπορεί και όχι. Σημασία έχει ότι την κάναμε!
– Μας επιτρέπεται να βάζουμε πότε πότε στοπ σε αυτούς τους γρήγορους ρυθμούς στον πανικό των οποίων ζούμε;
Εννοείται πως μας επιτρέπεται. Τι κυνηγάμε, την ουρά μας; Ό,τι θέλουμε κάνουμε. Αν δεν μπορούμε να έχουμε την δύναμη να ορίσουμε τις ανάγκες μας και τα όριά μας, να κάνουμε μια ζωή πυο δεν μας οδηγεί στο απόλυτο άγχος και χάος, τότε μπορεί και να χρειάζεται να μας το «επιβάλλει» κάποιος φίλος, ένας σύντροφος, κάποιος που μας αγαπά.
– Ποια είναι ακριβώς η σχέση μου με τη νοσταλγία; Νομίζω πως είναι κάπως ελληνοπρεπής ως τάση, ως συναίσθημα, δεν είμαι και σίγουρη. Μια αθηναϊλα…
Νοσταλγία φουλ. Όμως, δεν έχει να κάνει με την αθηναϊλα που λες, νομίζω. Έχει να κάνει με το αν κάποιος νοσταλγεί το παρελθόν και αντλεί από εκεί στιγμές που τον έχουν ανδρώσει, στιγματίσει και χαρακτηρίσει, για να πάρει δύναμη και φως ώστε να μπορεί να συνεχίσει σε μια δύσκολη στιγμή ή συγκυρία της ζωής του. Πάντα νοσταλγούσα την παιδικότητα, τις στιγμές με φίλους, με οικογένεια, ταξίδια, ερωτικές ιστορίες…Αν ζούσα σε άλλη χώρα, δεν ξέρω τι ιδιοσυγκρασία θα είχα. Άσε που εγώ ειδικά Αθηναίος δεν είμαι. Ίσως μετά από 15 χρόνια να έχω γίνει λίγο, τουλάχιστον λόγω του τρόπου που οδηγάω, σαν αγρίμι κι εγώ. Πάλι, όμως, σήμερα που συζητούσα με έναν φίλο, λέγαμε ο ένας στον άλλον ότι ήρθε η στιγμή να φύγουμε από εδώ.
– Τώρα γύρισες από την περιοδεία και θες να ξαναφύγεις;
Είναι γεγονός ότι φροντίζω πάντα να περνάω 2 ή 3 μήνες εκτός έδρας. Και μου αρέσουν πολύ οι συναυλίες εκτός της βάσης μου. Όπου παίζω, κάθομαι δύο, τρεις μέρες, βλέπω τον τόπο, τρώω, συνδέομαι, κάνω βόλτες και μετά φεύγω για τον επόμενο προορισμό και τον επόμενο, χωρίς να αισθάνομαι κούραση. Φέτος, μετά το πήγαινε έλα, κάθισα και δέκα μέρες να ηρεμήσω, καλό κι αυτό.
– Σε φαντάζεσαι να ζεις αέναα έτσι; Για πάντα, που λέμε, ας πούμε;
Κοίταξε, τώρα είμαι 43. Λογικά, θα έχω δυνάμεις για τα αρκετά επόμενα χρόνια. Αν προσέξω και λίγο, ίσως μέχρι τα 60 ακόμα! Πιτσιρικάς ήμουν λίγο πιο ροκ εν ρολ, πήγαινα με ένα μπάκπακ, όλα συνέβαιναν πιο αυθόρμητα και χύμα. Όσο μεγαλώνεις, θες και μια άνεση, μια ασφάλεια παραπάνω, και αυτό δεν το βρίσκω κακό.
– Γενικώς τελείς σε ταξιδιωτική κατάσταση. Και μουσικά.
Μου αρέσει να πειραματίζομαι, να συνεργάζομαι, να ακούω όση μουσική μπορώ. Προσπαθώ τουλάχιστον. Ας πούμε, η φάση με τον Δάκη ήταν γαμάτη. Ένας άνθρωπος-δώρο Θεού για μένα, ήρθε χωρίς κανένα κόμπλεξ στον δίσκο και συνεργαστήκαμε τόσο καλά. Κι ενώ δεν θέλω να συγκρίνω, άλλοι άνθρωποι που μπορεί να μην έχουν την δική του αξία και πορεία, έχουν ένα άλλο τουπέ. Μου έκανε φοβερή εντύπωση ο Δάκης. Κάναμε τρία χρόνια περιοδεία, γυρίσαμε όλη την Ελλάδα και, παρά το ότι είχε το πρόβλημα με την υγεία του, ελάχιστες φορές σε έκανε να το καταλάβεις. Ειδικά όταν έπιανε το μικρόφωνο, γινόταν παιδί, ανοιγόταν, ήταν άλλος άνθρωπος. Ο Δάκης δεν έπαψε ποτέ να είναι teenager.
– Η τελευταία σου συνεργασία είναι με την Ξένια Ντάνια, αυτήν την φωνάρα. Κάνατε μαζί το “Παιδιά Ανέμελα”.
Για άλλο κομμάτι πηγαίναμε, η αλήθεια είναι, το οποίο δεν έκατσε. Για πλάκα, περισσότερο, της είπα να δοκιμάσει να πει αυτήν την φράση, μια λούπα που επαναλμβάνευται με μια διαφορετική μελωδία. Μου άρεσε πολύ εμένα, εκείνη δεν τρελάθηκε, δεν ήταν ακριβώς αυτό που ήθελε. Ευελπιστώ στο μέλλον να μας κάτσει! Η Ξένια έχει πολύ ωραία φωνή, είναι ένα ταλαντούχο πλάσμα και ελπίζω να βρει το δρόμο που θέλει.
– Εσύ τον έχεις βρει αυτόν τον δρόμο;
Ναι, νομίζω έχω βρει τον δρόμο που ήθελα και γι’ αυτό αισθάνομαι τυχερός. Αρχίζοντας το 2007 που ήμουν Θεσσαλονίκη, ενώ παράλληλα εργαζόμουν ως ηλεκτρολόγος-μηχανικός (το αντικείμενο σπουδών μου). Είχα μια συνέντευξη στην Siemens, με είχαν πάρει, θα μπορούσα να έχω μια καλή, σταθερή δουλειά. Αλλά επέλεξα να πάω σε μια δισκογραφική -και είπα, ό, τι γίνει!- και κατέβηκα Αθήνα με 5.000 οικονομίες που είχα από την δουλειά. Το 2015, βέβαια,έφυγα από τον κύκλο των δισκογραφικών από επιλογή μου, για να μην έχω κανέναν πάνω από το κεφάλι μου, να δουλεύω με την δική μου αισθητική, να τα κάνω όλα όπως θέλω, χωρίς να παρακαλάω κιόλας κάποιον. Σε κάθε περίπτωση, κάνω αυτό που μου αρέσει, ζω με αξιοπρέπεια και είμαι ευχαριστημένος. Ξέρω κι εγώ; Μπορεί κάποια στιγμή να με κουράσει ή να θέλω να κάνω και κάτι άλλο.
– Τι έλεγες όταν ήσουν 18; Τι ονειρευόσουν;
Έλεγα πως θέλω να φύγω από τα Γιαννιτσά. Πήγα σπούδασα Ηλεκτρολόγος-μΗχανικός, χωρίς να σημαίνει κάτι για μένα. Ακόμα δεν είχε θεσπιστεί το μουσικό σχολείο. Πάντως, ήθελα να φύγω, να ανοίξει το μυαλό μου. Και από εκεί και πέρα, να κερδίσω χρόνο, για να δω τι πραγματικά θέλω. Στην αρχή, βιοποριζόμουν από αυτό που σπούδασα και έκανα τις μουσικές σπουδές μου παράλληλα. Δεν ήθελα και να έχω κανέναν πάνω από το κεφάλι μου, είναι σημαντικό για μένα η ανεξαρτησία, η ελευθερία.
– Τι άλλο σε παθιάζει εκτός από την μουσική;
Ταξίδια: τρελαίνομαι, πεθαίνω. Και να μαγειρεύω μου αρέσει πολύ-πριν γίνει μόδα. Όταν είχα πάει αυτοεξόριστος στην Ικαρία για δύο χρόνια, γύρω στο 2001, όπου και ξεκίνησα να γράφω ως Monsieur Minimal, άρχισα και να μαγειρεύω για να αυτοσυντηρηθώ. Και μου άρεσε να δοκιμάζω πράγματα. Συνεχίζω μέχρι σήμερα, αλλά μαγειρεύω για την σύντροφό μου, για τους φίλους μου, δεν ξέρω αν θα μπορούσα ή αν θα ήθελα να το κάνω για πολύ κόσμο. Μπορεί να μου άρεσε κάποια στιγμή να έχω ένα ντισκοκαφενείο σε ένα νησί, όπου θα υπήρχε και η μουσική φυσικά, αλλά και λίγο καλό φαγητό, φίλοι, κρασί…Και άγνωστοι άνθρωποι βέβαια, γιατί το να γνωρίζεις καινούργιους ανθρώπους είναι θησαυρός.
– Χρήστο, ποια ήταν η τελευταία φορά που ήσουν πεσμένος στα πατώματα, ψυχικά διαλυμένος, να νιώθεις την συμφορά στο πετσί σου;
Το 2015 ένιωσα όλη αυτήν την κατάσταση με τα κοινωνικοπολιτικά περίεργα, δεν άντεχα στιγμή. Σηκώθηκα λοιπόν μια μέρα, πήρα το αμάξι και ξεκίνησα ένα roadtrip στα Βαλκάνια. Θυμάμαι, ξερνούσα με την χώρα-και τώρα ξερνάω, αλλά κάνω υπομονή, πια. Το ταξίδι εκείνο κατέληξε Βερολίνο, όπου μου επέτρεψα να καθίσω μερικούς μήνες, χάρη και σε έναν κολλητό φίλο που μου άνοιξε την πόρτα μιας κατάληψης. Είχαμε ένα δικό μας διαμέρισμα, ήταν ωραία, έμοιαζε σαν art και drug bordelo! Το Pulp Fiction ωχριά μπροστά σε αυτό που έζησα εκεί. Για έναν περίεργο λόγο, μου έλειψε και η πατρίδα και η γλώσσα και τότε έγραψα το Erotika, ένα άλμπουμ αγγλόφωνο, ενώ σκόπευα να κάνω ένα ηλεκτρονικό άλμπουμ. Άβυσσος. Όμως, μαύρισα και φέτος τον Μάη, όταν έχασα την μητέρα μου. Ακόμα μαύρος νιώθω. Δεν είναι απλά επειδή έχασα την μητέρα μου, αλλά έχασα κι έναν άνθρωπο άγιο, πάντοτε υποστηρικτικό σε μένα. Είναι πολύ δύσκολο το να το διαχειριστώ, αλλά η ζωή τα φέρνει έτσι, ώστε έρχεται τώρα ένας άλλος άνθρωπος, κάτι που σου δίνει και λίγο ελπίδα, σε βάζει στη διαδικασία να συνεχίζεις. Θυμάμαι κάτι ωραίο για τη μαμά μου: στην παρουσίαση του Erotica με τον Δάκη στο Gazarte, μου είχε κάνει έκπληξη, είχε πάρει το αεροπλάνο και κατέβηκε από Θεσσαλονίκη. Με έπαιρνε τηλέφωνο και μου έλεγε ότι άκουγε τα CD μου, την μουσική μου και ότι της άρεσε πολύ…
– Από Βερολίνο πώς ήταν ο γυρισμός;
Ήθελα τόσο πολύ να μοιραστώ αυτό που είχα φτιάξει εκεί πέρα, είχα κατα(γ)καυλώσει. Αποφάσισα να κάνω focus, να αφοσιωθώ σε αυτό το πράγμα.
– Έχει λίγο βελτιωθεί κάτι από το 2015 μέχρι σήμερα;
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, νιώθω και λέω ένα πράγμα: η βλακεία με υπερνικούσε, με κατέβαλλε. Θυμάμαι ας πούμε από τις καταλήψεις στο δημοτικό. Δεν γίνονταν για να διεκδικήσουμε κάτι που θέλαμε να αλλάξει, απλώς κάναμε distraction σε μια διαδικασία με αρκετά προβλήματα, για την εκπαιδευτική λέω, και τελικά δεν φτιαχνόταν τίποτα. Υποκριτικό το έβρισκα όλο αυτό, και συνεχίζω να βρίσκω μερικά τέτοια αντίστοιχα πράγματα υποκρτικά, σαν οι άνθρωποι να υπορτιμούμε τον ίδιο τον αγώνα μας για βελτίωση, για αλλαγή. Όλοι έχουμε άποψη για όλα, δεν θέλουμε να ρωτάμε για να μάθουμε, δεν θέλουμε να κάνουμε διάλογο, να ακούσουμε. Προσπαθώ να ακούω 90% και να μιλάω 10%. Η βλακεία της μάζας, λοιπόν, με ενοχλούσε και με ενοχλεί. Η πολιτική μας απηχεί αυτή τη βλακεία!
– Γι’ αυτό σκέφτηκες να φύγεις πάλι;
Ναι, και σκέφτηκα πάλι το Βερολίνο, όπου επικρατεί ένας σεβασμός για τους ανθρώπους με οικογένειες και παιδιά, ας πούμε. Το κράτος σε σέβεται, προσπαθεί να σε προστατέψει και να βοηθήσει ως πολίτη και ως οντότητα. Επικρατούν κανόνες χρήσιμοι για την κοινωνική ευημερία, όχι μόνο το δικό σου, ατομικό καλό. Θα ήθελα το παιδί μου να μεγαλώσει σε ένα τέτοιο περιβάλλον, μην ξεχνώντας πόσο τυχερός υπήρξα κι εγώ που μεγάλωσα ανέμελος στην επαρχία, παίζοντας πολύ, όντας αθώος. Τα παιδιά παίζουν πια; Ή κάνουν μόνο μαθήματα, αθλητισμό, χόμπι, υποχρεώσεις, τρέξιμο, από τα 6, 7, 8 χρόνια τους;
– Μετά το καλοκαίρι, κι αν δε φύγεις από την Ελλάδα (sic) τι σχέδια, τι φθινόπωρο, τι χειμώνας;
Η εμφάνιση στο Gazarte την πέμοτη 21 Σεπτέμβρη, Συζητήσεις για άνοδο σε Θεσσαλονίκη, Καβάλα και ίσως και Θράκη, όπου έχω να πάω από τον Covid. Ξέρεις, η επαρχία έχει φάει πολλές κλωτσιές και, ενώ η Αθήνα πήρε γρήγορα μπρος, η επαρχία τώρα αρχίζει να συνέρχεται από αυτό το πράγμα και να παλεύει και πάλι να σταθεί στα πόδια της, χωρίς να την τραβήξουν τα άκρα σε δύσκολες καταστάσεις. Έχει φτωχοποιηθεί αρκετά και τα πράγματα είναι αλλιώς εκεί από ό, τι στην Αθήνα και σε κάποια άλλα αστικά κέντρα. Θέλω ακόμα να ολοκληρώσω τρία άλμπουμ, να τα ταξινομήσω, να τα βάλω στην σειρά, προτού τα κυκλοφορήσω. Μέσα σε όλα, αναμένω το Νοέμβριο, όπου γίνομαι πατέρας! Αυτά-και πολλά είναι. Πλέον, δεν κάνω σχέδια γιατί πλέον, η ζωή έρχεται και σε ξεπερνάει.