Για σχεδόν 40 χρόνια και μέσα από άλλα τόσα ισάριθμα άλμπουμ, ο περιπλανώμενος Σκωτσέζος Nick Currie, γνωστός από τις εφηβικές μας μουσικές αναζητήσεις και ως Momus, έχει καταφέρει, χωρίς σταματημό, να ξετυλίγει μικρές βινιέτες από καθημερινές ιστορίες σε μορφή τραγουδιών, οι οποίες καταγράφουν μια ιδιότυπη σειρά χαρακτήρων, καταστάσεων και πειραματικών-προοδευτικών τρόπων σκέψης. Μουσικά, κάποιος -πολύ εύκολα- μπορεί να πει ότι ο Momus έχει υπηρετήσει χιλιάδες στυλ, αλλά κανένας δεν μπορεί να του αφαιρέσει το πλεονέκτημα ότι πάντα, και σε όλα τα είδη της μουσικής που γράφει, πάντα θα καταφέρνει να μεταφέρει μια αξιοσημείωτα συνεπή και βασική εντύπωση.

Βλέπετε, σε όλα τα τραγούδια του, υπάρχει μια παιχνιδιάρικη διάθεση, ή ίσως μια μικρή σκανταλιά και μια μεγάλη ζημιά, μια σταθερά κομψή αλητεία που διαπερνά κάθε του παραγωγή, είτε ο καλλιτέχνης αντλεί έμπνευση από τα cabaret και τον Prince, είτε από τα συνθεσάιζερ των Kraftwerk και των New Order. Φυσικά, όπως όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες, έτσι και ο κύριος Momus, έχει διασχίσει μια θεάρεστη πορεία μέσα από αμέτρητες εμμονές, και ίσως γι’ αυτό, από το 1985 μέχρι σήμερα, το συνολικό έργο του δεν μπορεί να ενταχθεί σε ένα μόνο μουσικό είδος. Γιατί αυτή η σκανταλιάρικη διάθεσή του και η αδυναμία του να κάτσει φρόνιμα τον έχουν προστατεύσει από κάθε είδους «ξεπούλημα» σε οποιαδήποτε επίκαιρη μόδα.

Καθώς γράφω αυτές τις λέξεις, καθόλου τυχαία, θυμάμαι την πρώτη μας συνάντηση με τον Νικόλα Τριανταφυλλίδη, πίσω στις αρχές των 90s, στο Zonar’s. Και οι δυό μας, μόλις έχουμε εγκατασταθεί από την Αγγλία και τη Σουηδία, αντίστοιχα, στην Αθήνα, και βρισκόμαστε να μιλάμε με τις ώρες για δύο από τις μεγάλες κοινές μας αγάπες: τους Residents και τον Momus. Κάπως έτσι, μέσα από εκείνη την γνωριμία, η φιλία μας με τον Νικόλα εξελίχθηκε, και μιλούσαμε πάντα για μουσική και σινεμά, ώσπου μια μέρα μου έδειξε σε VHS κόπια την πρώτη του ταινία μικρού μήκους, η οποία γυρίστηκε στα πλαίσια της πρακτικής των σπουδών του στο Λονδίνο, το δεκάλεπτο “Momus: Amongst Women Only“.

Λίγα χρόνια αργότερα, κι ενώ ενδιάμεσα άκουγα τον Νικόλα συχνά να λέει πόσο ήθελε να φέρει τον Momus στην Αθήνα, με πήρε τηλέφωνο και μου πρότεινε να ανοίξω τη συναυλία του Momus στο ΑΝ Club. (Αν με ρωτήσει κάποιος πότε, δεν θυμάμαι, πρέπει να κάνω μεγάλη βουτιά στο αρχείο μου και μερικές φορές οι αναμνήσεις είναι ωραίο να μένουν θολές). «Μα ρε συ Νίκο, εγώ παίζω πιο σκληρό techno τώρα, και δεν θέλω να ξανατραγουδήσω μετά τους RAW. Δεν ξέρω αν κολλάμε», του είπα. «Κολλάτε γιατί είστε και οι δύο κωλόπαιδα και αγαπάτε τα συνθεσάιζερ. Παίξε ό,τι γουστάρεις, ο καθένας σας θα παίξει την μουσική του».  

Τότε, είχα μόλις χωρίσει, ζούσα μια ανεπανάληπτη εποχή συναισθηματικής αναταραχής. Στη διάθεσή μου είχα μόνο ένα σμπαραλιασμένο σετ από ένα λάπτοπ και ένα multi-timbral συνθεσάιζερ. Ναι, ξέρω ότι το ωμό techno που έπαιξα εκείνο το βράδυ δεν ήταν το ιδανικό άνοιγμα για τις ψυχεδελικές (τότε) διαθέσεις του επίτιμου καλεσμένου, αλλά τουλάχιστον ήταν αυθόρμητο, γενναίο ίσως απέναντι στις σκέψεις ότι «δεν κολλάμε» και εν μέρει προφητικό, θα μπορούσα να πω, για την εξέλιξη της παρουσίας των νέων τεχνολογιών στις σκηνές του ρον εν ρολ. Ευτυχώς, απ’ ότι φαίνεται στην κουβέντα που ακολουθεί ο Nick δεν θυμάται πολλά από εκείνο το βράδυ…

Τα χρόνια πέρασαν, ο Momus, πήγαινε κι ερχόταν στη ζωή μου. Κάποιες φορές τον έχανα και προσπαθούσα να κερδίσω έδαφος με τις κυκλοφορίες του, άλλες φορές προτιμούσα να τον διαβάζω ήσυχα παρά να τον ακούω, αλλά πάντα για κάποιους ανεξήγητους λόγους, μερικές φορές με ένα θολό τρόπο, ο Nick είναι πάντα εκεί. Ακόμα και όταν δεν το ήξερα, και το έμαθα εκ των υστέρων ότι την εποχή του lockdown έγραψε ένα ολόκληρο άλμπουμ με τίτλο “Athenian” στην πόλη μας. Συμβαίνει μερικές φορές με τους καλλιτέχνες, θα μου πείτε, αλλά με αυτόν τον τύπο θα υπάρχει πάντα κάτι αόριστα ιδιαίτερο, έστω και αν καμία από τις τελευταίες του κυκλοφορίες δεν μπορεί να ξεπεράσει το προσωπικό μου αγαπημένο “Vivid” του 2020.

Σήμερα, στα 62 του χρόνια συνεχίζει να είναι απτόητα παραγωγικός και τόσο καλλιτεχνικά, τόσο αυθεντικά, τρελός. Διάσημος για τη διανοητική και πρωτοποριακή προσέγγισή του, συνεχίζει να εξερευνά θέματα ταυτότητας, σεξουαλικότητας και (υπό)-κουλτούρας. Δεν έχει σταματήσει να συνδυάζει την μπαρόκ ποπ, ηλεκτρονικά και φολκ στοιχεία με προκλητικούς και συχνά ανατρεπτικούς στίχους. Ο Momus είναι διάσημος για τη διανοητική και πρωτοποριακή προσέγγισή του, εξερευνώντας συχνά θέματα ταυτότητας, σεξουαλικότητας και κουλτούρας.

Φωτ.: © Momus

– Μόλις κυκλοφόρησε το νέο (έχω χάσει το μέτρημα, συγγνώμη) άλμπουμ “Yikes!”. Πώς αισθάνεσαι; Τι σημαίνουν για εσένα αυτά τα νέα 36 τραγούδια;
Είναι -περίπου- το 40ο άλμπουμ μου, κι εγώ έχω χάσει το μέτρημα! Εκ των υστέρων, και μετά από μερικούς μήνες, αισθάνομαι ότι το “Yikes!” είναι τελικά ένα άλμπουμ που ικανοποιεί πολύ το κοινό, λίγο λιγότερο προσωπικό από κάποια άλμπουμ που έφτιαξα στην Οσάκα, λίγο λιγότερο εστιασμένο στιλιστικά. Ο δεύτερος δίσκος είναι μια συλλογή παλαιότερου υλικού, οπότε κάποια από αυτά τα τραγούδια μπορεί να σε πάνε πίσω 30 χρόνια. Ως συνήθως, τείνω να επικεντρώνομαι σε περίπου πέντε τραγούδια που καθορίζουν τον δίσκο για μένα: σε αυτή την περίπτωση είναι τα πέντε πρώτα του πρώτου δίσκου. Αισθάνομαι ότι η μουσική δημιουργία έχει αλλάξει τους τελευταίους δύο μήνες χάρη στην τεχνητή νοημοσύνη, και είμαι πρόθυμος να βουτήξω στη δημιουργία ενός νέου άλμπουμ χρησιμοποιώντας εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης, τα οποία έχουν εξελιχθεί πάρα πολύ σε σύντομο χρονικό διάστημα. Αλλά ταυτόχρονα νιώθω ότι ίσως κάνω πάρα πολλούς δίσκους και ότι θα κουράσω το κοινό αν κάνω έναν νέο δίσκο πολύ σύντομα. Ταυτόχρονα, γνωρίζω ότι η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να με οδηγήσει σε ένα επικίνδυνο μονοπάτι προς την κατεύθυνση να γίνω μια “μηχανή pastiche”.

– Ιδανικά, πώς θα περιέγραφες την καλλιτεχνική σου φιλοσοφία;
Χα χα, “μηχανή pastiche” είναι μια απάντηση! Λέξεις όπως “επιμελητής” και “συνθέτης” είναι επίσης καλοί δείκτες. Αισθάνομαι ότι δεν έχω ένα αυθεντικό προσωπικό στυλ, αλλά ότι συνθέτω τα υπάρχοντα στυλ με τέτοιο τρόπο ώστε να γίνονται πρωτότυπα, χάρη σε μια πολύ καλή επιμέλεια. Ή ίσως επειδή ο τρόπος που αντιγράφω πράγματα είναι άσχημος. Χρησιμοποιώ επίσης αρχεία όπως ένα ημερολόγιο, ή ένα mood board, ή ένα περιοδικό. Τις προάλλες συνάντησα έναν 18χρονο θαυμαστή του Momus από την Αυστραλία. Ανέφερε τη φράση «throw some shade» σε ένα τραγούδι από το άλμπουμ μου “Voyager” του 1992 και αναρωτήθηκε αν είχα μάθει αυτή την γκέι αργκό από την ταινία “Paris is Burning”, που βγήκε το 1990. Είπα ναι, μάλλον το είχα μάθει, και ότι πάντα έβαζα κάποια από την αργκό της εποχής για να κάνω τους δίσκους μου πιο επίκαιρους. Δεν με ενδιαφέρει το “διαχρονικό”, προτιμώ το “επίκαιρο”. Με τον καιρό, οι επίκαιροι δίσκοι γίνονται ιστορικά αρχεία, που βουίζουν από τα μιμίδια της ημέρας. Αυτό, για μένα, είναι πιο ενδιαφέρον από το να προσπαθείς να “υπερβείς” την εποχή.

– Βλέποντας πόσο ανοιχτός και διαθέσιμος είσαι για την τέχνη σου, φαίνεται ότι έχεις βρει μια σωστή διαδικασία: βρίσκεις χρόνο για τη μουσική σου. Βρίσκεις χρόνο για την τέχνη σου κάθε μέρα. Όλο αυτό είναι κάτι σαν πειθαρχία για σένα;
Όχι, όταν δεν φτιάχνω ένα άλμπουμ, τότε δεν φτιάχνω τραγούδια. Έχω αυτό το ρητό: “Αν θέλεις να κάνεις τέχνη, απλά ξεκίνα”. Όταν φτιάχνω ένα άλμπουμ, ξεκινάω τραγούδια. Τελειώνουν πάντα ως κάτι μέσα σε λίγες ώρες. Φτιάχνω ένα βίντεο και δημοσιεύω το τραγούδι και προχωράω στο επόμενο, και ούτω καθεξής. Ποτέ δεν έχω νιώσει αυτό που λένε «συγγραφικό μπλοκάρισμα»: το να ξεκινάς κάτι είναι σχεδόν σαν να εγγυάσαι ότι θα το τελειώσεις. Αλλά κατά τη διάρκεια των δέκα ή έντεκα μηνών του χρόνου κατά τους οποίους δεν ηχογραφώ, θεωρώ σημαντικό να ταξιδεύω, να ζω, να αγαπώ, να παρασύρομαι, να πίνω καφέ, να προβληματίζομαι, να έχω νέες εμπειρίες. Διαφορετικά κινδυνεύει κανείς να γίνει τρωγλοδύτης και να μη βγει ποτέ από τη σπηλιά του ή να μην ανανεώσει ποτέ τις παλιές του συνήθειες.

– Ποια θεωρείς ότι είναι τα πιο σημαντικά εργαλεία που χρησιμοποιείς τώρα όταν εργάζεσαι; Πώς απέκτησες αυτή την αυτοπεποίθηση μαζί τους;
«Προχωράω με όρεξη». Κάτι πρέπει να μου προκαλέσει την επιθυμία πριν προχωρήσω προς αυτό. Μερικές φορές αυτό μπορεί να μοιάζει με κλοπή ή με βαμπιρισμό: συχνά βρίσκομαι σε ένα γενικό υπόβαθρο αντιπάθειας της ποπ μουσικής, και για παράδειγμα, ακούω ένα κομμάτι ποπ που είναι υπέροχο και με κάνει να εύχομαι να το είχα γράψει εγώ. Η επιθυμία μου διεγείρεται και προσπαθώ να συλλάβω την ουσία, όχι του ίδιου του τραγουδιού, αλλά του ενθουσιασμού που μου προκάλεσε, την αναγέννηση της επιθυμίας για το ίδιο το μέσο. Είναι αρκετά σπάνιο να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Με αυτό το νέο άλμπουμ, αισθάνθηκα κάπως έτσι όπως και με το soundtrack της ταινίας “Poor Things”, σε σκηνοθεσία Γιώργου Λάνθιμου, με μουσική του Jerskin Fendrix. Ξαφνικά ενθουσιάστηκα με την ιδέα μιας φρανκενσταϊνικής χρήσης ακουστικών οργάνων παραμορφωμένων από τα ηλεκτρονικά. Οι ηχογραφήσεις μου κατέληξαν να μην μοιάζουν καθόλου με το soundtrack του Fendrix, αλλά επωφελήθηκαν από την ενέργεια που μου έδωσε η μουσική του, την ενέργεια του ενθουσιασμού. Πρέπει να θέλω, να θέλω να κλέψω λίγη φωτιά!

– Γράφεις περισσότερο από την εμπειρία ή από τη φαντασία σου; Από πού προέρχονται οι καλύτερες ιδέες σου και πώς τις διοχετεύεις στους δημιουργικούς σου τρόπους; Θα ήθελες να μιλήσεις λίγο περισσότερο γι’ αυτό;
Παίρνω αρκετές πραγματικές εμπειρίες που είχα και τις υπερβάλλω ή αλλάζω την οπτική τους γωνία. Μια τραγική κατάσταση, για παράδειγμα, μπορεί να μετατραπεί σε κωμωδία, σε φάρσα. Γελάω με επώδυνα πράγματα που έχω περάσει για να απελευθερωθώ από τον πόνο. Είναι πολύ θεραπευτικό! Σαν να πειράζω τον εαυτό μου: Ηλίθιε ανόητε! Όλοι κάνουν αυτό το λάθος και τώρα το έκανες κι εσύ!” Το μελόδραμα μετριάζεται από την ειρωνεία, την απόσταση, το χιούμορ, το παράδοξο. Μερικές φορές, όπως σε ένα διήγημα, υπάρχει μια ξαφνική ανατροπή στην οποία η όλη κατάσταση αντιστρέφεται προς το τέλος του τραγουδιού. Και κάπως έτσι, ο διωκόμενος μαοϊκός διανοούμενος γίνεται ένας Μακαρθικός, η νέμεσή του.

– Πώς ξέρεις πότε ένα τραγούδι έχει τελειώσει;
Όταν ηχογραφώ, πάντα σκέφτομαι το “επόμενο βήμα”. Έτσι, μπορεί να παίζω φλογέρα, και στο μυαλό μου “το επόμενο βήμα” είναι να προσθέσω μερικά synth strings. Ξέρω ότι το τραγούδι έχει τελειώσει όταν δεν έχω πια το “επόμενο βήμα”. Τότε είναι απλά θέμα να κάνω μια μίξη. Δουλεύω με μεγάλη προσοχή και συγκέντρωση, αλλά ταυτόχρονα πολύ αποφασιστικά και γρήγορα. Δεν βασανίζομαι για μικρές λεπτομέρειες που θα μπορούσαν να είναι καλύτερες -το σημαντικό είναι ότι το τραγούδι πρέπει να περιέχει τη σωστή ενέργεια ενθουσιασμού, την ενέργεια που υπήρχε στην αρχή του. Δεν πρέπει να την αφήσεις να εξαφανιστεί ξοδεύοντας πολύ χρόνο σε λεπτομέρειες.

– Τι ρόλο πιστεύεις ότι έχουν οι καλλιτέχνες στην ευαισθητοποίηση των πολιτών; Είναι κάτι που το σκέφτεσαι καθόλου συνειδητά πριν αρχίσεις να γράφεις;
Αντιστέκομαι σε οποιαδήποτε λυτρωτική θεώρηση της τέχνης. Στην πραγματικότητα πιστεύω ότι αυτή η μεγάλη επιμονή στο ότι η τέχνη είναι λυτρωτική ή μπορεί να διορθώσει τις κοινωνικές αδικίες, είναι ένα από τα μεγαλύτερα λάθη της εποχής μας. Οδηγεί στη μετριότητα, στη βαρετή τέχνη. Σίγουρα, η τέχνη μπορεί να μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε την εσωτερική μας φύση, αλλά υπάρχουν δαίμονες μέσα μας, οπότε δεν είναι απαραίτητα καλό πράγμα. Επίσης, δεν πρέπει να κρίνουμε πολύ γρήγορα τους εσωτερικούς μας, καταστροφικούς, δαίμονες, γιατί είναι στενά συνδεδεμένοι με την ιδιοφυΐα μας. Ναι, μπορείτε να στραγγαλίσετε έναν δαίμονα, αλλά μαζί του, μπορεί να πνίξετε και τις πηγές της δικής σας ευφυΐας. Και έτσι σίγουρα, το μόνο που θα καταφέρετε θα είναι ένα κουκλοθέατρο από τις πιο καταστροφικές και ηλίθιες ορμές σας. Πιστεύω στην αριστοτελική κάθαρση: αν καθαρίσουμε τα έντονα συναισθήματα στην τέχνη, είναι λιγότερο πιθανό να τα παίξουμε καταστροφικά στη ζωή.

– Και κάπως έτσι διατηρείς αυτό το εμβληματικό στυλ του “ποπ εστέτ”… Με τόσες δεκαετίες εμπειρίας, εξακολουθείς να επανέρχεσαι πάντα με μια τόσο φρέσκια οπτική γωνία, κάτι που νομίζω ότι δεν είναι συνηθισμένο. Πόσο δύσκολο είναι όμως να διατηρήσεις αυτό το είδος αισθητικής και αντιμετώπισης στη σημερινή μουσική βιομηχανία;
Δεν είναι καθόλου δύσκολο αν κάποιος εγκαταλείψει κάθε επιθυμία να είναι συνεχώς αποδεκτός ή δημοφιλής. Όπως είπε ο Τοκβίλ στο βιβλίο του “Η δημοκρατία στην Αμερική”: «Ο κυρίαρχος δεν μπορεί πλέον να λέει: “Θα σκέφτεσαι όπως εγώ, με την απειλή του θανάτου”- αλλά λέει: “Είσαι ελεύθερος να σκέφτεσαι διαφορετικά από μένα και να διατηρήσεις τη ζωή σου, την περιουσία σου και όλα όσα κατέχεις- αλλά αν αυτή είναι η απόφασή σου, είσαι στο εξής ξένος ανάμεσα στο λαό σου… Οι συνάνθρωποί σου θα σε αποφεύγουν σαν ένα ακάθαρτο ον, και εκείνοι που είναι πιο πεπεισμένοι για την αθωότητά σου θα σε εγκαταλείψουν κι αυτοί, για να μην τους αποφεύγουν και αυτούς με τη σειρά τους”». Αλλά σήμερα, αντί για “αποφεύγουν” θα λέγαμε “ακυρώσουν”.

Φωτ.: © Momus

– Τι άλλα πράγματα κάνεις, εκτός της δημιουργίας μουσικής, για να προωθήσεις καλύτερα τις παιχνιδιάρικες και παιδικές ιδέες των τραγουδιών σου;
Βασικά απέφευγα να γίνω ενήλικας όσο το δυνατόν περισσότερο. Παίζω πολύ ηλίθια παιχνίδια με τη φίλη μου.

– Και πώς παραμένεις δραστήριος όταν ίσως δεν λαμβάνεις οποιαδήποτε επιβεβαίωση ή αντίδραση τόσο γρήγορα όσο θα ήθελες;
Έχω το αντίθετο του Συνδρόμου του Απατεώνα: νιώθω διάσημος μέσα μου, και πιστεύω ότι αξίζω αυτή τη φήμη, και βρίσκω ατελείωτα και απολαυστικά διασκεδαστικό το γεγονός ότι τόσο λίγοι άνθρωποι γνωρίζουν εμένα και τη δουλειά μου. Στην πραγματικότητα, το νιώθω σαν μια καταπληκτική ελευθερία, την τέλεια μεταμφίεση, ένα είδος μαγικού μανδύα που σε κάνει αόρατο. Παρά το γεγονός ότι είμαι παγκοσμίως διάσημος, μπορώ να περπατήσω οπουδήποτε και να πάω χωρίς να με αναγνωρίσουν και χωρίς να με ενοχλήσουν! Λίγοι σούπερ σταρ είναι τόσο τυχεροί!

– Ως λάτρης της μουσικής, συλλέκτης δίσκων και μουσικός παραγωγός, γνωρίζω ότι πολλοί καλλιτέχνες υποφέρουν στην εποχή του streaming της μουσικής. Εσύ πώς αισθάνεσαι για τους νέους τρόπους προώθησης της μουσικής στην εποχή μας; Τι πιστεύεις ότι χρειάζεται για να ξαναγίνει η μουσική σπουδαία;
Βρίσκω υπέροχο το γεγονός ότι μπορώ να ανεβάζω τα τραγούδια μου απευθείας μέσω του YouTube, ενώ είναι ακόμα ζεστά σαν φρέσκο ψωμί. Στην πραγματικότητα δεν με ενδιαφέρουν τόσο πολύ τα χρήματα -ίσως φταίει το προνομιούχο αστικό μου υπόβαθρο που μου δίνει την αίσθηση ότι δεν θα πεινάσω ποτέ. Αν τα πράγματα ταρακουνηθούν οικονομικά, ίσως ξεκινήσω ένα Patreon ή κάτι τέτοιο. Και πάλι, πρόκειται για έναν κόσμο που δεν χρειάζεται μεσολαβητές, τον οποίο βρίσκω πολύ καλύτερο από εκείνο τον κόσμο των gatekeepers που γνώρισα τη δεκαετία του 1980. Μπορώ να ηχογραφώ στο σπίτι, χάρη στα ψηφιακά εργαλεία, και να κερδίζω ένα εισόδημα άμεσα χάρη σε υπηρεσίες όπως το Bandcamp. Ναι, υπάρχουν πάρα πολλοί καλλιτέχνες εκεί έξω, και όσοι δεν είχαν ξεκινήσει στην προηγούμενη εποχή -την εποχή των gatekeepers- μπορεί να είναι πιο δύσκολο να χτίσουν ένα κοινό από το μηδέν. Αλλά γενικά πιστεύω ότι η αφάνεια δεν είναι απαραίτητα εχθρός της καλής τέχνης. Οι μορφές τέχνης υποχωρούν κατά καιρούς και αναδύονται με διαφορετικό τρόπο, και αυτό είναι μια χαρά. Νομίζω ότι το ροκ βρίσκεται στο φθινόπωρο του, αλλά πρέπει να αφεθεί να σαπίσει όπως τα νεκρά φύλλα: την άνοιξη, κάτι καινούργιο θα αναδυθεί από αυτόν το πολτό της γης.

Φωτ.: © Momus

– Σε ποιο βαθμό μπορεί η μουσική να είναι ανατρεπτική σήμερα, μέχρι του σημείου να αλλάξει εντελώς την αντίληψή μας για τον σημερινό γ@μημένο κόσμο;
Νομίζω ότι στη δεκαετία του 1960 υπήρχε η ιδέα ενός μονολιθικού “κατεστημένου” που διοικούνταν από “τούβλα”, και ως εκ τούτου η μουσική υποκουλτούρα – ή η σατιρική κωμωδία, ή οι ταινίες του Lindsay Anderson, ή οι “καταστάσεις” στον κόσμο της τέχνης ή οτιδήποτε άλλο – δεν χρειαζόταν να ψάξει μακριά για πράγματα στα οποία θα μπορούσε να την πέσει. Τώρα τα πράγματα είναι πιο κομματιασμένα και τα πράγματα αλλάζουν συνεχώς, μετακινούνται από τον νικητή στο θύμα, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουμε να φανούμε “νταήδες” αν την πέφτουμε εμείς για πολύ καιρό. Νομίζω λοιπόν ότι το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να εκφράσουμε κάποιες από αυτές τις απογοητεύσεις, τα παράδοξα και τις εντάσεις της εποχής μας σε ένα είδος κουκλοθέατρου που μπορεί (ή μπορεί και όχι) να είναι διασκεδαστικό και τελικά μπορεί (ή μπορεί και όχι) να προκαλέσει μια κάθαρση.

– Σε αυτό το σημείο της καριέρας σου, πώς ορίζεις την “επιτυχία”; Έχει να κάνει με την επίτευξη κάποιου υψηλότερου στόχου;
Απλά με το να συνεχίσω να εργάζομαι. Να “αποτυγχάνω καλύτερα”! Να δεσμεύω ανθρώπους, όσο λίγοι και αν είναι αυτοί. Και ίσως, σε κάποιο επίπεδο, να κάνω και κάτι που με τη σειρά του θα με κάνει να ζηλεύω τον εαυτό μου. Ξέρεις, να έχω μια ατάκα από ένα τραγούδι στο μυαλό μου και να αναρωτιέμαι νυσταγμένα ποιος την έγραψε και μετά να θυμάμαι ότι την έγραψα εγώ!

– Τι θυμάσαι από την πρώτη συναυλία του Momus στο AN Club, στην Αθήνα, πίσω στη δεκαετία του ’90;
Ουάου, πολύ λίγα! Την είχε οργανώσει ο Νίκος Τριανταφυλλίδης, έτσι δεν είναι; Θυμάμαι ότι ήμουν στο σπίτι του στο Χαλάνδρι και ήμουν τόσο απογοητευμένος που το dial-up internet που ήταν τόσο αργό. Και επίσης θυμάμαι ότι είχε έναν φίλο που προσπαθούσε συνεχώς να φέρει το θέμα της κουβέντας μας στον Peter Hammill.

– Ποιο είναι εκείνο το χαρακτηριστικό σου που πιστεύεις ότι είναι πιο κοντά στην ελληνική ιδιοσυγκρασία;
Οι Έλληνες φαίνεται να βάζουν τη λέξη “μάλακα” σε κάθε πρόταση, τουλάχιστον μία φορά. Αυτό υποδηλώνει ότι έχουν μια αυνανιστική άποψη για τον κόσμο. Ίσως να μοιράζομαι κι εγώ αυτή την άποψη! Όχι με την κακή έννοια, καταλαβαίνεις! Εξάλλου, ο αυνανισμός έχει να κάνει με την ευχαρίστηση, με το -πώς το έθεσε ο Eliot στο “Love Song of J. Alfred Prufrock”;- να έχεις «τη δύναμη να αναγκάσεις τη στιγμή να φτάσει στην κρίση της».

– Και, τέλος, ποιο κομμάτι της Αθήνας παραμένει πιο κοντά στην καρδιά σου;
Ω, είναι τόσα πολλά! Ο Κεραμεικός, το Μεταξουργείο, το Χαλάνδρι, τα Εξάρχεια, το Κουκάκι, ο Πειραιάς, οι λαϊκές αγορές παντού… Παραδόξως, το Παλαιό Ψυχικό, όπου έζησα ως παιδί για μερικά χρόνια, είναι ένα από τα λιγότερο ζωηρά μέρη για μένα τώρα: καμαρώνει πλούσιο και σνομπ, με προσωπικό ασφαλείας να φυλάει τις πρεσβείες, δίνοντας στους άδειους δρόμους μια παρανοϊκή αίσθηση. Και το παλιό μου σχολείο, το St Catherine’s, μετακόμισε στην Κηφησιά, η οποία μοιάζει σήμερα τόσο παράξενα καλιφορνέζικη.

ΙΝΦΟ για το σκονάκι σου: imomus.com