Ο Μιχάλης Σαράντης έχει ένα πρόσωπο που χαίρεσαι να το βλέπεις. Γιατί; Γιατί είναι πολύ ειλικρινές και εκφραστικό. Την ώρα της συνέντευξης ο τρόπος που μιλάει, που κινεί τα χέρια του βγάζει έναν δυνατό εφηβικό ενθουσιασμό.
Αναρωτιέμαι που βρίσκει την αντοχή να είναι έτσι φρέσκος όταν αυτή την περιόδο έχει ήδη τις παραστάσεις στα «Ματωμένα Χώματα», τις πρόβες για τον «Αίαντα», και φυσικά παρουσία σε δύο τηλεοπτικές σειρές, στα «Νούμερα» και στον «Παράδεισο των Κυριών». Πέρα απ’ όλα αυτά είναι και νέος μπαμπάς, η κόρη που απέκτησε με την Μαίρη Μηνά δεν έχει κλείσει ένα μήνα ζωής. Μου δείχνει φωτογραφίες της μικρής στο κινητό του και χαίρομαι με τη χαρά του.
Ο Μιχάλης Σαράντης έχει αυτό το σπάνιο ταλέντο που είναι μεγάλο προσόν και για τη δουλειά του. Είναι άνθρωπος με μεγάλη αμεσότητα, καταλήγει σχεδόν διάφανος αλλά χωρίς να χάνει τη γοητεία του σπουδαίου αφηγητή.
– Τα είχαμε πει τελευταία φορά λίγο πριν κλείσουν τα θέατρα λόγω covid το φθινόπωρο του 2020. Τι θυμάσαι από εκείνη την περίοδο;
Όλο αυτό που ζήσαμε με τον covid έχει φωλιάσει μέσα μας. Σε εμένα οι λειτουργίες του εκτείνονται πλέον ασυνείδητα. Τη θυμάμαι αυτή την κατάσταση σαν ένα πολύ άσχημο όνειρο. Ούτως ή άλλως είναι σαν να τρέχουμε 100στάρι, ούτε καν μαραθώνιο, με την έννοια ότι είμαστε συνέχεια στη τσίτα, δεν κάνουμε οικονομία δυνάμεων. Έχουμε καταφέρει να τρέχουμε πολύ περισσότερο από όσο αντέχουμε, σε τέτοιο βαθμό που είναι λογικό κάποια στιγμή να πέσουμε, να πούμε «παραδίδομαι, δεν αντέχω άλλο». Αυτό με τον Covid κάπως φρέναρε αλλά τώρα είναι ακόμα πιο έντονο.
– Όλο τρέχουμε αλλά τελικά ποτέ δεν μας φτάνει ο χρόνος;
Νιώθω ότι κάνουμε τα πάντα για να μην έχουμε χρόνο, σαν να φοβόμαστε να μείνουμε μόνοι με τον εαυτό μας, στη σιωπή, χωρίς να σκρολάρουμε στο κινητό λόγω αμηχανίας, επειδή απλώς βαριόμαστε. Τι πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο απ’ το να βαριέσαι ας πούμε και να μη θέλεις να μιλήσεις για δύο λεπτά, απλά για να χαζέψεις τον ουρανό ή να σκεφτείς μια μπούρδα; Ξέρεις, δεν χρειάζεται να σκεφτόμαστε μόνο σοβαρά πράγματα. Σαν να υπάρχει μια τρομερή αντίσταση στο να μείνουμε μόνοι με τον εαυτό μας˙ το βλέπω σε εμένα, το βλέπω και στους γύρω μου. Πλέον δεν έχω πρακτικά χρόνο, η μικρή μας είναι μόνο 20 ημερών. Ο χρόνος που περνάω με το παιδί ας πούμε είναι βαθιά ποιοτικός. Ήρθε στη ζωή μου μια τέτοια πληρότητα που αυτόματα με απωθεί από οτιδήποτε περιττό γιατί απλά αφουγκράζομαι αυτό που συμβαίνει στο σπίτι, το πόσο μονάκριβη εμπειρία ζω. Η ευθύνη για μια νέα ζωή είναι κάτι που επαναπροσδιορίζει τα πράγματα συθέμελα και μου έχει δώσει ανείπωτη χαρά. Παράλληλα είναι και μια συνειδητοποίηση ότι όσο και να τρέξουμε δεν πρόκειται να αλλάξουμε κάτι επί της ουσίας. Γιατί είναι σαν να κυνηγάμε όλοι την καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας ενώ μπορεί να είναι δίπλα μας ή μπροστά μας στον καθρέφτη και να κάνουμε ότι δεν την βλέπουμε.
– Η ταχύτητα πόσο εχθρός είναι του να αντικρύσουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη;
Βρισκόμαστε στην εποχή της ακατάπαυστης ροής της πληροφορίας και της εικόνας. Ανά πάσα στιγμή είναι η μούρη σου στο προσκήνιο και σε δέκα λεπτά δεν είναι. Και μετά μπαίνεις στη λογική «ωχ, πώς θα είναι ξανά πάνω η μούρη μου;». Αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τη δουλειά μου, ότι δηλαδή εγώ είμαι ηθοποιός και πρέπει να δώσω μια δυο συνεντεύξεις για να επικοινωνήσω μια παράσταση, έχουμε μπει όλοι μέσα σε ένα κάδρο ναρκισσισμού μέσα απ’ τα social. Δεν κατηγορώ κανέναν, ίσα ίσα αναγνωρίζω ότι το κάνω κι εγώ. Είναι τόσο εθιστικό που σχεδόν χάνεις το όριο μετά από ώρες και αναρωτιέσαι αν η πραγματικότητα είναι εδώ που μιλάμε τώρα ή στην οθόνη. Τι με ενδιαφέρει πιο πολύ; Είμαστε η γενιά που μας φώναζε η μάνα μας να κλείσουμε το τηλέφωνο για να μιλήσει εκείνη και τώρα ζούμε αυτή την τρέλα. Απ’ την άλλη τα λέμε τώρα αυτά και συνειδητοποιώ ότι μεγαλώσαμε, ένα νέο παιδί θα έρθει και θα σου πει εντελώς διαφορετικά πράγματα. Ο θεατής, ο άνθρωπος που αγόρασε το εισιτήριο του για να έρθει στο θέατρο, έχει να δει μια ιστορία να ξετυλίγεται μπροστά του ζωντανά. Ηθοποιοί και θεατές κάνουμε κάθε φορά μια άτυπη συμφωνία, ότι θα δώσουμε στον εαυτό μας την ευκαιρία σ’ αυτές τις μία δύο ώρες να αλλάξει ποιότητα ο Χρόνος. Την ώρα μιας παράστασης ο Χρόνος, τα λεπτά και οι ώρες που λέμε τόση ώρα ότι φοβόμαστε μπορούν να αποκτήσουν μια αδιανόητη συστολή ή διαστολή. Μου έχει συμβεί να δω παράσταση και όταν τελειώνει να συνειδητοποιήσω ότι έχουν περάσει τρεις ώρες αλλά εμένα να μου έχει φανεί ότι κράτησε μια στιγμή. Υπάρχει μεγαλύτερη ομορφιά από αυτή στην δουλειά μας άραγε; Το θέμα που προκύπτει πλέον είναι ότι όποιος παράγει θέαμα πρέπει να καταβάλει διπλή προσπάθεια για να κρατήσει τον θεατή ή να τον συγκινήσει. Πώς να συγκινήσεις κάποιον που πλέον δεν συγκινείται από τίποτα; Υπάρχουν τόσα μαζεμένα φρικτά πράγματα και σάχλες ταυτόχρονα που συμβαίνουν και είναι τέτοιος ο καταιγισμός της πληροφορίας για όλα που δεν μπορούμε πλέον να συγκινηθούμε γιατί απλά δεν προλαβαίνουμε να αφουγκραστούμε. Καταναλώνουμε πολλή περισσότερη πληροφορία από όση μπορούμε να χωνέψουμε.
– Και πώς τελικά συγκινούμαστε;
Νομίζω ότι αυτό είναι ικανό να συγκινήσει πλέον είναι να εμφανίζεται ο άλλος μπροστά σου χωρίς προσωπείο, απαρηγόρητος, ακομπλεξάριστος και ηττημένος όπως ακριβώς είσαι και εσύ. Όποια παράσταση έχω δει ή έχω παίξει που καμωνόταν κάτι άλλο από αυτό που πραγματικά ήταν δεν λειτούργησε ποτέ.
– Από τη μια έχουμε τόση ανάγκη την παρηγοριά, από την άλλη φοβόμαστε να βγούμε εκεί έξω να την αναζητήσουμε;
Μα γιατί να αρνηθούμε ότι είμαστε γεμάτοι αντιφάσεις; Ό,τι λέω δεν το λέω με κριτική διάθεση, ούτε ως κάποιος που βλέπει απ’ έξω τα κοινωνικά θέματα και τα αναλύει, ο πιο αντιφατικός ας πούμε άνθρωπος που γνωρίζω είμαι εγώ! Μέλος της κοινωνίας είμαι, νέος μπαμπάς, που έχω τις ανασφάλειες μου, που ζω με το κινητό στο χέρι αλλά παράλληλα δουλεύω πολύ, σαν σκύλος, λατρεύω τη δουλειά μου, είμαι ευτυχισμένος που ό,τι έχω κατακτήσει το έχω κατακτήσει με πολλή δουλειά, που έχω τους φίλους μου, τη σύντροφό μου. Παλεύω με τα σκατά, παλεύω και με τα διαμάντια, όπως όλοι. Έχω όμως στο μυαλό μου μια ανάγκη για αντίσταση, που στη διάρκεια της ημέρας τη ξεχνάω αλλά την ίδια ημέρα μπορώ να την επαναφέρω μέσα μου για πλάκα, όπως όλοι μας. Πρέπει να γίνεται πολύ πιο συνειδητά η σκέψη για αντίσταση, είναι πολύ εύκολο να παρασυρθεί το μυαλό στην ευκολία όταν είναι σερβιρισμένη όπου γυρίσεις τα μάτια σου.
– Μέσω της δουλειάς σου οι άλλοι μπορούν να καταλάβουν εσένα;
Ένας καλλιτέχνης πάνω στη σκηνή είναι γυμνός, φαίνονται όλα. Αυτό είναι δεδομένο και μπορεί να το διακρίνει το κάθε μάτι. Το να αφουγκραστείς την ενέργεια ενός ανθρώπου δεν είναι πυρηνική φυσική απεναντίας έχω μεγάλη πίστη στην ενσυναίσθηση των ανθρώπων. Και ένας από τους λόγους που κάποιος έρχεται στο θέατρο αισθάνομαι ότι είναι εκτός από το να δει και να ακούσει μια ιστορία είναι να έρθει αντιμέτωπος και με κάτι ανείπωτο, σχεδόν αόρατο και μαγικό όπως οι ενέργειες για τις οποίες μιλάμε. Σίγουρα αυτό που δεν θέλει να δει είναι ότι κάνεις κάτι με ευκολία, ότι τον κοροϊδεύεις. Προσωπικά έχω μεγάλο θέμα με την ευκολία. Δεν εννοώ την ελαφράδα ούτε την άνεση που μπορεί να έχει κάποιος με κάτι μην παρεξηγηθώ, εννοώ ότι δεν μπορώ να βλέπω κάποιον να «σχολιάζει» ό,τι του είναι εύκολο αυτό που κάνει. Είναι τόσο πασέ να είσαι νάρκισσος και υπεράνω σε αυτή τη δουλειά πια, το διακύβευμα είναι εντελώς άλλου τοποθετημένο στο θέατρο σήμερα. Απ’ την άλλη πάντα έχεις ανάγκη να θαυμάζεις κάποιον. Ζούμε στην εποχή της απόλυτης απομυθοποίησης, που επίσης έχει ενδιαφέρον. Όταν ο άλλος σου επιτρέπει να γνωρίζεις τα πάντα, γύρω απ’ αυτόν μέσα από δεκάδες στόρι δεν μπορεί να τον αντιμετωπίζεις ως μύθο, δεν διατηρείται κανένα μυστήριο πια. Υπάρχει μια καλλιτέχνης εν ζωή στην Αθήνα ας πούμε που μέχρι πρότινος, δεν ήθελα να την γνωρίσω, επίτηδες. Μιλάω για τη Λένα Πλάτωνος, την αγαπημένη μου συνθέτρια όλης μου της ζωής. Ήθελα να ακούω το «Σαμποτάζ», τον «Καρυωτάκη» και όλα τα αριστουργήματα που έχει γράψει και να εξακολουθώ να έχω το πέπλο της φαντασίας γύρω από το πρόσωπο της ζωντανό. Τελευταία και μάλλον επειδή ο έφηβος που έχω μέσα μου θέλει να του κάνω κάποια χατίρια, θέλω πολύ να πάω να την βρω μετά από μια συναυλία και να της φιλήσω το χέρι από ευγνωμοσύνη, να την ευχαριστήσω για ό,τι μου έχει προσφέρει ερήμην της. Αλλά για πολλά χρόνια διατηρούσα μια αντίσταση στο να πάω να της μιλήσω, από υπερβολικό θαυμασμό και δέος.
– Πώς γεννήθηκε η ιδέα για τον «Αίαντα»;
Πολύ απλά, σχεδόν κατά λάθος. Ήμουν στο εργαστήριο του Απόστολου (Χαντζαρά) πράγμα που συνηθίζω γιατί είμαστε φίλοι, και του μιλούσα με ενθουσιασμό για τον Αίαντα, την ιστορία του, την αδικία που υπέστη σε σχέση με τον Οδυσσέα κλπ. Του μετέφερα τους λόγους που τον θεωρώ τον αγαπημένο μου ήρωα. Όσο συζητούσαμε εκείνος ζωγράφιζε πάνω στο γυάλινο τραπέζι του. Κάποια στιγμή παίρνει ένα χαρτί, το βάζει πάνω στην ζωγραφιά, την τυπώνει και μου λέει «έλα, πάρε ένα Αιαντάκι δώρο». Είχε τελειώσει μπροστά μου ένα έργο ορμώμενο από αυτά που του έλεγα. Τον ρωτώ «Κατάλαβες τι έκανες τώρα;». Μετά από καιρό μοιράστηκα με τον Απόστολο ότι αυτό θα μπορούσε κάπως να παρασταθεί αλλά δεν ξέρω πως και κάποια στιγμή μετά από ακόμα περισσότερο καιρό πήγα συνειδητά και βρήκα τον Γιώργο τον Νανούρη, που χωρίς να είναι φίλος εκτιμούσα βαθιά τη δουλειά του. Του μετέφερα το όνειρό μου, τον ρώτησα εάν τον ενδιαφέρει να το κάνουμε παρέα και αμέσως χωρίς δεύτερη σκέψη είπε «μέσα». Από τότε έχω κάνει ακόμα έναν καλό φίλο και συνοδοιπόρο στη δουλειά που είναι ο Γιώργος. Έτσι ξεκινήσαμε. Ο «Αίαντας» είναι ένα όνειρο που πραγματοποιήθηκε και παράλληλα είναι κάτι πολύ δύσκολο τεχνικά. Η παράσταση προέκυψε από μια πολύ βαθιά αγάπη και απλότητα, δυο φίλοι φέρνουν στη σκηνή αυτό που κάνουν στη ζωή τους. Η μόνη μου αγωνία ήταν μήπως φανεί εστέτ παρά αν θα αρέσει. Όχι ότι ήμουν σίγουρος ότι θα αρέσει αλλά πιο πολύ άγχος είχα μήπως φανεί πολύ ελιτίστικο αυτό το ένας ζωγράφος ζωγραφίζει πάνω στη σκηνή και ένας ηθοποιός υποδύεται όλους τους ρόλους. Εγώ πάντως όταν μιλάω για τον «Αίαντα» δεν λέω ότι παίζω όλους τους ρόλους αλλά ότι αφηγούμαι την ιστορία μαζί με άλλον έναν άνθρωπο. Δεν είναι μονόλογος. Αφηγούμαστε μαζί μια φοβερή ιστορία, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, μαζί, ο ένας χρησιμοποιεί το σώμα του και τις λέξεις, ο άλλος σε παρόντα χρόνο ζωγραφίζει πρόσωπα, μνήμες κι εικόνες του έργου σε απόλυτο συγχρονισμό και συντονισμό με εμένα. Ο Γιώργος από την μεριά του μας οδήγησε σε μια βαθιά ειλικρίνεια σε σχέση με το κείμενο, και μια σκηνική καθαρότητα που προσωπικά με γοητεύει πολύ. Το δε μαγικό για μένα είναι ότι στο τέλος κάθε παράστασης έχει δημιουργηθεί μπροστά μας μια έκθεση ζωγραφικής.
– Είσαι και στα «Ματωμένα Χώματα», μια παράσταση βασισμένη στο βιβλίο της Διδώς Σωτηρίου για την μικρασιατική καταστροφή. 100 χρόνια μετά που συναντιόμαστε με αυτά τα γεγονότα;
Μας αφορά αυτό που αφηγούνται τα «Ματωμένα Χώματα» γιατί συμβαίνει και τώρα και θα συνεχιστεί δυστυχώς και αύριο κλπ. Δες απλά την επικαιρότητα. Ούτε ο Γιώργος Παλούμπης που σκηνοθέτησε την παράσταση ούτε οι υπόλοιποι συντελεστές αντιμετωπίσαμε τα πρόσωπα της μέσα από μουσειακή προοπτική. Αντιθέτως, τα πλησιάσαμε όπως θα πλησιάζαμε έναν άνθρωπο που αντιμετωπίζει τώρα,σε παρόντα χρόνο την προσφυγιά, τον πόλεμο, την επιστράτευση. Ξέσπασε ο πόλεμος Ρωσίας-Ουκρανίας και κάναμε πρόβες. Αυτή η παράσταση δεν έχει να κάνει με το να θυμηθούμε «τι περάσαμε τότε» αλλά να μην ξεχάσουμε πόσο απάνθρωπος μπορεί να γίνει ο Άνθρωπος.
– Έχεις κι έναν πολύ ενδιαφέροντα ρόλο στα «Νούμερα», τη σειρά του Φοίβου Δεληβοριά.
Τα «Νούμερα» είναι μια όαση μέσα σε αυτό τον ζόφο, όπως ευτυχώς και οι παραστάσεις που έχω φέτος. Χαίρομαι πάρα πολύ που συμμετέχω σε κάτι τόσο φρέσκο και σουρεαλιστικό. Με τον Φοίβο (Δεληβοριά) είχαμε μεγάλη αλληλοεκτίμηση αλλά δεν ήμασταν κοντά, δεν είμασταν φίλοι. Με πήρε τηλέφωνο τον Απρίλη μου πρότεινε να συμμετέχω στη σειρά και αμέσως είπα ναι. Υποδύομαι τον παραγωγό του, στην ουσία ένα υπερτροφικό Εγώ του που τον τσιγκλάει για όλα, είναι συνέχεια μέσα στην κόντρα και απλά διαφωνούν για το παραμικρό, είναι δυο εντελώς διαφορετικοί κόσμοι. Υπάρχουν σκηνές που πρέπει να του μιλήσω άσχημα ή υποτιμητικά και πραγματικά ζορίζομαι δεν μου πάει η καρδιά. Γνώρισα μια ακόμα υπέροχη οικογένεια μέσα από τα «Νούμερα» και για αυτό υπεύθυνος είναι ο Φοίβος. Γιατί είναι ένας άνθρωπος που μας έχει ανοίξει το σύμπαν του του και την καρδιά του, είναι φοβερός οικοδεσπότης όπως ήταν και στην Ταράτσα, μας έστρωσε το χαλί να αυτοσαρκαστούμε αλλά ταυτόχρονα θα είναι πάντα ένας από τους καλλιτεχνικούς μου φάρους. Γιατί αυτός ο τύπος που γυρίζουμε σκηνές κάθε μέρα παρέα χωρίς να το ξέρει παρέα με τα τραγούδια του με έχει με έχει κάνει να ονειρευτώ, να ερωτευτώ, να κλάψω, να αγαπήσω, να δω την πόλη μου με τα δικά του μάτια, να μελαγχολήσω και να θέλω να γίνω καλύτερος. Φοίβο σ’ ευχαριστώ.
– Σου αρέσει να είσαι και θεατής;
Ναι. Μου αρέσει πάρα πολύ να βλέπω συναδέλφους να είναι μάχιμοι και αγρίμια γιατί γουστάρω και λυσσάω κι εγώ όταν βλέπω τον άλλον να δίνει το 110% του εαυτού και παράλληλα να μου αποκαλύπτει την αδύναμη του φύση.Δεν με ενδιαφέρει ο Μr. Perfect. Με ενδιαφέρει ο άλλος ο οποίος κάνει τα πάντα και ταυτόχρονα σου δείχνει ότι είναι σαν εσένα, ελαττωματικός.
– Είναι και η εποχή μας ελαττωματική;
Εμείς είμαστε η εποχή μας. Ναι, υπάρχει ζόφος και σε κάποια πράγματα η σκατίλα δεν αλλάζει, όμως σε άλλα έχουν προχωρήσει τα πράγματα αρκετά. Δεν είμαστε πια τόσο ανταγωνιστικοί, πολύς κόσμος θέλει το καλό του άλλου και χαίρεται με την χαρά σου. Υπάρχουν κοινωνικά θέματα που πλέον είναι πολύ ευαισθητοποιημένος ο κόσμος και αντιδρά άμεσα. Μιλάμε ανοιχτά για τις κοινωνικές ανισότητες, μιλάμε για τις ρατσιστικές συμπεριφορές και βγάζουμε φλύκταινες, για την ορατότητα στις σεξουαλικές προτιμήσεις για την ισότητα και την εξυγίανση στους εργασιακούς χώρους, για πράγματα που πριν μια εικοσαετία φάνταζαν απίθανα. Πρέπει να κάνουμε φόκους και σε αυτά και να χαιρόμαστε που κάνουμε κάποια βήματα εμπρός. Και κυρίως πρέπει όταν βλέπουμε κάτι σκοτεινό να το βγάζουμε στη φόρα. Πρέπει και μπορούμε πλέον να μιλάμε πιο θαρρετά για όλα.
«Αίας», από 4 Νοεμβρίου στο θέατρο Αλκυονίς, «Ματωμένα Χώματα», από 5 Οκτωβρίου στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.