Τον συνάντησα στη μπάρα του Bad Tooth, και τον αναγνώρισα ανάμεσα σε σκιές και κόκκινα φώτα. Μπορεί με μια πρώτη ματιά να μου φάνηκε αυστηρός και λίγο απόμακρος, αλλά όσο έρρεαν οι κουβέντες και η μπύρα, αποκάλυπτε μια ευφυή αλλά παράλληλα τρυφερή κι ενθουσιώδη προσωπικότητα που περισσότερο θύμιζε εκείνο το παιδί που έκλεινε τα μάτια και άκουγε πειραματικούς σταθμούς στο ραδιόφωνο όπως γλαφυρά μου αφηγούνταν.

Ο Μιχάλης Πούγουνας είναι η φωνή των New Zero God και παλαιότερα των Nexus και των θρυλικών Flowers of Romance. Έχει πολλές ροκ εν ρολ ιστορίες στο τσεπάκι του, καθώς έχει σπάσει πλάκα με τον ο Andi Sex Gang (με τον οποίον διασκεύασαν το “The Port of Amsterdam” του Jacques Brel), κι έχει συνεργαστεί με τον Wayne Hussey των Sisters και Mission αλλά και πολλούς άλλους. Με τους New Zero God έχει ανοίξει τις συναυλίες των Christian Death, Legendary Pink Dots, συχνά-πυκνά ασχολείται μαζί τους ο διεθνής μουσικός τύπος, ενώ θα ήθελε να πάρει συνέντευξη από τον David Sylvian, τον Steve Jones των Sex Pistols και την Nina Hagen. Σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου κι έχει βραβευτεί για την ταινία μικρού μήκους “Vlad o Δαίμων” στο Διεθνές φεστιβάλ κινηματογράφου της Πάτρας αλλά ανάμεσα στο χάος του ελληνικού κινηματογράφου και το χάος της μουσικής, αυτός επέλεξε το δεύτερο. Στην προσπάθειά του να παραμείνει ανεξάρτητος και να ξεφύγει από τις δισκογραφικές εταιρίες το 2000 ξεκίνησε τη δική του δισκογραφική, την Cyberdelia Records.

Φέτος επαναδραστηριοποίησε το όνομα Nexus και κυκλοφόρησε ένα άλμπουμ με τίτλο “Ninouki”, ενώ παράλληλα γράφει το τρίτο του βιβλίο με κείμενα για ξένους rock’n’roll μουσικούς το οποίο θα εκδοθεί τον ερχόμενο Νοέμβριο από τις εκδόσεις Στο Περιθώριο. Παράλληλα μαζί με τον φίλο του τον Σπύρο Κερκύρα, φτιάχνει low budget ντοκιμαντέρ για τους κινηματογράφους της Καλλιθέας.

Για τον Μιχάλη το Ροκ εν ρολ είναι μια μουσική της οποίας το βαθύ της νόημα είναι να προσπαθήσεις να μείνεις μακριά όσο μπορείς και όσο είναι δυνατόν από τις νόρμες κι από το σύστημα. Είναι μια φιλοσοφική και πολιτική τοποθέτηση. Είναι αυτό που λέμε «αυτός είναι Ροκ εν ρολ»!

Φωτ.: Απόστολος Δελάλης / Olafaq

– Ποιες είναι οι πρώτες σου αναμνήσεις από τη μουσική και τί ήταν αυτό που σε ώθησε προς το underground;
Μικρός ξάπλωνα και έκλεινα τα μάτια μου ακούγοντας τα τραγούδια που έπαιζαν οι πειρατικοί σταθμοί στο ραδιόφωνο, μέχρι που μπήκα σε μια μπάντα που έπαιζε διασκευές αυτών ακριβώς των τραγουδιών, κάνοντας πρόβες σε μια μονοκατοικία στην Καλλιθέα. Δεν είχα κάποια όνειρα ακόμα για την μουσική, όπως ας πούμε να παίξω σε γήπεδα ή κάτι τέτοιο. Πέρασαν μερικά χρόνια για να κάνω τέτοια όνειρα, όπως νομίζω τα κάνει κάθε μουσικός. Όταν όμως, πολλά χρόνια αργότερα, κατάλαβα πως τα πράγματα δεν είναι τόσο αγνά και όμορφα, όσο πίστευα με το αγαθό μυαλό μου, αποφάσισα να μείνω ανεξάρτητος. Είναι πολλοί αυτοί που θέλουν να σε δαγκώσουν στην μουσική. Για διάφορους λόγους. Μπορεί να φτάσει μια μέρα που να μην σου ανήκει το έργο σου ή το ίδιο σου το όνομα. Και η μουσική έχει την ιδιότητα να προκαλεί εθισμό, όπως τα ναρκωτικά. Η ίδια η μουσική δεν είναι κακή, αλλά πιστεύω πως ο μόνος τρόπος για να είσαι κύριος του έργου σου, είναι να μείνεις στο underground. Να μείνεις ανεξάρτητος.

– Τι σε παρακίνησε να γίνεις μουσικός;
Ήταν ο δικός μου τρόπος κοινωνικοποίησης. Όταν ήμουν παιδί βρισκόμουν συνεχώς σε σύγκρουση με άλλους συνομήλικούς μου. Παίζαμε ξύλο. Η μουσική, μου έδωσε ένα καταφύγιο. Με έκανε διαφορετικό. Μου έδωσε ένα τρόπο να διοχετεύω τα συναισθήματά μου. Να λέω τι αγαπώ και τι μισώ στην ζωή. Ήθελα να γνωρίσω τον κόσμο, ήθελα να εξελιχθώ και να εκφραστώ. Και αυτό κάνω ακόμα.

– Ποια είναι η ιστορία πίσω από τους Flowers of Romance;
Οι Flowers of Romance ήταν το συγκρότημα που έφτιαξα το 1981 με δύο φίλους από την γειτονιά μου, με σκοπό να παίξουμε πανκ ροκ. Όπως βλέπεις, η βία που υπήρχε γύρω μας, είχε περάσει αρχικά στην μουσική μας. Σταδιακά όμως ο ήχος του συγκροτήματος εξελίχθηκε σε κάτι πιο μελαγχολικό. Η σύνθεση των Flowers of Romance άλλαξε αρκετές φορές, και η μουσική του συγκροτήματος που δημιούργησα στην γειτονιά μου, έφτασε σε αρκετές χώρες του πλανήτη, μέσα από τρία άλμπουμ, ένα EP και δύο σιγκλ. Τότε άρχισα να κάνω όνειρα και κάποια από αυτά έγιναν πραγματικότητα.

– Περίγραψέ μας αν θες, τη συνεργασία με τον Wayne Hussey (Dead or Alive, Sisters of Mercy, The Mission).
Ο ήχος των Sisters of Mercy και κατόπιν των Mission, ήταν το σκοτεινό παρακλάδι της εξέλιξης του πανκ ροκ. Ήταν ένας ήχος που μου άρεσε πάρα πολύ και όταν συναντήθηκα στο Λονδίνο με τον Wayne Hussey και του έβαλα να ακούσει τον δίσκο που ετοίμαζα, ένιωσα ευτυχισμένος όταν μου ζήτησε να κάνει εκείνος την παραγωγή.  Γίναμε φίλοι και μιλούσαμε με τις ώρες. Η ηχογράφηση μαζί του ήταν μια εμπειρία. Για ένα χρονικό διάστημα, είτε βρισκόμουν στην Αθήνα, είτε βρισκόμουν στο Bristol, ξυπνούσα, και ήξερα πως την υπόλοιπη ημέρα θα έπρεπε να είμαι στο στούντιο για να ηχογραφηθεί κάτι. 14 ώρες την ημέρα μερικές φορές και 16 ώρες ηχογράφηση. Μετά ύπνος και ξανά τα ίδια. Δεν υπήρχαν ρολόγια στην ζωή μου.  Ζούσα ένα από τα όνειρά μου. Γνώριζα μουσικούς που ερχόντουσαν στο studio, όπως κάποιους των All About Eve ή έπινα μπύρες με τον Gary Numan. Με καλούσαν στο πάρτι που έκαναν οι Cure στο Bath, για την κυκλοφορία του σινγκλ τους “The 13th”. Και το άλμπουμ που κάναμε τότε, το “Brilliant Mistakes”, ακουγόταν υπέροχο. Σε κάποια τραγούδια έπαιξε και ο Wayne κιθάρα ή έκανε δεύτερα φωνητικά. Τελειώσαμε το άλμπουμ στο στούντιό του, στο κτήριο της παλιάς πυροσβεστικής του Bristol. Όλα ήταν ήρεμα και πότε-πότε με κατηγορούσε πως ήμουν η αιτία που ξανάρχισε το κάπνισμα (γέλια).

Φωτ.: Απόστολος Δελάλης / Olafaq

– Τί θυμάσαι από τα 80s; Αρνητικά και θετικά.
Δεν ξέρω γιατί ο κόσμος έχει στο μυαλό του τα 80’s σαν κάτι ωραίο. Υπήρχε μια γενική μιζέρια, μια σκοτεινιά και μια προσπάθεια να κάνει η χώρα μερικά βήματα μακριά από την δικτατορία και τον εμφύλιο. Τα πράγματα φαίνονταν να αλλάζουν και είναι αλήθεια πως ο κόσμος διάβαζε περισσότερο από σήμερα. Θυμάμαι στις αρχές της δεκαετίας, που πήγαινα στα πανκ στέκια της Πλάκας. Στην Αρετούσα, στην Σοφίτα, στο Skylab, στο Mad, στο Blue Note στην Πλατεία Αμερικής. Θυμάμαι πως μας την έπεφταν οι χούλιγκανς για να μας κλέψουν τα μπουφάν, μας έκραζε ο κόσμος για το ντύσιμό μας και η αστυνομία μας σταματούσε συνεχώς για εξακρίβωση και «πάμε στο τμήμα να δούμε τι ρόλο βαράς». Καταλάβαινα πως σκεφτόμουν διαφορετικά και αυτό ενοχλούσε κάποιους. Ο κόσμος σιγά-σιγά συζητούσε και διαφωνούσε φωναχτά, αφού πριν φοβόταν ακόμα. Πριν φοβόντουσαν να βάλουν δυνατά δίσκο του Σαββόπουλου μην τους ακούσουν οι γείτονες. Φαντάσου να κυκλοφορείς σαν πάνκης στις αρχές της δεκαετίας του 80. Και μετά, όσο κάποιοι ήθελαν να εξελιχθούν μέσα από τις τέχνες, τόσο υπήρχαν οι άλλοι που τους αποκαλούσαν κουλτουριάρηδες. Νομίζω πως όλη η χώρα έψαχνε τα βήματά της, για να βρει που θα πατήσει: απελευθερώθηκε λίγο σεξουαλικά, απελευθερώθηκε λίγο πολιτικά, έγινε λίγο καλύτερο το επίπεδο ζωής. Όλα γίνονταν λίγο, λιγάκι καλύτερα όσο ξεμακραίναμε από τον πόλεμο και ότι τον ακολούθησε. Όπως σε όλο τον δυτικό κόσμο. Αλλά κι εγώ άρχισα να διαβάζω, γνωρίζω την γενιά του beat, σπούδασα σκηνοθεσία κινηματογράφου κι εκεί τα πράγματα ήταν σε ένα άλλο επίπεδο κυκλωμάτων. Ο φίλος του φίλου και ο φίλος του κόμματος και όλοι μαζί να γραφτούμε στο ταμείο ανεργίας γιατί δεν έχουμε δουλειά ή να γίνουμε δημόσιοι υπάλληλοι στην ΕΡΤ… Ελληνικός κινηματογράφος. Ντιν – ντον…  Το 1989 ήρθε στα πράγματα ο πατέρας Μητσοτάκης και αποφάσισε πως οι δημόσιοι υπάλληλοι ήταν πολλοί. Έτσι ένας φίλος μου που δούλευε οπερατέρ στο Αθλητικό Απόγευμα, βρέθηκε να δουλεύει στο υπουργείο παιδείας, για να παίρνει τηλέφωνο στα σχολεία και να σημειώνει αν υπάρχει επάρκεια σε κιμωλίες και σπόγγους. Γεια σας!

– Πότε δημιούργησες τους Nexus και πώς πιστεύεις ότι διαφοροποιούνται μουσικά από τους Flowers of Romance;
Το 1999 κυκλοφόρησα το πρώτο σινγκλ των Nexus. Ήταν Ελληνόφωνο και είχε βιομηχανικό ήχο. Όπως και το πρώτο άλμπουμ των Nexus. Μετά, επέστρεψα στον Αγγλικό στίχο για τα επόμενα τρία άλμπουμ. Είχα πλέον επιλέξει να βάλω στην μουσική μου τα samplers, και να δοκιμάσω να καταστρέφω ή να παραμορφώνω κάποιους ήχους από τα όργανα που χρησιμοποιούσα. Πειραματιζόμουν επηρεασμένος από όλα αυτά που έκαναν κάποιοι ξένοι καλλιτέχνες που άκουγα και που ακούγαμε όλοι εκείνη την εποχή. Ο ήχος των Flowers of Romance δεν μου έφτανε. Δεν με κάλυπτε πλέον και εξελίχθηκα σε κάτι πιο ψυχρό και λίγο πιο μηχανικό.

– Πότε και πώς έγινε η μετάβαση στους New Zero God;
Έβαλα τους Nexus στο ψυγείο το 2005. Όπως και με το “Brilliant Mistakes” των Flowers of Romance, έτσι και με το “The Beat Syndicate”, το τέταρτο άλμπουμ των Nexus, θεώρησα πως έφτασα σε ένα σημείο, μετά από το οποίο δεν είχα κάτι άλλο να πω, με αυτό το όνομα και με αυτόν τον ήχο. Ένα χρόνο αργότερα, το 2006, δημιουργήθηκαν οι New Zero God από μέλη των Nexus και των Flowers of Romance, με σκοπό αρχικά να περνάμε την ώρα μας παίζοντας μουσική σε ένα προβάδικο. Δεν είχαμε ούτε όνομα και δεν είχαμε σκοπό να κάνουμε δίσκο. Η συναναστροφή με την μουσική βιομηχανία αφήνει μια πικρή γεύση στο στόμα. Ο ηχολήπτης του στούντιο διέρρευσε λανθασμένα πως οι Flowers of Romance ξαναφτιάχτηκαν και μας κάλεσαν να παίξουμε ζωντανά. Εμείς δεν είχαμε ούτε όνομα ακόμα. Έτσι αρχίσαμε κάποιες εμφανίσεις, άρχισαν πάλι οι αλλαγές στην σύνθεση και έφτασα σήμερα να έχω κάνει τέσσερα άλμπουμ ως New Zero God και χάριν σε αυτό το συγκρότημα, βρέθηκα το 2011 σε κάποια Αγγλικά τσαρτ, κυκλοφόρησα δύο άλμπουμ με αγγλική εταιρία, έπαιξα σε μια αγγλική ταινία και έφτασα σε μια παρόμοια θέση, αν όχι σε καλύτερη, απ αυτήν που ήμουν όταν έπαιζα με τους Flowers of Romance.

– Από την πολύχρονη παρουσία σου στα μουσικά πράγματα αλλά και μέσω των ραδιοφωνικών σου εκπομπών απ’όπου πέρασαν εμβληματικές προσωπικότητες όπως ο Craig Dyer (The Underground Youth), ο Jürgen Engler (Die Krupps), ο Kevin Haskins (Bauhaus, Tones on Tail, Love & Rockets, Poptone), ο Andi Sex Gang (Sex Gang Children), ο Ronny Moorings (Clan of Xymox), ο Brendan Perry (Dead Can Dance), o Mark Burgess (Chameleons), ο John Robb (The Membranes), ο Raymond Watts (KMFDM, PIG), ενώ επίσης έχετε παίξει με μεγάλα συγκροτήματα όπως οι Sisters of Mercy, οι New Model Army, οι Christian Death, οι Legendary Pink Dots, οι Andi Sex Gang κα. Θα ήθελα να μας πεις ποιοι σας έκαναν εντύπωση, και να αναφερθείς σε κάποιο περιστατικό που έχει αποτυπωθεί στη μνήμη σου.
Το “The Blackout Radio Show with Mike Pougounas” είναι μια δίωρη εβδομαδιαία εκπομπή που κάνω για έναν Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό, η οποία μεταδίδεται κατόπιν, διαδικτυακά, και από τρείς Αγγλικούς σταθμούς, έναν Ελληνικό, τον Mercury Radio και έναν Κυπριακό. Παρουσιάζω κυρίως νέες ανεξάρτητες κυκλοφορίες και έχω την ευκαιρία να κάνω και συνεντεύξεις με καλλιτέχνες. Ο καθένας, από όσους ανέφερες, είναι κάτι ιδιαίτερο. Με τον Andi Sex Gang ας πούμε, από τον οποίον έχει πάρει το όνομά του το Gothic Rock, γίναμε πολύ φίλοι από τότε που παίξαμε μαζί και συμμετέχει και στο άλμπουμ των New Zero God “Circus of Tortured Melodies”. Είχαμε μια ιδέα να διασκευάσουμε μαζί το  “The Port of Amsterdam” του Jacques Brel αλλά ο Andi κάπου πάντα τρέχει. Όταν κάναμε λοιπόν την συνέντευξη, είχαμε συμφωνήσει να είναι κάπως αστεία. Οπότε, στην αρχή ακούγομαι να τον συναντώ στον δρόμο και να τον ρωτάω «Τι γυρεύεις εσύ εδώ;». Εκείνος μου απαντά «προσπαθώ να σε αποφύγω» κι εγώ του λέω «άστα αυτά γιατί σε θέλω για συνέντευξη στο Blackout» και η απάντησή του είναι «θα έρθω μόνο εάν με κεράσεις σουβλάκια». Γενικά δεν αντιμετωπίζω στην εκπομπή τους καλεσμένους μου σαν εξωπραγματικά πλάσματα. Είναι άνθρωποι με ευαισθησίες, που είχαν την τύχη να ζήσουν κάποιες ιδιαίτερες καταστάσεις και θέλω να τις μοιραστούν μαζί μου. Ας πούμε, με τον Haskins είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε στην εκπομπή για την συνάντηση που είχαν οι Bauhaus με τον David Bowie στα γυρίσματα της ταινίας The Hunger, η οποία είναι από τις αγαπημένες μου. Με τον Brendan Perry ήθελα να μάθω τι έκανε έναν Αυστραλό να κυκλοφορήσει στα Αγγλικά έναν δίσκο με ρεμπέτικα, κάτι που είναι αρκετά μακριά  από ότι κάνει με τους Dead Can Dance. Ήθελα να μάθω, πως βλέπει ένας ξένος του ρεμπέτες, μιας και τους είχε μελετήσει. Ο Edward Ka-Spel των Legendary Pink Dots είναι ένας πολύ φιλικός άνθρωπος όπως και ο Jürgen Engler, ο οποίος μαζί με τον Trent Reznor των Nine Inch Nails, είναι από εκείνους που με έκαναν να στραφώ προς τον industrial ήχο με τους Nexus.

Φωτ.: Απόστολος Δελάλης / Olafaq

– Αξίζει να παίζεις μουσική στην Ελλάδα; Πιστεύεις ότι οι μουσικοί στην Ελλάδα είναι λιγότερο προνομιούχοι σε σχέση με όσους βρίσκονται στο εξωτερικό;
Να το συγκεκριμενοποιήσω λίγο: Μπορώ να απαντήσω για το αν αξίζει να παίζεις ροκ μουσική στην Ελλάδα. Γιατί υπάρχουν και μουσικοί που παίζουν λαϊκά και ζουν από αυτά και δεν μπορώ να έχω άποψη γι αυτό. Ενώ ξέρω πως όσοι παίζουν ροκ στην χώρα μας, συνήθως κάνουν κάποια άλλη δουλειά. (Το ίδιο ισχύει και για όσους παίζουν κλασσική μουσική και jazz). Για να απαντήσω λοιπόν στο πρώτο σκέλος της ερώτησης, αξίζει να παίζεις μουσική γενικότερα. Τελεία. Αξίζει να κάνεις οποιαδήποτε τέχνη. Να δημιουργείς. Κάνει καλό στην ψυχή σου. Είναι ψυχοθεραπεία η δημιουργία. Το δεύτερο μέρος της ερώτησης, έχει να  κάνει με το οικονομικό.  Έχουμε την λανθασμένη εντύπωση πως όλοι αυτοί οι ξένοι μουσικοί που ακούμε τις δουλειές τους, ζούνε από την μουσική. Δεν είναι έτσι όμως. Οι πλειοψηφία αυτών που ακούμε, κάνει κάποια άλλη δουλειά. Άνθρωποι όπως ο Iggy Pop για παράδειγμα ή ο Nick Cave, ο Ozzy κλπ. είναι ελάχιστοι μέσα στα εκατομμύρια των ανθρώπων που κάνουν μουσική στον πλανήτη. Από αυτή την άποψη, είμαστε ίσα με τις χώρες του εξωτερικού, όσον αφορά στην ροκ. Εκεί που έχουμε μεγάλο πρόβλημα, είναι με την αντιμετώπιση της Ελληνικής κοινωνίας απέναντι στους μουσικούς, στους καλλιτέχνες και στους ανθρώπους της τέχνης γενικότερα. Και αν το μυαλό κάποιου πηγαίνει στο ότι τους θεωρεί ο κόσμος «ψώνια» να επισημάνω πως ο καλλιτέχνης θεωρείται κάτι ξεχωριστό και ιδιαίτερο στις χώρες με τις οποίες συγκρίνουμε την Ελλάδα. Τον θεωρούν απαραίτητο για την κοινωνία. Στο εξωτερικό τα δικαιώματα του μουσικού προστατεύονται νομικά. Εδώ κατακλέβονται. Ο ίδιος ο καλλιτέχνης δεν ξέρει τι δικαιώματα έχει, την ίδια στιγμή που ένας Άγγλος (τυχαίο παράδειγμα) μπορεί να κάνει μια μόνο επιτυχία και να εισπράττει κάποιο χρηματικό ποσό εφόρου ζωής. Κι όμως, ο Έλληνας ρόκερ συνεχίζει να παίζει, παρότι τον δαγκώνουν διάφοροι γύρω του. Άνθρωποι και καταστάσεις. Ο στρατός, ο/η σύντροφος, κάποιοι επιχειρηματίες, η οικογένεια, η οικονομική κατάσταση. Και γι αυτό θεωρώ πως όποιος κάνει ροκ στην Ελλάδα είναι ήρωας. Παράδειγμα του πως βλέπει η χώρα μας την τέχνη: Όταν πεθαίνει κάποιος πολιτικός, δίνουν το όνομά του σε κάποια λεωφόρο μην τον ξεχάσουμε. Περιμένω να δω ποια θα είναι η λεωφόρος Βαγγέλη Παπαθανασίου που πήγε την ηλεκτρονική μουσική του πλανήτη μερικά βήματα μπροστά. Πολύ απλά, η τέχνη στην Ελλάδα είναι σε πολύ κακή μοίρα.

– Πώς πιστεύεις ότι έχει αλλάξει η σύσταση του κοινού που σε παρακολουθεί όλα αυτά τα χρόνια από τους Flowers of Romance μέχρι τους New Zero God;
Δεν γνωρίζω. Ο δρόμος που ακολουθώ είναι δικός μου. Ο κάθε άνθρωπος έχει τα προβλήματά του. Όταν είσαι νέος μπορεί να ακούς μουσική άνετα, να πηγαίνεις σε συναυλίες, να αγοράζεις δίσκους. Με τα χρόνια όμως οι υποχρεώσεις μεγαλώνουν και η μουσική δεν είναι η προτεραιότητα.  Εγώ εδώ και χρόνια, δεν γράφω μουσική για να κάνω κάποια επιτυχία.  Οι φίλοι που με υποστήριξαν από τότε που ήμουν νέος μεγάλωσαν. Βρέθηκαν καινούργιοι. Μεγάλωσαν κι αυτοί, βρέθηκαν και άλλοι. Υπάρχει κόσμος που αγαπά διαφορετικές μουσικές εποχές μου και υπάρχουν κι εκείνοι που αγαπούν εμένα και ακούν ότι κυκλοφορώ. Παράλληλα, η μουσική εξελίχθηκε και άλλαξε από τότε που ξεκίνησα να παίζω. Γράφω γι αυτά που μου συμβαίνουν και γράφω αυτά που αισθάνομαι, οπότε κάποια με συστήνουν σε ένα νέο κοινό. Έχω την τύχη με τον Αγγλικό στίχο, να έχω και ένα ξένο ακροατήριο.  Είμαι τυχερός που έχω ανθρώπους που με στηρίζουν και τους ευχαριστώ.

– Ποια είναι η σχέση της μουσικής με την κοινωνία;
To 1955 με την εμφάνιση του ρον εν ρολ, η μουσική βιομηχανία συνειδητοποιεί ότι υπάρχει ένα καινούργιο αγοραστικό κοινό που είναι οι teenagers, που μέχρι τότε άκουγαν τη μουσική που άκουγε ο πατέρας τους στο σπίτι. Από την άλλη μεριά η αμερικανική κοινωνία είχε δαιμονοποιήσει το ροκ εν ρολ γιατί είχαν δει ότι τα λευκά παιδιά άκουγαν μαύρους καλλιτέχνες. Έτσι δημιούργησαν δισκογραφικές εταιρίες που είχαν λευκούς καλλιτέχνες οι οποίοι έπαιζαν τα τραγούδια των μαύρων, ώστε να τραβήξουν τα λευκά παιδιά από τους μαύρους. Καταλαβαίνεις ότι στα μέσα της δεκαετίας του 50 η σχέση της μουσικής και της κοινωνίας ήταν πολύ έντονη. Ο Elvis Presley έπαιξε ένα πολύ κυρίαρχο ρόλο. Ήταν ένα ιδανικό πλάσμα για την αμερικανική κοινωνία καθώς είχε μεγαλώσει σε μια φτωχή οικογένεια του βαθύ Νότου λευκών που συναναστρέφονταν τους μαύρους, παντρεύονταν μεταξύ τους καθώς δούλευαν μαζί, η οικογένειά του εκκλησιαζόταν σε εκκλησίες μαύρων, όπου εκεί ο Elvis άκουγε με τις ώρες τη μουσική τους, ενώ τα βράδια πήγαινε κρυφά από τη πίσω πόρτα σε μπαράκια μαύρων κι έβλεπε τον Ike Turner και τους έβλεπε όλους αυτούς να παίζουν. Ήταν ο ιδανικός λευκός γαλανομάτης που αγαπούσε τη μαμά του που ήξερε σε βάθος την μαύρη μουσική. Δεν γινόταν να βρουν πιο ιδανικό άνθρωπο ώστε να τον χρησιμοποιήσουν ώστε να τραβήξουν τα λευκά παιδιά από τους μαύρους καλλιτέχνες. Αυτό ήταν ένα παράδειγμα για να σου απαντήσω ποια ήταν η σχέση της μουσικής με την κοινωνία. Τώρα στην σημερινή εποχή από τη δεκαετία του 90’ και μετά ίσως ο ρόλος να κάμφθηκε. Αλλά μπορεί να κάνω και λάθος. Για παράδειγμα στην ελληνική κοινωνία όπου τα παιδιά ακούνε ελληνόφωνο χιπ χοπ, επειδή εγώ δεν έχω σχέση με αυτήν την μουσική και ποιος είναι ο αντίκτυπός της στη νεολαία, μπορεί ακόμα να παίζει ρόλο. Να περνάει ένα κοινωνικό μήνυμα. Αυτό ήταν και πάντα ο ρόλος της μουσικής. Η κάθε μορφή τέχνης γεννιέται από την κοινωνία και τα προβλήματά της, και προσπαθεί είτε απλά να τα εκφράσει, είτε κάποιες φορές να δώσει και κάποιες προτάσεις και λύσεις.

Φωτ.: Απόστολος Δελάλης / Olafaq

– Ένας μουσικός χρειάζεται έναν άλλο κόσμο για να πορεύεται;
Όχι, όχι, χρειάζεται ακριβώς αυτόν τον κόσμο έτσι ακριβώς όπως είναι, κάθε μέρα. Με κάποιες οάσεις μέσα σε αυτόν τον κόσμο. Έναν σύντροφο, έναν καλό φίλο, μια καλή στιγμή ή ένα καλό μεθύσι. Ουσιαστικά αυτό που με ρωτάς είναι αν η πηγή της έμπνευσης είναι ο πόνος, και είναι.

– Θα ήθελες να μας σχολιάσεις την σημερινή πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα;
Ζούμε παγιδευμένοι στο χάος. Έχω την εντύπωση πως έχει πάρει τον έλεγχο της χώρας η trash τηλεόραση της δεκαετίας του ’90. Δεν είναι αστείο. Είναι επικίνδυνο. Και νομίζω πως είναι πια αργά. Η Ελλάδα είναι σε μια δικτατορική φάση που απέχει πολύ από τη Δημοκρατία. Γενικότερα υπάρχει μια υπερσυντηρητικοποίηση του πλανήτη ολόκληρου, καθώς έχει πάρει μια επικίνδυνη δεξιά στροφή και φυσικά αυτή τη στροφή την ακολουθεί πιστά η Ελλάδα, γιατί πάντα είχε καλοθελητές τέτοιου είδους. Βέβαια αν γίνουν πιο έντονα τα πράγματα, εγώ πιστεύω ότι θα γίνει ένα «μπαμ!». Η φτωχοποίηση ενός λαού οδηγεί σε κοινωνική έκρηξη. Το καζάνι που βράζει σκάει!

– Το Σάββατο 1 Οκτωβρίου, επιστρέφετε στο ιστορικό An Club με special guests τους Mechanimal. Τί να περιμένουμε από αυτό το live;
Οι εμφανίσεις των New Zero God είναι πάντα ένα μεγάλο πάρτι. Αυτό θα γίνει κι αυτή την φορά. Τελευταία μας εμφάνιση ήταν τον Μάρτιο του 2020. Τώρα επιστρέφουμε για να παίξουμε τραγούδια που έγραψα τόσο με τους New Zero God όσο και με τους Flowers of Romance και τους Nexus, έτσι ώστε να περάσουμε όλοι καλά για μιάμιση ώρα. Φυσικά οι Mechanimal θα πυροδοτήσουν την βραδιά με τις τραγουδάρες τους και πιστεύω πως θα είναι κάτι αξέχαστο.

– Τα μελλοντικά σου μουσικά σχέδια;
Φέτος επαναδραστηριοποίησα το όνομα Nexus και κυκλοφόρησα ένα άλμπουμ με τίτλο Ninouki, το οποίο μπορεί όποιος θέλει να το βρει στο Bandcamp όπως και όλες τις κυκλοφορίες των New Zero God και των Nexus. Στο Ninouki συνεργάστηκα με φίλους έξω κυρίως από τους New Zero God. Σε κάθε τραγούδι με κάποιον άλλον. Με τον Γιάννη Ντρενογιάννη των Yeah και των Anti Troppeau Council ας πούμε. Με τον MGT, για χρόνια κιθαρίστα των Mission, του Peter Murphy, του Gary Numan, ή με τον John Fryer που έφτιαξε τους This Mortal Coil και έχει κάνει παραγωγή στους Depeche Mode και στους Nine Inch Nails. Τώρα ηχογραφώ κάποιο νέο υλικό για τους Nexus, με τον σαξοφωνίστα Γιώργο Γιαννόπουλο και την τσελίστα Dalai Cellai. Το τελευταίο New Zero God κυκλοφόρησε το 2019 και μας πρόλαβε ο Covid, οπότε υπάρχει ακόμα χρόνος για νέο υλικό. Ακόμα, έχω γράψει δύο μυθιστορήματα ψυχεδελικής φαντασίας, “Το Κλειδί της Εύας” και το “Μαύρο Χιόνι” και ενώ γράφω την συνέχεια αυτών των δύο, τώρα κοντά θα εκδοθεί και ένα βιβλίο μου με κείμενα σχετικά με ξένους rock’n’roll μουσικούς.

– Είσαι θανατοποινίτης. Ποιο είναι το τελευταίο κομμάτι που θα επέλεγες να ακούσεις;
Το Starless των King Crimson.