Το “John” της Annie Baker είναι ένα έργο που αιχμαλωτίζει την εύθραυστη ισορροπία μεταξύ της οικειότητας και της αποξένωσης, της σιωπής και της αμφισημίας. Η δράση εκτυλίσσεται σε ένα bed-and-breakfast στο Gettysburg, όπου οι πρωταγωνιστές, ένα ζευγάρι σε κρίση, κάνει tour σε μνημεία πολέμου. Το παλιό και γεμάτο παράξενα αντικείμενα σπίτι λειτουργεί ως ένας παράξενος τόπος γεμάτος φαντάσματα, όπου οι αφανείς συναισθηματικές δυνάμεις συσσωρεύονται αθόρυβα και παρασύρουν τους ήρωες.

Η Baker κατορθώνει να στήσει μια ατμόσφαιρα που μοιάζει με όνειρο, όπου το πραγματικό και το φανταστικό συνυπάρχουν σε λεπτές αποχρώσεις. Οι διάλογοι συχνά αφήνουν περισσότερα ερωτήματα από απαντήσεις, και η σιωπή παίζει έναν σημαντικό ρόλο, προσθέτοντας στην παράσταση μια αίσθηση αβεβαιότητας. Η μυστηριώδης οικοδέσποινα του B&B, η Mertis, προσθέτει ακόμα περισσότερα επίπεδα στο έργο, καθώς ο θεατής δεν είναι ποτέ σίγουρος αν είναι μια απλή παρατηρήτρια ή κάτι πιο μεταφυσικό.

Η παράσταση εξερευνά τις δυναμικές της ανθρώπινης ψυχής με έναν τρόπο που αποπνέει μυστήριο και μια αίσθηση του μη κατανοητού. Οι χαρακτήρες μοιάζουν να βρίσκονται σε ένα μεταβατικό στάδιο, κρεμασμένοι σε μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στην πραγματικότητα και την υποσυνείδητη αναζήτηση του “εγώ”. Το έργο αγγίζει βαθιά υπαρξιακά ερωτήματα γύρω από την αγάπη, την πίστη και την ανθρώπινη σύνδεση, προσκαλώντας τον θεατή να βυθιστεί σε μια ονειρική ατμόσφαιρα που συνεχίζει να τον στοιχειώνει πολύ μετά την αυλαία.

O Μιχάλης Πανάδης με τη φρέσκια σκηνοθετική του ματιά σκηνοθετεί την Κόρα Καρβούνη και τον Χρήστο Κοντογεώργη στο “John” της βραβευμένης με Πούλιτζερ Annie Baker. Στην παράσταση πρωταγωνιστουν, επίσης, η Γιούλη Τσαγκαράκη και η Καλλιόπη Παναγιωτίδου. Το σημαντικό αυτό έργο έκανε πρεμιέρα το 2015 στο Signature Theatre στη Νέα Υόρκη και δημιούργησε μεγάλη αίσθηση σε κοινό και κριτικούς. Τώρα, ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα στις 31 Οκτωβρίου και εγκαινιάζει την επαναλειτουργία του θεάτρου Δίπυλον.

Μιχάλης Πανάδης
Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / Olafaq

Με αφορμή την νέα αυτή παράσταση το Olafaq συνάντησε τον σκηνοθέτη Μιχάλη Πανάδη και μίλησαν για ένα έργο γεμάτο αμφισημία, σιωπές και ψυχολογικές εντάσεις.

– Τι σας τράβηξε περισσότερο στο έργο “John” της Annie Baker και σας ώθησε να το ανεβάσετε στην Ελλάδα;
Καταρχάς η ίδια η Annie Baker που, για το γούστο μου και την αισθητική μου, είναι ο ορισμός της καλής σύγχρονης δραματουργίας. Με συγκινούν και με εμπνέουν όλα τα έργα της. Το συγκεκριμένο έργο ακουμπάει το σώμα σε κέντρα πιο αρχέγονα και πνευματικά, την ίδια στιγμή που γίνεται ψυχαναλυτικό, την ίδια στιγμή που κάνει ωμό χιούμορ. Κατά τη γνώμη μου είναι ένα έργο που μπορεί να λειτουργήσει ρυθμιστικά, εξισορροπιστικά και φροντιστικά σε σχέση με το μπέρδεμα και τον αποπροσανατολισμό της πραγματικότητάς μας. Είναι ένα έργο που μπορεί να λειτουργήσει σαν θεραπεία.

– Η Annie Baker είναι γνωστή για τον ιδιαίτερο ρεαλισμό στους διαλόγους της και τη λεπτομερή εξερεύνηση της ανθρώπινης ψυχολογίας. Πώς προσεγγίσατε αυτή την εσωτερικότητα στη σκηνοθεσία σας;
Μου είναι δύσκολο να απαντήσω συνοπτικά στην ερώτησή σας και θα είναι σκανδαλώδης η έκταση αν προσπαθήσω να απαντήσω αναλυτικά. Αυτό που θέλουμε με τους ηθοποιούς και τους συντελεστές είναι να κάνουμε μια παράσταση όπου οι θεατές της θα νιώσουν πιο μαλακοί, πιο χαρούμενοι, πιο διαυγείς και πιο τολμηροί. Και προσπαθούμε με διάφορους τρόπους να προσεγγίσουμε αυτόν το στόχο.

– Το “John” συνδυάζει μια ατμοσφαιρική απόκοσμη διάσταση με θέματα όπως η μοναξιά και η απώλεια. Πώς αποδίδεται αυτή η ισορροπία ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το μεταφυσικό;
Όπως και στη ζωή. Η ζωή ισορροπεί μόνιμα ανάμεσα στο ρεαλιστικό – ή καλύτερα στο ορισμένο, και στο μεταφυσικό. Το μεταφυσικό, ωστόσο, είναι εξίσου φυσικό με το φυσικό, για την ακρίβεια είναι η συνέχειά του. Και η ισορροπία συνεχώς μεταβάλλεται και πότε γέρνει προς τη μία, πότε προς την άλλη πλευρά. Και η Baker γράφει γι’ αυτή την ισορροπία κάτω από την ομπρέλα της ιδιοσυγκρασιακής αίσθησής της για το χιούμορ.

Μιχάλης Πανάδης
Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / Olafaq

– Στην παράσταση, οι σχέσεις των χαρακτήρων φαίνονται ευάλωτες και περίπλοκες. Τι σας εντυπωσίασε στον τρόπο που η Baker αναπαριστά αυτές τις σχέσεις και πώς το μεταφέρετε στη σκηνή;
Με εντυπωσίασε η σάρκα και τα οστά των χαρακτήρων που φτιάχνει. Το πόσο εκπληκτικά υπαρκτοί είναι, ενώ ταυτόχρονα είναι και εντελώς μυθικοί. Η φόρμα με την οποία πλέκει έτσι τους χαρακτήρες, νιώθω ότι ανταποκρίνεται απόλυτα στη σύγχρονη αφήγηση και στο σύγχρονο άνθρωπο. Ταυτόχρονα με εντυπωσίασε ο χειρισμός του ευάλωτου και περίπλοκου χαρακτήρα που έχουν, πράγματι, οι ανθρώπινες σχέσεις ως βασικά τους χαρακτηριστικά, που δείχνει τις γνώσεις της, την παιδεία της, τη φροντίδα της και την υπευθυνότητά της για τον άνθρωπο.

– Ποια είναι η πρόκληση για έναν σκηνοθέτη όταν δουλεύει με ένα έργο τόσο πολυδιάστατο όσο το “John”; Υπάρχουν σημεία του έργου που σας προβληματίζουν ή σας εκπλήσσουν κατά τη διάρκεια των προβών;
Η πρόκληση είναι να ανταποκριθώ και να ανταποκριθούμε στη φύση αυτού του έργου. Που είναι όντως πολυδιάστατο. Ολόκληρο το έργο με προβληματίζει και με εκπλήσσει εξίσου από την πρώτη ανάγνωση και σε όλη τη διάρκεια των προβών με την ίδια ένταση.

– Το στοιχείο της μοναξιάς και της αποξένωσης είναι κεντρικό στο “John”. Πώς αντιμετωπίζετε αυτά τα συναισθήματα ώστε να αγγίξουν το κοινό, ειδικά μέσα από τον χώρο του θεάτρου;
Νομίζω ότι ειδικά ο χώρος του θεάτρου είναι ένας κατεξοχήν χώρος – και ένας από τους ελάχιστους εναπομείναντες, για να έρθει κανείς σε επαφή με τα συναισθήματά του. Είναι πρωταρχικός σκοπός του. Η μοναξιά και η αποξένωση είναι καταστάσεις μέσα από τις οποίες εκφράζονται διάφορα συναισθήματα. Έτσι συμβαίνει και στο έργο. Και οι ηθοποιοί εκφράζουν αυτά τα συναισθήματα.

– Πώς ενσωματώνετε τη θεατρική γραφή της Baker, που είναι γεμάτη από μικρές αλλά καθοριστικές λεπτομέρειες, στη σκηνική παρουσίαση της παράστασης;
Με ευλάβεια. Οι σκηνικές οδηγίες της Baker και η λεπτομερής περιγραφή του σκηνικού χώρου και των αντικειμένων είναι οργανικής σημασίας. Εξίσου οργανικής με τους χαρακτήρες. Ο χώρος στα έργα της, είναι πάντα ένας ακόμα “χαρακτήρας”, ένας ακόμα συμπαίκτης.

Μιχάλης Πανάδης
Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / Olafaq

– Το έργο έχει χαρακτηριστεί ως μια “αιρετική κωμωδία για τον στοιχειωμένο εαυτό μας”. Πώς αποδίδετε τη σκοτεινή, σχεδόν τρομακτική του πλευρά, ενώ διατηρείτε παράλληλα τα κωμικά στοιχεία του;
Το ότι ο εαυτός μας είναι στοιχειωμένος δε νομίζω ότι είναι κάτι τρομακτικό ή σκοτεινό. Είναι μια απλή πραγματικότητα. Σκοτεινή και τρομακτική είναι η μη αποδοχή ότι κάθε σύγχρονος άνθρωπος είναι στοιχειωμένος από κάτι. Από έναν άνθρωπο, έναν γονιό, μια εμπειρία, έναν έρωτα, μια θρησκεία, έναν πόλεμο, κλπ. Αυτό έχει κάτι τραγικό. Γι’ αυτό ταυτόχρονα και κάτι κωμικό. Όπως και καθετί στη ζωή είναι ταυτόχρονα κωμικό και τραγικό. Ο τρόπος απόδοσης αυτού στη συγκεκριμένη παράσταση, είναι κάτι που μόνο από σκηνής μπορεί να απαντηθεί.

– Εσείς, ενώ μπορεί να εργάζεστε σε διαφορετικά έργα, πώς βεβαιώνεστε ότι παραμένετε πιστός στη φωνή σας; Ποιο είναι το χαρακτηριστικό που σας ευχαριστεί περισσότερο στον τρόπο που εργάζεστε;
Δεν έχω νιώσει την ανάγκη να παραμείνω πιστός σε κάποια φωνή, οπότε δεν υπάρχει και η ανάγκη διαβεβαίωσής της. Προτιμώ να αλλάζω γνώμη και να πιστεύω διαφορετικά πράγματα εν γένει,  ανάλογα με τη στιγμή στην οποία βρίσκομαι. Δεν προσπαθώ να πάρω θέση και να ορίσω κάποιο απαράβατο πλαίσιο, ούτε στη δουλειά μου ούτε στη ζωή μου. Όταν έχω τη δυνατότητα να ορίσω εγώ τις συνθήκες στις οποίες εργάζομαι, με ευχαριστεί συνήθως η οργάνωση, η αφοσίωση, η φροντίδα και η υπευθυνότητα.

– Ποιες είναι οι βαθύτερες ανταμοιβές που κερδίζετε από τη δημιουργική σας πρακτική και τι σας έχουν διδάξει για τον εαυτό σας;
Όταν κάνω τη δουλειά μου νιώθω ότι βρίσκομαι πιο κοντά στην ουσία του εαυτού μου και νοηματοδοτούμαι. Το τι με έχει διδάξει αυτή η διαπίστωση δεν μπορώ να το περιγράψω με λέξεις, μπορώ μόνο να το κάνω με δράσεις.

Μιχάλης Πανάδης
Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / Olafaq

– Την επιτυχία πώς την ορίζετε;
Με την απουσία της γκρίνιας και με μια οικονομική αξιοπρέπεια.

– Σας αρέσει να δίνετε συμβουλές στους ανθρώπους; Ποιο είναι εκείνο το κάτι που θα θέλατε να είχατε ακούσει ως νέος ηθοποιός ή σκηνοθέτης και θα μπορούσε να βοηθήσει ως μια καλή πηγή ή συμβουλή για τους νεότερους τώρα;
Παλιότερα μου άρεσε να δίνω συμβουλές, και να δέχομαι. Τώρα είναι μια πρακτική που δεν επιλέγω. Αν ζητηθεί η γνώμη μου σε κάτι και θέλω να την εκφράσω θα το κάνω, αλλά η έννοια της συμβουλής περιέχει κατά τη γνώμη μου κάτι μη ενήλικο και προτιμώ πια να προσπαθώ να ζω ενήλικα. Δεν ξέρω ποιο μπορεί να είναι εκείνο το κάτι που θα ήθελα να έχω ακούσει νεότερος. Και νομίζω ότι αν το ήξερα δε θα είχα και την ανάγκη να το ακούσω. Μπορώ να πω σίγουρα ότι θα ήθελα να είχα ακούσει πολύ λιγότερα από κάποιους και πολύ περισσότερα από κάποιους άλλους. Μια καλή πηγή για κάθε ηλικία είναι νομίζω η φιλοσοφία και το πολιτικό δοκίμιο, το ένστικτο και η ψυχοθεραπεία.

– Μπορεί το θέατρο (και η Τέχνη γενικότερα) να γίνει τόσο ανατρεπτικό, μέχρι εκείνο το σημείο που θα καταφέρει να αλλάξει εντελώς την αντίληψή μας για τον σημερινό κόσμο;
Αυτή τη στιγμή πιστεύω πως όχι, δεν μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο. Δεν είναι ότι το θέατρο δεν μπορεί να το κάνει. Οι άνθρωποι δεν μπορούμε να ανατρέψουμε μια αντίληψη σαν σύνολο για να συμβεί αυτό. Η σύγχρονη ζωή είναι δομημένη τόσο εξατομικευμένα που αυτή τη στιγμή αυτό που μπορεί να προσφέρει το θέατρο, είναι στην καλύτερη των περιπτώσεων μια εξατομικευμένη ανατροπή ή αλλαγή αντίληψης. Ο ρόλος της τέχνης προσαρμόζεται στις εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες. Στη σύγχρονη πραγματικότητα πιστεύω ότι αυτό, σε βάση συνόλου, μάλλον περισσότερο η ψυχοθεραπεία μπορεί να το κάνει. Αν κάνουν όλοι οι άνθρωποι ψυχοθεραπεία.

Τι είναι εκείνο που θα θέλατε οι Έλληνες να αρχίσουν να κάνουν, ή και να συνεχίσουν να κάνουν, επειδή πρόκειται για μια θετική αλλαγή;
Δεν μπορώ να πω ότι θα ήθελα κάτι. Αυτό που σκέφτομαι αλλά δεν το προσδιορίζω σε σχέση με την καταγωγή, είναι ότι καλό θα ήταν γενικά η ανθρωπότητα να κάνει ψυχοθεραπεία και να περιορίσει ίσως τις γεννήσεις μέχρι τότε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Κείμενο: Annie Baker
Μετάφραση: Χρύσα Κοτταράκου
Σκηνοθεσία: Μιχάλης Πανάδης
Δραματουργία: Παύλος Παυλίδης
Σκηνικά – φωτισμοί: Ζωή Μολυβδά Φαμέλη
Κοστούμια: Αλέγια Παπαγεωργίου
Μουσική: Βασίλης Μαντζούκης
Βοηθός σκηνογράφου: Νέλη Ζερίτη
Βοηθός ενδυματολόγου: Νικολέττα Αναστασιάδου
Φωτογραφίες: Δομνίκη Μητροπούλου

Ερμηνεύουν (σε αλφαβητική σειρά): Κόρα Καρβούνη, Χρήστος Κοντογεώργης, Καλλιόπη Παναγιωτίδου, Γιούλη Τσαγκαράκη

Χώρος: Θέατρο ΔΙΠΥΛΟΝ

Πρεμιέρα: Πέμπτη 31 Οκτωβρίου

Ημέρες και ώρες παραστάσεων
Τετάρτη 20.00
Πέμπτη 21.00
Παρασκευή 21.00
Σάββατο 18.15 και 21.00
Κυριακή 20.00

Εισιτήρια:
20€ κανονικό,
18€ φοιτητικό, ΑΜΕΑ, ανέργων, άνω 65 ετών
Προπώληση εισιτηρίων στη more.com και στο ταμείο του θεάτρου.

 

☞︎ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο FacebookX/Twitter και Instagram.