Ο Μάικλ Λόρενς Νάιμαν γεννήθηκε το 1944 στο ανατολικό Λονδίνο. Την περίοδο 1961-67 πραγματοποίησε μουσικές σπουδές στην αγγλική πρωτεύουσα -αρχικά στο Royal Academy of Music και έπειτα στο King’s College. Τη δεκαετία 1968-78 εργάστηκε ως μουσικοκριτικός σε έντυπα ,δίδαξε σε διάφορα κολέγια, έγραψε βιβλία μουσικολογίας και συνέθεσε κυρίως μουσική δωματίου. Το 1982 έντυσε για πρώτη φορά μουσικά μια ταινία του σκηνοθέτη Πίτερ Γκριναγουϊ -το «Συμβόλαιο του σχεδιαστή»– και τα επόμενα χρόνια ξανασυνεργάστηκε μαζί του σε πολλά φιλμ. Το ίδιο διάστημα o Νάιμαν συνέθεσε τις όπερες «Ο άντρας που πέρασε τη γυναίκα του για ένα καπέλο» (1986) και «Ζωτικές στατιστικές» (1987). Ωστόσο έγινε παγκοσμίως γνωστός όταν έγραψε τη μουσική για την ταινία της Τζέιν Κάμπιον «Μαθήματα πιάνου» (1993). Σήμερα, με περίπου 100 δίσκους στο ενεργητικό του, συγκαταλέγεται στους επιφανέστερους συνθέτης της εποχής μας. Ο σπουδαίος μουσικός και μαέστρος κλείνει τα 78 του χρόνια στις 23 Μάρτη και αυτά είναι κάποια από τα λόγια βαθιάς σοφίας και προσωπικής εμπειρίας που μας αφήνει παρακαταθήκη.
Είναι σύνθετη η μουσική μου. Η μουσική μου προέρχεται από μια πολύ ιδιαίτερη πολιτισμική κατάσταση και σχετίζεται με τις ευρωπαϊκές ρίζες μου, με το ενδιαφέρον μου για τον αμερικανικό μινιμαλισμό, με τις γνώσεις μου για την ποπ μουσική και τη World Music.
Σχεδόν ό,τι έχω κάνει στη ζωή μου ήταν απόρροια κάποιου ατυχήματος. Άρχισα να μαθαίνω πράγματα γύρω από τη μουσική επειδή έτυχε να αλλάξω σχολείο. Στο καινούριο σχολείο που πήγα υπήρχε υπήρχε ένας δάσκαλος της μουσικής, ο οποίος θεώρησε ότι έχω μουσικό ταλέντο. Ο άνθρωπος αυτός πέρασε τα επόμενα δέκα χρόνια του προσπαθώντας να με κάνει μουσικό.
Οι δικοί μου ήθελαν να γίνω χρηματιστής. Αυτό που ήθελαν οι γονείς μου να κάνω, προκειμένου να αντισταθμίσω την έλλειψη πλούτου που βίωναν οι ίδιοι, ήταν να μπω στον χώρο του Χρηματιστηρίου, όπου εργαζόταν και ένας ξάδερφός μου. Δεν ήθελαν να γίνω ούτε μουσικός ούτε ακαδημαϊκός.
Το ταλέντο δε χρειάζεται πάντα να είναι βαθύ. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να είναι αρκετά ρηχό. Μερικοί άνθρωποι, ας πούμε, έχουν το ταλέντο της εγκληματικότητας, το οποίο δεν παύει να είναι κι αυτό ένα ταλέντο. Όποιος το έχει δεν χρειάζεται να κάνει καμιά δουλειά· διαθέτει ένα ένστικτο που του επιτρέπει να ξεγελάει τους ανθρώπους και τους αποσπά χρήματα.
Ασκώ κριτική στη δουλειά μου. Επειδή υπήρξα κριτικός της μουσικής και επειδή εκπαιδεύτηκα στο να βλέπω τη συνολική δουλειά ενός συνθέτη σαν ένα είδος φυσικής εξέλιξης, με τον ίδιο τρόπο βλέπω και τη δική μου τη δουλειά. Είναι σαν να στέκομαι ένα βήμα πίσω απ´ αυτό που κάνω, να βλέπω με ποιον τρόπο δουλεύω και να αναγνωρίζω τι δεν μπορούσα να κάνω είκοσι χρόνια αργότερα νωρίτερα.
Μουσική για λίγους. Οι περισσότεροι σύγχρονοι σύνθετες λόγιας μουσικής είτε γράφουν μουσική που είναι αδύνατον να ενταχθεί στη συλλογική μνήμη είτε γίνονται αντιληπτοί από ανθρώπους που έχουν ελάχιστο μερίδιο στη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης.
Ούτε ένας από εμάς ο συνθέτες δεν κάνει έρευνα αγοράς προτού γράψει μουσική. Δεν ψάχνουμε να βρούμε εκ των προτέρων ποιον μπορεί να ενδιαφέρει η μουσική από το Μάλι ή ένα συγκεκριμένο στυλ κιθάρας ώστε να στραφούμε προς τα εκεί. Δεν υπάρχει ένα συγκεκριμένο κοινό με συγκεκριμένη ταυτότητα για το οποίο παράγουμε μουσική.
Συχνά συγκρατούμαι ένα ποπ κομμάτι ή κάτι που δεν έχει καμία απολύτως μουσική αξία. Το θυμόμαστε όμως επειδή υπάρχει σ’ αυτό ένας παράγοντας που μας βοηθάει να το θυμόμαστε, ένας παράγοντας αντίθετος με τις αξίες σοβαρών δημιουργών όπως ο Σκαλκώτας ή ο Στοκχάουζεν.
Μερικές φορές επιτρέπω να γίνονται λάθη. Πότε γράφω σε χαρτί, πότε γράφω στο κομπιούτερ· μερικές φορές τα λάθη μου υποδεικνύουν πράγματα που δεν βγαίνουν κατευθείαν από το μυαλό μου. Τα βλέπω και λέω: «Τώρα από πού βγήκε αυτό; Ας ξεκινήσω καλύτερα από εδώ».
Στη δική μου περίπτωση η μουσική μου έγινε ευρέως γνωστή μέσα από τις ταινίες. Οι σκηνοθέτες έχουν τη δυνατότητα να επηρεάζουν την κοινή γνώμη, να αλλάζουν τις ζωές των ανθρώπων και ένας συνθέτης νιώθει τυχερός όταν μπορεί να παρασυρθεί κι εκείνος σε αυτό τον ευρύτερο κόσμο.
Ορισμένες φορές νιώθεις κυνικός. Σε συναυλίες όπως το Live Aid βλέπεις πάμπλουτους ηλικιωμένους ποπ σταρ να ερμηνεύουν μια μουσική που, έτσι κι αλλιώς, αποτελεί καθαρά εμπορικό φαινόμενο και μέσω αυτής να προσπαθούν απεγνωσμένα να φανούν κοινωνικά και πολιτικά προοδευτικοί. Τέτοιες καταστάσεις σε κάνουν να νιώθεις πολύ κυνικός.
Δυστυχώς οι πολιτικές αλλαγές προκύπτουν μόνο από τους πολιτικούς. Και εκείνοι παραμένουν το ίδιο απληροφόρητοι και ανέντιμοι όσο πριν από 30 ή 50 χρόνια.
Στην Αγγλία η διαφθορά είναι ραφιναρισμένη. Η χώρα γίνεται ολοένα και πιο ελεγχόμενη. Σ´αυτή οι πολίτες παρακολουθούνται συνεχώς και ενθαρρύνονται να χαφιεδίζουν τους συμπολίτες τους. Σ’ αυτή τα μικροεγκλήματα τιμωρούνται αυστηρότατα και οι οργανωμένοι δολοφόνοι μπορούν να γλιτώνουν.
Κάνω επαναστάσεις, αλλά μικρές. Σε προσωπικό επίπεδο, θα έλεγα ότι ορισμένα πράγματα που κάνω μέσα από το μουσικό μου λεξιλόγιο είναι επαναστατικά. Όμως αυτά είναι τόσο μικρές επαναστάσεις, ώστε ποιος νοιάζεται;
Ο Μάικλ Λόρενς Νάιμαν γεννήθηκε το 1944 στο ανατολικό Λονδίνο. Την περίοδο 1961-67 πραγματοποίησε μουσικές σπουδές στην αγγλική πρωτεύουσα -αρχικά στο Royal Academy of Music και έπειτα στο King’s College. Τη δεκαετία 1968-78 εργάστηκε ως μουσικοκριτικός σε έντυπα ,δίδαξε σε διάφορα κολέγια, έγραψε βιβλία μουσικολογίας και συνέθεσε κυρίως μουσική δωματίου. Το 1982 έντυσε για πρώτη φορά μουσικά μια ταινία του σκηνοθέτη Πίτερ Γκριναγουϊ -το «Συμβόλαιο του σχεδιαστή»– και τα επόμενα χρόνια ξανασυνεργάστηκε μαζί του σε πολλά φιλμ. Το ίδιο διάστημα o Νάιμαν συνέθεσε τις όπερες «Ο άντρας που πέρασε τη γυναίκα του για ένα καπέλο» (1986) και «Ζωτικές στατιστικές» (1987). Ωστόσο έγινε παγκοσμίως γνωστός όταν έγραψε τη μουσική για την ταινία της Τζέιν Κάμπιον «Μαθήματα πιάνου» (1993). Σήμερα, με περίπου 100 δίσκους στο ενεργητικό του, συγκαταλέγεται στους επιφανέστερους συνθέτης της εποχής μας. Ο σπουδαίος μουσικός και μαέστρος κλείνει τα 78 του χρόνια στις 23 Μάρτη και αυτά είναι κάποια από τα λόγια βαθιάς σοφίας και προσωπικής εμπειρίας που μας αφήνει παρακαταθήκη.
Είναι σύνθετη η μουσική μου. Η μουσική μου προέρχεται από μια πολύ ιδιαίτερη πολιτισμική κατάσταση και σχετίζεται με τις ευρωπαϊκές ρίζες μου, με το ενδιαφέρον μου για τον αμερικανικό μινιμαλισμό, με τις γνώσεις μου για την ποπ μουσική και τη World Music.
Σχεδόν ό,τι έχω κάνει στη ζωή μου ήταν απόρροια κάποιου ατυχήματος. Άρχισα να μαθαίνω πράγματα γύρω από τη μουσική επειδή έτυχε να αλλάξω σχολείο. Στο καινούριο σχολείο που πήγα υπήρχε υπήρχε ένας δάσκαλος της μουσικής, ο οποίος θεώρησε ότι έχω μουσικό ταλέντο. Ο άνθρωπος αυτός πέρασε τα επόμενα δέκα χρόνια του προσπαθώντας να με κάνει μουσικό.
Οι δικοί μου ήθελαν να γίνω χρηματιστής. Αυτό που ήθελαν οι γονείς μου να κάνω, προκειμένου να αντισταθμίσω την έλλειψη πλούτου που βίωναν οι ίδιοι, ήταν να μπω στον χώρο του Χρηματιστηρίου, όπου εργαζόταν και ένας ξάδερφός μου. Δεν ήθελαν να γίνω ούτε μουσικός ούτε ακαδημαϊκός.
Το ταλέντο δε χρειάζεται πάντα να είναι βαθύ. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να είναι αρκετά ρηχό. Μερικοί άνθρωποι, ας πούμε, έχουν το ταλέντο της εγκληματικότητας, το οποίο δεν παύει να είναι κι αυτό ένα ταλέντο. Όποιος το έχει δεν χρειάζεται να κάνει καμιά δουλειά· διαθέτει ένα ένστικτο που του επιτρέπει να ξεγελάει τους ανθρώπους και τους αποσπά χρήματα.
Ασκώ κριτική στη δουλειά μου. Επειδή υπήρξα κριτικός της μουσικής και επειδή εκπαιδεύτηκα στο να βλέπω τη συνολική δουλειά ενός συνθέτη σαν ένα είδος φυσικής εξέλιξης, με τον ίδιο τρόπο βλέπω και τη δική μου τη δουλειά. Είναι σαν να στέκομαι ένα βήμα πίσω απ´ αυτό που κάνω, να βλέπω με ποιον τρόπο δουλεύω και να αναγνωρίζω τι δεν μπορούσα να κάνω είκοσι χρόνια αργότερα νωρίτερα.
Μουσική για λίγους. Οι περισσότεροι σύγχρονοι σύνθετες λόγιας μουσικής είτε γράφουν μουσική που είναι αδύνατον να ενταχθεί στη συλλογική μνήμη είτε γίνονται αντιληπτοί από ανθρώπους που έχουν ελάχιστο μερίδιο στη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης.
Ούτε ένας από εμάς ο συνθέτες δεν κάνει έρευνα αγοράς προτού γράψει μουσική. Δεν ψάχνουμε να βρούμε εκ των προτέρων ποιον μπορεί να ενδιαφέρει η μουσική από το Μάλι ή ένα συγκεκριμένο στυλ κιθάρας ώστε να στραφούμε προς τα εκεί. Δεν υπάρχει ένα συγκεκριμένο κοινό με συγκεκριμένη ταυτότητα για το οποίο παράγουμε μουσική.
Συχνά συγκρατούμαι ένα ποπ κομμάτι ή κάτι που δεν έχει καμία απολύτως μουσική αξία. Το θυμόμαστε όμως επειδή υπάρχει σ’ αυτό ένας παράγοντας που μας βοηθάει να το θυμόμαστε, ένας παράγοντας αντίθετος με τις αξίες σοβαρών δημιουργών όπως ο Σκαλκώτας ή ο Στοκχάουζεν.
Μερικές φορές επιτρέπω να γίνονται λάθη. Πότε γράφω σε χαρτί, πότε γράφω στο κομπιούτερ· μερικές φορές τα λάθη μου υποδεικνύουν πράγματα που δεν βγαίνουν κατευθείαν από το μυαλό μου. Τα βλέπω και λέω: «Τώρα από πού βγήκε αυτό; Ας ξεκινήσω καλύτερα από εδώ».
Στη δική μου περίπτωση η μουσική μου έγινε ευρέως γνωστή μέσα από τις ταινίες. Οι σκηνοθέτες έχουν τη δυνατότητα να επηρεάζουν την κοινή γνώμη, να αλλάζουν τις ζωές των ανθρώπων και ένας συνθέτης νιώθει τυχερός όταν μπορεί να παρασυρθεί κι εκείνος σε αυτό τον ευρύτερο κόσμο.
Ορισμένες φορές νιώθεις κυνικός. Σε συναυλίες όπως το Live Aid βλέπεις πάμπλουτους ηλικιωμένους ποπ σταρ να ερμηνεύουν μια μουσική που, έτσι κι αλλιώς, αποτελεί καθαρά εμπορικό φαινόμενο και μέσω αυτής να προσπαθούν απεγνωσμένα να φανούν κοινωνικά και πολιτικά προοδευτικοί. Τέτοιες καταστάσεις σε κάνουν να νιώθεις πολύ κυνικός.
Δυστυχώς οι πολιτικές αλλαγές προκύπτουν μόνο από τους πολιτικούς. Και εκείνοι παραμένουν το ίδιο απληροφόρητοι και ανέντιμοι όσο πριν από 30 ή 50 χρόνια.
Στην Αγγλία η διαφθορά είναι ραφιναρισμένη. Η χώρα γίνεται ολοένα και πιο ελεγχόμενη. Σ´αυτή οι πολίτες παρακολουθούνται συνεχώς και ενθαρρύνονται να χαφιεδίζουν τους συμπολίτες τους. Σ’ αυτή τα μικροεγκλήματα τιμωρούνται αυστηρότατα και οι οργανωμένοι δολοφόνοι μπορούν να γλιτώνουν.
Κάνω επαναστάσεις, αλλά μικρές. Σε προσωπικό επίπεδο, θα έλεγα ότι ορισμένα πράγματα που κάνω μέσα από το μουσικό μου λεξιλόγιο είναι επαναστατικά. Όμως αυτά είναι τόσο μικρές επαναστάσεις, ώστε ποιος νοιάζεται;