Μια φορά κι έναν καιρό μια Δανή, μια Ελληνιδά και ένα theremin χάθηκαν σε ένα δανέζικο δάσος…

Όχι για να δραπετεύσουν, αλλά για να ξαναβρούν η μία την άλλη — και κάτι από εκείνες τις σημειώσεις, σε ένα πρόχειρο χαρτάκι, από κάποιο μπαρ στο Παγκράτι, όπου είχαν γράψει πώς ήθελαν να ακούγεται η μουσική τους: lo-fi, punk, σκοτεινή, με synth arpeggios, μπόλικη παραμόρφωση, αλλά και κάτι που να μοιάζει με αλήθεια.

Πριν από καιρό τα ίδια πρόσωπα είχαν συναντηθεί πριν στην Αθήνα. Μια πόλη θορυβώδης, διαλυμένη, μα και παράξενα εύφορη για underground παλμό. Δυο διαφορετικοί κόσμοι — και όμως, κάτι κοινό φαινόταν να τα κινεί: μια εσωτερική ένταση, μια ακαθόριστη μελαγχολία που ζητούσε διέξοδο. Κάπως έτσι γεννήθηκαν οι V.V.I.A., το ντουέτο ηλεκτρονικής μουσικής που αποτελείται από τη Venus Volcanism και την In Atlas.

Πολλά χρόνια μετά —τον Μάρτιο του 2024— ξαναβρέθηκαν. Εκεί, σε μια καλύβα μέσα στο δανέζικο δάσος. Δεν ήξεραν αν θα προκύψει κάποιο άλμπουμ· ήξεραν μόνο ότι είχαν ανάγκη να δημιουργήσουν μαζί. Το “I Knew You Before We Met” (το οποίο κυκλοφόρησε από την Inner Ear στις 28 Μαρτίου) γεννήθηκε μέσα από εκείνη την απόσταση, την απουσία και τη βαθιά επιθυμία για επανασύνδεση. Είναι ένα έργο για τη φιλία και την πλατωνική αγάπη, για τον αγώνα να ξαναβρείς το νήμα μιας σχέσης που δεν χάθηκε — απλώς χρειάστηκε να χαθεί για λίγο.

Το ντουέτο των V.V.I.A. δεν γεννήθηκε για να χωρέσει σε σκηνές ή είδη. Οι συνθέσεις τους είναι σαν κολάζ συναισθημάτων: κομμάτια από μοναξιά, πολιτική αγανάκτηση, αγάπη που δεν θέλει να ονομαστεί, απελπισία που μετασχηματίζεται σε πείσμα. Μια μουσική που άλλοτε ψιθυρίζει σαν ναρκωμένη σκέψη κι άλλοτε ουρλιάζει σαν theremin σε νευρική κρίση. Οι V.V.I.A. ουσιαστικά φτιάχνουν μουσικά περάσματα και αφηγούνται ηχητικές περιπέτειες από το ένα «εγώ» στο «μαζί». Και το κάνουν με ήχους που μοιάζουν άλλοτε με προσευχή, κι άλλοτε με κραυγή. Ναι, σε κάθε περίπτωση: με κάτι αληθινό. Και, ίσως τελικά αυτό να είναι το πιο αληθινό πράγμα που μπορεί να κάνει η μουσική: να χωράει το άρρητο. Να σου λέει «σε ήξερα πριν σε γνωρίσω».

V.V.I.A.
Φωτ.: Αρχοντούλα Μαρούση

LINE

– Συναντηθήκατε ως άγνωστα πλάσματα και καταλήξατε να ζείτε μαζί στην Αθήνα — πώς οδήγησε αυτή η μετάβαση στη δημιουργία των V.V.I.A.;

I.A.: Είχαμε μείνει μαζί μόνο για μερικές εβδομάδες – ίσως και μόνο λίγες μέρες (?!) – όταν αποφασίσαμε ότι θέλουμε να ξεκινήσουμε μια μπάντα. Πήγαμε σ’ ένα μπαρ στο Παγκράτι, κοντά στο σπίτι μας, και γράψαμε τις σκέψεις μας σε ένα μικρό χαρτάκι. Θέλαμε η μουσική να είναι punk/abstract/techno, παραμορφωμένη, lo-fi και σκονισμένη, με arpeggios, μπάσο, kick και ρυθμούς. Και τα φωνητικά να είναι όμορφα/άσχημα, με reverb και distortion, punk και stoned, με μια «δραματική πινελιά» (χαχα). Εκείνο το σημείωμα έχει πια δέκα χρόνια, αλλά νομίζω πως παραμένουμε πιστοί σε πολλές από τις βασικές ιδέες.

V.V.: Νομίζω πως η απάντηση της Stine (Ιn Atlas) έχει καλύψει την ερώτηση . Ωστόσο θα ήθελα να συμπληρώσω πως δεν ηταν εβδομάδες, αλλά λίγες ημέρες αφότου μετακομίσε η Στίνε στο σπίτι όπου έμενα τότε στο Παγκράτι, στην οδό Φιλολαου. Και έχω έντονα την εικόνα να έχουμε πέσει στο πάτωμα του σαλόνιου — το οποίο για όσο χρόνο ζούσαμε μαζί ήταν το home studio μας — και να φτιάχνουμε το πρώτο μας κομμάτι (Μystery of Desire ) σε ένα MPC που δεν ήταν καν δικό μας.

– Υπήρξε κάποια άλλη συγκεκριμένη στιγμή ή μια άλλη κοινή εμπειρία που πυροδότησε την ανάγκη να φτιάξετε μουσική μαζί;

I.A.: Λίγο πριν μετακομίσω στην Αθήνα για να σπουδάσω, είχα περάσει κάποιο διάστημα στη Λέσβο, κάνοντας αλληλέγγυη δουλειά σε σχέση με τους μετανάστες που έφταναν στην Ευρώπη. Οπότε, όταν γνώρισα τη Ρένα και αρχίσαμε να συγκατοικούμε, κουβαλούσα μέσα μου πάρα πολλά συναισθήματα που ήθελα να εκφράσω — θυμό για τον κόσμο, αίσθημα αδικίας και ανημπόριας. Είχα πραγματικά ανάγκη από μια διέξοδο. Ευτυχώς για μένα, η Ρένα είναι επίσης ένα πρόσωπο γεμάτο συναισθήματα και σκέψεις για το τι συμβαίνει γύρω μας, οπότε νομίζω πως και για εκείνη υπήρχε η ίδια ανάγκη.

V.V.: Βρεθήκαμε σε μια χρονική συγκυρία όπου και οι δύο νιώθαμε την ανάγκη να διοχετεύσουμε συναισθήματα, εμπειρίες και σκέψεις που μας βάραιναν. Υπήρχε μια κοινή επιθυμία να επικοινωνήσουμε και να εξωτερικεύσουμε τις ανησυχίες μας για τον κόσμο και τις δυσοίωνες πραγματικότητες που ξεδιπλώνονταν γύρω μας.

– Προέρχεστε από διαφορετικά γεωγραφικά και πολιτισμικά περιβάλλοντα — πώς αυτή η ένταση ή σύντηξη επηρεάζει τον ήχο σας;

I.A.: Το μεσογειακό ταμπεραμέντο συναντά το σκανδιναβικό noir σε ένα μείγμα αστικής παραφροσύνης και αύρας από το χωριό. Χαχα.

V.V.: Προσωπικά, διαπιστώνω ότι οι διαφορές στο γεωγραφικό και πολιτισμικό μας υπόβαθρο γίνονται πιο αισθητές όταν καλούμαστε να πάρουμε αποφάσεις από κοινού — στον τρόπο που επικοινωνούμε το πως νιώθουμε και τι έχουμε ανάγκη, στο πως εκφράζουμε τις διαφορετικές μας απόψεις και πως διαχειριζόμαστε τυχόν διαφωνίες. Αυτό έγινε ιδιαίτερα εμφανές όταν ξανασυναντηθήκαμε για να γράψουμε μουσική, έπειτα από σχεδόν πέντε χρόνια. Και όμως, όπως πολύ όμορφα και ποιητικά διατύπωσε η Στίνε, υπάρχει κάτι πραγματικά μαγικό σε αυτή τη δυναμική των διαφορών μας. Δημιουργείται ένα είδος αλχημείας — μια μοναδική ενέργεια — όπου η μία συμπληρώνει και εξισορροπεί την άλλη με τρόπους απρόσμενους. Μετά από ζωντανές εμφανίσεις, έχουμε ακούσει συχνά σχόλια όπως «είστε σαν το γιν και το γιανγκ» ή «συμπληρώνετε η μία την άλλη με έναν τόσο όμορφα τρόπο». Επομένως με κάποιον τρόπο αναπτύσσεται  μεταξύ μας μια αρμονία, παρά — ή ίσως χάρη — στις διαφορές μας.

V.V.I.A.
Φωτ.: Rat TV

– Υπάρχει κάποιο οπτικό ή συναισθηματικό τοπίο που φαντάζεστε όταν συνθέτετε ένα κομμάτι των V.V.I.A.; Προσεγγίζετε τη σύνθεση ως συνεργασία ή συνδυάζετε ξεχωριστά στοιχεία όπως σε ένα κολλάζ;

I.A.: Έχουμε δοκιμάσει να δουλέψουμε με διάφορους τρόπους, αλλά στη σύνθεση τραγουδιών συντονιζόμαστε συχνά πάνω σε ένα θέμα και μετά δουλεύουμε ξεχωριστά — γράφοντας και δημιουργώντας φωνητικά-καθοδηγητές. Μετά, ερχόμαστε ξανά μαζί και βλέπουμε αν όλα μπορούν να δέσουν μεταξύ τους. Οπότε ναι, με κάποιον τρόπο, η σύνθεσή μας μοιάζει με τη δημιουργία ενός κολλάζ.

V.V: H θεμελιώδης δομή και μέθοδος με την οποία γράφουμε μουσική δεν έχει αλλάξει ουσιαστικά από το 2015. Η βασική και αναγκαία προϋπόθεση ανέκαθεν ήταν να βρισκόμαστε στο ίδιο φυσικό περιβάλλον. (Είναι χαρακτηριστικό πως το πρώτο κομμάτι που επιχειρήσαμε να δημιουργήσουμε εξ αποστάσεως ήταν το “Over and Over”, όπου ανταλλάξαμε κάποιες αρχικές ιδέες μέσω αρχείων, αλλά η τελική ηχογράφηση πραγματοποιήθηκε μόλις βρεθήκαμε ξανά στην Αθήνα, στα τέλη του 2023. Μέχρι τότε, δεν είχαμε προσπαθήσει ποτέ να συνθέσουμε μουσική εξ αποστάσεως.) Από την πρώτη στιγμή, η δημιουργική μας διαδικασία παραμένει σταθερή — στηρίζεται στη φυσική παρουσία, στην άμεση αλληλεπίδραση και στην κοινή ενέργεια. Σκύβουμε πάνω από κάθε κομμάτι με φροντίδα, αλλά με διάθεση παιχνιδιού και εξερεύνησης. Ξεκινάμε από έναν ρυθμό ή μια μπασογραμμή και σταδιακά δομούμε τη φόρμα του κομματιού. Σε αυτό το στάδιο ακούμε επανειλημμένα τη μουσική και γράφουμε στίχους η καθεμία ξεχωριστά, τους οποίους φέρνουμε στη συνέχεια μαζί για να δούμε τι ταιριάζει καλύτερα στη μορφή που αναδύεται. Ωστόσο, στην παρούσα συνθήκη —καθώς εγώ ζω στην Ισλανδία τα τελευταία τέσσερα χρόνια και η Stine έχει επιστρέψει στη Δανία— προσπαθούμε να βρίσκουμε τρόπους να συναντιόμαστε και να δημιουργούμε. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η δημιουργία του “I Knew You Before We Met”, όπου περάσαμε μαζί δέκα μέρες με εμμονική αφοσίωση στη μουσική. Δεν γνωρίζουμε τι θα προκύψει στο μέλλον, αλλά ενδεχομένως να χρειαστεί να πειραματιστούμε περισσότερο με την εξ αποστάσεως ανταλλαγή ιδεών, εφόσον η ιδανική συνθήκη της συνύπαρξης δεν είναι πλέον δεδομένη.

– Πόθος, θυμός και υπαρξιακή σκέψη, λοιπόν — πώς μπαίνουν αυτά τα συναισθήματα στη δημιουργική σας διαδικασία;

I.A.: Νομίζω πως είναι κάτι που τρέχει πάντα από κάτω, σαν υπόγειο ρεύμα. Εκφράζεται όχι μόνο μέσα από τα θέματα των στίχων, αλλά και στην ενέργεια των φωνών μας και στις αρμονίες των οργάνων. Το “I Knew You Before We Met” έχει μια υπόγεια νοσταλγία ή θλίψη, γιατί αυτό ήταν το συναισθηματικό μας τοπίο τότε. Αλλά όταν φτιάχναμε τον προηγούμενο δίσκο, το “Chaos Brings Order”, ήμασταν και οι δύο γεμάτοι θυμό — και δεν μπορούσαμε, ούτε θέλαμε, να τον εκφράσουμε με λόγια. Γι’ αυτό και τελικά κάναμε σχεδόν έναν καθαρά ορχηστρικό δίσκο. Κι όμως, μπορείς να νιώσεις μέσα του τον θυμό και την αγανάκτηση.

V.V.: Eίναι εξαιρετικά εμφανές, εάν σταθείς λίγο στους στίχους των κομματιών και στο συναίσθημα της μουσικής μας. Η μουσική μας είναι μια  φυσική προέκταση αυτών που νιώθουμε την εκάστοτε στιγμή ή αυτών που έχουμε κρατήσει για πολύ μέσα μας, και έχει έρθει η ώρα να βγουν στο φως.

– Τι σημαίνει για την κάθε μία προσωπικά το “I Knew You Before We Met” — και τι θέλετε να πείτε με αυτό;

I.A.: Ήταν δύσκολο άλμπουμ για να φτιαχτεί, γιατί ήταν η πρώτη φορά μετά από πέντε χρόνια που κάναμε ξανά μουσική μαζί. Είχαμε μόνο δέκα μέρες για να το ολοκληρώσουμε, ενώ η Ρένα βρισκόταν στη Δανία, και δυσκολευόμασταν να συγχρονιστούμε — και λόγω απόστασης, αλλά και επειδή υπήρχε μεγάλη πίεση χρόνου. Δεν είχαμε ζήσει ποτέ κρίση στη φιλία μας μέχρι τότε, και ξαφνικά ήταν σαν να μην μπορούσαμε να βρούμε ο ένας τον άλλον. Αλλά οι φιλίες είναι σαν τις σχέσεις — ακόμη κι αν είναι αμιγώς πλατωνικές. Και όταν τελειώσαμε το άλμπουμ, ένιωσα πραγματικά συγκίνηση βλέποντας πώς το ξεπεράσαμε. Στο τέλος, νομίζω ότι βγήκαμε πιο δυνατοί, γιατί περάσαμε μέσα από την κρίση μαζί. Σκέφτηκα πόσο φυσιολογικές είναι οι κρίσεις στις ερωτικές σχέσεις, κι έπρεπε να μάθω ότι τελικά δεν είναι τόσο τρομακτικές όσο φαίνονται — και πως είναι εντάξει να περνάς μέσα απ’ αυτές. Εμείς, τουλάχιστον, βγάλαμε από αυτήν μια πολύ όμορφη δουλειά.

V.V.: Το “I Knew You Before We Met” μπορεί να θεωρηθεί μια προσπάθεια να ανακαλύψουμε ξανά η μία την άλλη. Το γεγονός ότι πλέον δεν ζούμε μαζί και ότι οι ζωές μας προχωρούν ανεξάρτητα, χωρίς την φυσική παρουσία της άλλης, δημιουργεί μια νέα δυναμική που συνεχίζουμε να ανακαλύπτουμε. Στο παρελθόν ήμασταν σχεδόν σε πλήρη συγχρονισμό, μεγαλώνοντας μαζί στην ίδια συνθήκη. Ζούσαμε στην πολύβουη, χαοτική Αθήνα — μια πόλη γεμάτη από φρενήρεις ρυθμούς, ωμή και βίαιη, αλλά ταυτόχρονα αδιάμφισβήτητα γοητευτική και δημιουργική, γεμάτη πάθος και άγχη. Τώρα, εγώ ζω 32 μίλια νότια του Αρκτικού Κύκλου, σε μια πόλη 1.300 κατοίκων, ενώ η Στίνε βρίσκεται στην Κοπεγχάγη. Η πρόκληση του να συγχρονιστούμε ξανά ήταν τεράστια. Το “I Knew You Before We Met” έπρεπε να δημιουργηθεί για να ξανασυνδεθούμε και να θυμηθούμε ότι, στην πραγματικότητα, γνωριζόμαστε ήδη πολύ καλά. Όμως, αυτό ήρθε μοιραία, καθώς οι συνθήκες και οι εξωτερικοί παράγοντες δυσχέραιναν πολύ το αρχικό μας πλάνο, πλημμυρίζοντάς μας με συναισθήματα που έπρεπε να εξωτερικευθούν και να εκφραστούν, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί κάτι εντελώς αυθόρμητο και αναπόφευκτο.

V.V.I.A.
Φωτ.: Αρχοντούλα Μαρούση

– Αισθάνεστε πως ανήκετε σε μια ευρύτερη ηλεκτρονική ή πειραματική σκηνή, στην Αθήνα ή την Ευρώπη — ή αντιστέκεστε σε αυτές τις κατηγοριοποιήσεις;

I.A.: Η darkwave σκηνή δεν υφίσταται πραγματικά στη Δανία. Είναι πολύ πιο έντονη στη Νότια Ευρώπη, εκεί όπου τη γνώρισα ουσιαστικά και την αγάπησα. Ίσως μπορείς να πεις ότι, με κάποιον τρόπο, ανήκουμε σε μια σκηνή που γέρνει προς το goth και το synthwave, αλλά νομίζω πως φέρνουμε και μια pop ευαισθησία στη μουσική μας, οπότε δεν είμαστε αποκλειστικά μέρος αυτής της σκηνής. Τελικά, νιώθω ότι αυτό που κάνουμε είναι πολύ δικό μας.

V.V.: Η απάντηση της Στίνε με έχει καλύψει.

– Ο ήχος σας μοιάζει κινηματογραφικός και ταυτόχρονα οικείος. Τα live σας, πώς θα είναι; Τι θα θέλατε να πάρει μαζί του ο ακροατής μετά την ακρόαση του άλμπουμ — μια σκέψη, ένα συναίσθημα, μια σιωπή;

I.A.: Καλή ερώτηση — έχουμε να παίξουμε live μαζί εδώ και πολλά χρόνια! Αλλά ελπίζω πως θα είναι γεμάτο οικειότητα, δύναμη και μια δόση τρέλας. Επειδή και οι δύο έχουμε αλλάξει με τα χρόνια — μουσικά και προσωπικά — ίσως το live να βγάζει και μια πιο ώριμη ενέργεια σε σχέση με παλιά. Αλλά ποιος ξέρει; Πάντως, παλιά πάντα καταλήγαμε με πιασμένους αυχένες από το headbanging και τη Ρένα να γίνεται έξαλλη πάνω στο theremin.

V.V.: Όσον αφορά στο κοινό και στο τι θα θέλαμε να κρατήσει μετά την ακρόαση του άλμπουμ νομίζω πως παρόλο που το άλμπουμ είναι βαθειά αυτοαναφορικό — το καθένα μας έχει υπάρξει σε μια κατάσταση όπου προσπαθεί να γνωρίσει ή να ανακαλύψει ξανά ένα αγαπημένο πρόσωπο επομένως — ίσως ταυτιστεί με κάτι ή βρει ένα κομμάτι από το εαυτό του στα τραγούδια μας.

– Πώς βλέπετε την τωρινή κατάσταση της ηλεκτρονικής μουσικής σκηνής στην Ελλάδα; Ανθίζει ή απλώς επιβιώνει;

I.A.: Για να είμαι ειλικρινής, δεν έχω σαφή εικόνα, αφού έχω επιστρέψει στην Κοπεγχάγη εδώ και αρκετά χρόνια. Παρακολουθώ τη σκηνή μόνο από μακριά, μέσω των social media — και όπως όλοι ξέρουμε, αυτό δεν αντικατοπτρίζει απαραίτητα την πραγματικότητα. Παρ’ όλα αυτά, το καλοκαίρι παίζουμε για πρώτη φορά live στην Κρήτη, σ’ ένα πολύ υποσχόμενο line-up της ελληνικής ηλεκτρονικής σκηνής — και από την παλιότερη γενιά και από τη νέα. Οπότε όχι, σίγουρα δεν επιβιώνει απλώς.

V.V: Το ίδιο ισχύει και για εμένα, αφότου μετακόμισα στην Ισλανδία. Παρακολουθώ τη μουσική στην Ελλάδα μέσω των social media φίλων μουσικών. Αυτό που παρατηρώ είναι ότι τα όρια του τι θεωρείται ηλεκτρονική μουσική συνεχώς μετατοπίζονται και γίνονται πιο ασαφή, κάτι που μου αρέσει. Παράλληλα, οι ταμπέλες που συχνά δίνονται στα είδη μοιάζουν να περιορίζουν περισσότερο παρά να εξυπηρετούν (ίσως αυτό να ίσχυε ανέκαθεν). Μία ακόμα σημαντική αλλαγή που παρατηρώ είναι ο τρόπος με τον οποίο ακούμε μουσική πλέον. Πιστεύω ότι έχουμε γίνει λιγότερο προσεκτικοί ακροατές λόγω των social media, με όλα να γίνονται trends, περνώντας από την οθόνη και τα ηχεία αποσπασματικά. Από την άλλη, ένα εξαιρετικό κομμάτι που παλαιότερα ίσως δεν θα ακουγόταν στο ευρύ κοινό, τώρα μπορεί να γίνει viral και να αποκτήσει mainstream αναγνώριση. Τώρα, το «ανθίζει ή απλώς επιβιώνει» είναι τεράστια κουβέντα. Φυσικά και ανθίζει μουσικά, αλλά σίγουρα επιβιώνει βιοποριστικά — και εκεί θα πρέπει κάπως να εστιάσουμε, γιατί νομίζω ότι αυτή η συγκυρία πρέπει να αλλάξει.

V.V.I.A.
Φωτ.: Rat TV

– Εξακολουθεί η Αθήνα να είναι πρόσφορο έδαφος για τον underground ήχο ή έχει μετατραπεί σε μια ακόμα «σκηνή» προς εξαγωγή;

I.A.: Οικονομικά, η Ελλάδα βρίσκεται ακόμα σε κρίση, και αυτό αντανακλάται στον ήχο — και στην ειλικρίνειά του. Τουλάχιστον έτσι το αντιλαμβάνομαι εγώ. Νιώθω πως μεγάλο μέρος της ελληνικής underground μουσικής έχει νεύρο και κουβαλάει έναν πόνο ή μια μορφή οδύνης, κάτι που περνάει μέσα στη μουσική. Μπορεί να έχει αλλάξει τώρα, αλλά έτσι το ένιωθα όταν ζούσα εκεί.

V.V.: Ισχύουν και τα δύο, και νομίζω ότι ισχύουν σε πολλά γεωγραφικά πλάτη και μήκη — όπως και εδώ που βρίσκομαι. Σαφώς υπάρχει γόνιμο έδαφος για την underground μουσική, αλλά ταυτόχρονα η τεχνολογία και τα social media καθιστούν αυτή τη σκηνή ορατή και, κατ’ επέκταση, μπορεί να μετατραπεί σε μια «curated scene for export». Από την άλλη, απ’ όσο γνωρίζω, υπάρχουν συλλογικότητες και μπάντες που δεν επιθυμούν να γίνουν μέρος αυτής της διαδικασίας, έχοντας πολύ συγκεκριμένες θέσεις.

– Υπάρχουν καλλιτέχνες ή συλλογικότητες στην ελληνική σκηνή με τους οποίους πιθανόν να νιώθετε μια πνευματική σύνδεση; Πώς ισορροπείτε ανάμεσα στο να ανήκετε σε μια «σκηνή» και στο να προστατεύετε τον δικό σας ήχο από αισθητικές τάσεις ή εμπορικές πιέσεις;

I.A.: Ναι, σίγουρα νιώθω μια σύνδεση με ορισμένους πιο industrial Έλληνες καλλιτέχνες, γιατί γνώρισα πολλούς από αυτούς όταν πρωτομετακόμισα στην Αθήνα. Περνούσα πολύ χρόνο στο παλιό Astron Bar και άκουσα απίστευτη μουσική εκεί. Τώρα έχουν ανοίξει νέο χώρο, και ανυπομονώ να τον επισκεφθώ την επόμενη φορά που θα είμαι στην πόλη. Όσο για το «να προστατεύουμε τον δικό μας ήχο», για να είμαι ειλικρινής, δεν το βλέπω σαν ζήτημα για εμάς. Πάντα λειτουργούσαμε εντελώς DIY και η μουσική μας ήταν ένας τρόπος να εκφράζουμε τα συναισθήματά μας.

V.V.: Βρίσκω εξαιρετικά ενθαρρυντικό και σημαντικό το γεγονός ότι στην ελληνική σκηνή — είτε πρόκειται για την ηλεκτρονική, πειραματική ή και indie μουσική — υπάρχουν καλλιτεχνικές κολλεκτίβες, ανεξάρτητα δισκογραφικά labels και DIY χώροι. Πιστεύω πως είναι πολύ σημαντικό τα καλλιτεχνικά υποκείμενα να νιώθουν ασφάλεια και ότι ανήκουν κάπου. Ωστόσο, στην παρούσα φάση της ζωής μου, δεδομένου ότι ζω τόσο μακρυά και απομονωμένα, δεν αισθάνομαι ότι συνδέομαι με κάτι πέρα από τη φύση που με περιβάλλει. Όσο για την προστασία του ήχου από τις αισθητικές προσταγές και την πιεση της αγοράς είμαι ενάντια στις ταμπέλες στη μουσική. Δεν μπορούμε να περιοριζόμαστε εμμονικά σε μία μόνο ταυτότητα ή ρόλο. Οι ρόλοι και οι ταυτότητες, κατά τη γνώμη μου, περιορίζουν τη δημιουργικότητα και κανουν τις ζες μας πιο περίπλοκες και πιο ανυπόφορες. Ο λόγος που επέλεξα να δημιουργώ μουσική είναι για να εκφράζομαι και να επιβιώσω σε μια πραγματικότητα που μοιάζει ολοένα και περισσότερο με δυστοπία. Ξυπνάω το πρωί και κρατάω την αναπνοή μου, ξεχνώ να αναπνέω. Παρατήρησα λοιπόν ότι παρόλο που ξεχνάω να αναπνεύσω το σώμα μου έχει τον τρόπο να αναπνέει: με το που ανοίγω τα μάτια, τραγουδάω. Η δημιουργία και η μουσική είναι αδιαίρετο κομμάτι του εαυτού μου, και πρώτα απ’ όλα το κάνω για να είμαι καλά. Επομένως, οι ταμπέλες και οι σκηνές δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία για μένα. Στα προσωπικά μου projects, ασχολούμαι με την ambient την παραδοσιακή, τη wave, τα field recordings και ό,τι άλλο με εμπνέει. Τωρα εάν δεν είμαι συμβατή με τα αισθητικά τρεντς της αγορας είναι κάτι που δεν με αποσχολεί ιδιαίτερα.

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο FacebookBluesky και Instagram.