Θέατρο, μουσική, ταξίδι, αγάπη για δημιουργία, ανάγκη για επικοινωνία. Αυτές είναι μερικές βασικές λέξεις κλειδιά που περιγράφουν τον ηθοποιό και πιανίστα Μελαχρινό Βελέντζα, για τον οποίο το καλοκαίρι αναμένεται γεμάτο συναντήσεις και συγκινήσεις, με το καράβι του “Lemon” που συμπληρώνει φέτος έξι χρόνια μυρωδάτης ζωής. To “Lemon”, η παράσταση-εμπειρία που έχουν παρακολουθήσει περισσότεροι από 14.500 θεατές, είναι η ιστορία ενός πιανίστα που γεννήθηκε πάνω σε ένα καράβι και δεν πάτησε ποτέ το πόδι του στη στεριά. Ο Μελαχρινός Βελέντζας (πιανίστας 1900) και ο Γιώργος Δρίβας (στον ρόλο του τρομπετίστα Τιμ Τούνυ) χαρίζουν στο κοινό ένα απολαυστικό two-men show που ισορροπεί ανάμεσα στο σωματικό θέατρο, τη live μουσική, το χορό και το τραγούδι. Φέτος, το καράβι θα ταξιδέψει σε ωραία μέρη και θα καλοδεχθεί ωραίους συν-καπετάνιους.
Ο Μελαχρινός Βελέντζας ονειρεύεται έναν χορό ανθρώπων, όπου πρωταγωνιστής θα είναι η ιστορία που αφηγούνται όλοι μαζί. Αγαπά την συλλογικότητα, άλλωστε ξέρει καλά πόσο ομαδικό σπορ είναι το θέατρο. Έχει ήδη ξεκινήσει την έρευνα για το επόμενο έργο του: συλλέγει ιστορίες πιάνων που ζουν εγκαταλελειμμένα σε σπίτια και μέσα από αυτά τα πιάνα μαζεύει και τις ιστορίες -κυρίως γυναικών- που η σχέση τους όταν ήταν νεαρά κορίτσια με τη μουσική έμεινε σε άρση.
– Το όνομά μας μας καθορίζει, λίγο πολύ, στην ζωή μας, έτσι πιστεύω. Ποια είναι η ιστορία του δικού σου ιδιαίτερου ονόματος;
Μελαχρινή έλεγαν τη γιαγιά του πατέρα μου. Ήταν όντως. Εγώ πάλι δεν είμαι μελαχρινός. Το όνομα που μου έδωσαν βέβαια με βοήθησε να καταλάβω από μικρός ότι η γλώσσα είναι απλά μία σύμβαση που εξυπηρετεί την ανάγκη μας για συνεννόηση. Το όνομα και το περιεχόμενο άλλοτε συμφωνούν και άλλοτε όχι. Σε αυτή την αντίθεση βασίζεται όλη η λογική του stand-up ή το παιχνίδι των διαφημιστών που αλλάζουν τις σημασίες μιας λέξης. Μου αρέσει που κάθε φορά που θα συστηθούμε σε μια παρέα θα υπάρξει το ίδιο ακριβώς σχόλιο: «…αλλά δεν είσαι μελαχρινός!» και θα συνοδευτεί από το γέλιο του ανθρώπου που το έκανε. Δεν το βαριέμαι. Καθώς κάθε φορά προέρχεται από διαφορετικό άνθρωπο. Ίδιο αστείο, διαφορετικό περιεχόμενο. Ή καμιά φορά σκέφτομαι που το ίδιο όνομα το μοιράζονται τόσοι πολλοί και διαφορετικοί μεταξύ τους άνθρωποι. Οπότε, ούτε ο τίτλος ούτε τα ονόματα μπορούν να μας χαρακτηρίσουν. Γιατί κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός. Είμαστε οι επιλογές μας και ο τρόπος που τελικά θα πορευτούμε δε χωράει σε κανένα προεπιλεγμένο όνομα. Γιατί, όπως και στην περίπτωσή μου, το όνομα μπορεί να είναι σε πλήρη αντίθεση με τη σημασία του.
– Έχεις αφηγηθεί γλαφυρά σε συνέντευξή σου το “πέρασμα” από την κλασική μουσική στον Ζαμπέτα, που άρεσε πολύ στον πατέρα σου. Τι παίζεις σήμερα, στα χαλαρά σου, χωρίς να το πολυσκεφτείς; Πού σε πάνε τα δάχτυλα;
Εκεί στη δεκαετία του ’90 που μεγάλωνα μαζί με τον πατέρα μου, η σχέση μας ήταν περισσότερο δασκάλου και μαθητή, με τα καλά και τα κακά μιας τέτοιας -αναπόφευκτα πολλές φορές- εξουσιαστικής σχέσης. Έλειπε η σωματική επαφή και η έκφραση των συναισθημάτων. Έπαιζα μόνο κλασσικό πιάνο ώσπου κάποια μέρα, από ανάγκη να του πω «σ’ αγαπώ», άρχισα να βγάζω με το αυτί μελωδίες του Ζαμπέτα. Ήταν ο αγαπημένος του. Έμαθα να αυτοσχεδιάζω από ανάγκη. Ανάγκη να πω στον πατέρα μου «σ’ αγαπώ» και «σ’ ευχαριστώ». Σήμερα, τα δάχτυλα με οδηγούν σε φαινομενικά αντιθετικούς δρόμους που όμως μ’ έναν τρόπο συναντώνται: σ’ ένα παλιό ρεμπέτικο που θα συναντήσει ένα αγροτικό blues με κοινές πολιτικές αναφορές. Σ’ ένα νυχτερινό του Chopin που θα συναντήσει τον Νυχτερινό Περίπατο του Χατζιδάκι. Πολλά soundtracks κινηματογραφικά. Τέτοια μου αρέσουν. Έχω ξεκινήσει να φτιάχνω και κάποια videos με το πιάνο μου σε χαρακτηριστικά σημεία της Ελλάδας με ντόπιους κατοίκους: στο Νεοχώρι της Λευκάδας με ένα νεογέννητο μωρό, στην Καρδαμύλη με έναν ντόπιο που κτίζει πέτρινες στοίβες για να τις πάρει στην αγκαλιά της η θάλασσα. Τώρα που μένω στο Παγκράτι μου αρέσει τα απογεύματα να παίζω για τη γειτονιά. Ανοίγω το παράθυρο και η μουσική με έναν τρόπο μας κάνει συνένοχους.
– Η εμπλοκή σου με το θέατρο πώς προέκυψε; Τι καρπούς έχει δώσει μέχρι στιγμής; Μην μου πεις λεμόνια, σε παρακαλώ (sic).
Εντελώς τυχαία και μάλλον καθόλου τυχαία. Το 2013 είμαι για το δεύτερο μεταπτυχιακό μου στην πολιτιστική διαχείριση στο Limerick της Ιρλανδίας. Η μητέρα μου είναι στο τελευταίο στάδιο του καρκίνου. Πεθαίνει το Φεβρουάριο και έρχομαι Ελλάδα για 2-3 μέρες για την κηδεία. Επιστρέφω για να τελειώσω τις σπουδές μου και τον Ιούνιο εγκρίνεται θέση για διδακτορικό. Στο μεταξύ, επιστρέφω ξανά στην Ελλάδα για να πάρω τον απαραίτητο χρόνο και να πενθήσω τη μητέρα μου πριν ξαναφύγω για το διδακτορικό μου. Μένοντας στο σπίτι της, ένα σπίτι γεμάτο κλειστά κουτιά, ξαφνικά ένα βράδυ στα 30 μου είπα «θα στείλω σε μία ακρόαση». Μην έχοντας καμία προηγούμενη σχέση με το χώρο του θεάτρου. Ψάχνοντας έπεσα πάνω σε μία ακρόαση που έκανε η Τώνια Ράλλη στo Rabbithole. Η πλάκα είναι πως ήθελε να ανεβάσει το “Όπως σας αρέσει” του Shakespeare. Αλλά με το εξής concept: θα το ονόμαζε “Μυστικός Σαίξπηρ”. Γιατί δεν ήθελε οι θεατές να ξέρουν τι έργο θα δουν. Να μην έχουν συγκεκριμένες προσδοκίες. Κατά τον ίδιο τρόπο λοιπόν, στην πρώτη φάση της ακρόασης έπρεπε να συμπληρώσεις ένα ανώνυμο ερωτηματολόγιο. Χωρίς να πεις το όνομά σου και το αν έχεις προηγούμενη εμπειρία ως ηθοποιός. Τέλειο για εμένα: δε χρειαζόταν να πω πως δεν είχα καμία εμπειρία ως ηθοποιός. Η προθεσμία υποβολής είχε λήξει και η οδηγία ήταν «απαντήστε λιτά και περιεκτικά». Έστειλα λοιπόν εκπρόθεσμα ένα διήγημα. Είχε μπόλικο πόνο μέσα για τη μητέρα μου. Αλλά καμουφλαρισμένο. Το έγραψα. Έκλαψα. Πήγα για ύπνο. Το πρωί με πήραν τηλέφωνο από το θέατρο. «Περνάτε στη δεύτερη φάση. Ετοιμάστε ένα μονόλογο». Τον ετοίμασα. Όπως καταλάβαινα. Με ό,τι είχα. Με βοηθούσε η σχέση μου με τη μουσική και η αντίληψη που είχα από τις σπουδές μου. Πήγα στην ακρόαση. Για να το συνδέσω με την πρώτη ερώτηση περί ονόματος, νομίζω πως εκείνη την ημέρα έδωσα εγώ όνομα στον εαυτό μου.
– Πολύ ωραίο αυτό που λες… Σαν να άνοιξε μια πόρτα καινούργια, αλλά και προϋπάρχουσα με έναν τρόπο εντός σου.
Στα 30 μου ανακάλυψα κάτι που ήταν προφανώς κρυμμένο μέσα μου για χρόνια. Η επόμενη κίνηση ήταν να πάρω το δημοσιογραφικό πάσο του αδερφού μου και να βλέπω 8 παραστάσεις την εβδομάδα (μία κάθε μέρα και διπλή το Σάββατο). Το έκανα για έξι μήνες. Γύρισα όλα τα θέατρα και τις σκηνές της Αθήνας. Ήθελα να δω σε τι χώρο μπαίνω. Από όλες τις σκοπιές. Τι θέατρα έχουμε, τι ηθοποιούς, τι παραγωγούς. Στα πράγματα με ενδιαφέρει η σφαιρική ματιά και το να αλλάζω θέσεις. Δε νιώθω μόνο ηθοποιός ή μόνο μουσικός ή μόνο παραγωγός. Είμαι καλλιτέχνης που θέλω να ζω από τη δουλειά μου. Γρήγορα λοιπόν πήρα δύο αποφάσεις: πρώτον να μην πάω σε δραματική σχολή καθώς έβλεπα τα προβλήματα που υπήρχαν σε αυτές. Επεδίωξα να κάνω εργαστήρια με ανθρώπους που είχα δει δουλειά τους και μου άρεσαν ως δημιουργοί (Μαρμαρινός, Μοσχόπουλος, Σκότη, Μαυραγάνη κ.α.). Με κάποιους αργότερα συνεργαστήκαμε κιόλας σε παραστάσεις. Η δεύτερη όμως απόφαση ήταν πως πρέπει οπωσδήποτε να δημιουργήσω μία δική μου δομή, να είμαι ανεξάρτητος. Έτσι, το 2018 ίδρυσα μία μικρή εταιρεία παραγωγής, την MV Productions, και ξεκίνησα το “Lemon”. Από ανάγκη. Κλείνοντας λοιπόν αυτόν τον κύκλο των 10 χρόνων, καταλαβαίνω πως τα πράγματα και οι καρποί θέλουν χρόνο, αφοσίωση και αγάπη. Και την απόφαση να πάρεις την ευθύνη και να ονοματίσεις εσύ τα πράγματα. Αν η ζωή μας είναι ταινία ή παράσταση, τότε ο τίτλος της είναι δική μας ευθύνη. Γιατί είναι δική μας και η ζωή. Νομίζω πως η ενασχόλησή μου με το θέατρο προέκυψε ως αποτέλεσμα της έλλειψης. Και το πιστεύω βαθιά αυτό: η έλλειψη οδηγεί στη δημιουργία.
– Η εταιρία έρευνας και παραγωγής MV Productions αναλαμβάνει και καλλιτεχνικές δουλειές τρίτων και ομάδων; Ή έχει έναν πιο πρακτικό λόγο ύπαρξης, υποστηρικτικό προς τις δικές σου παραγωγές;
Έχει έναν ουσιαστικό λόγο ύπαρξης. Την ανάγκη μου να διασφαλίσω ένα υγιές πλαίσιο. Όπου ο καλλιτέχνης ή/και η ομάδα θα μπορεί να κάνει έρευνα και θα μπορεί επίσης να παρουσιάζει αξιοπρεπώς το αποτέλεσμα αυτής της έρευνας. Και φυσικά θα αμείβεται γι’ αυτό. Δεν υπάρχει καλύτερος εργοδότης από τον ίδιο μας τον εαυτό. Αρκεί να είσαι συνεπής απέναντι στις ανάγκες και στις υποχρεώσεις σου. Λόγω του “Lemon” έχουν αρχίσει να με προσεγγίζουν άνθρωποι και ομάδες από τον χώρο. Που συνήθως όμως τους λείπει ένα βασικό πράγμα: δεν είναι διατεθειμένοι να δώσουν χρόνο και θέλουν εύκολα και γρήγορα να έχουν αποτέλεσμα. Το “Lemon” το κάνω 6 χρόνια. Και κάθε χρόνο βελτιώνω και κάτι. Η παραγωγή δεν έχει να κάνει ούτε με τα λεφτά ούτε με τίποτα τέτοιο. Παραγωγή είναι η δυνατότητα ενός ανθρώπου ή/και μιας ομάδας να δημιουργήσει τη συνθήκη όπου μπορεί να υπάρξει αρμονικά σε σχέση με τις ανάγκες και τις επιθυμίες του. Αυτή η δημιουργία απαιτεί χρόνο, υπομονή και είναι μια σημαντική απόφαση: να συγκεντρωθείς σε αυτό που κάνεις.
– Τι πολιτισμό “καταναλώνεις” εσύ; Τι εκτιμάς ως θεατής, ως ακροατής; Μίλησέ μας και για πιο τζανκ συνήθειες: τι βλέπεις στο νέτφλιξ, τι σ’ αρέσει να χαζεύεις στα social media…
Είμαι σε μία φάση όπου ψάχνω την οργανική σχέση μου με τα πράγματα ως θεατής και ως ακροατής. Τι σημαίνει δηλαδή «βλέπω» και τι σημαίνει «ακούω». Στα μαθήματα πιάνου που κάνω, δουλεύουμε πολύ με κλειστά μάτια. Το κύριο πρόβλημα συνήθως είναι πως ο άνθρωπος που κάθεται στο σκαμπό για να παίξει μουσική που θα ακούσουμε, αγχώνεται γιατί ξέρει πως θα τον «δούμε» να παίζει μουσική. Η μουσική όμως είναι για να «ακούγεται», όχι για να «βλέπεται». Με ζορίζει πολύ η διάσπαση που υπάρχει στην εποχή. Προσπαθώ να μην «καταναλώνω». Δεν είναι εύκολο. Όσον αφορά τα social media, ακολουθώ κάποιες σελίδες που έχουν να κάνουν με θέατρο και μουσική. Ανθρώπων που θεωρώ πως κάνουν εμπνευσμένα πράγματα. Και μου αρέσουν επίσης πολύ βίντεο stand-up comedians. Απλώς, βάζω ένα μέτρο σε όλα αυτά για τον εξής απλό λόγο: όταν πχ. σκρολάρεις και σε λίγα δευτερόλεπτα έχεις καταναλώσει την αντίδραση για τα Τέμπη, 5 tips για το τάδε, 1 διαφήμιση για τη sold-out παράσταση, αυτό αποδυναμώνει την κριτική σου σκέψη και χάνεις την πραγματική αντίδραση στα ερεθίσματα που δέχεσαι. Η αντίδραση πια δραματοποιείται και γίνεται εφετζίδικο post και story προς κατανάλωση. Μέχρι το επόμενο.
– Προτιμάς να δουλεύεις ατομικά ή συλλογικά; Τι είδους χαρά αντλείς από το καθένα;
To συλλογικό είναι το ζητούμενο. Και η συνθήκη εργασίας όπου πραγματικά εξελίσσεσαι. Δεν υπάρχουμε χωρίς τους άλλους. Αλλά συλλογικό χωρίς ανάληψη της προσωπικής ευθύνης -δε θα πω ατομικής, γιατί αυτό εργαλειοποιήθηκε τα τελευταία χρόνια για να μας ελέγξουν- δε γίνεται. Νομίζω πως το συλλογικό, όντας πιο δύσκολη διαδικασία, έχει και περισσότερο ενδιαφέρον. Λείπουν οι συλλογικές προσπάθειες. Ένας χορός ανθρώπων όπου πρωταγωνιστής θα είναι η ιστορία που αφηγούνται.
– Για εσένα -την αλήθεια!- προηγείται η ζωή σου ή η τέχνη σου;
H ψυχοθεραπεία με έχει βοηθήσει πολύ στο να τα διαχωρίσω αυτά τα δύο. Ζω ως καλλιτέχνης. Ας πούμε μου αρέσει πολύ να ταξιδεύω και στα ταξίδια αυτά να κάνω έρευνα. Αντιλαμβάνομαι την ύπαρξη ως καλλιτεχνική διαδικασία. Όμως, χρειάζεται εστίαση στο να μη δραματοποιείς τη ζωή. Σε αυτό με βοηθάει να παίρνω χρόνους. Για παράδειγμα, υπάρχει χρόνος προετοιμασίας του ηθοποιού για να μπει σε μία παράσταση και χρόνος για να αποφορτιστεί. Προηγείται η ζωή έτσι κι αλλιώς. Η ζωή θέτει τα όρια. Η τέχνη έρχεται με την ελευθερία της να τα επαναπροσδιορίσει.
– Ποια περίοδος του χρόνου σε γεμίζει όρεξη και εμπνεύσεις; Ποια ώρα της μέρας είσαι πιο κοντά με την ψυχή σου; Ποια εποχή της ζωής σου αναπολείς;
Το καλοκαίρι. Μικρός ταξίδευα με ένα βαν. Ο πατέρας μου είχε πάρει έναν παλιό πράσινο Fiat και μετά ένα κόκκινο Subaru και τα είχε μετατρέψει σε μετακινούμενα σπιτάκια. Διαλέγαμε γεωγραφικό διαμέρισμα και παρέα με τον αδερφό μου κρατούσαμε εκείνους τους παλιούς χειροποίητους χάρτες. Περνούσαμε από κάθε μικρό χωριό. Απορροφούσαμε εικόνες μέσα από την επαφή μας με τους ντόπιους. Θυμάμαι να κατεβάζω το παράθυρο και να ρωτάω: «Καλά πάμε για…;» Και ο ντόπιος πλησίαζε και στις ρυτίδες των ματιών του έβλεπα χαραγμένη την ιστορία του τόπου του. Το καλύτερο GPS ήταν αυτό: η προφορική αφήγηση ενός αγνώστου.
– Τι ετοιμάζεις για το φετινό καλοκαίρι; Τι θα δούμε από σένα και πού και πότε;
Φέτος, το “λεμονάκι” γίνεται 6 ετών και θα κάνουμε τη μεγαλύτερη περιοδεία μας έως τώρα. Ξεκινάμε από τη Θεσσαλονίκη και το Θέατρο Αυλαία, ενώ τη Δευτέρα 3 Ιουνίου θα κάνουμε μία μεγάλη γιορτή στην Κεντρική Σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά. Με επίσημο προσκεκλημένο τον διεθνούς φήμης πιανίστα και συνθέτη Σταύρο Λάντσια, που θα ανέβει στο καράβι μας μετά το τέλος της παράστασης και θα παίξει μουσικές των Morricone, Beethoven αλλά και δικές του συνθέσεις σε μια βραδιά όπου θα συναντηθούν οι δύο μεγάλες μου αγάπες: το θέατρο και η μουσική. Στις 27 Ιουλίου, θα έχουμε επίσης τη χαρά να υποδεχτούμε στο καράβι μας τον Γιάννη Διονυσίου-για εμένα προσωπικά την καλύτερη φωνή που έχουμε σήμερα στην Ελλάδα- στον Άγιο Λαυρέντιο του Πηλίου. Θα πάμε και μέχρι τη Φουρνή στο Λασίθι της Κρήτης: ένα χωριό με 100 μόνιμους κατοίκους. Σιγά σιγά, το Lemon μετασχηματίζεται σε ένα πανελλαδικό ερευνητικό project, όπου θα φτιάχνουμε τις παραστάσεις σε συνεργασία με τις τοπικές κοινότητες. Συμπρωταγωνιστές θα είναι οι κάτοικοι αυτών των αποκεντρωμένων περιοχών. Αυτός είναι ο τρόπος που με ενδιαφέρει να ακολουθήσω και στα επόμενα έργα. Ένας ανεξάρτητος τρόπος συνεργασιών όπου τα πράγματα συμβαίνουν επειδή οι άνθρωποι θέλουν και μπορούν. Και μακριά από παθογένειες που όλοι ξέρουμε και μας ματαιώνουν. Επίσης, έχω ξεκινήσει την έρευνα για το επόμενο έργο: σε αυτή τη φάση μαζεύω ιστορίες πιάνων που ζουν εγκαταλελειμμένα σε σπίτια και μέσα από αυτά τα πιάνα μαζεύω και τις ιστορίες -κυρίως γυναικών- που η σχέση τους όταν ήταν νεαρά κορίτσια με τη μουσική έμεινε σε άρση.
– Πότε δάκρυσες από συγκίνηση πρόσφατα; Και πότε ξεκαρδίστηκες στα γέλια με την ψυχή σου;
Ήμουν στην αποβάθρα του ΗΣΑΠ. Και περίμενα το τρένο. Το συλλογικό τραύμα είναι εδώ. Έχοντας χάσει δικούς μου ανθρώπους από μικρή ηλικία δεν μπορώ να διανοηθώ πως είναι να εξαϋλώνεται ένας δικός σου άνθρωπος. Ή πώς είναι να πετάνε τις στάχτες του και να μην έχεις ούτε αυτές για να πενθήσεις. Να ξεκαρδιστώ στα γέλια με την ψυχή μου έχω πολύ καιρό. Περιμένω. Περιμένω να συμβεί από αυτή την πηγαία αίσθηση ανεμελιάς που είχαμε όταν ήμασταν παιδιά.
Βρείτε εισιτήρια εδώ
Θέατρο, μουσική, ταξίδι, αγάπη για δημιουργία, ανάγκη για επικοινωνία. Αυτές είναι μερικές βασικές λέξεις κλειδιά που περιγράφουν τον ηθοποιό και πιανίστα Μελαχρινό Βελέντζα, για τον οποίο το καλοκαίρι αναμένεται γεμάτο συναντήσεις και συγκινήσεις, με το καράβι του “Lemon” που συμπληρώνει φέτος έξι χρόνια μυρωδάτης ζωής. To “Lemon”, η παράσταση-εμπειρία που έχουν παρακολουθήσει περισσότεροι από 14.500 θεατές, είναι η ιστορία ενός πιανίστα που γεννήθηκε πάνω σε ένα καράβι και δεν πάτησε ποτέ το πόδι του στη στεριά. Ο Μελαχρινός Βελέντζας (πιανίστας 1900) και ο Γιώργος Δρίβας (στον ρόλο του τρομπετίστα Τιμ Τούνυ) χαρίζουν στο κοινό ένα απολαυστικό two-men show που ισορροπεί ανάμεσα στο σωματικό θέατρο, τη live μουσική, το χορό και το τραγούδι. Φέτος, το καράβι θα ταξιδέψει σε ωραία μέρη και θα καλοδεχθεί ωραίους συν-καπετάνιους.
Ο Μελαχρινός Βελέντζας ονειρεύεται έναν χορό ανθρώπων, όπου πρωταγωνιστής θα είναι η ιστορία που αφηγούνται όλοι μαζί. Αγαπά την συλλογικότητα, άλλωστε ξέρει καλά πόσο ομαδικό σπορ είναι το θέατρο. Έχει ήδη ξεκινήσει την έρευνα για το επόμενο έργο του: συλλέγει ιστορίες πιάνων που ζουν εγκαταλελειμμένα σε σπίτια και μέσα από αυτά τα πιάνα μαζεύει και τις ιστορίες -κυρίως γυναικών- που η σχέση τους όταν ήταν νεαρά κορίτσια με τη μουσική έμεινε σε άρση.
– Το όνομά μας μας καθορίζει, λίγο πολύ, στην ζωή μας, έτσι πιστεύω. Ποια είναι η ιστορία του δικού σου ιδιαίτερου ονόματος;
Μελαχρινή έλεγαν τη γιαγιά του πατέρα μου. Ήταν όντως. Εγώ πάλι δεν είμαι μελαχρινός. Το όνομα που μου έδωσαν βέβαια με βοήθησε να καταλάβω από μικρός ότι η γλώσσα είναι απλά μία σύμβαση που εξυπηρετεί την ανάγκη μας για συνεννόηση. Το όνομα και το περιεχόμενο άλλοτε συμφωνούν και άλλοτε όχι. Σε αυτή την αντίθεση βασίζεται όλη η λογική του stand-up ή το παιχνίδι των διαφημιστών που αλλάζουν τις σημασίες μιας λέξης. Μου αρέσει που κάθε φορά που θα συστηθούμε σε μια παρέα θα υπάρξει το ίδιο ακριβώς σχόλιο: «…αλλά δεν είσαι μελαχρινός!» και θα συνοδευτεί από το γέλιο του ανθρώπου που το έκανε. Δεν το βαριέμαι. Καθώς κάθε φορά προέρχεται από διαφορετικό άνθρωπο. Ίδιο αστείο, διαφορετικό περιεχόμενο. Ή καμιά φορά σκέφτομαι που το ίδιο όνομα το μοιράζονται τόσοι πολλοί και διαφορετικοί μεταξύ τους άνθρωποι. Οπότε, ούτε ο τίτλος ούτε τα ονόματα μπορούν να μας χαρακτηρίσουν. Γιατί κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός. Είμαστε οι επιλογές μας και ο τρόπος που τελικά θα πορευτούμε δε χωράει σε κανένα προεπιλεγμένο όνομα. Γιατί, όπως και στην περίπτωσή μου, το όνομα μπορεί να είναι σε πλήρη αντίθεση με τη σημασία του.
– Έχεις αφηγηθεί γλαφυρά σε συνέντευξή σου το “πέρασμα” από την κλασική μουσική στον Ζαμπέτα, που άρεσε πολύ στον πατέρα σου. Τι παίζεις σήμερα, στα χαλαρά σου, χωρίς να το πολυσκεφτείς; Πού σε πάνε τα δάχτυλα;
Εκεί στη δεκαετία του ’90 που μεγάλωνα μαζί με τον πατέρα μου, η σχέση μας ήταν περισσότερο δασκάλου και μαθητή, με τα καλά και τα κακά μιας τέτοιας -αναπόφευκτα πολλές φορές- εξουσιαστικής σχέσης. Έλειπε η σωματική επαφή και η έκφραση των συναισθημάτων. Έπαιζα μόνο κλασσικό πιάνο ώσπου κάποια μέρα, από ανάγκη να του πω «σ’ αγαπώ», άρχισα να βγάζω με το αυτί μελωδίες του Ζαμπέτα. Ήταν ο αγαπημένος του. Έμαθα να αυτοσχεδιάζω από ανάγκη. Ανάγκη να πω στον πατέρα μου «σ’ αγαπώ» και «σ’ ευχαριστώ». Σήμερα, τα δάχτυλα με οδηγούν σε φαινομενικά αντιθετικούς δρόμους που όμως μ’ έναν τρόπο συναντώνται: σ’ ένα παλιό ρεμπέτικο που θα συναντήσει ένα αγροτικό blues με κοινές πολιτικές αναφορές. Σ’ ένα νυχτερινό του Chopin που θα συναντήσει τον Νυχτερινό Περίπατο του Χατζιδάκι. Πολλά soundtracks κινηματογραφικά. Τέτοια μου αρέσουν. Έχω ξεκινήσει να φτιάχνω και κάποια videos με το πιάνο μου σε χαρακτηριστικά σημεία της Ελλάδας με ντόπιους κατοίκους: στο Νεοχώρι της Λευκάδας με ένα νεογέννητο μωρό, στην Καρδαμύλη με έναν ντόπιο που κτίζει πέτρινες στοίβες για να τις πάρει στην αγκαλιά της η θάλασσα. Τώρα που μένω στο Παγκράτι μου αρέσει τα απογεύματα να παίζω για τη γειτονιά. Ανοίγω το παράθυρο και η μουσική με έναν τρόπο μας κάνει συνένοχους.
– Η εμπλοκή σου με το θέατρο πώς προέκυψε; Τι καρπούς έχει δώσει μέχρι στιγμής; Μην μου πεις λεμόνια, σε παρακαλώ (sic).
Εντελώς τυχαία και μάλλον καθόλου τυχαία. Το 2013 είμαι για το δεύτερο μεταπτυχιακό μου στην πολιτιστική διαχείριση στο Limerick της Ιρλανδίας. Η μητέρα μου είναι στο τελευταίο στάδιο του καρκίνου. Πεθαίνει το Φεβρουάριο και έρχομαι Ελλάδα για 2-3 μέρες για την κηδεία. Επιστρέφω για να τελειώσω τις σπουδές μου και τον Ιούνιο εγκρίνεται θέση για διδακτορικό. Στο μεταξύ, επιστρέφω ξανά στην Ελλάδα για να πάρω τον απαραίτητο χρόνο και να πενθήσω τη μητέρα μου πριν ξαναφύγω για το διδακτορικό μου. Μένοντας στο σπίτι της, ένα σπίτι γεμάτο κλειστά κουτιά, ξαφνικά ένα βράδυ στα 30 μου είπα «θα στείλω σε μία ακρόαση». Μην έχοντας καμία προηγούμενη σχέση με το χώρο του θεάτρου. Ψάχνοντας έπεσα πάνω σε μία ακρόαση που έκανε η Τώνια Ράλλη στo Rabbithole. Η πλάκα είναι πως ήθελε να ανεβάσει το “Όπως σας αρέσει” του Shakespeare. Αλλά με το εξής concept: θα το ονόμαζε “Μυστικός Σαίξπηρ”. Γιατί δεν ήθελε οι θεατές να ξέρουν τι έργο θα δουν. Να μην έχουν συγκεκριμένες προσδοκίες. Κατά τον ίδιο τρόπο λοιπόν, στην πρώτη φάση της ακρόασης έπρεπε να συμπληρώσεις ένα ανώνυμο ερωτηματολόγιο. Χωρίς να πεις το όνομά σου και το αν έχεις προηγούμενη εμπειρία ως ηθοποιός. Τέλειο για εμένα: δε χρειαζόταν να πω πως δεν είχα καμία εμπειρία ως ηθοποιός. Η προθεσμία υποβολής είχε λήξει και η οδηγία ήταν «απαντήστε λιτά και περιεκτικά». Έστειλα λοιπόν εκπρόθεσμα ένα διήγημα. Είχε μπόλικο πόνο μέσα για τη μητέρα μου. Αλλά καμουφλαρισμένο. Το έγραψα. Έκλαψα. Πήγα για ύπνο. Το πρωί με πήραν τηλέφωνο από το θέατρο. «Περνάτε στη δεύτερη φάση. Ετοιμάστε ένα μονόλογο». Τον ετοίμασα. Όπως καταλάβαινα. Με ό,τι είχα. Με βοηθούσε η σχέση μου με τη μουσική και η αντίληψη που είχα από τις σπουδές μου. Πήγα στην ακρόαση. Για να το συνδέσω με την πρώτη ερώτηση περί ονόματος, νομίζω πως εκείνη την ημέρα έδωσα εγώ όνομα στον εαυτό μου.
– Πολύ ωραίο αυτό που λες… Σαν να άνοιξε μια πόρτα καινούργια, αλλά και προϋπάρχουσα με έναν τρόπο εντός σου.
Στα 30 μου ανακάλυψα κάτι που ήταν προφανώς κρυμμένο μέσα μου για χρόνια. Η επόμενη κίνηση ήταν να πάρω το δημοσιογραφικό πάσο του αδερφού μου και να βλέπω 8 παραστάσεις την εβδομάδα (μία κάθε μέρα και διπλή το Σάββατο). Το έκανα για έξι μήνες. Γύρισα όλα τα θέατρα και τις σκηνές της Αθήνας. Ήθελα να δω σε τι χώρο μπαίνω. Από όλες τις σκοπιές. Τι θέατρα έχουμε, τι ηθοποιούς, τι παραγωγούς. Στα πράγματα με ενδιαφέρει η σφαιρική ματιά και το να αλλάζω θέσεις. Δε νιώθω μόνο ηθοποιός ή μόνο μουσικός ή μόνο παραγωγός. Είμαι καλλιτέχνης που θέλω να ζω από τη δουλειά μου. Γρήγορα λοιπόν πήρα δύο αποφάσεις: πρώτον να μην πάω σε δραματική σχολή καθώς έβλεπα τα προβλήματα που υπήρχαν σε αυτές. Επεδίωξα να κάνω εργαστήρια με ανθρώπους που είχα δει δουλειά τους και μου άρεσαν ως δημιουργοί (Μαρμαρινός, Μοσχόπουλος, Σκότη, Μαυραγάνη κ.α.). Με κάποιους αργότερα συνεργαστήκαμε κιόλας σε παραστάσεις. Η δεύτερη όμως απόφαση ήταν πως πρέπει οπωσδήποτε να δημιουργήσω μία δική μου δομή, να είμαι ανεξάρτητος. Έτσι, το 2018 ίδρυσα μία μικρή εταιρεία παραγωγής, την MV Productions, και ξεκίνησα το “Lemon”. Από ανάγκη. Κλείνοντας λοιπόν αυτόν τον κύκλο των 10 χρόνων, καταλαβαίνω πως τα πράγματα και οι καρποί θέλουν χρόνο, αφοσίωση και αγάπη. Και την απόφαση να πάρεις την ευθύνη και να ονοματίσεις εσύ τα πράγματα. Αν η ζωή μας είναι ταινία ή παράσταση, τότε ο τίτλος της είναι δική μας ευθύνη. Γιατί είναι δική μας και η ζωή. Νομίζω πως η ενασχόλησή μου με το θέατρο προέκυψε ως αποτέλεσμα της έλλειψης. Και το πιστεύω βαθιά αυτό: η έλλειψη οδηγεί στη δημιουργία.
– Η εταιρία έρευνας και παραγωγής MV Productions αναλαμβάνει και καλλιτεχνικές δουλειές τρίτων και ομάδων; Ή έχει έναν πιο πρακτικό λόγο ύπαρξης, υποστηρικτικό προς τις δικές σου παραγωγές;
Έχει έναν ουσιαστικό λόγο ύπαρξης. Την ανάγκη μου να διασφαλίσω ένα υγιές πλαίσιο. Όπου ο καλλιτέχνης ή/και η ομάδα θα μπορεί να κάνει έρευνα και θα μπορεί επίσης να παρουσιάζει αξιοπρεπώς το αποτέλεσμα αυτής της έρευνας. Και φυσικά θα αμείβεται γι’ αυτό. Δεν υπάρχει καλύτερος εργοδότης από τον ίδιο μας τον εαυτό. Αρκεί να είσαι συνεπής απέναντι στις ανάγκες και στις υποχρεώσεις σου. Λόγω του “Lemon” έχουν αρχίσει να με προσεγγίζουν άνθρωποι και ομάδες από τον χώρο. Που συνήθως όμως τους λείπει ένα βασικό πράγμα: δεν είναι διατεθειμένοι να δώσουν χρόνο και θέλουν εύκολα και γρήγορα να έχουν αποτέλεσμα. Το “Lemon” το κάνω 6 χρόνια. Και κάθε χρόνο βελτιώνω και κάτι. Η παραγωγή δεν έχει να κάνει ούτε με τα λεφτά ούτε με τίποτα τέτοιο. Παραγωγή είναι η δυνατότητα ενός ανθρώπου ή/και μιας ομάδας να δημιουργήσει τη συνθήκη όπου μπορεί να υπάρξει αρμονικά σε σχέση με τις ανάγκες και τις επιθυμίες του. Αυτή η δημιουργία απαιτεί χρόνο, υπομονή και είναι μια σημαντική απόφαση: να συγκεντρωθείς σε αυτό που κάνεις.
– Τι πολιτισμό “καταναλώνεις” εσύ; Τι εκτιμάς ως θεατής, ως ακροατής; Μίλησέ μας και για πιο τζανκ συνήθειες: τι βλέπεις στο νέτφλιξ, τι σ’ αρέσει να χαζεύεις στα social media…
Είμαι σε μία φάση όπου ψάχνω την οργανική σχέση μου με τα πράγματα ως θεατής και ως ακροατής. Τι σημαίνει δηλαδή «βλέπω» και τι σημαίνει «ακούω». Στα μαθήματα πιάνου που κάνω, δουλεύουμε πολύ με κλειστά μάτια. Το κύριο πρόβλημα συνήθως είναι πως ο άνθρωπος που κάθεται στο σκαμπό για να παίξει μουσική που θα ακούσουμε, αγχώνεται γιατί ξέρει πως θα τον «δούμε» να παίζει μουσική. Η μουσική όμως είναι για να «ακούγεται», όχι για να «βλέπεται». Με ζορίζει πολύ η διάσπαση που υπάρχει στην εποχή. Προσπαθώ να μην «καταναλώνω». Δεν είναι εύκολο. Όσον αφορά τα social media, ακολουθώ κάποιες σελίδες που έχουν να κάνουν με θέατρο και μουσική. Ανθρώπων που θεωρώ πως κάνουν εμπνευσμένα πράγματα. Και μου αρέσουν επίσης πολύ βίντεο stand-up comedians. Απλώς, βάζω ένα μέτρο σε όλα αυτά για τον εξής απλό λόγο: όταν πχ. σκρολάρεις και σε λίγα δευτερόλεπτα έχεις καταναλώσει την αντίδραση για τα Τέμπη, 5 tips για το τάδε, 1 διαφήμιση για τη sold-out παράσταση, αυτό αποδυναμώνει την κριτική σου σκέψη και χάνεις την πραγματική αντίδραση στα ερεθίσματα που δέχεσαι. Η αντίδραση πια δραματοποιείται και γίνεται εφετζίδικο post και story προς κατανάλωση. Μέχρι το επόμενο.
– Προτιμάς να δουλεύεις ατομικά ή συλλογικά; Τι είδους χαρά αντλείς από το καθένα;
To συλλογικό είναι το ζητούμενο. Και η συνθήκη εργασίας όπου πραγματικά εξελίσσεσαι. Δεν υπάρχουμε χωρίς τους άλλους. Αλλά συλλογικό χωρίς ανάληψη της προσωπικής ευθύνης -δε θα πω ατομικής, γιατί αυτό εργαλειοποιήθηκε τα τελευταία χρόνια για να μας ελέγξουν- δε γίνεται. Νομίζω πως το συλλογικό, όντας πιο δύσκολη διαδικασία, έχει και περισσότερο ενδιαφέρον. Λείπουν οι συλλογικές προσπάθειες. Ένας χορός ανθρώπων όπου πρωταγωνιστής θα είναι η ιστορία που αφηγούνται.
– Για εσένα -την αλήθεια!- προηγείται η ζωή σου ή η τέχνη σου;
H ψυχοθεραπεία με έχει βοηθήσει πολύ στο να τα διαχωρίσω αυτά τα δύο. Ζω ως καλλιτέχνης. Ας πούμε μου αρέσει πολύ να ταξιδεύω και στα ταξίδια αυτά να κάνω έρευνα. Αντιλαμβάνομαι την ύπαρξη ως καλλιτεχνική διαδικασία. Όμως, χρειάζεται εστίαση στο να μη δραματοποιείς τη ζωή. Σε αυτό με βοηθάει να παίρνω χρόνους. Για παράδειγμα, υπάρχει χρόνος προετοιμασίας του ηθοποιού για να μπει σε μία παράσταση και χρόνος για να αποφορτιστεί. Προηγείται η ζωή έτσι κι αλλιώς. Η ζωή θέτει τα όρια. Η τέχνη έρχεται με την ελευθερία της να τα επαναπροσδιορίσει.
– Ποια περίοδος του χρόνου σε γεμίζει όρεξη και εμπνεύσεις; Ποια ώρα της μέρας είσαι πιο κοντά με την ψυχή σου; Ποια εποχή της ζωής σου αναπολείς;
Το καλοκαίρι. Μικρός ταξίδευα με ένα βαν. Ο πατέρας μου είχε πάρει έναν παλιό πράσινο Fiat και μετά ένα κόκκινο Subaru και τα είχε μετατρέψει σε μετακινούμενα σπιτάκια. Διαλέγαμε γεωγραφικό διαμέρισμα και παρέα με τον αδερφό μου κρατούσαμε εκείνους τους παλιούς χειροποίητους χάρτες. Περνούσαμε από κάθε μικρό χωριό. Απορροφούσαμε εικόνες μέσα από την επαφή μας με τους ντόπιους. Θυμάμαι να κατεβάζω το παράθυρο και να ρωτάω: «Καλά πάμε για…;» Και ο ντόπιος πλησίαζε και στις ρυτίδες των ματιών του έβλεπα χαραγμένη την ιστορία του τόπου του. Το καλύτερο GPS ήταν αυτό: η προφορική αφήγηση ενός αγνώστου.
– Τι ετοιμάζεις για το φετινό καλοκαίρι; Τι θα δούμε από σένα και πού και πότε;
Φέτος, το “λεμονάκι” γίνεται 6 ετών και θα κάνουμε τη μεγαλύτερη περιοδεία μας έως τώρα. Ξεκινάμε από τη Θεσσαλονίκη και το Θέατρο Αυλαία, ενώ τη Δευτέρα 3 Ιουνίου θα κάνουμε μία μεγάλη γιορτή στην Κεντρική Σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά. Με επίσημο προσκεκλημένο τον διεθνούς φήμης πιανίστα και συνθέτη Σταύρο Λάντσια, που θα ανέβει στο καράβι μας μετά το τέλος της παράστασης και θα παίξει μουσικές των Morricone, Beethoven αλλά και δικές του συνθέσεις σε μια βραδιά όπου θα συναντηθούν οι δύο μεγάλες μου αγάπες: το θέατρο και η μουσική. Στις 27 Ιουλίου, θα έχουμε επίσης τη χαρά να υποδεχτούμε στο καράβι μας τον Γιάννη Διονυσίου-για εμένα προσωπικά την καλύτερη φωνή που έχουμε σήμερα στην Ελλάδα- στον Άγιο Λαυρέντιο του Πηλίου. Θα πάμε και μέχρι τη Φουρνή στο Λασίθι της Κρήτης: ένα χωριό με 100 μόνιμους κατοίκους. Σιγά σιγά, το Lemon μετασχηματίζεται σε ένα πανελλαδικό ερευνητικό project, όπου θα φτιάχνουμε τις παραστάσεις σε συνεργασία με τις τοπικές κοινότητες. Συμπρωταγωνιστές θα είναι οι κάτοικοι αυτών των αποκεντρωμένων περιοχών. Αυτός είναι ο τρόπος που με ενδιαφέρει να ακολουθήσω και στα επόμενα έργα. Ένας ανεξάρτητος τρόπος συνεργασιών όπου τα πράγματα συμβαίνουν επειδή οι άνθρωποι θέλουν και μπορούν. Και μακριά από παθογένειες που όλοι ξέρουμε και μας ματαιώνουν. Επίσης, έχω ξεκινήσει την έρευνα για το επόμενο έργο: σε αυτή τη φάση μαζεύω ιστορίες πιάνων που ζουν εγκαταλελειμμένα σε σπίτια και μέσα από αυτά τα πιάνα μαζεύω και τις ιστορίες -κυρίως γυναικών- που η σχέση τους όταν ήταν νεαρά κορίτσια με τη μουσική έμεινε σε άρση.
– Πότε δάκρυσες από συγκίνηση πρόσφατα; Και πότε ξεκαρδίστηκες στα γέλια με την ψυχή σου;
Ήμουν στην αποβάθρα του ΗΣΑΠ. Και περίμενα το τρένο. Το συλλογικό τραύμα είναι εδώ. Έχοντας χάσει δικούς μου ανθρώπους από μικρή ηλικία δεν μπορώ να διανοηθώ πως είναι να εξαϋλώνεται ένας δικός σου άνθρωπος. Ή πώς είναι να πετάνε τις στάχτες του και να μην έχεις ούτε αυτές για να πενθήσεις. Να ξεκαρδιστώ στα γέλια με την ψυχή μου έχω πολύ καιρό. Περιμένω. Περιμένω να συμβεί από αυτή την πηγαία αίσθηση ανεμελιάς που είχαμε όταν ήμασταν παιδιά.
Βρείτε εισιτήρια εδώ