H μουσική σύμπραξη της Μάρβας Βούλγαρη και του Τεό Φοινίδη το 2017, των Marva Von Theo δηλαδή, οδήγησε ήδη σε δύο δίσκους (“Dream within a Dream” το 2018 και “Afterglow” το 2021) που ξεχώρισαν για την ιδιαίτερη αισθητική τους, τις πολυδιάστατες, ευρηματικές συνθέσεις τους που κινούνται ανάμεσα στο σκοτάδι της darksynth μουσικής προς την λαμπερή electropop, τα εκφραστικά, καθηλωτικά φωνητικά και τους ιδιαίτερα μελαγχολικούς στίχους πάνω σε χορευτικά beats.
Πρόσφατα, σε μια πολύ ιδιαίτερη συναυλία, στον χώρο της Αγγλικανικής Εκκλησίας, οι Marva Von Theo παρουσίασαν το project «Atmospheres», δηλαδή επιλεγμένα τραγούδια από την μέχρι τώρα δισκογραφία τους αλλά και νέα, ακυκλοφόρητα τραγούδια, ενορχηστρωμένα αποκλειστικά για την περίσταση.
Οι Marva Von Theο μίλησαν στο Olafaq για την κινηματογραφική φύση της μουσικής τους, αλλά και για την «ποιητική αναμέτρηση μεταξύ του φωτός και του σκοταδιού, του έρωτα και του θανάτου», όπως είχαν αναφέρει και οι ίδιοι κάποτε αναφορικά με τα ηχοτοπία που δημιουργούν εδώ και αρκετά χρόνια.
– Πειραματισμός και τζαμάρισμα στο στούντιο VS «προπλασμένων» συνθέσεων πάνω στην παρτιτούρα. Ποιο από τα δυο κερδίζει στην μουσική σας;
Μarva: Για εμένα ένα τραγούδι ξεκινά πάντα από τον πειραματισμό μέχρι να δημιουργηθεί μια πρώτη ύλη πάνω στην οποία να μπορέσω να δουλέψω τελικά πιο στοχευμένα. Σπάνια καταγράφω σε χαρτί. Συνήθως ηχογραφώ κάτι και δουλεύω μεθοδικά πάνω σε αυτό προσθέτοντας και αφαιρώντας layers. Αυτός ο τρόπος εξυπηρετεί κυρίως εμένα επειδή είμαστε duo. Όταν μπαίνουν και άλλα άτομα στην εξίσωση, νομίζω πως οι παρτιτούρες είναι απαραίτητες καθώς οι ενορχηστρώσεις μας είναι αρκετά πυκνές, τα θέματα όπως μοιράζονται στα διάφορα όργανα είναι συγκεκριμένα και χρειάζεται μεγάλη ακρίβεια ώστε να συνηχήσουν όλα αρμονικά.
Teo: Η δημιουργική διαδικασία είναι διαλεκτική και ταυτόχρονα αμφοτεροβαρής. Αμφιταλαντεύεται μεταξύ σκέψης και συναισθήματος. Κάποια στιγμή, σαν εκκρεμές, θα βρει την κατάλληλη ισορροπία και θα σταματήσει, μάλλον επάνω στο χαρτί.
– Ποιες θα έλεγες πως είναι οι αντιθέσεις σας κατά την διάρκεια όλης αυτής της διαδικασίας και ποιες οι ομοιότητες σας, ως ισότιμα μέλη της μπάντας;
M: Θα έλεγα ότι οι Marva Von Theo είναι το αποτέλεσμα μιας δυναμικής ισορροπίας μεταξύ φαινομενικά αντίρροπων δυνάμεων. Υφολογικά έχω ένα πιο soulful ταμπεραμέντο και αρέσκομαι σε παιχνιδιάρικες ποπ μελωδίες ενώ ο Τεό, επηρεασμένος περισσότερο από την κλασσική μουσική έχει μία ροπή σε μακρόσυρτες μελωδίες, πομπώδη θέματα και στιβαρές ενορχηστρώσεις. Ως προς τον τρόπο που δουλεύουμε τα κομμάτια εγώ λειτουργώ πιο χαοτικά, βασιζόμενη στο συναίσθημα και το ένστικτο ενώ ο Τεό έχει ξεκάθαρα το τελικό αποτέλεσμα ήδη έτοιμο στο κεφάλι του και δουλεύει πιο στοχευμένα. Είναι πολύ όμορφο το συναίσθημα όταν εκπλήσσουμε ο ένας τον άλλον και με την συνύπαρξή μας προκύπτει κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που είχε σκεφθεί ο καθένας ατομικά.
Τ: Εγώ δουλεύω τα κομμάτια μας περισσότερο μέσα στο κεφάλι μου. Δεν αυτοσχεδιάζω πολύ για να επιλέξω εκ των υστέρων τι θα κρατήσω και τι οχι. Ξεκινάω από μια γενικότερη αίσθηση ως προς το ύφος της μουσικής και κατόπιν, σχεδόν διεκπεραιωτικά προσπαθώ να αποτυπώσω σε μουσική αυτό που αύλο εν σπέρματι ηχούσε στο μυαλό μου. Σε αυτό το σημείο, αν χρειαστεί να εξηγήσω στην Μάρβα τι είναι αυτό που εξάπτει τη φαντασία μου, συνήθως γκρεμίζεται οποιαδήποτε γέφυρα επικοινωνίας. Σαν εγώ να φαντάζομαι μια παπαρούνα και η Μάρβα το αίμα. Αυτό όμως είναι λογικό επακόλουθο. Όσο και να «εξηγώ» το κόκκινο, ο κάθε άνθρωπος έχει τη δική του εικόνα για αυτό το συγκεκριμένο κόκκινο, έτσι όπως το έχει γνωρίσει, με τον τρόπο που το θυμάται. Αυτό όμως το αντιθετικό ζεύγμα είναι ταυτόχρονα και άκρως δημιουργικό. Όταν τελικά η Μάρβα απλώσει τη φωνή της επάνω στο κόκκινο, τότε γίνεται κάτι το αναπάντεχο και ματώνει η παπαρούνα που είχα φανταστεί.
– Αν η μουσική σας ήταν μια κινηματογραφική ταινία, μπορείτε να φανταστείτε ποια θα ήταν;
T: Wir Kinder Vom Bahnhof Zoo.
Μ: Blade Runner.
– Για ποιον μουσικό/συγκρότημα θα αρνιόσασταν πεισματικά να «ανοίξετε» την συναυλία του και γιατί.
Τ: Άλλα πράγματα θα πρέπει κανείς να ανοίγει στους φασίστες και οχι τις συναυλίες.
Μ: Πέρα από μουσικούς που χρησιμοποιούν τη μουσική ώστε να επικοινωνήσουν ακραίες πολιτικές αντιλήψεις, όπως αναφέρει ο Τεό, φαντάζομαι πως θα αντιμετωπίζαμε έκπληκτοι αλλά με χιούμορ την πιθανότητα να ανοίξουμε τη συναυλία οποιουδήποτε καλλιτέχνη πολύ μακριά από το ύφος μας και τη νοοτροπία μας. Ελπίζω να μην το μετανιώσω αυτό που είπα όταν μας καλέσουν οι Scorpions να ανοίξουμε τη συναυλία τους.
– Ποια είναι η καλύτερη μουσική συμβουλή που λάβατε ποτέ και ποια είναι η καλύτερη που θα δίνατε εσείς;
M: Να μην μένω ποτέ στο επιφανειακό «μου αρέσει», «δεν μου αρέσει» και να αναζητώ πάντα ιδιαίτερες ποιότητες σε κάθε τι που ακούω, ανεξαρτήτου ύφους της μουσικής. Να έχω τα αυτιά μου και το μυαλό μου πάντα ανοιχτά.
T: Η μουσική να μη γίνεται εργαλείο ανταγωνισμού. Να μην υπαγορεύεται από κανέναν και από τίποτα αλλά να απορρέει από την αέναη αναζήτηση του αληθινού εαυτού.
– Ποιον ή ποια μουσικό θα είχατε πρωτοφανές άγχος αν τον συναντούσατε από κοντά;
M: Θα ήθελα να είχα προλάβει να συναντήσω από κοντά τον David Bowie. Αν τον συναντούσα απρόσμενα τώρα, αν μη τι άλλο θα μου δημιουργούνταν ένα άγχος παραπάνω.
Τ: Δεν βρίσκω κάποιο λόγο να έχω άγχος απέναντι σε οποιονδήποτε μουσικό. Το δέος όμως απέναντι στο μεγαλείο θα προκαλούσε ίσως την σιωπή μου.
– Ποιος μουσικός, νεκρός ή ζωντανός, ήταν αυτός που είχε «όλο το πακέτο»;
Μ: Πέρα από την καλλιτεχνική «αρτιότητα» κάποιου μουσικού που μπορεί να θαυμάζω πολύ τη δεδομένη περίοδο, το μυαλό μου πηγαίνει κυρίως σε καλλιτέχνες larger than life, που ανέτρεψαν πλήρως τα δεδομένα της εποχής τους και είχαν τεράστια επιδραστικότητα στο ευρύτερο κοινό, επηρεάζοντας τη μουσική που γράφτηκε στις επόμενες γενιές. Υπό αυτό το πρίσμα, θα ανέφερα τον David Bowie, τους Doors, τους Queen, τους Nirvana, τον Michael Jackson, τον Prince κα. Έχω την αίσθηση (όχι τη βεβαιότητα αφού το μέλλον θα δείξει) ότι τα μεγάλα ονόματα της μουσικής βιομηχανίας στις μέρες μας, δεν έχουν αντίστοιχο εκτόπισμα.
T: Δεν μου αρέσει να βαθμολογώ τους καλλιτέχνες θεωρώντας πως σε κάποιον τομέα υπερτερούν ενώ σε κάποιον άλλον υπάρχει υστέρηση. Η ουσία και το περιεχόμενο της μουσικής αποκαλύπτεται στην γενική εικόνα και η προσωπικότητα του δημιουργού εκφράζεται στο σύνολό της. Κανείς όμως δεν μπορεί να αποδώσει τα μέγιστα σε όλους τους τομείς.
Οι Marva Von Theo, οι συναυλίες και η διαδικασία ηχογραφήσεων
– Τι είναι το πρώτο πράγμα που περνάει από το μυαλό σας όταν αντικρίζετε το κοινό σε μια συναυλία;
Μ: Στα πρώτα λεπτά επάνω στη σκηνή, νομίζω περνάει από το μυαλό μου ένας καταιγισμός σκέψεων, που σχετίζονται μεν με τεχνικά ζητήματα (αν ακούω καλά την μπάντα, αν μπορώ να βγάλω ήχο, αν ακούγομαι κτλ), πυροδοτούνται δε και γιγαντώνονται από το περίσσιο άγχος που με διακατέχει πάντα, κάνοντάς με να μην βλέπω καν το κοινό μπροστά μου. Κάποια στιγμή ευτυχώς καταλαγιάζει αυτό το προσωπικό μου δράμα.
Τ: Να μην διακοπεί η συναυλία για τεχνικούς λόγους. Να φύγει η σφαίρα και να πέσει μόνη της κάτω ή να βρει καρδιά, να μην την σταματήσει κανείς.
– Πώς γνωρίζετε ότι ένα τραγούδι είναι τελειωμένο και δεν χρειάζεται να το δουλέψετε και άλλο;
T: ‘Όταν το εγκρίνει η Μάρβα. Αισθάνομαι όμως πως η στόχευση και η δομή την καθιστούν πιο συγκαταβατική.
Μ: Είμαι συνήθως αυτή που καθυστερεί την ολοκλήρωση ενός τραγουδιού κυρίως γιατί βασίζομαι περισσότερο στο συναίσθημα και το ένστικτο. Με κάποιο μαγικό τρόπο όμως όταν πλησιάζουμε στην ολοκλήρωση, υπάρχει σύμπνοια με τον Τεό.
– Πόσο πολύ επηρεάζουν το δημιουργικό σας φίλτρο οι νέες μουσικές που ακούτε, οι ταινίες και οι σειρές που βλέπετε ή τα βιβλία που διαβάζετε;
Τ: Κάποιες φορές άμεσα σε πολύ μεγάλο βαθμό, σχεδόν μιμητικά και άλλες φορές δρούνε ανεπαίσθητα από τα παρασκήνια της μνήμης. Κάποια πράγματα όμως διαπερνούν πάντοτε την ηθμοειδή αντίστασή μας. Και αυτά είναι η μοναξιά και η απώλεια.
Μ: Νομίζω πως όλα τα παραπάνω καθώς και οι εμπειρίες που αποκομίζουμε καθημερινά, δρουν παρασκηνιακά και κάτι που φαντάζει σαν «έμπνευση της στιγμής» ίσως να είναι αποτέλεσμα ενός ανήσυχου μυαλού που δουλεύει ασταμάτητα και τελικά βρίσκει τον τρόπο να συνδυάσει και (στην περίπτωσή μου) να μεταφράσει τα ερεθίσματά του σε μουσική ή στίχους.
– Ποιους Έλληνες ή και ξένους μουσικούς θεωρείτε ισάξιους και εν μέρει συνοδοιπόρους σας στην μουσική διαδικασία;
M: Θα έλεγα ότι “συμπάσχουμε” με όλους τους ανεξάρτητους καλλιτέχνες που παλεύουν για τη μουσική τους με ιδία μέσα, και ιδιαίτερα στην Ελλάδα που δεν εμφανίζονται και πολλές ευκαιρίες και προοπτικές.
T: Δεν δημιουργώ αλλά ούτε και ακούω μουσική βάσει αξιολογικών κριτηρίων με όρους αντιπαραβολής αλλά με έντονο προσωπικό υποκειμενισμό. Αισθάνομαι περισσότερο κοντά μου τους μουσικούς που είναι αυθεντικοί, όχι όμως απαραίτητα με την έννοια της πρωτοτυπίας.
– Πως ορίζετε την επιτυχία ενός άλμπουμ ή ενός τραγουδιού;
Μ: Επιτυχία για ένα άλμπουμ ή ένα τραγούδι είναι όταν έστω και λίγοι άνθρωποι, νιώσουν μία ταύτιση με το περιεχόμενό του. Όταν σταματάει να είναι απλά το έργο ενός δημιουργού αλλά γίνεται ένα ουσιαστικό μέσο επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων.
Τ: Η λέξη επιτυχία ή αποτυχία δείχνει το μέρος όπου εκπληρώνεται ή ματαιώνεται κάποια προσδοκία. Η δική μας ανάγκη είναι πρωτίστως να βρούμε και εκφράσουμε τους εαυτούς μας. Αυτό το βρεφικό βήμα στο πρώτο σκαλοπάτι που ανεβαίνει ο κάθε ειλικρινής μουσικός δεν είναι λίγο, ωστόσο δεν είναι ούτε αρκετό.
– Πως και πόσο έχει αλλάξει το μουσικό σας γούστο μέσα στα χρόνια;
Τ: Επιδιώκω την αμφισβήτηση των πεποιθήσεων μου. Υπο αυτή την έννοια τίποτα δεν μένει αμετάβλητο και αναλλοίωτο. Παρόλα αυτά, μέσα μου, όπως και σε κάθε άνθρωπο, φλέγεται ένας πυρήνας που μας ορίζει και δεν μπορούμε να τον αγγίξουμε.
Μ: Δεν θα πω ότι άλλαξε δραματικά. Σίγουρα όμως εμπλουτίζεται και διανθίζεται συνέχεια συμπεριλαμβάνοντας όλο και περισσότερους ήχους.
– Είστε στο θάλαμο θανατοποινιτών. Ποιο δίσκο/άλμπουμ ακούτε πριν πεθάνετε;
T: Nick Drake – Five Leaves Left.
Μ: James Blake – Overgrown.
– Μια μπάντα που θα θέλατε να μοιραστείτε την σκηνή της (και προφανώς δεν το έχετε καταφέρει ακόμη);
T: Eurythmics.
Μ: Θα ήμασταν πολύ κοντά στο όνειρο αν ανοίγαμε τις συναυλίες των Siouxsie, Ladytron, Royksopp, Leftfield, Boy Harsher.
– Αν σας ζητούσαν να περιγράψετε την κατάσταση που επικρατεί στην χώρα μας σήμερα, κοινωνικά και πολιτικά, πώς θα την περιγράφατε;
Τ: Ζούγκλα. Απουσία πολιτισμού. Ανθρωποφάγοι. Βαρβαρότητα. Ο καθένας μέσα στην παράνοιά του.
Μ: Αισθάνομαι ότι κάποιος μας κάνει φάρσα. Νιώθω μεγάλη απογοήτευση, ντροπή αλλά και θυμό για όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας.
– Έχουμε έστω κάποιους λόγους να έχουμε εμπιστοσύνη σε αυτό το κράτος που ζούμε ή οι διάφορες υποθέσεις από Λιγνάδη μέχρι Predator έβαλαν την «ταφόπλακα» μέσα μας ως προς την τελικά καθόλου εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης;
T: Δεν είχα ποτέ εμπιστοσύνη σε κανένα κράτος, σε καμία θρησκεία και σε κανέναν κρατικό θεσμό όπως η «Δικαιοσύνη» με τον τρόπο που διαμορφώνονται και επιβάλλονται σε μια καπιταλιστική και απάνθρωπη κοινωνία όχλου. Έχω όμως εμπιστοσύνη σε εμένα και σε αυτό που θα μεταδώσω στο διπλανό μου.
Μ: Μεγάλωσα παρατηρώντας συνεχώς την αδικία γύρω μου και κάθε άλλο παρά εμπιστοσύνη ένιωθα για το κράτος. Έχω την αίσθηση ότι τα πράγματα γίνονται όλο και χειρότερα και απροκάλυπτα πλέον μας κοροϊδεύουν μπροστά στα μάτια μας.
– Υπάρχουν τρόποι αντίστασης απέναντι στην κρατική αυθαιρεσία; Και αν ναι, ποιοι είναι αυτοί;
Τ: Κάθε κράτος διέπεται από νόμους τους οποίους θεσπίζει το ίδιο. Ωστόσο μπορεί να υπάρξει κοινωνία, μικρή ή μεγάλη, χωρίς την άμεση παρέμβαση του κράτους. Ωφέλιμο προς τον άνθρωπο και την εξέλιξή του θα ήταν να αποκτούσαν οι μονάδες αυτής της κοινωνίας γνώση και συνείδηση έξω από το κοπάδι μέσα στο οποίο αναγκάζονται να συμβιώνουν.
Μ: Η ιστορία έχει δείξει πως μικρά ή μεγαλύτερα κοινωνικά σύνολα πολιτών που αυτοοργανώνονται, μπορούν να αποτελέσουν μοχλό πίεσης ώστε αν μη τι άλλο να βελτιώσουν ως ένα βαθμό μη ευνοικές αποφάσεις του κράτους και να εξομαλύνουν κάποιες κραυγαλέες αδικίες. Δυστυχώς, δεν είμαι αισιόδοξη ότι μπορούν να επέλθουν μεγαλύτερες και ουσιαστικότερες αλλαγές αλλά σίγουρα η σωστή παιδεία είναι η βάση για τη δημιουργία ευσυνείδητων πολιτών που θα στέκονται πάντα με κριτική σκέψη απέναντι στις κρατικές πρακτικές.
– Σε τι διαδικασία είστε τώρα; Ηχογραφείτε νέο υλικό; Πότε θα έχουμε κάτι νέο από εσάς;
Μ: Συμμετείχαμε ως duo σε μία σειρά από πολύ όμορφες συναυλίες με αποκορύφωμα την πρόσφατη συναυλία μας στην Αγγλικανική Εκκλησία όπου αποδώσαμε κάποια κομμάτια μας σε ιδιαίτερα ατμοσφαιρικές ενορχηστρώσεις, αποκλειστικά για να παιχτούν στο δεδομένο χώρο και χρόνο, και ετοιμαζόμαστε για ένα ακόμα Full Band Live (με τους Βαγγέλη Τσιμπλάκη στα drums και Γιώργο Γαζή στο μπάσο) αυτή τη φορά στο NCN Festival στη Λειψία. Παράλληλα δουλεύουμε το 3ο μας Album, τραγούδια από το οποίο παρουσιάζουμε σε κάθε μας ζωντανή μας εμφάνιση, σαν έκπληξη.
T: Εστιάζουμε όλη μας την ενέργεια στην δημιουργία του 3ου μας Album. Εκπλήσσουμε τους εαυτούς μας. Θα είναι κάτι αναπάντεχο για εμάς, σίγουρα και για το κοινό μας.