H γυναίκα των επόμενων σελίδων ξέρει καλά πως οι πολιτικοί σπάνια ξενερώνουν απ’ τη «μαστούρα της εξουσίας» και ότι κανένας τους δεν ενδιαφέρεται να μείνει στη σύγχρονη ιστορία σαν θετικό παράδειγμα. Η Μάρθα Καραγιάννη ποτέ της δεν κατάλαβε γιατί οι «Πατέρες του Έθνους» δεν πραγματοποιούν τουλάχιστον εκείνες τις μικρές προσδοκίες που έχουμε όλοι μας, και τώρα πια γνωρίζει ότι αυτό που τους τρώει τελικά είναι η απληστία, το μεγάλο στόμα τους, η φιλοδοξία, το Εγώ και οι κόλακες οι διπλανοί τους.

Το «κορίτσι με το μπικίνι» έχει ερωτευτεί δυνατά και πολλές φορές. Ξέρει ότι η ζωή είναι μικρή και δεν τα προλαβαίνουμε όλα. Καταλαβαίνει ότι όλοι ίσοι δε θα γίνουμε ποτέ, αρνείται όμως να δεχτεί πως ένας άνθρωπος δεν ξέρει τι να κάνει τα τριακόσια του δισεκατομμύρια κι ένας άλλος δεν έχει ούτε χιλιάρικο να βγάλει εισιτήριο για τον γιατρό του ΙΚΑ –εφόσον, ως είθισται, τίποτα δε θα πάρουμε μαζί, μιας και κανένα γραφείο τελετών δεν διαθέτει σάβανα με τσέπες.

Το μόνο είδος άντρα που δεν είχε ούτε έχει έστω και μία πιθανότητα να παίξει ρόλο στη ζωή της, είναι εκείνος που παριστάνει τον ωραίο κι ας είναι ο ωραιότερος. Σ’ ένα τέτοιο τύπο ούτε σε φωτογραφία δε θα έδειχνε ποτέ το κορμί της, όχι να τον αφήσει να τ’ απολαύσει κιόλας. «Σ’ ένα τέτοιο νούμερο -δηλώνει γελώντας- δε θα έδινα ούτε το χέρι μου να μου πηδήξει! Κι ούτε θα μπορούσα να έχω έναν γκόμενο που δεν τον πάω, δεν τον θέλω, και να τον έχω απ’ το πρωί ως το βράδυ επειδή θα με προωθούσε στο θέατρο… Ούτε έζησα ποτέ με έναν πλούσιο μαλάκα μόνο και μόνο για να με καλύπτει οικονομικά. Χίλιες φορές προτιμούσα να τον πάρω βίζιτα! Να καταπιώ ένα χαπάκι αναισθησίας, να τον πάρω, να τελειώνουμε. Αλλά να έχω έναν μαλάκα σε καθημερινή βάση, αποκλείεται. Όχι, μανάρι μου! Και δεν χωράει αμφιβολία ότι στα ζουμερά χρόνια μου μπορούσα να έχω όχι έναν πλούσιο, αλλά τρεις και εκατόν τρεις. Ουρά κάνανε. Απλά μαθηματικά είναι το να παντρευτείς έναν πλούσιο, άμα είσαι νόστιμη. Όμως, αυτός που δίνει θέλει και να πάρει. Κι εγώ δεν είμαι διατεθειμένη να δώσω, άμα δεν θέλω. Δε δένω εγώ με μαλάκες. Όχι. Την αγαπάω τη Μάρθα και την προτιμώ έτσι, όπως είναι».

Με τον Κώστα Χατζηχρήστο στην ταινία “Ο σκληρός άνδρας”, 1961 | © Finos Films

Την ακούω να μιλάει και ξέρω πως ό,τι λέει προέρχεται από τα βάθη της, διότι παρατηρώ τον τρόπο που φουσκώνουν στο λαιμό οι φλέβες κάθε φορά που υπερασπίζεται μεγαλοφώνως τις σκέψεις της. «Στα ξεσπάσματα μου είμαι δυνατή! Μπορώ να γκρεμίσω ένα σπίτι ολόκληρο. Το ‘χω γκρεμίσει πολλές φορές και πάντα αφορμή ήτανε το ψέμα. Μόλις μου πούνε ψέματα γίνομαι τρελή, ιδίως αν μου το λένε για να με βουλώσουν, να με κοροϊδέψουν ή να με καπακώσουνε. Θεωρώ το ψέμα υπεκφυγή ζωής. Φτάνει που τη μισή μου ζωή την έχω περάσει σ’ ένα ψέμα επί σκηνής. Δε μπορώ και να ζω μέσα στο ψέμα».

«Βλέπω και διαβάζω καμιά φορά τα ψέματα που λένε στις συνεντεύξεις τους κάποιοι άνθρωποι που ξέρω πολύ καλά τη ζωή τους και μου σηκώνεται η τρίχα! Ο καθένας μας, το πιο χειρότερο που έχει μέσα του θα το ωραιοποιήσει. Κανενός δεν του κάνει καρδιά να ομολογήσει τις «σκατιές» του. Κανείς δε θα τις πει όπως τις έχει κάνει, θα τους βρει από μια δικαιολογία. Άντε το πολύ-πολύ να πούμε κι ένα πονηρό, για να λέει ο άλλος: «Αχ! τι αλήθειες είπε αυτή η κοπέλα! Πω πω τι ειλικρινής, αυτός ο κύριος!»… Λέμε δήθεν και κάποιο κακό που κάναμε, που είναι το εν εκατοστό αυτού που έχουμε κάνει, και ο άλλος ξιπάζεται. Σου λέει: «Είπε ότι πήγε με τον τάδε, κρυφά!». Και ο τάδε, είναι -ας πούμε- ο Πολ Νιούμαν. Δεν θα πεις όμως ότι στα κρυφά είχες πάρει και του μπακάλη το γιο. Σαν να βγω, για παράδειγμα, εγώ και να πω: «Ήμουνα παντρεμένη και απάτησα τον άντρα μου με τον Χάρι Μπελαφόντε!». Δε θα πω όμως ότι τον απάτησα με το παιδί που μου ‘φερε το γάλα! Κατάλαβες τι θέλω να πω;»

– Ότι την αλήθεια, οι άνθρωποι την παίρνουμε μαζί μας.
Γι’ αυτό δεν πιστεύω στις συνεντεύξεις και στις αυτοβιογραφίες… Η ιστορία δε γράφεται μόνο από τους πρωταγωνιστές της.

– Κυρίως γράφεται από εκείνους που ανατρέχουν στις «πηγές».
Μ’ αρέσουν οι πηγές, μ’ αρέσει να διαβάζω τα πάντα. Και τα κοντινά μου και τα αντίθετα… Από τα αντίθετα παίρνω το νόημα, θέλω να βγάζω δικό μου συμπέρασμα… Δε θέλω να μου οδηγήσει κανένας ούτε το πολιτικό ούτε το θρησκευτικό μου φρόνημα. Είμαι χριστιανή ορθόδοξη, αλλά αυτό δε μου απαγορεύει να διαβάζω για όλες τις θρησκείες, να μαθαίνω τι πιστεύουν και να νιώθω το θεό το δικό μου όπως εγώ θέλω και όχι όπως μου λένε.

Στην ταινία “Οι κληρονόμοι”, 1964 | © Finos Films

– Πιστεύετε στο Θεό;
Δε μπορείς να ζήσεις χωρίς θεό, χωρίς μια πίστη κάπου. Δε γίνεται. Δεν έχει νόημα. Ακόμα και οι «χαοϊστές», ακόμα και οι άθεοι, πιστεύουν ότι δεν πιστεύουν. Ε, αυτό ακριβώς που δεν πιστεύουν είναι ο Θεός τους… Ξέρεις κάτι; Έχω δει εκατοντάδες ανθρώπους που μόλις τους συμβεί κάτι σοβαρό, το Θεό παρακαλάνε. Κι όταν οι γιατροί λένε: «Τις ελπίδες μας στο Θεό!» σηκώνουν τα χέρια ψηλά, επειδή υπάρχει κάτι άλλο πιο ψηλά από τον καθένα. Άρα, πιστεύουμε όλοι.

– Πού γεννηθήκατε;
Στο Κερατσίνι! Είμαι Ποντιακής καταγωγής. Οι γονείς μου ήρθαν το ’22 απ’ τη Ρωσία. Το επώνυμο του πατέρα μου ήταν Καραγιαννίδης. Το άλλαξε με το που ήρθε εδώ, όπως το αλλάξανε οι περισσότεροι.

– Για ποιο λόγο;
Για συντομία.

– Μήπως για να μην αποκαλύπτει την καταγωγή τους η κατάληξη –ίδης και άλλαζαν επώνυμο για να μην ξεχωρίζουνε;
Όχι, δε νομίζω. Εκεί που μέναμε ήταν όλο Πόντιοι. Από ποιους να ξεχωρίζουνε;… Δηλαδή Κερατσίνι, Κοκκινιά, Δραπετσώνα, ζούσαν μόνο Ρωσοπόντιοι και Μικρασιάτες… Η μαμά μου είχε «λόλα» με τον κινηματογράφο. Μάζευε φωτογραφίες από ξένες σταρ και ήταν ικανή να στέκεται στην ουρά δέκα ώρες για να πάρει εισιτήριο και να δει ταινία της Γκρέτα Γκάρμπο… Υπήρχε ένα διάσημο ζεύγος γερμανών ηθοποιών –η Μάρθα Ένγκερθ και ο Ζαν Κεπούρα- που πρωταγωνιστούσαν στις κινηματογραφικές οπερέτες. Κι έλεγε η μάνα μου: «Ας κάνω ένα κοριτσάκι, Χριστέ μου, να τη βγάλω Μάρθα»… Είχαμε τον θερινό κινηματογράφο «Αίγλη» απέναντι απ’ το σπίτι μας κι εγώ ήμουνα μόνιμη θαμώνας και τζαμπατζού. Πηγαίναμε τη μια μέρα με τη μάνα μου να δούμε την ταινία αλλά την άλλη μέρα εγώ ήθελα να την ξαναδώ. Πήγαινα λοιπόν στον ιδιοκτήτη, έναν καταπληκτικό άνθρωπο που στεκόταν πάντα στην είσοδο του κινηματογράφου κι έκοβε τα εισιτήρια, και του έλεγα: «Μήπως είναι η μαμά μου μέσα;» Ήμουν μικρή και δεν καταλάβαινα πως ο άνθρωπος ήξερε ότι έλεγα ψέματα. Ωστόσο, επειδή μ’ αγαπούσε πολύ, μου έλεγε: «Για πήγαινε μέσα να ψάξεις!» Κι εγώ πήγαινα μέσα και έμενα. Και ένα απόγευμα μου λέει: «Μάρθα, να έρχεσαι όποτε θέλεις. Μπαίνε μέσα και βλέπε έργο! Μη ρωτάς κανέναν!»

– Αν η τέχνη του θεάματος ήταν ένας γευστικός και χυμώδης καρπός, ποιο κομμάτι του θα αναλογούσε στο θέατρο και ποιο στην τηλεόραση;
Το θέατρο θα ήταν η σάρκα του καρπού και η τηλεόραση οι φλούδες. Πολλά ταλεντάκια του θεάτρου πνίγηκαν στα κανάλια της τηλεόρασης. Το κοινό βαρέθηκε να τρώει στη μάπα τις …φλούδες αλλά δεν έχει κι άλλη επιλογή, κακά τα ψέματα. Ό,τι του σερβίρουνε, αυτό θα δει. Βαράει με το τηλεκοντρόλ και βρίσκει κωμωδίες, κωμωδίες, κωμωδίες, που άμα τις βάλεις στη σειρά, χωρίς τους τίτλους τους, νομίζεις ότι βλέπεις την ίδια.

– Η εποχή γεννάει τόσο άθλια σενάρια;
Ξέρω ‘γώ; Μπορεί… Νομίζω ότι το πράγμα στράβωσε στα πρώτα χρόνια της Δικτατορίας. Ως τότε, οι πιο πολλές κινηματογραφικές κωμωδίες «πάταγαν» σε πολύ γερά σενάρια. Αντλούσαν στοιχεία από την πραγματικότητα, ήταν όμως τελείως αλλιώτικη η ζωή… Τώρα πια το κοινό έχει εθιστεί με πράγματα τρελά. Δε μπορούμε πια εμείς να παίζουμε τις παλιές απλές κωμωδιούλες, που ένας αγαπάει μία που θέλει κάποιον άλλο που αγαπάει μια άλλη και η άλλη θέλει εκείνον που αγαπάει η πρώτη… Σήμερα, οι άνθρωποι θέλουν πιο παλαβά θεάματα –θέλουν σατανιστές, βιαστές, σφαγείς… Δύσκολα σοκάρονται. Συνήθισαν μέχρι και το γυμνό.

– Τότε που εσείς φορούσατε μπικίνι στα μιούζικαλ, ήσασταν η «γυμνή Μάρθα».
Τώρα, βγάζεις το βυζί έξω και δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Αστείο πράγμα!

– Υπάρχουν τηλεοπτικές σειρές που ξεκινάνε, σε κάθε επεισόδιο, με άφθονα γυμνά της πρωταγωνίστριας.
Τρελάθηκες; Μέχρι και η μαμά μου είναι έτοιμη πια να πετάξει το βυζί έξω!

– Σε ποια στιγμή τους οι άντρες γίνονται χυδαίοι;
Όταν επιθυμούν μια γυναίκα και ξέρουν -από χέρι- ότι δε μπορούν να την αποκτήσουν. Γίνονται πιο κακοί απ’ όσο θα γίνονταν με κάποια που είναι του χεριού τους και την έχουνε ό,τι ώρα θέλουνε… Μου τη δίνουν πάρα πολύ κάτι τέτοιοι ηλίθιοι.

– Να σας ρωτήσω κάτι;… Η Μάρθα, το χυμώδες κορίτσι των ελληνικών ταινιών, που το επιθυμούν και το ερωτεύονται οι θεατές, τι προβλήματα αντιμετώπιζε από τις αντιδράσεις του κόσμου της επαρχίας του ’60, στις θεατρικές περιοδείες; Πώς εκδήλωναν το θαυμασμό τους οι άντρες της Λαμίας, της Τρίπολης, της Άρτας, της Κατερίνης, βλέποντας μπροστά τους, επί σκηνής, με σάρκα και οστά, το κορίτσι των ονείρων τους;
Τους ήταν μαγευτικό. Το έβλεπα. Το ένιωθα.

– Σας έγδυναν με τα μάτια;
Το κακό με τις ταινίες τις παλιές είναι ότι κάποιοι νέοι άνθρωποι που τις ξαναβλέπουν συνέχεια στην τηλεόραση, δε συνειδητοποιούν τα χρόνια που έχουν περάσει από τότε που γυρίστηκαν και νομίζουν ότι θα σε δούνε πάλι με μπικίνι. Και κάποιοι μεγάλοι, σε θέλουν οπωσδήποτε με μπικίνι… Παίζαμε μια φορά στην Κέρκυρα, με τον Ντίνο τον Ηλιόπουλο. Μπαίνει ένας γεράκος στο καμαρίνι και μου λέει: «Ωραία παίξατε. Αλλά δεν κάνατε εκείνα τα χορευτικά…». Του λέω: «Να σου πω… Ήθελες να φορέσω μπικινάκι, ε;». Γυάλισε το μάτι του. Μου λέει: «Ναι. Μπικινάκι και να χόρευες!». Με κοίταζε. Του λέω: «Δεν φοράω πια μπικίνι». Λέει: «Γιατί;». Λέω: «Θέλει γιατί; Η Μάρθα είμαι και όχι ο Ντόριαν Γκρέι»… Τελικά ο κινηματογράφος είναι μια μαγεία, ένα όνειρο. Και η λάμψη του πολύ μεγάλη.

– Είναι ωραίο ή κουραστικό να σε επιθυμούν όλοι; Να είσαι δεκαοκτώ, είκοσι, τριάντα πέντε, σαράντα… ετών και όλοι οι αρσενικοί -κατά βάθος-να σε σκέφτονται στην αγκαλιά τους;
Δεν υπάρχει γυναίκα που να τη θέλαν όλοι. Ούτε για τη Μονρόε λιποθυμήσανε όλοι οι άντρες. Κοίτα… για να μη λέμε τώρα ψέματα…

– Είπατε ότι δε σας αρέσουν τα ψέματα.
Αν μου το ρώταγες αυτό όταν ήμουνα τριάντα, θα σου απαντούσα με υπεκφυγές. Τώρα, όμως, που ξέρω και που δεν συμβαίνει το ίδιο αυτή τη στιγμή και μπορώ να δω τη Μάρθα του παρελθόντος, θα σου πω ότι είναι ωραίο πράγμα να σε θέλουν όλοι και να το ξέρεις… Βγήκα νωρίς στην πιάτσα του θεάματος, δεκαπέντε μισό. Αλλά ήξερα πάντα ότι με θέλανε οι αρσενικοί, πριν γίνω θεατρίνα. Και πιτσιρίκα, στο σχολείο όταν ήμουνα, με θέλαν τ’ αγοράκια. Με κοιτάγανε. Ήμουνα «σταρίτσα».

– «Αστεράκι».
Ναι. Ωραίο πράγμα είναι να σε θέλουν όλοι. Αλλά από κάποια στιγμή και μετά μη νομίζεις ότι σου κάνει κι αυτό εντύπωση, το συνηθίζεις. Όλα τα συνηθίζεις τελικά. Και τα πιο δύσκολα. Αρκεί να έχεις λίγο μυαλό και να σκέφτεσαι -αν μπορείς- ότι δεν είσαι το κέντρο του κόσμου, ο ομφαλός της γης, έχουν δικαίωμα κι άλλοι να κάνουν αυτά που έκανες εσύ. Και στο θέατρο και στη ζωή, έχουν δικαίωμα κι άλλοι. Κανείς δε μπορεί να έχει αιωνίως το μονοπώλιο. Γιατί να είμαι εγώ επιθυμητή επί πενήντα χρόνια;… Και να σου πω και κάτι άλλο; Μη νομίζεις ότι δεν είναι κουραστικό πράγμα να είσαι πάντοτε ωραία ή να νομίζεις πως θα μείνεις ωραία εις τους αιώνας των αιώνων. Με ενοχλούν όλα τα επιτηδευμένα πράγματα, αυτό είναι που με γλιτώνει από την τρέλα. Έχω δεχτεί και παραδεχτεί τον εαυτό μου. Δεν κάνω πάρτι, βέβαια, κάθε χρόνο, δήθεν ότι χαίρομαι πάρα πολύ επειδή μεγαλώνω, σε στιλ: «Αχ! τι χαρά που γερνάω!». Όχι. Δε φτάνω στο άλλο άκρο. Αλλά τι να κάνουμε; Αυτή είναι η ζωή. Κυλάει… Άλλωστε τις γριές, ποιος θα τις παίξει;

– Ποια φράση λέτε ότι αποδεδειγμένα κουρελιάζει την αυτοπεποίθηση των αντρών;
Άμα τους πεις ότι δεν τη βρήκες μαζί τους στο κρεβάτι. Όλα τα αρσενικά έχουν την «πεπονιά» ότι μόνο μαζί τους «τα ‘φερες»! Όσους άντρες και φίλους γνώρισα στη ζωή μου αυτό ήταν πάντα το μελανό τους σημείο. Όλοι τους νομίζανε πως οι γυναίκες στο κρεβάτι λιποθυμούσαν για πάρτι τους… Νομίζω ότι αν κάποιος άκουγε τη γυναίκα που λατρεύει να πηδιέται στο διπλανό δωμάτιο και να λέει στον εραστή της: «Δεν μ’ αρέσει μαζί σου, καλύτερα “τα ‘φερνα” με τον Παύλο μου» κι ο Παύλος ακούει από τη μεσοτοιχία, θα είναι πανευτυχής και δεν θα τον νοιάζει που τον κερατώνει η δικιά του, θα του αρκεί που την άκουσε να λέει πως ήταν ο καλύτερος στο πήδημα.

– Έτυχε ποτέ να βρεθείτε μπροστά σε άντρες που να τους αρνηθήκατε τον έρωτά σας κι εκείνοι να φέρθηκαν τελείως κόντρα στην εικόνα που είχατε σχηματίσει γι’ αυτούς;
Θα σου πω κάτι που τώρα το συνειδητοποιώ… Αυτούς που ήθελα, τους διάλεγα εγώ, δεν άφηνα να με διαλέξουν. Όχι ότι όλοι λιποθυμούσαν για μένα, πάντως εγώ διάλεγα τους άντρες που ήθελα. Κοίταγα μόνο αυτούς που μου τραβούσαν την προσοχή. Για τους άλλους αδιαφορούσα κι έτσι δε νομίζω να πέρναγε καν απ’ το μυαλό τους ότι μπορεί να μ’ έχουνε. Ήμουνα λίγο απρόσιτη σ’ αυτό το θέμα… Αργώ να πάρω χαμπάρι. Δε μπορείς να καταλάβεις πόσο σε θέλει ένας άνθρωπος, αν δεν τον κοιτάξεις στα μάτια –διότι «από τα μάτια πιάνεται». Εγώ είμαι τυφλή, βλέπω μόνο ό,τι μ’ αρέσει… Είχα ένα φίλο και μια μέρα μου δήλωσε πως ήταν ερωτευμένος μαζί μου δέκα χρόνια και στενοχωρήθηκε όταν του είπα ότι δεν είχα καταλάβει τίποτα… Εμείς οι ωραίες, τώρα που μεγαλώσαμε, τραβάμε άλλο λούκι. Τώρα που δε λιποθυμάνε οι θαυμαστές για πάρτη μας, έχουν αποκτήσει άλλο βίτσιο. Έρχονται στο καμαρίνι, σε κοιτάνε από πάνω μέχρι κάτω και λένε: «Πώς κρατιέσαι, ρε παιδί μου!». Έρχονται κάτι σάψαλα χωρίς δόντια, ζαρωμένα, τα χάλια τους, που σε περνάνε τουλάχιστον είκοσι χρόνια και νομίζουν ότι είσαι συνομήλικη τους… Οι γυναίκες, ειδικά οι μεγάλες, έρχονται για να σε κόψουν από κοντά, να σε ψάξουνε αν έκανες λίφτινγκ ή δεν έκανες, να δουν πόσες ρυτίδες έχεις, να τις μετρήσουν.

– Λένε ότι το θέατρο δεν αφήνει τους ηθοποιούς να γεράσουν.
Έχει μια ιδιαιτερότητα το επάγγελμα του ηθοποιού. Κάτι μοναδικό, που δεν το βρίσκεις σε καμιά άλλη δουλειά στον κόσμο: Δεν θέτει ηλικία απόσυρσης για τους ταλαντούχους, αρκεί να δουλεύει το μυαλό τους και να μπορούν να στέκονται στα πόδια τους. Το θέατρο έχει ημερομηνία λήξεως μόνο για τους ατάλαντους. Το θέατρο έχει ένα κύτταρο πολύ δυνατό. Απ’ τη στιγμή που πας να σταθείς δίπλα του, σου δίνει κάτι από τη δύναμη του. Αυτός ο ηλεκτρισμός, όταν βγαίνεις πάνω στη σκηνή, κάτι σου δίνει. Κάνεις πράγματα που δεν μπορείς να τα κάνεις στη ζωή σου! Εγώ μπορεί μια μέρα να την περάσω στο σπίτι και να βαριέμαι να κουνηθώ από το ένα δωμάτιο στο άλλο. Το βράδυ όμως, πάνω στη σκηνή, πετάω! Πώς γίνεται να σέρνομαι όλη μέρα και στη σκηνή να μπορώ να κάνω οχτώ κολοτούμπες, δεν το ‘χω καταλάβει ακόμα. Έχει μια χάρη το επάγγελμα του ηθοποιού, που δεν την έχει κανένα άλλο επάγγελμα στον κόσμο. Το θέατρο δεν έχει ηλικία. Δεν έχει ημερομηνία λήξεως, παρά μόνο για τους ατάλαντους.

– Πάνε τώρα να καθιερώσουν το ίδιο σύστημα και στην πολιτική.
Λίγο δύσκολο… Διότι οι ηθοποιοί, ακόμα κι αν έχουμε τζαζλέψει τελείως, δυο λόγια, δυο ατάκες θα μπορούμε να τις πούμε. Ενώ οι πολιτικοί πρέπει να αποφασίζουν για διάφορα πράγματα, αλίμονο μας. (σιωπή)

– Τι σκέφτεστε;
Δεν ξέρω… Ωραίο είναι και να γερνάς με την ησυχία σου… Έχω κρατήσει μέσα μου μια κουβέντα από την ταινία «Ο Αμπιγιέρ». Λέει κάποιο στιγμή ο Άλμπερτ Φίνεϊ: «Αφήστε με να γεράσω! Αφήστε με να γεράσω!». Ήθελε να γεράσει με την ησυχία του… Είναι ωραίο να κάνεις στη ζωή σου, κάποια στιγμή, πράγματα που έχεις στερηθεί: Να κάτσεις σπίτι σου, να μη βαφτείς, να μη φορέσεις κάποιο ειδικό φόρεμα αλλά μία ρόμπα κουρέλι, να φορέσεις πέντε παντόφλες και να μη σε νοιάζει ποιος θα σε δει, να μην πρέπει να ξανακάνεις τη χαριτωμένη, να μη σου ξαναπούνε: «Δώσε μου αυτόγραφο!»

– Όλες αυτές που έρχονται στο καμαρίνι σας να διαπιστώσουν αν σας φέρθηκε σκληρά ο χρόνος, ζητάνε και αυτόγραφο;
Ε, βέβαια. Για να ‘χουν τη δικαιολογία… Και συνήθως σέρνουν ένα μωρό τριών ετών που ούτε καν σε ξέρει, χέστηκε το μωρό ποια είσαι εσύ η Καραγιάννη. Και το τραβολογάνε στην είσοδο των καμαρινιών… «Έλα μέσα να ζητήσεις ένα αυτόγραφο». Λέω μιανής: «Δε θέλει, κυρά μου, το μωρό. Δεν το βλέπεις ότι δε θέλει; Τι το σέρνεις το έρμο; Έλα να ζητήσεις εσύ!» Μου λέει: «Μα αφού σε ξέρει!». Της λέω: «Κανέναν δεν ξέρει, το παιδί. Μόνο τη μάνα του ξέρει!»… Γι’ αυτό δεν τα εκτιμώ τα αυτόγραφα, τα θεωρώ του κώλου. Πέρσι το καλοκαίρι παίξαμε στη Χαλκιδική. Βγαίνοντας από το θέατρο, βρήκα πεταμένα στην παραλία τα αυτόγραφα που μας είχαν ζητήσει. Αυτόγραφο της ταξιθέτριας να δώσεις, δεν πρόκειται να καταλάβουν τη διαφορά… Κάθε φορά που έρχονται να μου ζητήσουν, λέω: «Γαμώ την πουτάνα που τα λάνσαρε!» και εννοώ την Βουγιουκλάκη. Διότι αυτή τα ‘βγαλε τα αυτόγραφα ή μάλλον πρώτη αυτή άρχισε να τα μοιράζει σαν φέιγ βολάν.

– Πώς γίνατε ηθοποιός;
Πήγαινα σε σχολή μπαλέτου από οκτώ ετών. Το όνειρό μου ήταν να γίνω κλασσική χορεύτρια… Στα δεκαπέντε μου έπαιξα σε μια σχολική παράσταση, σ’ ένα έργο με θέμα τους Αιολείς. Υπήρχε ένας κύριος Θάνος Τράγκας που γύριζε στα γυμνάσια και μάζευε όσες μαθήτριες θεωρούσε πως ήταν κατάλληλες να παίξουν και ανέβαζε κάτι τραγωδίες του κώλου. Ήταν σαν πρακτική εξάσκηση στο αρχαίο δράμα… Σ’ αυτή την παράσταση με είδε ο Ορέστης Λάσκος και μ’ έβαλε να παίξω ένα ρολάκι στην ταινία που ετοίμαζε. Ήταν «Η Άγνωστος», με την Κυβέλη… Μετά απ’ αυτή την εμπειρία, άρχισα να τον καλοβλέπω τον κινηματογράφο. Τσίμπησα!

– Ποια ήταν η τελευταία ταινία που παίξατε;
Το «Μαριχουάνα Στοπ»

– Ο Δαλιανίδης ήταν ένα από τα πρόσωπα που διαμόρφωσαν τη μοίρα σας;
Ο Γιάννης είναι τα πρώτα μου βήματα και γι’ αυτό παίζει τόσο σημαντικό ρόλο το μπέρδεμα μου μαζί του.

– Ήταν πολύ καταπιεστικός στα πλατό της «Φίνος Φιλμ»;
Ξέρεις…, ορισμένους ανθρώπους τους οποίους αγαπάς, δε μπορείς να τους κρίνεις. Τον Γιάννη αποκλείεται να πάψω να τον αγαπάω. Και να θέλω, δε μπορώ. Έζησα μαζί του μια ζωή ολόκληρη, ήρθαν ώρες που ήθελα να τον σκοτώσω αλλά την ίδια στιγμή του ξανάνοιγα την αγκαλιά μου… Ζήσαμε πράγματα και θαύματα, δεν ξεχνιούνται… Με τον Γιάννη, τώρα που το λες, τον καιρό εκείνο, σε κάθε ταινία σφαζόμασταν. Και έλεγε ο Γιάννης μετά την τρίτη, τέταρτη ταινία: «Αφήστε την να ουρλιάζει τη Μάρθα, επίτηδες το κάνει. Άστη να κλάψει για να ‘χει επιτυχία η ταινία! Το ‘χει το κλάμα για γούρι, γι’ αυτό κλαίει!».

– Νιώσατε, ποτέ μόνη εναντίον όλων;
Όχι… Γενικά, σαν χαρακτήρας, εγώ δεν είμαι για να δώσω μπουνιά στην κοινωνία… Είμαι φυγόπονη και μπορεί να είναι κακό αυτό. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που μπαίνουν μέσα σ’ όλα και ό,τι θέλει ας γίνει. Δεν έχω κάνει τέτοια πράγματα στη ζωή μου και δε νομίζω πως θα κάνω από ‘δω και πέρα… Μετράω τα βήματα μου, τα μετράω… Κακό αυτό! Πολύ κακό! Ξέρεις, πιστεύω ότι δεν έχω δώσει στο θέατρο αυτά που μπορούσα να δώσω, αυτά που έχω μέσα μου. Δεν έχω καθαρίσει ακόμα με την τρέλα μου για το θέατρο… Πάντα με έπαιρνε μπάλα η καθημερινότητα. Έπρεπε να δουλέψω για να ζήσω. Όταν ψάχνεσαι για το μεροκάματο, δεν έχεις χρόνο να σκεφτείς τίποτε άλλο. Ήμουνα σε πόλεμο, στο νιάτο μου! Το να πρέπει να δουλέψεις για να φας είναι πολύ κακή αρχή για το επάγγελμα του θεατρίνου. Κι έτσι συχνά κατέληγα σε δουλειές που δε μ’ ενδιέφεραν κι ούτε είχαν κανένα νόημα… Πρόσεξε, δεν υποτιμώ κανένα είδος θεάτρου. Δεν είναι αστεία ιστορία το μουσικό θέατρο, η κωμωδία, η επιθεώρηση… Ποιος πούστης μπορεί να βγει και σε δέκα λεπτά να καθηλώσει τον κόσμο;… Εύκολο είναι να κάνεις το κοινό να γελάσει; Το γέλιο είναι μεγάλη τέχνη… Την επιθεώρηση πρέπει να την υπηρετήσεις όπως πραγματικά είναι: Με φρου-φρου, αρώματα και πολύ κουράγιο. Είναι αρένα. Σε πετάνε μέσα και περιμένουν από κάτω τα λιοντάρια να σε ξεσκίσουνε. Κι ό,τι προλάβεις, μέσα σε δέκα λεπτά. Μεγάλη αντοχή πρέπει να ‘χεις… Αλλά αν παίζεις συνέχεια τα ίδια πράγματα είναι σαν να έχεις έναν ωραίο γκόμενο επί δεκαοκτώ χρόνια. Είτε πιάνεις το μπούτι του είτε το δικό σου, ένα και το αυτό. Θέλεις να απαλλαγείς απ’ αυτόν, να πας και με κανέναν άλλον. Κι εγώ, βαρέθηκα, θέλω να τσιγκλιστώ. Θέλω έναν άλλον κι ας είναι πιο άσχημος… Ύστερα από τόσα χρόνια καριέρα δε θέλω πια να βγαίνω στο θέατρο και να λέω τα «ίδια της συχωρεμένης» που τα λέω εδώ και εκατόν πενήντα χρόνια, θα ‘θελα να παίξω και κάποια από εκείνα που δεν έχω δοκιμαστεί… Αυτά όμως θέλουνε να είσαι καλυμμένος οικονομικά, ώστε να μη σε νοιάζει το ταμείο. Κατάλαβες; Θα ‘θελα να παίξω για πάρτη μου κάποτε… Δεν ξέρω αν θα το κατορθώσω… Αν έχω την υγειά μου και το μυαλό μου, θα το κάνω. Εμένα, δε με πιέζει ο χρόνος. Δε με νοιάζει που έφυγε η νοστιμούλα Μάρθα από πάνω μου. Ποτέ δεν είπα: «Αχ, τι θ’ απογίνω τώρα που μεγαλώνω».

– Εκτός από τη σάρκα, γερνάει και το βλέμμα μας;
Μέσα στα μάτια περνάει η ζωή μας ολόκληρη. Ο χρόνος περνάει μέσα απ’ τα μάτια μας… Αν κοιτάξεις στις φωτογραφίες σου τις νεανικές, θα δεις πως έχεις διαφορετικό βλέμμα… Όλα γερνάνε. Τα μάτια του νέου, κοιτάνε αλλιώτικα. Είναι λαμπερά. Έκπληκτα. Όταν είσαι είκοσι ετών, όλα σου είναι πρωτόγνωρα… Ενώ το βλέμμα της μάνας μου, είναι πλέον θολό. Και τα μάτια της θαμπά.

– Πείτε μου το όνομα ενός ηθοποιού της νέας γενιάς που θα θέλατε να παίξετε μαζί του σ’ ένα έργο.
Αναλόγως το έργο βέβαια, αλλά μ’ αρέσει πολύ ο Κιμούλης!

– Με ποιο στοιχείο του φυσικού κόσμου θα παρομοιάζατε το ταλέντο;
Μ’ ένα ποτάμι που τρέχει και δε μπορεί να το εμποδίσει κανείς, δεν το σταματάει τίποτα, εκτός αν δεν αντέξει ο ταλαντούχος, τα παρατήσει και φύγει. Αλλιώς, στο μόνο πράγμα που δε γίνεται να βάλεις φράγμα είναι στο ταλέντο.

– Σας αρέσει η πολυτέλεια;
Να σου πω κάτι; Είμαι ολιγαρκής. Το αγαπημένο μου φαγητό είναι ελιές, κριτσίνια και γάλα… Εκείνο που μας τρώει όλους είναι να μαζέψουμε στην άκρη πέντε δεκάρες μη μας τύχει κανένα κακό και πάμε σαν το σκυλί στ’αμπέλι. Μόνο γι’ αυτό τα θέλω τα λεφτά. Δε με απασχολεί τίποτα απ’ όσα έχουν σχέση με τη χλιδή και τον πλούτο. Δε με ενδιαφέρει να κάτσω δίπλα σε πρωθυπουργό ούτε να παντρευτώ τον Αγά-Χαν… Δε με εντυπωσιάζουν εμένα τα παλάτια και τα κότερα. Δε μου λέει τίποτα να γεμίσω το σπίτι μου με χιλιάδες αντικείμενα πανάκριβα, άμα θέλω να δω πράγματα αξίας πάω σε Μουσείο…. Εμένα το ψώνιο μου είναι να γυρίσω τον κόσμο… Έχω πάει Ασία, Αμερική, Ινδίες, Κίνα, Ιαπωνία, Μπανγκόγκ, Χονγκ-Κονγκ, Σιγκαπούρη, Μπαλί… Και δε σου μιλάω για την Ευρώπη, επειδή δε μ’ ενδιαφέρει καθόλου. Έχω ξεπεράσει πια το σύνδρομο της βιτρίνας από πολύ παλιά…Θα ήθελα να πάω και στο Βόρειο Πόλο.

– Αν είχατε την ευκαιρία να ευχηθείτε κάτι και να πραγματοποιηθεί, ποια θα ήταν η ευχή σας;
Θα ‘θελα να γιατρευτούν όλοι οι άρρωστοι… Το μόνο σοβαρό είναι η υγεία. Χωρίς υγιείς στρατιώτες ούτε πόλεμος δεν μπορεί να γίνει. Παρακαλώ τον Θεό να έχει όλο τον κόσμο καλά! (σιωπή)

– Γιατί χαμογελάτε;
Θυμήθηκα κάτι που λέει ο Δαλιανίδης -καλή του ώρα- κι έχει δίκιο σ’ αυτό… Γελάω πολύ όταν τον ακούω να το λέει κι από μια μεριά μπορεί να ‘χει και δίκιο.

– Τι λέει;
Ότι: «Όλες οι πουτάνες, όταν γερνάνε, το ρίχνουνε στ’ αγιωτικά!».

Η παραπάνω συνέντευξη έγινε τον Ιούλιο του 1994