Markus Guentner: «Μερικές φορές οι ήσυχες κινήσεις είναι και οι πιο δυνατές»
Σ’ έναν κόσμο που επιταχύνει αδιάκοπα, ο Γερμανός συνθέτης Markus Guentner επιλέγει τη βραδύτητα. Μιλά στο Olafaq για την ambient μουσική ως πράξη αντίστασης, για τη σιωπή ως μορφή ελευθερίας και για την ομορφιά του να δημιουργείς χωρίς βεβαιότητες.
Στις αρχές του αιώνα, με τα άλμπουμ In Moll(2001) και 1981 (2005), ο Markus Guentner έραψε τo δικό του ηχητικό πέπλο (μέσα από τα κανάλια της Kompakt) πάνω στο ύφασμα του techno κόσμου με ρυθμούς που ανέπνεαν σαν μηχανές, και θορύβους που μεταμορφώνονταν σε φως. Οι τοίχοι των warehouse parties αντηχούσαν ακόμα στα beats του, αλλά κάτι μέσα του είχε ήδη αρχίσει να απομακρύνεται, μια αναζήτηση για τον ήχο που θα μπορούσε να υπάρχει δίχως σώμα.
Ο Markus Guentner είναι ένας από τους πιο διακριτικούς αλλά καθοριστικούς δημιουργούς της σύγχρονης ambient και techno σκηνής. Γεννημένος στο Regensburg της Γερμανίας, ξεκίνησε στα τέλη των 90s ως DJ στα ευρωπαϊκά clubs, κουβαλώντας τον ιδρώτα και την ένταση της πίστας μέσα στις πρώτες του κυκλοφορίες στην Kompakt, όπως τα δύο σημαντικά έργα που αναφέρθηκαν στην αρχή. Με τα χρόνια, ο ήχος του απομακρύνθηκε από τη χορευτική ενέργεια και μεταμορφώθηκε σε κάτι σχεδόν κινηματογραφικό: απέραντα τοπία, μελωδίες που αιωρούνται σαν ανάσες, ρυθμοί που υπονοούνται αντί να δηλώνονται. Συνεργάστηκε με καλλιτέχνες όπως οι Joachim Spieth, Abul Mogard, και Benoît Pioulard μεταξύ άλλων, και μέσα από άλμπουμ όπως τα Crystal Castle (Αffin, 2011), Onda (Affin, 2023) και το πρόσφατο Black Dahlia(Affin, 2025), καθιέρωσε ένα ηχητικό σύμπαν όπου η electronica γίνεται πράξη εσωτερικότητας και γεννά έναν ήχο που δεν ζητά να τον χορέψεις, αλλά να χαθείς μέσα του. Και το τελευταίο του προσωπικό άλμπουμ, (Black Dahlia), είναι ίσως η πιο συγκροτημένη απόπειρα αυτής της μετάβασης. Είναι ένας δίσκος στον οποίο οι ατμοσφαιρικοί του ορίζοντες δεν σκάνε, αλλά λιώνουν, σαν πάγος που γίνεται νερό και ποτίζει τη γη.
Η συνέντευξη, δια αλληλογραφίας, με τον Markus Guentner έγινε περισσότερο σαν μια γραπτή συνομιλία σε αργή κίνηση, σαν να μιλούσες με κάποιον που έχει μάθει να ακούει τον χρόνο πριν απαντήσει. Ωστόσο, μιλήσαμε για τη διαδρομή του από τα υπόγεια των clubs της Κολονίας μέχρι τα ηχητικά τοπία του BlackDahlia, για το πώς ο ήχος του μεταμορφώθηκε από ρυθμό σε ανάσα, από χτύπο σε σιωπή. Ο Guentner μίλησε με απλότητα για την τέχνη της υπομονής, για τη μουσική που δεν διεκδικεί τίποτα αλλά αποκαλύπτεται όταν της αφήσεις χώρο. «Δεν προσπαθώ να συγκινήσω κανέναν», λέει κάποια στιγμή, «απλώς φτιάχνω ένα μέρος όπου μπορείς να σταθείς για λίγο». Και έτσι η συνέντευξη κατέληξε να μοιάζει με αυτό ακριβώς που είναι και η μουσική του: ένα είδος καταφυγίου μέσα στον θόρυβο του κόσμου.
– Το άλμπουμ In Moll (2001) θεωρείται συχνά ένα ορόσημο της ambient μουσικής, ένα έργο που αποτύπωσε με μοναδικό τρόπο εκείνη την εποχή των early 2000s. Όταν το ξαναθυμάσαι, τι νιώθεις για εκείνη την περίοδο της ζωής σου;
Είναι αλήθεια, πολλοί ακροατές και καλλιτέχνες βλέπουν το In Moll σαν ένα σημαντικό και επιδραστικό έργο. Εκείνη την εποχή, όμως, δεν είχα καμία επίγνωση. Ήμουν μόλις 19 χρονών, και το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να μπορώ να δημιουργώ μουσική, και εννοώ τη μουσική που ήθελα να ακούσω εγώ ο ίδιος, χωρίς να κάνω υποχωρήσεις, χωρίς να κοιτάζω τι “θέλει η αγορά”. Δεν υπήρχε καμία στρατηγική, ούτε καμία σκέψη για τάσεις ή εμπορικότητα (ειδικά τότε). Έτσι, το γεγονός ότι κάτι τόσο προσωπικό βρήκε απήχηση σε τόσους ανθρώπους ήταν για μένα απρόσμενο και βαθιά συγκινητικό.
Με την πάροδο του χρόνου, το άλμπουμ έχει αποκτήσει για μένα τεράστια προσωπική αξία. Δεν έχει να κάνει με τεχνική αρτιότητα, αλλά με κάτι πολύ πιο ωμό και ειλικρινές, ίσως με μια αντανάκλαση του εαυτού μου εκείνης της εποχής. Είχα ήδη εγκαταλείψει το σχολείο τρία χρόνια νωρίτερα, γιατί το εκπαιδευτικό σύστημα και οι όσες προσδοκίες του μου φαίνονταν εντελώς ξένες. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα ακολουθούσα έναν προκαθορισμένο δρόμο μόνο και μόνο επειδή «έτσι έπρεπε». Αναρωτιόμουν συνεχώς: γιατί να ξοδεύω τον χρόνο μου σε πράγματα που δε με αγγίζουν, ενώ αυτά που με ενθουσιάζουν πραγματικά να θεωρούνται περιττά ή και ανεπιθύμητα;
Ήταν μια περίοδος έντονης αυτοαναζήτησης, που με διαμόρφωσε με τρόπους που κατάλαβα αργότερα. Η δημιουργία του In Moll ήταν μέρος αυτής της διαδικασίας, ένας τρόπος να χαράξω χώρο για τον εαυτό μου και να μάθω να εμπιστεύομαι το ένστικτό μου. Και αυτό το κουβαλάω ακόμη μέσα μου. Το μάθημα ήταν ξεκάθαρο: να ακούς τον εαυτό σου, να δίνεις αξία στη δική σου οπτική, ακόμα κι αν δεν συμφωνεί με τις συμβάσεις. Αυτή η στάση με συνοδεύει σε όλη μου την καλλιτεχνική πορεία.
– Στα επόμενα χρόνια, ο ήχος σου κινήθηκε ανάμεσα στο μινιμαλιστικό, το ambient και σε πιο πειραματικές υφές. Πώς θα περιέγραφες τα νήματα που συνδέουν τις πρώτες σου δουλειές με αυτά που κάνεις σήμερα;
Για μένα, η ουσία ήταν πάντα η ατμόσφαιρα. Όποια κι αν είναι η φόρμα, το είδος ή η τεχνική προσέγγιση, το ζητούμενο είναι να μεταφέρεται ένα συναίσθημα, μια παρουσία μέσα στη μουσική. Αυτό είναι το σταθερό νήμα που διατρέχει όλη μου τη διαδρομή, από τα πρώτα κομμάτια μέχρι σήμερα. Παράλληλα, πάντα με καθοδηγούσε η περιέργεια. Δεν ήθελα ποτέ να επαναλαμβάνομαι ή να κινούμαι σε μια ευθεία γραμμή. Είναι σημαντικό να κοιτάς γύρω σου, να εξερευνάς άγνωστα εδάφη, να τολμάς να φύγεις από τον αναμενόμενο δρόμο, αλλά χωρίς να πιέζεις τον εαυτό σου να γίνει κάτι που δεν είναι. Συχνά σκέφτομαι τη μουσική μου σαν μια ισορροπία: από τη μία πλευρά, υπάρχει η ανάγκη για συνέπεια· από την άλλη, η επιθυμία για ελευθερία και πειραματισμό. Ίσως τελικά αυτή η ένταση, ανάμεσα στη σταθερότητα και την αλλαγή, να είναι και το νήμα που συνδέει όλα μου τα έργα. Παράδοξο, αλλά ίσως ακριβώς εκεί κρύβεται η ουσία.
– Σκέφτεσαι τα άλμπουμ σου ως αυτόνομους κόσμους ή σαν κομμάτια μιας ενιαίας αφήγησης η οποία ξεδιπλώνεται από το In Moll και μετά;
Είναι δύσκολο να το γενικεύσω. Σε ένα επίπεδο, κάθε άλμπουμ έχει τη δική του ταυτότητα και χαρακτήρα. Όμως, συνήθως, το ένα χτίζει κάτι πάνω στο προηγούμενο. Δεν πρόκειται τόσο για μια εκ νέου αρχή, όσο για τη συνέχεια μιας διαδικασίας, μια προσπάθεια να εξελίσσομαι χωρίς να χάνω την επαφή με το σημείο απ’ όπου ξεκίνησα. Με αυτή την έννοια, σπάνια βλέπω τα άλμπουμ μου ως εντελώς ξεχωριστούς κόσμους. Υπάρχει πάντα ένα νήμα που τα συνδέει — άλλοτε πιο κοντά, άλλοτε πιο μακριά από το προηγούμενο έργο. Για παράδειγμα, η τριλογία (Theia / Empire / Extropy) που κυκλοφόρησε στην A Strangely Isolated Place είναι προφανώς διασυνδεδεμένη: κάθε άλμπουμ απαντά και εμβαθύνει στα θέματα του άλλου. Αντίθετα, το Black Dahlia (στην Affin) στέκεται πιο απομονωμένο, γιατί η αισθητική του είναι αρκετά διαφορετική από το υπόλοιπο έργο μου. Θεωρώ, λοιπόν, πως τα άλμπουμ μου μοιάζουν περισσότερο με κεφάλαια παρά με αυτόνομους κόσμους, το καθένα έχει τη δική του φωνή, αλλά όλα μαζί συνθέτουν μια μεγαλύτερη ιστορία που ξεδιπλώνεται με τον χρόνο.
– Υπάρχουν στοιχεία από τις πρώτες σου δουλειές που νιώθεις πως κουβαλάς ακόμα μαζί σου ως ένα είδος «υπογραφής», παρότι όλα γύρω εξελίχθηκαν;
Δεν είμαι σίγουρος αν υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να οριστεί καθαρά ως “ο ήχος του Guentner”. Αν υπάρχει κάτι τέτοιο, ίσως να σχετίζεται με μια αίσθηση διαχρονικότητας, κυριολεκτικά, αλλά και μεταφορικά, στον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τον χρόνο μέσα στη μουσική. Τα κομμάτια μου σπάνια ακολουθούν συμβατικές δομές ή σταθερά τέμπο. Δεν συνθέτω με τη λογική ότι κάθε στοιχείο πρέπει να έχει τη θέση του ή ότι ένα κομμάτι πρέπει να διαρκεί έναν συγκεκριμένο αριθμό λεπτών. Αντίθετα, τα πράγματα γεννιούνται φυσικά μέσα στη διαδικασία. Γι’ αυτό και οι συνθέσεις μου συχνά αντιστέκονται σε κάθε προσπάθεια να “οριστούν” από κάτι συγκεκριμένο, ένα ρεφρέν, ένα μοτίβο, μια μορφή. Κι όμως, υπάρχει πάντα κάτι εκεί, μια αίσθηση που σε καθοδηγεί. Η μουσική δεν είναι τόσο προορισμός, όσο πορεία, και όχι τόσο θέμα, όσο χώρος… Ένας χώρος όπου μπορείς να κινηθείς, να μείνεις, να χαθείς. Αν υπάρχει λοιπόν κάποια υπογραφή, αυτή ίσως βρίσκεται εκεί: στο άνοιγμα του ήχου, στην αίσθηση του αιωρούμενου χρόνου, στην πρόσκληση να ακούσεις, να εξερευνήσεις και να αφεθείς.
– Στα πιο πρόσφατα άλμπουμ σου, όπως το Black Dahlia, φαίνεται να απομακρύνεσαι ακόμη περισσότερο από τη μελωδία και τις αρμονίες, δίνοντας περισσότερο έμφαση στην υφή, την ατμόσφαιρα, στα ηχητικά τοπία που “καταπίνουν” τον ακροατή. Αυτή ήταν μια συνειδητή απόφαση ή, πιθανόν, μια φυσική εξέλιξη της διαδικασίας σου;
Ήταν ξεκάθαρα μια συνειδητή απόφαση, αλλά και ένα πείραμα. Με το Black Dahlia ήθελα να αλλάξω την εστίαση: να φέρω στο προσκήνιο ό,τι συνήθως μένει στο βάθος, και να αφήσω τα πιο “μουσικά”, τα προφανή στοιχεία να υποχωρήσουν. Ήθελα επίσης να δώσω χώρο σε ήχους που συνήθως θεωρούνται δευτερεύοντες ή τυχαίοι. Παρ’ όλα αυτά, δεν ήθελα να ακούγεται επιτηδευμένο. Η ίδια η διαδικασία ήταν σαν ένας διάλογος με τη μουσική μου, ένα είδος αμφισβήτησης της μεθόδου μου, μια συνειδητή αποσταθεροποίηση των συνηθειών μου. Κι όμως, από τη στιγμή που μπήκα μέσα σε αυτή τη ροή, όλα άρχισαν να γίνονται πάλι φυσικά. Άρχισαν να συμβαίνουν πράγματα απρόσμενα, στιγμές που δεν είχα προβλέψει και αυτή η απροσδιοριστία έγινε κομμάτι της ουσίας του δίσκου. Οπότε, ναι, το ξεκίνημα ήταν συνειδητό. Αλλά αυτό που ακολούθησε, ήταν μια οργανική εξέλιξη.
– Το Conversion, η δεύτερη συνεργασία σου με τον Joachim Spieth, μοιάζει με έναν διάλογο ανάμεσα στο απέραντο της ambient και τις dub επιρροές, μια μουσική που είναι ταυτόχρονα εσωστρεφής και κατάλληλη για club. Όταν δουλεύετε μαζί, πώς ισορροπείτε αυτές τις αντιθέσεις, δηλαδή την ατμόσφαιρα με τον ρυθμό, την έκταση με την πυκνότητα, ή την προσωπική οικειότητα με τον κοινόχρηστο χώρο;
Αυτό που μας συνδέει με τον Joachim ξεπερνά τα προφανή μουσικά κοινά. Μέσα από τις συζητήσεις μας έχουμε συνειδητοποιήσει πόσες παραλληλίες υπάρχουν στα βιώματά μας, παρόμοια ενδιαφέροντα, παρόμοιοι τρόποι σκέψης, ακόμη και παρόμοιες εμπειρίες διαμόρφωσης, παρότι τότε δεν γνωριζόμασταν. Μεγαλώσαμε σε παρόμοια περιβάλλοντα, μέσα σε αντίστοιχες κοινωνικές συνθήκες, και αναπτύξαμε συγγενή ένστικτα. Και αυτό δημιουργεί μια φυσική βάση αλληλοκατανόησης. Έτσι, όταν δουλεύουμε μαζί, δεν νιώθουμε ότι «διαπραγματευόμαστε» αντιθέσεις, περισσότερο ότι αλληλοσυμπληρωνόμαστε. Φυσικά υπάρχουν και διαφορές, αλλά αυτές είναι εξίσου σημαντικές, γιατί φέρνουν νέες οπτικές και ωθούν τη μουσική σε άλλο επίπεδο. Για παράδειγμα, όταν ο ένας από εμάς κινείται περισσότερο προς την ατμόσφαιρα και την αίσθηση του χώρου, ο άλλος μπορεί να αντισταθμίσει με δομή ή ρυθμό. Όμως αυτό δεν μοιάζει ποτέ με σύγκρουση· μοιάζει με δύο φωνές που απλώς επεκτείνουν η μία την άλλη. Εφόσον και οι δύο αγαπάμε εξίσου την ambient και το techno/dub, είναι φυσικό οι συνεργασίες μας να τα συνδυάζουν. Δεν βλέπουμε την ατμόσφαιρα και τον ρυθμό ως αντιθέσεις, αλλά ως στοιχεία που μπορούν να συνυπάρξουν, να αλληλοδιεισδύσουν το ένα μέσα στο άλλο και να γεννήσουν κάτι πιο πλούσιο. Για εμάς, λοιπόν, αυτό δεν είναι πείραμα, είναι η φυσική μας γλώσσα.
– Εσύ και ο Joachim προέρχεστε και οι δύο από το σύμπαν της Kompakt και της Pop Ambient σειράς που καθιερώθηκε στις αρχές του 2000. Με το Conversion, θεωρείς ότι επεκτείνετε εκείνη τη γραμμή ή ότι επιχειρείτε συνειδητά να πάτε πέρα από αυτήν, σε κάτι νέο;
Ολόκληρο το πρότζεκτ Guentner + Spieth γεννήθηκε ακριβώς από αυτή τη σκέψη. Ρωτήσαμε τους εαυτούς μας: τι μας διαμόρφωσε; Ποια ήταν τα κοινά νήματα στο παρελθόν μας; Ποια στοιχεία εκείνης της εποχής εξακολουθούν να έχουν σημασία, και ποια όχι; Και κυρίως: πώς μπορούμε να αντλήσουμε από εκείνες τις ρίζες χωρίς να καταλήξουμε σε μίμηση; Με αυτή την έννοια, η συνεργασία μας είναι ταυτόχρονα συνέχεια και αναθεώρηση. Αναγνωρίζουμε από πού ερχόμαστε, αλλά προσπαθούμε να αποφύγουμε τη νοσταλγία. Δεν μας ενδιαφέρει να αναπαράγουμε το παρελθόν ή να βυθιστούμε στο συναίσθημα. Μας ενδιαφέρει να μεταφράσουμε εκείνες τις βάσεις στο παρόν και στο μέλλον. Κι αυτό, νομίζω, είναι που δίνει ενέργεια στο πρότζεκτ: είναι ταυτόχρονα μια ματιά προς τα πίσω και ένα βήμα μπροστά.
– Υπάρχει μια αίσθηση διαχρονικότητας στο Conversion, δηλαδή θα μπορούσε να ανήκει σε οποιαδήποτε στιγμή των τελευταίων δύο ή τριών δεκαετιών της ambient ή της dub techno ιστορίας, κι όμως ακούγεται φρέσκο, στραμμένο προς το μέλλον. Αυτό το βλέπετε περισσότερο σαν έναν φόρο τιμής στις ρίζες σας ή σαν μια δήλωση για το πού κατευθύνεστε;
Αυτή ακριβώς ήταν η σκέψη πίσω από το άλμπουμ. Είναι σίγουρα ένας φόρος τιμής, ένας τρόπος να αναγνωρίσουμε τη μουσική και τις ιδέες που μας διαμόρφωσαν, αλλά μέσα από τη δική μας, κοινή γλώσσα. Έχει να κάνει με το να επιτρέπεις στις επιρροές να σε εμπνέουν, χωρίς όμως να τις αντιγράφεις. Αυτό ήταν το πνεύμα τόσο του Overlay όσο και του Conversion. Ταυτόχρονα, δεν γνωρίζουμε πού θα μας οδηγήσει αυτή η πορεία. Αυτή η αβεβαιότητα είναι μέρος της διαδικασίας. Ίσως το επόμενο βήμα να είναι συνέχεια αυτής της γλώσσας· ίσως κάτι εντελώς διαφορετικό, ίσως κάτι που δεν μπορούμε καν να προβλέψουμε. Δεν θέλουμε να το προκαθορίσουμε. Η πραγματική συγκίνηση βρίσκεται στο να αφήνεσαι και να σε εκπλήσσει αυτό που θα γεννηθεί.
– Ας έρθουμε πάλι σε εσένα: η πορεία σου εκτείνεται πάνω από δύο δεκαετίες, από DJ sets σε clubs και reworks pop κομματιών, μέχρι βαθιά ατμοσφαιρικά ambient άλμπουμ και συνεργασίες με καλλιτέχνες διαφορετικών ειδών. Ποια πιστεύεις πως υπήρξε η σταθερά που κράτησε την καλλιτεχνική σου ταυτότητα αναλλοίωτη μέσα σε όλες αυτές τις μεταμορφώσεις;
Για μένα, όλα συνοψίζονται σε μία λέξη: ανοιχτότητα. Να προσεγγίζεις τα πράγματα χωρίς προκαταλήψεις· να επιτρέπεις στον εαυτό σου να συγκινείται από ήχους και ιδέες, ανεξάρτητα από το πού προέρχονται. Το γούστο μου δεν περιορίστηκε ποτέ σε ένα είδος. Το ότι δεν φτιάχνω hip-hop, δεν σημαίνει πως δεν αντλώ απίστευτη έμπνευση από κομμάτια hip-hop. Το ίδιο ισχύει και για τόσα άλλα στυλ. Αυτό που απορρίπτω είναι η νοοτροπία που λέει ότι πρέπει να εξυψώνεις κάτι και να καταδικάζεις κάτι άλλο. Αυτή η μαυρόασπρη σκέψη, τόσο συνηθισμένη σήμερα, μπορεί να δίνει την ψευδαίσθηση δύναμης, αλλά στην πραγματικότητα σε περιορίζει. Σου κλείνει τις πιθανότητες. Εγώ πιστεύω στις γκρίζες ζώνες, στα ενδιάμεσα, στις απροσδόκητες συνδέσεις. Αυτή η φιλοσοφία με κράτησε όρθιο σε κάθε μετάβαση, από το club στο ambient, από το remix στη σύνθεση. Δεν έχει να κάνει με το να παραμείνεις ο ίδιος πάση θυσία, αλλά με το να αφήνεις την ταυτότητά σου να εξελίσσεται χωρίς να χάνει τον πυρήνα της. Και αυτός ο πυρήνας, για μένα, ήταν πάντα η περιέργεια και αυτή η ανοιχτότητα που περιέγραψα πιο πάνω.
– Το ambient τοπίο σήμερα μοιάζει απέραντο, σχεδόν άπειρο: με το Bandcamp, τις streaming πλατφόρμες και αμέτρητες μικρο-σκηνές σε όλο τον κόσμο. Βλέπεις αυτή την «έκρηξη» ως κάτι απελευθερωτικό για το είδος ή ως έναν κίνδυνο να χαθεί η ταυτότητά του;
Είναι και τα δύο: απελευθερωτικό και συντριπτικό ταυτόχρονα. Από τη μία πλευρά, είναι πραγματικά συναρπαστικό το ότι υπάρχουν πλέον τόσες δυνατότητες, άπειροι τρόποι να μοιράζεσαι μουσική, να την ανακαλύπτεις, να την αφήνεις να γίνει μέρος της ζωής σου. Και αυτή η ανοιχτότητα είναι δώρο. Από την άλλη, όμως, αυτό δημιουργεί και ένα πρόβλημα: υπάρχει απλώς πάρα πολύ υλικό. Ο όγκος της μουσικής μπορεί να γίνει παραλυτικός. Κανείς δεν μπορεί να τα παρακολουθήσει όλα. Και αφού η προσοχή μας είναι πεπερασμένη, η «πίτα» των ακροατών και των πόρων κόβεται σε όλο και μικρότερα κομμάτια. Πολλοί καλλιτέχνες δυσκολεύονται να επιβιώσουν, και ακόμη και οι ακροατές μπορεί να αισθάνονται χαμένοι μέσα στην αφθονία. Παρ’ όλα αυτά, νομίζω πως δεν πρέπει να το βλέπουμε μόνο ως πρόβλημα. Όλα έχουν τη θέση τους, όλα έχουν δικαίωμα ύπαρξης. Για κάποιους, αυτό το περιβάλλον είναι μια ευκαιρία να αναπτυχθούν και να δημιουργήσουν. Για άλλους, μπορεί να οδηγήσει σε υπερπαραγωγή ή εξουθένωση. Ίσως, τελικά, κάποιο είδος αυτοπεριορισμού να ήταν ευεργετικό. Όμως, στο τέλος, πιστεύω στην ποιότητα. Η ποιότητα πάντα βρίσκει τρόπο να επιβιώσει, όσο πυκνό κι αν είναι το τοπίο. Μερικές φορές, ένα άλμπουμ μπορεί να σημαίνει τα πάντα για έναν και μόνο άνθρωπο. Και αυτό, για μένα, αξίζει περισσότερο από ένα κομμάτι που παίζεται ένα εκατομμύριο φορές.
– Κάποτε η ambient θεωρούνταν «μουσική υπόκρουση» ή λίγο αργότερα chill-out, αλλά τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχει γίνει πιο κεντρική, ακόμη, θα έλεγα, και “της μόδας”, αφού χρησιμοποιείται σε εφαρμογές διαλογισμού ή σε εταιρικά playlists. Εσύ πώς βλέπεις αυτή τη μετατόπιση του πλαισίου της;
Τότε, η ambient παρουσιαζόταν συχνά ως “chill-out”. Έπρεπε να είναι ευχάριστη, ήπια, κάτι που δεν ενοχλεί. Αυτό, όμως, έχει αλλάξει πολύ. Μέσα από τις διασταυρώσεις των ειδών και τον πειραματισμό, η μουσική αυτή απέκτησε βάθος. Κι αυτό είναι κάτι θετικό. Σήμερα, η ambient μπορεί να λειτουργήσει και με τους δύο τρόπους: να παραμείνει στο φόντο, διακριτική και γαλήνια, αλλά και να σε καλέσει σε βαθιά ακρόαση, σε μια εμπειρία εμβύθισης. Μπορεί να υπάρξει και ως σκιά και ως φως, κι αυτό την καθιστά απίστευτα ευέλικτη. Το δύσκολο κομμάτι, βέβαια, είναι ο ίδιος ο ορισμός. Τι σημαίνει “ambient” σήμερα; Ακόμα κι εγώ μερικές φορές διστάζω να χρησιμοποιήσω τη λέξη. Η μουσική μου έχει τις ρίζες της σ’ αυτό το πεδίο, αλλά δεν είναι πια αυτό που κάποτε όριζε το είδος. Ο όρος έχει διευρυνθεί, ίσως και να έχει ξεχειλώσει πέρα από το αρχικό του νόημα. Ίσως, όμως, εκεί να βρίσκεται και η ομορφιά του: εξελίσσεται, όπως ακριβώς και η ίδια η μουσική.
Joachim Spieth + Markus Guentner
– Υπάρχει ρόλος πιστεύεις για τη ζωντανή performance στην ambient μουσική σήμερα; Το να μεταφέρεις κάτι τόσο ευρύχωρο και εσωστρεφές σε έναν δημόσιο χώρο αλλάζει την ουσία του;
Το να βιώνεις αυτή τη μουσική live είναι εξαιρετικά σημαντικό. Επιφανειακά, η ambient μοιάζει εσωτερική, κάτι προσωπικό, που το απολαμβάνεις μόνος σου. Όμως, στο σωστό περιβάλλον και στην κατάλληλη ένταση, μεταμορφώνεται σε κάτι δυνατό, σε μια εμπειρία που σε περιβάλλει και σε παρασύρει. Αυτό που με συναρπάζει είναι πως, ακόμη κι όταν μοιράζεσαι αυτή τη στιγμή με άλλους, κάθε άνθρωπος τη ζει διαφορετικά. Κάποιος κλείνει τα μάτια και αφήνεται, άλλος παρατηρεί τη ροή της performance, άλλος απλώς ακούει ήσυχα. Η ίδια μουσική, αλλά εντελώς διαφορετικά εσωτερικά ταξίδια. Στο live, επιπλέον, μπορούν να συμβούν πράγματα που δεν προγραμματίζονται. Ο διάλογος με το κοινό, η ενέργεια του χώρου, ο τρόπος που οι ήχοι εξελίσσονται εκείνη τη στιγμή, όλα αυτά προσθέτουν ηχητικά στρώματα που δεν υπάρχουν στο στούντιο. Αυτή η απροσδιοριστία είναι κομμάτι της μαγείας.
Επίσης, η φυσική παρουσία στη σκηνή αφαιρεί ένα μέρος του «μύθου» γύρω από τον καλλιτέχνη. Και αυτό το θεωρώ θετικό. Η μουσική πρέπει πάντα να μιλά από μόνη της, χωρίς ο άνθρωπος πίσω της να γίνεται πιο σημαντικός από την ίδια. Στο συγκεκριμένο είδος, όμως, υπάρχει συχνά μια αύρα απόστασης, ένα υπερβολικά «καλλιτεχνικό» περιτύλιγμα. Θυμάμαι όταν κυκλοφόρησαν τα Regensburg και In Moll, κάποιοι φαντάζονταν ότι ήμουν ένας 45χρονος τύπος σε ένα υπόγειο, φτιάχνοντας παράξενους ήχους, ενώ στην πραγματικότητα ήμουν απλώς ένας εικοσάχρονος από μια μικρή βαυαρική πόλη. Στο τέλος της ημέρας, είμαστε όλοι απλώς άνθρωποι που κάνουμε αυτό που αγαπάμε, και προσπαθούμε να το μοιραστούμε με τους άλλους.
– Υπάρχουν καλλιτέχνες ή ρεύματα στη σύγχρονη ambient σκηνή που σου άρεσαν ή σου προκάλεσαν κάτι θετικό για την μουσική;
Ευτυχώς, πάντα εμφανίζονται νέες ιδέες και ανακαλύψεις μέσα στο είδος μας, κι αυτό είναι που το κρατά ζωντανό και συναρπαστικό. Μερικές φορές, μάλιστα, σε κάνει να αναρωτιέσαι: «Είναι αυτό ακόμα ambient;». Η απάντηση είναι ναι, αλλά είναι και κάτι παραπάνω, κάτι που διευρύνει τα όριά του. Θαύμαζα πάντα πολλούς καλλιτέχνες και τις προσεγγίσεις τους, σε σημείο που σχεδόν μου φαίνεται άδικο να ξεχωρίσω κάποιον. Αλλά πρέπει να πω πως το πρόσφατο άλμπουμ του Abul Mogard, Quiet Pieces, με συγκλόνισε. Όταν το άκουσα για πρώτη φορά, έμεινα άφωνος, η ένταση αυτών των κομματιών είναι τεράστια. Αυτές είναι οι στιγμές που με ωθούν να συνεχίσω, που μου θυμίζουν πως τίποτα δεν σταματά, όλα εξελίσσονται.
– Ομολογουμένως, πέρα από την μουσική, ζούμε σε ταραγμένες εποχές: κλιματική κρίση, πόλεμοι, κοινωνικός κατακερματισμός, μια κουλτούρα καθοδηγούμενη από αλγορίθμους. Πώς μπαίνει αυτή η πραγματικότητα, άμεσα ή έμμεσα, στη δημιουργική σου διαδικασία;
Νομίζω ότι αυτά τα δύο δεν μπορούν να διαχωριστούν. Από τη μία πλευρά, η μουσική μου είναι αναπόφευκτα προσωπική, δηάδή διαμορφώνεται από τις σκέψεις μου, τα συναισθήματά μου, τις φάσεις που περνάω. Ακόμη κι αν δεν σκοπεύω να φτιάξω “αυτοβιογραφική” τέχνη, η ψυχική μου κατάσταση βρίσκει πάντα τον δρόμο της μέσα στον ήχο. Δεν μπορείς να διαχωρίσεις τον εαυτό σου από το έργο σου. Από την άλλη, δεν υπάρχουμε ποτέ σε απομόνωση. Ό,τι μας περιβάλλει, η κοινωνία, ο πολιτισμός, η πολιτική, το γενικό κλίμα της εποχής, ρέει μέσα σε αυτό που δημιουργούμε. Άλλοτε συνειδητά, άλλοτε υποσυνείδητα. Για παράδειγμα, όταν γύρω μου υπάρχει ένταση ή αβεβαιότητα, παρατηρώ πως η μουσική μου γίνεται πιο εσωστρεφής, αναζητά περισσότερα. Και όταν νιώθω ανοιχτός ή ελεύθερος, αυτή η αίσθηση απλώνεται και στη σύνθεση.
Όλα αυτά παίζουν τεράστιο ρόλο στη μουσική μου και στον τρόπο που συνθέτω. Ό,τι μας περιβάλλει μας επηρεάζει, δεν μπορείς να το «απενεργοποιήσεις», ακόμη κι αν δεν το αντιμετωπίζεις άμεσα. Αναπόφευκτα φιλτράρεται μέσα στις δημιουργικές διαδικασίες. Το πραγματικό ερώτημα είναι: πώς το επεξεργάζομαι; Το αφήνω να με περιορίσει ή το χρησιμοποιώ ως πηγή έμπνευσης; Το να το εντάσσω στο πλαίσιο της μουσικής μου δεν είναι πάντα εύκολο, αλλά νομίζω πως δεν πρέπει να φοβόμαστε να το αναγνωρίσουμε.
– Πιστεύεις ότι η ambient μουσική μπορεί ακόμη να λειτουργήσει ως μορφή αντίστασης, όχι με την προφανή πολιτική έννοια, αλλά ως ένας τρόπος να δημιουργεί χώρους περισυλλογής, βραδύτητας και προσοχής μέσα σε έναν κόσμο επιτάχυνσης;
Πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση. Για μένα, η ambient δεν είναι απλώς μια μορφή διαφυγής, αν και μπορεί, φυσικά, να προσφέρει καταφύγιο, έναν χώρο όπου μπορείς να αποσυρθείς και να ανασάνεις. Όμως, ταυτόχρονα, πιστεύω πως η ίδια η πράξη του να δημιουργείς ή να ακούς αυτή τη μουσική είναι μια δήλωση. Σε έναν κόσμο που απαιτεί διαρκώς ταχύτητα, αποδοτικότητα, παραγωγικότητα, η επιλογή να επιβραδύνεις είναι ήδη μια μορφή αντίστασης. Η ambient δημιουργεί χώρο για τη βραδύτητα, για τη σκέψη, για τη λεπτομέρεια. Δεν προσφέρει άμεση ικανοποίηση, κι έτσι αντιστέκεται στην ακατάπαυστη κατανάλωση που κυριαρχεί στην κουλτούρα μας. Θα έλεγα λοιπόν ότι η δουλειά μου βρίσκεται κάπου ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο πόλους. Ναι, προσφέρει διαφυγή, αλλά όχι με στόχο την απομάκρυνση από την πραγματικότητα, αντίθετα, δημιουργεί τις προϋποθέσεις να τη δεις αλλιώς: με περισσότερη υπομονή, περισσότερη βάθος, περισσότερη ανοιχτότητα. Αν αυτό είναι αντίσταση, τότε είναι μια σιωπηλή, λεπτή μορφή της. Αλλά μερικές φορές, οι πιο ήσυχες κινήσεις είναι και οι πιο δυνατές.
– Αν φανταστείς τον κόσμο σε είκοσι χρόνια από τώρα, ποιο ρόλο θα ήθελες να παίζει ακόμη η ambient μουσική μέσα στον ανθρώπινο πολιτισμό;
Είναι δύσκολο να το προβλέψει κανείς, γιατί η μουσική είναι πάντα συνδεδεμένη με την τεχνολογία, τον πολιτισμό και τον τρόπο που ζούμε. Πριν είκοσι χρόνια, δεν θα μπορούσα να φανταστώ τον σημερινό κόσμο, τις πλατφόρμες streaming, τα social media, την ανακάλυψη μέσω αλγορίθμων. Οπότε, ο,τιδήποτε φανταστώ τώρα, πιθανότατα θα είναι λάθος. Αν όμως κοιτάξω τις τάσεις, θα έλεγα πως η ambient θα έχει πάντα τη θέση της. Ίσως όχι στο επίκεντρο, αλλά επιτελεί μια λειτουργία διαχρονική. Οι άνθρωποι θα χρειάζονται πάντοτε χώρους ηρεμίας, ενδοσκόπησης, ανοιχτότητας, ειδικά σε εποχές γεμάτες θόρυβο και κατακερματισμό. Είτε για διαλογισμό, θεραπεία, κινηματογράφο, club ή απλώς για να το ακούς μόνος σου τη νύχτα, η ambient θα βρίσκει πάντα το κοινό της.
Ίσως μάλιστα να ενσωματωθεί ακόμη περισσότερο στην καθημερινότητα. Με την εξάπλωση της εικονικής και επαυξημένης πραγματικότητας, με τις νέες μορφές εμβυθιστικών εμπειριών, μπορώ να φανταστώ την ambient να παίζει κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση των περιβαλλόντων, όχι μόνο ως «μουσική», αλλά ως μέρος του τρόπου με τον οποίο σχεδιάζουμε την ίδια την εμπειρία. Ή, ποιος ξέρει, μπορεί να ζούμε σε ένα υπερδυστοπικό μέλλον, όπου η ambient, ή ακόμη και η ίδια η μουσική, δεν θα παίζουν πια κανέναν ρόλο.
Στο τέλος, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το μέλλον. Και, όπως λέμε εδώ στη Γερμανία, υπάρχει μια ωραία φράση γι’ αυτό: «Erstens kommt es anders und zweitens als man denkt», δηλαδή, τα πράγματα πάντα συμβαίνουν διαφορετικά απ’ ό,τι περιμένεις.
– Σε ευχαριστώ πολύ Μarkus.
Σας ευχαριστώ κι εγώ πολύ για τη συζήτηση και τη φιλοξενία.
Σ’ έναν κόσμο που επιταχύνει αδιάκοπα, ο Γερμανός συνθέτης Markus Guentner επιλέγει τη βραδύτητα. Μιλά στο Olafaq για την ambient μουσική ως πράξη αντίστασης, για τη σιωπή ως μορφή ελευθερίας και για
Σ’ έναν κόσμο που επιταχύνει αδιάκοπα, ο Γερμανός συνθέτης Markus Guentner επιλέγει τη βραδύτητα. Μιλά στο Olafaq για την ambient μουσική ως πράξη αντίστασης, για τη σιωπή ως μορφή ελευθερίας και για
Τέσσερις δεκαετίες μετά το πρώτο τους ηλεκτρικό όνειρο, οι Legendary Pink Dots συνεχίζουν να περιπλανώνται έξω από κάθε κατηγορία. Ο Edward Ka-Spel μιλάει για τα φαντάσματα της εποχής, για τη χαμένη έ
Τέσσερις δεκαετίες μετά το πρώτο τους ηλεκτρικό όνειρο, οι Legendary Pink Dots συνεχίζουν να περιπλανώνται έξω από κάθε κατηγορία. Ο Edward Ka-Spel μιλάει για τα φαντάσματα της εποχής, για τη χαμένη έ
Λίγο πριν την έναρξη του 6ου Athens Art Book Fair (3 Οκτωβρίου), συναντήσαμε τη συνιδρύτρια Μαργαρίτα Αθανασίου, η οποία μας μίλησε για όσα κάνουν το φεστιβάλ μοναδικό και για τις φετινές εκπλήξεις.
Λίγο πριν την έναρξη του 6ου Athens Art Book Fair (3 Οκτωβρίου), συναντήσαμε τη συνιδρύτρια Μαργαρίτα Αθανασίου, η οποία μας μίλησε για όσα κάνουν το φεστιβάλ μοναδικό και για τις φετινές εκπλήξεις.
Με αφετηρία το θρυλικό "Nosferatu" του Μουρνάου, ο Johnny O υπογράφει μια μαύρη κωμωδία τρόμου και ποίησης, όπου η Μαρία Μπαλούτσου ενσαρκώνει την αγνή ψυχή που αντιστέκεται στις σκιές. Για 10 μόνο πα
Με αφετηρία το θρυλικό "Nosferatu" του Μουρνάου, ο Johnny O υπογράφει μια μαύρη κωμωδία τρόμου και ποίησης, όπου η Μαρία Μπαλούτσου ενσαρκώνει την αγνή ψυχή που αντιστέκεται στις σκιές. Για 10 μόνο πα