Ξεκίνησε από το σινεμά, συνέχισε με χορό, θέατρο και πολλή, πολλή τηλεόραση. Η Μαρκέλλα Γιαννάτου θα μπορούσε να είναι και να κάνει οτιδήποτε άλλο σε αυτήν την ζωή και, πιθανώς, να το έκανε και καλά γιατί είναι γειωμένη, πρόσχαρη, ικανή-όμως επέλεξε την υποκριτική. Από τους μικρούς, οικείους δρόμους της γένετειράς της, της Κέρκυρας, μέχρι την σημερινή της ζωή στην Αθήνα και στου Γκύζη, αυτό το κορίτσι που δεν μπορείς να ξεχάσεις το πρόσωπό του δούλεψε σκληρά, έκανε λάθη, έζησε έρωτες, πήγε για ψυχανάλυση, αναγνωρίστηκε για το ταλέντο της, πήρε δουλειές, έγινε μητέρα, περηφανεύεται για τους φίλους της και είναι έτοιμη να μας παρουσιάσει σύντομα και την πρώτη ταινία (μικρού μήκους) που σκηνοθέτησε.
Πήγαμε ένα φθινοπωρινό μεσημέρι με την Άσπα Κουλύρα στο καφέ Άρωμα στην πλατεία της γειτονιάς της και νιώσαμε αμέσως άνεση να ρωτήσουμε, να συζητήσουμε, να φωτογραφίσουμε και να φωτογραφηθούμε. Μια από τις πολύ φωτεινές μας στιγμές με την Άσπα ως εργαζόμενες στο Olafaq. Θα θέλαμε, και οι τρεις μας, αυτή η συνέντευξη να διαβάζεται για πολλά χρόνια. Δεν αποκαλύπτει κανένα συγκλονιστικό νέο ή κουτσομπολιό. Δεν εφευρίσκει τον τροχό ή το φάρμακο κατά του καρκίνου. Δεν απαντά σε πρωτότυπες, τρελές ερωτήσεις. Ανοίγει όμως τα φύλλα της ζωής και της ψυχής της και όχι, αυτό δεν είναι μελό. Αυτό το κλισέ, αυτό που μπορεί να θεωρούμε δεδομένο, δεν είναι τελικά. Η αλήθεια σπανίζει κι όταν τη βρίσκεις είναι δίκαιο να την γιορτάζεις και να την χαίρεσαι. Συνήθως, σε βρίσκει εξ απίνης, εκεί που πίνεις έναν εσπρέσο με λίγο γάλα, σε μια πλατεία που μοιάζει με χωριού.
Απαλείψαμε τις ερωτήσεις και σας παρουσιάζουμε την Μαρκέλλα Γιαννάτου μέσα από τον καθαρό της λόγο.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κέρκυρα, με έναν τρόπο πιο ελεύθερο από ό, τι αισθάνομαι ότι μεγάλωναν και μεγαλώνουν τα παιδιά στις πόλεις. Υπήρχε έντονη η έννοια της γειτονιάς, της κοινότητας, έτσι από μικρή κινούμουν πιο άνετα, περνούσα μόνη μου ας πούμε τον δρόμο, γιατί δεν κινδύνευα να γίνω χαλκομανία, ας πούμε, από κάποιο αυτοκίνητο. Γυρνούσα από το σχολείο ή το μπαλέτο ή τα αγγλικά από πιο μικρές ηλικίες. Έφυγα δεκαεφτάμιση χρονών, όταν τελείωσα το Λύκειο, σπούδασα στην δραματική σχολή στην Αθήνα, μετά έφυγα κι από Αθήνα και πήγα Ιταλία, όπου σπούδασα Φιλοσοφική, Σκηνοθεσία, ενώ έκανα και υποκριτική κινηματογράφου. Επέστρεψα το 2005 στην Ελλάδα και στην Αθήνα. Έκανα την πρώτη μου δουλειά, μια ταινία, κι ένιωθα τόσο χαρούμενη, ένιωθα ότια έκανα κάτι πολύ σπουδαίο που ώρα το σκέφτομαι και χαμογελώ στη νεαρή γυναίκα που ήμουν, γεμάτο πάθος και όνειρα και ίσως μια υπερβολή.
Με λέτε παιδί της τηλεόρασης, αλλά προτιμώ να με λέτε παιδί του σινεμά. Άλλωστε, από εκεί ξεκίνησα. Και ο λόγος που έγινα ηθοποιός είναι το σινεμά, έβλεπα ταινίες και ήθελα να είμαι εκεί. Οι γονείς μου έβλεπαν πολύ ιταλικό σινεμά και θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά να μαγεύομαι από τις ταινίες του Μαρτσέλο Μαστρογιάννι. Όταν μάλιστα συνειδητοποίησα ότι έχουμε το ίδιο όνομα, τρελάθηκα από την χαρά μου, το πήρα για καλό σημάδι. Η τηλεόραση, στην οποία ξεκίνησα να δουλεύω από μικρή, είναι κάτι που επίσης αγαπώ, παρά τις δεδομένες δυσκολίες των γρήγορων χρόνων και ρυθμών, ενίοτε εις βάρος της ποιότητας. Αποδέχτηκα από νωρίς τα ζόρια και τις χαρές που φέρνει το να εργάζεσαι για την τηλεόραση. Η δουλειά του ηθοποιού, άλλωστε, είναι συγκεκριμένη. Πρέπει να μπούμε στον ρόλο μας, να παίξουμε τον ρόλο μας, να είμαστε παρόντες.
Όταν αποφάσισα να γίνω ηθοποιός, βέβαια, πρέπει να πω, αφού με ρωτάτε, δεν είχα υπόψη ότι εκτός από το κομμάτι της υποκριτικής απαιτούνται και ένα σωρό άλλα πράγματα: η προετοιμασία, το fitting ας πούμε, ρούχο βάλε ρούχο βγάλε, η ετοιμότητα για την προβολή και την δημοσιότητα της δουλειάς…Αυτά δεν τα αντέχω με τίποτα, αλλά είναι δική μου βλακεία, γιατί είναι κομμάτι της δουλειάς αναπόσπαστο. Συνεχίζουν να με δυσκολεύουν, δεν είναι θέμα ιδεολογίας, είναι θέμα δικής μου, προσωπικής δυσκολίας το να με περιμένει, ας πούμε, ένα μικρόφωνο και να πρέπει να κάνω μια ετοιμόλογη δήλωση κι όλα αυτά.
Στην πρώτη μου τηλεοπτική δουλειά, τον «Έρωτα» πέρασα, η αλήθεια είναι, δύσκολα με άλλα θέματα. Με την αγένεια, την ασέβεια και το bullying ιδίως προς εμάς τους νεαρότερους ηθοποιούς. Μας φέρονταν σα να είμαστε η τελευταία τρύπα της φλογέρας. Ευτυχώς, στην πορεί είδα ότι δεν είναι παντού έτσι και ότι, αντιθέτως, υπάρχουν και εξαιρετικά περιβάλλοντα που τα νιώθεις, χάρη στους συνεργάτες, σαν δεύτερο σπίτι σου. Βέβαια, πρέπει να ομολογήσουμε αυτό που όλοι ξέρουμε: ότι οι άνθρωποι αλλάζουν και συμπεριφορά απέναντί σου λόγω της, ας πούμε, διασημότητάς σου. Όταν κάτι τέτοιο πέφτει, πλέον, στην αντίληψή μου γίνομαι έξαλλη και αντιδρώ. Δηλαδή να φέρεσαι αλλιώς σε μένα κι αλλιώς σε ένα παιδί ή άνθρωπο που κάνει τα πρώτα του βήματα στον χώρο ή απλώς τυχαίνει εσύ να μην το ξέρεις. Γενικώς, έχω περάσει όμορφα σε δουλειές μου, αλλά αυτή που μνημονεύω πάντα ήταν η περίοδος των γυρισμάτων για την ταινία Γκίνες με τον Γιώργο Πυρπασόπουλο, τον Στέλιο Μάινα, τον Αντώνη Καφετζόπουλο, σε σκηνοθεσία Αλέξη Καρδαρά. Κράτησαν δυο μήνες τα γυρίσματα στο Καρπενήσι και δεν θα τα ξεχάσω ποτέ, μου υπενθύμισαν για ποιον λόγο ήθελα εξαρχής να κάνω αυτήν την δουλειά.
Δεν έχω βλέψεις να γίνω σκηνοθέτρια, μου αρέσει που είμαι ηθοποιός. Θα το κάνω όμως αυτό το πράγμα, δηλαδή σκηνοθετήσω. Συγκεκριμένα, προς τα Χριστούγεννα, μια ταινία μικρού μήκους, στην οποία δεν παίζω. Είναι μια ταινία για μια γυναίκα που καλείται να ζει την ζωή της απολογούμενη που… απλά είναι γυναίκα. Είναι κωμωδία, δεν είναι κάτι βαρύ. Πρωταγωνιστεί η Αμαλία Καβάλη. Το γυναικείο ζήτημα, η θέση μας στην κοινωνία, βρίσκει λίγο περισσότερο φως, ευτυχώς, αυτήν την περίοδο. Ξέρετε κάτι; Δεν συναντώ συχνά, ας πούμε, γυναλικες φωτογράφους όπως σήμερα, εδώ, με την Άσπα. Ή πολλά σήριαλ έχουν πρωταγωνιστές άντρες, αντρικές ιστορίες και γύρω από αυτές, μέσα σε αυτές οι γυναίκες. Είναι πολλοί, δηλαδή, οι ανδρικοί ρόλοι και περισσότερες οι γυναίκες ηθοποιοί. Το γιατί γράφουν οι σεναριογράφοι περισσότερο για άντρες από ό, τι για γυναίκες είναι κι αυτό ένα θέμα και δεν ξέρω ακριβώς πού οφείλεται. Φόβος προσέγγισης, άγνοια; Έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε ακόμα, καθώς φαίνεται.
Έχω εισπράξει πολλή αγάπη από τον κόσμο, λόγω της τηλεοπτικής αναγνωρισιμότητας. Την πρώτη πρώτη φορά που συνέβη δεν θα την ξεχάσω γιατί αποδείχτηκε και πολύ αστεία. Είχα έρθει από την Κέρκυρα και μ’ άρεσε που στην Αθήνα δε με γνώριζα κανείς, απολάμβανα αυτό το προνόμιο της ανωνυμίας που δεν μπορείς να έχεις σε ένα χωριό ή μια επαρχιακή πόλη. Όταν έκανα την πρώτη μου τηλεοπτική δουλειά τα είχα με ένα παιδί, μέναμε στην Καλλιθέα κι ήμασταν πολύ αγαπημένοι. Η κυρία που έχει το ψιλικατζίδικο απέναντι μου λέει μια μέρα: «Δεν μ’ αρέσει να τα λέω εγώ αυτά, αλλά ο φίλος σου σε απατάει». Παθαίνω σοκ, της απαντώ αμυντικά, να μην συνεχίσει δηλαδή, ότι δεν της έχω δώσει κάποιο δικαίωμα και τέτοια. Και εννοούσε τον φίλο μου στην τηλεόραση, στο σήριαλ! Μου πήρε μέρες να το καταλάβω, δεν πήγαινε το μυαλό μου. Το εξέφρασα βέβαια στο αγόρι μου. Απλώς, συνήθως, αφήνω να περνάει καιρός μέχρι να το εκφράσω, να βεβαιωθώ ότι θέλω στ’ αλήθεια να το πω, ότι είναι κάτι πραγματικά σημαντικό. Είναι ένα στοιχείο του χαρακτήρα μου που αφήνω να βγει συνήθως στις προσωπικές σχέσεις, στα επαγγελματικά μάλλον είμαι πιο άμεση, στυγνή, απότομη, δεν ξέρω.
Έντονη αναγνωρισιμότητα βίωσα όταν έπαιζα στην ”Κλεμμένη Ζωή” με την Ρένια Λουιζίδου και τον Αιμίλιο Χειλάκη. Άρχισα να αισθάνομαι, σε κάποια φάση, ότι δεν μπορώ να βγω και τελείως χύμα έξω, να βγάλω τον σκύλο βόλτα, μην και με δει κάποιο μάτι και τα λοιπά. Έτσι, λοιπόν, κυκλοφορούσα με ένα μπουφάν, του πατέρα του φίλου μου (του ίδιου από την Καλλιθέα!), πολύ ογκώδες, που κάπως με παραμόρφωνε ως φιγούρα και δεν θα μπορούσαν να με αναγνωρίζουν εύκολα οι άνθρωποι. Στην πορεία, σκέφτηκα ότι αυτό είναι μια τεράστια μαλακία, γιατί έχω επιλέξει μια δουλειά που κομμάτι της είναι και αυτό. Γενικώς, δεν έχω ακούσει αρνητικά σχόλια από ανθρώπους.
Οι Άγριες Μέλισσες ήταν ένα πολύ ωραίο βίωμα για εμένα, ήμασταν σαν οικογένεια, πραγματικά. Περνούσα υπέροχα σε αυτήν την δουλειά. Και φέτος είμαι πολύ χαρούμενη με την σειρά ”Η Μάγισσα” στον Ant1, γιατί μου ζητήθηκε κάτι που δεν μου είχε ζητηθεί στο παρελθόν να ξανακάνω. Μια ηρωίδα τελείως διαφορετική από αυτές που έκανα, τις καλούλες, γλυκούλες, συνήθως και προδομένες, από ένα σημείο και μετά. Η Γερακίνα είναι μια πολύ δυναμική γυναίκα σε μια εποχή που η θέση της γυναίκας είναι πολύ δύσκολη. Αποτελεί μια εξαίρεση, κινεί πολλά νήματα, θέλει να αποκτήσει αξιώματα, αλλά την ίδια ώρα, βάζει την οικογένειά της πάνω από όλα. Και αυτό με συγκινεί σε αυτήν την γυναίκα. Εδώ και λίγους μήνες είμαι μαμά κι εγώ και βιώνω το εξής: είναι καιρός να αναθεωρήσουμε τι είναι, τι σημαίνει και σε τι συνίσταται μια οικογένεια. Και παλιότερα τα σκεφτόμουν αυτά, βέβαια, αλλά σε πιο θεωρητικό επίπεδο. Δεν αντιμετωπίζω τον ερχομό της κόρης μου ως πηγή δυσκολιών, παρόλο που επουδενί δεν είναι εύκολο πράγμα η μητρότητα, αλλά περισσότερο ως πρόκληση. Νομίζω είμαι λιγότερο εγωίστρια, πια, έχω να νοιάζομαι για έναν άνθρωπο που η ζωή του εξαρτάται από την δική μου και από τις επιλογές μου, τις αποφάσεις μου.
Ψυχανάλυση κάνω εδώ και 13 χρόνια. Αυτό που βλέπω ως πρόοδο σε πρακτικό επίπεδο είναι ότι μου έφυγαν οι κρίσεις άγχους που μου δημιουργούσαν δύσπνοιες και με έκαναν μη λειτουργική. Ήταν φρικτό όλο αυτό. Πάντα υπάρχει στο κεφάλι μου ότι μπορεί να σκάσει κάτι, αλλά έχω την αίσθηση ή την ψευδαίσθηση ότι, πλέον, μπορώ να το διαχειριστώ. Επίσης, ήμουν αρκετά οξύθυμη, τσακωνόμουν εύκολα. Πλέον, οι άνθρωποι γύρω μου σχολιάζουν την ηρεμία μου, την υπομονή μου και, που λέει ο λόγος, με κοροϊδεύουν κιόλας γι’ αυτό. Για να φτάσω στο peak πρέπει να συμβεί κι αγώ δεν ξέρω τι. Όμως, η ψυχανάλυση είναι και ένα πολύτιμο εργαλείο για την δουλειά μου, με έχει βοηθήσει στο να ψάχνω τους ρόλους βαθύτερα, και γι’ αυτό συνεχίζω να την κάνω.
Θα συμμετέχω και σε μια ωραία θεατρική δουλειά την ερχόμενη σεζόν, Μάρτιο και Απρίλιο. Θα είναι στο Θέατρο του Νέου Κόσμου και λέγεται «Τα Μαγικά Βουνά» που μιλούν για την ιστορία του αντάρτικου θεάτρου κατά την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης, στο οποίο θήτευσαν και πολλοί γνωστοί μετέπειτα ηθοποιοί. Είναι όμορφο για μένα που επέλεξα κάτι και με βιοπορίζει. Συνεχίζει να μου αρέσει πολύ η δουλειά μου, να την αγαπώ, δεν το θεωρώ κάτι δεδομένο για όλους. Μεγάλη μου προίκα και παράγοντας ευτυχίας μου είναι, φυσικά, και οι άνθρωποί μου: οι φίλοι κι η οικογένεια. Οι γονείς μου με έχουν στηρίξει εξ αρχής, και μέχρι σήμερα, υλικά και συναισθηματικά. Κι οι φίλοι μου είναι πολύτιμοι. Με στήριξαν κάποια άτομα πολύ στην διάρκεια της εγκυμοσύνης, άφησαν για λίγο τις ζωές τους, τη ρουτίνα τους να με νοιαστούν, να με ρωτήσουν αν θέλω να με πάνε κάπου με το αυτοκίνητο ή να μου κουβαλήσουν βαριά απορρυπαντικά ας πούμε.
Με ρωτάτε για ποιον λόγο είμαι τόσο ανοιχτή και γενναιόδωρη, ως άνθρωπος. Σας ευχαριστώ για τον χαρακτηρισμό, αλλά αυτό πραγματικά δεν μπορώ να το απαντήσω. Ίσως είναι κάτι που κουβαλώ μαζί μου από το σπίτι μου και το μεγάλωμά μου. Οι άνθρωποί μου, ομολογώ, είναι γενναιόδωροι. Ίσως κι εγώ. Αν δεν μου το σχολιάζατε, δεν θα το σκεφτόμουν ποτέ. Ίσως αρχίσω να το σκέφτομαι από σήμερα, όμως.
Ξεκίνησε από το σινεμά, συνέχισε με χορό, θέατρο και πολλή, πολλή τηλεόραση. Η Μαρκέλλα Γιαννάτου θα μπορούσε να είναι και να κάνει οτιδήποτε άλλο σε αυτήν την ζωή και, πιθανώς, να το έκανε και καλά γιατί είναι γειωμένη, πρόσχαρη, ικανή-όμως επέλεξε την υποκριτική. Από τους μικρούς, οικείους δρόμους της γένετειράς της, της Κέρκυρας, μέχρι την σημερινή της ζωή στην Αθήνα και στου Γκύζη, αυτό το κορίτσι που δεν μπορείς να ξεχάσεις το πρόσωπό του δούλεψε σκληρά, έκανε λάθη, έζησε έρωτες, πήγε για ψυχανάλυση, αναγνωρίστηκε για το ταλέντο της, πήρε δουλειές, έγινε μητέρα, περηφανεύεται για τους φίλους της και είναι έτοιμη να μας παρουσιάσει σύντομα και την πρώτη ταινία (μικρού μήκους) που σκηνοθέτησε.
Πήγαμε ένα φθινοπωρινό μεσημέρι με την Άσπα Κουλύρα στο καφέ Άρωμα στην πλατεία της γειτονιάς της και νιώσαμε αμέσως άνεση να ρωτήσουμε, να συζητήσουμε, να φωτογραφίσουμε και να φωτογραφηθούμε. Μια από τις πολύ φωτεινές μας στιγμές με την Άσπα ως εργαζόμενες στο Olafaq. Θα θέλαμε, και οι τρεις μας, αυτή η συνέντευξη να διαβάζεται για πολλά χρόνια. Δεν αποκαλύπτει κανένα συγκλονιστικό νέο ή κουτσομπολιό. Δεν εφευρίσκει τον τροχό ή το φάρμακο κατά του καρκίνου. Δεν απαντά σε πρωτότυπες, τρελές ερωτήσεις. Ανοίγει όμως τα φύλλα της ζωής και της ψυχής της και όχι, αυτό δεν είναι μελό. Αυτό το κλισέ, αυτό που μπορεί να θεωρούμε δεδομένο, δεν είναι τελικά. Η αλήθεια σπανίζει κι όταν τη βρίσκεις είναι δίκαιο να την γιορτάζεις και να την χαίρεσαι. Συνήθως, σε βρίσκει εξ απίνης, εκεί που πίνεις έναν εσπρέσο με λίγο γάλα, σε μια πλατεία που μοιάζει με χωριού.
Απαλείψαμε τις ερωτήσεις και σας παρουσιάζουμε την Μαρκέλλα Γιαννάτου μέσα από τον καθαρό της λόγο.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κέρκυρα, με έναν τρόπο πιο ελεύθερο από ό, τι αισθάνομαι ότι μεγάλωναν και μεγαλώνουν τα παιδιά στις πόλεις. Υπήρχε έντονη η έννοια της γειτονιάς, της κοινότητας, έτσι από μικρή κινούμουν πιο άνετα, περνούσα μόνη μου ας πούμε τον δρόμο, γιατί δεν κινδύνευα να γίνω χαλκομανία, ας πούμε, από κάποιο αυτοκίνητο. Γυρνούσα από το σχολείο ή το μπαλέτο ή τα αγγλικά από πιο μικρές ηλικίες. Έφυγα δεκαεφτάμιση χρονών, όταν τελείωσα το Λύκειο, σπούδασα στην δραματική σχολή στην Αθήνα, μετά έφυγα κι από Αθήνα και πήγα Ιταλία, όπου σπούδασα Φιλοσοφική, Σκηνοθεσία, ενώ έκανα και υποκριτική κινηματογράφου. Επέστρεψα το 2005 στην Ελλάδα και στην Αθήνα. Έκανα την πρώτη μου δουλειά, μια ταινία, κι ένιωθα τόσο χαρούμενη, ένιωθα ότια έκανα κάτι πολύ σπουδαίο που ώρα το σκέφτομαι και χαμογελώ στη νεαρή γυναίκα που ήμουν, γεμάτο πάθος και όνειρα και ίσως μια υπερβολή.
Με λέτε παιδί της τηλεόρασης, αλλά προτιμώ να με λέτε παιδί του σινεμά. Άλλωστε, από εκεί ξεκίνησα. Και ο λόγος που έγινα ηθοποιός είναι το σινεμά, έβλεπα ταινίες και ήθελα να είμαι εκεί. Οι γονείς μου έβλεπαν πολύ ιταλικό σινεμά και θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά να μαγεύομαι από τις ταινίες του Μαρτσέλο Μαστρογιάννι. Όταν μάλιστα συνειδητοποίησα ότι έχουμε το ίδιο όνομα, τρελάθηκα από την χαρά μου, το πήρα για καλό σημάδι. Η τηλεόραση, στην οποία ξεκίνησα να δουλεύω από μικρή, είναι κάτι που επίσης αγαπώ, παρά τις δεδομένες δυσκολίες των γρήγορων χρόνων και ρυθμών, ενίοτε εις βάρος της ποιότητας. Αποδέχτηκα από νωρίς τα ζόρια και τις χαρές που φέρνει το να εργάζεσαι για την τηλεόραση. Η δουλειά του ηθοποιού, άλλωστε, είναι συγκεκριμένη. Πρέπει να μπούμε στον ρόλο μας, να παίξουμε τον ρόλο μας, να είμαστε παρόντες.
Όταν αποφάσισα να γίνω ηθοποιός, βέβαια, πρέπει να πω, αφού με ρωτάτε, δεν είχα υπόψη ότι εκτός από το κομμάτι της υποκριτικής απαιτούνται και ένα σωρό άλλα πράγματα: η προετοιμασία, το fitting ας πούμε, ρούχο βάλε ρούχο βγάλε, η ετοιμότητα για την προβολή και την δημοσιότητα της δουλειάς…Αυτά δεν τα αντέχω με τίποτα, αλλά είναι δική μου βλακεία, γιατί είναι κομμάτι της δουλειάς αναπόσπαστο. Συνεχίζουν να με δυσκολεύουν, δεν είναι θέμα ιδεολογίας, είναι θέμα δικής μου, προσωπικής δυσκολίας το να με περιμένει, ας πούμε, ένα μικρόφωνο και να πρέπει να κάνω μια ετοιμόλογη δήλωση κι όλα αυτά.
Στην πρώτη μου τηλεοπτική δουλειά, τον «Έρωτα» πέρασα, η αλήθεια είναι, δύσκολα με άλλα θέματα. Με την αγένεια, την ασέβεια και το bullying ιδίως προς εμάς τους νεαρότερους ηθοποιούς. Μας φέρονταν σα να είμαστε η τελευταία τρύπα της φλογέρας. Ευτυχώς, στην πορεί είδα ότι δεν είναι παντού έτσι και ότι, αντιθέτως, υπάρχουν και εξαιρετικά περιβάλλοντα που τα νιώθεις, χάρη στους συνεργάτες, σαν δεύτερο σπίτι σου. Βέβαια, πρέπει να ομολογήσουμε αυτό που όλοι ξέρουμε: ότι οι άνθρωποι αλλάζουν και συμπεριφορά απέναντί σου λόγω της, ας πούμε, διασημότητάς σου. Όταν κάτι τέτοιο πέφτει, πλέον, στην αντίληψή μου γίνομαι έξαλλη και αντιδρώ. Δηλαδή να φέρεσαι αλλιώς σε μένα κι αλλιώς σε ένα παιδί ή άνθρωπο που κάνει τα πρώτα του βήματα στον χώρο ή απλώς τυχαίνει εσύ να μην το ξέρεις. Γενικώς, έχω περάσει όμορφα σε δουλειές μου, αλλά αυτή που μνημονεύω πάντα ήταν η περίοδος των γυρισμάτων για την ταινία Γκίνες με τον Γιώργο Πυρπασόπουλο, τον Στέλιο Μάινα, τον Αντώνη Καφετζόπουλο, σε σκηνοθεσία Αλέξη Καρδαρά. Κράτησαν δυο μήνες τα γυρίσματα στο Καρπενήσι και δεν θα τα ξεχάσω ποτέ, μου υπενθύμισαν για ποιον λόγο ήθελα εξαρχής να κάνω αυτήν την δουλειά.
Δεν έχω βλέψεις να γίνω σκηνοθέτρια, μου αρέσει που είμαι ηθοποιός. Θα το κάνω όμως αυτό το πράγμα, δηλαδή σκηνοθετήσω. Συγκεκριμένα, προς τα Χριστούγεννα, μια ταινία μικρού μήκους, στην οποία δεν παίζω. Είναι μια ταινία για μια γυναίκα που καλείται να ζει την ζωή της απολογούμενη που… απλά είναι γυναίκα. Είναι κωμωδία, δεν είναι κάτι βαρύ. Πρωταγωνιστεί η Αμαλία Καβάλη. Το γυναικείο ζήτημα, η θέση μας στην κοινωνία, βρίσκει λίγο περισσότερο φως, ευτυχώς, αυτήν την περίοδο. Ξέρετε κάτι; Δεν συναντώ συχνά, ας πούμε, γυναλικες φωτογράφους όπως σήμερα, εδώ, με την Άσπα. Ή πολλά σήριαλ έχουν πρωταγωνιστές άντρες, αντρικές ιστορίες και γύρω από αυτές, μέσα σε αυτές οι γυναίκες. Είναι πολλοί, δηλαδή, οι ανδρικοί ρόλοι και περισσότερες οι γυναίκες ηθοποιοί. Το γιατί γράφουν οι σεναριογράφοι περισσότερο για άντρες από ό, τι για γυναίκες είναι κι αυτό ένα θέμα και δεν ξέρω ακριβώς πού οφείλεται. Φόβος προσέγγισης, άγνοια; Έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε ακόμα, καθώς φαίνεται.
Έχω εισπράξει πολλή αγάπη από τον κόσμο, λόγω της τηλεοπτικής αναγνωρισιμότητας. Την πρώτη πρώτη φορά που συνέβη δεν θα την ξεχάσω γιατί αποδείχτηκε και πολύ αστεία. Είχα έρθει από την Κέρκυρα και μ’ άρεσε που στην Αθήνα δε με γνώριζα κανείς, απολάμβανα αυτό το προνόμιο της ανωνυμίας που δεν μπορείς να έχεις σε ένα χωριό ή μια επαρχιακή πόλη. Όταν έκανα την πρώτη μου τηλεοπτική δουλειά τα είχα με ένα παιδί, μέναμε στην Καλλιθέα κι ήμασταν πολύ αγαπημένοι. Η κυρία που έχει το ψιλικατζίδικο απέναντι μου λέει μια μέρα: «Δεν μ’ αρέσει να τα λέω εγώ αυτά, αλλά ο φίλος σου σε απατάει». Παθαίνω σοκ, της απαντώ αμυντικά, να μην συνεχίσει δηλαδή, ότι δεν της έχω δώσει κάποιο δικαίωμα και τέτοια. Και εννοούσε τον φίλο μου στην τηλεόραση, στο σήριαλ! Μου πήρε μέρες να το καταλάβω, δεν πήγαινε το μυαλό μου. Το εξέφρασα βέβαια στο αγόρι μου. Απλώς, συνήθως, αφήνω να περνάει καιρός μέχρι να το εκφράσω, να βεβαιωθώ ότι θέλω στ’ αλήθεια να το πω, ότι είναι κάτι πραγματικά σημαντικό. Είναι ένα στοιχείο του χαρακτήρα μου που αφήνω να βγει συνήθως στις προσωπικές σχέσεις, στα επαγγελματικά μάλλον είμαι πιο άμεση, στυγνή, απότομη, δεν ξέρω.
Έντονη αναγνωρισιμότητα βίωσα όταν έπαιζα στην ”Κλεμμένη Ζωή” με την Ρένια Λουιζίδου και τον Αιμίλιο Χειλάκη. Άρχισα να αισθάνομαι, σε κάποια φάση, ότι δεν μπορώ να βγω και τελείως χύμα έξω, να βγάλω τον σκύλο βόλτα, μην και με δει κάποιο μάτι και τα λοιπά. Έτσι, λοιπόν, κυκλοφορούσα με ένα μπουφάν, του πατέρα του φίλου μου (του ίδιου από την Καλλιθέα!), πολύ ογκώδες, που κάπως με παραμόρφωνε ως φιγούρα και δεν θα μπορούσαν να με αναγνωρίζουν εύκολα οι άνθρωποι. Στην πορεία, σκέφτηκα ότι αυτό είναι μια τεράστια μαλακία, γιατί έχω επιλέξει μια δουλειά που κομμάτι της είναι και αυτό. Γενικώς, δεν έχω ακούσει αρνητικά σχόλια από ανθρώπους.
Οι Άγριες Μέλισσες ήταν ένα πολύ ωραίο βίωμα για εμένα, ήμασταν σαν οικογένεια, πραγματικά. Περνούσα υπέροχα σε αυτήν την δουλειά. Και φέτος είμαι πολύ χαρούμενη με την σειρά ”Η Μάγισσα” στον Ant1, γιατί μου ζητήθηκε κάτι που δεν μου είχε ζητηθεί στο παρελθόν να ξανακάνω. Μια ηρωίδα τελείως διαφορετική από αυτές που έκανα, τις καλούλες, γλυκούλες, συνήθως και προδομένες, από ένα σημείο και μετά. Η Γερακίνα είναι μια πολύ δυναμική γυναίκα σε μια εποχή που η θέση της γυναίκας είναι πολύ δύσκολη. Αποτελεί μια εξαίρεση, κινεί πολλά νήματα, θέλει να αποκτήσει αξιώματα, αλλά την ίδια ώρα, βάζει την οικογένειά της πάνω από όλα. Και αυτό με συγκινεί σε αυτήν την γυναίκα. Εδώ και λίγους μήνες είμαι μαμά κι εγώ και βιώνω το εξής: είναι καιρός να αναθεωρήσουμε τι είναι, τι σημαίνει και σε τι συνίσταται μια οικογένεια. Και παλιότερα τα σκεφτόμουν αυτά, βέβαια, αλλά σε πιο θεωρητικό επίπεδο. Δεν αντιμετωπίζω τον ερχομό της κόρης μου ως πηγή δυσκολιών, παρόλο που επουδενί δεν είναι εύκολο πράγμα η μητρότητα, αλλά περισσότερο ως πρόκληση. Νομίζω είμαι λιγότερο εγωίστρια, πια, έχω να νοιάζομαι για έναν άνθρωπο που η ζωή του εξαρτάται από την δική μου και από τις επιλογές μου, τις αποφάσεις μου.
Ψυχανάλυση κάνω εδώ και 13 χρόνια. Αυτό που βλέπω ως πρόοδο σε πρακτικό επίπεδο είναι ότι μου έφυγαν οι κρίσεις άγχους που μου δημιουργούσαν δύσπνοιες και με έκαναν μη λειτουργική. Ήταν φρικτό όλο αυτό. Πάντα υπάρχει στο κεφάλι μου ότι μπορεί να σκάσει κάτι, αλλά έχω την αίσθηση ή την ψευδαίσθηση ότι, πλέον, μπορώ να το διαχειριστώ. Επίσης, ήμουν αρκετά οξύθυμη, τσακωνόμουν εύκολα. Πλέον, οι άνθρωποι γύρω μου σχολιάζουν την ηρεμία μου, την υπομονή μου και, που λέει ο λόγος, με κοροϊδεύουν κιόλας γι’ αυτό. Για να φτάσω στο peak πρέπει να συμβεί κι αγώ δεν ξέρω τι. Όμως, η ψυχανάλυση είναι και ένα πολύτιμο εργαλείο για την δουλειά μου, με έχει βοηθήσει στο να ψάχνω τους ρόλους βαθύτερα, και γι’ αυτό συνεχίζω να την κάνω.
Θα συμμετέχω και σε μια ωραία θεατρική δουλειά την ερχόμενη σεζόν, Μάρτιο και Απρίλιο. Θα είναι στο Θέατρο του Νέου Κόσμου και λέγεται «Τα Μαγικά Βουνά» που μιλούν για την ιστορία του αντάρτικου θεάτρου κατά την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης, στο οποίο θήτευσαν και πολλοί γνωστοί μετέπειτα ηθοποιοί. Είναι όμορφο για μένα που επέλεξα κάτι και με βιοπορίζει. Συνεχίζει να μου αρέσει πολύ η δουλειά μου, να την αγαπώ, δεν το θεωρώ κάτι δεδομένο για όλους. Μεγάλη μου προίκα και παράγοντας ευτυχίας μου είναι, φυσικά, και οι άνθρωποί μου: οι φίλοι κι η οικογένεια. Οι γονείς μου με έχουν στηρίξει εξ αρχής, και μέχρι σήμερα, υλικά και συναισθηματικά. Κι οι φίλοι μου είναι πολύτιμοι. Με στήριξαν κάποια άτομα πολύ στην διάρκεια της εγκυμοσύνης, άφησαν για λίγο τις ζωές τους, τη ρουτίνα τους να με νοιαστούν, να με ρωτήσουν αν θέλω να με πάνε κάπου με το αυτοκίνητο ή να μου κουβαλήσουν βαριά απορρυπαντικά ας πούμε.
Με ρωτάτε για ποιον λόγο είμαι τόσο ανοιχτή και γενναιόδωρη, ως άνθρωπος. Σας ευχαριστώ για τον χαρακτηρισμό, αλλά αυτό πραγματικά δεν μπορώ να το απαντήσω. Ίσως είναι κάτι που κουβαλώ μαζί μου από το σπίτι μου και το μεγάλωμά μου. Οι άνθρωποί μου, ομολογώ, είναι γενναιόδωροι. Ίσως κι εγώ. Αν δεν μου το σχολιάζατε, δεν θα το σκεφτόμουν ποτέ. Ίσως αρχίσω να το σκέφτομαι από σήμερα, όμως.