Μόλις έμαθα πώς δεν μπορώ να τον ξανασυναντήσω. Ο Μάριο Βάργκας Λιόσα έφυγε για πάντα στη χώρα της αθανασίας.

Έφυγε ένας βράχος της λογοτεχνίας. Όχι προς τη γη, προς τον ουρανό πέταξε, ένα πουλί έγινε και πέταξε, κουβαλώντας το βάρος που μας πρόσφερε μέσα από τις λέξεις που συνέθεσε για να εγκλωβίσει την αλήθεια και να μας την παραδώσει. Νομίζω ότι έφυγε προς άγνωστα μέρη ένας άνθρωπος που θα ζήσει την αιωνιότητα!

(Η συνάντηση μου αυτή με τον Μάριο Βάραγκας Λιόσα είναι αναδημοσίευση από τις σελίδες του βιβλίου μου «Έφοδος στον Ουρανό», Εκδόσεις Αρμός)

Θεέ μου! Ενας μεγάλος αφηγητής, ένας επιδέξιος αλχημιστής της πραγματικότητας και της φαντασίας, ανακατεύει την ζωή του με τους επινοημένους ηρωές του και τις ιστορίες τους και το αποτέλεσμα που προκύπτει είναι μια ζωή γεμάτη συναισθήματα, μιά ζωή που μπορεί ο καθένας μέσα της να δει τις δικές του αγωνίες, τις δικές του αμαρτίες, τα δικά του λάθη δαφνοστεφανωμένα με την αλήθεια. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο καιρό κυνηγούσα μια συνάντηση μαζί του. Δεν ξέρω γιατί, αλλά η ζωή, η σκέψη, η ψυχή, αυτού του συγγραφέα με τραβούσε σαν μαγνήτης. Ήθελα τόσο πολύ να μιλήσω μαζί του, να τον έχω απέναντι μου, να παίξω διανοητικά μαζί του και να δω πράγματα που δεν βλέπω, να μιλήσω για πράγματα όπως το σκοτάδι του και τι τον έκανε να μπεί ένδοξα στην πολιτική και να βγει άδοξα από την άλλη πόρτα, με μια ήττα στους ώμους. «Μια ήττα μας κάνει πιο δυνατούς από μια νίκη;». Ήθελα να τον ρωτήσω όλα αυτά που με βασανίζουν και πιστεύω ότι βασανίζουν και τους ήρωες του. Ήθελα να του πω όσο στεναχωρήθηκα όταν τον είδα να μπαίνει στην πολιτική, πόσο ήθελα να είμαι κοντά του και να ενθαρρύνω το “όχι” κόντρα στην κυριαρχία του “ναι” που τον οδήγησε στην πολιτική! Ευτυχώς πέρασε πολύ γρήγορα από την κόλαση και δεν πρόλαβε να καεί. Αντιθέτως νοιώθω οτι βγήκε πιο δυνατός συγγραφικά και πιο πλούσιος. «Τα λάθη είναι η δοκιμασία της ψυχής που παραδίδεται στο μυαλό. Πρέπει πάντα να δένουμε το μυαλό μας με το σχοινί της ψυχής μας… Μόνο έτσι βλέπουμε από την αλλη μεριά», του είπα σε μια στιγμή της κουβέντας μας. Γέλασε. «Γράφετε;», με ρώτησε. «Όχι», του είπα αυθόρμητα. «Κακώς», μου είπε. «Αρχίστε τώρα, δεν είναι αργά». Μου ζήτησε να κλέψει την φράση μου και να την χρησιμοποιήσει. Γελάσαμε πολύ. Μιλήσαμε για πολλά, ήταν απολαυστικός, θα ήθελα κι άλλο χρόνο μαζί του, θα ήθελα να κάνουμε παρέα, ήταν για μένα μια μοναδική συνάντηση. Μικρής διάρκειας αλλά μεγάλης έντασης εμπειρία. Σαν ταξίδι μιας στιγμής στην καρδιά της λογοτεχνίας!

Συνάντηση στην Αθήνα στο ξενοδοχείο St. George Lecabettus.

LINE

– Όταν σκέφτεστε τη ζωή σας καταλήγετε ότι από παιδί αυτό θέλατε να κάνετε; Θέλατε να γίνετε συγγραφέας ή «σας προέκυψε»;
Για να καταλάβετε, και γιά να σας απαντήσω έμμεσα, αν έπρεπε να ξαναδιαλέξω, πάλι συγγραφέας θα γινόμουν. Το αγαπώ αυτό το επάγγελμα, νιώθω ότι έχει κάνει τη ζωή μου πιο πλούσια. Γενικά είμαι πολύ ευχαριστημένος που ήρθαν έτσι τα πράγματα στη ζωή μου. Είναι πλούτος να έχεις μέσα σου πράγματα να πεις και καταφέρνεις τελικά με κάποιον τρόπο να τα πεις.

– Ο μεγάλος συγγραφέας επινοεί μια δική του πραγματικότητα ή καταγράφει την πραγματικότητα μέσα στην οποία ζει;
Για έναν συγγραφέα, για έναν καλλιτέχνη, για έναν δημιουργό υπάρχει πάντα μια ισορροπία ανάμεσα σε αυτό που προσλαμβάνει και σε αυτό που επινοεί – μια ισορροπία δύσκολη – αλλά συγχρόνως και μια ανακατωσούρα, ένα ανακάτεμα το οποίο σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις είναι αναπόφευκτο. Η επινόηση σε μεγάλο βαθμό στηρίζεται στην αξιοποίηση τεχνικών, εικόνων, θεμάτων και άλλων τέτοιων στοιχείων και πηγάζει συνήθως από ανθρώπους των οποίων η ζωή και η προσωπικότητα έχουν εμπλουτιστεί από τα στοιχεία κάποιας παράδοσης.

– Τι είναι αυτό που κάνει έναν άνθρωπο δημιουργό;
Είναι η αίσθηση του ανικανοποίητου που χαρακτηρίζει τον δημιουργό. Επειδή δεν νιώθει ικανοποιημένος με τον κόσμο στον οποίο ζει, καταφεύγει στην επινόηση άλλων κόσμων. Αυτό είναι κάτι που συμβαίνει στους περισσότερους ανθρώπους, με τη διαφορά ότι ο δημιουργός αυτή τη μετάβαση στον χώρο του φαντασιακού – αυτού που θα ήθελε να είναι η πραγματικότητα αλλά δεν είναι – την κάνει επάγγελμα, προορισμό του μέσα στη ζωή… πεπρωμένο του.

– Ο δημιουργός γεννιέται δημιουργός ή διαμορφώνεται από το περιβάλλον και τις συνθήκες;
Για μένα το σύνορο που ορίζει τη διαφορά είναι αυτό που μπαίνει ανάμεσα στον κομφορμισμό και στον αντικομφορμισμό. Αυτός που έχει γεννηθεί για να μη συμβιβάζεται με τα πράγματα, αυτός δεν πρόκειται να δεχτεί τη ζωή έτσι όπως είναι. Συνήθως οι καλλιτέχνες, ακριβώς επειδή γεννιούνται καλλιτέχνες, δεν μπορούν να δεχθούν τη ζωή έτσι όπως είναι και ως εκ τούτου επινοούν μιαν άλλη ζωή, πιο κοντά σε αυτό που ονειρεύονται.

– Υπάρχει αυτό που λέμε ταλέντο;
Ναι, βέβαια… Μόνο που για μένα το ταλέντο δεν είναι τόσο ικανότητα, όσο τεχνική και εξάσκηση. Εξάσκηση της επιδεξιότητας που μπορεί να έχει κάποιος σε έναν συγκεκριμένο τομέα, είτε είναι ζωγραφική, μουσική ή λογοτεχνία. Για μένα αυτό που είναι πραγματικά σημαντικό σε ό,τι αφορά το ταλέντο είναι η στάση που θα κρατήσει ένας ταλαντούχος άνθρωπος απέναντι σε μια ιδιαίτερη ικανότητα που μπορεί να έχει, ο τρόπος δηλαδή με τον οποίο θα χειριστεί το όποιο ταλέντο του. Από εκεί πιστεύω ότι πηγάζει και αυτό που λέμε ιδιοφυΐα.

– Γεννιόμαστε ταλαντούχοι;
Όχι. Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, το ταλέντο είναι κάτι που χτίζεται μέσα από πειθαρχία, δουλειά, πίστη και πείσμα.

– Τι είναι αυτό που βοηθάει έναν άνθρωπο να γίνει καλός συγγραφέας; Υπάρχουν για σας καλοί και κακοί συγγραφείς; Καλοί και κακοί μουσικοί;
Σαφώς και υπάρχουν. Δηλαδή, κάποιοι συγγραφείς έχουν περισσότερες έμφυτες ικανότητες από άλλους. Συμβαίνει, αν και για μένα οι περιπτώσεις αυτές αποτελούν την εξαίρεση. Για παράδειγμα, ο Ρεμπό ή ο Μότσαρτ. Αυτοί πράγματι γεννήθηκαν με κάποια στοιχεία, όπως πειθαρχία, δουλειά, φιλοδοξία, τα οποία αποτελούσαν έμφυτα στοιχεία της προσωπικότητάς τους. Αλλά σας λέω και πάλι ότι οι περιπτώσεις αυτές δεν αποτελούν τον κανόνα. Αυτό που βλέπουμε σε συγγραφείς όπως ο Μπαλζάκ, ο Φλομπέρ, ο Τολστόι πιστεύω ότι είναι πιο κοντά στα ανθρώπινα μέτρα. Είναι πιο ανθρώπινο να χτίζει κάποιος σιγά σιγά την ιδιοφυΐα και το ταλέντο του, ξεκινώντας από τη θέληση, την πειθαρχία, την επιμελή ενασχόληση και το πείσμα.

– Για σας ποιο είναι το σημαντικότερο στοιχείο που οδηγεί τον καλό συγγραφέα να γίνει μεγάλος;
Για μένα η μεγαλύτερη αρετή ενός συγγραφέα είναι η ξεροκεφαλιά του. Το να μπορεί να λέει «όχι, δεν είναι αυτό που ήθελα αυτό που έκανα»… Να μπορεί να προχωράει, να επιμένει, να δουλεύει, να γράφει και να ξαναγράφει, να διορθώνει και κάθε φορά να απαιτεί από τον εαυτό του ακόμη μεγαλύτερη προσπάθεια. Μόνο έτσι μπορεί κάποιος να φτάσει στην τελειότητα. Αυτό όμως σπάνια είναι έμφυτο. Είναι μια νοοτροπία την οποία αποκτούμε από τη στιγμή που θα αφοσιωθούμε απόλυτα σε αυτό που θα επιλέξουμε ως επάγγελμα. Από τη στιγμή που το επάγγελμά μας θα γίνει η ζωή μας. Για μένα αυτό είναι το μυστικό της μεγαλοσύνης σε ό,τι κι αν κάνουμε. Να ζούμε γι αυτό που κάνουμε. Συγγραφέας σημαίνει συγκεκριμένος τρόπος ζωής.

– Πώς καταλαβαίνει κάποιος ότι θα γίνει συγγραφέας;
Νομίζω ότι ξεκινάει από ένα είδος δυσφορίας που τον οδηγεί στο να αισθάνεται έλξη για οτιδήποτε έχει να κάνει με τη φαντασία και το όνειρο. Βέβαια, πριν απ’ όλα, για να γίνει κάποιος συγγραφέας πρέπει να έχει υπάρξει καλός αναγνώστης. Η πηγή αυτού του επαγγέλματος είναι το διάβασμα.

– Πώς καταφέρνει κάποιος να αποκτήσει «υπογραφή»; Να διαβάζουμε δηλαδή ένα μυθιστόρημά του και χωρίς να ξέρουμε ποιος το έγραψε να καταλαβαίνουμε ότι είναι δικό του – του Λιόσα, του Τολστόι, του Φλομπέρ…
Νομίζω ότι η υπογραφή του συγγραφέα υπάρχει στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται την ανθρώπινη πραγματικότητα, τις ανθρώπινες σχέσεις, το πώς οι άνθρωποι διαμορφώνονται αλλά και παραμορφώνονται στη ζωή τους… Αυτή η οπτική ενσωματώνεται στο στυλ. Κάθε συγγραφέας προσεγγίζει με ένα συγκεκριμένο ύφος όλα αυτά, τα περιγράφει με έναν συγκεκριμένο τρόπο που έχει να χειρίζεται τις λέξεις και από την άλλη τα χρησιμοποιεί ως υλικά για να «χτίσει» μια ιστορία. Σε τελική ανάλυση περί αρχιτεκτονικής πρόκειται. Πώς καταλαβαίνουμε βλέποντας ένα κτίριο ποιου αρχιτέκτονα είναι; Έτσι και στη συγγραφή… Από εκεί και πέρα, αυτό που καθορίζει τη συγγραφική προσωπικότητα ενός ανθρώπου είναι η γλώσσα που χρησιμοποιεί, αυτή είναι που του δίνει το ιδιαίτερο στίγμα που τον κάνει να ξεχωρίζει.

– Ένας μεγάλος συγγραφέας γεννά ερωτήματα ή δημιουργεί στον αναγνώστη το αίσθημα ότι κατέχει τις απαντήσεις; Η σχέση ανάμεσα στον συγγραφέα και στον αναγνώστη είναι μια σχέση συνομιλίας ή συμφωνίας;
Δεν πιστεύω ότι ένας δημιουργός είναι απαραίτητα και ένας διανοητής. Απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα αναζητούν συνήθως οι φιλόσοφοι. Αυτό που μπορεί να κάνει ένας συγγραφέας σε ορισμένες περιπτώσεις είναι να ρίξει λίγο φως σε κάποιες απαντήσεις. Πάντως η επιτυχία ενός λογοτεχνικού έργου δεν κρίνεται από το πόσο καταφέρνει να λύσει προβλήματα, αλλά από το πόσο καταφέρνει να σε αποσπάσει από την καθημερινότητα και να σε παρασύρει σε μιαν άλλη ζωή, πιο πλούσια, πιο μυστηριώδη, πιο βαθιά και από την άλλη πιο οργανωμένη, πιο ξεκάθαρη και πιο κατανοητή από την πραγματική ζωή.

– Είναι μιας μορφής εξουσία η τέχνη της γραφής;
Κατά κάποιον τρόπο ναι, εφόσον δεν περιορίζουμε την έννοια της λέξης «εξουσία» στην πολιτική της διάσταση. Η τέχνη αποτελεί “εξουσία” με την έννοια ότι βοηθάει τον άνθρωπο να αμύνεται ενάντια στη στέρηση, στη θλίψη, στη δυστυχία… Όταν νιώθω στενοχωρημένος, μελαγχολικός ή πικραμένος και μπω μέσα στον κόσμο της φαντασίας, ο οποίος έχει τη δύναμη να με συνεπαίρνει, αυτός είναι ένας τρόπος να αμύνομαι απέναντι στη στενοχώρια, στη μελαγχολία, στη δυστυχία. Με αυτή την έννοια, ναι, η τέχνη είναι μια μορφή εξουσίας που σου επιτρέπει να αμύνεσαι. Το να πιστέψει κάποιος ότι είναι εξουσία με την πολιτική ή την κοινωνική έννοια του όρου ή ότι αποτελεί προϊόν άμεσης ανταλλαγής, αυτό θα ήταν αφέλεια. Δεν πιστεύω ότι η λογοτεχνία δεν έχει τίμημα. Θεωρώ ότι επιδρά με διάφορους τρόπους στη ζωή μας και αυτό το γνωρίζω από προσωπική πείρα. Η ζωή μου θα ήταν πολύ πιο μέτρια, πολύ πιο θλιβερή, πολύ πιο φτωχή αν απουσίαζαν από αυτήν τα μεγάλα λογοτεχνικά έργα που έχω διαβάσει.

– Μπορούμε να πούμε ότι η καλή λογοτεχνία έχει τη δύναμη να μας κάνει πιο ευτυχισμένους;
Όχι. Δεν πιστεύω ότι η λογοτεχνία έχει τη δύναμη να κάνει τους ανθρώπους πιο ευτυχισμένους. Το αντίθετο μάλιστα· θεωρώ ότι μας κάνει πιο ευαίσθητους απέναντι στη δυστυχία.

– Γιατί το λέτε αυτό;
Γιατί αν έρθει κάποιος σε επαφή με έναν κόσμο όπου κυρίαρχα στοιχεία είναι η ομορφιά, η τελειότητα και ο πλούτος των συναισθημάτων, επιστρέφοντας στην πραγματικότητα θα ανακαλύψει τη μετριότητα και τη φτώχεια που χαρακτηρίζουν τη ζωή μας σε σύγκριση με αυτά που μας χαρακτηρίζουν όταν ονειρευόμαστε ή όταν δημιουργούμε άλλους κόσμους με τη βοήθεια της τέχνης. Γι αυτό η λογοτεχνία είναι ένα εργαλείο που κάνει τον άνθρωπο να μη νιώθει ποτέ ικανοποιημένος. Από την άλλη, είναι και η ίδια προϊόν αυτής της τάσης του ανθρώπου να μένει πάντα ανικανοποίητος. Στην ουσία η λογοτεχνία δημιουργεί στον άνθρωπο μια δυσφορία η οποία λειτουργεί ως πηγή πολιτικού και κοινωνικού αντικομφορμισμού.

– Ποια είναι η βασική διαφορά πολιτικής εξουσίας και εξουσίας της τέχνης;
Μα η πολιτική εξουσία έχει άμεση σχέση με την πραγματικότητα, με την πρακτική διάσταση της ζωής. Αυτή προσπαθεί να οργανώσει και αυτήν εκπροσωπεί. Η τέχνη και η λογοτεχνία, από την άλλη, για μένα λειτουργούν ως το αντιστάθμισμα αυτής της μορφής εξουσίας. Η τέχνη και η λογοτεχνία από τη στιγμή που μπορούν να εξελίσσονται ελεύθερα έχουν τη δυνατότητα να μας αποδεικνύουν τα όρια της πραγματικής εξουσίας στοχεύοντας στο να προσφέρουν στον άνθρωπο ένα είδος ικανοποίησης που ούτε η πραγματικότητα ούτε η εξουσία μπορούν να του προσφέρουν. Ακόμη και όταν αυτό δεν είναι μέσα στις προθέσεις ενός συγγραφέα, η λογοτεχνία αναπόφευκτα μας δείχνει ότι η ζωή που ζούμε και η καθημερινότητα σχεδόν ποτέ δεν είναι σε θέση να ικανοποιήσουν τα όνειρα και τις φιλοδοξίες μας. Ίσως γι’ αυτό η πολιτική εξουσία να προσπαθούσε ανέκαθεν να ελέγξει τη λογοτεχνική και καλλιτεχνική δημιουργία χρησιμοποιώντας διάφορες μεθόδους, όπως η λογοκρισία και η τιμωρία καλλιτεχνών οι οποίοι ξεπερνούσαν κάποια όρια ή παρέβαιναν ορισμένους κανόνες. Το ίδιο έκανε και η θρησκευτική εξουσία, η οποία ανέκαθεν λειτουργούσε δύσπιστα απέναντι σε όλες τις μορφές τέχνης. Στη Λατινική Αμερική, η Ιερά Εξέταση είχε απαγορεύσει το μυθιστόρημα – μοναδική περίπτωση στην ιστορία της ανθρωπότητας που ένα συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος τελεί υπό απαγόρευση για τρεις αιώνες! Και αυτό επειδή η Ιερά Εξέταση είχε την άποψη ότι είναι ένα είδος το οποίο λειτουργεί ανατρεπτικά, ένα είδος που προκαλεί στον άνθρωπο πνευματική ανησυχία αποτελώντας συγχρόνως τροχοπέδη στην άσκηση του κοινωνικού ελέγχου. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι της εξουσίας που το είδαν έτσι είχαν δίκιο, είχαν καταλάβει πολύ καλά τον όντως ανατρεπτικό ρόλο που μπορούν να παίξουν η τέχνη και η λογοτεχνία.

– Ποιο είναι το μεγαλύτερο όπλο του ανθρώπου απέναντι στην πολιτική εξουσία;
Πιστεύω ότι η καλύτερη άμυνα απέναντι στην πολιτική εξουσία, κάθε φορά που αυτή ξεπερνάει τα όρια λειτουργώντας αυταρχικά, είναι η λογική… Ίσως το καλύτερο μάθημα που έδωσε η αρχαία Ελλάδα σε όλον τον κόσμο. Οι δικτατορίες, όπως και κάθε μορφή εξουσίας που βασίζεται στον αυταρχισμό, δεν λειτουργούν ποτέ λογικά. Αντιθέτως, η λειτουργία τους βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην έλλειψη λογικής – στον φόβο, στην άγνοια, στη λανθασμένη γνώση… Μόνο έτσι χειραγωγούνται τα φαντάσματα και οι δαίμονες του ανθρώπινου πνεύματος. Για να αμυνθεί κανείς απέναντι σε όλα αυτά το καλύτερο όπλο είναι η λογική, η γνώση, η εξυπνάδα… Με λίγα λόγια, το ορθολογιστικό πνεύμα, το οποίο σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσαμε να το διαχωρίσουμε από την πλουραλιστική αντιμετώπιση της ζωής, από τη συνύπαρξη που δεν νιώθει να κινδυνεύει από τις διαφορές και, κυρίως, από τον ρεαλισμό. Η λογική μας δείχνει ως ποιο σημείο μπορούμε να φθάσουμε, τι μπορούμε να κάνουμε. Αυτή είναι και η μεγάλη της διαφορά με την τέχνη. Στη λογοτεχνία η λογική μπορεί να πηγαίνει χέρι χέρι με το παράλογο, γιατί στη φαντασία δεν υπάρχουν όρια. Μέσα στην κοινωνία όμως, αν θέλουμε να αποφύγουμε τη βία και την καταστροφή, οφείλουμε να είμαστε πρακτικοί.

– Αν είναι έτσι, τότε γιατί ο κόσμος για μεγάλα χρονικά διαστήματα παρασύρεται από το παράλογο, από αυτή την έλλειψη λογικής που χαρακτηρίζει τα πολιτεύματα όπως οι δικτατορίες;
Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Η ιστορία της ανθρωπότητας, βλέπετε, δεν είναι συγχρόνως η ιστορία του μυαλού ή της λογικής. Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει· το μεγαλύτερο μέρος από την ιστορία της ανθρωπότητας έχει ταυτιστεί με την ιστορία του παραλόγου. Η λογική είναι μια ηρωίδα η οποία άρχισε να παίζει κεντρικό ρόλο σχετικά πρόσφατα και αυτό όχι σε όλον τον κόσμο ούτε σε σταθερή βάση. Ακόμη και στο πλαίσιο της δυτικής κουλτούρας, η οποία έχει χτιστεί κατ’ εξοχήν στη βάση της λογικής, έχουμε δει να ανθούν φαινόμενα όπως ο Χίτλερ, τα οποία χαρακτηρίζονται από παντελή έλλειψη λογικής. Και αυτό δεν ήταν κάτι που χαρακτήριζε μόνο τον Χίτλερ, αλλά όλον τον γερμανικό λαό. Όλη η γερμανική κοινωνία μπήκε σε αυτό το παιχνίδι του παραλόγου και το έπαιξε μέχρι τέλους. Τη θέση της λογικής πήραν φαντάσματα και δαίμονες. Το ίδιο πράγμα συνέβη και στη Ρωσία του Στάλιν και στην Κίνα του Μάο… Ο ίδιος δαίμονας όχι μόνο πήρε τη θέση της λογικής, αλλά ορισμένες φορές τη χρησιμοποίησε και ως κάλυψη. Παρ’ ότι λοιπόν η λογική είναι ο καλύτερος τρόπος για να αμυνθούμε ενάντια στη βία, ακόμη και σήμερα η πλειονότητα των χωρών σε όλον τον κόσμο δεν θα μπορούσε εύκολα να μας πείσει ότι πολιτικά τουλάχιστον λειτουργεί βάσει λογικής.

– Πάντως, η ιστορία της Ελλάδας, αλλά και άλλων χωρών, έχει δείξει ότι αυτοί που παρέσυραν τον κόσμο – και δεν μιλάω μόνο για δικτάτορες αλλά και για ανθρώπους που έδρασαν μέσα στη δημοκρατία – ήταν άνθρωποι οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό, εκτός από το παράλογο, στόχευαν και στο συναίσθημα. Εσείς το δέχεστε αυτό;
Εξαρτάται από το τι εννοεί κανείς όταν μιλάει για συναίσθημα. Αν μιλάμε, φέρ’ ειπείν, για το πάθος, σαφώς αποτελεί μέρος της προσωπικότητας ενός ανθρώπου και υπό αυτή την έννοια δεν θα μπορούσαμε να το αποποιηθούμε. Το πρόβλημα είναι ότι, αν λειτουργούμε μόνο με τα πάθη μας, τότε η λογική εξαφανίζεται και αναπόφευκτα τη θέση της παίρνει η βία. Το ιδανικό θα ήταν όχι να αρνηθεί κανείς τα συναισθήματα και τα πάθη του, αλλά να τα θέσει στην υπηρεσία του μυαλού και της λογικής που κανονικά πρέπει να διέπουν τη λειτουργία της πόλης με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου, δηλαδή της κοινωνίας. Την άλλη διάσταση, που αφορά τον αυθορμητισμό, το συναίσθημα, το ένστικτο, καλό θα ήταν να τη φυλάξουμε για τα υπόλοιπα, για την προσωπική μας ζωή, για την τέχνη, για τη λογοτεχνία, για τους τομείς εκείνους, δηλαδή, στους οποίους κατευθύνουμε εμείς τα πράγματα, γινόμαστε εμείς τα αφεντικά της μοίρας μας. Θεωρώ ότι μια τέτοιου είδους ισορροπία είναι εφικτή. Απόδειξη αυτού αποτελεί το γεγονός ότι επετεύχθη αρκετές φορές μέσα στην ιστορία. Για εμένα αυτή η ισορροπία αποτελεί τη βάση του δημοκρατικού πνεύματος. Αυτό σημαίνει δημοκρατία: ο θρίαμβος της λογικής επί του παραλόγου. Χωρίς όμως η διάσταση του παραλόγου να καταργείται εντελώς, αφού αποτελεί και αυτή κομμάτι της ανθρώπινης ύπαρξης. Όσες φορές η λογική παίζει ηγετικό ρόλο η βία μειώνεται στο ελάχιστο και ο πολιτισμός προχωρεί.

– Εσείς, όντως ένας τόσο λογικός άνθρωπος, για ποιο λόγο πιστεύετε ότι δεν πείσατε πολιτικά; Τι ήταν αυτό που σας έκανε να χάσετε την προεδρία του Περού όταν τη διεκδικήσατε;
Μάλλον το γεγονός ότι η λογική για εμένα δεν είναι απαραιτήτως κάτι ελκυστικό. Θα έλεγα μάλιστα το αντίθετο: ότι ορισμένες φορές η έλλειψη λογικής είναι εκείνη που φαντάζει πολύ ελκυστική.

– Σε εσάς ήταν το πρόβλημα ή στον λαό;
Όχι, θα ήταν υπερφίαλο να υποστηρίξω ότι έχασα τις εκλογές εξαιτίας της υπέρμετρης λογικής μου. Σίγουρα έκανα πολλά λάθη, αλλά εκείνο που βασικά μου έλειπε πιστεύω ότι ήταν αυτό το οποίο έχω πολύ έντονο σε σχέση με τη λογοτεχνία: η όρεξη, η θέληση. Η λογοτεχνία σε εμένα λειτουργεί λίγο σαν εμμονή. Όσο καιρό ασκούσα πολιτική, το έκανα χωρίς να συμμετέχει σε αυτό η ψυχή μου. Το έκανα απλώς επειδή πίστευα ότι ήταν ένας τρόπος να βοηθήσω την πατρίδα μου τη δεδομένη χρονική στιγμή. Δυστυχώς όμως απουσίαζε η ψυχή μου, ενώ αντιθέτως κάθε φορά που γράφω η ψυχή μου είναι παρούσα. Γι’ αυτό και θα μετανιώνω σε όλη την υπόλοιπη ζωή μου που ανακατεύτηκα με την πολιτική.

– Ως συγγραφέα, σας επηρέασε καθόλου το γεγονός ότι προσπαθήσατε να εμπλακείτε στην πολιτική;
Θα σας απαντήσω χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα το τελευταίο μου βιβλίο. Το βιβλίο αυτό δεν θα το είχα γράψει έτσι όπως το έγραψα αν δεν είχα ζήσει την εμπειρία της ενασχόλησης με την πολιτική. Παρ’ ότι πάντα ασχολιόμουν με την πολιτική, το τι ακριβώς εστί πολιτική το κατάλαβα μόνο όταν έθεσα υποψηφιότητα.

– Τι εστί πολιτική;
Τρία χρόνια έζησα την πολιτική εκ των έσω, γεγονός που με έκανε να γνωρίσω καλύτερα τους μηχανισμούς. Όλα αυτά για έναν διανοούμενο που ασχολείται με την πολιτική σε καθαρά θεωρητικό επίπεδο φαντάζουν πράγματα πολύ μακρινά. Θεωρώ λοιπόν ότι αυτή η εμπειρία με έκανε πιο πλούσιο ως άνθρωπο, διεύρυνε και πλούτισε τις απόψεις μου περί πολιτικής και εξουσίας.

– Πιστεύετε ότι την ιστορία τη γράφουν οι λαοί ή οι ηγέτες τους;
Η ιστορία γράφεται από επαγγελματίες ιστορικούς οι οποίοι, όπως και να ’χει, δίνουν μια μεταγενέστερη εκδοχή των ιστορικών γεγονότων και, πάντως, σίγουρα μεροληπτική. Την αληθινή ιστορία, με την έννοια αυτού που πραγματικά συνέβη, είναι αδύνατον να τη μάθουμε διότι, εκτός από άκρως υποκειμενική, είναι πολυδιάστατη. Ακόμη λοιπόν και η πιο καλογραμμένη ιστορία παραμένει πάντα μεροληπτική. Για εμένα το κενό που μένει το καλύπτει πάνω απ’ όλα η λογοτεχνία. Γι’ αυτό μ’ αρέσει τόσο πολύ ο ορισμός που έδωσε για το μυθιστόρημα ο Μπαλζάκ στον πρόλογο της “Ανθρώπινης Κωμωδίας”: «Μυθιστόρημα είναι η προσωπική (ιδιωτική) ιστορία ενός έθνους». Για εμένα είναι ο πιο σωστός, ο πιο ακριβής ορισμός που έχει δοθεί ποτέ για το μυθιστόρημα. Οι ιστορίες του μυαλού μας αφηγούνται αυτά που η επίσημη ιστορία δεν θα μπορέσει ποτέ να αφηγηθεί, επειδή δεν υπάρχουν οι μαρτυρίες. Υπάρχει λοιπόν μια διάσταση της ζωής την οποία μπορούμε να προσεγγίζουμε μόνο υποκειμενικά.

– Αλήθεια, πώς ήταν το περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώσατε;
Ως τα δέκα μου ζούσα στη Βολιβία, μέσα σε μια τεράστια οικογένεια που την αποτελούσαν γιαγιάδες, παππούδες, θείοι, θείες, ξαδέρφια. Αυτά ήταν ίσως τα πιο ευτυχισμένα χρόνια της ζωής μου, η χρυσή περίοδος. Έπαιζα διαρκώς, μου έκαναν όλα τα χατίρια και _το πιο σημαντικό_ απουσίαζε από τη ζωή μου ο φόβος. Οι γονείς μου είχαν χωρίσει, αλλά επειδή η οικογένειά μου ήταν καθολική, μου το έκρυψαν, αφήνοντάς με να πιστεύω ότι ο πατέρας μου είχε πεθάνει.

– Είναι αληθινή αυτή η σκηνή που αφηγείστε στην αυτοβιογραφία σας, όπου η μητέρα σας σάς πηγαίνει να συναντήσετε τον πατέρα σας;
Ναι, έτσι συνέβη _μόνο που αυτό έγινε αργότερα. Όταν ανακάλυψα ότι ο πατέρας μου δεν είχε πεθάνει, η ζωή μου άλλαξε εντελώς. Ως τότε όμως ήταν σαν να ζούσα στον Παράδεισο· έκανα ό,τι ήθελα, η οικογένειά μου δεχόταν όλα τα καπρίτσια μου και, φυσικά, μέσα σε όλα υπήρχε το διάβασμα, το οποίο έκανε τη ζωή μου ακόμη πιο πλούσια. Σε ηλικία δέκα ετών, όταν έμαθα ότι ζούσε ο πατέρας μου, ήρθα για πρώτη φορά αντιμέτωπος με την πραγματικότητα – γιατί αυτό που ζούσα ως τότε δεν ήταν η πραγματικότητα. Έτσι δεν είναι; Ο Παράδεισος δεν έχει καμιά σχέση με την αληθινή ζωή. Ανακάλυψα λοιπόν την πραγματικότητα και αυτό το χρωστάω στον πατέρα μου, ο οποίος μου έδειξε πώς είναι ο αληθινός κόσμος. Όχι ότι αυτό που ανακάλυψα ήταν ευχάριστο. Όλοι γνωρίζουμε ότι η πραγματικότητα είναι δυσάρεστη. Σε εκείνη τη φάση λοιπόν η λογοτεχνία έγινε το καταφύγιό μου. Έπαψα να είμαι απλώς ένας ενθουσιώδης αναγνώστης, το παιδί που διαβάζει από απόγνωση. Το διάβασμα μου επέτρεπε να δραπετεύω από τον αυταρχισμό του πατέρα μου, για τον οποίο ένιωθα απέχθεια. Ο φόβος που μου ενέπνεε αυτός ο άνθρωπος με έκανε να νιώθω μοναξιά. Στη Λίμα, όπου πήγα τότε με τους γονείς μου, ένιωθα ξένος. Απομονώθηκα. Έτσι, η λογοτεχνία έγινε η πατρίδα μου, το καταφύγιό μου, οι φίλοι μου… Σε αυτή δραπέτευα γιατί έβρισκα πολύ μεγαλύτερο πλούτο και ενδιαφέρον από ό,τι στην πραγματική ζωή. Γι’ αυτό έγινα συγγραφέας, νομίζω. Αν δεν είχαν έρθει έτσι τα πράγματα, πιθανόν να μην είχα γίνει ποτέ…

– Αλήθεια, πώς νιώσατε όταν είδατε πρώτη φορά τον πατέρα σας;
Ήταν σαν να ζούσα την “Αποκάλυψη”. Ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά μου ζωντανός ένας άνθρωπος τον οποίο επί δέκα χρόνια θεωρούσα νεκρό. Ενώ τον φανταζόμουν νέο, αυτός ήταν γέρος. Ως τότε ο πατέρας μου ήταν για μένα θεός, ένας άγγελος – έτσι τον είχα πλάσει με το μυαλό μου. Και ξαφνικά βρέθηκα μπροστά σε έναν δαίμονα, σε έναν άνθρωπο αυταρχικό, ο οποίος δεν μου έκανε ποτέ τα χατίρια. Ήταν τεράστιο το σοκ – και ουσιαστικά δεν συνήλθα ποτέ. Ποτέ δεν προσαρμόστηκα σε αυτή την εικόνα, ποτέ δεν κατάφερα να αποκτήσω καλές σχέσεις μαζί του. Από την άλλη όμως οφείλω να παραδεχθώ ότι χάρη στον πατέρα μου ανακάλυψα τη “χώρα” στην οποία ανήκω. Με έστειλε σε στρατιωτική σχολή. Ζούσαμε σε έναν κόσμο όπου κυριαρχούσε η μεσαία αστική τάξη. Και αυτός ο κόσμος σε σύγκριση με το υπόλοιπο Περού ελάχιστη σχέση είχε με την πραγματικότητα. Όταν λοιπόν πήγα στη σχολή ανακάλυψα το πραγματικό Περού: το Περού των φτωχών, το Περού των Ινδιάνων, των μαύρων. Είδα ότι το πορτρέτο της περουβιανής κοινωνίας _κοινωνίας έτοιμης να εκραγεί υπό το βάρος ενός αυταρχικού στρατιωτικού καθεστώτος_ το σκιαγραφούσαν οι προκαταλήψεις, τα άσχημα συναισθήματα, η μνησικακία. Και αυτή η διαπίστωση ήταν ακόμη ένα τραύμα που ήρθε να προστεθεί σε όσα με σημάδεψαν εκείνη την εποχή. Χάρη σ’ αυτό το σοκ όμως βρήκα το θέμα για το πρώτο μου μυθιστόρημα, την πρώτη μεγάλη περιπέτεια της ζωής μου. Πάντα ονειρευόμουν περιπέτειες και να που από τη θέση του αναγνώστη βρέθηκα στη θέση του συγγραφέα και ζούσα τη δική μου περιπέτεια, αυτή που εγώ είχα γράψει. Και τότε όλη η ζωή μου οργανώθηκε έτσι ώστε τα γραπτά μου να τα τροφοδοτούν οι εμπειρίες μου. Για όλα αυτά οφείλω να ομολογήσω ότι υπεύθυνος είναι ο πατέρας μου.

– Σας έχει συμβεί οι ήρωες ενός μυθιστορήματος στην αρχή να μοιάζουν με πραγματικούς και στην πορεία να αποκτούν εξαιτίας σας κάποια χαρακτηριστικά τα οποία τους διαχωρίζουν από τους πραγματικούς ήρωες;
Στη δική μου περίπτωση συμβαίνει συνήθως το αντίθετο. Στην αρχή οι ήρωες μοιάζουν με σκιές, με φαντάσματα, δεν έχουν συνέχεια ούτε προφίλ. Μου φαίνονται απόμακροι, ψεύτικοι, σαν να μην υπάρχει ζωή μέσα τους… Για να μπορέσεις να τους ζωντανέψεις χρειάζεται πολλή δουλειά. Δουλειά και υπομονή.

– Πιάνετε τον εαυτό σας κατά τη διάρκεια της συγγραφής ενός μυθιστορήματος να διαφωνείτε με τους ήρωες;
Υπάρχουν φορές που γράφουμε για χαρακτήρες για τους οποίους νιώθουμε απέχθεια. Γράφω, π.χ., σε ένα βιβλίο μου για κάποιον ο οποίος αντιπροσωπεύει το απόλυτο κακό. Όσο διαρκεί η συγγραφή του μυθιστορήματος είμαι υποχρεωμένος να συνυπάρχω με αυτόν τον άνθρωπο, ο οποίος για μένα είναι τέρας. Σιγά σιγά όμως ακριβώς μέσα από αυτή τη συνύπαρξη το τέρας εξανθρωπίζεται. Αν δεν προσεγγίσουμε έναν χαρακτήρα και δεν προσπαθήσουμε να τον κάνουμε πιο ανθρώπινο, δεν αποκτά ποτέ ζωή. Παραμένει τεχνητό κατασκεύασμα, ιδέα.

– Μετά το τέλος ενός μυθιστορήματος τι γίνονται οι ήρωες; Τους συναντάτε ξανά;
Φεύγουν, σιγά σιγά απομακρύνονται. Είναι μια αίσθηση πολύ περίεργη που ομολογώ ότι δεν μου αρέσει καθόλου. Γι’ αυτό κάθε φορά που τελειώνω ένα μυθιστόρημα ξεκινάω αμέσως να κάνω σχέδια για το επόμενο.

– Μέσα σε όλη αυτή την ασφάλεια της εποχής μας, πού θα κατατάσσατε τον εαυτό σας πολιτικά;
Ξέρετε, αρθρογραφώ καθημερινά, ακριβώς για να μπορώ μέσα από τα άρθρα μου να κρατάω επαφή με τις απόψεις μου, να μπορώ δηλαδή να τις αναθεωρώ και να τις επανακαθορίζω. Σε γενικές γραμμές θα χαρακτήριζα τον εαυτό μου δημοκράτη, με την έννοια ενός ανθρώπου που τάσσεται εναντίον κάθε μορφής δικτατορίας, είτε αυτή προέρχεται από τη Δεξιά είτε από την Αριστερά. Θεωρώ αισχρό το να βάζεις από τη μια το Ολοκαύτωμα και από την άλλη τα γκουλάγκ σαν να πρόκειται για δύο διαφορετικές καταστάσεις. Για εμένα και τα δύο είναι τερατώδη, απάνθρωπα. Γι αυτό υπεραμύνομαι της δημοκρατίας, η οποία μπορεί να έχει πολλές ατέλειες, είναι όμως ένα σύστημα το οποίο μπορεί να διορθωθεί και να γίνει καλύτερο. Είναι το μόνο σύστημα που, παρ’ όλους τους περιορισμούς του, κατάφερε καλύτερα από κάθε άλλο να περιορίσει τη βία στις ανθρώπινες σχέσεις, να προασπίσει στοιχειωδώς τα ανθρώπινα δικαιώματα και να ανυψώσει το επίπεδο της ανθρώπινης ύπαρξης. Μπορεί να απέχουμε πολύ από την τελειότητα – το πιο πιθανό είναι να μην μπορέσουμε ποτέ να την αγγίξουμε. Αν υπερασπιζόμαστε όμως αδιαλείπτως τις αξίες της δημοκρατίας, μπορούμε τουλάχιστον να προσεγγίσουμε την τελειότητα, σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Κάπως έτσι θα περιέγραφα τις πολιτικές μου θέσεις, οι οποίες δεν είναι ούτε αυστηρές ούτε αμετακίνητες, αλλά επανακαθορίζονται καθημερινά ανάλογα με τα προβλήματα που ανακύπτουν. Δεν είναι εύκολο. Η ανθρωπότητα προσφάτως έχει έρθει αντιμέτωπη με προβλήματα τα οποία δεν έχουμε ακόμη την πνευματική υποδομή για να τα αντιμετωπίσουμε όπως πρέπει.

– Έχετε σκεφθεί ποτέ ότι μπορεί τα βιβλία σας να διαβάζονται και από φασίστες;
Σαφώς θεωρώ ότι ένα βιβλίο μπορεί να διαβαστεί από τον οποιονδήποτε – από φασίστες, κομμουνιστές, δημοκράτες, χριστιανοδημοκράτες… (γέλια). Πιστεύω ότι η ανάγνωση, ειδικά ενός μυθιστορήματος, μοιάζει πολύ με τη συγγραφή του. Είναι μια διαδικασία στην οποία δεν συμμετέχουν μόνο οι ιδέες και οι πεποιθήσεις ενός ανθρώπου, αλλά το μυστικό κομμάτι της προσωπικότητάς του, στο οποίο μεταφέρονται τα μηνύματα ενός έργου τέχνης ή ενός λογοτεχνικού έργου. Γι αυτό δεν πρέπει να έχει κανείς προκαταλήψεις. Θα μου άρεσε πάρα πολύ αν όλος ο κόσμος διάβαζε τα βιβλία μου.

– Αν αυτή τη στιγμή σάς έκανε κάποιος την αφελή ερώτηση «ποια αξία βρίσκετε σε όλο αυτό το φαινόμενο της ζωής; Για ποιο λόγο αξίζει να ζούμε;», τι θα του απαντούσατε; Τι έχετε καταλάβει ως σήμερα από τη ζωή;
Εγώ; (γέλια) Πιστεύω ότι αυτή είναι μια εκτίμηση καθαρά υποκειμενική. Υπάρχουν άνθρωποι που μπορεί να πιστεύουν ότι τη ζωή δεν αξίζει να τη ζεις. Θα σεβόμουν πάρα πολύ έναν άνθρωπο ο οποίος, συνεπής σε αυτή την άποψή του, καταλήγει στην αυτοκτονία. Προσωπικά όμως ως σήμερα δεν συμμερίστηκα ποτέ αυτή την άποψη. Τη ζωή, όπως και να ’χει, αξίζει να τη ζεις. Δεν λέω ότι δεν υπάρχει δυστυχία. Υπάρχει όμως και ευτυχία. Η ζωή είναι γεμάτη εντάσεις και πλούτο _συναισθημάτων, αισθήσεων_ ο οποίος για εμένα αντισταθμίζει σε μεγάλο βαθμό και τη δυστυχία και την κακοτυχία και τις περιόδους της απόλυτης αδράνειας που διανύει ένας άνθρωπος. Αν τώρα καταλήξει κανείς σε αυτό το τρομερό συμπέρασμα, ότι δεν αξίζει τον κόπο να ζει κανείς, είναι δικαίωμά του…

– Αν ξαφνικά τα ξεχνάγαμε όλα, χάνετε την μνήμη σας, σας έβρισκε μια ιδιότυπη αμνησία… τι δε θα θέλατε να ξεχάσετε;
Να διαβάζω. Είναι το σημαντικότερο πράγμα της ζωής μου. Το διάβασμα! Οτι έμαθα να διαβάζω.

– Σας ευχαριστώ πολύ.
Και εγώ.

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο FacebookBluesky και Instagram.