Μεσημέρι Κυριακής, ξαπλωμένοι όλοι στο διπλό κρεβάτι της μαμάς και του μπαμπά μπροστά στην τηλεόραση. Ανάμεσα στα πόδια μας λευκές χαρτοσακούλες γεμάτες σπόρια. Τα «κρατς κρατς» μπερδεύονταν με τα γέλια και τα κλάματα, με τον Παπαγιαννόπουλο και τις θρυλικές ατάκες του, με τον Μακρή και τον Ξανθόπουλο, με τα βάσανά τους, με την Καρέζη και τη Βουγιουκλάκη, τις μαυρόασπρες απολαύσεις μας. Σχόλια για το τι θα πει αμέσως μετά τη Βλαχοπούλου και τον Κωνσταντάρα η Σαπφώ Νοταρά, να και ο Αλεξανδράκης με την Μπεάτα σε πρώτο πλάνο, ο Διανέλλος «μπαμπάς» και «πατέρας» μαζί. Για το καλό όλων μας αυτοί οι ήρωες των υπέροχων ελληνικών ταινιών του παλιού εμπορικού κινηματογράφου έπρεπε σε διάρκεια μιας ώρας να πάνε δύο και τρεις φορές στα μπουζούκια και μαζί με αυτούς και εμείς, νοητά αλλά και πραγματικά. Πραγματικά, γιατί μόλις «έσκαγαν» στη μικρή μας οθόνη ο Ζαμπέτας, ο Χιώτης, η Μαίρη Λίντα, ο Καζαντζίδης με το άλλο μισό του, τη Μαρινέλλα, εμείς πιάναμε ως οικογένεια το τραγούδι και δεν τελειώναμε παρά αργά το βράδυ.

Αυτή ήταν η ζωή μας και αυτοί ήταν οι συγκάτοικοι της Κυριακής μας! Με αυτούς μεγαλώσαμε. Σήμερα, λοιπόν, καλεσμένη σε αυτές τις σελίδες, μια κυρία που στην ηλικία του εξωφύλλου μας μάς έπαιρνε με τη φωνή της και μας πήγαινε στο γλέντι κάθε Κυριακή. Η Μαρινέλλα ήταν το σεγκόντο της μεγαλύτερης λαϊκής φωνής τότε, του Στέλιου Καζαντζίδη. Μετά τη χάσαμε και η οικογένεια την ξαναείδε με τον Χατζή στην Πλάκα, μόνη της στο Rex… Τελευταία τη χαρήκαμε στο Μέγαρο να τραγουδάει σαν παιδί και να χαίρεται που έκλεισε τα 60 της! Το περασμένο καλοκαίρι τραγούδησε στο Ηρώδειο και πάλι ήταν υπέροχη, είπε και ξένα τραγούδια και όλοι έλεγαν: «Τελικά είναι μοναδική φωνή». Ενας κύριος στα σκαλοπάτια του Ηρωδείου υποστήριζε ότι, «αν τα αγγλικά ήταν η μητρική γλώσσα της Μαρινέλλας, θα ήταν τώρα η πιο ξακουστή φωνή του πλανήτη». Σίγουρα η Μαρινέλλα σήμερα είναι η μεγαλύτερη ελληνική λαϊκή φωνή! Απολαύστε την γιατί καμία μεγάλη φωνή δεν ζει έξω από μια πραγματικά μεγάλη ψυχή!

­- Τελικώς, ωραία τραγουδάτε τα ισπανικά… (γέλια)
Μη γελάτε. Ξέρετε τι τράβηξα όλο το καλοκαίρι για να πω αυτά τα τραγούδια; Δεν έκανα ούτε ένα μπάνιο.

– Γιατί;
Κλείστηκα μέσα στο σπίτι μου και άκουγα διάφορα ξένα τραγούδια για να δω ποια από αυτά θα μπορούσα να συμπεριλάβω στον καινούργιο δίσκο μου, στο καινούργιο πρόγραμμά μου. Το πρόβλημα με μένα είναι ότι δεν μιλάω ξένες γλώσσες και μου φάνηκε βουνό να μάθω τα λόγια, ισπανικά, για να τραγουδήσω. Οταν δεν έχεις ευχέρεια με τη γλώσσα, νιώθεις ότι δεν πατάς πουθενά ή μάλλον δεν ξέρεις πού πατάς και πού βρίσκεσαι.

– Μεγάλη φωνή είναι αυτή που κατοικείται από την ψυχή;
Εγώ έτσι έμαθα. Διότι όλοι οι τραγουδιστές, όταν τους δίνουν ένα καλό τραγούδι, λένε: «Θα το σκίσω». Κανέναν δεν ακούς να λέει: «Θεέ μου, άλλη μία ευκαιρία να βγάλω την ψυχή μου έξω!». Ξεκινάνε όλοι ­ και αν όχι όλοι, οι περισσότεροι ­ από το μυαλό για να κάνουν ό,τι κάνουν. Εγώ έμαθα να ξεκινάω αντίθετα. Πιστεύω ότι δεν επικοινωνούμε με το μυαλό μας αλλά με την ψυχή μας. Στην καριέρα μου έχω πει και τραγούδια τα οποία ήταν τεράστιες βλακείες. Τα έκανα τραγούδια όμως γιατί μπορεί να μην ήταν καλά τραγούδια αλλά εμένα μέσα σε αυτά μου άρεσε μια λέξη ή μια φράση μουσική.

­- Φτάνει μία λέξη μόνο για να κάνετε ένα χαζό τραγούδι υπέροχο;
Για μένα μία μόνο φράση μού έφτανε στη ζωή μου ως τραγουδίστρια για να βγάλω την ψυχή μου.

– Αυτό που λέτε είναι πολύ σημαντικό. Φτάνει μία λέξη να σκεπάσει μια βλακεία;
Ένας τραγουδιστής μπορεί βγάζοντας την ψυχή του να κάνει τον ακροατή να μην ακούει τη βλακεία ενός τραγουδιού, να βάλει μάσκα την ψυχή του στην ανοησία των στίχων ή της μουσικής. Εγώ το έχω κάνει πολλές φορές αυτό γιατί έτυχε να πω πολλά τέτοια τραγούδια στη ζωή μου. Και όχι μόνο τα είπα, αλλά ήμουν και σε θέση να τα υποστηρίξω βάζοντας την ψυχή μου μέσα σε αυτά. Μέσα σε όλα τα τραγούδια που έχω πει βλέπεις την ψυχή μου, ανεξάρτητα από την αξία των τραγουδιών. Να που κολλάει το «πιστεύω», η πίστη που σας έλεγα λίγο πριν. Από τη στιγμή που νιώσω κάτι σε ένα τραγούδι, θα βγει, δεν μπορεί. Και θα βγει σε όλο το τραγούδι και ας με έχει εμπνεύσει εμένα μόνο μία λέξη. Δεν μ’ αρέσει οτιδήποτε γίνεται εγκεφαλικά, είτε είναι τραγούδι είτε είναι υποκριτική τέχνη. Θέλω ο άλλος να μου το λέει μέσα από την καρδιά του, ό,τι και αν μου λέει.

­- Νιώθετε ότι έχετε αδικηθεί ως προς το ρεπερτόριο που έχετε ερμηνεύσει;
Βεβαίως. Δεν το λέω εγώ μόνο. Τώρα πια το λέτε όλοι, οι περισσότεροι πίσω από την πλάτη μου για να μη με στενοχωρήσετε. Αλλά εγώ δεν στενοχωριέμαι για ό,τι μου έχει συμβεί στη ζωή. Αυτό που λέμε όμως είναι κάτι που λειτουργούσε ως διαπίστωση όλα αυτά τα χρόνια.

­- Πλάκα έχει που το παραδέχεστε με αυτή την άνεση… Γιατί αδικηθήκατε;
Κατ’ αρχάς για το ίδιο μου το μυαλό…

­- Τι εννοείτε;
Εννοώ ότι πάνω από όλα φταίει το κεφάλι μου, η ξεροκεφαλιά μου… Ακούστε, επειδή εγώ είμαι ένας άνθρωπος πέρα για πέρα ανεξάρτητος, δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι μπορούσε κάποιος να μου κάνει κουμάντο. ΠΟΤΕ! Με όλα τα γράμματα κεφαλαία και χρυσά.

­- Δεν καταλαβαίνω αυτό τι σχέση έχει με το ρεπερτόριο… (γέλια)
Και όμως έχει σχέση. Οταν όλοι προσπαθούσαν να μπουν σε διάφορες παρεούλες και σε διάφορες κλίκες για να πάρουν ένα καλό τραγούδι, εγώ ήμουν ένα κεφάλι ξερό. (γέλια)

­- Δηλαδή, δεν μπορούσατε τις παρέες και τις κλίκες;
Όχι. Εγώ έλεγα πάντα: «Και γιατί, παρακαλώ, για να πάρω ένα καλό τραγούδι, θα πρέπει να κάνω παρέα με κάποιον συγκεκριμένο άνθρωπο που δεν κάνω κέφι ή θα πρέπει να δώσω κάτι που δεν θέλω ή θα πρέπει να πάω να υποχρεωθώ;». Ήμουν πάρα πολύ αντάρτης πάντα. Από παιδί ήμουν αντάρτης και μοναχικός άνθρωπος ταυτοχρόνως.

­- Η ανταρσία και η μοναξιά πάνε μαζί;
Ναι. Πάντα χέρι χέρι αυτά τα δύο. Γιατί η ανταρσία σε απομονώνει, κακά τα ψέματα. Ό,τι πάει κόντρα στο ρεύμα παντρεύεται τη μοναξιά. Και με αυτά που λέω δεν θέλω ­προς Θεού ­να κάνω την αντιστασιακή. Εγώ έκανα αυτό που μπορούσα στη ζωή μου. Αν δεν μπήκα στις παρέες για ένα τραγουδάκι, δεν ήταν επειδή έκανα έναν αγώνα κατά των παρεών. Απλώς το ξερό μου το κεφάλι έκανε πάντα αυτό που του άρεσε. (γέλια)

­– Υπάρχουν στιγμές που σας ενοχλεί η μοναξιά;
Να σας πω, εγώ έμαθα να ζω με τη μοναξιά και δεν με τρομάζει. Άλλωστε η μοναξιά δεν καταπολεμάται με παρέες. Μοναξιά μπορεί να νιώσουμε και ανάμεσα σε χίλιους ανθρώπους. Όπως άλλες φορές που είμαι μόνη μου στο σπίτι νιώθω σαν να είμαι παρέα με χίλιους. Υπάρχει χώρος, πολύς χώρος, μέσα μου.

­- Με συγχωρείτε που επιμένω αλλά πιστεύετε ότι επειδή δεν μπήκατε στις παρέες της εποχής δεν αξιωθήκατε ένα καλύτερο ρεπερτόριο;
Ναι, δεν λυπάμαι όμως γι’ αυτό ούτε έχω κρατήσει κακία για κανέναν. Δεν ήρθαν άσχημα τα πράγματα για μένα. Και αν το συζητούμε τώρα είναι επειδή το έφερε η κουβέντα. Πιστεύω άλλωστε πως για ό,τι δεν γίνεται στη ζωή μας μόνο εμείς οι ίδιοι φταίμε. Σας είπα και πριν ότι πάνω από όλα φταίει το κεφάλι μου για ό,τι και αν μου συνέβη. Ποτέ δεν ήμουν άνθρωπος που σκεφτόμουν ότι πρέπει να κάνω παρέα με αυτόν για να πετύχω αυτό που θέλω. Μια περίοδο λοιπόν πέρασαν εξαιρετικοί συνθέτες ­ που τώρα πια δυστυχώς δεν υπάρχουν ­ οι οποίοι έδωσαν τα τραγούδια τους σε άλλους τραγουδιστές εκείνης της εποχής, καλούς, πάρα πολύ καλούς. Σε μένα ποτέ δεν σκέφτηκαν να δώσουν τίποτε. Μπορεί εγώ να μην τους έκανα ως τραγουδίστρια. Μπορεί να μην τους πήγαινε η φωνή μου. Ηταν ίσως της μόδας άλλες φωνές τότε. Η Μοσχολιού, π.χ., είχε πολύ σουξέ τότε. Βέβαια μιλάμε για μια εξαιρετική φωνή. Μια ωραία φωνή που έπεσε σε μια πολύ ωραία περίοδο και βεβαίως είπε καταπληκτικά τραγούδια. Έπεσε σε μια πολύ ωραία παρέα από συνθέτες, στιχουργούς, ποιητές και είπε θαυμάσια τραγούδια. Τη στήριξε πολύ και η εταιρεία.

­– Γιατί;
Βοήθησε η συγκυρία. Έπεσε στην περίοδο που η εταιρεία ήθελε να χτυπήσει κάποια άλλη τραγουδίστρια που μεσουρανούσε. Έτσι της πρόσφερε υπέρμετρη υποστήριξη. Αυτό συνέβη πολλές φορές στο παρελθόν και θα συμβεί και στο μέλλον πολλές φορές ακόμη. Θυμάμαι ότι, όταν βγήκε ο Καζαντζίδης, ήταν της μόδας ο Τσαουσάκης. Όχι ακριβώς της μόδας. Ήταν ο μεγαλύτερος εκείνη την εποχή. Έβγαλε λοιπόν η αντίπαλη εταιρεία τον Καζαντζίδη ­ ο οποίος ήταν στα χνάρια του Τσαουσάκη ­για να μπορέσει να χτυπήσει το φαινόμενο Τσαουσάκη. Έτσι δημιουργήθηκε το φαινόμενο Καζαντζίδη. Με άλλα λόγια, για να αντιμετωπισθεί ένα φαινόμενο δημιουργείται ένα νέο. Αυτό συνέβη και με τη Μοσχολιού! Βγήκε στα χνάρια της Πόλυς Πάνου, την εποχή που η Πόλυ Πάνου μεσουρανούσε. Όλοι λίγο πολύ ακολουθούμε κάποιον άλλον. Η Χαρούλα βγήκε για να αντιμετωπισθεί το φαινόμενο Μοσχολιού. Ο Μητσιάς βγήκε στην αναζήτηση ενός νέου Μπιθικώτση, ο Νταλάρας το ίδιο, ο Πουλόπουλος κάτι παρόμοιο. Όλοι λίγο πολύ με κάποιον έμοιαζαν, κάποιον θύμιζαν. Μετά βέβαια ο καθένας πήρε τον δικό του δρόμο και τράβηξε το δικό του ταξίδι.

­- Γιατί δεν συνέβη αυτό και με εσάς;
Δεν ξέρω. Μάλλον δεν τους πήγαινε καλά η φωνή μου. Ήταν αρκετά μοντέρνα ­ παρ’ όλο που κάθισα 10 χρόνια δίπλα στον Καζαντζίδη, ήταν αρκετά νεανική. Ίσως η φωνή μου να μην είχε ποτέ αυτό το έντονο λαϊκό στοιχείο που αναζητούσαν τότε οι συνθέτες. Ο μόνος που πιστεύω ότι κατάλαβε το λαϊκό στοιχείο που έκρυβε η φωνή μου ­το αλλιώτικο λαϊκό στοιχείο που έκρυβε ­ήταν ο Χατζιδάκις. Γι’ αυτό είχε πει στον Λαμπρόπουλο: «Αυτή είναι μια καινούργια Μαρίκα Νίνου». Γιατί η Μαρίκα Νίνου δεν ήταν ακριβώς λαϊκή τραγουδίστρια. Ο Μάνος αυτό το είχε πει το ’62 και νομίζω ότι είχε δίκιο.

­- Παρ’ όλα αυτά, δεν σας έδωσε ποτέ τραγούδια του να πείτε…
Όχι. Βέβαια εκείνη την εποχή είχαμε πει με τον Καζαντζίδη το “Αθήνα”, το “Κουρασμένο παλικάρι”, το “Πέλαγος”, όλα αυτά! Δεν ήρθε όμως ποτέ να μου πει ο Μάνος: «Πάρε αυτό το τραγούδι να το πεις μόνη σου». Ήταν και ο Μάνος μέσα σ’ ένα άλλο κλίμα, με τη Μούσχουρη, με τον Γκάτσο… Εμείς τότε με τον Καζαντζίδη ανήκαμε σε έναν άλλον χώρο. Από τη στιγμή που μπήκα με τον Καζαντζίδη στον συγκεκριμένο χώρο, τελείωσα για όλους αυτούς.

­- Δηλαδή, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι όλη αυτή η λαμπρή αρχή, πλάι στον Καζαντζίδη, στην πορεία έγινε εμπόδιο για σας;
Ακριβώς έτσι έγινε. Ο Καζαντζίδης από ένα σημείο και μετά ­ ίσως και δίκαια ­ υπήρξε εμπόδιο για μένα. Με την έννοια ότι ήμουν για πολλούς, χρόνια μετά, το σεγκόντο του Καζαντζίδη… Τότε, αλλά και για χρόνια μετά, κανείς δεν σκεφτόταν εμένα αυτόνομα. Κάναμε παρέα με τον Θεοδωράκη, είπαμε τραγούδια του… Ποτέ δεν είπε: «Πάρε αυτό το τραγούδι να το πεις μόνη σου». Έδινε, π.χ., στη Μαίρη Λίντα, η οποία τα ερμήνευε εξαιρετικά, έδινε στον Μπιθικώτση ­ θαυμάσια φωνή ­, έδινε στον Καζαντζίδη, και δίκαια, αλλά σε μένα ποτέ δεν είπε: «Πες και εσύ, μικρή, αυτό». Προς Θεού, δεν θέλω να ακουστούν όλα αυτά που λέω τώρα σαν παράπονα. Απλώς τα λέμε στην προσπάθεια να ερμηνεύσουμε γιατί τραγούδησα αυτά τα τραγούδια και όχι κάποια άλλα. Δεν έχω παρά μόνο «ευχαριστώ» να πω σε όλους αυτούς τους ανθρώπους που συνάντησα στη ζωή μου. Μόνο ύμνους μπορώ να πω γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Ίσως ήμουν τόσο καλό σεγκόντο του Καζαντζίδη που δεν τους πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι θα μπορούσα να πω μόνη μου ένα τραγούδι. Ίσως αυτός να είναι ο κυριότερος λόγος που να μη σκέφτηκαν ποτέ να μου δώσουν εμένα τραγούδια να πω μόνη μου. Από την άλλη, όπως σας είπα, δεν επεδίωξα και εγώ ποτέ να πω κάτι. Κολλημένη 10 χρόνια με τον Καζαντζίδη, δεν καταδέχθηκα ποτέ να πάω να ζητήσω, να πω κι εγώ κάτι μόνη μου. Ποτέ!.

­- Γιατί λέτε «κολλημένη 10 χρόνια με τον Καζαντζίδη»;
Ε, τι να πω τη στιγμή που ήμουν δίπλα στον Καζαντζίδη μια ψυχή, ένα σώμα; «Κολλημένη» δεν ήμουν; Από την άλλη, δεν μου πήγαινε να πω στον Στέλιο: «Γιατί δεν μου δίνουν κι εμένα τραγούδια ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις;». Και αν του το έλεγα, θα μου ‘λεγε και με το δίκιο του ο άνθρωπος: «Άμα θέλουν, ας σου δώσουν». Ήταν και είναι τέτοια η φύση μου που δεν μπορώ να πω τέτοια πράγματα. Μετά, όταν χωρίσαμε με τον Καζαντζίδη, δεν ήθελε κανείς να με πλησιάσει και να μου πει: «Πάρε αυτό το τραγούδι να το πεις εσύ» γιατί θα φαινόταν σαν εχθρική πράξη προς τον Στέλιο. Οπότε, όπως καταλαβαίνετε, δεν είχα και πολλά περιθώρια να κάνω αλλιώς. Όσο ήμουν μαζί του υπήρχε κώλυμα. Όταν χωρίσαμε, πάλι υπήρχε κώλυμα. Ευτυχώς δεν κόλλησα για πάντα εκεί. (γέλια)

­- Και πώς ξεκολλήσατε;
Όταν χώρισα, ο πρώτος που με πλησίασε και γίναμε καλοί φίλοι ήταν ο Κατσαρός. Αυτός μου έδωσε να τραγουδήσω μόνη μου τραγούδια όπως το “Οι άντρες δεν κλαίνε” ή το “Απόψε χάνω μια ψυχή”.

­- Αυτά ήταν πολύ καλά τραγούδια.
Καλά κακά, αυτά ήταν. Έτσι άρχισα να κάνω κάτι μόνη μου. Ήταν σημαντικό τότε για μένα ότι κάπου στηριζόμουν και κάποιος βασιζόταν σε μένα. Το ’67 είπα το “Σταλιά σταλιά”, το ’68 την “Πέτρα”. Αυτά τα τραγούδια άντεξαν στον χρόνο. Όλοι τότε κορόιδευαν. Αυτά τα τραγούδια όμως ακούγονται ως σήμερα. Όλους αυτούς που τότε ήταν πρώτοι εγώ τους άφησα πίσω. Ήμουν η πρώτη που σηκώθηκα από την καρέκλα. Επίσης ήμουν αυτή που έφερε στα μαγαζιά όπου τραγούδησα άλλο κόσμο, άλλη κοινωνία. Την κοινωνία που πήγαινε τότε μόνο στην Αθηναία να χορέψει. Ως τότε στα «καθώς πρέπει κέντρα» δεν έμπαινε μπουζούκι. Ούτε να ακούσουν για μπουζούκι στο Στορκ ή στην Αθηναία τότε. Το μπουζούκι σε αυτά τα μαγαζιά μπήκε με τη Μαρινέλλα. Έτσι σιγά σιγά άρχισα να φαίνομαι. Άρχισαν να λένε κάποιοι: «Βρε, για δες, αυτή είναι πολύ καλή». Γι’ αυτό σας λέω, εγώ δεν ξεκίνησα για να ανταγωνιστώ κάποια που ήταν βεντέτα και οι άλλες εταιρείες ήθελαν να δημιουργήσουν το αντίπαλον δέος μέσω εμού. Εγώ δεν είχα να μοιάσω σε κανέναν όταν βγήκα. Τον μόνο που ανταγωνιζόμουν κάθε ημέρα ήταν τον εαυτό μου.

­- Δεν υπήρχε μια τραγουδίστρια τότε που να θαυμάζατε;
Η μόνη που θαύμαζα, χωρίς όμως να μπορώ να μιμηθώ, ήταν η Σοφία Βέμπο. Ψέματα. Μου άρεσε πολύ και η Μπελίντα. Η φωνή μου δεν ταίριαζε ούτε με της μιας ούτε με της άλλης όμως. Πάντα για κάθε νέο τραγουδιστή υπάρχει ένας προηγούμενος ο οποίος λειτουργεί ως σημείο αναφοράς. Είναι ένα θεμέλιο αυτό. Εγώ δυστυχώς ξεκίνησα χωρίς να έχω πού να πατήσω ως φωνή. Εγώ το μόνο που είχα στην αρχή ήταν ο Στέλιος. Από τον Στέλιο βέβαια έμαθα πάρα πολλά. Ούτε ο ίδιος ξέρει πόσα με δίδαξε.

­- Τι μάθατε, δηλαδή;
Τελικά πρέπει να ‘μουν έξυπνο παιδί, δεν μπορεί να εξηγηθεί αλλιώς. (γέλια) Την κρησάρα την είχα μέσα μου. Από τον Στέλιο πήρα αυτά που ποτέ δεν έδινε ο ίδιος.

­- Δηλαδή;
Πήρα τον τρόπο που τραγουδάω. Ο Καζαντζίδης έχει πολύ καλή άρθρωση. Τραγουδώντας μαζί του άρχισα να τον μιμούμαι και εγώ σ’ αυτό, στον τρόπο με τον οποίο έλεγε τα φωνήεντα. Κατάλαβα ότι ο λαιμός είναι ένα μπουρί. Με τον τρόπο που τραγούδαγε ο Στέλιος το μπουρί αυτό γέμιζε όλο. Ποτέ δεν μου έδειξε ο ίδιος με ποιον τρόπο έπρεπε να λέω το άλφα, το έψιλον, το όμικρον. Έπρεπε να το μάθω μόνη μου, να μπορώ να το λέω και εγώ. Και ζώον να ήσουν, θα μου πεις, δέκα χρόνια δίπλα του, θα το μάθαινες. Δεν είναι όμως έτσι ακριβώς. Υπάρχουν άνθρωποι που περνάνε μια ζωή χωρίς να μάθουν τίποτε. Μαθαίνει τελικώς όποιος θέλει να μάθει.

­– Από τον Καζαντζίδη λοιπόν μάθατε να εκφέρετε τα φωνήεντα καθαρά, να γεμίζετε όλο τον λαιμό σας όταν τραγουδάτε. Άλλο τίποτε μάθατε κοντά στον Καζαντζίδη;
Ο Καζαντζίδης είναι πολύ έντιμος. Θα μου πείτε: Αυτό είναι να το έχεις και μέσα σου. Σωστό. Αλλά χρειάζεται να συναντηθείς με την εντιμότητα για να τη δεις. Όντας εγώ παιδάκι δίπλα του την έβλεπα αυτή την εντιμότητα. Δεν αδίκησε ποτέ κανέναν. Δεν έλεγε ποτέ: «Αντε ρε, πήγαινε από ‘δώ» ή «Δώσ’ του αυτουνού πέντε να πάρω εγώ τα 20». Ποτέ! Του αρκούσε να πάρει αυτά που ζήταγε. Σου λέει: «Με τον άλλον κάνε ό,τι θέλεις, δώσ’ του ό,τι ζητάει, μην του κόβεις όμως για να τα πάρω εγώ». Αυτά ήταν στοιχεία που τα πήρα και εγώ, τα φύλαξα, γιατί το να ‘σαι έντιμος είναι σπάνιο, είναι χάρισμα και ευλογία Θεού.

– Τι άλλο σας χάρισε ο Θεός;
Ένα άλλο δώρο που μου έδωσε ο Θεός είναι το ένστικτό μου. Μοναδικό. Με το που θα δω τον άλλον έχω καταλάβει τι κρύβει μέσα στο κεφάλι του. Το ένστικτό μου χτυπάει το καμπανάκι και μου λέει φέρ’ ειπείν: «Πήγαινε στον Λάλα, μίλα του… κι ας λένε οι άλλοι όχι». Μου ζητάνε οι πάντες συνεντεύξεις. Ξέρετε πολύ καλά ότι σπάνια δίνω. Δεν καταλαβαίνουν οι άνθρωποι ότι για να μιλήσω εγώ πρέπει να υπάρξει μια χημεία, όπως σε όλα τα πράγματα. Υπολογίζω πολύ αυτή τη χημεία. Θέλω να μου ταιριάζει ο άλλος για να του ανοίξω την καρδιά μου. Το ένστικτό μου λοιπόν με βοηθάει να δω σε ποιον πρέπει να μιλήσω και σε ποιον όχι. Σε όλα τα πράγματα το ένστικτό μου είναι ο οδηγός μου.

­- Υπήρχε κάτι που βλέπατε τότε στον Καζαντζίδη και δεν σας αφορούσε;
Πολλά. Μη με ρωτάτε τώρα τι. Πάντως υπήρχαν πράγματα στον Στέλιο που δεν με ενδιέφεραν καθόλου. Κατ’ αρχήν για μένα δεν υπήρχαν χαρτιά και συμβόλαια. Έλεγα «ναι» και ήταν «ναι». Αυτό ήταν κάτι άγνωστο για τον Στέλιο. Εγώ δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά. Εκείνος δούλευε όποτε ήθελε, όπου ήθελε και όσο ήθελε και ξαφνικά μπορεί και ένα βράδυ να μην πήγαινε. Αυτό εγώ δεν το ‘κανα και δεν θα το κάνω ποτέ. Το μόνο πράγμα που είπα όταν χώρισα και ήμουν πια μόνη και αυτοκέφαλη είναι ότι ο σεβασμός είναι κάτι που το κερδίζεις· δεν σ’ τον χαρίζει κανείς και δεν μπορείς να το αλλάξεις αυτό με όλα τα λεφτά και τα δισεκατομμύρια του κόσμου. Νομίζω ότι αυτά είναι πράγματα που τα παίρνει κανείς από το σπίτι του. Το σπίτι είναι ο κήπος και εσύ είσαι ένα δεντράκι του κήπου. Αν σε φυτέψουν σωστά και σε προσέξουν, αν σε ποτίσουν και μεγαλώσεις, μετά άσ’ το το δέντρο, δεν κινδυνεύει, έχει γερό, σωστό κορμό, άρα δεν παθαίνει τίποτε. Δεν στραβώνει ένα μεγάλο δέντρο με ίσιο κορμό, και χίλιοι αέρηδες να φυσήξουν. Αν όμως κάτι ξεκινήσει στραβά, έτσι θα συνεχίσει. Έτσι, λοιπόν, όσο πέρναγαν τα χρόνια, όλοι όσοι συνεργάζονταν μαζί μου λένε: «Σου ‘πε ναι η Μαρινέλλα; Εντάξει, μη φοβάσαι. Είναι ναι». «Ναι, αλλά δεν υπέγραψα συμβόλαιο μαζί της». «Αν σου είπε ναι η Μαρινέλλα, τι τα θες τα συμβόλαια;».

­- Έχω παρατηρήσει κάτι που μου κάνει μεγάλη εντύπωση: όλοι εσείς οι παλιότεροι τραγουδιστές, αν και δεν έχετε σπουδάσει, μιλάτε πολύ καλά. Δεν καταλαβαίνει κανείς ότι δεν έχετε πάει σχολείο. Σε αντίθεση με τους σημερινούς τραγουδιστές που, ενώ είναι πιο μορφωμένα παιδιά, μιλάνε σαν αμόρφωτα. Πώς το εξηγείτε αυτό;
Δεν είναι θέμα μόρφωσης, γραμμάτων. Από μας, τους παλιούς, πολλοί δεν τέλειωσαν ούτε το γυμνάσιο. Το λέω με το χέρι στην καρδιά. Εγώ έχω τελειώσει την τρίτη γυμνασίου. Το να μάθεις να μιλάς και να εκφράζεσαι σωστά είναι κάτι που σ’ το μαθαίνει η ζωή. Αρκεί να θέλεις να μάθεις. Εγώ ήθελα να μάθω. Διάβαζα ό,τι έπεφτε στα χέρια μου. Το ξέρετε ότι ορθογραφία έμαθα διαβάζοντας επειδή είμαι οπτικός τύπος; Και πρέπει να σας πω ότι είμαι πολύ καλή ορθογράφος. Έμαθα να μιλώ διαβάζοντας, ακούγοντας τους σημαντικούς ανθρώπους που είχα κατά καιρούς γύρω μου. Ήθελα να μάθω, όμως, γι’ αυτό μάθαινα από αυτούς. Αυτό είναι το μυστικό της γενιάς μου: εμείς θέλαμε να μάθουμε, να γίνουμε καλύτεροι. Τα σημερινά παιδιά δεν θέλουν. Ξέρουν όλες κι όλες 100 λέξεις και συμπεριφέρονται σαν να ξέρουν ελληνικά. Αυτή είναι η εποχή. Μόνο φαίνεσθαι. Δεν έχει σημασία τι ξέρεις στην εποχή μας. Αυτό που μετράει είναι τι φαίνεται ότι ξέρεις. Έχεις την εντύπωση ότι τα σημερινά παιδιά γεννιούνται ξέροντας τα πάντα και όσο μεγαλώνουν πρέπει να ξεχάσουν όλα όσα ξέρουν, ακόμη και τα στοιχειώδη. Το ότι δεν μαθαίνουν τα σημερινά παιδιά είναι η πιο μεγάλη απόδειξη του ότι δεν ζουν… Μόνο όποιος δεν ζει δεν ξέρει να μιλήσει. Η ζωή η ίδια μάς δίνει τη σωστή λαλιά. Σήμερα ακούς σε συνεντεύξεις όλους αυτούς τους νέους τραγουδιστές και λένε τα ίδια και τα ίδια. Φοβερές κοινοτοπίες που δεν λέει ούτε ένας ανόητος πια. Αυτό που δεν ξέρουν όλα αυτά τα παιδιά είναι ότι δεν μιλάμε με λέξεις αλλά με τη ζωή μας. Αν δεν ζούμε μια ενδιαφέρουσα ζωή, δεν έχουμε και κάτι ενδιαφέρον να πούμε!.

­- Γιατί άλλαξαν τα πράγματα τόσο πολύ;
Η ταχύτητα. Δεν υπάρχει πια ο σωστός χρόνος μέσα στα πράγματα. Αν όμως δεν υπάρχει ο σωστός χρόνος, ούτε ένα καλό φαΐ δεν μπορούμε να κάνουμε. (γέλια) Εμείς, κύριε Λάλα, το τραγούδι αρχίσαμε να το σπουδάζουμε από το νηπιαγωγείο και περάσαμε από όλες τις τάξεις. Δεν βγήκαμε να τραγουδήσουμε και να γίνουμε γνωστοί εν μια νυκτί. Μάθαμε πρόσθεση, αφαίρεση, την προπαίδεια στο τραγούδι και μετά βγήκαμε να τραγουδήσουμε. Εμείς ξεκινήσαμε το τραγούδι στις αυλές, στις παρέες, στο σπίτι μας μέσα, για να αντέξουμε τη δυσκολία της ζωής. Μεγαλώνοντας κάποιοι από μας έκαναν το τραγούδι δουλειά τους, αλλά όλοι ξέραμε ότι το τραγούδι δεν θα είναι ποτέ σκέτη δουλειά. Γιατί το τραγούδι είναι η παρέα του ακροατή, είναι ο άλλος άνθρωπος το τραγούδι, που έχουμε ανάγκη να μιλήσουμε μαζί του, να πιάσουμε μαζί του τη συζήτηση για τα προβλήματα που μας απασχολούν και μας βασανίζουν ή για πράγματα που μας κάνουν ευτυχισμένους. Αυτός είναι ο ρόλος του τραγουδιού. Με άλλα λόγια, όλοι εμείς οι παλιοί τραγουδιστές σπείραμε χρόνια σπόρο καλό, γι’ αυτό έπιασε και η ρίζα. Σήμερα κάνεις έναν δίσκο, κάνεις ένα σουξέ και εν μια νυκτί γίνεσαι τοπ. Πας, δηλαδή, σε μια νύχτα από τα νήπια κατευθείαν στο πανεπιστήμιο, χωρίς να έχεις μάθει την αλφαβήτα. Αν δεν ξέρεις την αλφαβήτα, πώς θα μάθεις να σχηματίζεις προτάσεις; Πώς θα διαβάσεις τον στίχο και πώς θα σε πάρει ο στίχος μαζί του να σε ταξιδέψει; Αν δεν ξέρεις την αλφαβήτα, πώς θα πεις: «Καρδιά μου, πάψε να πονάς και να παραπονιέσαι»; Πώς θα καταλάβεις τι θέλει να πει το «Ρίξ’ τον καημό σου στο κρασί και μην τη συλλογιέσαι»; Λέω τώρα έναν απλό στίχο που έγραψε η Ευτυχία. Καταλαβαίνετε, κύριε Λάλα, πού είναι η διαφορά του σήμερα από το χθες στην τέχνη μας; Πώς να πει ένας σημερινός τραγουδιστής: «Δυο πόρτες έχει η ζωή, άνοιξα μια και μπήκα, σεργιάνισα ένα πρωινό κι ώσπου να ‘ρθεί το δειλινό από την άλλη βγήκα»; Αν οι σημερινοί τραγουδιστές καταλάβουν αυτόν τον στίχο, θα λιποθυμήσουν αμέσως. Πώς να τον καταλάβουν όμως; Πώς; Ξέρετε τι εφόδια χρειάζονται για να κλείσεις την ουσία της ζωής μέσα σε τέσσερις αράδες; Πόσο πρέπει να έχει ζήσει κανείς για να χωρέσει τη ζωή μας όλη μέσα σε τέσσερις αράδες;.

­- Για σας επομένως σχολείο ήταν η ίδια η ζωή.
Ακριβώς. Και δεν νομίζω ότι υπάρχει σχολείο που να σε μάθει από μόνο του πράγματα. Ακόμη και στο καλύτερο σχολείο να σε στείλουν οι δικοί σου, αν δεν ζήσεις τη ζωή, τελικώς μένεις αμόρφωτος. Το κανονικό σχολείο δίνει εφόδια για να αντιμετωπίσεις και να μάθεις περισσότερα από τη ζωή. Η ζωή εκπαιδεύει τον άνθρωπο και όχι το σχολείο. Εγώ αυτά τα πρώτα 10 χρόνια στο τραγούδι δεν μαθήτευσα μόνο δίπλα στον Καζαντζίδη· ήταν επίσης ο Ζαμπέτας, η Πόλυ Πάνου, η Καίτη Γκρέυ, η Γιώτα Λύδια που έζησα και έμαθα πολλά κοντά τους. Έκανα παρέα με τον Μανώλη τον Χιώτη και τη Μαίρη Λίντα, με τον Θεοδωράκη, την Ειρήνη Παπά. Στο σπίτι της Ειρήνης Παπά μαζευόταν όλος ο κόσμος: ο Κούνδουρος, ο Χριστοδούλου, ο Λιδωρίκης, ο Φώσκολος, ο Τάκης Κανελλόπουλος. Ποιον να πρωτοθυμηθώ… Οι άνθρωποι αυτοί ήταν όταν άνοιγαν το στόμα τους όλα τα βιβλία του κόσμου μαζί. Δεν χάναμε τον χρόνο μας με αηδίες. Είχαν πράγματα να σου πουν. Εγώ καθόμουν κάπου παράμερα και άκουγα. Ο Γιάννης Θεοδωράκης, ο οποίος έγραψε σπουδαία πράγματα, ήταν θησαυρός. Τους σκέφτομαι όλους αυτούς και δακρύζω. Οι περισσότεροι έφυγαν από τη ζωή αλλά τους σκέφτομαι ακόμη πολύ συχνά και λέω: «Ρε, γαμώ το, αυτοί ήταν όλοι μαζί ένα σχολείο». Τα παιδιά σήμερα μαζεύονται για να πουν καμιά μαλακία, να δουν τηλεόραση, να καπνίσουν κάτι πιο παράνομο, να «τη βρουν», να «‘ρθουν στα ίσα τους», να «την πιουν», να «την κάνουν», να «τη δείξουν» και σου ‘πα και μου ‘πες και κυλάει ο καιρός τους μέσα στο τίποτε. Πάνε στο κρεβάτι με το «χαίρω πολύ», χωρίς να καταλάβουν τι θα πει φλερτ, χωρίς να προλάβουν να αισθανθούν ο ένας πράγματα για τον άλλον. Είναι αυτό που σας είπα και πριν: έχουν καταργήσει όλες τις βαθμίδες του σχολείου της ζωής. Γι’ αυτό δεν μαθαίνουν τίποτε τα παιδιά πια. Υπάρχουν παιδιά τα οποία βιάζονται να πάρουν το μικρόφωνο και να αναρριχηθούν. Εμείς ζούσαμε σαν να είχαμε πολύ χρόνο μπροστά μας. Εμείς ζούσαμε σαν να ήμασταν αιώνιοι… Είναι πολύ σημαντικό να ζούμε όχι ως κοινοί θνητοί αλλά ως αιώνιοι. Μόνο έτσι δεν μας κυνηγάει ο χρόνος.

­- Πάντως πρέπει να παραδεχθούμε ότι στην εποχή μας έγιναν και οι δισκογραφικές εταιρείες βιομηχανίες. Υπάρχει ανάγκη παραγωγής πολλών προϊόντων πια για να ζήσουν οι βιομηχανίες.
Πολύ σωστά. Ίσως να έχετε δίκιο ότι στην εποχή μας είναι ανάγκη να βγαίνουν πολλοί δίσκοι. Ίσως να μην έβγαιναν τόσοι δίσκοι παλιά, χιλιάδες τραγούδια, όπως βγαίνουν σήμερα. Τότε δεν υπήρχαν πολλές εταιρείες, ο παραγωγός δεν ήταν προαγωγός, όπως είναι σήμερα. Ήταν παραγωγός με όλη τη σημασία της λέξης. Παλιότερα δεν ήταν εύκολο να βγάλεις έναν δίσκο.

­- Δεν παράγονταν, δηλαδή, εύκολα τα προϊόντα.
Όχι. Κανένας δεν είχε μέσο να πάει εκεί όπου εμφανιζόταν το βράδυ ή στο στούντιο όπου ηχογραφούσε. Αλλάζαμε τρεις συγκοινωνίες για να φθάσουμε στο στούντιο. Θα μου πείτε: «Και τι έγινε; Εκεί είναι το πρόβλημα;». Όχι, αλλά τελικώς, από ό,τι φαίνεται, σήμαιναν κάτι όλα αυτά τα απλά πράγματα. Έπαιρνε ο άλλος το μπογαλάκι του παραμάσχαλα και ξεκίναγε από νωρίς το κυνήγι της ζωής. Πηγαίναμε στο μαγαζί να τραγουδήσουμε για να εξασφαλίσουμε λίγα λεφτά και λίγο φαΐ από τη μαρμίτα το βράδυ. Γιατί πεινούσαμε και μας τάιζε το μαγαζί. Τώρα αυτά δεν υπάρχουν.

­- Αλήθεια, πολλοί από τους τραγουδιστές που αναφέρατε πριν ως δασκάλους σας, αν και ζουν ακόμη, δεν συνεχίζουν να λάμπουν πια. Τι είναι αυτό που κάνει τη Μαρινέλλα να είναι παρούσα ακόμη και σήμερα;
Εγώ είμαι στο μεταίχμιο των πριν από τον Καζαντζίδη τραγουδιστών, των συνομηλίκων του Καζαντζίδη και των μετά Καζαντζίδη τραγουδιστών. Και είμαι πανευτυχής γιατί έζησα και ζω τρία διαφορετικά στυλ τραγουδιού και συμπεριφοράς.

­- Ισως να μην έγινα κατανοητός αλλά αυτό που με ενδιαφέρει να μάθω είναι το μυστικό της διάρκειας που σας διακρίνει σε σχέση με άλλους τραγουδιστές που δεν έχουν και μεγάλη ηλικιακή διαφορά από σας, όπως π.χ. η Πόλυ Πάνου.
Θέλετε να πείτε ότι η Πόλυ Πάνου δεν είναι παρούσα σήμερα που εγώ παραμένω παρούσα.

­- Ακριβώς.
Γιατί, δηλαδή, εγώ εξακολουθώ να υπάρχω σήμερα και όχι μόνο να υπάρχω αλλά και να επιβιώνω, να είμαι αυτή που είμαι, να κάνω αυτό που γουστάρω;.

­- Ναι. Γιατί;
Γιατί, σας είπα, πάνω από όλα παίζουν μεγάλο ρόλο το μυαλό, το ένστικτο, το «δώρο» που σας είπα ότι μου έδωσε ο Θεός, και το ότι δεν ενόχλησα ποτέ κανέναν, δεν ανακατεύτηκα ποτέ σε βρωμιές.

­- Όταν λέτε «βρωμιές»;
Όλα αυτά τα χρόνια όλοι οι φίλοι με έβριζαν γιατί δεν έβγαινα στην τηλεόραση. Εγώ όμως την τηλεόραση την απέρριψα πριν από 10 χρόνια. Κάποιοι άλλοι συνάδελφοί μου, οι οποίοι για χρόνια είχαν χαθεί, κάποια στιγμή άρχισαν να μιλούν επειδή τους προσφέρθηκε βήμα, αλλά άρχισαν να μιλούν γενικώς και αδιακρίτως, χωρίς να σκέφτονται σε ποιον θα έπρεπε να μιλήσουν. Μπήκαν στην αρένα χωρίς να διαλέξουν ταύρο. Είχαν στα χέρια τους ένα κόκκινο πανί και το κούναγαν δεξιά και αριστερά. Δεν σκέφτηκαν ότι έπρεπε να το κρύψουν το κόκκινο πανί γιατί θα τους ορμήσει ο κάθε μαινόμενος ταύρος. Εκεί, λοιπόν, μπαίνει το θέμα «σκέφτομαι, ενεργώ και μπορώ να πάω πιο κάτω ή πιο πάνω». Έχω γίνει άπειρες φορές κακιά αρνούμενη να βγω στην τηλεόραση ­γιατί αρνιόμουνα σε πολύ καλούς φίλους ­ αλλά το έκανα επειδή έπρεπε να προφυλάξω τη Μαρινέλλα. Αυτή ήταν που θα πάθαινε κακό αν την άφηνα να γυρνάει από εδώ και από εκεί. Οι δημοσιογράφοι στους οποίους αρνιόμουν να δώσω συνέντευξη δεν θα πάθαιναν τίποτε.

­- Πότε πρέπει να αποχωρεί ένας τραγουδιστής;
Λίγο προτού νιώσει την κρύα ανάσα του κόσμου. Εγώ τουλάχιστον προτού αισθανθώ την κρύα ανάσα του κοινού θα έχω φύγει. Μπορεί στην προσωπική μου ζωή να έχω κάνει φάλτσα πολλά. Αυτά αφορούν εμένα. Στη δουλειά μου όμως δεν έχω κάνει φάλτσα και ούτε θα κάνω. Αντιθέτως, στη δουλειά μου έκανα τους πάντες να σκέφτονται, να ενεργούν, να παίζουν, να τραγουδούν όπως εγώ. Όλοι σήμερα κάνουν σόου. Εκεί που όλοι και όλες τα κορόιδευαν αυτά, σήμερα εκείνο που έρχεται πρώτο είναι ο ήχος, τα φώτα και το σόου πια. Εγώ όμως στο σόου μπήκα από ένστικτο πριν από 30 χρόνια. Αυτό τι σημαίνει; Ότι εγώ προέβλεψα και είδα ότι αυτό το πράγμα σηκώνει πολύ νερό, ότι οδηγούμεθα προς τα ‘κεί.

­- Είστε βεβαία ότι το σόου έκανε καλό στο τραγούδι γενικότερα;
Ναι, έκανε καλό.

­- Πώς σας ήρθε να στραφείτε στο σόου;
Από τη στιγμή που είδα ότι η τηλεόραση άρχισε να μπαίνει μέσα στα σπίτια μας, σκέφτηκα ότι ή θα μέναμε πολύ πίσω ή αυτά που μας προσφέρει η τηλεόραση θα τα κάναμε μετά από πολλά χρόνια. Βρέθηκε λοιπόν η Μαρινέλλα, που θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε άλλη τραγουδίστρια, και άρχισαν όλες να σηκώνονται δειλά δειλά από την καρέκλα, να ντύνονται. Αρχισα να παντρεύω το ευρωπαϊκό, το οποίο κυριαρχούσε ως τότε στα μαγαζιά, με το λαϊκό. Ηθελαν και ένα μπουζούκι, ρε παιδί μου, για να ξεσκάνε. Αυτά τα πάντρεψα εγώ πηγαίνοντας στην Πλάκα και τραγουδώντας με τον Χατζή σε μαγαζιά όπως το Μοστρού ή την Παλιά Αθήνα. Πήγα σε αυτά τα μαγαζιά και άρχισα να τραγουδάω ελαφρολαϊκά. Από ρεμπέτικα ως το “Αγάπη που ‘γινες δίκοπο μαχαίρι”, που είναι άκρως ευρωπαϊκό τραγούδι. Γιατί μη μου πείτε ότι δεν είναι. Επειδή το ‘παιζε ο Τσιτσάνης; Ο Τσιτσάνης έγραψε τραγούδια πολύ μοντέρνα. Ο Χιώτης όταν άρχισε να κάνει αυτά που έκανε ­και δόξα τω Θεώ ο χριστιανός ­ήταν καθαρά τζαζ μελωδίες. Δεν μπορείτε να φαντασθείτε τι έβγαλε ο Μανώλης από μέσα του. Θησαυρούς… Αυτά είναι πράγματα που κανείς δεν τα ομολογεί ακόμη και σήμερα. Δεν θέλουμε να δεχθούμε ακόμη ότι ο Χιώτης ήταν ένας δημιουργός της ευρωπαϊκής τζαζ. Μετά από μένα άρχισαν δειλά δειλά να μπαίνουν στα σαλόνια και ο Χιώτης με τη Λίντα. Ήταν οι μόνοι που τραγούδησαν όρθιοι. Έβγαιναν και έκαναν νούμερο, έλεγαν διάφορα, είχαν κίνηση, δεν τραγουδούσαν απλώς.

­- Παρεμπιπτόντως γιατί έχετε αυτή την προκατάληψη με την τηλεόραση ως μέσο;
Πρέπει να σας πω ότι η τηλεόραση γενικώς δεν μου αρέσει. Μη με ρωτήσετε γιατί. Δεν μπορώ να σας πω ότι είναι φασολάδα, βαριά και πονάει το στομάχι μου όταν την τρώω. Δεν το αισθάνομαι έτσι. Απλώς δεν μου αρέσει, δεν την μπορώ. Παλιά ήμουν από τις πρώτες και πιο τακτικές στο “Αλάτι και Πιπέρι” του Γερμανού. Δυστυχώς δεν έχει κρατηθεί καμία από τις κασέτες που είμαι εγώ, γιατί τότε, μόλις τελείωνε μία εκπομπή, στις κασέτες αυτές ξανάγραφαν άλλες εκπομπές απάνω.

­- Κρίμα γιατί έτσι χάθηκαν κομμάτια από τον πολιτισμό μας.
Ε, βέβαια. Μα λέγαμε φοβερά πράγματα σε αυτές τις εκπομπές. Τότε, ναι, πήγαινα. Δεν ξέρω, παρ’ όλο που ήταν είρων ο Φρέντυ, με μένα έκανε πολλή πλάκα, γιατί του απαντούσα αμέσως, ευθέως και του άρεσε πολύ αυτό. Έπειτα ήμασταν και φίλοι. Τέλος πάντων, σήμερα, όπως έγινε η τηλεόραση, δεν μου αρέσει γιατί δεν μπορώ να κάθομαι με οποιονδήποτε τρόπο παρουσιάσεως και να μιλάω έτσι όπως μιλάμε εμείς τώρα και να με βλέπει όλος ο κόσμος. Θεωρώ ανάγωγο να μπαίνω μέσα στο σπίτι του καθενός απρόσκλητη, τη στιγμή που οι άνθρωποι μιλάνε, τρώνε, ξύνονται ή δεν ξέρω και εγώ τι άλλο κάνουν. Αν αυτό δεν είναι βάρβαρο, τι είναι βάρβαρο; Για μένα η τηλεόραση σήμερα είναι το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα βαρβαρότητας στην εποχή μας.

­- Δεν εμφανίζεστε σε τοκ σόου αλλά παίζετε στην τηλεοπτική σειρά που ετοιμάζει ο κ. Κουτσομύτης ­ και θα δούμε προσεχώς από την ΕΤ1 ­ με τίτλο “Κι ύστερα ήρθαν οι μέλισσες”. Δεν υπάρχει κάποια αντίφαση;
Ακούστε. Εγώ αυτή τη στιγμή πράγματι συμμετέχω σε μια τηλεοπτική σειρά. Σε αυτή τη σειρά όμως δεν μιλάω ως Μαρινέλλα. Μιλώ ως Μαρίκα Σουέζ. Είμαι μια θιασαρχίνα που λέγεται Μαρίκα Σουέζ και είχε τον θίασό της μεταξύ ’47 και ’50.

­- Για σας ποιο είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή;
Η καλή λειτουργία και η συνεχής συνεργασία μυαλού και ψυχής. Για μένα, με άλλα λόγια, είναι σημαντικό τα «θέλω» να συνδυάζονται με τα «μπορώ». Πιστεύω ότι όσο δουλεύουν τα εργαλεία που λέγονται μυαλό, ψυχή και φωνή θα αντέχω. Η ενέργεια δε που διαθέτω, κύριε Λάλα, είναι το κάτι άλλο. Είναι σαν να με βάζεις στην πρίζα από το πρωί που θα ξυπνήσω.

­- Πού οφείλεται όλη αυτή η ενεργητικότητα;
Ήμουν έτσι από παιδί, αεικίνητη.

­- Και δεν έχετε κουραστεί ακόμη από τη ζωή;
Ποτέ. Από το πρωί που ξυπνάω, έξι και μισή ξυπνάω κάθε ημέρα, είναι ακόμη νύχτα ­ σκέφτομαι αμέσως τι θα κάνω. Ακόμη και όταν δεν έχω πολλή δουλειά, σκέφτομαι ότι πρέπει να τις γεμίσω αυτές τις ώρες. Δεν αφήνω ποτέ κενό ανεκμετάλλευτο, παρ’ όλο που μ’ αρέσει να κάθομαι. Και στο τζάκι μου θα καθήσω και θα μιλήσω και θα σκεφτώ. Θα μου πει πράγματα το τζάκι… Ενώ άλλοι άνθρωποι απλώς κοιτάνε τη φωτιά. Η φωτιά μιλάει, αρκεί να γίνει χημεία ανάμεσα σ’ εσένα και στη φλόγα. Σπάνια οι άνθρωποι προσέχουν πώς καίγεται το ξύλο, πώς λιώνει σιγά σιγά.

­- Εσείς, δηλαδή, ζείτε τον χρόνο έτσι όπως τον ζούσαν παλιά.
Εγώ προσπαθώ τις ώρες που είμαι στο σπίτι να τις γεμίζω και όταν θέλω να τεμπελιάσω, τεμπελιάζω ωραία. Αν θέλω, σηκώνω το τηλέφωνο· αν δεν θέλω, δεν το σηκώνω. Μου αρέσει να ζω με την οικογένειά μου.

­- Πάντως και ο θεσμός της οικογενείας καταρρέει στις ημέρες μας. Γιατί άραγε;
Και σε αυτό η τηλεόραση φταίει. Ξέρετε τι είναι αυτό που δεν έχει πια η οικογένεια; Έπαψαν οι άνθρωποι της οικογένειας να μιλάνε μεταξύ τους. Κάθονται μπροστά σε μια τηλεόραση και απλώς ακούνε. Η UHU της οικογένειας ήταν πάντα η κουβέντα. Τώρα πια δεν υπάρχει διάλογος, κύριε Λάλα. Μόνο ο κ. Ευαγγελάτος υπάρχει τώρα. Μιλάει, λέει και ούτε ακούει ούτε μας ρωτάει πώς μας φαίνονται αυτά που λέει. Αυτός μας ενώνει και αυτός μας διχάζει ως οικογένειες. Η τηλεόραση μας έκανε άλλους ανθρώπους, σας λέω. Τώρα πια το μόνο που κάνουμε είναι να μιλάμε και να μην ακούμε. Όση ώρα μιλάει ο ένας ο άλλος ψάχνει κάτι να βρει να πει και δεν ακούει. Οι άνθρωποι δεν ξέρουν πια να μιλάνε επειδή δεν ξέρουν να ακούνε. Ο διάλογος απαιτεί να ξέρεις να ακούς. Αυτό χάσαμε μέσα στα σπίτια μας: την απλή κουβεντούλα που μας ένωνε. Δεν μιλάμε πια με τα παιδιά μας. Τα παιδιά τώρα κάνουν καταλήψεις και οι γονείς τα παροτρύνουν να μην ανοίξουν τα σχολεία τους, να μην πάνε στο μάθημα… Τρελά πράγματα. Απορώ γιατί δεν σφαλιαρίζουν τα παιδιά πρώτα τους γονείς τους. Αυτοί ενθαρρύνουν τα παιδιά τους να κλείνουν τους δρόμους επειδή έχουν οι ίδιοι απωθημένα. Αντί να κάτσουν να εξηγήσουν στο παιδί τους τι συμβαίνει, του δίνουν το ξύλο στο χέρι και του λένε «τράβα σπάσ’ τα». Δεν ξέρουν τι σημαίνει το ξύλο στο χέρι ενός 15χρονου. Οι σημερινοί γονείς βάζουν με το ζόρι το όπλο στο χέρι του παιδιού τους.

­- Οι γονείς είναι σήμερα πιο επαναστάτες από τα παιδιά;
Ξέρετε γιατί; Επειδή οι γονείς αυτών των γονιών τούς πλάκωναν στο ξύλο και δεν τους αφήνανε ρούπι. Βγάζουν λοιπόν τα απωθημένα τους στα 15χρονα παιδιά τους οι δήθεν ελεύθεροι. Οι γονείς σήμερα βαριούνται να μιλήσουν, βαριούνται να ασχοληθούν με τα παιδιά τους. Ασχολούνται με μαλακίες και δεν κάθονται να ακούσουν τι βασανίζει τα παιδιά τους. Δεν προλαβαίνουν γιατί μιλούν στο τηλέφωνο με τους φίλους τους. Και μετά λένε: «Τι φταίει που το παιδί έκανε αυτό ή εκείνο» ή «η άτιμη η κοινωνία πώς μας κατάντησε έτσι». Εγώ ξέρω ότι τα δεντράκια που φυτεύονται και ριζώνουν σωστά δεν κινδυνεύουν από καμιά κακιά κοινωνία. Εμάς μπορεί οι γονείς μας να ήταν αμόρφωτοι αλλά μας μεγάλωσαν σωστά. Η μάνα μου ήταν τελείως αγράμματη. Και όμως μας έβαλε σε σωστό δρόμο. Ο πατέρας μου επίσης.

­- Τι θυμάστε περισσότερο από τους γονείς σας;
Τα πάντα. «Την εντιμότητα νομίζω την αποκτάς», μου έλεγε ο πατέρας μου και συμφωνώ ακόμη μαζί του. Μπορεί να γεννιέσαι και έντιμος αλλά, αν σου πει ο πατέρας σου «γίνε κλέφτης, γίνε κλέφτης», στο τέλος θα γίνεις. Πάει και η τιμιότητα, πάνε και όλα. Εμένα όμως οι γονείς μου μού έλεγαν: «Παιδί μου, αυτοί είμαστε, φτωχοί άνθρωποι». Τέσσερα παιδιά, παππούδες, γιαγιάδες… «Αυτά έχουμε να φάμε. Όταν θα πας στο σπίτι της φίλης σου, μην κάτσεις να φας και νομίζουν ότι εμείς δεν έχουμε στο σπίτι μας. Με ωραίο τρόπο να πεις όχι». Κάποιες φορές ασφαλώς και πείναγα όταν μου έλεγαν «κάτσε να φας μαζί μας», αλλά δεν καθόμουν. Μου έλεγαν: «Ποτέ δεν θα πατήσεις πάνω στον άλλον για να ανεβείς. Μη σώσεις και γίνεις τίποτα». Από μωρό μου τα έλεγαν αυτά. «Ποτέ δεν θα αδικήσεις άνθρωπο στη ζωή σου. Θα λες αλήθεια και θα δεις ότι η αλήθεια θα σε βγάλει στο καλύτερο μονοπάτι. Ψέματα μην πεις. Γιατί μετά θα χαθείς μέσα σε έναν ωκεανό από ψέματα και δεν θα ξέρεις, παιδί μου, ποια είναι η αλήθεια και ποιο είναι το ψέμα. Καλύτερα να θυμώσει αυτός που του λες την αλήθεια παρά να μην μπορείς εσύ το βράδυ να κοιμηθείς ήσυχη. Μην κάνεις βρωμιές για να αποκτήσεις λεφτά». Ένα σωρό «μη» έγιναν για μας οι χειρολαβές απ’ όπου κρατηθήκαμε στη ζωή μας. Και όλα αυτά, κύριε Λάλα, με έναν τέντζερη και ένα γραμμόφωνο. Αυτά είχαμε όλα κι όλα. Βάζαμε το γραμμόφωνο, έπαιζε, μας μάθαινε ο μπαμπάς μου να χορεύουμε, να τραγουδάμε. Τι ωραία που τραγούδαγε όλοι μαζί… Πολύ ωραία. Είχαμε μια πολύ ωραία χορωδία. Ο πατέρας μου, η αδελφή μου, ο αδελφός μου ο μεγάλος και εγώ ήμασταν οι τέσσερις που τραγουδούσαμε πολύ καλά. Η μάνα μου και ο άλλος ο αδελφός μου όχι και τόσο.

­- Σπίτι σας τραγουδάτε όταν είστε μόνη,για το κέφι σας;
Και όταν είμαι στενοχωρημένη τραγουδάω και όταν είμαι ευτυχισμένη. Κάποτε μου είχε κολλήσει το “Σύνορα η αγάπη δεν γνωρίζει”. Και άλλα τραγούδια μου κολλάνε κατά καιρούς. Όχι μόνο δικά μου και ξένα. Ένα διάστημα ήμουν πολύ χάλια και μου ερχόταν ένα τραγούδι παμπάλαιο που έλεγε ο Καζαντζίδης: «Μια στενοχώρια που έχω απόψε, απ’ την καρδιά μου βγαίνει ο καημός. Αχ, θα με φάει η στενοχώρια…». Έτσι, μου την έδινε και το ‘λεγα. Να τα δάκρυα, αλλά το τραγούδι τραγούδι.

­- Πιστεύετε στο ταλέντο;
Εγώ το ταλέντο δεν το αντιλαμβάνομαι περιορισμένα. Εγώ πιστεύω στο ταλέντο να ζεις. Το ταλέντο του ανθρώπου, όποιο κι αν είναι αυτό ­και κουμπιά να κάνει ­, το καταλαβαίνω ως κάτι ευρύ, που μπορεί να σε αγκαλιάζει και να σε κάνει να κάνεις ωραία πράγματα.

­- Αγκαλιά είναι το ταλέντο;
Για μένα ναι. Μια ζεστή αγκαλιά είναι που σου δίνει αυτοπεποίθηση να κάνεις ό,τι κάνεις.

­- Φοβάστε τα γηρατειά;
‘Οχι βέβαια. Όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος μεγαλώνει μαζί του και το φάσμα… Με τα χρόνια αρχίζουμε να βλέπουμε και στο πίσω μέρος του κεφαλιού μας. Αν έχουμε τόσο δα κουκούτσι μυαλό, αρχίζουμε με τα χρόνια και βλέπουμε τα πράγματα περιστροφικά, με την καλή έννοια, από όλες τις πλευρές δηλαδή. Αυτό μας κάνει πια να βλέπουμε όλη τη στρογγυλάδα της γης. Πριν, στα νιάτα μας, δεν βλέπαμε στρογγυλά τα πράγματα. Νομίζαμε ότι το παν ήταν να γνωρίζουμε πως από ‘δώ είναι η Ανατολή και από εκεί η Δύση. Έτσι περιφρονούσαμε τη σημασία της διαδικασίας. Όταν πήγα και είδα για πρώτη φορά τη δύση του ηλίου στη Νέα Ζηλανδία, πάνω από έναν λόφο όπως ο Λυκαβηττός, τότε είδα τη γη για πρώτη φορά. Είδα τη στρογγυλάδα της γης και κατάλαβα τι σημαίνει να αλλάζεις θέση στη ζωή.

­- Σας ευχαριστώ.
Κι εγώ. Νομίζω ότι τα πήγαμε περίφημα. Τώρα επαφίεμαι σε εσάς. (γέλια)

 

 

 

☞︎Ακολουθήστε το OLAFAQ στο FacebookX/Twitter και Instagram.