Η Μαριάνθη Κεφάλα είναι ένας ζωντανός μύθος της Θεσσαλονίκης. Την αναζητούσα για χρόνια μέχρι που πρόσφατα ο Πόλυς Κυριάκου μου έδωσε το νούμερο του τηλεφώνου της και το ραντεβού μας κλείστηκε πολύ εύκολα. Τη συνάντησα στην Άνω Τούμπα, τη γειτονιά της, σ’ ένα λαϊκό καφενείο που συνηθίζει να πίνει τον καφέ της και να συναντά ανθρώπους, οι οποίοι γνωρίζουν καλά ποια είναι και της εκφράζουν το θαυμασμό και την αγάπη τους.
Χωρίς θαυμασμό και χωρίς αγάπη, ως γνωστόν, ο καλλιτέχνης μαραίνεται σαν το απότιστο λουλούδι. Στην περίπτωση της Μαριάνθης Κεφάλα δεν ισχύει αυτό. Πρόκειται για μια μεγάλη λαϊκή ερμηνεύτρια που ενώ θα μπορούσε να κατακτήσει την αθηναϊκή νύχτα, την άφησε πίσω της και επέστρεψε στη λατρεμένη της Θεσσαλονίκη. Κι όχι εν μέσω απέλπιδων προσπαθειών. Όταν η Κεφάλα κατέβηκε στην Αθήνα στις αρχές του 1980 είχε ήδη μεγάλες επιτυχίες πίσω της, ενώ υπέροχες ήταν και οι δεύτερες εκτελέσεις με τη φωνή της σε τραγούδια της Καίτης Γκρέυ, της Πόλυς Πάνου και της Ρίτας Σακελλαρίου. Ασυμβίβαστος άνθρωπος που δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του και που έχαιρε της φιλίας του Στέλιου Καζαντζίδη και του Μανώλη Αγγελόπουλου. Στην ακόλουθη σπάνια συνέντευξη – ντοκιμαντέρ κι ενώ σε λίγους μήνες επίκειται η έκδοση της βιογραφίας της, η Μαριάνθη Κεφάλα αφηγείται και ζωντανεύει μια ολόκληρη εποχή που όρισε το τραγούδι της πίστας στην Ελλάδα από τη Μεταπολίτευση μέχρι τις μέρες μας. Απολαύστε την!
– Ξέρετε, υποθέτω, ότι είστε απόλυτα ενσωματωμένη στη λαϊκή κουλτούρα της πόλης σας.
Καταρχάς, να μιλάμε στον ενικό… Εγώ είμαι Θεσσαλονικιά, από τα Κάστρα, αλλά μένω τουλάχιστον 15 χρόνια εδώ στην Τούμπα. Το λέω με περηφάνια ότι γεννήθηκα στα Κάστρα, γιατί άμα ανέβεις εκεί απάνω, βλέπεις πιάτο όλη τη Θεσσαλονίκη. Είμαι ερωτευμένη με τη Θεσσαλονίκη, αν και είχα μείνει για μια πενταετία στην Αθήνα, μέχρι το ΄85. Με τρεις χρυσούς δίσκους έφυγα απ’ την Αθήνα και ξανάρθα εδώ, όπου έκανα ένα μαγαζί και κράτησε κάποια χρόνια.
– Τι σας έκανε να φύγετε απ’ την Αθήνα; Τρεις χρυσοί δίσκοι είναι καλή “μαγιά” για μεγάλη καριέρα.
Το ΄85 -δεν θέλω ν’ αναφερθώ σε ονόματα- άρχιζαν τα…κότερα. Δεν μπορούσα ν’ ακολουθήσω τη λογική αυτή. Καταρχάς είχα και πατέρα καλλιτέχνη, ο Νίρος με τ’ όνομα! Κι εγώ Νίρου λέγομαι, το «Κεφάλα» δηλαδή είναι ψευδώνυμο. Επειδή ήμουν ανήλικο όταν ξεκινούσα και με κυνηγούσε η αστυνομία, πήρα το «Κεφάλα», το ψευδώνυμο του πατέρα μου.
– Δηλαδή δεν είχε υπογράψει ο πατέρας σας για να βγείτε στο πάλκο;
Τι να υπογράψει; Αφού δίπλα του με πήρε και απλά μου κόλλησε το όνομα «Κεφάλα». Ούτε εγώ όμως έδινα δικαιώματα. Έρχεται μια μέρα ένας εφοπλιστής, μου λέει «Είστε πολύ ωραία φωνή», «Ευχαριστώ» του απαντάω και μετά συνέχισε: «Θα χαρώ πολύ να πιούμε ένα καφέ στο κότερο μου». Τον κοίταξα στραβά και του είπα: «Εγώ δεν μπαίνω σε βάρκες και σε κότερα, γιατί κουνάνε και φοβάμαι». Στο ίδιο τραπέζι ήταν κι ο μαγαζάτορας, ο επιχειρηματίας, άντρας καλλιτέχνιδος. Με τα πολλά λέω του εφοπλιστή: «Να έρθω, αλλά να έχω καπετάνιο τον άντρα μου», αφού ο άντρας μου ήταν καπετάνιος εμένα. Με ρώταγε μετά αν είμαι καπετάνισσα, αν είχα ταξιδέψει και γενικώς, μιλούσαμε για τα βαπόρια. Όταν του είπα ότι είμαι και Θεσσαλονικιά, αυτός έβγαλε το συμπέρασμά του: «Ε, είσαι καπετάνισσα, είσαι και Θεσσαλονικιά, γι’ αυτό μου μίλησες έτσι». Ο Γιώργος ο Βαρδινογιάννης ήτανε! Ευγενής ο άνθρωπος, «χάρηκα και θα έρθω να γνωρίσω και τον σύζυγο» κλπ. Πάω να πληρωθώ και ο ταμίας μου δίνει πέντε χιλιάρικα. Σε ποιον να πρωτοέδινα; Στο μαέστρο, που αυτός έπαιρνε δέκα χιλιάδες μόνος του; Πάει να δικαιολογηθεί ο ταμίας, «Μην απολογείσαι, εργαζόμενος είσαι κι εσύ» του κάνω, «απλά πες του ‘’αρχηγού’’ να έρθει μια ώρα νωρίτερα το βράδυ». Έρχεται αυτός και μου ζητάει το λόγο:
– Τι ήταν αυτό που έκανες;
– Εσύ τι ήταν αυτό που έκανες;
– Πρόσβαλλες τον εφοπλιστή!
– Λάθος κάνεις, δεν τον πρόσβαλλα. Δια χειραψίας έφυγε…
– Και τι έγινε αν θα πήγαινες απ’ το κότερο του;
– Τι λες, ρε; Υπογράψαμε κάνα τέτοιο συμβόλαιο; Αν θέλω να πάω, θα’ναι επειδή το θέλω εγώ, όχι επειδή με στέλνεις εσύ. Στείλε στη θέση μου τη γυναίκα σου και την αδερφή σου.
– Φαίνεται πως εσένα εκεί πάνω σ’ αρέσουν τα πανηγύρια, τα προτιμάς!
– Ποιον βρίζεις, ρε, τη Σαλονίκη; Άι σιχτίρ!
Πήρα τα ρούχα μου κι έφυγα. Γύρισα στη Θεσσαλονίκη κι έτυχε να πωλείται η “Καλύβα”. Δούλευα εκεί με τη Μαριώ και τον Χονδρονάκο κι αποφάσισα να το αγοράσω το μαγαζί. Επειδή δεν ήταν πολύ μεγάλο, απ’ τις 11 το βράδυ δεν υπήρχε καρέκλα! Έτσι έκανα ένα άλλο μεγάλο μαγαζί και έδωσα την “Καλύβα” στον Βασίλη Καρρά για να τον υποστηρίξω. Ήδη δούλευε, αλλά δεν ήταν πρώτο όνομα. Απ’ τα καλύτερα παιδιά είναι ο Καρράς!
– Τι έχει μεγαλύτερη σημασία; Να είναι κάποιος καλό παιδί και μετά καλός τραγουδιστής;
Εγώ τον Βασίλη τον γνώρισα μηχανικό αυτοκινήτων. Μετά έγινε τραγουδιστής και, μάλιστα, όταν ήμασταν σ’ ένα μαγαζί στην Κρήνη είχε έρθει ο επιχειρηματίας και μου λέει: «Τι κάθεσαι εδώ; Να σου δώσω 1.000.000 δραχμές και άσε τον καπετάνιο να τον φάνε τα ψάρια». Τον άντρα μου εννοούσε! Νευρίασα, «Σ’ ευχαριστώ για την πρόταση» του είπα, «αλλά εγώ την οικογένεια σου δεν την ανακάτεψα. Εκτός αν σπάζεσαι που τον καπετάνιο τον αποκαλούν ‘’κύριο’’, ενώ εσένα ‘’τσάτσο’’».
– Γιατί όλοι όμως τα βάζανε με τον καπετάνιο άντρα σας;
Ο άντρας μου ήταν κύριος. Δεν έβγαινε εκτός ταμείου, δεν έπινε. Είχε ένα κακό: Εμπιστευόταν πολύ τους άλλους, έδινε λεφτά και δεν έπαιρνε απόδειξη. «Θα τον προσβάλλω τον άνθρωπο άμα του ζητήσω απόδειξη» έλεγε κι εγώ φώναζα: «Ρε, πλειστηριασμό μας έκανε».
– Είχατε μεγαλώσει σε πολυμελή οικογένεια;
Ναι, τέσσερα αδέρφια ήμασταν. Ο μεγάλος μου αδερφός έφυγε πρόσφατα στα 72 του. Μετά ήμουν εγώ δίδυμη με την αδερφή μου και ο μικρός μας αδερφός, ο Γιώργος, που έκανε καριέρα τραγουδιστή σαν Γιώργος Νίρος και μου έκανε δεύτερες φωνές στους δίσκους μου. Ο πατέρας μου έπαιζε μπουζούκι και τραγουδούσε.
– Προερχόμενος από το ρεμπέτικο;
Λαϊκός ήταν πιο πολύ. Νταλγκαδιάρης. Από πιτσιρίκος, όντας γεννημένος το 1929, ξεχώρισε. Εγώ είμαι γεννημένη το 1953 και τον θυμάμαι να παίζει στην αυλή. Έτσι, από τριών χρονών κι εγώ μπήκα στο ντιριντάχτα. Η μάνα μου φώναζε, γιατί τότε έλεγαν τις τραγουδίστριες πόρνες και τους μπουζουξήδες νταβατζήδες. Βλακείες! «Ρε, πουτάνα θα την κάνεις;» του έλεγε η μάνα μου κι αυτός της απαντούσε: «Άντε τράβα πλύνε κάνα πιάτο. Αυτή είναι η συνέχεια μου». Μ’ άρπαζε και μ’ έπαιρνε μαζί του στα γύφτικα, από δω κι από κει. Τον άρεζαν πολύ οι γύφτισσες!
– Γνωρίζω πως στο ξεκίνημα σας δουλέψατε με τον Γιάννη Φλωρινιώτη.
Βέβαια, εδώ στη Θεσσαλονίκη, το 1968 περίπου, που η Μαριώ έπαιζε πολύ καλό ακορντεόν στο σχήμα. Πριν λίγο καιρό είχε έρθει εδώ η Μαριώ, τη βρήκα, τραγουδήσαμε και βγάλαμε γούστα. Καλή είναι, εντάξει, άλλο στυλ.
– Το δικό σας στυλ ποιο ήταν;
Λαϊκό! Τα περισσότερα τραγούδια που είπα ήταν του Ηλία Φιλίππου, του κουμπάρου μου. Τον έχω παντρέψει.
– Ποια η διαφορά μεταξύ λαϊκού τραγουδιού και τραγουδιού της πίστας;
Το λαϊκό τραγούδι είναι και πίστα. Ζεϊμπέκικο και τσιφτετέλι. Εγώ δεν ήμουν ιδιαίτερα τσιφτετελού, έλεγα πιο πολλά ζεϊμπέκικα και χασάπικα. Η “Νύχτα ονειρομάνα”, που το είπα σε β’ εκτέλεση μετά τον Γιάννη Ντουνιά, από μένα “έγινε”. Εκείνος το’χε πει πολύ γρήγορο, εγώ το έκανα χασάπικο. Ήταν του Ζαμπέτα τραγούδι και ο Ζαμπέτας ήταν δυνατός στα χασάπικα.
– Το κυνήγι της καριέρας σάς έφερε για πέντε χρόνια στην πρωτεύουσα;
Μετά το “Χαστούκι” με ζητούσε η Αθήνα. Πήγα πρώτα σ’ ένα μαγαζί στην Ποσειδώνος, που είχαν δουλέψει οι πάντες. Ήταν ένας πολύ καλός επιχειρηματίας, ο Μαργωμένος. Αυτός είχε το “Φαληρικό” το περίφημο. Κι από κει πέρασα. Μιλάμε για το 1980. Είχα μαζί μου και μια τραγουδίστρια – φωνάρα, Αμαλία τη λέγανε.
– Σας απασχολούσε η εμφάνισή σας στην πίστα;
Δεν ντυνόμουν προκλητικά. Κι επειδή έκανα και κομμωτική στα νιάτα μου, μόνη μου χτενιζόμουν. Πολύ λίγο μακιγιάζ κλπ., αλλά ποτέ προκλητική.
– Το ίδιο και στην προσωπική σας ζωή;
Ναι, ήθελα να μ’ ακούν, όχι να…βλέπουν. Όπως μου είχε πει ο συγχωρεμένος ο Γιώργος Μποζίδης, όταν του είπα ότι τελευταία μ’ αρέσει η Πάολα: «Άκου τι διαφορά έχουν όλες αυτές με εσάς. Εσείς τραγουδούσατε με βρακί, ενώ αυτές τραγουδάνε ξεβράκωτες» (γελάει).
– Κι η Βίκυ Μοσχολιού την ίδια άποψη είχε για τις νεότερες λαϊκές τραγουδίστριες.
Την είχα γνωρίσει τη Μοσχολιού. Όταν ερχόταν εδώ, τραγουδούσαμε μαζί. Την τραγούδησα πολύ εγώ τη Μοσχολιού και την Πόλυ Πάνου, την Καίτη Γκρέυ, τη Γιώτα Λύδια. Τις είχα πρότυπα μου. Τη Μαρινέλλα επίσης τραγούδησα πάρα πολύ. Σταμάτησα να την τραγουδάω, όμως. Είχε έρθει μια φορά με τον συχωρεμένο τον Τόλη στην “Κρήνη” που τραγουδούσα. Τιμής ένεκεν, είπα κάτι δικό της, το “Πάλι θα κλάψω“. Κάθομαι μετά στο τραπέζι κι έρχεται και μου λέει: «Πιτσιρίκα, καλή είσαι, αλλά δεν θα γίνεις ποτέ τίποτα». «Γιατί;» τη ρωτάω και μου απαντάει «Έχεις πολύ εγωισμό».
– Από που να το συμπέρανε;
«Απ’ τη στιγμή» μου λέει «που τόλμησες να πεις δικό μου τραγούδι μπροστά μου, έχεις μεγάλο εγωισμό». Της απάντησα όμως: «Τι είπατε, ‘’τόλμησα’’; Άκου, κυρία Μαρινέλλα, αν δεν τολμούσα εγώ και άλλοι, που δεν μπορούν να έρθουν εκεί που είστε εσείς, δεν θα είχατε σουξέ! Εμείς σας ‘’φτιάξαμε’’». Σκεφτόμουν εκείνη την ώρα: «Καλά σε λέει ‘’Κικίτσα’’ ο Τόλης»! Σηκώθηκε κι έφυγε! Και μείναμε ο Τόλης κι εγώ και τραγουδήσαμε μέχρι τις έξι το πρωί. Ο Τόλης ήταν παιδί – αστέρι, ενώ η Μαρινέλλα ήταν κακιά και ανταγωνιστικιά. Της είπα μάλιστα «Δεν θα σας ξανατραγουδήσω». Αφού κι ο Στέλιος ο Καζαντζίδης, στη Γερμανία που ήμασταν, μου έλεγε «Γιατί τραγουδάς Μαρινέλλα;» Τσαντιζόταν. Ξέρεις τι μου έλεγε ο Στέλιος; «Εντάξει, τραγούδα Πόλυ Πάνου και Καίτη Γκρέυ, αλλά αν θες να γίνεις πολύ καλή, να μελετήσεις λίγο και τη Φωτεινή Μαυράκη».
– Πέρα απ’ τη χροιά της φωνής, πόσο σημασία δίνατε στην τεχνική;
Η τεχνική είναι οι αναπνοές. Όταν πρέπει να κάνεις οχτώ μέτρα, πρέπει να πάρεις βαθιά αναπνοή. Όταν όμως είναι τέσσερα μέτρα, την κλέβεις και δεν το καταλαβαίνει ο άλλος. Και συνεχίζεις έτσι.
– Δεν χρειάστηκε ποτέ, πάντως, να ασκήσετε τη φωνή σας.
Όχι, γιατί ήμουν μουσικός με πάρτες, με νότες, κανονικά. Όπερες, Βέρντι, Μότσαρτ και τέτοια παίζαμε. Μόνο μαντολίνο έπαιζα, αν δεν το ξέρετε, εννοείται πως δεν τραγουδούσα.
– Σας βοήθησε αυτή η ενασχόληση στη μετέπειτα καριέρα σας;
Με βοήθησε θεωρητικά και ακουστικά. Ήταν δύσκολο τότε για τις γυναίκες να παίξουν μπουζούκι. Δεν γινόταν, οπότε δεν έμαθα να παίζω μπουζούκι.
– Θα θέλατε να παίζετε μπουζούκι;
Ναι! Δεν θα ήταν επανάσταση να έβγαινε τότε μια τραγουδίστρια που να έπαιζε μπουζούκι; Εμένα μου άρεσε πολύ, στα ξεκινήματά μου, η Γιώτα Γιάννα. Πολύ καλό παιδί. Πήγαινα και την άκουγα στην Πλάκα. Τραγουδήσαμε και μαζί εδώ στη Σαλονίκη. Καλό παιδί, καλή φίλη, παίζει υπέροχη φυσαρμόνικα. Ο Θεός να την έχει γερή. Στο μεταξύ, ο άντρας μου είχε κατέβει απ’ το βαπόρι κι άνοιξε ένα σουπάδικο στην Εθνική Οδό. Πολλή δουλειά. Το μαγαζί ήταν κολλητά μ’ ένα βενζινάδικο που έβαζε αέριο και κάθε πρωί οι θαμώνες όλων των μαγαζιών από κει περνούσαν. Και οι τραγουδιστές! Θυμάμαι τον Χατζηαντωνίου, τον Ανδρέα Ζακυνθινάκη – φωνάρα, θεός σχωρέστον – ο Καραγιάννης κ.α. Δεν ήταν, όμως, σωστοί οι επιχειρηματίες.
– Κοιτούσαν να προωθήσουν άλλες τραγουδίστριες;
Όχι, αλλά ήμουν υποχρεωμένη εγώ να πηγαίνω απ’ το κότερο του καθενός; Εγώ ήμουν τραγουδίστρια, δεν ήμουν άντε να μην πω… Αυτά είδα και τα μάζεψα και γύρισα πίσω. Ήμουν και ερωτευμένη με τη Θεσσαλονίκη κι έτσι έμεινα εδώ. Κατέβαινα κατά καιρούς Αθήνα, έναν – δυο μήνες, αλλά έφευγα πάλι. Παρέμεινα στη Θεσσαλονίκη, στη Vasipap.
– Γνωστή εταιρεία κι από την Αθήνα η Vasipap.
Είχε κάνει γραφείο στην Αθήνα, στη Σατωβριάνδου, αλλά στη Θεσσαλονίκη ήταν η έδρα της. Vasipap σήμαινε Βασίλης Παπαδόπουλος. Ο Καρράς, ο Ζαφείρης Μελάς, ο Δημητράκης ο Τερζόπουλος, εγώ, όλοι απ’ τη Vasipap βγήκαμε.
– Τελικά στο χώρο αυτό υπερτερούν οι μεγαλόψυχες ή οι μικρόψυχες συμπεριφορές;
Οι μεγαλόψυχες! Έτσι νομίζω. Είναι ωραίο πράγμα να σε τραγουδάνε σε δεύτερη εκτέλεση και να τους επιβραβεύεις, όχι σαν τη Μαρινέλλα που με πρόσβαλλε. Όσο πιο πολύ σε τραγουδάνε οι άλλοι, τόσο πιο πολλά σουξέ κάνεις.
– Ισχύει ότι το ΠΑΣΟΚ έδωσε μεγάλη ώθηση στο τραγούδι της πίστας;
Ο Ανδρέας είχε μούρλα με το λαϊκό. Όταν τελευταία δεν ήταν καλά η Ρίτα, πήγα εγώ και του τραγούδησα. Απ’ τη Ρίτα ήθελε το “Αυτός ο άνθρωπος αυτός” κι από μένα το “Σαν πεθάνω στο καράβι”. Του τα’πα και τα δυο και τα χόρεψε. Ήταν μ’ αυτή την ηλίθια τότε, τη Λιάνη. Και μια και αναφέραμε τον Ανδρέα, δώσε μου λίγο την τσάντα μου από κει να σε δείξω κάτι για να μάθεις (ανοίγει την τσάντα της και βγάζει ένα μπρελόκ με την εικόνα του Ανδρέα Παπανδρέου). Τον αγαπούσα τον Ανδρέα! Μέχρι τον Ανδρέα, μετά δεν υπάρχει κανένας άλλος. Το «Τσοβόλα, όλα δώσ’ τα», ο Ανδρέας δεν το είπε; Θυμάμαι και τον Ευάγγελο Γιαννόπουλο, που μας αγαπούσε πολύ εμάς τους λαϊκούς τραγουδιστές. Η κουφάλα ήταν ο άλλος, ο Μένιος Κουτσόγιωργας. Του έριξα κάτι μπινελίκια μια φορά!
– Στο σπίτι σας θα δει κανείς παλιά πορτρέτα σας και χρυσούς δίσκους;
Έχω, ναι, έναν χρυσό δίσκο μόνο και φωτογραφίες από συναυλίες στο Παλαί Ντε Σπορ και αλλού.
– Και κάθε φορά που τις βλέπετε, πως νιώθετε;
Λέω «Τι καλά να ήμουν τότε», αλλά με τα σημερινά μυαλά! Θα’χα αγοράσει τη μισή Θεσσαλονίκη και δεν θα παντρευόμουν!
– Η μαγκιά είναι προσόν στο λαϊκό τραγούδι;
Εε, βέβαια! Όχι χαζομαγκιά, όμως. Η μαγκιά είναι να’σαι καθαρός, ευθύς, να μην κάνεις πουστιές και να σέβεσαι τον κόσμο για να σε σεβαστούν κι οι άλλοι. Γενικά, όχι μόνο στο τραγούδι.
– Μέσα στις χιλιάδες φορές, υπάρχει μια στιγμή στο πάλκο που θα θυμάστε για πάντα;
Συνέβησαν τόσα πολλά, που δεν μπορείς να ξεχωρίσεις κάτι. Αυτό που μου έμεινε ήταν μ’ εκείνο το βλάκα στην Αθήνα, στο “Χρυσό Βαρέλι”, με τον εφοπλιστή. Με πρόσβαλλε, όχι φυσικά ο εφοπλιστής που με σεβάστηκε, αλλά αυτός ο βλάκας που είχε γυναίκα τραγουδίστρια και πεθερό τραγουδιστή. Πρόσβαλλε όλη τη Θεσσαλονίκη κι ήταν κι απ’ τα Τρίκαλα κιόλας. Να’ ταν και Αθηναίος… (γέλια)
– Η φωνή σας πιστεύετε ότι μεταφέρει τη Θεσσαλονίκη;
Βέβαια. Οι περισσότεροι μεγάλοι καλλιτέχνες είναι από τη βόρεια Ελλάδα. Και ο Στέλιος ακόμα απ’ το Κιλκίς ξεκίνησε. Κατέβαινε στη Θεσσαλονίκη και πούλαγε διάφορα πράγματα για να βοηθήσει τη μαμά του, τη μόνη που φοβότανε. Την έτρεμε. Κι ο Στάθης, ο αδερφός του, καλό παιδί, δε μπορώ να πω, αλλά δεν ήταν σαν τον Στέλιο. Είχε έρθει μια φορά στη Θεσσαλονίκη και έβαλε ρεκλάμα «Σ. Καζαντζίδης». Πήγε ο Στέλιος και του είπε «Θα βάλεις ‘’Στάθης’’, ολόκληρο. Άσ’ το το ‘’Καζαντζίδης’’, δεν με πειράζει». Βλέπω ακόμη ένα φιλαράκι, που’ ναι πρώτος ξάδερφος του Στέλιου, και οργανώσαμε μια βραδιά για τον Στέλιο στον Άγιο Κωνσταντίνο. Πανικός έγινε!
– Υπήρξε κάποιος καλλιτέχνης που να τον αγαπήσατε πραγματικά;
Ο Μανώλης Αγγελόπουλος, δεν υπήρχε καλύτερο παιδί! Σεβόταν πολύ τους καλούς καλλιτέχνες. Θυμάμαι ένα περιστατικό: Είχε έρθει εδώ με τη μαμά του και ήμασταν στο Φιλίππειο. Μαζί του ήταν η τραγουδίστρια η Κωνσταντίνα. Λέει «No» σε μια φάση και πετάγεται η μάνα του: «Πανάθεμα σε, γιούφτο. Ελληνικά δεν ξέρεις να μιλάς; Μου θες και εγγλέζικα»! Κάναμε κάτι γέλια.
– Σας προβληματίζει το άδοξο τέλος πολλών συναδέλφων σας;
Βέβαια με προβληματίζει.
– Ο καθένας στρώνει τη ζωή του;
Κοίταξε, είναι και θέμα τύχης. Δεν μπορείς να τα ελέγχεις όλα. Κανείς δεν ξέρει πως θα καταλήξει. Εμένα, ας πούμε, αν δεν ήταν τόσο επιπόλαιος ο άνδρας μου…Βγάλαμε πολλά λεφτά απ’ τα μαγαζιά. Αλλά…
– Αν κατάλαβα, πάντως, δεν είστε πλούσια αυτή τη στιγμή, αλλά ούτε και φτωχή.
Μέση κατάσταση, έχω ένα μικρό σπιτάκι. Απλά η μοναξιά με πειράζει. Έχασα τώρα και τον μεγάλο μου αδερφό…
– Μοναξιά ακούω, αλλά χθες βράδυ πήγατε και τραγουδήσατε, όπως εσείς μου είπατε.
Φίλους έχω, με καλούν συνέχεια, αλλά δεν πάω παντού. Πάω μόνο στα καλά παιδιά. Όταν γυρνάω στο σπίτι, με πιάνει η μοναξιά. Ευτυχώς παίζω κάτι παιχνιδάκια, βλέπω λίγο τηλεόραση, τον “Τροχό της τύχης”, όλα τα βρίσκω. Διάβαζα στη ζωή μου, ξέρεις. Τα πάντα διάβαζα. Μ’ άρεζε “Η Παναγία των Παρισίων”! Με θυμάμαι μικρή στα πάρτι που κάναμε, να είναι της μόδας το σέικ. Άκουγα τους Beatles, όπως και τους δικούς μας από δω, τους Olympians. Μεγάλος τραγουδιστής ο Πασχάλης! Μεγαλωμένη μες τα μπουζούκια ήμουν, ροκ και τζαζ, πώς τα λένε, να άκουγα;
– Για τον Διονύση Σαββόπουλο, που είναι Θεσσαλονικιός, τι άποψη έχετε;
Καλός είναι, είχε ένα δικό του ύφος. Κοίτα, αν δεν έχεις κάποια ιδιαιτερότητα σαν καλλιτέχνης, δεν μπορείς να γίνεις τίποτα.
– Πώς νιώσατε όταν πιάσατε το πρώτο δισκάκι με τη φωνή σας;
Αα, μην συζητάς! Είχα πει κι ένα δύσκολο τραγούδι, ένα σαμπάχ του μπαμπά μου. Όταν το άκουσε η Πόλυ Πάνου, έπαθε πλάκα. Πάντως, επειδή λέγαμε πριν για την Αθήνα, και σήμερα θέλουν κάποιοι να με κατεβάσουν να ξανατραγουδήσω. Δεν ξέρω, δεν βαριέμαι, αλλά έχω αυτούς τους πόνους στο σώμα πια. Έχει αρχίσει και πονάει το σώμα.
– Να το θεραπεύσετε, άμα θέλετε να τραγουδήσετε πάλι κάπου μακριά απ’ τα μέρη σας.
Μα να το ξανανοίξω πάλι; Έκανα εγχείρηση στα γόνατα και δεν πέτυχε. Μπορώ να κάτσω βέβαια και να τραγουδάω για 50 λεπτά και μια ώρα. Μόνο τότε δεν πονάω. Ξεχνιέμαι με το τραγούδι. Το “Χαστούκι”, η πρώτη μεγάλη επιτυχία μου, ήταν του Αντώνη Ρεπάνη τραγούδι. Αυτός το είχε πει μαζί με τη Γκρέυ. Δεν πέτυχε, εγώ το έκανα επιτυχία, όπως το’ μαθα να το παίζει ο μπαμπάς μου. Πόσοι άνθρωποι πέρασαν απ’ τη ζωή μου τώρα που τα σκέφτομαι… Με πιάνει μεγάλη νοσταλγία. Η μοναξιά φουντώνει όταν σκέφτομαι ότι δεν είναι εδώ πια. Χώρια που εγώ από πιτσιρίκα έκανα παρέα με μεγαλύτερους ανθρώπους, όχι με της ηλικίας μου. Ήθελα να μαθαίνω, να παίρνω πράγματα.
– Κι η νύχτα πια δεν είναι ίδια, όπως λένε πολλοί.
Κοίταξε, οι παλιοί ήταν διαφορετικοί. Κακά τα ψέματα, η νεολαία μας μεγαλώνει διαφορετικά. Εμείς δουλεύαμε από 12 χρονών στα εργοστάσια. Εγώ έκανα νοσηλεύτρια σε γηροκομείο και κοιμόμουν σε νευρολογική κλινική. Οι ιδιωτικές εταιρείες τους πλάκωναν στα χάπια για να τους έχουν μόνιμους. Εγώ τους έλεγα «φτύσ’ τα», είχα γίνει και λίγο γιατρός, μέχρι που μ’ έπιασε ένας και άρχισε τις ανακρίσεις. «Ποιος δεν παίρνει τα χάπια του;» με ρώτησε. «Που να ξέρω εγώ;» τον απάντησα. Με εκφόβισε πως θα του κάνει ηλεκτροσόκ και θα’ μουν κι εγώ μέσα, να βλέπω, για τιμωρία. Αγρίεψα, του λέω «Όχι, δεν θα μπω εγώ μέσα, γιατί είμαι ανήλικη και θα σε καταγγείλω». Το ηλεκτροσόκ έγινε σ’ ένα παιδί που είχε κουραστεί ψυχολογικά απ’ τα μαθήματα και το έβαλαν μέσα για κάνα μήνα. Το δέσανε μετά το ηλεκτροσόκ κι όταν το πήγαν το παιδί στο δωμάτιο, πήγα και το βρήκα. «Κι εσύ στο κόλπο;» με ρωτάει. «Άντε, βρε, μαλάκα» του κάνω, «δώσε μου το τηλέφωνο του μπαμπά σου». Το έγραψα το τηλέφωνο πάνω σε μια κοτρόνα, πετάχτηκα στο περίπτερο και τηλεφώνησα. «Αν θες να δεις το παιδί σου με οικογένεια, συνέβη αυτό κι αυτό, έλα και πάρ’ το» είπα του πατέρα του. Το απόγευμα ήρθε και το πήρε. Μετά φοβήθηκα μη μου κάνουν εμένα ηλεκτροσόκ και έφυγα. Τότε, όμως, γνώρισα και τον Καμπουρέλλο. Μπουζούκαρος! «Τι φωνή ειν’ αυτή, παιδί μου;» μου είπε, «πρέπει να σε κάνουμε τραγουδίστρια. Ο μπαμπάς μου είναι φίλος σου». Έτσι πρωτοανέβηκα παιδούλα στο πάλκο.
– Είχατε πείσμα απ’ ό,τι συμπεραίνω.
Ναι, το κυνηγούσα. Τη σκηνοθετούσα τη ζωή μου. Ήθελα να καλυτερεύσει η ζωή μας. Ο μπαμπάς μου μας άφησε, πήρε άλλη κι η μαμά μου, μη μπορώντας να τα βγάλει πέρα, ξενόπλενε και αναγκάστηκε να βάλει εμένα και την αδερφή μου σ’ ένα ορφανοτροφείο. Έφυγε μετανάστρια στη Γερμανία. Στο ορφανοτροφείο έμαθα μαντολίνο, το μοναδικό καλό που πήρα από κει. Ήμουν και της Εκκλησίας, με είχαν στα εξαπτέρυγα. Έψελνα και στη χορωδία.
– Πώς περνάει σήμερα ο χρόνος σας;
Πώς να περνάει; Έρχομαι εδώ, πίνω κάνα καφεδάκι, κάνα ουζάκι. Το βράδυ πίνω κάνα ουισκάκι, βλέπω λίγο κόσμο και μετά πάω σπίτι και νάνι. Πιστεύω πως είμαι ευλογημένη για όσα έζησα. Όλη μου τη ζωή μ’ έναν άνδρα την πέρασα. Είχα μια σχέση για οχτώ χρόνια πριν παντρευτώ μ’ έναν συνάδελφο, που συχωρέθηκε, τον Αρίστο τον Βάσιο. Καζαντζιδικός κι αυτός, αλλά αλκοολικός. Στα τελευταία του πήγε με μια, που ήταν κουτσή, και δεν την είδε απ’ τη σούρα του. Του λέω «Είπαμε, ρε πούστη μου, αλλά όχι να μου την κάνεις και με κουτσή». Έτσι τελειώσαμε και γνώρισα τον άνδρα μου που με πήρε στα βαπόρια για να ξεχαστώ απ’ την προηγούμενη σχέση.
– Άρα δεν ήσασταν αρχικά ερωτευμένη με τον σύζυγο σας.
Όχι. Ήταν εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι οι δυο τους. Και οι δυο τους μ’ αγάπησαν, αλλά τον άλλον τον έφαγε η σούρα του. Εγώ έπινα πολύ για είκοσι χρόνια, παλιά, αλλά το έκοψα με τον άνδρα μου. Άμα δεν το έκοβα, θα είχα ψοφήσει τώρα. Τα χασίσια ποτέ δεν μ’ ενδιέφεραν. Ο μπαμπάς μου “έπινε” και μου φυσούσε πού και πού μες το στόμα, αλλά δεν κόλλησα, δεν μ’ ενδιέφεραν ποτέ.
– Κάνετε κάτι για να διατηρείτε τη φωνή σας;
Όχι, μωρέ, τίποτα δεν κάνω, μια χαρά είναι. Μου λένε όλοι πως γίνεται να μην έχει αλλάξει καθόλου η φωνή σου! Τραγουδάω λίγο και μόνη μου στο σπίτι. Παλιά, όταν ζούσε ο άντρας μου και πήγαινε εφτά – οχτώ η ώρα, μου έλεγε: «Άντε, ετοιμάσου, πήγαινε να σε θαυμάσουν κι απόψε». Ένα βράδυ σπάσανε τόσα πιάτα που δεν είχα που να σταθώ. Καθόμουν οκλαδόν πάνω στα πιάτα και τραγουδούσα. Έλεγα καψούρικα τραγούδια εγώ. Δεν τη βίωνα, αλλά την τραγουδούσα, έμπαινα πάντα στον στίχο με τα μπούνια. Δεν ήταν ανάγκη να’ναι δικό μου το θέμα, δεν τραγουδούσα για πάρτη μου, αλλά για τον κόσμο. Τους κέρδιζα όλους.
– Το τραγούδι το είχατε εδώ, εδώ ή εδώ; (Της δείχνω αντίστοιχα το στήθος, το λαιμό και τα χείλη)
Το είχα πιο πολύ στην ψυχή μου. Και μετά ανέβαινε στο λαιμό. Με θυμάμαι να τραγουδάω “Της βαρυχειμωνιάς το δείλι” και να συγκλονίζομαι, να ανατριχιάζω (απαγγέλει τους στίχους). Ηλίας Φιλίππου! Είναι τραγουδάρα!
– Κυρία Κεφάλα, τελειώσαμε. Έμαθα όλα όσα ήθελα να μάθω για σας και σας ευχαριστώ.
Εγώ σ’ ευχαριστώ. Σου είπα όλη μου τη ζωή. Έχω πάει 70 ετών πια. Δεν ξέρω για πόσο θα υπάρχω ακόμα, μόνο ο Θεός το ξέρει. Να έχω υγεία θέλω και να μπορώ να τραγουδάω μέχρι να κλείσω τα μάτια μου. Δόξα τω θεώ, ευτυχισμένη είμαι. Εισέπραξα αγάπη απ’ τον κόσμο, πάρα πολλή αγάπη, κι ακόμη εισπράττω.