Η Μαρία Μοσχούρη είναι από τις περιπτώσεις που αναρωτιέσαι πόσο κρίμα είναι, να μη γίνεται να ακούσεις αυτή τη συνέντευξη. Η φωνή της έχει μία τόσο όμορφη και ιδιαίτερη χροιά που αν βρεθείς κοντά της, σίγουρα θα σου κινήσει το ενδιαφέρον για να ανακαλύψεις τη πηγή της προέλευσής της. Όχι, δεν πρόκειται για μία υποκειμενική άποψη. Η ίδια παραδέχθηκε, ότι είναι αρκετοί αυτοί που τη θυμούνται από τη φωνή της. Ε τι να κάνουμε, δεν μπορούμε να την κατηγορήσουμε γι’ αυτό, εν αντιθέσει μπορούμε να την αφήσουμε να μας μιλάει για ώρα.
Η ηθοποιός, μετράει δεκάδες θεατρικές δουλειές στο ενεργητικό της, παλαιότερα την έχουμε παρακολουθήσει και στη τηλεοπτική σειρά «Πέτα τη Φριτέζα», ενώ κάποια στιγμή θα ήθελε να παίξει και σε κάποια κινηματογραφική ταινία. Η Μαρία Μοσχούρη είναι υποψήφια για το θεατρικό βραβείο Μελίνα Μερκούρη, για το έργο «Τουρνέ» του Ευριπίδη Λασκαρίδη στο Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου, καθώς και για το έργο «Ο μαγικός κύκλος» θέατρο για παιδιά, σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου στο Θέατρο Πόρτα.
Αυτή η μία ώρα που διήρκησε η συνέντευξη πέρασε εξαιρετικά γρήγορα. Μπορεί να φταίει ότι αμέσως μου προκάλεσε μία τόσο όμορφη οικειότητα ή ότι είναι τόσο πρόσχαρη και ευγενική. Ίσως να είναι ένα συνονθύλευμα όλων αυτών και ακόμη περισσότερων. Το σίγουρο είναι ότι μας είπε πολλά, που πρέπει να διαβάσετε. Πιο σίγουρο, ακόμη, είναι ότι κάποια στιγμή πρέπει να τη δείτε πάνω σε κάποια θεατρική σκηνή.
– Τι είναι αυτό που σε έκανε να γίνεις ηθοποιός;
Είμαι από αυτά τα παιδιά που ήθελα από μικρή να γίνω ηθοποιός. Οι γονείς μου δεν είναι καλλιτέχνες, αλλά είναι πολύ θεατρόφιλοι. Το θέατρο υπύρχε στο σπίτι από πολύ μικρή ηλικία. Με την αδερφή μου, μεταμφιεζόμασταν, φορούσαμε φουστάνια και μοιράζαμε ρόλους, ενώ παράλληλα, βλέπαμε παραστάσεις και ακούγαμε παραμύθια. Μετέπειτα, στην εφηβεία φρόντιζα πάντα να είμαι σε κάποια θεατρική ομάδα. Στις πανελλήνιες, τελειώνωντας το σχολείο, πέρασα στο τμήμα Φιλολογίας στη Φιλοσοφική του ΕΚΠΑ, όπου και άρχισα κανονικά τη φοίτηση μου. Κάποια στιγμή, αισθάνθηκα, μετά από δύο χρόνια παρακολούθησης, ότι έχανα το χρόνο μου. Δεν υπήρχε ενθουσιασμός για το αντικείμενο, ώστε να το προχωρήσω όπως θα ήθελα. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν πήρα το πτυχίο μου μέχρι σήμερα, αν και πολύ θα ήθελα να το είχα πάρει, δεν τα κατάφερα ποτέ (Γέλια!).
– Τι είναι αυτό που παίρνεις από τη σχέση σου με το θέατρο;
Το πρώτο που παίρνω είναι ότι έχω τη δυνατότητα να “χορτάσω” το ενδιαφέρον που έχω για τους ανθρώπους, είτε μέσα από το θέατρο, είτε μέσα από τους ρόλους, είτε μέσα από τη συναναστροφή με τους ανθρώπους της δουλειάς. Το θέατρο έχει ένα τέτοιο κομμάτι που γεμίζει αυτή την περιέργεια, που υπάρχει για τους ανθρώπους. Το δεύτερο είναι ότι προχωράς και έχεις πάντα κοντά σου την ομορφιά και την ποίηση. Είναι πολύ ωραίο και αυτό δεν μπορούν να το προσφέρουν όλα τα επαγγέλματα. Πιστεύω ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν ανάγκη από αυτά τα πράγματα, όμως το θεατρο και η τέχνη, γενικά, σε κάνουν μοιραία να σχετίζεσαι με αυτά τα δύο στοιχεία. Το τρίτο είναι ότι, καλώς ή κακώς, όλοι οι άνθρωποι που αποφασίζουν να ανέβουν σε μία σκηνή έχουν την εκκίνηση τους σε ένα έλλειμμα. Κάτι τους λείπει από την πραγματικότητα που βιώνουν και κατ’ επέκταση, κάτι τους λείπει από τον εαυτό τους. Δεν νομίζω ότι κάποιος άνθρωπος που τα έχει όλα καλά στη ζωή του, θα αποφασίσει να σηκώνει το βάρος της σκηνής κάθε βράδυ, γιατί έχει και αυτό το κόστος του. Το τελευταίο και το πιο σημαντικό, είναι ότι πρόκειται για μία δουλειά ομαδική, αφού είσαι συνέχεια με ανθρώπους. Το αποτέλεσμα της ομάδας σχετίζεται από τη δουλειά και τον κόπο πολλών ανθρώπων, καθώς και τη μεταξύ τους συνεργασία. Κάθε φορά, παρουσιάζουμε μία δουλειά, που είναι αποτέλεσμα συνεργασίας πολλών ανθρώπων. Προτείνουμε μία “θέση” που έχει δουλευτεί από κοινού, που μπορεί και να μην λειτουργήσει, ακόμα και ένα αποτυχημένο πείραμα, έχει και αυτό την αξία του, ακόμα κι αν κουβαλάει μία ματαίωση. Στο τέλος θα πεις “προσπαθήσαμε συνεργαστήκαμε, σκεφτήκαμε, συνεννοηθήκαμε και δεν τα καταφέραμε“. Όλα αυτά δεν είναι λίγα, μη σου πω ότι μπορεί να είναι και τα πιο σημαντικά.
– Έχεις τελειώσει το Εθνικό Θέατρο. Ποιο θεωρείς ότι είναι το περιβάλλον που θα διαμορφωθεί μελλοντικά σε σχέση με το Προεδρικό Διάταγμα;
Αυτή είναι μία σύνθετη κουβέντα που μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε. Το Προεδρικό Διάταγμα υπογράφηκε στις 17 Δεκεμβρίου του 2022 και πραγματοποιήθηκε μία έντονη κινητοποίηση απέναντι σε αυτό που ήρθε, περίπου στα τέλη Φεβρουαρίου. Το “τέλος” σηματοδοτήθηκε με το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη και με την επίσημη προκήρυξη των εκλογών. Πρόκειται για ένα διάστημα 2,5 μηνών, που οι καλλιτέχνες ήταν σχεδόν κάθε μέρα στο δρόμο, χωρίς υπερβολή. Ταυτόχρονα, υπήρχε άσκηση πίεσης με θεσμικούς και εξωθεσμικούς τρόπους από μία τεράστια μερίδα των ανθρώπων της τέχνης και των σπουδαστών της. Πραγματοποιήθηκαν συναντήσεις με την κυβέρνηση, κατέλαβαν κτίρια, ενώ ήταν συνέχεια σε συνελεύσεις και συζητήσεις, ξανά και ξανά. Ένα διάστημα πάρα πολύ πλούσιο, πάρα πολύ κουραστικό και έντονο. Το προσωρινό αποτέλεσμα είναι ότι το αίτημα που κατέβασε τους ανθρώπους της τέχνης στον δρόμο, δεν ικανοποιήθηκε. Αυτή τη στιγμή το πρόβλημα των πτυχίων μας δεν έχει λυθεί. Αυτό δεν το λέω για να υποτιμήσω την κινητοποίηση και τον αγώνα, ο οποίος ήταν σημαντικός, συγκινητικός και είναι παρακαταθήκη και για επόμενες διεκδικήσεις. Είναι μία μεγάλη απογοήτευση και ματαίωση, όχι μόνο προσωπικά αλλά και πολιτικά. Αυτή η κυβέρνηση είναι ανάλγητη σε σχέση με τις ανάγκες των πολιτών της, είναι σχεδόν επικίνδυνη για την επιβίωσή τους. Θέλω να πιστεύω ότι δεν θα περάσουμε σε αυτή τη λεγόμενη αυτορύθμιση, ότι τα πράγματα απλώς ξεχνιούνται, περνάνε, και τελικά συνεχίζουμε να ζούμε με υποβαθμισμένα πτυχία. Πιστεύω ότι θα αναζωπυρωθεί το ενδιαφέρον για αυτό θέμα μετά τις εκλογές. Έχει ανακοινωθεί η δημιουργία της Ανώτατη Σχολή Παραστατικών Τεχνών. Πρόκειται για ένα έργο που θα δώσει λύση στους ανθρώπους, που θα έρθουν μετά από μας. Θέλω και οφείλω να είμαι αισιόδοξη για το πως θα διαμορφωθεί αυτή η πραγματικότητα, παρόλο που δεν έχει επιλυθεί ακόμα. Μέχρι και σήμερα, δεν έχουμε καμία κλαδική εξασφάλιση, σχεδόν δεν είμαστε επάγγελμα.
– Πώς το βίωσες η ίδια όλο αυτό τις ημέρες των κινητοποιήσεων και των καταλήψεων;
Μπορεί να έχει αξία να σου πω, ότι όλο αυτό ήρθε από το πουθενά. Εγώ πιστεύω ότι ξεκίνησε μέσα στην Πανδημία με την πρωτοβουλία του Support Art workers. Τότε, για πρώτη φορά ειπώθηκε στο δημόσιο λόγο καθαρά ότι το να εργάζεσαι στην τέχνη είναι επάγγελμα. Ως επάγγελμα πρέπει να πληρώνεται, να ασφαλίζεται και να περιφρουρείται. Όλα αυτά, ειπώθηκαν από τους ανθρώπους της δικής μου γενιάς. Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον των νέων ανθρώπων για το σωματείο, το οποίο φυσικά προπηρχε. Η ενεργοποίηση, όμως, περισσότερων ανθρώπων έφερε αλλαγές και στις διεκδικήσεις που έγιναν για τις συμβάσεις μας, αλλά και στο Me Too. Νομίζω ότι όταν ήρθε το Προεδρικό Διάταγμα ήταν στρωμένο το έδαφος. Οι αγώνες και οι ζυμώσεις δεν γίνονται από τη μία μέρα στην άλλη. Το γεγονός ότι η καθημερινότητά μας και το κοινωνικοπολιτικό βρίσκονται σε μία φάση τόσο μεγάλη, που είναι στα πρόθυρα ποίησης, που ξεκίνησε από την κρίση, την πανδημία, συνεχίστηκε με τα σκάνδαλα που σκάσανε μέσα στο Me Too και τώρα ήρθε και το Προεδρικό Διάταγμα. Δεν είναι τυχαίο που το ένα φέρνει το άλλο. Εγώ, επειδή εμπλέκομαι και ενεργά στο σωματείο, το βίωσα από μέσα όλο αυτό. Το βίωσα πολύ συγκινητικά, ενεργά και με αγωνιστική διάθεση.
– Η ίδια η διαδικασία των εξετάσεων για τις δραματικές σχολές είναι εξαιρετικα δύσκολη και ψυχοφθόρα. Τι είναι αυτό που θεωρείς ότι μπορεί να κινήσει ακόμα και υπό αυτές τις συνθήκες, ένα νέο να μπει σε αυτό το επάγγελμα;
Οι συνθήκες δεν έχουν να κάνουν μόνο με τις ίδιες τις εξετάσεις. Εννοείται ότι είναι το πρώτο βήμα και μπορεί να φαντάζει και πολύ τρομακτικό. Εμένα, πιο πολύ, με εντυπωσιάζει ότι οι άνθρωποι αποφασίζουν να ακολουθήσουν αυτό το δρόμο, ενώ ξέρουν και ακούν ότι το επάγγελμα είναι σχεδόν “διαλυμένο”. Οι εξετάσεις τελειώνουν, μετά ξεκινά η, τριετούς φοίτησης, σχολή, ενώ θα ακολουθήσει η αναζήτηση εργασίας, που δεν είναι απλή. Πρόκειται για μία ζούγκλα και, δυστυχώς, δεν σε προετοιμάζει και κάνεις. Στη δραματική, δεν υπάρχει ένα μάθημα που να σε προετοιμάζει για την εργασιακή πραγματικότητα σε όλους τους τομείς. Εγώ, όταν αποφοίτησα, πριν από μία δεκαετία, δεν ήταν καλύτερα τα πράγματα. Βιώναμε τα χρόνια της βαρβάτης κρίσης και δεν με απασχολούσε καθόλου. Ζούσα σε ένα ροζ σύννεφο, πίστευα ότι απλώς θα κάνω τέχνη. Με ενδιέφερε μόνο να το σπουδάσω και μετά να γίνω ηθοποιός. Νομίζω ότι όλος αυτός ο κόσμος που στρέφεται στις δραματικές, έχει επηρεαστεί από τη σφαγή που γίνεται στο ελληνικό σχολείο. Το σχολείο σου κουτσουρεύει, τόσο πολύ, τη δημιουργικότητα, την ελεύθερη έκφραση και τις δημιουργικές τάσεις που υπάρχουν σε κάθε άνθρωπο. Το σχολείο κάνει τους ανθρώπους να έχουν μία ανάγκη να εκφραστούν, που θεωρούν ότι θα καλυφθεί μέσα από την τέχνη. Πρέπει να διαχωριστεί, η επιθυμία για εκδήλωση της έκφρασης, από την επιλογή ενός καλλιτεχνικού επαγγέλματος που θα σε συνοδεύει για πολλά χρόνια. Πολλοί είναι αυτοί που δεν θέλουν να ακολουθήσουν, πραγματικά, αυτό το επάγγελμα και στρέφονται σε παράπλευρες πτυχές της τέχνης.
– Έχεις ασχοληθεί αρκετά με το παιδικό θέατρο, τι είναι αυτό που σε έχει κερδίσει σε αυτό;
Έχω κάνει το εργαστήρι του θεατροπαιδαγωγικού δράματος του Θεάτρου Πόρτα, το οποίο μετά δεν εξάσκησα τόσο πολύ σε ομάδες παιδιών. Κατευθύνθηκα περισσότερο στον δρόμο του θεάτρου και της υποκριτικής. Για αρκετά χρόνια, έχω κάνει θέατρο για παιδιά, ως ηθοποιός. Αυτό έχει να κάνει με πολλά, ίσως το ότι είμαι μικροκαμωμένη και μοιάζω με παιδάκι. (Γέλια!) Δεν είναι μόνο ότι το επέλεγα, με επέλεγε κιόλας! Ευτύχησα να συνεργαστώ με δύο ανθρώπους – ομάδες, που θεωρώ ότι με διαφορετικό τρόπο η κάθε μία, έχουν φέρει κάτι πολύ σημαντικό για το παιδικό θέατρο στην Ελλάδα. Η πρώτη είναι η Συντεχνία του Γέλιου, του Βασίλη Κουκαλάνι και η δεύτερη, με χρονολογική σειρά, είναι το θέατρο Πόρτα, του Θωμά Μοσχόπουλου και τη Σοφία Πάσχου, που τα τελευταία χρόνια συνεργάζεται σταθερά και είναι ιστορία. Είναι αυτοί που έβαλαν τα θεμέλια, κατά τη γνώμη μου, στο θέατρο για παιδιά στην Ελλάδα και το αντιμετώπισαν σαν μία πολύ σοβαρή δουλειά, που πρέπει να γίνεται με ευθύνη. Αντιμετωπίζουν το παιδί σαν ένα μικρό άνθρωπο. Αυτό που έχω κερδίσει προσωπικά, κάνοντας θέατρο για παιδιά αρκετές σεζόν, είναι η επαφή με τα παιδιά που μου αρέσει πολύ, καθώς και η αδιαμεσολάβητη αλληλεπίδραση που υπάρχει με αυτό το κοινό. Μόνο από το βλέμμα των παιδιών τους μπορεί κανείς να δει τις αντιδράσεις τους, ακόμα και ο τρόπος που κρατάνε την ανάσα τους όταν κάτι λειτουργεί, όλα αυτά παραμένουν αναλλοίωτα στο πέρασμα των χρόνων. Τα παιδιά είναι όσο αξιολάτρευτα ήταν πάντα, δεν είναι τα καινούργια παιδιά πιο πολύπλοκα, λόγω της τεχνολογικής εξέλιξης. Είναι το ίδιο αθώα και το ίδιο δαιμόνια, όπως ήταν πάντα. Αυτό είναι ένα πολύ ωραίο καύσιμο, γιατί βλέπεις από κάτω τα μάτια που διψάνε. Έχουν κάτι το οποίο για τον ηθοποιό είναι τρελή δύναμη.
– Είσαι υποψήφια για το θεατρικό βραβείο Μελίνα Μερκούρη για δυο παραστάσεις: Το «Τουρνέ» και το «Μαγικό Κύκλο». Τελειως διαφορετικές παραστάσεις και διαφορετικό είδος. Τι πήρες από την κάθε μια;
Πράγματι, είναι πολλές διαφορετικές παραστάσεις, μόνο σε ότι αφορά, όμως, το παραστασιακό αποτέλεσμα. Ο τρόπος δημιουργίας τους, ωστόσο, είχε πολλά κοινά στοιχεία. Οι εγκέφαλοι και οι αρχηγοί αυτών των παραστάσεων είναι δύο πολύ σημαντικοί καλλιτέχνες και δημιουργοί, αλλά και απαιτητικοί στη δουλειά τους. Αναφέρομαι στον Θωμά Μοσχόπουλο και στον Ευριπίδη Λασκαρίδη, που είναι τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους, ωστόσο έχουν εσωτερικές συνδέσεις, μεταξύ τους. Αυτές οι δύο παραστάσεις είναι αποτέλεσμα σκληρής και πολύ ομαδικής δουλειάς. Νομίζω ότι η επιτυχία από εκεί προήλθε. Η συνάντησή μου με αυτούς τους δύο ανθρώπους έχει να κάνει και με το σημείο που με βρήκαν προσωπικά και καλλιτεχνικά. Θεωρώ ότι με έκαναν καλύτερη ηθοποιό – performer και με προχώρησαν πάρα πολύ. Μέσα από αυτές τις συνεργασίες, συνειδητοποίησα ότι τα όρια μου είναι μεγαλύτερα από όσο νόμιζα, αντοχής και κούρασης, ενώ μου δόθηκαν πολλά εργαλεία δουλειάς και από τους δύο. Ο Θωμάς με ένα τρόπο πιο μεθοδικό και συγκεκριμένο, ενώ ο Ευριπίδης με ένα τρόπο πιο πληθωρικό και χειμαρρώδη, με βοήθησαν πάρα πολύ και τους ευχαριστώ για αυτό. Αυτές οι δύο περιπτώσεις, μου έδωσαν μία πολύ ωραία ομάδα συνεργατών, που είναι όλοι τόσο αξιόλογοι και καλοί άνθρωποι. Ωστόσο, θα κάνω μία ξεχωριστή μνεία στο θίασο του θεάτρου Πόρτα, που ήμουν μερος του για δύο χρόνια και κέρδισα έξι μοναδικούς φίλους. Το αναφέρω, γιατί δεν συμβαίνει συχνά, είναι σπάνια αυτή η σύμπνοια και η αγάπη. Η «Τουρνέ», έγινε σε ένα επίπεδο καλοκαιριού σε ένα ανοιχτό θέατρο, ενώ πήρε μία πάρα πολύ μεγάλη αίσθηση γιορτής, χαράς και εξωστρέφειας. Η παράσταση έγινε το πρώτο καλοκαίρι, μετά την πανδημία και ήρθε για να γιορτάσει και την επιστροφή στη ζωή, συμβολικά μέσα μου.
– Η απονομή φέτος, θα γίνει στην πολιτιστική πρωτεύουσα για το 2023, την Ελευσίνα. Τι σηματοδοτεί ο θεσμός του Μελίνα Μερκούρη για εσένα;
Αρχικά θέλω να πω ότι είναι μία πολύ ευτυχής συγκυρία για εμένα, δεν το είχα καθόλου στο μυαλό μου ότι μπορεί να είμαι υποψήφια. Ευχαριστώ πάρα πολύ το ίδρυμα και την επιτροπή για αυτή τους τη σκέψη. Υπάρχει μία αμηχανία γύρω από τα βραβεία. Από τη μία για τον υποψήφιο είναι πολύ ωραίο και ενθαρρυντικό, είναι σα να σου λέει κάποιος ότι εκτιμάει τη δουλειά σου. Ταυτόχρονα, στην καθημερινότητα και τη δυσκολία της δουλειάς, αυτό που σε στηρίζει τελικά δεν είναι οι στιγμές που ξεχωρίζεις, αλλά οι σχέσεις των ανθρώπων και δεν το λέω σαν σε αντιπαραβολή. Τα βραβεία και τέτοιου είδους συνθήκες είναι ωραία για να μας ενώνουν και όχι για να μας χωρίζουν. Στην επιφάνεια είναι ωραίο να αναδύεται η χαρά και η επιβράβευση μέσω των διαπροσωπικών σχέσων, όπως συνέβη και σε εμένα. Γενικά, έχουμε πάρα πολλές αξιόλογες ηθοποιούς, δηλαδή μόνο οι συνυποψηφιες μου, είναι μία και μια, συγκλονιστικες. Υπάρχουν και άλλες τόσες που δεν υποψήφιες φέτος, άλλες πιο γνωστές και άλλες πιο άγνωστες. Πραγματικά το πιστεύω βαθιά ότι έχουμε πάρα πολλές καλές Ελληνίδες ηθοποιούς. Θεωρώ ότι είναι θέμα τύχης, και δεν το λέω από σεμνότητα, να βρεθείς στη σωστή παραγωγή, τη σωστή στιγμή που θα σε δουν τα σωστά μάτια και τελικά να είσαι υποψήφια. Ακόμα και εγώ η ίδια, βρέθηκα στην παράσταση του Ευριπίδη, επειδή η Αμαλία Κοσμά δεν συμμετείχε, τελικά, στην παράσταση για προσωπικούς λόγους. Είναι τόσο τυχαίο με έναν τρόπο και δεν το υποτιμώ καθόλου. Πραγματικά είναι μία πολλή όμορφη αφορμή για να χαρούμε και να χαμογελάσουμε, χωρίς να αναιρούμε την ουσία του “κάθε μέρα”. Πραγματικά τους ευχαριστώ πάρα πολύ για αυτό.
– Πώς θα περιέγραφες τον εαυτό σου σήμερα; Υπάρχει κάποιο προσωπικό στοίχημα;
Μετά από μία δεκαετία, μπορώ να πω ότι έμαθα πάρα πολλά, από την ίδια τη δουλειά για την τέχνη, τον εαυτό μου και για το θέατρο. Πιστεύω ότι είμαι η ίδια σε πολλά πράγματα. Θεωρώ όπως συμβαίνει σε κάθε άνθρωπο, ότι ο πυρήνας μένει ο ίδιος, αλλά πάρα πολλά πράγματα διαμορφώθηκαν, που τα περισσότερα ήταν καλά. Νομίζω ότι έστρεψα το βλέμμα μου προς μία κατεύθυνση που θα αντλούσα τα καλά και όχι τα κακά. Ένα πράγμα που δεν τελειώνει ποτέ με αυτή τη δουλειά είναι η ατέλειωτη επαγγελματική – οικονομική επισφάλεια, το οποίο είναι μόνο ως προς διαχείριση, καλυτερεύει, όμως δεν φεύγει ποτέ. Προσωπικά στοιχήματα έχω πολλά. Υπάρχει μία φράση που την έχει πει ο Βασίλης Παπαβασιλείου, αυτός ο σπουδαίος άνθρωπος του θεάτρου: “οι ανθρωποι ερχόμαστε εδω και εχουμε αυτο το καθηκον της πραγματωσης του εαυτού”. Εμείς, επειδή συνέχεια είμαστε με ανθρώπους, η διαδικασία πραγμάτωσης του εαυτού είναι συνέχεια υπό διαπραγμάτευση. Επανέρχομαι στα στοιχήματα. Θα ήθελα να μοιραστώ ότι δεν είμαι καθόλου καλή σε πρακτικά πράγματα. Τώρα που μετακόμισα, το αντιλήφθηκα ξανά. Τα βαριέμαι, με τρομοκρατούν, μου φαίνονται βουνό. Θα ήθελα να έρθει κάποιος με ένα μαγικό ραβδί και να τα κάνει για εμένα, αλλά αυτό δεν συγκαταλέγεται στην ενήλικη ζωή. Επομένως, θα ήθελα να γίνω καλύτερη σε όλα τα πρακτικά ζητήματα και να μην τα φοβάμαι τόσο. Ένα δεύτερο, είναι ότι θα ήθελα να δυναμώσω κι άλλο, ώστε να μην μικραίνω εγώ για τους άλλους, ενώ ένα τελευταίο είναι να πλησιάσω ακόμη περισσότερο την εγγύτητα και την αγάπη.
➸ Ευχαριστούμε για τη φιλοξενία το Cultivos Κυψέλης.