Δεν συναντάς συχνά καλλιτέχνες, δηµοφιλείς όσο η Μαρία Καβογιάννη, που να κατοικούν ακόµη στην ίδια γειτονιά και στο πατρικό τους σπίτι. Η δική της γειτονιά, στην περιοχή του Βύρωνα, µοιάζει µε έναν ολάνθιστο κήπο και σου δίνει µία περίεργη αίσθηση χωριού µέσα στο οικείο αστικό περιβάλλον. Από την πρώτη επικοινωνία, συνειδητοποίησα πως θα’χω να κάνω µ’ έναν ιδιαίτερα απλό άνθρωπο – καµία σχέση µε τηλεοπτικά σταριλίκια, που κι αυτά µέρος του «παιχνιδιού» είναι. ∆εν θα ξεχάσω που µου τηλεφώνησε η ίδια τη δεύτερη φορά για να οριζόταν το ραντεβού µας. «Η Μαρία είµαι», ακούω µια φωνή. «Ποια Μαρία;»… «Η Καβογιάννη, καλέ, ξύπνα»… Βρεθήκαµε έτσι να µιλάµε για ένα δίωρο στον προσωπικό της χώρο, που είναι γεµάτος από πίνακες ζωγραφικής, γουστόζικα έπιπλα, γλυπτά του συζύγου της και πολλά φυτά. Η συζήτηση µας τα είχε όλα, όπως θα διαπιστώσετε: Τα παιδικά της χρόνια, τις σπουδές στο Θέατρο Τέχνης, τους γονείς της, την εµπλοκή της µε την τηλεόραση, τους παλιότερους ρόλους της, την άποψη της για τις σηµερινές τηλεοπτικές σειρές και τις πλατφόρµες, την πολιτική, ορισµένες µεταφυσικές ανησυχίες και, βέβαια, τη συµµετοχή της στο «Maestro» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, που την αναγόρευσε σε σύγχρονη αρχαία τραγωδό. Όλα αυτά, εν µέσω προβών της για το «Πάρτι» της Σάλι Πότερ που θα κάνει πρεµιέρα τον Μάρτιο στο θέατρο Άνεσις σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη.
– Ξέρω ότι δίνετε πολλές συνεντεύξεις και γι’ αυτό σας συναντώ εµφανώς κουρασµένη. Ισχύει;
Είµαι όντως πολύ κουρασµένη αυτόν τον καιρό, γιατί έκανα πολλά πράγµατα µαζί, αλλά το δέχοµαι στο πλαίσιο της φυσικής ροής. Τελειώσαµε το «Maestro» µε τον Χριστόφορο, που αυτό βέβαια είχε τελειώσει από πέρσι, όπως και τη «Μια νύχτα του Αυγούστου» σε σκηνοθεσία καταπληκτική της Ζωής Σγουρού. Βασίζεται στο βιβλίο της Βικτόρια Χίσλοπ, αποτελεί τη συνέχεια του «Νησιού» και αυτόν τον καιρό προβάλλεται στο Ertflix. Ένα άλλο σήριαλ που έκανα για την πλατφόρµα του ΑΝΤ – 1 είναι της ∆ωροθέας Πασχαλίδου, λέγεται «Ζωή» και περιµένουµε να κάνει πρεµιέρα κατά τον Μάρτιο. Και ταυτόχρονα έχω και θέατρο, το «Πάρτι» στο θέατρο Άνεσις, σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη και ένα πολύ αξιόλογο team. Καµία σχέση βέβαια µε το «Πάρτι» του Πίτερ Σέλερς.
– Το γνωρίζω, αναφέρεστε σε µια σύγχρονη ταινία της Σάλι Πότερ.
Ακριβώς. Το ζήτηµα είναι – πάντα δηλαδή ήταν αυτό εµένα το ζητούµενο µου – να περνάµε καλά στις πρόβες. Σαν να καθόµαστε σ’ ένα σαλονάκι και να µιλάµε µε τους φίλους µας. Αυτή την αίσθηση έχω µε όλα τα παιδιά, τους νεότερους συναδέλφους.
– Τι είναι αυτό που κάνει έναν καλλιτέχνη να µην έχει ησυχία;
Νοµίζω πως έχει να κάνει µε περιόδους στη ζωή κάθε καλλιτέχνη. Τυχαίνει να µε πετυχαίνετε σ’ αυτή τη φάση που η µία δουλειά διαδέχεται την άλλη. Εγώ έχω την πολυτέλεια – να την πω έτσι – να είµαι επιλεκτική ως προς τις δουλειές µου.
– Κατανοητό. Ξέρετε, η φωτογραφία σας από το «Maestro» µ’ αυτά τα υγρά µάτια έκανε τον γύρο του διαδικτύου, αναγορεύοντάς σας σε σύγχρονη αρχαία τραγωδό.
Το είδα κι εγώ αυτό που λέτε, θέλω να πω όµως ότι δεν ευθύνοµαι µόνο εγώ, ακόµη και για µία φωτογραφία. Θυµάµαι καλά εκείνο το γύρισµα µέσα στην εκκλησία στους Παξούς, καθώς οι δεσµίδες του φωτός έµπαιναν από τα παράθυρα της και φωτιζόµουν. Θέλω να πω ότι υπήρχε σκηνοθέτης, υπήρχαν κι άλλοι άνθρωποι που δούλεψαν.
– Πάντα είστε τόσο προστατευτική µε τους συνεργάτες σας;
Μα, αφού είναι η αλήθεια. Στη δουλειά αυτή δεν είµαστε µόνοι µας, αποζητάµε την επικοινωνία πρώτα µε τους συνεργάτες και µετά µε το κοινό. Γι’ αυτή τη φωτογραφία που λέτε, ναι, το έµαθα και δεν µπορώ να µην πω ότι χάρηκα. Ήταν µια έκπληξη.
– Έκπληξη ως προς τι; Μία κωµική ηθοποιός να αναδεικνύεται σε δραµατική φιγούρα;
Καλό είναι να κάνεις διαφορετικά πράγµατα, να µην τυποποιείσαι. Μετά την Κορίνα στα «Εγκλήµατα», ξέρετε πόσες φορές χτύπησε το τηλέφωνο µου και είπα όχι; Για δύο χρόνια σχεδόν δεν είχα δουλειά και ήταν συνειδητή επιλογή.
– Σύµφωνοι, αλλά µετά το «Maestro» δεν νοµίζω να σας πλησιάσει κανείς και να σας πει «πόσο έχω γελάσει µαζί σας».
Μπορεί, ίσως, αλλά εµένα µου αρκεί που βγαίνω καµιά φορά έξω, στο δρόµο, και ακούω µια λέξη µόνο: «Ευχαριστούµε». Ξέρετε, κάθε φορά σε ταυτίζουν µ’ ένα ρόλο, ειδικά µέσω του πιο δηµοφιλούς µέσου, που είναι η τηλεόραση. ∆εν ήταν εύκολος ρόλος αυτός, σε καµία περίπτωση, αλλά µπήκα µέσα του και πολλές γυναίκες, που έχουν υποστεί την κακοποίηση, επίσης ταυτίστηκαν µαζί µου.
– Ο συµπρωταγωνιστής σας, πάντως, Γιάννης Τσορτέκης, µου είπε ότι ο δικός του ρόλος ήταν επισφαλής για τη δηµόσια εικόνα του.
Ο Τσορτέκης, όµως, έπαιξε τόσο καλά τον κακό! Είναι ένας θαυµάσιος ηθοποιός που τον απολάµβανα στα γυρίσµατα. Το είχαµε συζητήσει αυτό που λέτε και το ξέρω. Πάλι θα σας πω ότι είχαµε έναν σκηνοθέτη σαν τον Χριστόφορο που έχει µία άλφα αισθητική και µία µοντέρνα κινηµατογραφική µατιά στις σειρές του. Το τελευταίο έλειπε από τις ελληνικές σειρές και γι’ αυτό είναι πολύ σηµαντικό που παίζεται το «Maestro» από το Netflix. Έβλεπα τόσα χρόνια σειρές απ’ όλο τον κόσµο στο Netflix, από Τουρκία, Σουηδία, Πολωνία, κι έλεγα «Μα, εµείς δεν µπορούµε να κάνουµε µία σειρά τέτοιου επιπέδου;»
– Να που «κάναµε» λοιπόν κι εσείς, απ’ ό,τι ξέρω, ήσασταν φανατική του Netflix πριν αυτό µπει σε κάθε ελληνικό σπίτι.
Ισχύει. Πλέον είµαι συνδροµήτρια και στις άλλες πλατφόρµες, όπως στο cinobo, που προβάλλει πιο αρτίστικες ταινίες. Με ενδιαφέρουν πολύ οι ταινίες και οι σειρές, κάθοµαι και τις βλέπω µε το που γυρίσω στο σπίτι απ’ τις πρόβες, µε τον κίνδυνο βέβαια να µε πάρει ο ύπνος στη µέση µιας ταινίας.
– Ο Παπακαλιάτης, πάντως, µετά τις επιθέσεις που δέχτηκε από το κινηµατογραφικό – κυρίως – συνάφι, πλέον έχει αναγνωριστεί για τη δουλειά του.
Εννοείτε προφανώς τον διαχωρισµό εµπορικού και ποιοτικού, δηλαδή το να δει πολύς κόσµος µία δουλειά σου ή να την κάνεις για να τη βλέπεις εσύ και οι φίλοι σου. ∆εν τον κατάλαβα ποτέ αυτόν τον διαχωρισµό στην τέχνη. Και δεν είναι και ωραίο. Κάνεις µία δουλειά, την υπογράφεις, αυτή τη βλέπει πολύς κόσµος και την κρίνει ανάλογα – πού είναι το κακό, δεν καταλαβαίνω.
– Εγώ θα εστίαζα στο ότι ο Παπακαλιάτης πράγµατι έφερε µια κινηµατογραφική µατιά στα τηλεοπτικά πράγµατα.
∆εν είναι τυχαίο που βλέπεις σήµερα τις παλιές δικές σας σειρές, σαν το «Ντόλτσε Βίτα», και το ντεκόρ θυµίζει τηλεόραση της Μέσης Ανατολής. Έχετε δίκιο, ήταν πιο πενιχρά τα µέσα τότε και φαινόταν σαν όλοι να περνούσαµε από ένα, το πολύ δύο ή τρία ντεκόρ έτοιµα, για να πούµε τις ατάκες µας. Οι δηµιουργοί έριχναν όλο το βάρος στις ατάκες και στην ίντριγκα του σεναρίου. Όχι πως δεν το έκαναν σωστά, αν µιλάτε για τόσο δηµοφιλή σήριαλ, απλά τώρα ο Παπακαλιάτης εκφράζει κι αυτός την εποχή του µε τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Και η εποχή, είπαµε, έχει το Netflix και τις άλλες πλατφόρµες της, δεν θα µπορούσαµε και δεν θα έπρεπε να έχουµε µείνει εµείς πίσω. Και ο Χριστόφορος, όπως είπατε, έφερε ένα νέο αέρα στις ελληνικές σειρές.
– ∆ιαβάσετε ιστορίες από το αστυνοµικό δελτίο για να µπείτε στο πετσί του ρόλου;
∆ιάβασα αρκετά πράγµατα, στενοχωρήθηκα, θύµωσα…
– Που ανέκαθεν συνέβαιναν ή που τώρα έσπασαν ένα θλιβερό ρεκόρ;
Ανέκαθεν συνέβαιναν, απλά τώρα επ’ αφορµή και του #metoo βγήκαν στην επιφάνεια. Καλώς έγινε, εννοείται πως είµαι δίπλα σε κάθε θύµα κακοποίησης, ενώ ας µην παρακάµπτουµε και τον εγκλεισµό µε τον κορονοϊό που ενδεχοµένως οδήγησε ανθρώπους να συµβιώνουν 24 ώρες το 24ωρο, βγάζοντας προς τα έξω τα κατώτερα ένστικτα τους. ∆εν λέµε κάτι πρωτότυπο τώρα, αλλά είναι αληθές. Και µπορεί να µην ακούγεται ωραίο για τον κόσµο που κλείστηκε στο σπίτι του, όµως εµείς τα περάσαµε πολύ όµορφα το διάστηµα της καραντίνας. Βρεθήκαµε στο Πήλιο µε όλους τους φίλους και ζήσαµε ανέµελες καταστάσεις, στήθηκε ένα είδος κοινοβίου που τα αφήσαµε όλα στην άκρη για όσο καιρό χρειαζόταν.
– Αναρωτιέµαι πώς θα αντιδρούσατε αν στην προσωπική σας ζωή είχατε υποστεί τη συζυγική κακοποίηση.
Θα έφευγα; Θα βυθιζόµουν στην κατάθλιψη; Θα µπορούσα να το πω; ∆εν θα µπορούσα να το πω; Θα αντιδρούσα; ∆εν θα αντιδρούσα; Και πως θα αντιδρούσα; Ειλικρινά δεν ξέρω, δεν θέλω να το σκέφτοµαι και δεν θέλω να λέω ότι θα τα’χα µαζέψει και θα είχα φύγει, διότι έτσι θα υποτιµούσα τις κακοποιηµένες γυναίκες, που δεν µπορούν ή δεν τολµούν να το κάνουν. ∆εν µου έτυχε απλά εµένα, αυτό λέω.
– Σας πιστεύω, αν σκεφτεί κανείς πως ο χώρος εδώ έχει αρκετά γλυπτά του συζύγου σας. ∆εν έχετε ανταγωνισµό µεταξύ σας;
Όχι, κανέναν. Γενικώς δεν ήµουν ποτέ ανταγωνιστική. Ο Πέτρος ασκεί τη δική του τέχνη και απλά παρακολουθούµε ο ένας την πορεία του άλλου σ’ αυτό το ταξίδι συνύπαρξης και συµβίωσης. Βλέπετε, ας πούµε, την προτοµή της Αντέλας, της κόρης µας, που φιλοτέχνησε. Εγώ, όταν τη βλέπω, κατανοώ το βλέµµα του Πέτρου πάνω στο αντικείµενό του, στην τέχνη του, για να δώσει στο εκάστοτε γλυπτό τη µορφή που εκείνος θέλει και που του λέει η ψυχή του κάθε φορά. Είναι όπως εγώ, που κάνω κάτι καλλιτεχνικό µεν, διαφορετικό δε, να καλούµαι να υπηρετήσω ένα ρόλο. Αλλιώς θα παίξω και αλλιώς µία άλλη συνάδελφος στον ίδιο ρόλο. Όπως, λοιπόν, βλέπω τα γλυπτά του Πέτρου και αναγνωρίζω το ύφος του, κάτι αντίστοιχο συµβαίνει µε κάθε καλλιτέχνη που έχει στίγµα. Έτσι δεν ξεχωρίζουµε έναν πίνακα αν είναι Τσαρούχης ή Μόραλης;
– Έχετε δίκιο. Εξακολουθείτε να µένετε στο ίδιο σπίτι, που µεγαλώσατε;
Ναι, αγαπώ πολύ τη γειτονιά µου στον Βύρωνα και δένοµαι πάντα µε τόπους, µέρη, πρόσωπα. ∆εν έχω κάνει ούτε µία µετακόµιση. Ίσως αυτό να µου το πέρασε η µητέρα µου, που ήταν δασκάλα, και ήθελε να’ναι πάντα συγκεντρωµένη η οικογένεια σ’ ένα σπίτι.
– Υπήρξατε κι εσείς παιδαγωγός, δασκάλα.
Έγινα δασκάλα για να επικοινωνώ µε τους άλλους και εν προκειµένω µε τα παιδιά.
– Κι όταν είπατε να γίνετε ηθοποιός, παραιτηθήκατε απ’ το επάγγελµα;
Ακριβώς, δήλωσα παραίτηση. Μία χρονιά, την τελευταία, δούλευα δασκάλα και παράλληλα έκανα θέατρο. Ήταν τροµερά κουραστικό. Πήρα την απόφαση να παραιτηθώ για να µη µπλέκονται τα πράγµατα.
– ∆εν ήταν ρίσκο; Αν, ας πούµε, είχατε αποτύχει; Αν δεν είχαµε λόγο να κάνουµε συνέντευξη αυτή τη στιγµή;
Μπορώ να σας πω ότι ένιωσα και πολύ καλά όταν παραιτήθηκα απ’ την εκπαίδευση. Υπήρχε αυτό το ενδεχόµενο, της απόρριψης, της αποτυχίας, αλλά ήµουν σίγουρη για ό,τι πραγµατικά ήθελα να κάνω. Κανείς απ’ τους δικούς µου δεν µου είπε αυτό, το «Τι πας να κάνεις», αφού τότε ούτε παντρεµένη ήµουν, ούτε είχα κάνει παιδί. Και η µάνα µου ήταν πάντα υποστηρικτική χωρίς να σηµαίνει ότι δεν ήταν και δεν είναι σηµαντικό το οικονοµικό θέµα. Ίσως αυτό να οφείλεται στο ότι και οι δύο γονείς µου ήταν καλλιτεχνίζοντες. Εκτός από δασκάλα, η µάνα µου ήταν και της Καλών Τεχνών, ενώ ο πατέρας µου, λογιστής στο επάγγελµα, ήταν µέγας σινεφίλ και κατέγραφε την οικογένειά του σε φιλµάκια Super 8mm.
– Με το χρήµα τι σχέση έχετε;
Ποτέ δεν ήµουν φιλοχρήµατη, αν και κατανοώ πως είναι κάτι σηµαντικό για να ζεις από αξιοπρεπώς µέχρι καλά. ∆εν το’χω µε τα λεφτά, δεν είµαι της αποταµίευσης, θεωρώ πως είναι απλά ένα µέσο για να διευκολύνουµε τον τρόπο που ζούµε. Τίποτα παραπάνω. Ακόµη και σήµερα δεν µε θεωρώ ικανή να ασχοληθώ µε θέµατα οικονοµικά, που αφορούν τη δουλειά µου, γι’ αυτό και τα έχω αναθέσει σε µία ικανότατη δικηγόρο.
– ∆ικηγόρο έχετε και καλά κάνετε, πάντως µάνατζερ που να ρυθµίζει τα ραντεβού σας, δεν έχετε.
Μα αστειεύεστε; Τι µάνατζερ; Χτυπάει το τηλέφωνο µου, απαντάω πάντα κι είναι και µέρος της δουλειάς η έκθεση στα µέσα. Η υπερέκθεση δεν θα έλεγα ότι µου αρέσει, ειδικά όταν µε ρωτάνε τα ίδια κάθε φορά ή και άσχετα τελείως µε µένα θέµατα. Εµείς αυτό που κάνουµε τώρα είναι µία εξαίρεση. Πάντως, να ξέρετε, δικηγόρο διαχειριστή των οικονοµικών τους έχουν σήµερα πάρα πολλοί συνάδελφοί και οι νεότεροι ηθοποιοί. Το κυνήγι του χρήµατος δεν είναι στη φύση του καλλιτέχνη, µπορεί να το κάνουν άλλοι γι’ αυτόν. ∆εν θα µπορούσα ποτέ εγώ να κάνω ραντεβού ή τηλεφωνήµατα για να λέω «Τόσα θέλω» κλπ. ∆εν µου πάει καθόλου.
– Ούσα αυτή που είστε πια, έχετε διεκδικήσει για συναδέλφους σας;
Ναι, το έχω κάνει κατά καιρούς για µια – δυο περιπτώσεις, αθόρυβα µάλλον χωρίς να το διατυµπανίσω και χωρίς φυσικά να το γνωρίζουν οι ίδιοι.
– Και εισακουστήκατε;
Ναι, εισακούστηκα. Ευτυχώς.
– Προς τιµήν σας. Ο δρόµος για την επιτυχία εµπεριείχε λάθη;
Λάθη έκανα ίσως µόνο όταν έλεγα τα όχι µου και µετά µπορεί να έβλεπα µία σειρά, που έκανε επιτυχία, και να έλεγα «Για δες, τελικά καλή θα ήµουν κι εγώ στο ρόλο αυτό». Για τέτοια λάθη µιλάµε, αλλά και πάλι δεν το’χω µετανιώσει. Κάτι χάνεις, κάτι άλλο κερδίζεις.
– Λογικό να µιλάµε συχνά για την τηλεόραση, αλλά κι εσείς στο ξεκίνηµα σας τη σνοµπάρατε την τηλεόραση.
Υπήρχε ένας ελιτισµός, λογικός, αφού σπούδασα στο Θέατρο Τέχνης. Ήµασταν η τελευταία φουρνιά µαθητών µε τον Κάρολο Κουν δάσκαλο. Ο Κουν δεν την ήθελε καθόλου την τηλεόραση, όπως και παλιότερα απαγόρευε στους µαθητές του να παίζουν στον λαϊκό κινηµατογράφο της εποχής. Το καταλαβαίνω και δεν του επιρρίπτω σήµερα, εκ των υστέρων, κανέναν ελιτισµό σε ανθρώπινο επίπεδο. Ο Κουν ήθελε µαθητές – στρατιώτες, έτσι δηλαδή όπως οφείλει να δουλεύει κάθε ηθοποιός, ασκητικά.
– Και πού να ξέρατε ότι όλα θα ξεκινούσαν µ’ ένα τηλεπαιχνίδι.
Το θυµάστε αυτό; Λίγα χρόνια µετά τον θάνατο του Κουν, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν είχε ανοίξει µόλις το MEGA, βρέθηκα να παρουσιάζω τις «Τηλεµπλόφες». ∆εν ήθελαν, βλέπεις να το κάνουν ο Λάλας µε τον Ταγµατάρχη τότε και εκείνοι µε πρότειναν στη θέση τους. Ήµουν τροµερά αµήχανη και δεν το’χα ευχαριστηθεί ιδιαίτερα.
– Εσάς πάντως δεν θα σας έλεγα ασκήτρια ως προς την τέχνη σας. Απολαµβάνετε να συνυπάρχετε µε άλλους ηθοποιούς.
Αυτό συµβαίνει όταν µπαίνεις σε κάθε νέα δουλειά, όπως εγώ τώρα µε το «Πάρτι» στο θέατρο, που σας έλεγα ότι περνάµε καλά στις πρόβες, σαν να είµαστε φίλοι που τα λέµε και όχι σαν να πρέπει να κάνουµε µία πρόβα αυστηρά. Η εκµάθηση ενός ρόλου, όµως, δεν είναι εύκολη διαδικασία, αλλά αρκετά επίπονη θα έλεγα. Αναµετριέσαι µε τον εαυτό σου και τις δυνάµεις σου κάθε φορά, αξιοποιείς τα ερεθίσµατα σου, τα πράγµατα που είχες δει πριν και µπορεί να σε είχαν επηρεάσει ανεπαίσθητα. Γιατί νοµίζετε παρακολουθώ, λοιπόν, ταινίες και σειρές στις πλατφόρµες;
– Και το ταλέντο; Τι να σου κάνουν οι επιρροές και τα ερεθίσµατα, αν δεν το’χεις;
Σωστά, αλλά δεν είναι κάτι επίσης που απλά το έχεις και καµαρώνεις γι’ αυτό. Αν δεν το δουλέψεις µέσα από τις δουλειές…Γι’ αυτό και σας είπα ότι µόνο καλό κάνει να υποδύεσαι διαφορετικούς χαρακτήρες.
– Κι έτσι λέµε ότι από την χαζούλα υπηρέτρια Ασπασία, 25 χρόνια πριν, φτάσατε να είστε η τραγική µάνα στο «Maestro».
Και που, επαναλαµβάνω, ήταν µια έκπληξη και για µένα την ίδια. ∆εν θα το φανταζόµουν τότε ότι τόσα χρόνια µετά θα έκανα κάτι τόσο διαφορετικό! Μου αρέσουν οι εκπλήξεις, το πού θα σε πάει η ζωή και η έλλειψη γνώσης επ’ αυτού.
– Θα ήταν καλύτερα να µην υπήρχε το απρόβλεπτο της ζωής;
Νοµίζω, όχι. Εγώ δεν υπήρξα καθόλου υπολογιστική. Αφήνοµαι στο στοιχείο της έκπληξης, ξέροντας όµως πως όλα τα κάνουµε γιατί φοβόµαστε την ανυπαρξία µας. Η µεγαλύτερη ανάγκη του ανθρώπου είναι να ζει, γι’ αυτό και αφήνει πράγµατα πίσω του. Εδώ κάνουµε ό,τι κάνουµε και µετά τελειώνει. Μόνο η φύση ζει κι εµείς αποχωρούµε, καταδικασµένοι στην αναλωσιµότητα.
– Ας µη φτάσουµε ως εκεί. Ακόµη νέα γυναίκα είστε και δεν θα µπορούσα να σας φανταστώ σε είκοσι χρόνια από τώρα να κοιτιέστε στον καθρέφτη και να αναπολείτε.
Όχι, δεν νοµίζω ότι αυτό θα µου συµβεί, πράγµατι. Ένας ηθοποιός σταµατάει όταν τον εγκαταλείπουν οι σωµατικές δυνάµεις του ή όταν ξεχνάει τα λόγια του. Εγώ πιστεύω πως αν έχω την υγεία µου στην ηλικία που θα’χω φτάσει, θα αξιοποιήσω τον χρόνο µου, από το να κάνω ταξίδια, που µου έχουν λείψει, µέχρι να την αράξω στο Πήλιο και να παίζω επιτραπέζια µε τους φίλους µου.
– Πώς ήταν η γνωριµία µε τη Χαρούλα Αλεξίου; Είπε κάτι πολύ συγκινητικό στον Λάλα πρόσφατα, ότι αυτό που θέλει να κάνει κατά βάθος είναι µόνο να τραγουδάει.
Τη Χαρούλα τη γνώριζα, όπως και όλη η Ελλάδα, αλλά δεν είχε τύχει να γνωριστούµε προσωπικά. Πλέον µπορώ να πω ότι γίναµε φίλες. Την καταλαβαίνω. Είναι ένας πολύ ευαίσθητος άνθρωπος και µε χιούµορ. Βέβαια, η Χαρούλα εκτός από κορυφαία τραγουδίστρια, είναι και εξαιρετική ηθοποιός. Κι εµείς παίζουµε, κι εµείς είµαστε ηθοποιοί, δεν µπορούµε όµως να τραγουδήσουµε όπως αυτή.
– Γίνεται χαµός τελευταία µε την υποβάθµιση των πτυχίων των ηθοποιών από την κυβέρνηση. Κατεβήκατε στο δρόµο µε τους συναδέλφους σας;
Όχι, δυστυχώς δεν µπόρεσα, γιατί κάναµε πρόβες µε τα παιδιά για το «Πάρτι». Η απόφαση αυτή είναι επιεικώς απαράδεκτη. Πώς ακυρώνεις το πτυχίο του ηθοποιού; Ένα πτυχίο δεν είναι µόνο ένα χαρτί, αλλά ο κόπος, η πνευµατική εργασία και η αφοσίωση, το ξόδεµα – αν θέλετε – των νεανικών σου χρόνων στην υπηρεσία κάποιου σκοπού, ενός λειτουργήµατος.
– Ο Θεοδωρόπουλος, πάντως, έγραψε στην Καθηµερινή πως ο ηθοποιός δοκιµάζεται στη σκηνή, όταν τον έχεις απέναντι σου, όχι άµα έχει πτυχίο.
Μ’ αυτή τη λογική δεν έχει καµία σηµασία και το πτυχίο ενός γιατρού. Γιατί να έχει δηλαδή; Ένας γιατρός δοκιµάζεται όταν χειρουργεί ή όταν σου δίνει µια θεραπεία. Βλέπω µια απαξίωση απέναντι στην τέχνη και, χωρίς να µιλάω καθόλου κοµµατικά τώρα, δεν είναι τυχαίο που όταν πρωτάκουσα το όνοµα Μενδώνη νόµισα πως πρόκειται για εταιρεία, του τύπου «Μενδώνη ΕΠΕ» ή «Μενδώνη ΑΕ». Και γιατί αυτή η απαξίωση, η υποβάθµιση; ∆εν µπορώ ειλικρινά να καταλάβω τον λόγο.
– Κυρία Καβογιάννη, σας ευχαριστώ. Αν υποθέσουµε ότι είστε παραδίπλα και ακούτε τη συνοµιλία µας σαν ένας ακροατής, τι θα συµπεραίνατε για τον εαυτό σας;
Ότι ένιωσα ασφάλεια και ότι ήπιαµε ένα καφέ, σαν δυο φίλοι, που ξέχασαν ότι υπήρχε ένα κασετοφωνάκι ανάµεσά τους. Ως εκ τούτου, εγώ σας ευχαριστώ και σας περιµένω στο θέατρο.