Ο “Γυάλινος Κόσμος” του Τενεσί Ουίλιαμς αποτελεί ένα έργο που μοιάζει να βυθίζει τον θεατή σε έναν εύθραυστο, ονειρικό κόσμο, όπου η πραγματικότητα και η φαντασία μπλέκονται με τον πιο λεπταίσθητο τρόπο. Ο Ιταλός Antonio Latella, επιλέγοντας αυτό το έργο για την πρώτη του σκηνοθεσία στην Ελλάδα, συναντά την Μαρία Καλλιμάνη, που θα ενσαρκώσει τον ρόλο της Αμάντας, μιας γυναίκας που στέκεται ανάμεσα στη νοσταλγία του παρελθόντος και στην ανεκπλήρωτη προσδοκία για το μέλλον. Η σκηνή φωτίζεται από τους τρεις άλλους ηθοποιούς, νέους και ταλαντούχους, που μοιράζονται τον χώρο αυτόν, ο οποίος άλλοτε μοιάζει με σαλόνι και άλλοτε με διάφανη φυλακή των αναμνήσεων.

Η οικογένεια στον “Γυάλινο Κόσμο” είναι ένα εύθραυστο αντικείμενο που παρακολουθούμε, όπως το ίδιο το γυαλί: διαυγές, αλλά ταυτόχρονα έτοιμο να σπάσει. Οι χαρακτήρες είναι αυτοαναφορικοί, με τις δικές τους αναμνήσεις και ψευδαισθήσεις να τους τυλίγουν. Ο Ουίλιαμς αντλεί από τις προσωπικές του εμπειρίες για να δημιουργήσει μια οικογενειακή δυναμική που είναι τόσο παγκόσμια όσο και μοναδική, δίνοντας στην Αμερική τον ρόλο της μητέρας που προσφέρει, αλλά και πληγώνει.

Η Μαρία Καλλιμάνη, στη συνέντευξή της, μίλησε για το πώς η ερμηνεία της Αμάντας την οδήγησε σε βαθιές εσωτερικές διαδρομές, καθώς ο ρόλος αυτός την αναγκάζει να ακουμπήσει τις πιο λεπτές χορδές της ανθρώπινης απελπισίας και της ελπίδας. Η συνεργασία της με τον Latella αποτελεί μια συνάντηση δύο καλλιτεχνών που έχουν βαθύ σεβασμό στην οικογένεια ως θεματική και δημιουργική βάση. Η παράσταση αυτή προσκαλεί το κοινό να αφεθεί στον εύθραυστο, αλλά υπέροχα συναρπαστικό κόσμο του “Γυάλινου Κόσμου”.

Το Olafaq συνάντησε τη Μαρία Καλλιμάνη στο εμβληματικό Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν, έναν χώρο που κουβαλάει μαζί του την ιστορία του ελληνικού θεάτρου και αποτελεί το τέλειο φόντο για μια συζήτηση με την ηθοποιό που πρόκειται να ερμηνεύσει εκεί την Αμάντα στον “Γυάλινο Κόσμο”.

Μαρία Καλλιμάνη
Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / Olafaq

– Ο “Γυάλινος Κόσμος” είναι ένα κλασικό «έργο μνήμης», ένα αυτοβιογραφικό έργο του σπουδαίου Τενεσί Γουίλιαμς, όπου είμαστε θεατές κάποιων αναμνήσεων του συγγραφέα… Αλλά η μνήμη παίζει, συχνά, πολλά παιχνίδια…
Ναι, βλέπουμε αυτές τις σκηνές όπως τις θυμάται. Ξέρουμε αν είναι αλήθεια, αν είναι ψέμα; Ο αφηγητής και ένας από τους χαρακτήρες του έργου, ο Τομ, επιστρέφει μέσα από την μνήμη, μέσα από τις αναμνήσεις στο σπίτι του και ξαναζεί κάποιες σκηνές με την μητέρα του, με την αδερφή του, και με το τέταρτο πρόσωπο του έργου, που είναι ο καβαλιέρος επισκέπτης. Έτσι, το έργο γλιστράει, μέσα από την αφήγηση αυτών που θυμάται ο Τομ, στην ιστορία αυτή που ανοίγεται στα μάτια των θεατών. Ο ήρωας, ξαναζεί αυτά που θυμάται μαζί με την οικογένειά του. Ζει αυτές τις σκηνές πριν τους εγκαταλείψει, πριν φύγει οριστικά από το σπίτι. Και γνωρίζουμε ότι το φέρει βαρέως μετά ο Τενεσί Ουίλιαμς στην αληθινή του ζωή, γιατί η αδερφή του η Ρόουζ υπέστη λοβοτομή εκείνα τα χρόνια. Και το κουβαλάει αυτό, και όπως λέει και στον τελευταίο μονόλογο του “Γυάλινου Κόσμου” πάντα υπάρχουν στοιχεία, αφορμές από τον εξωτερικό κόσμο που ανατρέχει η μνήμη του και θυμάται την αδερφή του…

– Εσείς, υποδύεστε την Αμάντα, την μητέρα. Δύσκολη η μητέρα, σκληρή…
Ναι, είναι μια μητέρα που προσπαθεί να κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί για τα παιδιά της. Κάνει και λάθη, εννοείται. Είναι και χειριστική, είναι και επεμβατική πολύ. Τα παιδιά της σίγουρα μέσα σε αυτό το περιβάλλον ασφυκτιούν, το καθένα με τον τρόπο του, και όλοι μέσα σε αυτό το σπίτι προσπαθούν να βρουν διαφυγές. Ακόμα και η μητέρα. Η Λώρα έχει τα γυάλινα ζωάκια, αυτόν τον κόσμο μέσα στον οποίο χάνεται και φεύγει από την πραγματικότητα. Ο Τομ συνέχεια πηγαίνει στο σινεμά, βγαίνει έξω, γράφει ποιήματα. Η μητέρα, κι αυτή ξεφεύγει από την σκληρή πραγματικότητα ανατρέχοντας στο ένδοξο παρελθόν της. Με τους πολλούς καβαλιέρους που είχε σε ένα πλούσιο σπίτι στον Νότο. Δηλαδή και τα τρία μέλη της οικογένειας έχουν τρόπους διαφυγής από την πραγματικότητα. Αυτός, κάπως, που τους επαναφέρει, ή μάλλον εισβάλλει σαν την πραγματικότητα μέσα στο σπίτι είναι το τέταρτο πρόσωπο.

– Η έννοια της μνήμης πώς διαμορφώνει τη δομή της αφήγησης στο “Γυάλινο Κόσμο”;
Οι περισσότερες παραστάσεις του “Γυάλινου Κόσμου”, όπως και η δική μας, βασίζονται στο γραπτό κείμενο, στο «reading edition» του έργου. Ο Ουίλιαμς έχει μια υπέροχη εισαγωγή όπου μιλάει γενικά, και για το έργο και για την μνήμη. Και αυτό λειτουργεί κάπως σαν μανιφέστο, όπως το λέει κι ο ίδιος, σε σχέση με το θέατρο, πώς δηλαδή ένα έργο μπορεί να αναπαρίσταται σε μια σκηνή. Γραμμένο το 1943, από τότε μας λέει ότι η φωτογραφική πιστότητα πλέον δεν είναι έγκυρη. Το θέατρο μπορεί να προχωρήσει και πέρα από την ρεαλιστική αναπαράσταση… Με το ψυγείο και τα παγάκια και όλα να λειτουργούν αναπαριστάνοντας τον ρεαλισμό όπως είναι. Αλλά μας μιλάει και για μια προσέγγιση, που βέβαια το επιτρέπει και το έργο το οποίο είναι ρεαλιστικό, η οποία θα μπορούσε να αποδοθεί και από μια μη ρεαλιστική οπτική. Μπορεί να ενσωματώσει τον σουρεαλισμό, μπορεί να χρησιμοποιεί τον μαγικό ρεαλισμό… Η αφήγηση, βέβαια, ως στοιχείο του έργου είναι αναπόσπαστο. Ο Τομ, εκτός από το ότι παίζει, μπαίνει μέσα στις σκηνές, αφηγείται και στους θεατές.

– Ακριβώς, το έργο ξεκινάει με έναν μονόλογο, ο οποίος επανέρχεται μέσα στο έργο και εκεί η αφήγηση ξεφεύγει από το στενό περιβάλλον του σπιτιού.
Βεβαίως, και το ενδιαφέρον είναι ότι σε αυτούς τους μονολόγους ο Τενεσί Ουίλιαμς μας δείχνει το κοινωνικό, το οικονομικό, και το πολιτικό υπόβαθρο της εποχής. Μιλάει για την Αμερική, ή για το ότι εκείνη την εποχή οι άνθρωποι έβρισκαν την περιπέτεια στο σινεμά, ή σε κάποιο κλαμπ χορεύοντας swing, ενώ στην Ευρώπη υπάρχει η “Γκουέρνικα”, υπάρχει ο πόλεμος. Μιλάει για την μεσαία τάξη στην Αμερική, για το αμερικανικό όνειρο, δηλαδή το έργο δεν είναι αποκομμένο από αυτό που συμβαίνει στην κοινωνία. Το έργο, βέβαια, παραμένει εξαιρετικά σύγχρονο και αυτό το έχει επιδιώξει και η σκηνοθετική προσέγγιση του Antonio, δηλαδή είναι ένα σύγχρονο βλέμμα στο έργο, χωρίς να έχει πειραχτεί καθόλου το πρωτότυπο.

Μαρία Καλλιμάνη
Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / Olafaq

– Μπορείτε να συζητήσετε τη διάκριση μεταξύ της ιστορικής μνήμης και της προσωπικής μνήμης όπως αποτυπώνεται στο έργο; Πώς επηρεάζουν αυτές οι μνήμες τις ζωές των χαρακτήρων;
Δεν ξέρουμε τι συμβαίνει σε αυτά τα πρόσωπα όταν τελειώνει το έργο… Αλλά θα έλεγα ότι το θεωρητικό κομμάτι μας απασχολούσε μόνο στην αρχή των προβών. Δηλαδή, τι είναι αλήθεια, τι είναι ψέμα. Έγιναν τα πράγματα όντως όπως τα θυμάται ο Τομ; Αλλά αυτά, όπως είπα, ήταν σκέψεις πριν από τις πρόβες. Αυτό που πρέπει να κάνουν οι ηθοποιοί του έργου είναι να συγκεντρωθούν σε αυτό που συμβαίνει πάνω στη σκηνή. Στην αλληλεπίδραση. Στο τι συμβαίνει σε κάθε σκηνή. Τι διαμείβεται ανάμεσα στα πρόσωπα.

– Το έργο θέλει να δείξει μια αδυναμία, η οποία ίσως, εμποδίζει τους βασικούς χαρακτήρες, να προχωρήσουν; Μοιάζουν καθηλωμένοι σε αυτήν τη συγκεκριμένη σκηνή.
Παλεύουν, παρόλα αυτά. Ναι, ο καθένας με τον τρόπο του παλεύει. Όπως παλεύουμε και στη ζωή. Και κάποιες στιγμές νομίζουμε ότι τα καταφέρνουμε, κάποιες στιγμές αισθανόμαστε καθηλωμένοι, άλλες φορές καταφέρνουμε και κάνουμε το βήμα και ξεφεύγουμε από μια κατάσταση. Ο Τομ το κάνει. Αφήνει την οικογένειά του κουβαλώντας πληγές. Ο Ουίλιαμς στην πραγματικότητα το έκανε και έγινε αυτός ο σπουδαίος συγγραφέας. Αλλά, ας μην μιλήσουμε γι’ αυτόν. Ο Τομ στο έργο, προχωράει, αφήνει πίσω την αδελφή του και την μητέρα του. Όσο μπορείς να αφήσεις κάποια αγαπημένα πρόσωπα, γιατί όπως λέει και σε αυτόν τον υπέροχο τελευταίο μονόλογο «μπορεί να έφυγα, μπορεί η απόσταση να είναι τεράστια, αλλά κάποια πράγματα δεν μπορείς να τα αποχωριστείς».

– Πόση γενναιότητα χρειάζεται για να κάνεις ένα τόσο μεγάλο βήμα και να αφήσεις πίσω σου αγαπημένα πρόσωπα; Πόσο δύσκολο θεωρείτε ότι είναι αυτό να γίνει σήμερα; Να θέλεις να κυνηγήσεις τόσο πολύ το όνειρό σου ώστε να αφήσεις πίσω αγαπημένα σου πρόσωπα;
Κάθε εποχή έχει τις δικές της δυσκολίες. Το να αποκοπείς από τον στενό οικογενειακό πυρήνα πάντα είχε δυσκολίες. Ναι, παλαιότερα, μπορεί να λέγαμε ότι η οικογένεια ήταν ένας πιο κλειστός κύκλος. Σήμερα τα παιδιά μπορεί να είναι πιο ανεξάρτητα, αλλά τα οικονομικά προβλήματα μπορεί να σε υποχρεώνουν να ζεις με την οικογένειά σου. Ο καθένας μας έχει να κάνει έναν αγώνα προκειμένου να σταθεί στα δικά του πόδια ή να βρει αυτό που του αρέσει πραγματικά. Μπορεί εμπόδιο να μην είναι μόνο η οικογένεια. Μπορεί να τον εμποδίζει και το κοινωνικό περιβάλλον. Μπορεί να είναι οι οικονομικές συνθήκες…

– Είπατε πριν ότι το έργο παραμένει σύγχρονο…
Ναι, είναι. Καταρχήν είναι μια μονογονεϊκή οικογένεια που την έχει εγκαταλείψει ο άντρας. Η μητέρα προσπαθεί να επιβιώσει χωρίς άντρα και να φτιάξει ένα μέλλον για τα παιδιά της. Η κόρη της στο έργο έχει ένα κινητικό πρόβλημα, είναι ένα διαφορετικό άτομο. Η διαφορετικότητα πόσο σύγχρονη είναι; Απόλυτα. Αυτό που θελήσαμε να δούμε και μέσα από τη σκηνοθεσία και μέσα από την παράσταση είναι κιόλας ότι η διαφορετικότητα δεν έχει να κάνει μόνο με το πως αισθάνεται κάποιος που μπορεί να έχει μια ευαισθησία, μια ιδιαιτερότητα, αλλά και το πώς τον αντιμετωπίζουν οι άλλοι. Είναι πολύ σύγχρονη αυτή η σκέψη, το πώς, δηλαδή, αντιμετωπίζουν οι άλλοι έναν άνθρωπο που είναι «διαφορετικός».

Μαρία Καλλιμάνη
Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / Olafaq

– Σαν άνθρωπος ταυτίζεστε σε κάτι με την Αμάντα;
Φυσικά. Στο κομμάτι που αφορά στην μαχητικότητά της, έστω και λανθασμένα, και προσπαθεί να βρει λύσεις. Είναι μια γυναίκα πρακτική που προσπαθεί, παρόλη τη ζωντάνια που μπορεί να είχε κάποτε, και μια πιο ενστικτώδη αντιμετώπιση της ζωής, αναγκάζεται εκ των πραγμάτων, για να προσαρμοστεί στο κοινωνικό σύνολο, να αποκτήσει αυτήν την πρακτική πλευρά. Έχει την αγωνία της μητέρας. Νομίζω ότι όλοι οι άνθρωποι, αυτά τα κομμάτια που είναι πιο ονειροπόλα, αναγκαζόμαστε μέσα στην καθημερινότητα να τα βάζουμε και λίγο στην άκρη. Αυτό το στοιχείο της Αμάντα δεν είναι μόνο δικό της στοιχείο. Οι περισσότεροι άνθρωποι το κάνουν αυτό. Είναι η πραγματικότητα που σε αναγκάζει. Ακόμα και οι καλλιτέχνες, δεν ζούμε συνέχεια σε έναν κόσμο μαγικό και ονειρεμένο. Ερχόμαστε σε μια τριβή με την καθημερινότητα.

– Εσείς, πώς ξεκινήσατε και πήρατε την απόφαση να αφοσιωθείτε στην τέχνη της υποκριτικής;
Χωρίς να το σκεφτώ πολύ, και χωρίς να το έχω σχεδιάσει. Δεν ήταν κάποιο όνειρο που είχα από μικρή. Ήμουν κλειστός άνθρωπος και δεν εκφραζόμουν πολύ εύκολα. Γι’ αυτό, ίσως, κατέφυγα στην υποκριτική. Σπούδαζα αρχαιολογία, και ήταν άλλος ο δρόμος που είχα ξεκινήσει να διαβαίνω. Την υποκριτική την διάλεξα χωρίς να το καταλάβω. Ήρθε λίγο περίεργα στη ζωή μου, από μια παρόρμηση, μάλλον. Είχα δει μια παράσταση στο Εμπρός τότε… Ήταν ο Μπαντής, ο Καταλειφός και η Οικονομίδου, στον “Σωσμένο” του Έντουαρντ Μποντ και… κουνήθηκε το κεφάλι μου. Δηλαδή σε κάποιες σκηνές του έργου ένιωσα τα κύτταρα στον εγκέφαλο μου τόσο ενεργά και σκέφτηκα «αυτό που βλέπω είναι αληθινό, δεν είναι θέατρο». Μου άρεσε τόσο πολύ η παράσταση που την επόμενη χρονιά διάβασα ότι θα κάνουν ένα σεμινάριο για υποκριτική, και πήγα. Εκεί ο Γιώργος Μπινιάρης μου είπε μια μέρα «γιατί δεν έρχεσαι να δώσεις στη δραματική σχολή;». Και έτσι πήγα, λίγο υπνοβατώντας… Από το τρίτο έτος και μετά άρχισα να καταλαβαίνω που βρίσκομαι και αποφάσισα να αφήσω την αρχαιολογία και να αφοσιωθώ ολοκληρωτικά στην υποκριτική. Μου άρεσε που μέσα από τους δασκάλους μου είχα τη χαρά να γνωρίσω αυτό το κομμάτι της μελέτης, της έρευνας, και το πώς μπαίνεις στον κόσμο ενός έργου. Θυμάμαι με την Ράνια Οικονομίδου που κάναμε αμερικάνικο ρεαλιστικό θέατρο στο πρώτο έτος, πώς μπαίναμε στον κόσμο των προσώπων και των έργων, και φυσικά τον Δημήτρη Καταλειφό, αλλά και όλους τους δασκάλους που μου έδωσαν στοιχεία και έμπνευση. Σαν άνθρωπος ήμουν πιο κλειστή, είχα πολλά πράγματα μέσα μου που δεν μπορούσα να τα εκφράσω, και εκεί κατάλαβα ότι αυτό είναι για μένα, γιατί εκεί βρήκα έναν τρόπο να εκφράζομαι.

– Εκτός από φως, τι άλλο σημαίνει ηθοποιός;
Ναι, να είσαι εκτεθειμένος στα φώτα της σκηνής και στους θεατές… Αλλά αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι αυτό που ανταλάσσεις μαζί τους. Είναι εκείνες οι μαγικές στιγμές, στις οποίες δεν είναι πάντα εύκολο, αλλά ξεχνιέσαι μέσα σε αυτήν επικοινωνία που έχεις με το κοινό πάνω στην σκηνή και ταξιδεύεις μαζί του στον κόσμο του έργου. Από την άλλη είναι όμως και καταβύθιση. Και η καταβύθιση καμιά φορά έχει και λίγο σκοτάδι. Η καταβύθιση σε πιο σκοτεινά ή απόμερα σημεία του εαυτού σου, ή σε σημεία που δεν τα έχεις ανακαλύψει. Και τότε η δουλειά αυτή γίνεται και ένα μέσο για να ανακαλύψεις κομμάτια που δεν τα έχεις αγγίξει πολύ, και άρα πρέπει να τα βρεις για να τα φέρεις στο φως. Ηθοποιός σημαίνει και αγωνία. Κάθε φορά για την παράσταση, για το νέο πράγμα που δημιουργείς με τους άλλους ηθοποιούς και τον σκηνοθέτη… Άλλες φορές μπορεί να είναι και μια αμφισβήτηση του εαυτού σου… Είναι χαρά μεγάλη… Είναι αυτογνωσία. Μπέρδεμα και χάσιμο. Πάνω απ’ όλα, όμως, είναι μια πορεία η οποία είναι αδιάλειπτη, και που μπορεί να κρύβει και πολλά πισωγυρίσματα…

– Την επιτυχία πως την ορίζετε;
Ως αντοχή, υπομονή, επιμονή, αναγνώριση την οποία την εισπράττεις είτε σε μια παράσταση είτε σε έναν φιλικό χαιρετισμό και έναν καλό λόγο από έναν άγνωστο στο δρόμο, ως αλληλοσεβασμό και αναγνώριση ανάμεσα στους συναδέλφους… Γνωριμίες που κρατάνε χρόνια, και τους συναντάς και τους χάνεις και τους ξαναβρίσκεις… Είναι μια κοινή πορεία με κάποιους ανθρώπους, όπου δεν έχει να φοβηθεί ή να ζηλέψει ο ένας από τον άλλον. Το λέω με επίγνωση, γιατί κάτι πολύ όμορφο που μπορεί να κάνει ένας συνάδελφός, ξέρω ότι θα με προχωρήσει και εμένα.

Μαρία Καλλιμάνη
Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / Olafaq

– Κρίμα, που δεν το σκέφτονται όλοι έτσι…
Εντάξει, ανθρώπινο είναι. Εντάξει, υπάρχει και ο ανταγωνισμός, αν και απ’ ότι καταλαβαίνω σε άλλες χώρες μπορεί να είναι και πιο σκληρά τα πράγματα.

– Μπορεί, αλλά σε άλλες χώρες ίσως να είναι και πιο καλλιεργημένοι και “στρωμένοι” οι ηθοποιοί στην άμυλα.
Κι εδώ ισχύει. Αλλά είμαστε πια τόσοι πολλοί οι ηθοποιοί…

– Ωραία, μου δίνετε μια καλή αφορμή για την επόμενη ερώτηση. Τι γίνεται με το ελληνικό θέατρο το 2024; Αυτή τη σεζόν θα έχουμε να διαλέξουμε ανάμεσα σε 1000+ παραστάσεις, και αναρωτιέμαι «τι να πρωτοδεί ο θεατής»;
Ναι, είναι ότι είναι πάρα πολλές οι παραστάσεις, και φαίνονται δυσανάλογα πολλές για το ελληνικό κοινό. Υπάρχει μια σύγχυση, η αλήθεια είναι. Και στους θεατές, που μπορεί να σκέφτονται όπως λέτε, «τι να πρωτοδώ!». Βέβαια, μπορεί να ακολουθούν κάποιους ηθοποιούς χρόνια ή σε κάποιες παραστάσεις, όπως βλέπουμε τα τελευταία χρόνια, μπορεί η παραγωγή να διαλέξει ηθοποιούς που είναι γνωστοί από την τηλεόραση και ίσως να μετράει αυτό, για να τραβήξουν τον κόσμο. Από την άλλη, όμως, επειδή υπάρχουν δύο πλευρές σε αυτό που αναφέρετε, μπορεί μια παράσταση να αρέσει χωρίς να είναι απαραίτητα γνωστοί οι ηθοποιοί, και αυτό το «από στόμα σε στόμα» που λέμε, λειτουργεί στο θέατρο. Εκεί όμως, μπορεί να σου πει κάποιος, «ε, να μην περάσουν ένας, δύο μήνες για να μαθευτεί κάτι από στόμα σε στόμα». Το βέβαιο είναι ότι υπάρχουν νέες ομάδες οι οποίες έχουν ενδιαφέρον. Και αυτές οι νέες ομάδες προσπαθούν να βρουν τον χώρο τους, και νέοι δημιουργοί και νέοι ηθοποιοί, μέσα σε αυτό το τοπίο το οποίο είναι χαοτικό κάποιες φορές. Κάποιες από αυτές τις νέες ομάδες, αργά, αλλά σταθερά, έχουν καταφέρει να τραβήξουν το ενδιαφέρον. Δηλαδή, δίνεται χώρος στη δημιουργικότητα και οι νέοι ηθοποιοί αναγκάζονται κιόλας να το κάνουν. Στη δική μου τη γενιά δεν ήμασταν τόσοι πολλοί. Τα τελευταία χρόνια που οι σχολές είναι πάρα πολλές και βγαίνουν τόσοι πολλοί ηθοποιοί, ίσως εκεί να έπρεπε να γίνει ένα ξεσκαρτάρισμα. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει μόνο στο επάγγελμα των ηθοποιών τα τελευταία χρόνια…

– Αναμφισβήτητα, αλλά μοιάζει σαν μια εύκολη λύση να γίνει κάποιος καλλιτέχνης στη σύγχρονη Ελλάδα;
Δεν είναι καθόλου εύκολο. Πως να είναι μια εύκολη λύση όταν κάποιοι ηθοποιοί που δουλεύουν στο θέατρο, αναγκάζονται να εργαστούν με αμοιβές οι οποίες μπορεί να είναι από αξιοπρεπείς μέχρι άθλιες; Δεν μπορείς να τα βγάλεις πέρα. Ο ηθοποιός είναι επάγγελμα, δεν είναι χόμπι. Τα πράγματα είναι δύσκολα, και άγρια. Δεν είναι μόνο θετικά. Δεν είναι μόνο το «παίρνω χαρά από τη δημιουργία», δεν υπάρχουν πλέον οι επιχορηγήσεις που κάποτε βοηθούσαν ένα θέατρο να αντέξει, αλλά σημασία έχει ότι όλοι στις μέρες μας παλεύουν. Από τα μικρά μέχρι τα μεγάλα θέατρα και από τους μικρούς μέχρι τους μεγάλους ηθοποιούς.

– Η τέχνη όμως ανέκαθεν δεν απαιτούσε θυσία και πολλή εργασία;
Θέλει μια τριβή, η οποία δεν σταματάει ποτέ. Η μαθητεία και η βελτίωση και αυτό το άνοιγμα των οριζόντων, δεν σταματούν ποτέ. Αλλά, ναι, η ζωή δεν περιμένει, οι υποχρεώσεις δεν περιμένουν, οι απαιτήσεις δεν περιμένουν, οπότε αναγκάζεσαι και κάνεις κάποιες επιλογές. Δεν είναι μια εύκολη λύση, λοιπόν, γιατί έρχεσαι αντιμέτωπος με την πραγματικότητα. Και αυτή σήμερα δεν είναι πάντα εύκολη.

– Υπάρχουν νέα ταλέντα που σας έχουν εκπλήξει;
Φυσικά, υπάρχουν πολλά παιδιά με ταλέντο, με χαρίσματα, με βάθος, με σκέψη, με ευαισθησία. Στον “Γυάλινο Κόσμο” μπορεί να υπάρχει η Αμάντα που ως μητέρα είναι η μεγαλύτερη, αλλά οι τρεις άλλοι ηθοποιοί είναι νέοι. Ο Βαγγέλης Αμπατζής, είναι εξαιρετικός, ο οποίος έχει δουλέψει με νέες ομάδες που επίσης είναι εξαιρετικές και έχουν βουτήξει σε έργα κλασικά ή μη. Η Λήδα Κουτσοδασκάλου που επίσης είναι απόφοιτος του Θεάτρου Τέχνης, ο Νίκος Μήλιας που έρχεται από το ΚΘΒΕ, και είναι ίσως πιο κοντά μου φέτος… Αλλά θεωρώ ότι υπάρχουν και πολλοί άλλοι αξιόλογοι ηθοποιοί και σκηνοθέτες της νεότερης γενιάς που δημιουργούν σπουδαίο έργο. Υπάρχει μια μετάβαση από παλαιότερες γενιές σε νεότερες. Το βλέπουμε, άλλωστε αυτό και στο Εθνικό Θέατρο και στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Σκέφτομαι τώρα τον Μάριο Μπανούσι που η δουλειά του έκανε τέτοια αίσθηση και επιτυχία, και παρουσιάστηκε και στο Εθνικό…

– Ο “Γυάλινος Κόσμος” είναι η πρώτη του σκηνοθεσία του Antonio Latella στην Ελλάδα, που πραγματοποιείται χάρη στη συνάντησή σας, σωστά;
Με τον Antonio μας συνδέει μια φιλία τεσσάρων χρόνων. Ήταν κοινή μας επιθυμία να κάνουμε κάτι μαζί. Εκείνος επέλεξε το έργο, το οποίο εγώ δεν το είχα σκεφτεί, ομολογουμένως. Μετά, επειδή ίσως ξέρω λίγο καλύτερα τα πράγματα στην Ελλάδα, πήγαμε να δούμε παραστάσεις και ακολούθησαν οι ακροάσεις. Ο Antonio είναι και παιδαγωγός, δεν είναι μόνο σκηνοθέτης. Διδάσκει στην Ακαδημία Θεάτρου της Ρώμης, και όχι μόνο εκεί… Του αρέσει, λοιπόν, να δουλεύει με νεότερους ηθοποιούς και το έργο αυτό απαιτούσε και νεότερους ηθοποιούς.

– Σας ευχαριστώ.
Και εγώ σας ευχαριστώ.

TAYTOTHTA ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Μετάφραση: Δήμος Κουβίδης
Σκηνοθεσία και Δραματουργία: Antonio Latella
Σκηνικά-Κοστούμια: Χριστίνα Κάλμπαρη
Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου
Καλλιτεχνική συνεργασία, μουσική επιμέλεια και κίνηση: Isacco Venturini
Βοηθός σκηνογράφου- ενδυματολόγου: Κυριακή Φόρτη
Διερμηνεία και μετάφραση στις πρόβες: Βιολέττα Ζεύκη
Φωτογραφίες promo: Μαριλένα Αναστασιάδου
Γραφίστας: Γιάννης Σταματόπουλος
Επικοινωνία & Γραφείο Τύπου παράστασης: Μαρία Τσολάκη
Διαφήμιση-Social Media: RENEGADE MEDIA, Βασίλης Ζαρκαδούλας
Διεύθυνση και εκτέλεση παραγωγής: Kart Productions
Συμπαραγωγή: Τεχνηχώρος θεατρικές παραγωγές, Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν

Διανομή Μαρία Καλλιμάνη, Βαγγέλης Αμπατζής, Λήδα Κουτσοδασκάλου, Νίκος Μήλιας

Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν
Φρυνίχου 14, Πλάκα

ΗΜΕΡΕΣ & ΩΡΕΣ Παραστάσεων

Από 23 Οκτωβρίου 2024
Τετάρτη: 20.00
Πέμπτη: 21.00
Παρασκευή: 21.00
Σάββατο: 21.00
Κυριακή: 18.30

ΤΙΜΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ

Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή:
20 ευρώ κανονικό
17 ευρώ μειωμένο (φοιτητικό, άνω των 65, ΑΜΕΑ)
15 ευρώ εξώστης

Σάββατο & Κυριακή:

20 ευρώ κανονικό
18 ευρώ μειωμένο (φοιτητικό, άνω των 65, ΑΜΕΑ)
16 ευρώ εξώστης

Ατέλεια στα 5 ευρώ από Τετάρτη έως Παρασκευή, για περιορισμένο αριθμό εισιτηρίων, κατόπιν διαθεσιμότητας

ΠΡΟΠΩΛΗΣΗ:

https://www.more.com/theater/gyalinos-kosmostoutenesi-oyiliams/