H Maria del Μar Bonet είναι ένα όνοµα αναφοράς στην ισπανική – καταλανική εν προκειµένω – µουσική του 20ου αι., όπως και ένα σύµβολο ενάντια στη σκληρή δικτατορία του Φράνκο. Γέννηµα – θρέµµα κι αυτή της κοσµογονικής δεκαετίας του 1960, η Maria del Mar Bonet ανήκε στην οµάδα των «16 Κριτών», ενός κανονικού κινήµατος που περιλάµβανε Καταλανούς καλλιτέχνες, η γλώσσα των οποίων ήταν υπό καθεστώς διωγµού. Στην ακόλουθη συνοµιλία µας, η σπουδαία ερµηνεύτρια αναφέρεται στην ταύτιση του τραγουδιού µε την ποίηση ως το είδος που θέλησε κατεξοχήν να υπηρετήσει, πάντα κοντά στην έννοια Άνθρωπος και τα ανθρώπινα δικαιώµατα.
– Πόσο καιρό είχατε να έρθετε στην Ελλάδα;
Τελευταία φορά ήταν πριν πέντε χρόνια όταν ήρθα και τραγουδήσαµε στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού µαζί µε τη Μαρία Φαραντούρη.
– Είστε µεγαλωµένη στη Μαγιόρκα. Πείτε µου µια πολύ ευτυχισµένη στιγµή από τα παιδικά σας χρόνια.
Η πρώτη φορά που µπήκα στη θάλασσα µόνη µου. Ήµουν δύο ετών και οι δικοί µου µε χάσανε. Ρωτούσαν «Που είναι η Μαρία;», όµως εγώ ήµουν ήδη µέσα στη θάλασσα.
– Κατάγεστε από πολυµελή οικογένεια;
Όχι, είµαστε δύο αδέρφια. Πρώτος γεννήθηκε ο µεγαλύτερος αδερφός µου και ακολούθησα εγώ.
– Υπήρχε καλλιτεχνική φλέβα στην οικογένεια;
Βέβαια. Ο πατέρας µου ήταν συγγραφέας και δηµοσιογραφούσε στον Τύπο. Η µητέρα µου ήταν επίσης πολύ καλλιεργηµένη γυναίκα, θα την έλεγα διανοούµενη.
– Τους θυµάστε σήµερα καµιά φορά τους γονείς σας;
(χαµογελάει) Κάθε, µα κάθε µέρα! Ήταν πολύ σηµαντικοί οι γονείς µου στη ζωή µου.
– Ποια ήταν η πρώτη φορά που τραγουδήσατε µπροστά σε κοινό;
Πρώτη φορά µε έβαλαν να τραγουδήσω ένα παραδοσιακό τραγούδι της Καταλονίας, το «Ροσινιόλ (Αηδόνι)». Ήµουν πέντε ετών. Βγήκα στη σκηνή και όσο προχωρούσε το κοµµάτι, η φωνή µου δεν έβγαινε, δεν ακουγόταν. Ήµουν πολύ τρακαρισµένη και θυµάµαι που µε τράβηξαν από τη µπλούζα για να βγω να τραγουδήσω.
– Και ως επαγγελµατίας τραγουδίστρια;
Θα πρέπει να ήµουν 18 χρονών. Είχαµε ενταχθεί µαζί µε τον αδερφό µου στο κίνηµα των 16 Κριτών, στη Μαγιόρκα, µαζί επίσης µε όλους τους άλλους Καταλανούς τροβαδούρους και τραγουδιστές. Όχι τον Λιούις Λιάκ, που εµφανίστηκε λίγο αργότερα.
– Τι σήµαινε το όνοµα του συγκεκριµένου καλλιτεχνικού και πολιτικού κινήµατος;
Οι 16 Κριτές (σ.σ. µεταφράζεται και ως «∆ικαστές») ήταν απλά ένας καταλανικός γλωσσοδέτης που εξέφραζε ακριβώς την επαναστατική διάθεση εκείνων των χρόνων για όλους µας. ∆εν ξέρω αν γίνοµαι αντιληπτή στη γλώσσα σας, πάντως ακόµη και για τα καταλανικά το «16 Κριτές» ακουγόταν ή µάλλον προφερόταν δύσκολα.
– Το τραγούδι το αντιµετωπίζετε σαν ρόλο;
Για µένα, το τραγούδι είναι περισσότερο θέµα συναισθήµατος και όχι τεχνικής, δηλαδή ρόλου. Το κάθε τραγούδι έχει το δικό του συναίσθηµα. Οφείλεις ωστόσο να κρατάς µια ισορροπία, διότι χωρίς συναίσθηµα δεν αξίζει τίποτα η τεχνική, ακόµη κι αν την κατέχει καλά ένας ερµηνευτής.
– Θα έλεγε το ίδιο µια συνάδελφός σας από την όπερα και το λυρικό τραγούδι;
Είναι απαραίτητη στην όπερα η συµπόρευση δραµατικής τέχνης, ερµηνείας και τεχνικής. Η Μαρία Κάλλας τα συνδύαζε όλα αυτά και έτσι θεωρείται τροµερά σηµαντική µέσα στις δεκαετίες που περνούν.
– Αναρωτιέµαι αν υπάρχει µία µέρα που να µην διαβάζετε ή να µην ανατρέχετε στην ποίηση.
Ούτε µία, ειλικρινά! Κι αυτή τη στιγµή στο ξενοδοχείο που µένω διαβάζω µια γαλλική ανθολογία ποιηµάτων από ποιητές της Μεσογείου.
– Έχετε θρησκευτικές πεποιθήσεις;
Με ενδιαφέρει πιο πολύ η πνευµατικότητα σε µια θρησκεία παρά ο δογµατισµός.
– Που µπορεί να την βρίσκετε στην ύπαρξη ή στην παρουσία ενός Θεού;
Πιστεύω πως όλες οι θρησκείες περιέχουν κάτι καλό. Εµπεριέχουν την ποίηση και τη φιλοσοφία, αλλά και ένα πολύ δυνατό ουµανιστικό κοµµάτι. Τις αντιµετωπίζω ως φιλοσοφία τις θρησκείες παρά ως δογµατικές πεποιθήσεις.
– Σας συναρπάζουν τα ταξίδια;
Ναι, αλλά δεν µου αρέσουν οι µετακινήσεις. Νιώθω ευτυχισµένη κάθε φορά που καταφέρνω να φτάσω κάπου. Αν ήταν δυνατό να µεταφερόµουν όπου ήθελα χωρίς να ταξιδέψω, θα ένιωθα πραγµατικά ευτυχής.
– Και το αεροπλάνο που κάποιοι λένε ότι αποτελεί ένδειξη πολιτισµού, µια και ενώνει τους λαούς µέσα σε λίγες ώρες;
∆εν συµφωνώ µ’ αυτό. Τα αεροδρόµια ειδικά έχουν καταντήσει προσβολή για το ανθρώπινο είδος. Αναφέροµαι στην ταλαιπωρία µε τις ατελείωτες ουρές, το ψάξιµο των αποσκευών, την αστυνοµία, τους ελέγχους…Ένα ταξίδι µε αεροπλάνο πια ισοδυναµεί µε κακοποίηση.
– Είναι δικαιολογηµένος, λέτε, ο φόβος του ανθρώπου για να πετάει;
Ακόµη εγώ δεν έχω βγάλει δικά µου φτερά για να µη φοβάµαι. Έχω φίλους που µπορεί να κάνουν µπάτζι τζάµινγκ, φοβούνται όµως τα αεροπλάνα.
– Στην Ελλάδα λέµε ότι έχουµε µεγάλη παράδοση τραγουδιστριών. Αν το γενικεύσω γεωγραφικά, οι γυναίκες υπερτερούν των ανδρών στο τραγούδι;
Ναι και κάθε φορά, κάθε χρόνος που περνάει, όλο και αυξάνεται η παράδοση αυτή. Από τότε που εγώ ξεκίνησα να τραγουδάω πριν από πολλά χρόνια, πράγµατι, οι γυναικείες φωνές πολλαπλασιάστηκαν. Και µάλιστα πολύ καλές νέες φωνές µε µεγάλες απαιτήσεις και µε µια δουλειά πολύ σοβαρή σε σχέση µε τη µουσική, µε την αρµονία, µε τη γλώσσα και µε την τεχνική τους.
– Ξεχωρίζετε καµία νέα φωνή;
∆εν µπορώ να ξεχωρίσω κάποια φωνή, γιατί είναι τόσες και όλες πολύ καλές, όπως σας είπα.
– Ο χαρακτηρισµός σας ως πρωθιέρεια της έθνικ µουσικής, πως σας ακούγεται;
Όχι, δεν τον δέχοµαι, όχι. Είµαι τραγουδίστρια, αλλά όχι έθνικ τραγουδίστρια.
– Από που πηγάζει το τραγούδι, από τα χείλη, από το λαιµό ή από την ψυχή σας;
Εγώ πάντα σκεφτόµουν ότι πηγάζει από την ψυχή. Το τραγούδι δεν είναι µόνο θέµα τεχνικής, όπως σας είπα προηγουµένως, αλλά πρέπει να νιώθεις το τι τραγουδάς κάθε φορά.
– Οι 16 Κριτές ήταν µια κίνηση ενάντια στη δικτατορία του Φράνκο. Οι ηχογραφήσεις εκείνης της εποχής στην καταλανική γλώσσα δήλωναν και µια µορφή αντίδρασης;
Εγώ ανέκαθεν ηχογραφούσα στα καταλανικά τα τραγούδια µου και οι 16 Κριτές ήταν οι πρωτοπόροι που τραγούδησαν στα καταλανικά και που παρουσιάστηκαν ως τροβαδούροι. Η συγκυρία τότε ήθελε να είναι απαγορευµένο το να τραγουδάς στη δική µας γλώσσα. Αυτό που υπήρχε και που δεν ήταν µέχρι τότε απαγορευµένο, ήταν κάποιες χορωδίες ή τραγούδια που έλεγαν στα σπίτια τους οι άνθρωποι. Όχι όµως το λαϊκό τραγούδι ή αυτό που θα ορίζαµε ως καθηµερινό τραγούδι του λαού. Εµείς λοιπόν ήµασταν οι πρώτοι που γεµίζαµε θέατρα, τραγουδώντας στα καταλανικά, και όλα όσα κάναµε υποστηρίζονταν από τους φοιτητές και το εργατικό κίνηµα, µα και από οποιονδήποτε αισθανόταν ενάντια στον δικτάτορα.
– Με τη λογοκρισία δεν είχατε προβλήµατα;
Είχαµε. Υπήρχαν προβλήµατα µε πολλούς στίχους που περνούσαν από λογοκρισία. Εµείς όµως συνεχίζαµε…
– Σας είχαν χαρακτηρίσει ‘’πονοκέφαλο για το σύστηµα’’. Ισχύει;
∆εν θα το έλεγα. Υπήρχαν άλλοι πολύ πιο ενεργοί πολιτικά από µένα. Μέχρι και το 1975 που ζούσε ακόµη ο Φράνκο, όλες οι δυνάµεις της Αριστεράς ήταν στην παρανοµία. Υπήρχαν φοιτητικά και εργατικά κινήµατα και όποτε συγκεντρωνόµασταν όλοι µαζί, η δύναµη απέναντι στον δικτάτορα γιγαντωνόταν κυριολεκτικά. Εµείς ήµασταν οι τραγουδιστές που προσπαθούσαµε να εκφράσουµε αυτό το κίνηµα, ήµασταν συνεχώς παρόντες, αλλά ως ένα γρανάζι στη µηχανή της συλλογικής αντίστασης.
– Υπάρχουν αρκετοί συνάδελφοί σας που έχουν αλλάξει τον τρόπο, µε τον οποίο βλέπουν τον κόσµο µέσα στα χρόνια. Τι γίνεται µε εσάς;
Είµαι ακριβώς η ίδια, δηλαδή εκεί που ήµουν. Είµαι ένα άτοµο που αυτοχαρακτηρίζοµαι αριστερή και ποτέ δεν άλλαξε αυτή µου η στάση. Τώρα που το λέτε, ίσως αυξήθηκε η όρεξη µου για την ανεξαρτησία της Καταλονίας. Οι τότε ιδέες µου, όταν ήµουν 22- 23 ετών, δεν άλλαξαν. Σιγά – σιγά στο πέρασµα του χρόνου πρόσθεσα την επιθυµία για ανεξαρτησία και ελευθερία των Καταλανικών χωρών.
– Η Ακροδεξιά, όπως θα γνωρίζετε, έχει πάρει πολύ τα πάνω της στην Ελλάδα µετά και τις τελευταίες εθνικές εκλογές. Η Μαριάν Φέιθφουλ µου είχε πει σε συνέντευξή της πως οι ναζί θα επιστρέφουν κάθε 70 χρόνια. Συµφωνείτε;
Αυτή είναι η άποψη µιας Αγγλίδας τραγουδίστριας και πολύ καλής ηθοποιού, δεν ξέρω καθόλου όµως αν πρέπει να συµφωνήσω, διότι το έθεσε πολύ συγκεκριµένα το χρονικό διάστηµα. Εγώ πιστεύω ότι η δική µας δουλειά είναι να µην εξαπλώνεται ο φασισµός σε βάθος χρόνου. Ούτε σε ένα, ούτε σε δύο, ούτε σε εβδοµήντα χρόνια. Η µάχη ενάντια στον φασισµό είναι καθηµερινή. Αυτή τη στιγµή βλέπουµε σ’ όλη την Ευρώπη τα θλιβερά συµπτώµατα του φασισµού και της ακροδεξιάς. Είναι κάτι που µε ανησυχεί πολύ.
– Πως είναι τα πράγµατα τώρα στην Καταλονία;
Τουλάχιστον στις τελευταίες εκλογές δεν µπόρεσε να αυξηθεί η δύναµη του «Vox» (σ.σ. πρόκειται για το ακροδεξιό κόµµα της Ισπανίας). Τουλάχιστον το φρέναραν στην Καταλονία. ∆υστυχώς συγκυβερνά στη γενέτειρα µου, τη Μαγιόρκα, και τη Βαλένθια.
– Έχετε τραγουδήσει σ’ όλες τις ηπείρους. Η µουσική δύναται να ενώσει τους λαούς ως παγκόσµια γλώσσα ή ένας καλλιτέχνης οφείλει να το «ψάχνει» περαιτέρω, αν µε καταλαβαίνετε;
Εγώ δεν ασχολούµαι µε τις διεθνείς µουσικές, ούτε και µε τις παραδόσεις. ∆εν τα ψάχνω. Αυτό που ψάχνω είναι να µάθω παραπάνω πράγµατα από την Καταλανική παράδοση. Ανέκαθεν µε ενδιέφερε να εργάζοµαι πάνω στη µουσική και την ποίηση πάνω απ’ όλα. Ξεκινάω ίσως λίγο παραπάνω από τις παραδόσεις που είναι γεωγραφικά πλησιέστερες στη δική µου, από τη λαϊκή µουσική της Μαγιόρκα µέχρι τις υπόλοιπες περιοχές της Καταλονίας και τις ακτές της Μεσογείου. Θεωρώ πολύ σηµαντικό ένα µέρος της δουλειάς µου που αφορά στον διάλογο µου µε άλλους τραγουδιστές της Μεσογείου. Έχω συνεργαστεί µε γκρουπ, µε τραγουδοποιούς και µε τραγουδιστές από την Τυνησία, τη Συρία, την Αίγυπτο, την Τουρκία, την Ελλάδα και την Ιταλία. Πάνω απ’ όλα µ’ ενδιαφέρει η µεσογειακή θάλασσα που τη νιώθω σαν πατρίδα µου. Τη θεωρώ σαν µια χώρα αντί για µια απλή θάλασσα, που µας ενώνει σε πολλά πράγµατα, από τη µουσική µας µέχρι τον τρόπο που δηµιουργούµε τραγούδια. Αυτό ήταν για µένα ένα αέναο ταξίδι διαλόγων, συναντήσεων µε κοντινές αισθητικά µουσικές άλλων χωρών. Επίσης, πάντα βασιζόµουν στο ότι κάθε τόσο θα έκανα ένα δίσκο µε παραδοσιακά τραγούδια της Μαγιόρκα και των υπόλοιπων Βαλεαρίδων. Είναι µια πολύ σηµαντική άποψη για µένα, ολότελα δική µου, ώστε να µπορώ να βλέπω τα πράγµατα.
– ∆ιασκευάσατε ένα τραγούδι του Τζάκσον Μπράουν. Θεωρείτε ότι ανήκετε στη γενιά των τροβαδούρων των 60s, που θα άλλαζαν τον κόσµο;
Πάντα, µα πάντα, εκφραζόµουν µέσω της ποίησης και η αλήθεια είναι πως τα τραγούδια εκείνων των χρόνων ήταν ποιητικά κατά κόρον. Έχω κάνει πολλούς δίσκους µε µελοποιηµένη ποίηση ποιητών των Βαλεαρίδων και της Μαγιόρκα. Θεωρώ τόσο σηµαντική την ποίηση, που ποτέ δεν θα ήθελα να αποµακρυνθώ απ’ αυτή στο πλαίσιο του τραγουδιού. Το τραγούδι αυτό το έκανα γιατί ο Τζάκσον Μπράουν είναι φίλος µου, έρχεται τακτικά στην Καταλονία κι ήταν µεγάλη χαρά να αποδώσω και να τραγουδήσω στα καταλανικά ένα δικό του τραγούδι.
– Κάποτε οι λαοί πολεµούσαν εναντίον «φανερών» δικτατοριών. Σήµερα θεωρείται ότι µας καταδυναστεύουν άλλου τύπου δικτατορίες;
Οι καιροί άλλαξαν, αλλά υπάρχουν ακόµη πολλές δικτατορίες κι ακόµη περισσότερη έλλειψη ελευθεριών. Έτσι έχουν τα πράγµατα. Αυτό που δεν άλλαξε είναι η τάση των ανθρώπων να εξεγείρονται και να διεκδικούν.
– Πότε ακούσατε τη µουσική του Χρήστου Λεοντή;
Πριν πολλά – πολλά χρόνια. Η πρώτη αίσθηση µου ήταν η χαρά της γνωριµίας µ’ έναν συνθέτη που εργάζεται µε όλα τα ποιητικά και αρµονικά στοιχεία της µουσικής. Για µένα ο Λεοντής είναι ένας σπουδαίος µουσικός και καταξιωµένος µέσα από τις συναυλίες του.
– Υπήρξε και µαθητής του Μίκη Θεοδωράκη.
Ναι, ήταν µαθητής του, το γνωρίζω. Όταν σας µίλησα πριν για τους διαλόγους µου µε διαφορετικούς πολιτισµούς, πολύ πριν γνωρίσω τον Χρήστο, πολύ νέα, γνώρισα τη µουσική του Μίκη Θεοδωράκη απ’ τους δίσκους του που κυκλοφορούσαν και που ερχόντουσαν απ’ τη Γαλλία, αφού εκεί ζούσε ως εξόριστος. Στο Παρίσι γνώρισα τη Μαρία Φαραντούρη και τραγούδησα για µία εβδοµάδα στο Theatre de la Ville µαζί της και µε τη Μαρία Κάρτα από τη Σαρδηνία. Επίσης, όταν γιόρτασα τα τριάντα χρόνια µου στο τραγούδι, ήρθε η Νένα Βενετσάνου να τραγουδήσει µαζί µου. Αυτές οι συνεργασίες, αυτές οι συναντήσεις, για µένα είναι ό,τι πιο ουσιαστικό στη ζωή µου – όπως ουσιαστική ήταν και η συνάντηση µου µε τον Χρήστο Λεοντή.
– Είστε πια ταυτισµένη µε τον Χρήστο Λεοντή. Ηχογραφήσατε στα καταλανικά το «Ξενιτεµένο µου πουλί», ένα δικό του τραγούδι.
Το κοµµάτι στα καταλανικά λέγεται «Γράµµα στην εξορία» και συγκεντρώνει όλα τα συστατικά ενός µεγάλου συνθέτη και ποιητή. Ήταν διπλή η τιµή και η χαρά να βρεθώ στον εορτασµό των δικών του γενεθλίων στη µουσική µαζί µε τους υπόλοιπους τραγουδιστές και µουσικούς του. Ήταν µια ακόµη θαυµάσια συνάντηση, απ’ αυτές που εγώ νοσταλγώ κατά καιρούς από τους διαλόγους µου µε τους άλλους µεσογειακούς πολιτισµούς.
– Αλήθεια, έχετε ακούσει τη µουσική του Μάνου Χατζιδάκι;
Φυσικά, πάνε πολλά χρόνια που πρωτοάκουσα τη µουσική του πάντα µέσω των δίσκων. Τα έχω όλα τα έργα του κυριολεκτικά. Με ενθουσιάζει το έργο του Μάνου Χατζιδάκι στο σύνολό του και τον θεωρώ έναν απ’ τους µεγαλύτερους Έλληνες συνθέτες. Αυτή τη στιγµή δε θυµάµαι τίτλους, αλλά σίγουρα έχω τραγουδήσει σε συναυλίες µου τα τραγούδια του. Ο Χατζιδάκις είναι ένας πολύ βαθύς συνθέτης που το καταλαβαίνεις από τις συνθέσεις του για πιάνο, αυτές που παίζει ο ίδιος. Πάντα απολαµβάνω τους πιανιστικούς δίσκους του Χατζιδάκι, πάρα πολύ όµως!
– Πως αντιλαµβάνεστε την έννοια του χρόνου;
Όπως όλος ο κόσµος (γέλια). Όπως µπορώ…
– Κι αν σας ρωτήσω το ίδιο, αλλά ως τραγουδίστρια και όχι ως «όλος ο κόσµος»;
Το πέρασµα του χρόνου είναι κάτι τόσο ανθρώπινο, τόσο νορµάλ, τόσο φυσικό, που πρέπει να το αποδεχτείς. Εγώ πιστεύω πως όσο µπορώ να τραγουδώ, γιατί πάντα η φωνή αλλάζει λίγο, αλλά όχι πάρα πολύ, αυτό από µόνο του θα έχει ενδιαφέρον για µένα. Την ηµέρα που δεν θα µπορώ να τραγουδήσω, απλώς δεν θα µπορώ. Πάει, αυτό ήταν!
– Μιλήστε µου λίγο για τον σηµαντικό οµότεχνό σας, Λιουίς Λιάκ, που τον αναφέρατε.
Η τελευταία συνοµιλία µας ήταν πριν µερικές µέρες. Είµαστε φίλοι για µια ζωή και µιλάµε συχνά. Εγώ πιστεύω πως το πέρασµα του από τη µουσική ήταν πολύ σηµαντικό για τον καταλανόφωνο κόσµο µε τους δίσκους και κυρίως µε τον λόγο του. Οι απόψεις του και ο τρόπος που βλέπει τη ζωή τον έκαναν µέγιστο! Στενοχωρήθηκα πολύ όταν σταµάτησε να τραγουδάει και να βγάζει τους δίσκους του, αυτή όµως είναι η επιθυµία του. Ο καλλιτέχνης είναι ο µόνος που έχει το δικαίωµα να αποφασίσει για το πότε θα αποσυρθεί. Το έργο που άφησε ο συγκεκριµένος, για µας θα είναι παντοτινά σπουδαίο.
– Τώρα πάντως είναι ένας επιτυχηµένος συγγραφέας και κρίµα που δε βρίσκεις µεταφρασµένα στα ελληνικά βιβλία του.
Θα µεταφραστούν, όπου να’ ναι. Σας δίνω είδηση (γέλια).
– Αναρωτιέµαι αν ενστερνίζεστε την άποψη του Μίκη Θεοδωράκη ότι οι µουσικές κουλτούρες των λαών ξεπερνούν τα στενά όρια της παγκοσµίως διαδεδοµένης, ποπ µουσικής.
Όλο αυτό έχει να κάνει µ’ ένα εµπορικό σύστηµα, πολύ σηµαντικό, που βοηθάει στο να ακούµε όσα έρχονται απ’ έξω, περισσότερο από τα δικά µας ακούσµατα. Εµένα µου φαίνεται ότι η µουσική είναι σηµαντική τέχνη και µόνο δύο είδη µουσικής υπάρχουν σ’ όλο τον κόσµο: Η καλή και η κακή µουσική. Στην ποπ – ροκ, που ήρθε από την Αµερική και την Αγγλία, θα βρεις αυθεντικούς µουσικούς και ποιητές. Μ’ ενδιαφέρει η ισορροπία εµένα, να µην τρώει το ένα είδος το άλλο και εν προκειµένω αυτό που έρχεται απ’ έξω µε τόση µεγάλη φόρα να µην µας κάνει να ξεχνάµε τα σηµαντικά τα δικά µας. Μουσικοί σαν τον Θεοδωράκη που εργάστηκαν φέροντας τον πολιτισµό τους στη µουσική τους, µπόρεσαν να ενώσουν και άλλους πολιτισµούς, όπως τους Έλληνες µε τους ποιητές της Ισπανίας, σαν τον Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, αλλά και τους Λατινοαµερικανούς σαν τον Νερούδα. Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι όνοµα αναφοράς! Όταν εγώ τον γνώρισα στους Ολυµπιακούς της Βαρκελώνης ήταν απ’ τις πιο ευτυχείς στιγµές της ζωής µου αφού πάντα ήθελα να κάνω ένα δίσκο µε τραγούδια του. Έτσι βρήκα τον Αλµπέρτ Γκαρσία, Καταλανό ποιητή, που µε βοήθησε στην απόδοση των ελληνικών στίχων. Ο δίσκος µου µε τον Θεοδωράκη είναι ένας απ’ αυτούς που ξεχωρίζω µέσα στη δισκογραφία µου, γιατί πραγµατοποίησα ένα όνειρο µου, που το λαχταρούσα για καιρό.
✥ Ευχαριστίες στον Γιώργη Χριστοδούλου για τη μετάφραση της συνέντευξης από τα καταλανικά στα ελληνικά.