«Let me tell you about the way the hammer moves / The hammer goes up and down
And hits the nail, on the head each time / That’s the point».
Πάντα θυμάσαι πότε έπεσε για πρώτη φορά ένα μουσικό σφυρί πάνω στο κεφάλι σου. Πότε ένα άλμπουμ λειτούργησε ως, ένας τρόπον τινά, πολιορκητικός κριός σε σώμα, πνεύμα και ψυχή και ήρθε σαν «αγέρας τιμωρός και μαζί παιχνιδιάρης» να σού την πάρει.
Εγώ θυμάμαι ακριβώς πού ήμουν όταν άκουσα για πρώτη φορά το άλμπουμ “Industrial Silence” των Madrugada: στο Metropolis της Ομόνοιας, τον Σεπτέμβριο του 1999, λίγες ημέρες πριν τον μεγάλο σεισμό της Πάρνηθας. Ψώνιζα cd όταν «έπεσε» στα μεγάφωνα του καταστήματος το βρωμιάρικο κιθαριστικό ριφ του «Norwegian Hammerworks Corp.».
Είμαι σίγουρος ότι μαζί με το δικό μου, γύρισαν πολλά κεφάλια εκείνη την ώρα και πολλοί σβέρκοι στραβολαίμιασαν. Και μετά, λογικά, εκτυλίχθηκε η κομβική εκείνη σκηνή όπως στην ταινία «High Fidelity», με εμένα και μερικούς ακόμη ανθρώπους να σπεύδουν στο ταμείο του ορόφου προκειμένου να ρωτήσουν επιτακτικά «τι διάολο ακούσαμε μόλις τώρα;» Και, ασφαλώς, δευτερόλεπτα μετά, έσπευσαν να αγοράσουν το cd αυτό, να το πάνε σπίτι τους και να το ακούσουν με την ησυχία τους.
Στην πορεία και προϊόντος του χρόνου, διαπίστωσα από συζητήσεις με φίλους και γνωστούς ότι και αυτοί είχαν μια παρόμοια εμπειρία με την δική μου και ότι με κάποιο τρόπο όλοι εμείς οι οπαδοί της βιομηχανικής αυτής σιωπής, ενωνόμασταν υπογειακά όπως οι διάφοροι πρωταγωνιστές της ταινίας επιστημονικής φαντασίας «Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου», που έχουν ακούσει τις ίδιες πέντε νότες και έχουν στο μυαλό τους ζωγραφισμένο και σχεδιασμένο, άγνωστο πως, το βουνό Devils Tower στο Wyoming.
Και θυμόμασταν, όλοι μας, με την ανατριχιαστική λεπτομέρεια της πιο καλολαδωμένης χρονομηχανής, το πού βρισκόμασταν και το τί ακριβώς κάναμε όταν πρωτακούσαμε το «Industrial Silence».
Οι Madrugada είχαν κυκλοφορήσει το πέμπτο – και μέχρι πρότινος τελευταίο – άλμπουμ τους το 2008, λίγους μήνες μετά τον ξαφνικό και αιφνίδιο θάνατο του ιδρυτικού μέλους και κιθαρίστα τους, του Robert Burås, τον Ιούλιο του 2007. Είχαν να βρεθούν μαζί, στον ίδιο χώρο, για πάνω από δέκα χρόνια. Βασικά, ήταν διαλυμένοι χωρίς να το έχουν καν παραδεχτεί μεταξύ τους, όπως οι γάμοι εκείνοι που παραμένουν και φυτοζωούν «για χάρη των παιδιών» [δηλαδή των άλμπουμ τους, στην προκειμένη περίπτωση].
Και τελικά, το 2018, δέκα χρόνια μετά την τελευταία τους δισκογραφική απόπειρα, ο Jon Lauvland Pettersen, ο Sivert Hoyem και ο Frode Jacobsen αποφάσισαν να αφήσουν τις όποιες μουσικές ή προσωπικές διαφορές τους στην άκρη και να επανενωθούν. Και εδώ ξανά «για χάρη των παιδιών τους», δηλαδή των άλμπουμ τους – στην προκειμένη περίπτωση του «Industrial Silence». Βγήκαν στο «δρόμο» και το 2019 το έπαιξαν ζωντανά σε πολλά μέρη του κόσμου, με αφορμή τα είκοσι χρόνια από την κυκλοφορία του.
Και μετά κατάλαβαν ότι το «τσεκούρι του πολέμου» είχε για τα καλά θαφτεί μέσα στο έδαφος και υπήρχε πρόσφορο έδαφος και για κάτι περισσότερο, που ξεπερνούσε το επίπεδο της απλής – και ώρες ώρες όντως ενοχλητικής – νοσταλγίας για το κοινό παρελθόν (τους): ένα μέλλον γεμάτο νέα τραγούδια. Και κάπως έτσι, δειλά δειλά, προέκυψε το έκτο τους άλμπουμ, με τίτλο «Chimes At Midnight», που κυκλοφόρησε στις αρχές του 2022.
«Είχαμε να γράψουμε μαζί μουσική τόσα χρόνια οι τρεις μας, μετά τον θάνατο του Robert», μού λέει μιλώντας από το σπίτι του ο Frode Jacobsen, προσθέτοντας πως «όταν κάναμε το reunion tour του 2019 [σ.σ: με αφορμή την συμπλήρωση 20 ετών από το «Industrial Silence»], αρχίσαμε να εξετάζουμε το ενδεχόμενο του να ξαναμπαίναμε μαζί στο στούντιο. Ο Sivert είχε ήδη κάποιο υλικό έτοιμο και ξεκινήσαμε να παίζουμε με αυτό. Δουλέψαμε κάποιες ημιτελείς συνθέσεις και σιγά σιγά προέκυψε και νέο υλικό που ηχογραφήσαμε από κοινού. Ο δίσκος τελικά ηχογραφήθηκε πολύ γρήγορα και με έναν εντελώς παλιομοδίτικο τρόπο, όπως το έκαναν πολύ παλιά. Ξέρεις, το άλμπουμ “Industrial Silence” μάς πήρε πέντε χρόνια να το γράψουμε, από το 1994 μέχρι το 1999, και άλλο ένα εξάμηνο να το ηχογραφήσουμε. Οπότε, σε σχέση με το ντεμπούτο μας, έχουμε ρίξει πολύ λιγότερη δουλειά ή σκέψη, όπως θέλεις πέσ’ το, πάνω στο “Chimes At Midnight”. Πιστεύω όμως ότι βαθιά στον πυρήνα του, το νέο μας άλμπουμ ηχεί και λίγο σαν την νοητή συνέχεια του “Industrial Silence” γιατί, εντελώς υποσυνείδητα και παίζοντας επί σχεδόν ένα χρόνο ζωντανά τα τραγούδια εκείνα που ηχογραφήσαμε στα τέλη της δεκαετίας του ’90, ήταν λογικό να βγουν στην επιφάνεια οι ίδιες επιρροές που είχαμε και τότε. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν θέλαμε επ’ ουδενί να επενεφεύρουμε, μουσικά, τους εαυτούς μας. Το μόνο που επιθυμούσαμε ήταν να νιώσουμε αυτή την γνώριμη αίσθηση της οικειότητας που νιώθαμε μεταξύ μας και παλιά».
Με τους Madrudaga ισχύει εδώ και μια εικοσαετία ένα ισχυρό οξύμωρο: όσοι δεν τους «πολυπήγαιναν» στην αρχή, όταν είχε σκάσει το «Industrial Silence», σήμερα ορκίζονται στο όνομα τους. Αντιθέτως, αρκετοί από όσους τότε τους είχαν «θεούς» και δήλωναν αμετανόητοι οπαδοί τους, σήμερα έχουν ξενερώσει μαζί τους, κάτι που οι μελλοντικοί ροκ μουσικογραφιάδες πρέπει οπωσδήποτε να ερευνήσουν και να διαλευκάνουν.
Ίσως σε αυτό να φταίνε, εν μέρει, και όλοι όσοι την δεκαετία του ’00 προσπαθούσαν να μας τους σπρώχνουν ολοένα και πιο βαθιά μέσα στο αυτί μας, σαν μπατονέτα: είναι αλήθεια πως η μπάντα έκανε την απόσταση «αμιγώς indie ακροατήριο» σε «mainstream ραδιόφωνα» μέσα σε χρόνο dt, για τα ελληνικά δρώμενα (και δεδομένα) των ερτζιανών και αυτό είναι κάτι που «αμαύρωσε» την εικόνα τους απέναντι στο indie-ελίτ ακροατήριο, το οποίο θεώρησε αδιανόητο το να παίζεται ένα τραγούδι όπως π.χ. το «Majesty» μετά από ένα κομμάτι των C-Real. Κατά μια έννοια είναι όντως αδιανόητο, ανεπίτρεπτο και απαράδεκτο, αλλά οι Madrugada τι φταίνε ακριβώς σε αυτό, δεν έχω καταλάβει. Και αυτό είναι κάτι που δεν το καταλαβαίνει ούτε ο Frode, αδυνατώντας να μού δώσει μια, έστω επαρκή, απάντηση. Απλά σηκώνει τα χέρια ψηλά και αφήνει άλλους να ασχοληθούν με το ζήτημα αυτό.
Τού επισημαίνω, ωστόσο, ότι το νέο άλμπουμ έχει μια βαθιά «αμερικανίλα» να το διαπερνάει, από την αρχή έως το τέλος του, από το πώς ακούγονται τα τραγούδια όταν φοράς ακουστικά και σου πετάγεται το μπάσο στην αριστερή «ψείρα» και τα ντραμς στην δεξιά, έως τις ενορχηστρώσεις των εγχόρδων και σπεύδει να επιβεβαιώσει τις υποψίες μου.
«Ε, ναι, ξεκάθαρα συμβαίνει αυτό που λες. Βασικά, επιδιώξαμε να βγάλουμε στην επιφάνεια το λεγόμενο Sunset Sound, γι’ αυτό και άλλωστε ηχογραφήσαμε κάποια μέρη του “Chimes At Midnight” μέσα εκεί [σ.σ: το ομώνυμο στούντιο ηχογραφήσεων στο Λος Αντζελες, εκεί όπου ηχρογραφήθηκαν πάνω από 200 σπουδαίοι και ιστορικοί δίσκοι, από το «Purple Rain» του Prince και το «Exile on Main St.» των Rolling Stones και από το «Pet Sounds» των Beach Boys μέχρι το «Strange Days» των Doors]. Ξέρεις, ήταν συγκλονιστικό να είμαι στον ίδιο χώρο όπου ηχογραφήθηκε πριν μισόν αιώνα το άλμπουμ «Beggars Banquet» των Rolling Stones, που ήταν το πρώτο βινύλιο που αγόρασα στην ζωή μου. Και φυσικά η «αμερικανίλα» στην οποία αναφέρεσαι είναι παντού στην μουσική μας, μέχρι και σε ένα, φαινομενικά όχι και τόσο επηρεασμένο από americana, τραγούδι όπως το “Strange Colour Blue”. Και όμως, σε διαβεβαιώνω ότι είναι και αυτό επηρεασμένο από country και americana, στην δομή του και στον τρόπο που διηγείται την ιστορία στους στίχους του. Και η άλλη μεγάλη μας επιρροή είναι οι Gun Club και ο τρόπος που ανάμειξαν στον ήχο και τα τραγούδια τους την κληρονομιά του πανκ μαζί με καινοτόμες χρήσεις της lap και pedal steel κιθάρας. Δηλαδή, αν το δεις και σε μας, παρατηρείς ότι και στα πέντε άλμπουμ μας, πλην του “Grit”, κάνουμε ευρεία χρηση της pedal steel κιθάρας, η οποία μάλλον θα συμφωνούσαμε και οι τρεις μας ότι είναι το αγαπημένο μας μουσικό όργανο».
Του επισημαίνω ότι την προηγούμενη φορά που είχαμε μιλήσει, το 2003, μού είχε πει ότι «το “Grit” έχει ως κεντρική θεματική του τις κατεστραμμένες διαπροσωπικές σχέσεις».
«Η βασική θεματική του νέου μας άλμπουμ – και, ταυτόχρονα, ο λόγος που αποφάσισα να επιστρέψω και να παίξω ξανά με τον Sivert και τον Jon – είναι η σταδιακή επιδιόρθωση αυτών των κατεστραμμένων διαπροσωπικών σχέσεων. Μεταξύ μας. Γιατί, ξέρεις, η ιστορία των Madrugada δεν είναι ένα όμορφο παραμυθάκι με σώνει και ντε μια όμορφη κατάληξη. Απεναντίας. Πολλά πράγματα πήγαν στραβά μεταξύ μας και έγιναν λάθη από όλες τις πλευρές. Αλλά, μιλώντας μεταξύ μας, καταλάβαμε πως ό,τι και αν κάνουμε, πάντα οι Madrugada θα βρίσκονται στο επίκεντρο της καθημερινότητάς μας. Δηλαδή, πως να το πω, είμασταν έφηβοι όταν ξεκινήσαμε το συγκρότημα και μέχρι και το δεύτερό μας άλμπουμ ήμασταν εξαιρετικά δεμένοι μεταξύ μας και φτιάξαμε σπουδαία μουσική μαζί. Αλλά μετά συνέβησαν διάφορα και απομακρυνθήκαμε. Οπότε αυτή τη στιγμή το κύριο μέλημά μας είναι να προσδώσουμε ένα περισσότερο happy ending στην ιστορία αυτής της μπάντας. Θέλουμε το μουσικό saga των Madrugada να έχει ένα ευχάριστο τέλος».
This is where the hammer hits.
*Οι Madrugada θα εμφανιστούν στην Αθήνα στο Παναθηναϊκό Στάδιο το Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου. Εισιτήρια μπορείτε να προμηθευτείτε από εδώ.