Κατόρθωσε από κορυφαία designer να αλλάξει πορεία και να μεταπηδήσει στον χώρο της υποκριτικής και της σκηνοθεσίας, με την παρουσία της να είναι το ίδιο ενδιαφέρουσα. Ο πρωταγωνιστικός ρόλος της στο έργο του Σαμ Στάινερ “Λεμόνια Λεμόνια Λεμόνια Λεμόνια Λεμόνια”, που ανεβαίνει για δεύτερη σεζόν στο Θέατρο 104, σε σκηνοθεσία Βαρβάρας Νταλιάνη, έγινε αφορμή για να συζητήσουμε με τη Λίνα Πάτσιου για το θέατρο, τον σεξισμό και την υπόθεση του να είσαι ηθοποιός στη σημερινή Ελλάδα.
– Πως ξεκίνησε η ιδέα να μεταφράσεις και να παρουσιάσεις στο θέατρο το έργο του Στάινερ;
Η ιδέα ξεκίνησε εν μέσω της πανδημίας του κορονοϊού. Ήρθα σε επαφή με το έργο στο πλαίσιο μιας ακρόασης για ένα μεταπτυχιακό στο Λονδίνο εκείνη την περίοδο και μου άρεσε πολύ ο σύγχρονος λόγος του, δεν υπάρχει το λυρικό κομμάτι που συναντάμε στα κλασικά κείμενα, ήταν κάτι εντελώς φρέσκο και διαφορετικό. Μπήκα στη διαδικασία να το ψάξω και μου άρεσε πολύ το κομμάτι της συνύπαρξης μιας ερωτικής σχέσης με το πολύ πραγματικό εμπόδιο του περιορισμού των 140 λέξεων, με τον περιβάλλοντα αυταρχισμό. Και είναι κάτι που με ιντριγκάρει πως μια ερωτική σχέση σαν αυτή των πρωταγωνιστών «κολλάει» σε ένα πολιτικό φόντο. Το κείμενο δεν είναι μανιφέστο, την ίδια στιγμή όμως βάζει το ερωτικό στο κάδρο της πολιτικής συνθήκης.
– Ποιο ήταν το πιο δύσβατο σκέλος του έργου για εσένα;
Με δυσκόλεψε η ροή του έργου, μετά από μια συγκεκριμένη σκηνή ποια σκηνή ακολουθεί. Κι αυτό γιατί αν και υπάρχει αρχή, μέση και τέλος έχει κάθε σκηνή μια αυτονομία, στέκεται από μόνη της και αυτό μπορεί να σε μπερδέψει, ειδικά στην αρχή της επαφής με το κείμενο. Τώρα πια βέβαια οι κινήσεις είναι αυτοματοποιημένες, δεν μας πετάει έξω κανενός είδους μετάβαση.
– Πρόκειται για ένα έργο με μεγάλη ταχύτητα. Η αντίδραση του κόσμου σε αυτή τη διαρκή κίνηση επηρεάζει και σε τι βαθμό τη σκηνική παρουσία σου;
Υπάρχουν μεταβάσεις και flash-back στο έργο και υπήρχε η ανησυχία ότι μεγάλο μέρος του κοινού θα δυσκολευτεί να παρακολουθήσει τις σκηνικές εξελίξεις. Όμως παρατηρήσαμε ότι η συντριπτική πλειοψηφία, ακόμη και μεγαλύτερες ηλικίες και περνάνε καλά και δεν μπερδεύονται με τη ροή της πλοκής. Και είναι και σε εμάς πιο καθαρό σε σχέση με την πρώτη χρονιά ότι επικοινωνείται αυτό που θέλουμε. Από εκεί και πέρα όταν παίζεις επί μακρόν υπάρχει ενδεχομένως ένα κομμάτι του κοινού που δεν ταυτίστηκε και αυτό μας επηρεάζει όταν πρόκειται για έναν μικρό χώρο, που νιώθεις την ανάσα του άλλου.
– Ξεφεύγω λίγο από τα αυστηρά θεατρικά για να έρθω στη μετάβαση από τον χώρο του design, όπου είχες μια κορυφαία καριέρα σε εκείνον της υποκριτικής; Πως συνέβη αυτή η αλλαγή;
Το να έχεις μια επιτυχημένη καριέρα σε διεθνές επίπεδο σε ένα δημιουργικό τομέα, είναι κάτι που επιτυγχάνεται με πολύ κόπο και πολλές θυσίες. Ε, το να αποφασίζεις ότι εσύ θες απλά να αρχίσεις από το μηδέν να κάνεις κάτι άλλο και ειδικά αργότερα από το συνηθισμένο, δεν είναι καθόλου απλό. Όμως κάτι μου έλλειπε φοβερά, παρότι ήμουν σε τροχιά συνύπαρξης με κορυφαίους στον χώρο είχα μονίμως την αίσθηση ότι είμαι στο λάθος μέρος, κάτι μέσα μου κλότσαγε και έπρεπε να το βρω. Δούλεψα δυο χρόνια σχεδόν διπλοβάρδιες, μάζεψα λεφτά, και τον τρίτο χρόνο πήγα στη σχολή, σε τμήμα που έτρεχε απόγευμα και σαββατοκύριακα. Αποδείχτηκε τελικά εύκολο γιατί πιστεύω πως όταν ξέρεις τι θέλεις, τα πράγματα είναι απλά. Το δύσκολο είναι να μην ξέρεις.
– Είμαστε τρία χρόνια μετά το ξέσπασμα του #MeToo. Θεωρείς πως για μια γυναίκα τα πράγματα έχουν βελτιωθεί στον χώρο του θεάτρου και ευρύτερα στην ελληνική κοινωνία;
Σε ότι αφορά το θέατρο η εμπειρία μου είναι σχετικά μικρή και οι συνεργασίες μου υπήρξαν ως σήμερα ευτυχώς υποδειγματικές ως προς το έμφυλο σκέλος. Αισθάνομαι όμως πως υπάρχει πια μια αντίληψη ότι υπάρχουν όρια και αυτό το οφείλουμε και στο #MeToo και στο προχώρημα που φέρνουν οι νεότερες γενιές με την νοοτροπία που τις διέπει. Αυτό που μπορώ να πω σίγουρα είναι ότι έχω δυσκολευτεί να προσαρμοστώ στην Ελλάδα, είναι μια πολύ σεξιστική χώρα, το καταλαβαίνεις όταν έρχεσαι από το εξωτερικό. Στην καθημερινότητα είναι ακόμη πιο έντονο αν και πολλές φορές υποδόριο, για παράδειγμα τα τελευταία χρόνια που βρίσκομαι εδώ μου συμβαίνει πολύ συχνά κάποιος να εντυπωσιαστεί επειδή κάνω κάτι πάρα πολύ καλά. Σταματάνε άνθρωποι να με επαινέσουν επειδή παρκάρω πολύ καλά, εκεί διαβλέπεις ότι πράγματα που θεωρούνται αυτονόητα για τους άντρες αλλά όχι για τις γυναίκες.
– Ποιο βρίσκεις πιο δύσβατο σκέλος στο να είσαι ηθοποιός;
Είναι σίγουρα δύσκολο το οικονομικό ζήτημα, αν και η δομική ανάγκη του να μπορείς να ζήσεις από αυτό που κάνεις αφορά τα περισσότερα επαγγέλματα. Εκτός του οικονομικού, με ζορίζει όμως και το γεγονός ότι υπήρχε μια δυσκολία από πλευράς παραγωγών στο να γίνουν επενδύσεις σε νέα ταλέντα και αισθητικές, έβλεπες το ίδιο πράγμα χωρίς να υπάρχει και καμία φοβερή ποιότητα. Παρατηρώ ωστόσο πως τα τελευταία δύο-τρία χρόνια αρχίζει σιγά-σιγά να υποχωρεί αυτή η δυσπιστία, γιατί φαίνεται ότι όταν μια δουλειά πάει καλά ο κόσμος είναι απόλυτα έτοιμος να την υποδεχτεί. Σκέφτομαι πόσες καλές σειρές χάθηκαν επειδή δεν ταίριαξαν στο tempo της εποχής τους, για παράδειγμα ξαναγυρνάω στην «Επιφάνεια» του Mega, με Πεμυ Ζούνη, Ακύλλα Καραζήση και Μαρία Πρωτόπαππα και αναρωτιέμαι πως αυτό το σίριαλ που αναμειγνύει την πολιτική, το σεξ, την ίντριγκα δεν «περπάτησε» στην εποχή του. Πρέπει να ξαναγίνει ένα τέτοιο πράγμα, θα έπαιζε στο Netflix άνετα σήμερα.
– Πιστεύεις ωστόσο απ’ όσο καταλαβαίνω στην ανάγκη της ψυχαγωγίας μέσω της Τέχνης, ότι καλύπτει κι αυτή την ανάγκη.
Απόλυτα. Μου αρέσει για παράδειγμα το “Selling Sunset”, ένα reality show όπου δίμετρες τύπισσες με φανταστικά σώματα ανταγωνίζονται η μια την άλλη για το ποια θα πουλήσει τη πιο αψεγάδιαστη βίλα. Μέσα στην ματαιότητά του πράγματος και την πλαστικότητά του είναι τέλειο. Όπως το να γίνεται καλή σαπουνόπερα με τους σωστούς όρους σε επίπεδο παραγωγής και νοήματος δεν είναι καθόλου εύκολο ή μεμπτό θεωρώ.
– Ποια είναι τα επόμενα σχέδια σου καλλιτεχνικά;
Αμέσως μετά το Πάσχα πρόκειται να συμμετάσχω μαζί με τον συμπρωταγωνιστή μου στα «Λεμόνια, λεμόνια, λεμόνια» Νίκο Κούκα και τους συναδέλφους Γιάννης Κόραβος και Παναγιώτα Παπαδοπούλου σε μια θεατρική παράσταση στο θέατρο «Φούρνος», με αντικείμενο τις πολλαπλές εκδοχές του μύθου της Ορφέας και της Ευρυδίκης και με τίτλο «Παλινωδία». Είναι μια σύνθεση πραγμάτων που γράφτηκαν για τον συγκεκριμένο μύθο ανά τους αιώνες άμεσα ή έμμεσα. Η ιδέα ανήκει σκηνοθετικά και δραματουργικά ανήκει στη Βαρβάρα Νταλιάνη και προέκυψε από τις πολλαπλές διαστάσεις που έχει ο μύθος και πόσο αυτός μπορεί να είναι επίκαιρος με διαφορετικό τρόπο σε κάθε εποχή. Επίσης σκηνοθετώ ένα ντοκιμαντέρ σε σενάριο Ζέτης Φίτσιου και διεύθυνση φωτογραφίας Διονύση Κούτση. Αφορά το Πήλιο και ιστορίες ανθρώπων που έζησαν μεταξύ ΄30 και ’50 και τι μένει σαν μνήμη από τα σπίτια τους, που σήμερα είναι μισογκρεμισμένα και εγκαταλελειμμένα. Η ιδέα ξεκίνησε από την ιστορική έρευνα του δάσκαλου Γιάννη Κονιόρδου, που ζει στην περιοχή και του οποίου το πάθος για την καταγραφή των ιστοριών των ανθρώπων του τόπου του, τροφοδότησε μια κουβέντα που οδήγησε στο ντοκιμαντέρ.
✶ Ευχαριστούμε πολύ το ανθοπωλείο Salon de Fleurs, Σπύρου Μερκούρη 31, για την ευγενική παραχώρηση του χώρου για τη φωτογράφηση.
Κατόρθωσε από κορυφαία designer να αλλάξει πορεία και να μεταπηδήσει στον χώρο της υποκριτικής και της σκηνοθεσίας, με την παρουσία της να είναι το ίδιο ενδιαφέρουσα. Ο πρωταγωνιστικός ρόλος της στο έργο του Σαμ Στάινερ “Λεμόνια Λεμόνια Λεμόνια Λεμόνια Λεμόνια”, που ανεβαίνει για δεύτερη σεζόν στο Θέατρο 104, σε σκηνοθεσία Βαρβάρας Νταλιάνη, έγινε αφορμή για να συζητήσουμε με τη Λίνα Πάτσιου για το θέατρο, τον σεξισμό και την υπόθεση του να είσαι ηθοποιός στη σημερινή Ελλάδα.
– Πως ξεκίνησε η ιδέα να μεταφράσεις και να παρουσιάσεις στο θέατρο το έργο του Στάινερ;
Η ιδέα ξεκίνησε εν μέσω της πανδημίας του κορονοϊού. Ήρθα σε επαφή με το έργο στο πλαίσιο μιας ακρόασης για ένα μεταπτυχιακό στο Λονδίνο εκείνη την περίοδο και μου άρεσε πολύ ο σύγχρονος λόγος του, δεν υπάρχει το λυρικό κομμάτι που συναντάμε στα κλασικά κείμενα, ήταν κάτι εντελώς φρέσκο και διαφορετικό. Μπήκα στη διαδικασία να το ψάξω και μου άρεσε πολύ το κομμάτι της συνύπαρξης μιας ερωτικής σχέσης με το πολύ πραγματικό εμπόδιο του περιορισμού των 140 λέξεων, με τον περιβάλλοντα αυταρχισμό. Και είναι κάτι που με ιντριγκάρει πως μια ερωτική σχέση σαν αυτή των πρωταγωνιστών «κολλάει» σε ένα πολιτικό φόντο. Το κείμενο δεν είναι μανιφέστο, την ίδια στιγμή όμως βάζει το ερωτικό στο κάδρο της πολιτικής συνθήκης.
– Ποιο ήταν το πιο δύσβατο σκέλος του έργου για εσένα;
Με δυσκόλεψε η ροή του έργου, μετά από μια συγκεκριμένη σκηνή ποια σκηνή ακολουθεί. Κι αυτό γιατί αν και υπάρχει αρχή, μέση και τέλος έχει κάθε σκηνή μια αυτονομία, στέκεται από μόνη της και αυτό μπορεί να σε μπερδέψει, ειδικά στην αρχή της επαφής με το κείμενο. Τώρα πια βέβαια οι κινήσεις είναι αυτοματοποιημένες, δεν μας πετάει έξω κανενός είδους μετάβαση.
– Πρόκειται για ένα έργο με μεγάλη ταχύτητα. Η αντίδραση του κόσμου σε αυτή τη διαρκή κίνηση επηρεάζει και σε τι βαθμό τη σκηνική παρουσία σου;
Υπάρχουν μεταβάσεις και flash-back στο έργο και υπήρχε η ανησυχία ότι μεγάλο μέρος του κοινού θα δυσκολευτεί να παρακολουθήσει τις σκηνικές εξελίξεις. Όμως παρατηρήσαμε ότι η συντριπτική πλειοψηφία, ακόμη και μεγαλύτερες ηλικίες και περνάνε καλά και δεν μπερδεύονται με τη ροή της πλοκής. Και είναι και σε εμάς πιο καθαρό σε σχέση με την πρώτη χρονιά ότι επικοινωνείται αυτό που θέλουμε. Από εκεί και πέρα όταν παίζεις επί μακρόν υπάρχει ενδεχομένως ένα κομμάτι του κοινού που δεν ταυτίστηκε και αυτό μας επηρεάζει όταν πρόκειται για έναν μικρό χώρο, που νιώθεις την ανάσα του άλλου.
– Ξεφεύγω λίγο από τα αυστηρά θεατρικά για να έρθω στη μετάβαση από τον χώρο του design, όπου είχες μια κορυφαία καριέρα σε εκείνον της υποκριτικής; Πως συνέβη αυτή η αλλαγή;
Το να έχεις μια επιτυχημένη καριέρα σε διεθνές επίπεδο σε ένα δημιουργικό τομέα, είναι κάτι που επιτυγχάνεται με πολύ κόπο και πολλές θυσίες. Ε, το να αποφασίζεις ότι εσύ θες απλά να αρχίσεις από το μηδέν να κάνεις κάτι άλλο και ειδικά αργότερα από το συνηθισμένο, δεν είναι καθόλου απλό. Όμως κάτι μου έλλειπε φοβερά, παρότι ήμουν σε τροχιά συνύπαρξης με κορυφαίους στον χώρο είχα μονίμως την αίσθηση ότι είμαι στο λάθος μέρος, κάτι μέσα μου κλότσαγε και έπρεπε να το βρω. Δούλεψα δυο χρόνια σχεδόν διπλοβάρδιες, μάζεψα λεφτά, και τον τρίτο χρόνο πήγα στη σχολή, σε τμήμα που έτρεχε απόγευμα και σαββατοκύριακα. Αποδείχτηκε τελικά εύκολο γιατί πιστεύω πως όταν ξέρεις τι θέλεις, τα πράγματα είναι απλά. Το δύσκολο είναι να μην ξέρεις.
– Είμαστε τρία χρόνια μετά το ξέσπασμα του #MeToo. Θεωρείς πως για μια γυναίκα τα πράγματα έχουν βελτιωθεί στον χώρο του θεάτρου και ευρύτερα στην ελληνική κοινωνία;
Σε ότι αφορά το θέατρο η εμπειρία μου είναι σχετικά μικρή και οι συνεργασίες μου υπήρξαν ως σήμερα ευτυχώς υποδειγματικές ως προς το έμφυλο σκέλος. Αισθάνομαι όμως πως υπάρχει πια μια αντίληψη ότι υπάρχουν όρια και αυτό το οφείλουμε και στο #MeToo και στο προχώρημα που φέρνουν οι νεότερες γενιές με την νοοτροπία που τις διέπει. Αυτό που μπορώ να πω σίγουρα είναι ότι έχω δυσκολευτεί να προσαρμοστώ στην Ελλάδα, είναι μια πολύ σεξιστική χώρα, το καταλαβαίνεις όταν έρχεσαι από το εξωτερικό. Στην καθημερινότητα είναι ακόμη πιο έντονο αν και πολλές φορές υποδόριο, για παράδειγμα τα τελευταία χρόνια που βρίσκομαι εδώ μου συμβαίνει πολύ συχνά κάποιος να εντυπωσιαστεί επειδή κάνω κάτι πάρα πολύ καλά. Σταματάνε άνθρωποι να με επαινέσουν επειδή παρκάρω πολύ καλά, εκεί διαβλέπεις ότι πράγματα που θεωρούνται αυτονόητα για τους άντρες αλλά όχι για τις γυναίκες.
– Ποιο βρίσκεις πιο δύσβατο σκέλος στο να είσαι ηθοποιός;
Είναι σίγουρα δύσκολο το οικονομικό ζήτημα, αν και η δομική ανάγκη του να μπορείς να ζήσεις από αυτό που κάνεις αφορά τα περισσότερα επαγγέλματα. Εκτός του οικονομικού, με ζορίζει όμως και το γεγονός ότι υπήρχε μια δυσκολία από πλευράς παραγωγών στο να γίνουν επενδύσεις σε νέα ταλέντα και αισθητικές, έβλεπες το ίδιο πράγμα χωρίς να υπάρχει και καμία φοβερή ποιότητα. Παρατηρώ ωστόσο πως τα τελευταία δύο-τρία χρόνια αρχίζει σιγά-σιγά να υποχωρεί αυτή η δυσπιστία, γιατί φαίνεται ότι όταν μια δουλειά πάει καλά ο κόσμος είναι απόλυτα έτοιμος να την υποδεχτεί. Σκέφτομαι πόσες καλές σειρές χάθηκαν επειδή δεν ταίριαξαν στο tempo της εποχής τους, για παράδειγμα ξαναγυρνάω στην «Επιφάνεια» του Mega, με Πεμυ Ζούνη, Ακύλλα Καραζήση και Μαρία Πρωτόπαππα και αναρωτιέμαι πως αυτό το σίριαλ που αναμειγνύει την πολιτική, το σεξ, την ίντριγκα δεν «περπάτησε» στην εποχή του. Πρέπει να ξαναγίνει ένα τέτοιο πράγμα, θα έπαιζε στο Netflix άνετα σήμερα.
– Πιστεύεις ωστόσο απ’ όσο καταλαβαίνω στην ανάγκη της ψυχαγωγίας μέσω της Τέχνης, ότι καλύπτει κι αυτή την ανάγκη.
Απόλυτα. Μου αρέσει για παράδειγμα το “Selling Sunset”, ένα reality show όπου δίμετρες τύπισσες με φανταστικά σώματα ανταγωνίζονται η μια την άλλη για το ποια θα πουλήσει τη πιο αψεγάδιαστη βίλα. Μέσα στην ματαιότητά του πράγματος και την πλαστικότητά του είναι τέλειο. Όπως το να γίνεται καλή σαπουνόπερα με τους σωστούς όρους σε επίπεδο παραγωγής και νοήματος δεν είναι καθόλου εύκολο ή μεμπτό θεωρώ.
– Ποια είναι τα επόμενα σχέδια σου καλλιτεχνικά;
Αμέσως μετά το Πάσχα πρόκειται να συμμετάσχω μαζί με τον συμπρωταγωνιστή μου στα «Λεμόνια, λεμόνια, λεμόνια» Νίκο Κούκα και τους συναδέλφους Γιάννης Κόραβος και Παναγιώτα Παπαδοπούλου σε μια θεατρική παράσταση στο θέατρο «Φούρνος», με αντικείμενο τις πολλαπλές εκδοχές του μύθου της Ορφέας και της Ευρυδίκης και με τίτλο «Παλινωδία». Είναι μια σύνθεση πραγμάτων που γράφτηκαν για τον συγκεκριμένο μύθο ανά τους αιώνες άμεσα ή έμμεσα. Η ιδέα ανήκει σκηνοθετικά και δραματουργικά ανήκει στη Βαρβάρα Νταλιάνη και προέκυψε από τις πολλαπλές διαστάσεις που έχει ο μύθος και πόσο αυτός μπορεί να είναι επίκαιρος με διαφορετικό τρόπο σε κάθε εποχή. Επίσης σκηνοθετώ ένα ντοκιμαντέρ σε σενάριο Ζέτης Φίτσιου και διεύθυνση φωτογραφίας Διονύση Κούτση. Αφορά το Πήλιο και ιστορίες ανθρώπων που έζησαν μεταξύ ΄30 και ’50 και τι μένει σαν μνήμη από τα σπίτια τους, που σήμερα είναι μισογκρεμισμένα και εγκαταλελειμμένα. Η ιδέα ξεκίνησε από την ιστορική έρευνα του δάσκαλου Γιάννη Κονιόρδου, που ζει στην περιοχή και του οποίου το πάθος για την καταγραφή των ιστοριών των ανθρώπων του τόπου του, τροφοδότησε μια κουβέντα που οδήγησε στο ντοκιμαντέρ.
✶ Ευχαριστούμε πολύ το ανθοπωλείο Salon de Fleurs, Σπύρου Μερκούρη 31, για την ευγενική παραχώρηση του χώρου για τη φωτογράφηση.