Συναντηθήκαμε στο καφέ του BIOS στο υπόγειο του οποίου θα γίνει και η παράσταση “Μαζί Ποτέ: Αιτία υπάρχει…για ό,τι δεν πάει καλά“. Συζητήσαμε για το έργο, την πορεία του στον κόσμο του θεάτρου, τη ζωή, τα όνειρα και την κοινωνική μας πραγματικότητα. “And love never ends” διαβαζω στον τοίχο ενώ ο Λευτέρης παρουσιάζει πως το έργο του Τσιμάρα Τζανάτου έχει σαν κεντρική ιδέα τον έρωτα και την αγάπη. Αφοπλιστικά ευγενής και εξαιρετικά φωτογενής, έχει μία σπουδαία ανθρωποκεντρική αντίληψη για τη ζωή και την τέχνη. Προσεγγίζει κείμενα που τον αγγίζουν, που όπως λέει «μπορούν να τον πάνε ένα βήμα πιο πέρα και να δώσουν στο κοινό υλικό για σκέψη».
Έτσι κάπως ξεκίνησε και η επαφή του με το θέατρο. Σαν τρόπος έκφρασης. Σε ένα εργαστήρι υποκριτικής στην Πάτρα που είχε ένα διευρυμένο πρόγραμμα, με κινησιολογία και αυτοσχεδιασμό. Εκεί συνειδητοποίησε ότι το σύμπαν αυτό ήταν για εκείνον. «Ένας νέος κόσμος, που σε κινεί και σε θρέφει». Μετά από 2 χρόνια έδωσε εξετάσεις στη Δραματική Σχολή «Δήλος» της Δήμητρας Χατούπη, και παράλληλα με τις τελευταίες εργασίες στο στο ΤΕΙ Λογιστικής, παρακολουθούσε και μαθήματα στη δραματική σχολή.
– Η σκηνοθεσία πώς ήρθε στη ζωή σου;
Η σκηνοθεσία προέκυψε μέσα από το εργαστήρι, δούλευα σε παραγωγές που έκαναν εκεί, σε όλα τα πόστα, φώτα, να βοηθήσω στα κοστούμια. Έβλεπα πρόβες. Με γοήτευε όλη η διαδικασία και γνώρισα όλο το θεατρικό σύμπαν. Έβλεπα πώς έστηναν κάθε παραγωγή , από το 0, τον τρόπο που καταλήγει να είναι ολότητα. Δε με ενδιέφερε απλά ένας ρόλος, είχα πάντα σαν σκέψη το πως χτίζεις μία παράσταση, πώς μπλέκεις κάθε ένα ρόλο, πώς το γεννάς από το 0 και πρέπει να συνεννοηθείς με τον μουσικό, το φωτιστή, τον ενδυματολόγο, τον σκηνογράφο, τον χώρο. Ακόμα και η προώθηση μιας παράστασης, πλέον δεν είναι ξέχωρο. Είναι ένα ακόμα πρότζεκτ. Στήνεις δηλαδή τον τρόπο που θα προβληθεί η ιδέα και η δουλειά σου. Γιατί από εκεί θα έρθει ο άλλος, και η σκέψη που προσφέρεις είναι σημαντικό να είναι καλά δομημένη.
– Ηθοποιός ή σκηνοθέτης; Υπάρχει κάτι που προηγείται;
Είμαι πρωτίστως ηθοποιός. Μου αρέσει πολύ να παίζω. Απλά και όταν παίζω έχω την έννοια της σκηνοθεσίας στο κεφάλι μου. Αυτό πώς λειτουργεί έτσι, γιατί πρέπει να γίνει αυτό, αν αλλάξει πώς θα εξελιχθεί και πώς θα κουμπώσει με το σύνολο. Αλλά πρωτίστως ηθοποιός είμαι.
– Αυτό διευκολύνει και τους σκηνοθέτες ότι το βλέπεις πιο ολιστικά ;
Βέβαια. Πρώτα απ’ όλα δεν χάνω πρόβα και να μην παίζω στη σκηνή. Με ενδιαφέρει σαν σύνολο η παράσταση. Γιατί λειτουργεί έτσι η σκηνή που δομούν, γιατί την αλλάζουν; Γιατί μετά δε λειτουργεί; Παρατηρώ αυτό που κάνουν οι άλλοι. Έχω υπάρξει και βοηθός σκηνοθέτη αρκετές φορές και εκεί μαθαίνεις το πώς λειτουργεί στην πράξη. Πώς θα συνεννοηθείς με τον φωτιστή, να του πεις κάτι και να το καταλάβει, να περάσεις την ιδέα σου. Η τέχνη του θεάτρου δεν μπορεί να γίνει από έναν. Χρειάζεται συνεργασία πολλών ανθρώπων. Και απαιτεί και όραμα πολλών για να φτιαχτεί κάτι ακόμα μεγαλύτερο που θα υπηρετεί πολύ πιο καλά την ιδέα.
– Πες μου λίγα λόγια για το έργο. Πώς συνδυάζονται σκηνοθεσία και υποκριτική;
Είναι πρώτη φορά που το κάνω και έχει ρίσκο. Είμαι πολύ συνδεδεμένος με το έργο. Το συζητούσα χρόνια με τον Τσιμάρα Τζανάτο και ήθελα να κάνω την απόπειρα με την υποστήριξη της ομάδας. Ήμασταν φίλοι και για 3 χρόνια λέγαμε να το ανεβάσουμε. Είναι από τα πρώτα του έργα και αρκετά σημαντικό. Δοκίμασε κάποια καινούργια πράγματα για τις φόρμες, έχει επηρεαστεί πολύ από την τραγωδία, καθώς έχει χωρικά κομμάτια αλλά και σκηνές κανονικές με κινηματογραφικό πλαίσιο. Σκηνές που είναι γρήγορες, 22 ατάκες όλες μαζί, που περνάς από τη μία στην άλλη, από το μπαρ στο σπιτι και κόβονται για να μεσολαβήσει τραγούδι. Σαφώς υπάρχουν ανάσες για να γεννηθεί το κείμενο, δεν μπορεί να γίνει με κινηματογραφική ταχύτητα. Αλλά είναι ένα έργο που έχει επιλεχθεί η φόρμα της τραγωδίας ως χωρικότητας και ταυτόχρονα έχει μπλεχτεί και μία κινηματογραφική ροή στους πρωταγωνιστές. Στο θέατρο θα γίνει αντίθετα, μία ταχύτητα στα τραγούδια και ένα μικρό άνοιγμα στις σκηνές ώστε να δώσουμε χώρο στην κατανόηση και στην ποιητικότητα στο τι συμβαίνει μεταξύ τους.
Ήθελα να το κάνω με τις προοπτικές που και αυτός ήθελε, και στο ζήτημα της παραγωγής και στο να ανοιχτεί σε ένα μεγαλύτερο κοινό. Έτσι είχαμε ξεκινήσει να το καταθέτουμε αλλά δεν ευδοκίμησε. Το ένιωθα όμως σαν μια ηθική υποχρέωση, δεν ήθελα να το αφήσω να κλείσει. Πέρυσι ήταν αδύνατον ψυχολογικά, και φέτος φάνηκε η κατάλληλη στιγμή. Είχαμε παρέα με τον Τσιμάρα συζητήσει το πώς θα ανέβει. Του είχα προτείνει τις ιδέες μου και θα ήταν μαζί μας στις πρόβες, να κάνουμε αλλαγές, να το προσαρμόσουμε. Ήθελα να σπάσει εντελώς αυτό που λέμε 4ος τοίχος και να φέρω τους θεατές σε τρομερή εγγύτητα με τους ηθοποιούς να δημιουργηθεί ένα club dance performing. Αυτό είχα πει και το είχε βρει τρομερά ενδιαφέρον. Μπορεί να μην λειτουργούσαν όλα όπως το είχε δομήσει, καθώς δεν είχε αυτό το concept στο κεφάλι του όταν το έφτιαχνε, αλλά στήριξε την ιδέα και με καθησύχασε πως θα τροποποιήσουμε ό,τι χρειαζόταν. Κράτησα το έργο όπως είναι, δεν έχω πειράξει τίποτα. Μόνο στις σκηνοθετικές οδηγίες που είχε στο κείμενο (καθώς έχοντας τελειώσει σκηνοθεσία είχε μία άλλη αντίληψη για το θέατρο), επομένως θεωρώ ότι δε θα χρειαζόταν να αλλάξουν πολλά.
– Πώς ήρθε η ιδέα του club performance. Είναι μία ιδιαίτερη προσέγγιση.
Η σκέψη μου έχει έρθει πολύ καιρό. Θεωρώ ότι αρκετά έργα μπορούν να διαλύσουν πραγματικά πραγματικά την αίσθηση του 4ου τοίχου. Γιατί να έχουμε αυτήν την απόσταση, ήθελα να δω πώς μπορεί να μειωθεί αυτό το κενό. Έτσι εδώ είχα σαν στόχο, οι θεατές να γίνονται κανονικά θαμώνες του club, να έρχονται με το ποτό τους, να χορεύουν με τη μουσική, όλο free. Δεν θα υπάρχουν κουδούνια, δε λέμε κάτι για κινητά. Οι θεατές απλά κατεβαίνουν σε ένα club που θα υπάρχει και performance. Η μουσική θα παίζει συνέχεια, αν μπορώ να πω μία trans opera, από τα μπιτ που θα έχει, όπως λέμε με τον μουσικό, “πάμε να δημιουργήσουμε ένα νέο όρο”.Με εξάρσεις και πιο ατμοσφαιρικές στιγμές, η μουσική θα υπάρχει πάντα σε διάφορα επίπεδα. Ένα παγανιστικό vibe με ξεσηκωτικό μπιτ. Θα υπάρχουν ελάχιστες θέσεις, για να υπάρχει εναλλαγή καθήμενων και ορθίων, όπως ακριβώς σε ένα κλαμπ. Η ιδέα είναι ότι μεταφερόμαστε σε ένα τύπου βερολινέζικο club, μία underground κατάσταση, που το φέρει και ο χώρος. Γι’ αυτό και επέλεξα το υπόγειο του BIOS γιατί ήθελα ένα θέατρο να εγκολπώνει αυτήν την αίσθηση κατευθείαν, να το υποστηρίζει και να μπορώ να κινηθώ όπως θέλω. Να μην έχει σκηνές, εξέδρες, σκαλιά, να μπορώ να το κάνω όπως θέλω.
– Θα υπάρχει διάδραση;
Σε πρώτο επίπεδο όχι. Αλλά η σκηνή θα γίνεται δίπλα στους θαμώνες. Είναι ένα έργο δύσκολο, εμπεριέχει βαρύ συναισθηματικό φορτίο, και αυτό θα συμβαίνει δίπλα σου. Μπορεί να σε κοιτάξω την ώρα της σκηνής, να πρέπει να κάνεις στην άκρη για να πάω πιο δίπλα. Βασικός υποκριτικός άξονας στη συγκεκριμένη δουλειά είναι τα βλέμματα. Το πώς συντονίζονται οι ηθοποιοί με τους θεατές σε σχέση με το βλέμμα. Θα καταλάβεις ότι θέλω να περάσω από εκεί που είσαι -αν είμαστε και οι 2 on- και δεν παρατηρούμε απλά σαν ένα αστικό κοινό που απλά βλέπει μία παράσταση. Και το ενδιαφέρον είναι ότι ανάλογα το πως λειτουργήσει, θα γίνονται αλλαγές στην πορεία. Και ένας από τους λόγους που ήθελα ενεργά να βρίσκομαι σε αυτήν την παράσταση, είναι ότι ήθελα στην πράξη να δοκιμάσω τις αλλαγές. Μπορεί να μη λειτουργήσει κάτι την ώρα της παράστασης και όλο να τροποποιηθεί εκείνη την ώρα, αυτοσχεδιαστικά για να κουμπώσει με τις συνθήκες. Είναι σημαντικό και ο θεατής βέβαια να είναι προετοιμασμένος για αυτό που θα δει.
-Ουσιαστικά δεν είναι απλά ένας θεατής, ένας εξωτερικός παρατηρητής. Βιώνει τη σκηνη.
Βεβαια. Υπάρχει σκηνή φόνου, ναι μεν θα δοθεί με ποιητικό τρόπο, αλλά θα γίνει δίπλα σου. Θα τσακωθούν 2 ηθοποιοί σε απόσταση μισού μέτρου. Όλο αυτό έχει ρίσκο, προκλήσεις. Είναι μία ρευστή σύλληψη, κάνεις δοκιμές και παιχνιδίσματα στο πως θα δομηθεί. Ακόμα και από του που θα σταθεί ο κόσμος ή πόσα άτομα θα έχει, παίζει ρόλο στο πώς θα λειτουργήσει. Έχεις το 50% και το άλλο 50% είναι το κοινό. Γιατί όλα αυτά είναι ακόμα σε θεωρητικό επίπεδο., δεν ξέρεις πώς θα αντιδράσει ο άλλος. Και αυτό είναι το στοίχημα. Για μένα, σαν δημιουργό όσο περισσότερες αντιδράσεις υπάρξουν, τόσο πιο ενδιαφέρον θα είναι. Γιατί ο θεατής θα γίνει μέρος της παράστασης. Όταν κάνεις θέατρο θα πρέπει να θέτεις στον άλλον την ερώτηση, και να πρέπει ο άλλος να πάρει μία απόφαση, σχετικά με την απάντηση που θα δώσει στον εαυτό του. Για οποιαδήποτε θεματική. Πχ. Κάνεις ένα έργο για τους μετανάστες, και όταν γυρίσει σπίτι του, θέλω να πάρει θέση, να πει με θάρρος σε ποια πλευρά είναι, ποια είναι η απόφασή του σε αυτό το ζήτημα, να κοιταχτεί στον καθρέφτη και να πει ας πούμε «Δεν τους θέλω». Να πάρουμε θέση σαν κοινωνία, να μετρηθούμε μεταξύ μας, να μην υπάρχει ασάφεια.
– Τι σε εμπνέει σε ένα έργο και αποφασίζεις να το ανεβάσεις; Παίζουν ρόλο οι θεματικές στην επιλογή του ;
Οι θεματικές για μένα παίζουν σημαντικό ρόλο. Αισθάνομαι ότι με εμπνέουν έργα που θέτουν ένα ερώτημα προσωπικό για τον εαυτό μας. Αν δεν ασχοληθείς με έργο που καταπιάνει τα βασικά πάθη των ανθρώπων, τις βασικές πολιτικές της κοινωνίας, τις βασικές καταστάσεις του σήμερα, δεν ωφελεί για τη δική μου νοοτροπία. Να ασχοληθείς με την έμφυλη κατάσταση, το βάζω γενικά καθώς αποτελεί τεράστιο κεφάλαιο ανάλυσης. Δε θα πρέπει να εξετάσεις αυτά που συμβαίνουν γύρω σου; Δε θα μιλήσεις για την πατριαρχία; Να στοχαστείς σε σχέση με τη γυναικεία κακοποίηση; Δεν μου ανοίγει προσωπικούς ορίζοντες ένα έργο που δεν καταπιάνεται με κοινωνικά θέματα. Τα έργα με τα οποία έχω ασχοληθεί προσωπικά ως σκηνοθέτης -που έχεις τη δυνατότητα να τα επιλέγεις- να δώσεις τη δική σου προσέγγιση, αφορούν στο μπούλινγκ, στο τρίτο φύλο, την γυναικεία κακοποίηση. Σκληρά έργα σαν θεματική και πρώτο υλικό. Εκεί εντάσσομαι σαν άνθρωπος, μπορεί να ψάχνομαι και εγώ μέσα μου σε αυτό. Είναι ένας τρόπος προβληματισμού. Δεν γίνεται να βλέπεις στις ειδήσεις πόλεμο και ανθρώπινα δεινά και να έχεις αδιαφορία. Με συγκινεί, με ενδιαφέρει η μικρή καθημερινη προσφορά, το προσωπικό νοιάξιμο για τον συνάνθρωπο.
– Στην προκειμένη; Ποια είναι η βασική θεματική που σε τράβηξε;
Το έργο είναι του 2009, ανοίγει θέματα, όπως και η ταινία από την οποία είναι εμπνευσμένο. Έχει πιάσει κάποιες θεματικές ως concept αλλά δεν έχει καμία σχέση με την ταινία. Το 2009 αυτά τα θέματα η ελληνική κοινωνία ήταν σε πρώτο στάδιο. Γίνεται αναφορά στη μετανάστευση, μπλέκει τις σεξουαλικότητες των ηρώων, την άφυλη – έμφυλη συζήτηση, την πανσεξουαλικότητα. Έχουν γίνει βήματα, αλλά ακόμα και τώρα αυτά τα θέματα είναι ταμπού. Οι ήρωες του έργου βρίσκονται ποτισμένοι στην αυτοκαταστροφή, στον πόνο και την απελπισία. Τους έχουν οι συνθήκες, οι καταστάσεις και το περιβάλλον τους οδηγήσει σε αυτό το σημείο και προσπαθούν να συνδεθούν μεταξύ τους. Αλλά δύο άνθρωποι που έχουν φτάσει σε αυτό το σημείο απελπισίας έχουν παραδώσει τα όπλα, ή προσπαθούν να επιβιώσουν, αποτελεί από μόνο του μία σύγκρουση. Ενώ ξεκινά θεωρητικά με μία κατάσταση που προσπαθεί να σώσει τη βασική ηρωίδα από κάτι, αυτό έρχεται σε απόλυτη σύγκρουση μετά. Είναι τόσο ποτισμένη από την απελπισία, ασκούνται τόσες πιέσεις από ό,τι υπάρχει γύρω τους που έρχεται διάλυση. Κουκούλι κοινωνικής απελπισίας που έχει μετουσιωθεί σε προσωπική απελπισία και ενώ θέλουν να συνδεθούν, δεν μπορούν. Η κοινωνία, τα πρέπει τους απαγορεύουν να συνδεθούν σε ένα άλλο επίπεδο και άρα με τον εαυτό τους. Είναι ένα έργο που μιλάει για τον έρωτα, για την αγάπη. Ενώ το τέλος είναι δυσοίωνο, προσπαθώ να βρω τη θετική κατάσταση. Το ότι οι ίδιοι προσπάθησαν και πάλεψαν σε μία κατάσταση εντελώς αυτοκαταστροφικής εξέλιξης να δομήσουν κάτι θετικό, η διαδικασία αυτή για μένα είναι σημαντικό. Το αποτέλεσμα είναι αυτό που φαίνεται, η κατάληξη. Το θέμα είναι τι ταξίδι έχει μεσολαβήσει. Ξεκινάς με την προοπτική της εξέλιξης, και που μπορεί να φτάσει αυτό που κάνεις. Οι αλλαγές, τα εμπόδια σε οδηγούν κάπου, η διαδρομή έχει σημασία. Οι άνθρωποι καθορίζονται από 2 όρια τη γέννηση και το θάνατο. Η διαδρομή που θα γίνει έχει σημασία και μπορείς να την καθορίσεις.
-Θα μπορούσες να δεις τον εαυτό σου στην τηλεόραση ή τον κινηματογράφο;
Μου αρέσει η τηλεόραση. Η γενιά μου άλλωστε μεγάλωσε με τηλεόραση. Είναι ένα μέσο που φτάνει από τη μία άκρη στην άλλη. Μου αρέσει η ιδέα ότι κάποιος την έχει για παρέα,θα δει μία ταινία που θα τον αγγίξει, θα τον κάνει να σκεφτεί, θα του δώσει κάτι. Ο κινηματογράφος μου αρέσει ακόμα πιο πολύ. Είναι μία compact απόδοση του θεάτρου. Το θέατρο είναι θνησιγενές, ο κινηματογράφος μένει, πιάνει τη στιγμή τη δεδομένη. Θα ήθελα να παίξω και στους δύο κόσμους. Έχει ξεπεραστεί πια η ιδέα ότι ο ποιοτικός ηθοποιός είναι μόνο στο θέατρο. Δεν έχει σημασία το μέσο πια, αλλά το πώς το κάνεις. Όταν υπάρχει ανθρωποκεντρική προσέγγιση, ότι όλοι θα κινηθούμε γύρω από τον άνθρωπο, τότε το αποτέλεσμα σίγουρα θα έχει θετικό πρόσημο. Μπορεί να γίνουν λάθη, αλλά ο στόχος είναι συγκεκριμένος, έχεις άλλο τρόπο σύνδεσης και αυτό γίνεται μέσω της ανθρώπινης υπόστασης. Η αγνότητα της σκέψης και της πράξης σε οδηγεί. Και αυτό αποζητά ο άνθρωπος και συνδέεται. Πιστεύω ότι στον πυρήνα της η ανρθωπότητα δεν είναι κακή. Έχει μπερδευτεί σίγουρα στην πορεία, αλλά δεν έχει εγγενώς κακία, αλλιώς θα κάναμε θέατρο και θα βλέπαμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη και θα τον σιχαινόμαστε. Όταν βλέπει αγνές προθέσεις σε κάτι, μεγάλες προσδοκίες σαν νοοτροπία, ταυτίζεσαι. Έχεις την έννοια του μεγάλου ονείρου, του άπιαστου. Εκεί βασίστηκε όλη η ανθρωπότητα, πάει να κατακτήσει το άπιαστο. Που μπορεί να μην το πετύχεις, αλλά η προσπάθεια είναι που έχει σημασία. Το ταξίδι που έλεγα πριν.
– Ποιο είναι το πιο τρελό καλλιτεχνικό σου όνειρο;
Πάντα υπάρχουν όνειρα για την καριέρα. Δεν έχω συγκεκριμένα όνειρα, να παίξω με τον τάδε ηθοποιό. Ιδεατά θα ήθελα να φτιάξω συνθήκες με ανθρώπους που πάνω στη δουλειά θα εξελιχθώ. Είτε είναι πρωτοετής, είτε ο Αντονι Χόπκινς, αν εξελιχθούμε, τότε έχουμε πετύχει. Υπάρχει μία έκπτωση στα όνειρά μας, οι συνθήκες, οι καταστάσεις μας έχουν οδηγήσει σε αυτό. Οι συνεργασίες βασίζονται σε οικονομική καταδίωξη, σε αδιαφορία για τον συνάνθρωπο, και προσωπική μόνο ανέλιξη, και αν αυτό γίνεται όνειρο, τότε υπάρχει έκπτωση σε όλα τα υπόλοιπα. Το ζήτημα της οικονομικής απολαβής, τροποποιεί τα όνειρα και τη δημιουργία. Μπαίνουμε σε ένα περιβάλλον ανταγωνιστικότητας και όχι συναγωνισμού. Τι λειτουργεί, αυτό θα κάνω, και έτσι η δημιουργία πια έχει όρια. Παλαιότερα, δεν το μετρούσαμε τόσο κυνικά, σε κλικαρίσματα, στατιστική και social media. Όταν αυτό γίνει από τις βασικές προοπτικές σου, κάτι κόβεις, κάπου κάνεις έκπτωση και συνήθως αυτό είναι στο καλλιτεχνικό κομμάτι. Αν δε δοκιμάσεις δεν μπορείς να έχεις καινοτομία. Αν αναμασάς τα ίδια και τη ίδια, μια δοκιμασμένη φόρμουλα που πετυχαίνουν την κανονικότητα, χάνεις τη δημιουργία και τις νέες ιδέες.
Info παράστασης
Το «Μαζί Ποτέ: Αιτία υπάρχει…για ό,τι δεν πάει καλά», ένα κείμενο εμπνευσμένο από την ταινία του Φατίχ Ακίν, σε ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο από το φιλμ.
Πρόκειται για ένα υπαρξιακό ψυχογράφημα της ανθρώπινης απελπισίας και αυτοκαταστροφής, ένα έργο για την αέναη προσπάθεια των ανθρώπων να συναντηθούν σε ένα βαθύτερο επίπεδο εσωτερικής σύμπνοιας.
Η ομάδα καλεί το κοινό σε μια διαφορετική εμπειρία θέασης όπου οι θεατές σε ρεαλιστική συνθήκη club παρακολουθούν, κάποιοι καθιστοί και κάποιοι όρθιοι μια dance-club παράσταση-show , όσα διαδραματίζονται μπροστά τους. Οι ίδιοι σε απόσταση ουσιαστικής αναπνοής από τους ηθοποιούς γίνονται μάρτυρες, αφήνοντας πίσω τις καρέκλες τους, μιας πραγματικής σύνδεσης με τους performers. Σε μια συνθήκη που μοιάζει με παιχνίδισμα … οι θεατές συμφωνούν ότι θα είναι όρθιοι, θα διασκεδάζουν, θα χορεύουν και θα δρουν μαζί με τους ηθοποιούς.
Σκηνοθεσία: Λευτέρης Παπακώστας
Κουστούμια: Σπύρος Γκέκας
Μουσική: Μάριος Τσάγκαρης
Φωτογραφίες/Φωτισμοί/videoart: Άρης Αθάνατος
Κίνηση: Βιβή Μπουτάτη
Σκηνικά αντικείμενα: Μαρίνα Μηλιάρη
Βοηθός σκηνοθέτη: Αλεξάνδρα Γεωργίου
Συνεργάτης σκηνοθέτη: Μικαέλα Δανά
makeupartist (φωτογράφισης): Καλλιόπη Βόβλα
Διεύθυνση παραγωγής: Μαριετίνα Σιμάτου
Υπεύθυνη επικοινωνίας: Γιώτα Δημητριάδη
Παίζουν: Κατερίνα Παρισσινού, Γιώργος Τριανταφύλλου, Μαρία Γκιώνη, Λευτέρης Παπακώστας, Βιβή Μπουτάτη
Η παράσταση θα παίζεται κάθε Τετάρτη και Πέμπτη στον κάτω χώρο του Bios.
Διάρκεια παράστασης: 80 λεπτά
Θέατρο: Βios, Πειραιώς 84. Τηλ:.2103425335
Συναντηθήκαμε στο καφέ του BIOS στο υπόγειο του οποίου θα γίνει και η παράσταση “Μαζί Ποτέ: Αιτία υπάρχει…για ό,τι δεν πάει καλά“. Συζητήσαμε για το έργο, την πορεία του στον κόσμο του θεάτρου, τη ζωή, τα όνειρα και την κοινωνική μας πραγματικότητα. “And love never ends” διαβαζω στον τοίχο ενώ ο Λευτέρης παρουσιάζει πως το έργο του Τσιμάρα Τζανάτου έχει σαν κεντρική ιδέα τον έρωτα και την αγάπη. Αφοπλιστικά ευγενής και εξαιρετικά φωτογενής, έχει μία σπουδαία ανθρωποκεντρική αντίληψη για τη ζωή και την τέχνη. Προσεγγίζει κείμενα που τον αγγίζουν, που όπως λέει «μπορούν να τον πάνε ένα βήμα πιο πέρα και να δώσουν στο κοινό υλικό για σκέψη».
Έτσι κάπως ξεκίνησε και η επαφή του με το θέατρο. Σαν τρόπος έκφρασης. Σε ένα εργαστήρι υποκριτικής στην Πάτρα που είχε ένα διευρυμένο πρόγραμμα, με κινησιολογία και αυτοσχεδιασμό. Εκεί συνειδητοποίησε ότι το σύμπαν αυτό ήταν για εκείνον. «Ένας νέος κόσμος, που σε κινεί και σε θρέφει». Μετά από 2 χρόνια έδωσε εξετάσεις στη Δραματική Σχολή «Δήλος» της Δήμητρας Χατούπη, και παράλληλα με τις τελευταίες εργασίες στο στο ΤΕΙ Λογιστικής, παρακολουθούσε και μαθήματα στη δραματική σχολή.
– Η σκηνοθεσία πώς ήρθε στη ζωή σου;
Η σκηνοθεσία προέκυψε μέσα από το εργαστήρι, δούλευα σε παραγωγές που έκαναν εκεί, σε όλα τα πόστα, φώτα, να βοηθήσω στα κοστούμια. Έβλεπα πρόβες. Με γοήτευε όλη η διαδικασία και γνώρισα όλο το θεατρικό σύμπαν. Έβλεπα πώς έστηναν κάθε παραγωγή , από το 0, τον τρόπο που καταλήγει να είναι ολότητα. Δε με ενδιέφερε απλά ένας ρόλος, είχα πάντα σαν σκέψη το πως χτίζεις μία παράσταση, πώς μπλέκεις κάθε ένα ρόλο, πώς το γεννάς από το 0 και πρέπει να συνεννοηθείς με τον μουσικό, το φωτιστή, τον ενδυματολόγο, τον σκηνογράφο, τον χώρο. Ακόμα και η προώθηση μιας παράστασης, πλέον δεν είναι ξέχωρο. Είναι ένα ακόμα πρότζεκτ. Στήνεις δηλαδή τον τρόπο που θα προβληθεί η ιδέα και η δουλειά σου. Γιατί από εκεί θα έρθει ο άλλος, και η σκέψη που προσφέρεις είναι σημαντικό να είναι καλά δομημένη.
– Ηθοποιός ή σκηνοθέτης; Υπάρχει κάτι που προηγείται;
Είμαι πρωτίστως ηθοποιός. Μου αρέσει πολύ να παίζω. Απλά και όταν παίζω έχω την έννοια της σκηνοθεσίας στο κεφάλι μου. Αυτό πώς λειτουργεί έτσι, γιατί πρέπει να γίνει αυτό, αν αλλάξει πώς θα εξελιχθεί και πώς θα κουμπώσει με το σύνολο. Αλλά πρωτίστως ηθοποιός είμαι.
– Αυτό διευκολύνει και τους σκηνοθέτες ότι το βλέπεις πιο ολιστικά ;
Βέβαια. Πρώτα απ’ όλα δεν χάνω πρόβα και να μην παίζω στη σκηνή. Με ενδιαφέρει σαν σύνολο η παράσταση. Γιατί λειτουργεί έτσι η σκηνή που δομούν, γιατί την αλλάζουν; Γιατί μετά δε λειτουργεί; Παρατηρώ αυτό που κάνουν οι άλλοι. Έχω υπάρξει και βοηθός σκηνοθέτη αρκετές φορές και εκεί μαθαίνεις το πώς λειτουργεί στην πράξη. Πώς θα συνεννοηθείς με τον φωτιστή, να του πεις κάτι και να το καταλάβει, να περάσεις την ιδέα σου. Η τέχνη του θεάτρου δεν μπορεί να γίνει από έναν. Χρειάζεται συνεργασία πολλών ανθρώπων. Και απαιτεί και όραμα πολλών για να φτιαχτεί κάτι ακόμα μεγαλύτερο που θα υπηρετεί πολύ πιο καλά την ιδέα.
– Πες μου λίγα λόγια για το έργο. Πώς συνδυάζονται σκηνοθεσία και υποκριτική;
Είναι πρώτη φορά που το κάνω και έχει ρίσκο. Είμαι πολύ συνδεδεμένος με το έργο. Το συζητούσα χρόνια με τον Τσιμάρα Τζανάτο και ήθελα να κάνω την απόπειρα με την υποστήριξη της ομάδας. Ήμασταν φίλοι και για 3 χρόνια λέγαμε να το ανεβάσουμε. Είναι από τα πρώτα του έργα και αρκετά σημαντικό. Δοκίμασε κάποια καινούργια πράγματα για τις φόρμες, έχει επηρεαστεί πολύ από την τραγωδία, καθώς έχει χωρικά κομμάτια αλλά και σκηνές κανονικές με κινηματογραφικό πλαίσιο. Σκηνές που είναι γρήγορες, 22 ατάκες όλες μαζί, που περνάς από τη μία στην άλλη, από το μπαρ στο σπιτι και κόβονται για να μεσολαβήσει τραγούδι. Σαφώς υπάρχουν ανάσες για να γεννηθεί το κείμενο, δεν μπορεί να γίνει με κινηματογραφική ταχύτητα. Αλλά είναι ένα έργο που έχει επιλεχθεί η φόρμα της τραγωδίας ως χωρικότητας και ταυτόχρονα έχει μπλεχτεί και μία κινηματογραφική ροή στους πρωταγωνιστές. Στο θέατρο θα γίνει αντίθετα, μία ταχύτητα στα τραγούδια και ένα μικρό άνοιγμα στις σκηνές ώστε να δώσουμε χώρο στην κατανόηση και στην ποιητικότητα στο τι συμβαίνει μεταξύ τους.
Ήθελα να το κάνω με τις προοπτικές που και αυτός ήθελε, και στο ζήτημα της παραγωγής και στο να ανοιχτεί σε ένα μεγαλύτερο κοινό. Έτσι είχαμε ξεκινήσει να το καταθέτουμε αλλά δεν ευδοκίμησε. Το ένιωθα όμως σαν μια ηθική υποχρέωση, δεν ήθελα να το αφήσω να κλείσει. Πέρυσι ήταν αδύνατον ψυχολογικά, και φέτος φάνηκε η κατάλληλη στιγμή. Είχαμε παρέα με τον Τσιμάρα συζητήσει το πώς θα ανέβει. Του είχα προτείνει τις ιδέες μου και θα ήταν μαζί μας στις πρόβες, να κάνουμε αλλαγές, να το προσαρμόσουμε. Ήθελα να σπάσει εντελώς αυτό που λέμε 4ος τοίχος και να φέρω τους θεατές σε τρομερή εγγύτητα με τους ηθοποιούς να δημιουργηθεί ένα club dance performing. Αυτό είχα πει και το είχε βρει τρομερά ενδιαφέρον. Μπορεί να μην λειτουργούσαν όλα όπως το είχε δομήσει, καθώς δεν είχε αυτό το concept στο κεφάλι του όταν το έφτιαχνε, αλλά στήριξε την ιδέα και με καθησύχασε πως θα τροποποιήσουμε ό,τι χρειαζόταν. Κράτησα το έργο όπως είναι, δεν έχω πειράξει τίποτα. Μόνο στις σκηνοθετικές οδηγίες που είχε στο κείμενο (καθώς έχοντας τελειώσει σκηνοθεσία είχε μία άλλη αντίληψη για το θέατρο), επομένως θεωρώ ότι δε θα χρειαζόταν να αλλάξουν πολλά.
– Πώς ήρθε η ιδέα του club performance. Είναι μία ιδιαίτερη προσέγγιση.
Η σκέψη μου έχει έρθει πολύ καιρό. Θεωρώ ότι αρκετά έργα μπορούν να διαλύσουν πραγματικά πραγματικά την αίσθηση του 4ου τοίχου. Γιατί να έχουμε αυτήν την απόσταση, ήθελα να δω πώς μπορεί να μειωθεί αυτό το κενό. Έτσι εδώ είχα σαν στόχο, οι θεατές να γίνονται κανονικά θαμώνες του club, να έρχονται με το ποτό τους, να χορεύουν με τη μουσική, όλο free. Δεν θα υπάρχουν κουδούνια, δε λέμε κάτι για κινητά. Οι θεατές απλά κατεβαίνουν σε ένα club που θα υπάρχει και performance. Η μουσική θα παίζει συνέχεια, αν μπορώ να πω μία trans opera, από τα μπιτ που θα έχει, όπως λέμε με τον μουσικό, “πάμε να δημιουργήσουμε ένα νέο όρο”.Με εξάρσεις και πιο ατμοσφαιρικές στιγμές, η μουσική θα υπάρχει πάντα σε διάφορα επίπεδα. Ένα παγανιστικό vibe με ξεσηκωτικό μπιτ. Θα υπάρχουν ελάχιστες θέσεις, για να υπάρχει εναλλαγή καθήμενων και ορθίων, όπως ακριβώς σε ένα κλαμπ. Η ιδέα είναι ότι μεταφερόμαστε σε ένα τύπου βερολινέζικο club, μία underground κατάσταση, που το φέρει και ο χώρος. Γι’ αυτό και επέλεξα το υπόγειο του BIOS γιατί ήθελα ένα θέατρο να εγκολπώνει αυτήν την αίσθηση κατευθείαν, να το υποστηρίζει και να μπορώ να κινηθώ όπως θέλω. Να μην έχει σκηνές, εξέδρες, σκαλιά, να μπορώ να το κάνω όπως θέλω.
– Θα υπάρχει διάδραση;
Σε πρώτο επίπεδο όχι. Αλλά η σκηνή θα γίνεται δίπλα στους θαμώνες. Είναι ένα έργο δύσκολο, εμπεριέχει βαρύ συναισθηματικό φορτίο, και αυτό θα συμβαίνει δίπλα σου. Μπορεί να σε κοιτάξω την ώρα της σκηνής, να πρέπει να κάνεις στην άκρη για να πάω πιο δίπλα. Βασικός υποκριτικός άξονας στη συγκεκριμένη δουλειά είναι τα βλέμματα. Το πώς συντονίζονται οι ηθοποιοί με τους θεατές σε σχέση με το βλέμμα. Θα καταλάβεις ότι θέλω να περάσω από εκεί που είσαι -αν είμαστε και οι 2 on- και δεν παρατηρούμε απλά σαν ένα αστικό κοινό που απλά βλέπει μία παράσταση. Και το ενδιαφέρον είναι ότι ανάλογα το πως λειτουργήσει, θα γίνονται αλλαγές στην πορεία. Και ένας από τους λόγους που ήθελα ενεργά να βρίσκομαι σε αυτήν την παράσταση, είναι ότι ήθελα στην πράξη να δοκιμάσω τις αλλαγές. Μπορεί να μη λειτουργήσει κάτι την ώρα της παράστασης και όλο να τροποποιηθεί εκείνη την ώρα, αυτοσχεδιαστικά για να κουμπώσει με τις συνθήκες. Είναι σημαντικό και ο θεατής βέβαια να είναι προετοιμασμένος για αυτό που θα δει.
-Ουσιαστικά δεν είναι απλά ένας θεατής, ένας εξωτερικός παρατηρητής. Βιώνει τη σκηνη.
Βεβαια. Υπάρχει σκηνή φόνου, ναι μεν θα δοθεί με ποιητικό τρόπο, αλλά θα γίνει δίπλα σου. Θα τσακωθούν 2 ηθοποιοί σε απόσταση μισού μέτρου. Όλο αυτό έχει ρίσκο, προκλήσεις. Είναι μία ρευστή σύλληψη, κάνεις δοκιμές και παιχνιδίσματα στο πως θα δομηθεί. Ακόμα και από του που θα σταθεί ο κόσμος ή πόσα άτομα θα έχει, παίζει ρόλο στο πώς θα λειτουργήσει. Έχεις το 50% και το άλλο 50% είναι το κοινό. Γιατί όλα αυτά είναι ακόμα σε θεωρητικό επίπεδο., δεν ξέρεις πώς θα αντιδράσει ο άλλος. Και αυτό είναι το στοίχημα. Για μένα, σαν δημιουργό όσο περισσότερες αντιδράσεις υπάρξουν, τόσο πιο ενδιαφέρον θα είναι. Γιατί ο θεατής θα γίνει μέρος της παράστασης. Όταν κάνεις θέατρο θα πρέπει να θέτεις στον άλλον την ερώτηση, και να πρέπει ο άλλος να πάρει μία απόφαση, σχετικά με την απάντηση που θα δώσει στον εαυτό του. Για οποιαδήποτε θεματική. Πχ. Κάνεις ένα έργο για τους μετανάστες, και όταν γυρίσει σπίτι του, θέλω να πάρει θέση, να πει με θάρρος σε ποια πλευρά είναι, ποια είναι η απόφασή του σε αυτό το ζήτημα, να κοιταχτεί στον καθρέφτη και να πει ας πούμε «Δεν τους θέλω». Να πάρουμε θέση σαν κοινωνία, να μετρηθούμε μεταξύ μας, να μην υπάρχει ασάφεια.
– Τι σε εμπνέει σε ένα έργο και αποφασίζεις να το ανεβάσεις; Παίζουν ρόλο οι θεματικές στην επιλογή του ;
Οι θεματικές για μένα παίζουν σημαντικό ρόλο. Αισθάνομαι ότι με εμπνέουν έργα που θέτουν ένα ερώτημα προσωπικό για τον εαυτό μας. Αν δεν ασχοληθείς με έργο που καταπιάνει τα βασικά πάθη των ανθρώπων, τις βασικές πολιτικές της κοινωνίας, τις βασικές καταστάσεις του σήμερα, δεν ωφελεί για τη δική μου νοοτροπία. Να ασχοληθείς με την έμφυλη κατάσταση, το βάζω γενικά καθώς αποτελεί τεράστιο κεφάλαιο ανάλυσης. Δε θα πρέπει να εξετάσεις αυτά που συμβαίνουν γύρω σου; Δε θα μιλήσεις για την πατριαρχία; Να στοχαστείς σε σχέση με τη γυναικεία κακοποίηση; Δεν μου ανοίγει προσωπικούς ορίζοντες ένα έργο που δεν καταπιάνεται με κοινωνικά θέματα. Τα έργα με τα οποία έχω ασχοληθεί προσωπικά ως σκηνοθέτης -που έχεις τη δυνατότητα να τα επιλέγεις- να δώσεις τη δική σου προσέγγιση, αφορούν στο μπούλινγκ, στο τρίτο φύλο, την γυναικεία κακοποίηση. Σκληρά έργα σαν θεματική και πρώτο υλικό. Εκεί εντάσσομαι σαν άνθρωπος, μπορεί να ψάχνομαι και εγώ μέσα μου σε αυτό. Είναι ένας τρόπος προβληματισμού. Δεν γίνεται να βλέπεις στις ειδήσεις πόλεμο και ανθρώπινα δεινά και να έχεις αδιαφορία. Με συγκινεί, με ενδιαφέρει η μικρή καθημερινη προσφορά, το προσωπικό νοιάξιμο για τον συνάνθρωπο.
– Στην προκειμένη; Ποια είναι η βασική θεματική που σε τράβηξε;
Το έργο είναι του 2009, ανοίγει θέματα, όπως και η ταινία από την οποία είναι εμπνευσμένο. Έχει πιάσει κάποιες θεματικές ως concept αλλά δεν έχει καμία σχέση με την ταινία. Το 2009 αυτά τα θέματα η ελληνική κοινωνία ήταν σε πρώτο στάδιο. Γίνεται αναφορά στη μετανάστευση, μπλέκει τις σεξουαλικότητες των ηρώων, την άφυλη – έμφυλη συζήτηση, την πανσεξουαλικότητα. Έχουν γίνει βήματα, αλλά ακόμα και τώρα αυτά τα θέματα είναι ταμπού. Οι ήρωες του έργου βρίσκονται ποτισμένοι στην αυτοκαταστροφή, στον πόνο και την απελπισία. Τους έχουν οι συνθήκες, οι καταστάσεις και το περιβάλλον τους οδηγήσει σε αυτό το σημείο και προσπαθούν να συνδεθούν μεταξύ τους. Αλλά δύο άνθρωποι που έχουν φτάσει σε αυτό το σημείο απελπισίας έχουν παραδώσει τα όπλα, ή προσπαθούν να επιβιώσουν, αποτελεί από μόνο του μία σύγκρουση. Ενώ ξεκινά θεωρητικά με μία κατάσταση που προσπαθεί να σώσει τη βασική ηρωίδα από κάτι, αυτό έρχεται σε απόλυτη σύγκρουση μετά. Είναι τόσο ποτισμένη από την απελπισία, ασκούνται τόσες πιέσεις από ό,τι υπάρχει γύρω τους που έρχεται διάλυση. Κουκούλι κοινωνικής απελπισίας που έχει μετουσιωθεί σε προσωπική απελπισία και ενώ θέλουν να συνδεθούν, δεν μπορούν. Η κοινωνία, τα πρέπει τους απαγορεύουν να συνδεθούν σε ένα άλλο επίπεδο και άρα με τον εαυτό τους. Είναι ένα έργο που μιλάει για τον έρωτα, για την αγάπη. Ενώ το τέλος είναι δυσοίωνο, προσπαθώ να βρω τη θετική κατάσταση. Το ότι οι ίδιοι προσπάθησαν και πάλεψαν σε μία κατάσταση εντελώς αυτοκαταστροφικής εξέλιξης να δομήσουν κάτι θετικό, η διαδικασία αυτή για μένα είναι σημαντικό. Το αποτέλεσμα είναι αυτό που φαίνεται, η κατάληξη. Το θέμα είναι τι ταξίδι έχει μεσολαβήσει. Ξεκινάς με την προοπτική της εξέλιξης, και που μπορεί να φτάσει αυτό που κάνεις. Οι αλλαγές, τα εμπόδια σε οδηγούν κάπου, η διαδρομή έχει σημασία. Οι άνθρωποι καθορίζονται από 2 όρια τη γέννηση και το θάνατο. Η διαδρομή που θα γίνει έχει σημασία και μπορείς να την καθορίσεις.
-Θα μπορούσες να δεις τον εαυτό σου στην τηλεόραση ή τον κινηματογράφο;
Μου αρέσει η τηλεόραση. Η γενιά μου άλλωστε μεγάλωσε με τηλεόραση. Είναι ένα μέσο που φτάνει από τη μία άκρη στην άλλη. Μου αρέσει η ιδέα ότι κάποιος την έχει για παρέα,θα δει μία ταινία που θα τον αγγίξει, θα τον κάνει να σκεφτεί, θα του δώσει κάτι. Ο κινηματογράφος μου αρέσει ακόμα πιο πολύ. Είναι μία compact απόδοση του θεάτρου. Το θέατρο είναι θνησιγενές, ο κινηματογράφος μένει, πιάνει τη στιγμή τη δεδομένη. Θα ήθελα να παίξω και στους δύο κόσμους. Έχει ξεπεραστεί πια η ιδέα ότι ο ποιοτικός ηθοποιός είναι μόνο στο θέατρο. Δεν έχει σημασία το μέσο πια, αλλά το πώς το κάνεις. Όταν υπάρχει ανθρωποκεντρική προσέγγιση, ότι όλοι θα κινηθούμε γύρω από τον άνθρωπο, τότε το αποτέλεσμα σίγουρα θα έχει θετικό πρόσημο. Μπορεί να γίνουν λάθη, αλλά ο στόχος είναι συγκεκριμένος, έχεις άλλο τρόπο σύνδεσης και αυτό γίνεται μέσω της ανθρώπινης υπόστασης. Η αγνότητα της σκέψης και της πράξης σε οδηγεί. Και αυτό αποζητά ο άνθρωπος και συνδέεται. Πιστεύω ότι στον πυρήνα της η ανρθωπότητα δεν είναι κακή. Έχει μπερδευτεί σίγουρα στην πορεία, αλλά δεν έχει εγγενώς κακία, αλλιώς θα κάναμε θέατρο και θα βλέπαμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη και θα τον σιχαινόμαστε. Όταν βλέπει αγνές προθέσεις σε κάτι, μεγάλες προσδοκίες σαν νοοτροπία, ταυτίζεσαι. Έχεις την έννοια του μεγάλου ονείρου, του άπιαστου. Εκεί βασίστηκε όλη η ανθρωπότητα, πάει να κατακτήσει το άπιαστο. Που μπορεί να μην το πετύχεις, αλλά η προσπάθεια είναι που έχει σημασία. Το ταξίδι που έλεγα πριν.
– Ποιο είναι το πιο τρελό καλλιτεχνικό σου όνειρο;
Πάντα υπάρχουν όνειρα για την καριέρα. Δεν έχω συγκεκριμένα όνειρα, να παίξω με τον τάδε ηθοποιό. Ιδεατά θα ήθελα να φτιάξω συνθήκες με ανθρώπους που πάνω στη δουλειά θα εξελιχθώ. Είτε είναι πρωτοετής, είτε ο Αντονι Χόπκινς, αν εξελιχθούμε, τότε έχουμε πετύχει. Υπάρχει μία έκπτωση στα όνειρά μας, οι συνθήκες, οι καταστάσεις μας έχουν οδηγήσει σε αυτό. Οι συνεργασίες βασίζονται σε οικονομική καταδίωξη, σε αδιαφορία για τον συνάνθρωπο, και προσωπική μόνο ανέλιξη, και αν αυτό γίνεται όνειρο, τότε υπάρχει έκπτωση σε όλα τα υπόλοιπα. Το ζήτημα της οικονομικής απολαβής, τροποποιεί τα όνειρα και τη δημιουργία. Μπαίνουμε σε ένα περιβάλλον ανταγωνιστικότητας και όχι συναγωνισμού. Τι λειτουργεί, αυτό θα κάνω, και έτσι η δημιουργία πια έχει όρια. Παλαιότερα, δεν το μετρούσαμε τόσο κυνικά, σε κλικαρίσματα, στατιστική και social media. Όταν αυτό γίνει από τις βασικές προοπτικές σου, κάτι κόβεις, κάπου κάνεις έκπτωση και συνήθως αυτό είναι στο καλλιτεχνικό κομμάτι. Αν δε δοκιμάσεις δεν μπορείς να έχεις καινοτομία. Αν αναμασάς τα ίδια και τη ίδια, μια δοκιμασμένη φόρμουλα που πετυχαίνουν την κανονικότητα, χάνεις τη δημιουργία και τις νέες ιδέες.
Info παράστασης
Το «Μαζί Ποτέ: Αιτία υπάρχει…για ό,τι δεν πάει καλά», ένα κείμενο εμπνευσμένο από την ταινία του Φατίχ Ακίν, σε ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο από το φιλμ.
Πρόκειται για ένα υπαρξιακό ψυχογράφημα της ανθρώπινης απελπισίας και αυτοκαταστροφής, ένα έργο για την αέναη προσπάθεια των ανθρώπων να συναντηθούν σε ένα βαθύτερο επίπεδο εσωτερικής σύμπνοιας.
Η ομάδα καλεί το κοινό σε μια διαφορετική εμπειρία θέασης όπου οι θεατές σε ρεαλιστική συνθήκη club παρακολουθούν, κάποιοι καθιστοί και κάποιοι όρθιοι μια dance-club παράσταση-show , όσα διαδραματίζονται μπροστά τους. Οι ίδιοι σε απόσταση ουσιαστικής αναπνοής από τους ηθοποιούς γίνονται μάρτυρες, αφήνοντας πίσω τις καρέκλες τους, μιας πραγματικής σύνδεσης με τους performers. Σε μια συνθήκη που μοιάζει με παιχνίδισμα … οι θεατές συμφωνούν ότι θα είναι όρθιοι, θα διασκεδάζουν, θα χορεύουν και θα δρουν μαζί με τους ηθοποιούς.
Σκηνοθεσία: Λευτέρης Παπακώστας
Κουστούμια: Σπύρος Γκέκας
Μουσική: Μάριος Τσάγκαρης
Φωτογραφίες/Φωτισμοί/videoart: Άρης Αθάνατος
Κίνηση: Βιβή Μπουτάτη
Σκηνικά αντικείμενα: Μαρίνα Μηλιάρη
Βοηθός σκηνοθέτη: Αλεξάνδρα Γεωργίου
Συνεργάτης σκηνοθέτη: Μικαέλα Δανά
makeupartist (φωτογράφισης): Καλλιόπη Βόβλα
Διεύθυνση παραγωγής: Μαριετίνα Σιμάτου
Υπεύθυνη επικοινωνίας: Γιώτα Δημητριάδη
Παίζουν: Κατερίνα Παρισσινού, Γιώργος Τριανταφύλλου, Μαρία Γκιώνη, Λευτέρης Παπακώστας, Βιβή Μπουτάτη
Η παράσταση θα παίζεται κάθε Τετάρτη και Πέμπτη στον κάτω χώρο του Bios.
Διάρκεια παράστασης: 80 λεπτά
Θέατρο: Βios, Πειραιώς 84. Τηλ:.2103425335