Έγραφε κάποτε η Λιλή Ζωγράφου στο Νύχτωσε αγάπη μου, είναι χθες: «Ό,τι είμαστε και ό,τι μας περιβάλλει είναι ζωή, άρα δεν υπάρχει τίποτα αφύσικο ή μυστικό». Και αυτή ακριβώς είναι η σκέψη που κάνω καθώς απομακρύνομαι από το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, ολοκληρώνοντας τη σύντομη κουβέντα μας με τη Λέττα Κάππα, που θα δούμε σε λίγες ημέρες ως άλλη Στρέλλα στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής.
Έχουν περάσει δεκατέσσερα χρόνια από εκείνη τη φοβερή χρονιά (2009) που μπήκαν στη ζωή μας ο Κυνόδοντας του Λάνθιμου και η Στρέλλα του Κούτρα. Κι έχουμε ζήσει άλλες πόσες ζωές έκτοτε, με μια βαθιά οικονομική κρίση, τρία μνημόνια, μια πανδημία, δυο-τρεις καραντίνες (έχω ξεχάσει πια), αλλά και ένα γεγονός που έχει ιδιαίτερη σημασία στην παρούσα συζήτηση. Πρόκειται για τη δολοφονία του Ζακ/Zackie Oh στις 21 Σεπτεμβρίου 2018 και την αποφασιστική και συνάμα δραματική διεκδίκηση της LGBTQ+ κοινότητας για ορατότητα. Και εξηγούμαι: Η παραπάνω αναφορά έχει να κάνει με το πώς είδαμε τη Στρέλλα όταν βγήκε το 2009 και πώς ξαναβλέπουμε σήμερα την ταινία και σε λίγες ημέρες την ομώνυμη όπερα-δωματίου.
Ε, στα δικά μου μάτια, η Στρέλλα, τότε, μας άνοιξε ένα παράθυρο. Ύστερα ήρθε η ίδια η ζωή με τη χειρότερη αλήθεια της να μας ξυπνήσει, και σήμερα, εν έτει 2023, η Στρέλλα, η Μαίρη και η Βίλμα, οι τρανς ηρωίδες του Κούτρα μπαίνουν στη Λυρική, ερμηνεύονται από ισάριθμες διεμφυλικές γυναίκες (Λέττα Κάππα, Ιωάννα Ζαμ-Πέτρου, Βικτωρία Τσιτουρίδου-Μάγια), ενώ την επιμέλεια κίνησης και τη χορογραφία της παραγωγής υπογράφει η διεμφυλική καλλιτέχνις Φένια Αποστόλου.
Η συζήτηση είναι μεγάλη και, αν είχαμε χιλιάδες λέξεις στη διάθεσή μας, θα μπορούσαμε να γράφουμε με τις ώρες για έννοιες όπως δικαίωση και δικαιοσύνη, για ισότητα και ίσες ευκαιρίες, αλλά και για όλα τα βήματα στη ζωή και στην τέχνη που έχουν μέχρι σήμερα αναφορικά με την ορατότητα και το αντίθετο, βέβαια.
Είμαστε εδώ, όμως, με τη Λέττα Κάππα, συζητάμε για τη δική της Στρέλλα και για το πώς βρέθηκε να πηγαίνει στην ακρόαση της Λυρικής· για το δέος, τη χαρά, αλλά και το άγχος που νιώθει καθώς πλησιάζει η πρεμιέρα· και πολύ περισσότερο για το ότι έφτασε η ώρα, ακόμα και στην Ελλάδα, να προχωρήσουμε μπροστά, να σταματήσουμε να ασχολούμαστε με το τι κάνουν οι άλλοι, να ξεχάσουμε ταμπού και στερεότυπα.
«Ο κόσμος είναι πολύχρωμος. Εμείς τον βλέπουμε γκρίζο. Η φύση είναι πολύχρωμη. Δεν χρειαζόμαστε κάτι άλλο», λέει η Λέττα και κάπως έτσι ξεκινάει αλλά και τελειώνει η κουβέντα μας.
– Πώς βρέθηκες να πρωταγωνιστείς στην οπερετική εκδοχή της Στρέλλας;
Όλα ξεκίνησαν από ένα μήνυμα από τη φίλη μου τη Σμαράγδα που έλεγε: «Λεττάκι έχει η Λυρική ακρόαση. Εσύ τραγουδάς. Δεν πας;». Πράγματι, ρώτησα τη δασκάλα μου –γιατί κάνω μαθήματα φωνητικής– και μου λέει «Εννοείται». Προετοιμάσαμε τότε δυο τραγούδια, ένα ξένο και ένα ελληνικό, και πήγα. Η αλήθεια είναι ότι το έκανα περισσότερο για την εμπειρία. Πήγα, ωστόσο, τα είπα και πέρασα στη δεύτερη φάση που ήταν το workshop. Εκεί ένιωσα χαρά. Μετά, στο τριήμερο workshop κάναμε διάφορα, καθοδηγούμενες από τον συνθέτη τον Μιχάλη Παρασκάκη, τον μαέστρο τον Κωνσταντίνο Τερζάκη και τον τον σκηνοθέτη τον Γιώργο Κουτλή. Τελειώνει και το workshop και λαμβάνω ένα μέηλ που με καλεί στα γραφεία της Λυρικής, όπου και μου ανακοίνωσε ο κ. Κουμεντάκης ότι πήρα τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Εκεί ένιωσα σοκ. Δεν ήξερα αν πρέπει να χαρώ ή να αγχωθώ.
– Είχες σχέση, ωστόσο, με το θέατρο;
Στο λύκειο, πήγαινα σε ένα ιδιωτικό σχολείο, όπου είχαμε μια θεατρική ομάδα, κάναμε πρόβες κάθε Παρασκευή και στο τέλος κάθε χρονιάς ανεβάζαμε συνήθως αρχαίες τραγωδίες ή ιερό δράμα – Αντιγόνη, Φαραώ Αχενατόν, Γυναίκες της Σπάρτης. Ήμουν, θυμάμαι, από τους καλούς. Είχαν έρθει οι γονείς μου να με δουν και τους είχε πιάσει η σκηνοθέτιδα και τους είχε πει «μην τυχόν και δεν αφήσετε το παιδί να ασχοληθεί με το θέατρο. Το έχει πολύ». Και ήθελα πάρα πολύ να ακολουθήσω το θέατρο, αλλά για έναν ανεξήγητο λόγο δεν το έκανα. Προετοιμαζόμουν να δώσω στο Εθνικό και δεν έδινα. Δεν ξέρω γιατί δεν το έκανα. Ίσως από ανασφάλεια, ίσως με είχαν επηρεάσει και φοβόμουν την επαγγελματική αποκατάσταση. Μάλλον αυτό. Στην Ελλάδα, άλλωστε, η τέχνη δεν πληρώνεται. Πλέον υποβαθμίζεται κιόλας. Ε, και έχω καταλήξει ότι σχεδόν αναγκαστικά την τέχνη την έχεις για χόμπι.
– Έχεις ασχοληθεί, όμως, επαγγελματικά με το τραγούδι στο παρελθόν;
Κάποτε ξεκίνησα να τραγουδάω και να βιοπορίζομαι από αυτό, όταν όμως τα μεροκάματα έγιναν δυο από πέντε, σταμάτησα. Δεν γινόταν να ζήσω πια από αυτό και, σκέψου, ότι μιλάμε για το 2007, πριν τη μεγάλη κρίση. Έτσι αναγκάστηκα να κάνω κάτι άλλο. Σπούδασα κομμωτική και άρχισα να δουλεύω σε αυτόν τον κλάδο πια. Όσο για το τραγούδι που το λάτρευα, και γενικά τον χώρο του θεάματος, το κράτησα σαν χόμπι. Κι όταν κάποια στιγμή αποφάσισα να το εγκαταλείψω, αυτό δεν κράτησε για πολύ. Γρήγορα άρχισα και πάλι τα μαθήματα φωνητικής με τη δασκάλα μου, κάναμε λάιβ, πάντα επέστρεφα εκεί. Είναι μικρόβιο. Δεν φεύγει.
– Τη Στρέλλα την είχες δει;
Τη Στρέλλα την είδα λίγους μήνες αφού βγήκε. Όχι στο σινεμά. Είναι άλλη μια μικρή ιστορία αυτή. Την ταινία μου την πρότεινε να τη δω ένας πολύ καλός μου φίλος, ο Δημήτρης Αποστολόπουλος, που είχε τη «Micraasia» στο Γκάζι και τότε είχε παραχωρήσει το σπίτι του για την ταινία του Πάνου Κούτρα – το σπίτι του Δημήτρη δηλαδή ήταν το σπίτι της Στρέλλας. Εγώ σε αυτόν τον χώρο δούλευα. Και στο «Micraasia» και στο «Strella’s Ηouse» που άνοιξε αργότερα, με αφορμή την ταινία. Αυτές οι συμπτώσεις της ζωής.
– Και πώς σου φάνηκε;
Για τα ελληνικά δεδομένα, αριστούργημα. Και ανατρεπτικό. Ξέρεις, όταν διαδραματίζονται τέτοιες σκηνές με άτομα τόσο ιδιαίτερα, δεν περιμένεις happy end. Το περιμένεις πολύ πιο σκοτεινό και δεν σου κρύβω ότι μου άρεσε πάρα πολύ η ματιά του Κούτρα στο τέλος. Η νίκης της οικογένειας. Και μάλιστα ότι αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τους βιολογικούς σου γονείς, αλλά και με τους ανθρώπους που έχεις δίπλα σου. Τους φίλους. Αυτούς που σε στηρίζουν. Είναι χημεία η οικογένεια.
– Δίνοντας και μια άλλη διάσταση, μπορούμε να πούμε ότι με την ταινία αυτή γνωρίσαμε έναν κόσμο, με ένα πολύ ανθρώπινο πρόσωπο, και που εν πολλοίς –πολλές και πολλοί, τελοσπάντων– αγνοούσαμε.
Με εντυπωσιάζει αυτό που μου λες. Δεν το είχα δει ποτέ έτσι, γιατί είμαι πιο μέσα σε αυτό. Με εντυπωσιάζει που είδες το ανθρώπινο πρόσωπο αυτού του κόσμου. Γιατί είναι ανθρώπινο. Όλοι οι άνθρωποι είμαστε ακριβώς το ίδιο. Δεν πλάστηκε κανένας άνθρωπος διαφορετικός. Εμείς τις φτιάξαμε τις διαφορετικότητες. Εμείς τα δημιουργήσαμε όλα. Οπότε μου φαίνεται λίγο παράλογο και παράξενο να μπω σε κατηγορίες, σε ταμπέλες, να μπω σε κοινότητες, να βγω από κοινότητες. Είμαι αυτό που είμαι. Το υποστηρίζω, νομίζω, καλά. Σέβομαι τον εαυτό μου και τους συνανθρώπους μου και προχωράω. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται κάτι άλλο.
– Έχεις δυσκολευτεί, παρ’ όλα αυτά;
Ποτέ, ποτέ, ποτέ. Βέβαια εδώ πρέπει να πω ότι δεν «προκαλώ». Και εξηγούμαι αμέσως σε σχέση με αυτό, λέγοντας καταρχήν ότι πλέον μπορεί ο οποιοσδήποτε να βγαίνει με οτιδήποτε γουστάρει έξω. Δεν πέφτει σε κανέναν λόγος. Δυστυχώς, όμως, στην Ελλάδα δεν είμαστε ακόμα έτοιμοι. Γι’ αυτό κι εγώ έχω προσαρμοστεί και γι’ αυτό λέω, επίσης, ότι δεν «προκαλώ». Εκτός και αν «προκαλώ» και δεν το έχω καταλάβει! Πάντως από μικρό παιδί ήμουν «πολύ καλό», όπως λέει ακόμα η μαμά μου. Δεν φώναζα, δεν απαιτούσα, πρόσεχα τη συμπεριφορά μου και δεν ήθελα ποτέ να φέρω τους γονείς μου σε δύσκολη θέση. Και τους έχω ακόμα δίπλα μου, παρόλο που πλέον ζουν εκτός Αθήνας.
– Πώς προσεγγίζεις τη Στρέλλα;
Με αφορμή την παράσταση ξαναείδα άλλες τρεις-τέσσερις φορές την ταινία και εντόπισα στοιχεία που δεν είχα προσέξει την πρώτη φορά. Η αλήθεια είναι πως ακόμα προσπαθώ να την προσεγγίσω, λαμβάνοντας υπόψη ότι η Στρέλλα ήταν ένα παιδί από την επαρχία, με μια έντονη θηλυπρέπεια στα εννιά της, με έναν θείο 17 ετών –αδελφό της μάνας της– που φαίνεται πως αγαπιόντουσαν και παίζανε και είχαν έρθει πιο κοντά και όταν ο μπεκρής πατέρας της επέστρεψε στο σπίτι και τους βρήκε μαζί τον σκότωσε και μπήκε φυλακή. Μετά από αυτό ξεκινάει η τραγωδία του παιδιού, που μέχρι τα 14 μένει στο χωριό με τη γιαγιά του και όταν η γιαγιά πεθαίνει, φεύγει για την Αθήνα, όπου τη μαζεύει μια τρανσέξουαλ. Είναι ένα παιδί που δεν γνώρισε ουσιαστικά τη στοργή και την αγάπη των γονέων. Στο μεταξύ κάνει διάφορες δουλειές για να ζήσει. Τα πηγαίνει καλά με τα ηλεκτρολογικά και ασχολείται με αυτά συν σεξεργασία. Αυτός είναι μέσες-άκρες ο χαρακτήρας της Στρέλλας. Τώρα, στο έργο τη βλέπουμε μετά από την αποφυλάκιση του πατέρα της, τον οποίο φαίνεται ότι έχει αναζητήσει και θέλει να γνωρίσει. Εκείνη ξέρει, εκείνος όχι και κάπως αναπόφευκτα –αφού η Στρέλλα δεν αντιστέκεται ουσιαστικά– συνάπτουν σχέση. Όταν ο πατέρας μαθαίνει την ταυτότητά της, εξοργίζεται, τη χτυπαέι, δεν μπορεί να το αντέξει. Είναι μια σύγχρονη τραγωδία. Να έρθετε να μας δείτε!
Έγραφε κάποτε η Λιλή Ζωγράφου στο Νύχτωσε αγάπη μου, είναι χθες: «Ό,τι είμαστε και ό,τι μας περιβάλλει είναι ζωή, άρα δεν υπάρχει τίποτα αφύσικο ή μυστικό». Και αυτή ακριβώς είναι η σκέψη που κάνω καθώς απομακρύνομαι από το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, ολοκληρώνοντας τη σύντομη κουβέντα μας με τη Λέττα Κάππα, που θα δούμε σε λίγες ημέρες ως άλλη Στρέλλα στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής.
Έχουν περάσει δεκατέσσερα χρόνια από εκείνη τη φοβερή χρονιά (2009) που μπήκαν στη ζωή μας ο Κυνόδοντας του Λάνθιμου και η Στρέλλα του Κούτρα. Κι έχουμε ζήσει άλλες πόσες ζωές έκτοτε, με μια βαθιά οικονομική κρίση, τρία μνημόνια, μια πανδημία, δυο-τρεις καραντίνες (έχω ξεχάσει πια), αλλά και ένα γεγονός που έχει ιδιαίτερη σημασία στην παρούσα συζήτηση. Πρόκειται για τη δολοφονία του Ζακ/Zackie Oh στις 21 Σεπτεμβρίου 2018 και την αποφασιστική και συνάμα δραματική διεκδίκηση της LGBTQ+ κοινότητας για ορατότητα. Και εξηγούμαι: Η παραπάνω αναφορά έχει να κάνει με το πώς είδαμε τη Στρέλλα όταν βγήκε το 2009 και πώς ξαναβλέπουμε σήμερα την ταινία και σε λίγες ημέρες την ομώνυμη όπερα-δωματίου.
Ε, στα δικά μου μάτια, η Στρέλλα, τότε, μας άνοιξε ένα παράθυρο. Ύστερα ήρθε η ίδια η ζωή με τη χειρότερη αλήθεια της να μας ξυπνήσει, και σήμερα, εν έτει 2023, η Στρέλλα, η Μαίρη και η Βίλμα, οι τρανς ηρωίδες του Κούτρα μπαίνουν στη Λυρική, ερμηνεύονται από ισάριθμες διεμφυλικές γυναίκες (Λέττα Κάππα, Ιωάννα Ζαμ-Πέτρου, Βικτωρία Τσιτουρίδου-Μάγια), ενώ την επιμέλεια κίνησης και τη χορογραφία της παραγωγής υπογράφει η διεμφυλική καλλιτέχνις Φένια Αποστόλου.
Η συζήτηση είναι μεγάλη και, αν είχαμε χιλιάδες λέξεις στη διάθεσή μας, θα μπορούσαμε να γράφουμε με τις ώρες για έννοιες όπως δικαίωση και δικαιοσύνη, για ισότητα και ίσες ευκαιρίες, αλλά και για όλα τα βήματα στη ζωή και στην τέχνη που έχουν μέχρι σήμερα αναφορικά με την ορατότητα και το αντίθετο, βέβαια.
Είμαστε εδώ, όμως, με τη Λέττα Κάππα, συζητάμε για τη δική της Στρέλλα και για το πώς βρέθηκε να πηγαίνει στην ακρόαση της Λυρικής· για το δέος, τη χαρά, αλλά και το άγχος που νιώθει καθώς πλησιάζει η πρεμιέρα· και πολύ περισσότερο για το ότι έφτασε η ώρα, ακόμα και στην Ελλάδα, να προχωρήσουμε μπροστά, να σταματήσουμε να ασχολούμαστε με το τι κάνουν οι άλλοι, να ξεχάσουμε ταμπού και στερεότυπα.
«Ο κόσμος είναι πολύχρωμος. Εμείς τον βλέπουμε γκρίζο. Η φύση είναι πολύχρωμη. Δεν χρειαζόμαστε κάτι άλλο», λέει η Λέττα και κάπως έτσι ξεκινάει αλλά και τελειώνει η κουβέντα μας.
– Πώς βρέθηκες να πρωταγωνιστείς στην οπερετική εκδοχή της Στρέλλας;
Όλα ξεκίνησαν από ένα μήνυμα από τη φίλη μου τη Σμαράγδα που έλεγε: «Λεττάκι έχει η Λυρική ακρόαση. Εσύ τραγουδάς. Δεν πας;». Πράγματι, ρώτησα τη δασκάλα μου –γιατί κάνω μαθήματα φωνητικής– και μου λέει «Εννοείται». Προετοιμάσαμε τότε δυο τραγούδια, ένα ξένο και ένα ελληνικό, και πήγα. Η αλήθεια είναι ότι το έκανα περισσότερο για την εμπειρία. Πήγα, ωστόσο, τα είπα και πέρασα στη δεύτερη φάση που ήταν το workshop. Εκεί ένιωσα χαρά. Μετά, στο τριήμερο workshop κάναμε διάφορα, καθοδηγούμενες από τον συνθέτη τον Μιχάλη Παρασκάκη, τον μαέστρο τον Κωνσταντίνο Τερζάκη και τον τον σκηνοθέτη τον Γιώργο Κουτλή. Τελειώνει και το workshop και λαμβάνω ένα μέηλ που με καλεί στα γραφεία της Λυρικής, όπου και μου ανακοίνωσε ο κ. Κουμεντάκης ότι πήρα τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Εκεί ένιωσα σοκ. Δεν ήξερα αν πρέπει να χαρώ ή να αγχωθώ.
– Είχες σχέση, ωστόσο, με το θέατρο;
Στο λύκειο, πήγαινα σε ένα ιδιωτικό σχολείο, όπου είχαμε μια θεατρική ομάδα, κάναμε πρόβες κάθε Παρασκευή και στο τέλος κάθε χρονιάς ανεβάζαμε συνήθως αρχαίες τραγωδίες ή ιερό δράμα – Αντιγόνη, Φαραώ Αχενατόν, Γυναίκες της Σπάρτης. Ήμουν, θυμάμαι, από τους καλούς. Είχαν έρθει οι γονείς μου να με δουν και τους είχε πιάσει η σκηνοθέτιδα και τους είχε πει «μην τυχόν και δεν αφήσετε το παιδί να ασχοληθεί με το θέατρο. Το έχει πολύ». Και ήθελα πάρα πολύ να ακολουθήσω το θέατρο, αλλά για έναν ανεξήγητο λόγο δεν το έκανα. Προετοιμαζόμουν να δώσω στο Εθνικό και δεν έδινα. Δεν ξέρω γιατί δεν το έκανα. Ίσως από ανασφάλεια, ίσως με είχαν επηρεάσει και φοβόμουν την επαγγελματική αποκατάσταση. Μάλλον αυτό. Στην Ελλάδα, άλλωστε, η τέχνη δεν πληρώνεται. Πλέον υποβαθμίζεται κιόλας. Ε, και έχω καταλήξει ότι σχεδόν αναγκαστικά την τέχνη την έχεις για χόμπι.
– Έχεις ασχοληθεί, όμως, επαγγελματικά με το τραγούδι στο παρελθόν;
Κάποτε ξεκίνησα να τραγουδάω και να βιοπορίζομαι από αυτό, όταν όμως τα μεροκάματα έγιναν δυο από πέντε, σταμάτησα. Δεν γινόταν να ζήσω πια από αυτό και, σκέψου, ότι μιλάμε για το 2007, πριν τη μεγάλη κρίση. Έτσι αναγκάστηκα να κάνω κάτι άλλο. Σπούδασα κομμωτική και άρχισα να δουλεύω σε αυτόν τον κλάδο πια. Όσο για το τραγούδι που το λάτρευα, και γενικά τον χώρο του θεάματος, το κράτησα σαν χόμπι. Κι όταν κάποια στιγμή αποφάσισα να το εγκαταλείψω, αυτό δεν κράτησε για πολύ. Γρήγορα άρχισα και πάλι τα μαθήματα φωνητικής με τη δασκάλα μου, κάναμε λάιβ, πάντα επέστρεφα εκεί. Είναι μικρόβιο. Δεν φεύγει.
– Τη Στρέλλα την είχες δει;
Τη Στρέλλα την είδα λίγους μήνες αφού βγήκε. Όχι στο σινεμά. Είναι άλλη μια μικρή ιστορία αυτή. Την ταινία μου την πρότεινε να τη δω ένας πολύ καλός μου φίλος, ο Δημήτρης Αποστολόπουλος, που είχε τη «Micraasia» στο Γκάζι και τότε είχε παραχωρήσει το σπίτι του για την ταινία του Πάνου Κούτρα – το σπίτι του Δημήτρη δηλαδή ήταν το σπίτι της Στρέλλας. Εγώ σε αυτόν τον χώρο δούλευα. Και στο «Micraasia» και στο «Strella’s Ηouse» που άνοιξε αργότερα, με αφορμή την ταινία. Αυτές οι συμπτώσεις της ζωής.
– Και πώς σου φάνηκε;
Για τα ελληνικά δεδομένα, αριστούργημα. Και ανατρεπτικό. Ξέρεις, όταν διαδραματίζονται τέτοιες σκηνές με άτομα τόσο ιδιαίτερα, δεν περιμένεις happy end. Το περιμένεις πολύ πιο σκοτεινό και δεν σου κρύβω ότι μου άρεσε πάρα πολύ η ματιά του Κούτρα στο τέλος. Η νίκης της οικογένειας. Και μάλιστα ότι αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τους βιολογικούς σου γονείς, αλλά και με τους ανθρώπους που έχεις δίπλα σου. Τους φίλους. Αυτούς που σε στηρίζουν. Είναι χημεία η οικογένεια.
– Δίνοντας και μια άλλη διάσταση, μπορούμε να πούμε ότι με την ταινία αυτή γνωρίσαμε έναν κόσμο, με ένα πολύ ανθρώπινο πρόσωπο, και που εν πολλοίς –πολλές και πολλοί, τελοσπάντων– αγνοούσαμε.
Με εντυπωσιάζει αυτό που μου λες. Δεν το είχα δει ποτέ έτσι, γιατί είμαι πιο μέσα σε αυτό. Με εντυπωσιάζει που είδες το ανθρώπινο πρόσωπο αυτού του κόσμου. Γιατί είναι ανθρώπινο. Όλοι οι άνθρωποι είμαστε ακριβώς το ίδιο. Δεν πλάστηκε κανένας άνθρωπος διαφορετικός. Εμείς τις φτιάξαμε τις διαφορετικότητες. Εμείς τα δημιουργήσαμε όλα. Οπότε μου φαίνεται λίγο παράλογο και παράξενο να μπω σε κατηγορίες, σε ταμπέλες, να μπω σε κοινότητες, να βγω από κοινότητες. Είμαι αυτό που είμαι. Το υποστηρίζω, νομίζω, καλά. Σέβομαι τον εαυτό μου και τους συνανθρώπους μου και προχωράω. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται κάτι άλλο.
– Έχεις δυσκολευτεί, παρ’ όλα αυτά;
Ποτέ, ποτέ, ποτέ. Βέβαια εδώ πρέπει να πω ότι δεν «προκαλώ». Και εξηγούμαι αμέσως σε σχέση με αυτό, λέγοντας καταρχήν ότι πλέον μπορεί ο οποιοσδήποτε να βγαίνει με οτιδήποτε γουστάρει έξω. Δεν πέφτει σε κανέναν λόγος. Δυστυχώς, όμως, στην Ελλάδα δεν είμαστε ακόμα έτοιμοι. Γι’ αυτό κι εγώ έχω προσαρμοστεί και γι’ αυτό λέω, επίσης, ότι δεν «προκαλώ». Εκτός και αν «προκαλώ» και δεν το έχω καταλάβει! Πάντως από μικρό παιδί ήμουν «πολύ καλό», όπως λέει ακόμα η μαμά μου. Δεν φώναζα, δεν απαιτούσα, πρόσεχα τη συμπεριφορά μου και δεν ήθελα ποτέ να φέρω τους γονείς μου σε δύσκολη θέση. Και τους έχω ακόμα δίπλα μου, παρόλο που πλέον ζουν εκτός Αθήνας.
– Πώς προσεγγίζεις τη Στρέλλα;
Με αφορμή την παράσταση ξαναείδα άλλες τρεις-τέσσερις φορές την ταινία και εντόπισα στοιχεία που δεν είχα προσέξει την πρώτη φορά. Η αλήθεια είναι πως ακόμα προσπαθώ να την προσεγγίσω, λαμβάνοντας υπόψη ότι η Στρέλλα ήταν ένα παιδί από την επαρχία, με μια έντονη θηλυπρέπεια στα εννιά της, με έναν θείο 17 ετών –αδελφό της μάνας της– που φαίνεται πως αγαπιόντουσαν και παίζανε και είχαν έρθει πιο κοντά και όταν ο μπεκρής πατέρας της επέστρεψε στο σπίτι και τους βρήκε μαζί τον σκότωσε και μπήκε φυλακή. Μετά από αυτό ξεκινάει η τραγωδία του παιδιού, που μέχρι τα 14 μένει στο χωριό με τη γιαγιά του και όταν η γιαγιά πεθαίνει, φεύγει για την Αθήνα, όπου τη μαζεύει μια τρανσέξουαλ. Είναι ένα παιδί που δεν γνώρισε ουσιαστικά τη στοργή και την αγάπη των γονέων. Στο μεταξύ κάνει διάφορες δουλειές για να ζήσει. Τα πηγαίνει καλά με τα ηλεκτρολογικά και ασχολείται με αυτά συν σεξεργασία. Αυτός είναι μέσες-άκρες ο χαρακτήρας της Στρέλλας. Τώρα, στο έργο τη βλέπουμε μετά από την αποφυλάκιση του πατέρα της, τον οποίο φαίνεται ότι έχει αναζητήσει και θέλει να γνωρίσει. Εκείνη ξέρει, εκείνος όχι και κάπως αναπόφευκτα –αφού η Στρέλλα δεν αντιστέκεται ουσιαστικά– συνάπτουν σχέση. Όταν ο πατέρας μαθαίνει την ταυτότητά της, εξοργίζεται, τη χτυπαέι, δεν μπορεί να το αντέξει. Είναι μια σύγχρονη τραγωδία. Να έρθετε να μας δείτε!