Η γυναίκα αυτή, η Λένα Κιτσοπούλου, είναι, απλώς, μια χώρα που μοιάζει με άνθρωπο. Ο άνθρωπος αυτός κάνει θέατρο, γράφει, ζωγραφίζει, τραγουδάει, κατασκευάζει, ερωτεύεται, νιώθει πολλά και πολύ. Ως γνωστόν, οι χώρες δεν προορίζονται προς κατανόηση-το πολύ πολύ για κατάκτηση. Η Λένα Κιτσοπούλου, όμως, έχω την αίσθηση ότι προτιμά να την αφήνουμε στην ησυχία της να παράγει τον πλούτο της, που είναι η τέχνη της, και αν είναι να επιλέξουμε να την επισκεφθούμε, να το κάνουμε με στοργή, όχι ως τουρίστες της πλάκας. Το πιθανότερο, πάντως, είναι να την κατοικήσουμε για τα καλά και να μη λέμε να ξεκολλήσουμε. Έτσι λοιπόν δίνουν συνεντεύξεις οι άνθρωποι-χώρες. Με τον τρόπο που δημιουργούν, σχεδόν. Για δείτε.
– Αν αποσυνθέσει κανείς την Λένα Κιτσοπούλου, από τι υλικά την επανασυνθέτει; Αντικείμενα, έννοιες, τόποι, συναισθήματα.
Απο το πρόσωπο του πατέρα μου, από το καλοκαίρι που έγινα δεκατριών χρονών, από όλα τα μαγαζιά που έχω τραγουδήσει στη ζωή μου, το 50 – 50, τον Περίβολο, τα Μπριζολάκια, τον Άγγελο , από Σαντορίνη, από κάθε γωνιά του Αντιρρίου, από Ψυχικό, από Κυψέλη, από Παγκράτι, από Λυκαβηττό, από Θεσσαλονίκη, από Γιάννενα, από Λιτόχωρο, από την φετινή Επίδαυρο, από Βερολινο, από πρόβες με Κότσιφα, Ιωάννα, Μαριλένα, Έμιλυ, Νίκο Καραθάνο, από όλες τις πρόβες για κάθε παράσταση που έχω κάνει, από πολύ ψηλά παπούτσια που λάμπουν, φωσφορίζουν, μιλάνε, τα κάνουν όλα, από χτυπήματα, από πεσίματα και κυριολεκτικά και μεταφορικά, από όλες τις ταινίες του Γούντι Άλεν, του Ταραντίνο και του Σκορτσέζε, από την αίσθηση του να φεύγω για κάπου μακριά χωρίς εισιτήριο επιστροφής, από την μνήμη ενός τσιγάρου μέσα στο αεροπλάνο για Θεσσαλονίκη και ενός πακέτου ολόκληρου μέσα σε μία πτήση προς Νέα Υόρκη, γενικά από όλες τις μνήμες καπνίσματος μέσα σε χώρους που τώρα απαγορεύεται και οπωσδήποτε από αυτόν που θα ήθελα όσο τίποτα να αγκαλιάσω τώρα.
– Δέκα χρόνια ζωής χωρίς έρωτα ή δέκα χρόνια ζωής χωρίς καλλιτεχνική δημιουργία; Τι θα επέλεγες με το πιστόλι στον κρόταφο;
Νομίζω τη δεκαετία χωρίς καλλιτεχνική δημιουργία. Γιατί μετά τα δέκα χρόνια έρωτα κάθεσαι και γράφεις και παίρνεις το Νόμπελ και το Όσκαρ και όλα τα Γκράμι μαζί.
– Ποια είναι η διαδικασία την οποία ακολούθησες για να χτίσεις τους Σφήκες σου; Παραστάθηκαν όπως τους είχες πρωτοφανταστεί;
Η διαδικασία η δικιά μου πάντα είναι το χτίσιμο με οτιδήποτε βλέπω μπροστά μου. Λειτουργώ ακαριαία χρησιμοποιώντας το εδώ και τώρα. Δεν φαντάζομαι σχεδόν τίποτα από πριν, σίγουρα όμως από τη στιγμή που αποφασίζεται ένα έργο με απασχολεί πολύ το σκηνικό. Ξεκινάω πάντα από την εικόνα. Σκιτσάρω πολύ, τα ζωγραφίζω τα πράγματα και στον δρόμο γίνομαι πολύ παρατηρητική. Πρέπει οπωσδήποτε να συντονιστώ απόλυτα με τον χώρο της παράστασης αισθητικά. Συνήθως φτιάχνω χώρους που έχουν περιθώρια ανάπτυξης, λίγο χύμα, αλλά πάντα με μία δυνατή κεντρική ιδέα, η οποία στην περίπτωση των Σφηκών ήταν η τεράστια μπασκέτα. Πρέπει πάντως τα μάτια μου να ευτυχήσουν με τον χώρο, αλλιώς δεν μπορώ να κάνω τίποτα.
Από κει και πέρα αρχίζει η ιστορία με το κείμενο και τους ηθοποιούς. Εκεί συνήθως γίνεται κάτι σαν το γεφύρι της Άρτας. Φέρνω στην πρόβα κείμενα, τα οποία είτε πετιούνται και φέρνω άλλα, είτε εξελίσσονται και από εμένα, αλλά και από τους ηθοποιούς. Υπάρχει γενικώς στις πρόβες τις δικές μου μία απίστευτη κατανάλωση χαρτιού σε καθημερινή βάση. Πολλές φωτοτυπίες, πολλά έργα ταυτόχρονα, πολλές ιδέες. Στη συγκεκριμένη παράσταση έγραφα κειμενα μέχρι και την ημέρα της πρεμιέρας. Απίστευτη αδρεναλίνη. Στους Σφήκες εστίασα πολύ στους ρόλους του πατέρα και του γιου. Ο πατέρας ήθελα να είναι ένας μανιακός τύπος σημερινός που κρίνει και καταδικάζει τα πάντα αδιάκοπα. Η μανία του αυτή θέλαμε να κρατάει τον ρυθμό της παράστασης καθ’ όλη τη διάρκειά της, έτσι ακριβώς όπως γίνεται και στο έργο του Αριστοφάνη. Σε εμάς, είναι ένας σύγχρονος δικαστής των σόσιαλ μίντια, της γειτονιάς, της διπλανής πόρτας, του εργασιακού μας χώρου, έχει άποψη και γνώμη για όλα, θέλει να την φωνάζει, και εκπροσωπεί αυτό το νέο είδος φασισμού του σήμερα όπου μέσω ενός κινητού όποιος θέλει αυτοδιορίζεται δικαστής, δικηγόρος, κριτής, άγιος και ό, τι γουστάρει ξεσηκώνοντας ταυτόχρονα και άλλους όμοιους του για να αναδυθεί από κει μέσα αυτός ο τρομαχτικός φανατισμός των ανθρώπων, οι οποίοι νομίζουν ότι καίγονται για την απόδοση της δικαιοσύνης, ενώ στην ουσία καίγονται μόνο από την ανυπαρξία τους. Από κει και πέρα είχα από την αρχή την ιδέα ο χορός να είναι ένας, και να φτιάξω ρόλους πολλούς που να καθρεφτίζουν ανθρώπους-Σφήκες της ελληνικής κοινωνίας, θύτες και θύματα, κακοποιητές και κακοποιημένους, μία κοινωνία Σφηκών που διαρκώς πυροδοτεί την μανία του πατέρα, ο οποίος φαινομενικά είναι ο χειρότερος όλων, επί της ουσίας όμως χειρότερη ή εξίσου τραγική αποδεικνύεται η κοινωνία αυτή που τον έχει γεννήσει και αναθρέψει.
– Τι σου την σπάει περισσότερο στο ελληνικό θέατρο αυτήν την στιγμή και γιατί;
Τίποτα δεν μου τη σπάει στο ελληνικό θέατρο. Το ελληνικό θέατρο είναι όπως θα έπρεπε να είναι το ελληνικό θέατρο. Κάπως φτωχό, κάπως μέτριο, ώρες ώρες υπερταλαντούχο, συχνά ανέμπνευστο και άσχημο, κάποιες φορές απογειωτικό. Σαν την ελληνική ζωή είναι και το ελληνικό θέατρο.
– Τι αποτελεί μια μόνιμη σταθερά έμπνευσής σου;
Πέρα από την όρεξη για δημιουργία, την φαντασία μου που ενεργοποιείται, το αστείο μέσα μου και φυσικά τον θαυμασμό για τους ανθρώπους που μου αρέσει να είμαστε μαζί, υπάρχει κάτι πολύ δικό μου προσωπικό που πρέπει πάντα να το ακουμπήσω για να βγει κάτι έτσι όπως μου αρέσει… Κι αυτό είναι η ματαιτότητα, η πτώση, οι απώλειες, γενικά κάποια στιγμή ανακαλώ οτιδήποτε μαύρο και μηδενικό υπάρχει μέσα μου. Πρέπει πάντα να συνδιαλλαγώ με αυτή τη μαύρη τρύπα του εαυτού μου και τότε, ίσως επειδή σε αυτή τη συνθήκη επείγει να επιβιώσω, το μόνο μου σωσίβιο γίνεται αναγκαστικά η έμπνευση. Νομίζω ότι οδηγώ εγώ η ίδια τον εαυτό μου σε απόγνωση για αυτόν ακριβώς τον λόγο, για να δημιουργήσω. Κάποιο τέτοιο παιχνίδι κάνω, βουλιάζω και μετά βγαίνω χοροπηδώντας από κει μέσα.
– Τι θες να λένε για σένα εκατό χρόνια από σήμερα; Η Λένα Κιτσοπούλου ήταν ένας θεατράνθρωπος που καινοτόμησε; Η Λένα Κιτσοπούλου ήταν μία έφηβη με αστείρευτη φαντασία; Η Λένα Κιτσοπούλου ήταν μια ταλαντούχα καλλιτέχνιδα; Μήπως τίποτα από όλα αυτά;
Αυτό ειλικρινά δεν με απασχολεί καθόλου. Και μόνο που ακούω τη λέξη ήταν για μένα τρελαίνομαι. Δεν πρόκειται να πεθάνω, δεν υπάρχει περίπτωση. Και αν, λέμε τώρα, αν, μία στο εκατομμύριο μού συμβεί να πεθάνω, σίγουρα δεν θα έχω τον εγκέφαλο για να απασχοληθώ με το οτιδήποτε.
– Τι σημαίνει η έννοια “ομορφιά” στο σύμπαν σου;
Ομορφιά έχουν οι άνθρωποι που εκφράζουν την αλήθεια τους. Στο θεατρικό μου σύμπαν παλεύω πολύ γι αυτήν την ομορφιά, ή οποία είναι η συνύπαρξη του γέλιου με τον πόνο, του κακού με το καλό, το καρδιογράφημα αυτό που λέγεται ζωή, ο παράδεισος και η κόλαση την ίδια στιγμή. Και το κενό ανάμεσά τους. Η ανασφάλεια. Μου αρέσει να εκτίθεμαι με αυτήν. Στις παραστάσεις μου πάντα υπάρχουν σημεία που δεν τα έχω προλάβει, που δεν πρόλαβαν να γίνουν κάτι, όμως αυτά ειδικά τα σημεία τα γουστάρω πολύ, τα αφήνω μέσα σε άπλετο φως, δεν παλεύω να τα καλύψω έστω με έναν θεατρικό φωτισμό, ή με μία μουσική, τα αφήνω να φαίνεται πόσο ανετοιμα είναι, όσο ανέτοιμος είναι ώρες ώρες ο εαυτός μου είτε για ζωή είτε για τέχνη.
– Αισθάνεσαι περισσότερο ολόκληρη πάνω στη σκηνή ή στο πάλκο; Ή μόνη σου, με κλάμερ στα μαλλιά ας πούμε και με ρούχα σπιτιού, να γράφεις, να σχεδιάζεις, να παράγεις;
Πολύ δύσκολο αυτό να το απαντήσω. Δεν νομίζω ότι ξέρω πότε και αν ποτέ είμαι ολόκληρη, γιατί πάντα δυστυχώς κάποια σοβαρή έλλειψη με κάνει να αισθάνομαι καλά στους τόπους αυτούς που περιγράφεις. Νομίζω ότι δεν έχω ολόκληρο εαυτό. Ίσως μόνο όταν κοιμάμαι. Μου είναι πάντως απαραίτητες όλες αυτές οι δουλειές με τις οποίες καταπιάνομαι. Και η άμεση έκθεση, το φως, η σκηνή, αλλά και το κλειστό σύστημα στο οποίο δημιουργώ μόνη μου σε ένα δωμάτιο χωρίς να πρέπει να λογοδοτήσω σε κανέναν. Μου είναι απαραίτητα όλα αυτά που κάνω και τα αντιμετωπίζω σαν ένα. Το ένα τροφοδοτει το άλλο και όλα αυτά μαζί είναι ο εαυτός μου. Έτσι είμαι και στην καθημερινότητά μου, όταν βγαίνω έξω, άλλοτε εκτίθεμαι πολύ και γίνομαι πολύ εξωστρεφής και κοινωνική και άλλοτε είμαι πολύ σιωπηλή και ήσυχη.
– Τι σε τρομάζει στην ελληνική κοινωνία αυτή την ώρα, την περίοδο που μιλάμε; Έχεις δει κάτι να αλλάζει και να βελτιώνεται, σε οιοδήποτε τομέα, σε σχέση με, ας πούμε, δέκα χρόνια πριν;
Δεν πιστεύω πολύ στις αλλαγές και δεν πιστεύω πολύ στην εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Αυτό φαίνεται και μέσα στη λογοτεχνία και μέσα στο θέατρο. Διαβάζεις Αριστοφάνη και βλέπεις τους ανθρώπους ολόιδιους με τους σημερινούς. Η γλώσσα αλλάζει, τα μεταφορικά μέσα αλλάζουν, υπάρχει σίγουρα μία εξέλιξη από το κάρο μέχρι το ηλεκτρικό αυτοκίνητο του σήμερα, ή από το ρόπαλο του Ηρακλή μέχρι το καλάσνικοφ του σήμερα, αλλά νομίζω ότι η μανία του ανθρώπου για σκοτωμό δεν αλλάζει. Όπως επίσης θεωρώ ότι μπορεί να ήταν πιο έξυπνος αυτος που εφτιαξε το πρώτο όχημα βάζοντας μία στρογγυλή πέτρα κάτω από ένα ξύλο, από αυτόν που έφτιαξε την πόρσε. Ζούμε σε μία εποχή που σίγουρα μιλάμε περισσότερο, ή μάλλον ακουγόμαστε περισσότερο λόγω του διαδικτύου. Μιλάμε για ανθρώπινα δικαιώματα, μιλάμε για γυναικοκτονίες, μιλάμε για αδικίες, υποτίθεται πως λόγω αυτού αναπτύσσεται και μία μεγαλύτερη συλλογική συνείδηση, ασχολούμαστε κι εμείς όπως όλος ο πλανήτης με την προστασία του περιβάλλοντος, υπάρχει μία μεγαλύτερη ευαισθησία για τις μειονότητες, για ευπαθής ομάδες και για διαφορετικότητες, όμως έχω την αίσθηση ότι εδώ στην Ελλάδα, περισσότερο θέλουμε να φαινόμαστε προοδευτικοί, παρά είμαστε. Περισσότερο μιλάμε, παρά πράττουμε. Δεν βλέπω κάποια βελτίωση ή κάποια αλλαγή επί της ουσίας. Βλέπω να πλημμυρίζουμε, να καιγόμαστε, βλέπω ανθρώπους πεσμένους κάτω στα πεζοδρόμια του κέντρου και η αστυνομία από δίπλα να κόβει βόλτες, βλέπω άσχημα κτήρια, άσχημα δημόσια σχολεία και νηπιαγωγεία, βλέπω μία απελπισία στους ανθρώπους που περιμένουν σε στάσεις λεωφορείων, στους οδηγούς των αυτοκινήτων, στις ουρές των τραπεζών και των δημόσιων υπηρεσιών, βλέπω νιάτα χωρίς τεράστια όνειρα και στις εθνικές επετείους δυστυχώς βλέπω πολλές σημαίες ελληνικές στα μπαλκόνια. Από τότε που ήμουνα παιδί, θυμάμαι να ακούω αυτό το ίδιο μονότονο πράγμα: ότι δεν εφαρμόζεται κανένας νόμος σ’ αυτή τη χώρα, τα φάγαμε, τα φάγατε, μαζί τα φάγαμε, δεν υπάρχει παιδεία, δεν υπάρχει δημόσια υγεία, ο γνωστός του γνωστου και πάρε τηλέφωνο τον τάδε που ξέρει τον τάδε και δώσε το φακελάκι στον γιατρό και λάδωσε για το δίπλωμα οδήγησης. Τι έχει αλλάξει από όλα αυτά; Νομίζω τίποτα. Έχουμε συνηθίσει να μας κυβερνούν τηλεοπτικά πρόσωπα με ανύπαρκτες προσωπικότητες, έχουμε συνηθίσει στο ψέμα, έχουμε συνηθίσει να μας αρκεί οτιδήποτε μας δίνεται και πολύ περισσοτερό να μας αρκεί αυτό που δεν μας δίνεται και εδώ έρχεται η αγαπημένη μου φράση του Χατζιδάκι που λεει άμα συνηθίσεις το πρόσωπο του τέρατος πάει να πει πως έχεις αρχίσει να του μοιάζεις.
– Ποιο είναι το όνειρό εκείνο που, ίσως επίτηδες υποσυνείδητα, δεν έχεις πραγματοποιήσει ακόμα; Καλλιτεχνικό ή μη.
Θα ήθελα ένα Όσκαρ, το οποίο εννοείται δεν θα πάω να παραλάβω, γιατί εκείνη την ημέρα θα έχω ξεκινήσει από το Λος Άντζελες με τη ροζ μου Κάντιλακ με κατεύθυνση προς Μεξικό και θα έχω σταματήσει σε ένα βενζινάδικο με αίθουσα μπιλιάρδου και τηλεόραση όπου θα προβάλλεται η φάτσα μου και θα εξηγεί ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο γιατί δεν παρευρέθηκα, γιατί αρνήθηκα το όσκαρ και όλα αυτά, ενώ εγώ με τη στέκα στο χέρι θα έχω μόλις κερδίσει και το τελευταίο παιχνίδι μπιλιάρδου με τον καλύτερο καουμπόι εκεί μέσα.
Η γυναίκα αυτή, η Λένα Κιτσοπούλου, είναι, απλώς, μια χώρα που μοιάζει με άνθρωπο. Ο άνθρωπος αυτός κάνει θέατρο, γράφει, ζωγραφίζει, τραγουδάει, κατασκευάζει, ερωτεύεται, νιώθει πολλά και πολύ. Ως γνωστόν, οι χώρες δεν προορίζονται προς κατανόηση-το πολύ πολύ για κατάκτηση. Η Λένα Κιτσοπούλου, όμως, έχω την αίσθηση ότι προτιμά να την αφήνουμε στην ησυχία της να παράγει τον πλούτο της, που είναι η τέχνη της, και αν είναι να επιλέξουμε να την επισκεφθούμε, να το κάνουμε με στοργή, όχι ως τουρίστες της πλάκας. Το πιθανότερο, πάντως, είναι να την κατοικήσουμε για τα καλά και να μη λέμε να ξεκολλήσουμε. Έτσι λοιπόν δίνουν συνεντεύξεις οι άνθρωποι-χώρες. Με τον τρόπο που δημιουργούν, σχεδόν. Για δείτε.
– Αν αποσυνθέσει κανείς την Λένα Κιτσοπούλου, από τι υλικά την επανασυνθέτει; Αντικείμενα, έννοιες, τόποι, συναισθήματα.
Απο το πρόσωπο του πατέρα μου, από το καλοκαίρι που έγινα δεκατριών χρονών, από όλα τα μαγαζιά που έχω τραγουδήσει στη ζωή μου, το 50 – 50, τον Περίβολο, τα Μπριζολάκια, τον Άγγελο , από Σαντορίνη, από κάθε γωνιά του Αντιρρίου, από Ψυχικό, από Κυψέλη, από Παγκράτι, από Λυκαβηττό, από Θεσσαλονίκη, από Γιάννενα, από Λιτόχωρο, από την φετινή Επίδαυρο, από Βερολινο, από πρόβες με Κότσιφα, Ιωάννα, Μαριλένα, Έμιλυ, Νίκο Καραθάνο, από όλες τις πρόβες για κάθε παράσταση που έχω κάνει, από πολύ ψηλά παπούτσια που λάμπουν, φωσφορίζουν, μιλάνε, τα κάνουν όλα, από χτυπήματα, από πεσίματα και κυριολεκτικά και μεταφορικά, από όλες τις ταινίες του Γούντι Άλεν, του Ταραντίνο και του Σκορτσέζε, από την αίσθηση του να φεύγω για κάπου μακριά χωρίς εισιτήριο επιστροφής, από την μνήμη ενός τσιγάρου μέσα στο αεροπλάνο για Θεσσαλονίκη και ενός πακέτου ολόκληρου μέσα σε μία πτήση προς Νέα Υόρκη, γενικά από όλες τις μνήμες καπνίσματος μέσα σε χώρους που τώρα απαγορεύεται και οπωσδήποτε από αυτόν που θα ήθελα όσο τίποτα να αγκαλιάσω τώρα.
– Δέκα χρόνια ζωής χωρίς έρωτα ή δέκα χρόνια ζωής χωρίς καλλιτεχνική δημιουργία; Τι θα επέλεγες με το πιστόλι στον κρόταφο;
Νομίζω τη δεκαετία χωρίς καλλιτεχνική δημιουργία. Γιατί μετά τα δέκα χρόνια έρωτα κάθεσαι και γράφεις και παίρνεις το Νόμπελ και το Όσκαρ και όλα τα Γκράμι μαζί.
– Ποια είναι η διαδικασία την οποία ακολούθησες για να χτίσεις τους Σφήκες σου; Παραστάθηκαν όπως τους είχες πρωτοφανταστεί;
Η διαδικασία η δικιά μου πάντα είναι το χτίσιμο με οτιδήποτε βλέπω μπροστά μου. Λειτουργώ ακαριαία χρησιμοποιώντας το εδώ και τώρα. Δεν φαντάζομαι σχεδόν τίποτα από πριν, σίγουρα όμως από τη στιγμή που αποφασίζεται ένα έργο με απασχολεί πολύ το σκηνικό. Ξεκινάω πάντα από την εικόνα. Σκιτσάρω πολύ, τα ζωγραφίζω τα πράγματα και στον δρόμο γίνομαι πολύ παρατηρητική. Πρέπει οπωσδήποτε να συντονιστώ απόλυτα με τον χώρο της παράστασης αισθητικά. Συνήθως φτιάχνω χώρους που έχουν περιθώρια ανάπτυξης, λίγο χύμα, αλλά πάντα με μία δυνατή κεντρική ιδέα, η οποία στην περίπτωση των Σφηκών ήταν η τεράστια μπασκέτα. Πρέπει πάντως τα μάτια μου να ευτυχήσουν με τον χώρο, αλλιώς δεν μπορώ να κάνω τίποτα.
Από κει και πέρα αρχίζει η ιστορία με το κείμενο και τους ηθοποιούς. Εκεί συνήθως γίνεται κάτι σαν το γεφύρι της Άρτας. Φέρνω στην πρόβα κείμενα, τα οποία είτε πετιούνται και φέρνω άλλα, είτε εξελίσσονται και από εμένα, αλλά και από τους ηθοποιούς. Υπάρχει γενικώς στις πρόβες τις δικές μου μία απίστευτη κατανάλωση χαρτιού σε καθημερινή βάση. Πολλές φωτοτυπίες, πολλά έργα ταυτόχρονα, πολλές ιδέες. Στη συγκεκριμένη παράσταση έγραφα κειμενα μέχρι και την ημέρα της πρεμιέρας. Απίστευτη αδρεναλίνη. Στους Σφήκες εστίασα πολύ στους ρόλους του πατέρα και του γιου. Ο πατέρας ήθελα να είναι ένας μανιακός τύπος σημερινός που κρίνει και καταδικάζει τα πάντα αδιάκοπα. Η μανία του αυτή θέλαμε να κρατάει τον ρυθμό της παράστασης καθ’ όλη τη διάρκειά της, έτσι ακριβώς όπως γίνεται και στο έργο του Αριστοφάνη. Σε εμάς, είναι ένας σύγχρονος δικαστής των σόσιαλ μίντια, της γειτονιάς, της διπλανής πόρτας, του εργασιακού μας χώρου, έχει άποψη και γνώμη για όλα, θέλει να την φωνάζει, και εκπροσωπεί αυτό το νέο είδος φασισμού του σήμερα όπου μέσω ενός κινητού όποιος θέλει αυτοδιορίζεται δικαστής, δικηγόρος, κριτής, άγιος και ό, τι γουστάρει ξεσηκώνοντας ταυτόχρονα και άλλους όμοιους του για να αναδυθεί από κει μέσα αυτός ο τρομαχτικός φανατισμός των ανθρώπων, οι οποίοι νομίζουν ότι καίγονται για την απόδοση της δικαιοσύνης, ενώ στην ουσία καίγονται μόνο από την ανυπαρξία τους. Από κει και πέρα είχα από την αρχή την ιδέα ο χορός να είναι ένας, και να φτιάξω ρόλους πολλούς που να καθρεφτίζουν ανθρώπους-Σφήκες της ελληνικής κοινωνίας, θύτες και θύματα, κακοποιητές και κακοποιημένους, μία κοινωνία Σφηκών που διαρκώς πυροδοτεί την μανία του πατέρα, ο οποίος φαινομενικά είναι ο χειρότερος όλων, επί της ουσίας όμως χειρότερη ή εξίσου τραγική αποδεικνύεται η κοινωνία αυτή που τον έχει γεννήσει και αναθρέψει.
– Τι σου την σπάει περισσότερο στο ελληνικό θέατρο αυτήν την στιγμή και γιατί;
Τίποτα δεν μου τη σπάει στο ελληνικό θέατρο. Το ελληνικό θέατρο είναι όπως θα έπρεπε να είναι το ελληνικό θέατρο. Κάπως φτωχό, κάπως μέτριο, ώρες ώρες υπερταλαντούχο, συχνά ανέμπνευστο και άσχημο, κάποιες φορές απογειωτικό. Σαν την ελληνική ζωή είναι και το ελληνικό θέατρο.
– Τι αποτελεί μια μόνιμη σταθερά έμπνευσής σου;
Πέρα από την όρεξη για δημιουργία, την φαντασία μου που ενεργοποιείται, το αστείο μέσα μου και φυσικά τον θαυμασμό για τους ανθρώπους που μου αρέσει να είμαστε μαζί, υπάρχει κάτι πολύ δικό μου προσωπικό που πρέπει πάντα να το ακουμπήσω για να βγει κάτι έτσι όπως μου αρέσει… Κι αυτό είναι η ματαιτότητα, η πτώση, οι απώλειες, γενικά κάποια στιγμή ανακαλώ οτιδήποτε μαύρο και μηδενικό υπάρχει μέσα μου. Πρέπει πάντα να συνδιαλλαγώ με αυτή τη μαύρη τρύπα του εαυτού μου και τότε, ίσως επειδή σε αυτή τη συνθήκη επείγει να επιβιώσω, το μόνο μου σωσίβιο γίνεται αναγκαστικά η έμπνευση. Νομίζω ότι οδηγώ εγώ η ίδια τον εαυτό μου σε απόγνωση για αυτόν ακριβώς τον λόγο, για να δημιουργήσω. Κάποιο τέτοιο παιχνίδι κάνω, βουλιάζω και μετά βγαίνω χοροπηδώντας από κει μέσα.
– Τι θες να λένε για σένα εκατό χρόνια από σήμερα; Η Λένα Κιτσοπούλου ήταν ένας θεατράνθρωπος που καινοτόμησε; Η Λένα Κιτσοπούλου ήταν μία έφηβη με αστείρευτη φαντασία; Η Λένα Κιτσοπούλου ήταν μια ταλαντούχα καλλιτέχνιδα; Μήπως τίποτα από όλα αυτά;
Αυτό ειλικρινά δεν με απασχολεί καθόλου. Και μόνο που ακούω τη λέξη ήταν για μένα τρελαίνομαι. Δεν πρόκειται να πεθάνω, δεν υπάρχει περίπτωση. Και αν, λέμε τώρα, αν, μία στο εκατομμύριο μού συμβεί να πεθάνω, σίγουρα δεν θα έχω τον εγκέφαλο για να απασχοληθώ με το οτιδήποτε.
– Τι σημαίνει η έννοια “ομορφιά” στο σύμπαν σου;
Ομορφιά έχουν οι άνθρωποι που εκφράζουν την αλήθεια τους. Στο θεατρικό μου σύμπαν παλεύω πολύ γι αυτήν την ομορφιά, ή οποία είναι η συνύπαρξη του γέλιου με τον πόνο, του κακού με το καλό, το καρδιογράφημα αυτό που λέγεται ζωή, ο παράδεισος και η κόλαση την ίδια στιγμή. Και το κενό ανάμεσά τους. Η ανασφάλεια. Μου αρέσει να εκτίθεμαι με αυτήν. Στις παραστάσεις μου πάντα υπάρχουν σημεία που δεν τα έχω προλάβει, που δεν πρόλαβαν να γίνουν κάτι, όμως αυτά ειδικά τα σημεία τα γουστάρω πολύ, τα αφήνω μέσα σε άπλετο φως, δεν παλεύω να τα καλύψω έστω με έναν θεατρικό φωτισμό, ή με μία μουσική, τα αφήνω να φαίνεται πόσο ανετοιμα είναι, όσο ανέτοιμος είναι ώρες ώρες ο εαυτός μου είτε για ζωή είτε για τέχνη.
– Αισθάνεσαι περισσότερο ολόκληρη πάνω στη σκηνή ή στο πάλκο; Ή μόνη σου, με κλάμερ στα μαλλιά ας πούμε και με ρούχα σπιτιού, να γράφεις, να σχεδιάζεις, να παράγεις;
Πολύ δύσκολο αυτό να το απαντήσω. Δεν νομίζω ότι ξέρω πότε και αν ποτέ είμαι ολόκληρη, γιατί πάντα δυστυχώς κάποια σοβαρή έλλειψη με κάνει να αισθάνομαι καλά στους τόπους αυτούς που περιγράφεις. Νομίζω ότι δεν έχω ολόκληρο εαυτό. Ίσως μόνο όταν κοιμάμαι. Μου είναι πάντως απαραίτητες όλες αυτές οι δουλειές με τις οποίες καταπιάνομαι. Και η άμεση έκθεση, το φως, η σκηνή, αλλά και το κλειστό σύστημα στο οποίο δημιουργώ μόνη μου σε ένα δωμάτιο χωρίς να πρέπει να λογοδοτήσω σε κανέναν. Μου είναι απαραίτητα όλα αυτά που κάνω και τα αντιμετωπίζω σαν ένα. Το ένα τροφοδοτει το άλλο και όλα αυτά μαζί είναι ο εαυτός μου. Έτσι είμαι και στην καθημερινότητά μου, όταν βγαίνω έξω, άλλοτε εκτίθεμαι πολύ και γίνομαι πολύ εξωστρεφής και κοινωνική και άλλοτε είμαι πολύ σιωπηλή και ήσυχη.
– Τι σε τρομάζει στην ελληνική κοινωνία αυτή την ώρα, την περίοδο που μιλάμε; Έχεις δει κάτι να αλλάζει και να βελτιώνεται, σε οιοδήποτε τομέα, σε σχέση με, ας πούμε, δέκα χρόνια πριν;
Δεν πιστεύω πολύ στις αλλαγές και δεν πιστεύω πολύ στην εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Αυτό φαίνεται και μέσα στη λογοτεχνία και μέσα στο θέατρο. Διαβάζεις Αριστοφάνη και βλέπεις τους ανθρώπους ολόιδιους με τους σημερινούς. Η γλώσσα αλλάζει, τα μεταφορικά μέσα αλλάζουν, υπάρχει σίγουρα μία εξέλιξη από το κάρο μέχρι το ηλεκτρικό αυτοκίνητο του σήμερα, ή από το ρόπαλο του Ηρακλή μέχρι το καλάσνικοφ του σήμερα, αλλά νομίζω ότι η μανία του ανθρώπου για σκοτωμό δεν αλλάζει. Όπως επίσης θεωρώ ότι μπορεί να ήταν πιο έξυπνος αυτος που εφτιαξε το πρώτο όχημα βάζοντας μία στρογγυλή πέτρα κάτω από ένα ξύλο, από αυτόν που έφτιαξε την πόρσε. Ζούμε σε μία εποχή που σίγουρα μιλάμε περισσότερο, ή μάλλον ακουγόμαστε περισσότερο λόγω του διαδικτύου. Μιλάμε για ανθρώπινα δικαιώματα, μιλάμε για γυναικοκτονίες, μιλάμε για αδικίες, υποτίθεται πως λόγω αυτού αναπτύσσεται και μία μεγαλύτερη συλλογική συνείδηση, ασχολούμαστε κι εμείς όπως όλος ο πλανήτης με την προστασία του περιβάλλοντος, υπάρχει μία μεγαλύτερη ευαισθησία για τις μειονότητες, για ευπαθής ομάδες και για διαφορετικότητες, όμως έχω την αίσθηση ότι εδώ στην Ελλάδα, περισσότερο θέλουμε να φαινόμαστε προοδευτικοί, παρά είμαστε. Περισσότερο μιλάμε, παρά πράττουμε. Δεν βλέπω κάποια βελτίωση ή κάποια αλλαγή επί της ουσίας. Βλέπω να πλημμυρίζουμε, να καιγόμαστε, βλέπω ανθρώπους πεσμένους κάτω στα πεζοδρόμια του κέντρου και η αστυνομία από δίπλα να κόβει βόλτες, βλέπω άσχημα κτήρια, άσχημα δημόσια σχολεία και νηπιαγωγεία, βλέπω μία απελπισία στους ανθρώπους που περιμένουν σε στάσεις λεωφορείων, στους οδηγούς των αυτοκινήτων, στις ουρές των τραπεζών και των δημόσιων υπηρεσιών, βλέπω νιάτα χωρίς τεράστια όνειρα και στις εθνικές επετείους δυστυχώς βλέπω πολλές σημαίες ελληνικές στα μπαλκόνια. Από τότε που ήμουνα παιδί, θυμάμαι να ακούω αυτό το ίδιο μονότονο πράγμα: ότι δεν εφαρμόζεται κανένας νόμος σ’ αυτή τη χώρα, τα φάγαμε, τα φάγατε, μαζί τα φάγαμε, δεν υπάρχει παιδεία, δεν υπάρχει δημόσια υγεία, ο γνωστός του γνωστου και πάρε τηλέφωνο τον τάδε που ξέρει τον τάδε και δώσε το φακελάκι στον γιατρό και λάδωσε για το δίπλωμα οδήγησης. Τι έχει αλλάξει από όλα αυτά; Νομίζω τίποτα. Έχουμε συνηθίσει να μας κυβερνούν τηλεοπτικά πρόσωπα με ανύπαρκτες προσωπικότητες, έχουμε συνηθίσει στο ψέμα, έχουμε συνηθίσει να μας αρκεί οτιδήποτε μας δίνεται και πολύ περισσοτερό να μας αρκεί αυτό που δεν μας δίνεται και εδώ έρχεται η αγαπημένη μου φράση του Χατζιδάκι που λεει άμα συνηθίσεις το πρόσωπο του τέρατος πάει να πει πως έχεις αρχίσει να του μοιάζεις.
– Ποιο είναι το όνειρό εκείνο που, ίσως επίτηδες υποσυνείδητα, δεν έχεις πραγματοποιήσει ακόμα; Καλλιτεχνικό ή μη.
Θα ήθελα ένα Όσκαρ, το οποίο εννοείται δεν θα πάω να παραλάβω, γιατί εκείνη την ημέρα θα έχω ξεκινήσει από το Λος Άντζελες με τη ροζ μου Κάντιλακ με κατεύθυνση προς Μεξικό και θα έχω σταματήσει σε ένα βενζινάδικο με αίθουσα μπιλιάρδου και τηλεόραση όπου θα προβάλλεται η φάτσα μου και θα εξηγεί ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο γιατί δεν παρευρέθηκα, γιατί αρνήθηκα το όσκαρ και όλα αυτά, ενώ εγώ με τη στέκα στο χέρι θα έχω μόλις κερδίσει και το τελευταίο παιχνίδι μπιλιάρδου με τον καλύτερο καουμπόι εκεί μέσα.