Ο Λάκης Χαλκιάς βαστά από μια γενιά που προίκισε τον τόπο με βαριά καντάρια μουσικής. Εκατόν πενήντα έξι χρόνια πριν, οι κομπανίες των Χαλκιάδων άρχισαν να γυρίζουν σε όλη την Ελλάδα για να παίξουν με τα όργανα και τα λαρύγγια τους όλα τα μεράκια του λαού, ενώνοντας το νήμα με την αρχαία παράδοση της μουσικής, ρόλος της οποίας ήταν να συνοδεύει κάθε πίκρα και χαρά των ανθρώπων. Οι Ηπειρώτες Χαλκιάδες διατήρησαν αυτόν τον θησαυρό μέχρι σήμερα, παραδίδοντας τον από γενιά σε γενιά και τινάζοντάς τον σε όλον τον πλανήτη.
Όπως πολύ ωραία καταγράφει ο Δημήτρης Κραουνάκης στο musicheaven.gr, ο γενάρχης – δάσκαλος στο επάγγελμα, που έπαιζε μαντολίνο και λαούτο- Αντώνης Κάμψος [1824-1887], ύστερα από μια μάχη με τους Τούρκους κατέβηκε από την Αλβανία στα Γιάννενα, όπου άλλαξε το όνομα του και το έκανε Χαλκιάς κι έτσι εμφανίζεται η πρώτη γενιά των Χαλκιάδων. Στην δεύτερη γενιά ανήκει ο Μήτρος Χαλκιάς [1841-1909] που έπαιζε κλαρίνο. Στην τρίτη γενιά ο Πολυχρόνης, λαούτο [1867-1917] και ο Λάμπρος, κλαρίνο [1869-1923]. Στην τέταρτη γενιά ανήκουν ο Μάνθος, κλαρίνο [1895-1945] ο Μήτσος, βιολί [1900-1967] ο Νίκος, κλαρίνο [1904-1992] ο Φώτης λαούτο,τραγούδι [1907-1973] ο Κυριάκος, βιολί,τραγούδι [1910-1992] και ο κορυφαίος Τάσος Χαλκιάς, κλαρίνο [1914-1992].
Στην πέμπτη γενιά ανήκουν ο Μάνθος, ο Λάμπρος, ο Χρόνης, ο Βαγγέλης, ο Νίκος, ο Χρήστος και ο γνωστός τραγουδιστής Λάκης [Μιχάλης] Χαλκιάς. Ο Λάκης Χαλκιάς, ίσως περισσότερο από τον καθένα της γενιάς του, κατόρθωσε να αγγίξει την οικουμενικότητα, μέσα από τις σπουδαίες του συνεργασίες, την εμπλοκή του με το πολιτικό τραγούδι, αλλά και ένα έργο ζωής στο οποίο αφιέρωσε πολλά χρόνια της ζωής του, σχετικά με την πλούσια ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Ο Χαλκιάς παρέμεινε 60 χρόνια υπηρέτης του τραγουδιού, διάκονος της ποίησης μέσα από την μουσική, με μια φωνή ασύγκριτη, δωρική, αβίαστα συγκινητική.
Παίζει μουσικά όργανα (κιθάρα, μπουζούκι, λαούτο,τζουρά, ούτι), αλωνίζει όλη την χώρα με τα πανηγύρια, φτάνει μέχρι Ευρώπη και Αμερική. Το τραγούδι του συνδέθηκε με την Αριστερά και τους Αγώνες, αλλά ο ίδιος είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένας τραγουδιστής του εξεγερμένου λαού, όσο και αν, μέχρι σήμερα, η φωνή του ξεσηκώνει και ανατριχιάζει.
Ο Λάκης Χαλκιάς είναι ένας από τους τελευταίους μιας γενιάς που έκανε μουσική για να επικοινωνήσει την Ιστορία, ένας από τους τελευταίους επιγόνων των ραψωδών, των «παρηγορητών», των μελωδικών αφηγητών του τόπου μας. Και ως τέτοιος μιλά στο Olafaq.gr, ένα φωτεινό μεσημέρι στην Κυψέλη, κοντά στο σπίτι του.
Δεν έχω ξαναμιλήσει στην ζωή μου, μέχρι στιγμής, με άνθρωπο περισσότερο ταπεινό – επί της ουσίας ταπεινό, που σημαίνει ότι γνωρίζει πολύ καλά ποιος είναι αυτός και τι (θα) σημαίνει πάντοτε το ένδοξο επίθετό του, απέναντι στο οποίο στάθηκε κάτι περισσότερο από άξιος. Καθώς μιλούσαμε στο τραπέζι της Φωκίωνος, ένιωθα ότι η μάνα, ο θείος, ο πατέρας του και όλοι οι σπουδαίοι, αλησμόνητοι νεκροί του από κάπου ψηλά κρυφάκουγαν. Δύο φορές σε όλη την συζήτηση, ο Λάκης Χαλκιάς ράγισε και δάκρυσε. Δεκάδες άνθρωποι τού μίλησαν, σαν να επρόκειτο για μέλος της οικογένειάς τους.
Τρεις ώρες πέρασαν σαν νερό και, πάλι, δεν μου έφτασαν. Και πώς να φτάσουν; Αφού η συνέντευξη έμοιαζε με σιγοτραγούδισμα κελαρυστό.
Γεννήθηκα στα Γιάννενα, το 1943. Φτώχεια, δυσκολίες, αλλά και ένα οικογενειακό δράμα που στιγμάτισε την ζωή του πατέρα μου. Ο πατέρας μου, ο Τάσος, έχασε την πρώτη του οικογένεια (την γυναίκα του και δύο παιδιά) στους βομβαρδισμούς, στον πόλεμο. Από τύχη γλίτωσε: ήταν τραυματίας και πήγε στο νοσοκομείο για να κάνει αλλαγή στους επιδέσμους. Μόλις γύρισε σπίτι του, το βρήκε βομβαρδισμένο, ισοπεδωμένο. Πέρασαν δυο χρόνια και κατάφερε να κάνει μια νέα αρχή με την μητέρα μου, την Μαρίκα, από τα Ζαγόρια. Ο άνθρωπος που με βάπτισε, εμένα και τα άλλα δύο μου αδέλφια, ήταν Ζαγορίτης και μεσολάβησε για την γνωριμία των γονιών μου. Η μητέρα μου δεν τραγούδαγε, αλλά την έβαζε ο πατέρας μου, κάπου κάπου, σε κάτι δίσκους ηπειρώτικους, και αυτή, και μια ανιψιά του, πολύ καλή φωνή, αλλά δεν προχώρησε. Το σόι μας δεν έχει βγάλει τραγουδίστρια-μουσικούς και τραγουδιστές άντρες μόνο.
Έχουμε και δύο άντρες συγγενείς, βέβαια, που δεν έκαναν καριέρα στη μουσική, ήταν τσαγκάρηδες και, βέβαια, πέτυχαν, έγιναν μεγάλοι και τρανοί υποδηματοποιοί. (γέλια)
Με το που άρχισα να περπατάω και να καταλαβαίνω, ο πατέρας μου με έπαιρνε συνεχώς κοντά του. Ήμουν το πρώτο του παιδί, στη νέα του οικογένεια, στη νέα του αρχή. Κι ο νονός μου με έβαζε να τραγουδώ, έξι, εφτά χρονώ. Μετά, μου πήραν μια κιθαρούλα και μου έγινε η πρώτη ένεση. Δεν πρόλαβα να ονειρευτώ ή να θελήσω τίποτα άλλο έξω από την μουσική. Την ώρα που νανουριζόμουν για να κοιμηθώ, ο πατέρας μου και τα αδέρφια του έκαναν πρόβες στο σπίτι. Έτσι με έπαιρνε ο ύπνος.
Έβγαλα το δημοτικό με άριστα κι ο πατέρας μου πήρε εμένα και τον αδερφό μου και μας έγραψε σε μια σχολή Εμπορικού Ναυτικού στον Πειραιά. Ήμουν δεν ήμουν δώδεκα χρονών. Είχα σκεφτεί, η αλήθεια είναι, να πάω στο Γυμνάσιο κι ύστερα να συνεχίσω με μουσικές σπουδές. Έξι μήνες πριν πάρω το δίπλωμα από την σχολή του Ναυτικού, εγκατέλειψα. Γινόμουν επισήμως τραγουδιστής, πια… Όταν πρωτοείδα την Αθήνα, εντυπωσιάστηκα, παραξενεύτηκα, αλλά δεν μου κακοφάνηκε. Είχα συγγενείς, ξαδέρφια και αυτό με έκανε να νιώθω σα να είμαι στον τόπο μου. Στην αρχή, έμενα στου Ρέντη, στη συνέχεια στον Βοτανικό και στου Ψυρρή, όπου έμεινα πολλά χρόνια.
Λίγο πριν την δεκαετία του ‘60, η Αθήνα και ο Πειραιάς έβραζαν μουσικά.
Στο ρεμπέτικο τραγούδι δεν εντρύφησα ποτέ. Δούλεψα βέβαια, ένα φεγγάρι, με τον γιο του Μάρκου Βαμβακάρη, τον Στέλιο, σε ένα μαγαζί στον Γέρακα και μετά, στο Ιγκλού. Θυμάμαι, δεν ήθελε να τραγουδάει, του έλεγα να πει κανένα, και για να ξεκουράζομαι λίγο εγώ, αλλά και γιατί μπορούσε, είχε ωραία φωνή.
Στα πρώτα μου όμως χρόνια στην Αθήνα, γιατί παρέμεινα, δεν γύρισα ποτέ στα Γιάννενα, θυμάμαι να μου αρέσει πολύ ο Μαρούδας και ο Γούναρης, ήταν τα πρότυπά μου ως τραγουδιστές. Έχω πάρει πράγματα από αυτούς, μου άρεσε η έκφρασή τους. Μεγαλώνοντας, βέβαια, άρχισα να ακούω αρκετά λαϊκά: μου άρεσε πολύ, εκτός βέβαια, από τον Καζαντζίδη, και ο Γαβαλάς, ο Μπιθικώτσης.
Με τα ξαδέρφια μου, τους Ηπειρώτες, παίζαμε σε πανηγύρια στην Αθήνα και εκτός. Γυρνούσαμε περίχωρα και όλη την Ελλάδα, γενικώς. Κάποια στιγμή, έπιασα και μπουζούκι στα χέρια μου, γιατί για να μας έρθει μπουζουξής, ζητούσε πολλά χρήματα. Εν τω μεταξύ, έπαιζα και σε μπουλούκια, αλλά και θιάσους, με τον Μπάρκουλη, με τον Αγκόπ (σ.σ: Φίλιος Φιλιππίδης) και με αρκετούς άλλους. Είχα το νούμερό μου, ανέβαινα και έλεγα 5-6 τραγούδια, σαν κομμάτι της παράστασης, του θεάματος. Παίζαμε σε θέατρα, σε κινηματογράφους, οπουδήποτε.
Τραγουδιστή με έκανε, ως ένα βαθμό, και ο θείος μου ο Φώτης, μεγάλο σχολείο, καταπληκτική φωνή. Με ειρωνευόταν όπως τραγουδούσα, για να με θυμώσει, να με κάνει καλύτερο, επίτηδες. Κάποια στιγμή, εγώ πατημένα και βάλε πια τα 20 μου χρόνια, παίζουμε σε ένα πανηγύρι στο Αγρίνιο. Είχα αποκτήσει, όσο να πεις, μια πρώτη εμπειρία κι εγώ, πια. Είχε ξημερώσει, 5, 6 το πρωί και είχαμε μια καλή παρέα, πολύ μερακλίδικη. Τραγουδάω. Ο θείος Φώτης καθόταν πάντα πίσω στην ορχήστρα, με το τσέμπαλό του. Κάποια στιγμή, τον νιώθω να σηκώνεται τον θείο και με σκούντησε απαλά στον ώμο, σαν φιλικό χτύπημα, σαν έγκριση. Τον είδα δακρυσμένο και τώρα που το λέω, συγκινούμαι πολύ, δεν ξεχνιέται. Ήταν ο τρόπος του να μου πει μπράβο, για πρώτη φορά. (ραγίζει η φωνή του)
Στα πανηγύρια, τραγουδούσα βέβαια τα δημοτικά, αλλά και τα λαϊκά της εποχής εκείνης, που είχαν ενταχθεί στα πανηγύρια κανονικά. Ο κόσμος χόρευε τσάμικα, συρτά, καλαματιανούς. Και για κάθε τόπο που είδα, μέσα από τα πανηγύρια, έχω να θυμάμαι ότι το γλέντι διαφοροποιείται. Στην Ήπειρο γλεντάνε αλλιώς από ό, τι στην Πελοπόννησο. Χόρευαν πολύ αργά οι Ηπειρώτες και κούραζαν πολύ τα όργανα. Μετά από κάθε τραγούδι, ήθελαν και 15 λεπτά κλαρίνο σκέτο για να κάνουν τις φιγούρες. Θυμάμαι τους αυτοσχεδιασμούς του πατέρα μου, για να τους ευχαριστήσει. Στο μεταξύ, ο κόσμος εκείνα τα χρόνια, ήξερε τα τραγούδια απ’ έξω, είχαν αυτί καλό, ήταν σπουδαίοι χορευτές και άντρες και γυναίκες. Αν άκουγαν μια νότα λάθος, γυρνούσαν και σε κοίταγαν. Στο δεύτερο ή το τρίτο «σφάλμα», μπορεί και να εγκατέλειπαν το χορό.
Σχεδόν μια δεκαετία, λοιπόν, δουλεύω έτσι, σε πανηγύρια και θέατρα. Κάποια στιγμή, το 1967, δούλεψα στο Χάραμα με τον Γιάννη Παπαϊωάννου. Με έλεγε Χαλκιόπουλο, γιατί είχε γνωρίσει τον πατέρα μου, είχαν παίξει μαζί στη Νέα Υόρκη. Ο Τάσος Χαλκιάς συνάντησε στην Αμερική, όπου είχε πάει μέσω της δισκογραφικής εταιρείας «Alector» τον Μπένι Γκούντμαν, τον τζαζίστα. Οι παραγωγοί της ταινίας έψαξαν και βρήκαν από τα ελληνικά μαγαζιά τον πατέρα μου, ο οποίος έπαιξε μουσική στην ταινία. Συγκεκριμένα, ένα μοιρολόι στην ταινία «Andy» του Ρίτσαρντ Σαραφιάν, που ήταν για τη Μικρά Ασία. Ο Γκούντμαν δεν μπορούσε να διανοηθεί πώς είναι δυνατόν να παίζει ο Χαλκιάς τόσο άψογα χωρίς να γνωρίζει να διαβάζει νότες. Ο πατέρας μου έπαιζε με τον Παπαϊωάννου στη Νέα Υόρκη.
Από την Αμερική, ο πατέρας μου γύρισε το 1964 στην Αθήνα και εγώ φεύγω από την Αθήνα το 1967. Μόντρεαλ, Νέα Υόρκη, Σακραμέντο… Στη Νέα Υόρκη δούλευα στο Μανχάταν, στους 28 Δρόμους. Με είχε πάει Αμερική ο περίφημος Τζάρας, που δούλευε με Καζαντζίδη και όλους αυτούς. Τον καιρό εκείνο, δικτατορία, ήμουν στους Λαμπράκηδες. Με ενημερώνουν ότι είχαν πιάσει τον πατέρα μου και τον είχαν προειδοποιήσει ότι ψάχνουν κι εμένα. Ο πατέρας μου μου είπε να φύγω και τον Σεπτέμβριο του 1967 δέχθηκα την πρόταση, αρχικά για το Μόντρεαλ, σε ένα κέντρο με χορεύτριες belly dance και εξαντλητικό πρόγραμμα, ως τις 4 το πρωί. Στο Σακραμέντο ήταν πιο χαλαρά, κάνεμ και διαλείμματα. Εκεί συνεργάστηκα και με τον Άντονι Κουήν, την Αν Μάργκαρετ σε μια συναυλία, όπου συνέβη να πάει το συγκρότημά μας, εμείς δηλαδή που παίζαμε στο μαγαζί «Zorbas». Όλοι οι γερουσιαστές είχαν περάσει από αυτά τα τραπέζια!
Επιστρέφω Αθήνα το 1971 και ο πατέρας μου, εκείνον τον καιρό, παίζει με τον Σαββόπουλο, συνοδεύει τη Δόμνα Σαμίου. Η δεκαετία του 70 ήταν μια σκέτη πολιτιστική έκρηξη, σε παγκόσμια κλίμακα. Συνέβησαν σημαντικά πράγματα στην τέχνη και, ειδικότερα, στην μουσική. Ένας παλιός κόσμος κατέρρεε και ένας νέος κόσμος αναδυόταν.Εγώ, λίγο πριν τα 30 μου χρόνια. Μένω στον Κολωνό, πια. Ακόμα δεν είχα διαμορφώσει κάποια ιδιαίτερη φιλοδοξία για καριέρες και λοιπά. Με ενδιέφερε να συνεχίσω να μαθαίνω, να γίνομαι καλύτερος. Είχα βέβαια ακούσει και επηρεαστεί και από όσα άκουσα στην Αμερική: τζαζ, μπλουζ, τα πάντα.
Η οικογένειά μου, με τα άτομα που βγαίναν στη δουλειά, και βέβαια και με μένα, ήταν φοβερά αυστηρή.
Έχω χάσει, στο μεταξύ, τους δικούς μου που δούλευα πριν πάω Αμερική, αλλά εκείνη η βραδιά που πήγα στο Κύτταρο για τον Σαββόπουλο, στάθηκε καθοριστική. Εκεί, ο Μαρκόπουλος πήγαινε κάθε βράδυ, λάτρευε τον πατέρα μου, πήγαινε στο καμαρίνι του και μιλούσαν με τις ώρες. Εκεί γνωρίστηκα κι εγώ μαζί του. Του έδωσα το τηλέφωνό μου και ένα μήνα αργότερα με κάλεσε και με ζήτησε για μια πρόβα, ένα ποίημα του Σεφέρη και ένα δημοτικό τραγούδι. Πάντα με συγκινούσε η ποίηση και νομίζω πως ό, τι σπουδαιότερο έχουμε ως Ελλάδα να αναδείξουμε είναι η δημοτική ποίηση. Από παιδί, ανατράφηκα με αυτή. Ό, τι τραγούδια διάλεγε να μελοποιήσει ο πατέρας μου, τα έπαιρνε μέσα από την Ανθολογία Δημοτικής Ποίησης, είχε κριτήριο ακριβό.
Με τον Γιάννη Μαρκόπουλο δέσαμε όμορφα. Μετά, ήρθε και ο Χαράλαμπος ο Γαργανουράκης, η Τάνια η Τσανακλίδου, κάναμε μια ωραία παρέα, μια δεύτερη οικογένεια. Στην πορεία, γνώρισα και τον Παύλο Σιδηρόπουλο με το περίφημο Τούμπου-Τούμπου-Ζα.
Τα «Μαλαματένια Λόγια» είναι κομμάτι-σταθμός. Εκφράζει γεγονότα που συνέβησαν στη χώρα μετά τον πόλεμο. Για μένα, τα μαλαματένια λόγια είναι τα λόγια της Αλήθειας, της καρδιάς της Ελλάδας. Μια ολόκληρη αναφορά στην Ιστορία και τη Μνήμη. Με τον Μαρκόπουλο παίζαμε στην Πλάκα, πριν δούλευε με τον Ξυλούρη. Ύστερα, παίξαμε στο Κύτταρο δυο χρόνια, όπου έγινε πανζουρλισμός.
Μετά, άρχισαν τα μεγάλα έργα του Μαρκόπουλου, το βαθύ κομμάτι της δισκογραφίας του. Είμαστε στα μέσα της δεκαετίας του 70. Ζήσαμε το Πολυτεχνείο, από την Λήδρα, το μαγαζί στην Πλάκα. Πάντα ο Μαρκόπουλος έφερνε εκεί φοιτητές και κυριαρχούσε έντονο πολιτικό κλίμα. Θυμάμαι ακόμα το πρώτο συλλαλητήριο, όπου βγήκαμε με τα παιδιά έξω και πήγαμε περπατώντας μέχρι το Σύνταγμα. Ένα αυθόρμητο ξέσπασμα, με την μουσική υπόκρουση του Πότε Θα κάνει Ξαστεριά. Μας κλείνουν το μαγαζί, μετά το ξανάνοιξαν και ξαναπαίξαμε, αφαιρώντας μερικά κομμάτια που νόμιζαν ότι ήταν επικίνδυνα, ας πούμε.
Το φθινόπωρο του 1974 κάνουμε την πρώτη περιοδεία μας στην Αμερική. Τα τραγούδια είχαν φτάσει τόσο γρήγορα στην ομογένεια εκεί, ένα συγκλονιστικό πράγμα. Σε καμία συναυλία από αυτές δεν τραγούδησα σωστά, από τον κόμπο που μου ερχόταν στο λαιμό, από όλη αυτή την αγάπη του κόσμου. Ο κόσμος τραγουδούσε στη διαπασών τα κομμάτια, τα ήξεραν απ’ έξω, τα λάτρευαν. Μέχρι και λιποθυμίες είχαμε…(ο Λάκης Χαλκιάς βουρκώνει πάλι) Ήταν η καλύτερη στιγμή μου εκείνη. Από την άλλη, στενοχωριέμαι μέχρι σήμερα που δεν κατάφερα, ουσιαστικά, να τους τραγουδήσω. Ήταν φουσκωμένη η καρδιά μου, η καρδιά όλων μας.
Πάντα, έκανα παρέα με απλούς ανθρώπους. Γεννήθηκα σε μια οικογένεια απλή, ταπεινή. Ήταν επόμενο αυτούς να θέλω, αλλά και ουσιαστικά, να μπορώ να εκφράζω με το τραγούδι μου. Με τα τραγούδια που είπα με τον Μαρκόπουλο, πήρα στίγμα. Ένας συγκεκριμένος κόσμος, με συγκεκριμένη πολιτική σκέψη εκφραζόταν από αυτά. Σκέψου, αρνήθηκα κάποια στιγμή στη Μαρινέλλα να δουλέψουμε μαζί, δεν μπορούσα να δουλέψω σε τέτοια μαγαζιά. Όχι ότι δεν είχα περάσει από αυτά τα κέντρα, της παραλίας ας πούμε (και με τον Ζαμπέτα είχα συνεργαστεί), αλλά, πλέον δεν ήθελα και δεν μπορούσα. Το κοινό τους δεν με αφορούσε: επίδειξη με λουλούδια ο ένας στον άλλο, απατεώνες της υψηλής κοινωνίας υποτίθεται, τι να μου αρέσει σε όλο αυτό; Εμένα μου άρεσε να τραγουδάω για κόσμο που ερχόταν να ακούσει τα τραγούδια με προσήλωση, με σεβασμό. Μια από τις ωραίες συνεργασίες μου, ήταν με την Μαρία Δημητριάδη, εκεί στα τέλη του ‘70 (1976-1977 συγκεκριμένα).
Δεν μετάνιωσα για τις επιλογές μου, βέβαια τις έχω πληρώσει ακριβά.
Μόνη εξαίρεση, μπορώ να πω ήταν η συνεργασία μου με τον Χάρυ Κλυνν στην Θεσσαλονίκη, αλλά πήγε πολύ ωραία όλο αυτό. Σπουδαίος ο Κλυνν, αλλά κάπου μετά, μπερδεύτηκε, χάθηκε. Ό, τι χρήματα έβγαλα από την Θεσσαλονίκη, τα έδωσα για να αγοράσω το σπίτι όπου μέχρι σήμερα μένω στα Πατήσια. Γύρω στο ‘80, σταμάτησα ουσιαστικά από τα μαγαζιά, έβλεπα ότι άλλαζε το πράγμα, ότι δεν τους ένοιαζε ποιος τραγουδούσε τι και πώς.
Έπαιζα στα φεστιβάλ της ΚΝΕ, έκανα φιλίες μέσα από το ΚΚΕ, αδερφικές, μπορώ να πω, φιλίες. Και με το ΠΑΣΟΚ, βέβαια, είχα εμπλακεί, πριν βγει, γιατί έλπιζα κι εγώ σε μια αλλαγή, να αλλάξει το σύστημα. Κατάλαβα σύντομα ότι η εξουσία όλους τους αλλοιώνει, από όπου κι αν προέρχονται ιδεολογικά. Όσο για την τέχνη μας, το τραγούδι και ιδίως το πολιτικό τραγούδι που υπηρέτησα, σκοτώθηκε σιγά σιγά από την τηλεόραση, αλλά και ένα σύστημα, από τις αρχές του 90, ιδίως, που δεν επιθυμούσε και δεν επιθυμεί να αναδεικνύει τέχνη που σε βάζει να σκεφτείς. Η ιδιωτική τηλεόραση ανέδειξε μια σειρά από φούσκες, όχι μια σειρά από πολιτιστικά δρώμενα. Βλέπεις, ο πολιτισμός θέλει λεφτά και οι καναλάρχες ήθελαν και θέλουν να οικονομάνε, άρα επενδύουν σε φτήνιες. Το κλείσιμο των δισκογραφικών έπαιξε και αυτό τον ρόλο του. Έχουμε, πάλι εδώ, την κατάρρευση ενός κόσμου.
Το ‘90 κάνω κυρίως καλοκαιρινές συναυλίες σε δήμους και πολιτιστικούς φορείς και αν μιλάμε για χειμερινά μαγαζιά, μπουάτ. Έκανα και μια περιοδεία με τον Μίκη Θεοδωράκη κάποια στιγμή, τον οποίο γνώρισα το ‘81, όταν κατέβηκε βουλευτής με το ΚΚΕ. Είχε ανοίξει ένα πολιτικό γραφείο στη Νίκαια, απέναντι από αυτό της Μελίνας Μερκούρη. Έψαχνε καλλιτέχνες να υποστηρίξει μια ομιλία του, μια παρουσία του. Ήταν δυνατόν ο Μίκης να βγει στον κόσμο, ανεξάρτητα από την μουσική; Δεν πήγαινε κανείς, δεν τολμούσε εύκολα να συνεργαστεί, λόγω της Μελίνας, που την ήθελαν με το μέρος τους. Πήγα εγώ. Σε ένα μπαλκόνι με λίγους μουσικούς είχαμε παίξει, θυμάμαι. Στην συνέχεια, κάναμε περιοδεία στην Ήπειρο με τον Μίκη και τον Χαρίλαο, όπου μας περίμενε μια θερμότατη υποδοχή, κόσμος στους δρόμους με φαγητό από τα σπίτια τους, αγάπη, αγκαλιές, χαμός. Δεν περιγράφεται με λέξεις. Εκεί, στην Ήπειρο γνώρισα τον Θεοδωράκη, ουσιαστικά, παίζαμε μουσική, τρώγαμε και συζητούσαμε ατελείωτα.
Ίσως να μπορούσα να κάνω δισκογραφία με τον Θεοδωράκη, αλλά υπήρχε η πιο στενή μου συνεργασία με τον Μαρκόπουλο στη μέση. Αργότερα, μόνο, από συναυλίες, δισκογράφησα Θεοδωράκη. Υπάρχουν άνθρωποι που θα ήθελα να συνεργαστώ, αλλά δεν συνέβη. Ο Λαμπρόπουλος από την Columbia με ήξερε από τα μικράτα μου, αλλά πήγα εκεί στα 22 μου χρόνια, νωρίτερα δεν με άφησε κι ο πατέρας μου. Τα πρώτα τραγούδια που είπα, τρία-τέσσερα, ήταν του Δερβενιώτη και του Βίρβου. Είχε φύγει ο Καζαντζίδης από την εταιρεία εκείνη την εποχή, αλλά όταν γύρισε, εμείς οι νεότεροι, μπήκαμε στο ράφι, ας πούμε. Μετά δισκογράφησα κάποια δημοτικά τραγούδια.
Αλλά κι όταν έφυγα από την στενή συνεργασία με τον Μαρκόπουλο, τέλη 70, θέλησα να κάνω ένα διάλειμμα και δισκογράφησα πάλι δημοτικά. Η επιστροφή στη ρίζα.
Το 1981 γνώρισα και τον Γιάννη Ρίτσο, που έμενε στην Αχαρνών. Κάναμε παρέα ένα φεγγάρι. Ένα βράδυ, μου έδωσε κάτι που είχε γράψει το 1952 («Πικραμένη μου Γενιά»), και μου το εμπιστεύθηκε για να το πω, δίνοντάς το σε όποιον συνθέτη ήθελα. Έπιασα τον Απόστολο Καλδάρα, αλλά τον βρήκα σε κακή στιγμή, είχε ήδη προχωρήσει ο καρκίνος. Ο διευθυντής της Columbia ήθελε να με βάλει να πω πάλι δημοτικά, γιατί είχε πιάσει ο προηγούμενος δίσκος, αλλά δεν είχα επιθυμία να κάνω κάτι άλλο με δημοτικό, για να μην πάρω σφραγίδα. Όχι ότι περίμεναν να κάνω σουξέ εγώ ποτέ, ούτε με στήριξαν ιδιαίτερα.
Άλλωστε, δίσκοι με δημοτικά ή τραγούδια για την ξενιτιά, την μετανάστευση κυκλοφορούσαν σε περίσσεια εκείνα τα χρόνια. Όμως, μιλούσαν γι’ αυτούς που φεύγουν, δεν μιλούσαν για την ζωή των μεταναστών στους νέους τόπους. Εδώ είναι η μαγεία του Σκούρτη, του στιχουργού, ο οποίος τα είχε ζήσει από πρώτο χέρι, ως μετανάστης στη Γερμανία.
Αλλά και με τον δίσκο με τα δημοτικά που έκανα ήρθα σε κόντρα με τον Μάτσα, γιατί πήγε καλύτερα από τον αντίστοιχο της Αλεξίου, τα 24+1 τραγούδια, με το «Πουλάκι Ξένο» μέσα, και πάλι δεν το περίμεναν. Κάποια στιγμή κι ο Μαρκόπουλος ο ίδιος, που νόμισε ότι τον πούλησε ο Ξυλούρης ο οποίος συνέχισε και μετά από αυτόν, δεν με άφησε κι εμένα ουσιαστικά να πετάξω. Με ήθελε τραγουδιστή του και μου έδινε υλικό συνέχεια. Εν τω μεταξύ, δεν συζήτησα ποτέ για λεφτά μαζί του, δεν του ζητούσα, το άφηνα επάνω του. Αρκετοί τραγουδιστές, ξέρεις, έμειναν σε στενή σχέση με κάποιον συνθέτη και αυτό δεν βγαίνει πάντοτε σε καλό.
Δεν ήταν όλα καλά και άγια. Μια εβδομάδα πριν κυκλοφορήσουμε το Τούμπου Τούμπου Τζα με τον Σιδηρόπουλο, ο Μαρκόπουλος το έδωσε στον Μάτσα, όπου κυκλοφόρησε με την φωνή του Κώστα Βουτσά. Και το πλάκωσε και στην διαφήμιση… Ο Μαρκόπουλος ήθελε να μας ελέγχει, δεν ήθελε να κάνουμε πολλά εκτός της επικράτειάς του. Κάποια στιγμή το κατάλαβα. Πήγα κάποια στιγμή στον Μπάμπη Μπακάλη, με τις ευλογίες του Μαρκόπουλου, αλλά άκουσα ένα κομμάτι που καθόλου δεν μου ταίριαζε ή μου άρεσε. Συνέβη να το πει ο Στράτος ο Διονυσίου, αργότερα. Δεν ξαναπήγα. Πολλοί συνθέτες και άνθρωποι των εταιρειών δεν χαίρονταν ιδιαίτερα όταν ο τραγουδιστής είχε άποψη και αισθητική δική του. Τον προτιμούσαν εκτελεστικό όργανο.
Εξήντα χρόνια τραγουδιστής κλείνω.
Η μόνη άλλη δουλειά που έχω κάνει, για μικρή περίοδο, ήταν η τέχνη της κατασκευής πολυελαίων, με την οποία ασχολιόταν ένας γείτονάς μου όταν έμενα στου Ψυρρή. Τραγούδι και χειροτεχνία. Αυτά μόνο.
Ποτέ μου δεν είδα την τραγουδίστρια που δούλευε δίπλα μου σαν γυναίκα, την έβλεπα σαν συνάδελφο, ένα ακόμα μάθημα από την οικογένειά μου. Όταν μπλέκονται τα αισθηματικά με την δουλειά, δημιουργούνται θέματα. Έχω ζήσει, ας πούμε, επικούς καβγάδες Καζαντζίδη-Μαρινέλλας, μια έφευγε ο ένας, μια ο άλλος.
Με την σύντροφό μου είμαστε 57 χρόνια μαζί, παιδί δεν κάναμε, παιδευτήκαμε με αυτό το θέμα, αλλά δεθήκαμε περισσότερο ο ένας με τον άλλο. Αν και ποτέ δεν ήμασταν φανατικοί Χριστιανοί, προσπαθήσαμε τότε να έρθουμε σε επαφή με την θρησκεία, για να ζητήσουμε βοήθεια και να κάνουμε παιδί. Παιδιά μου θεωρώ τα τραγούδια μου και τους νεότερους ακροατές μου. Η γυναίκα μου δεν έχει σχέση με τον καλλιτεχνικό χώρο και εγώ προσπάθησα να διαχωρίσω την προσωπική μου ζωή από τα πάλκα, τις συναυλίες, την δουλειά μου.
Ως παρακαταθήκη μου, θεωρώ το έργο μου, τη μελέτη μου επί δέκα έτη, για τα 2.500 χρόνια ελληνικής μουσικής. Δούλεψα με την συγχωρεμένη την Ασπασία Παπαθανασίου, την κορυφαία μας τραγική ηθοποιό. Παρουσίασα το έργο αυτό στην Γερμανία και την Κύπρο, ενώ το 1995 με πρωτοβουλία της ΓΣΕΕ στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, το ηχογραφήσαμε ζωντανά. Το 2002, το παίξαμε στο “Ηρώδειο” ενώ έχει ταξιδέψει μέχρι και την Ελβετία, αλλά και σε φεστιβάλ στην Αυστραλία. Η αρχική ιδέα ήταν να γίνει ραδιοφωνική παραγωγή, αλλά αυτό δεν προχώρησε για διάφορους λόγους και αποφάσισα να το πάρω στα χέρια μου. Με βοήθησε ένας ακαδημαϊκός, κορυφαίος, με πληροφορίες για τα αρχαία μουσικά όργανα και όχι μόνο, έχει γίνει πολλή και σκληρή δουλειά για αυτό το έργο. Πάει και Βυζάντιο, Άλωση Κωνσταντινούπολης, εννοείται δημοτικό τραγούδι, παγκόσμιους πολέμους, μικρασιάτικο και ρεμπέτικο.
Ουσιαστικά, όλη η εξέλιξη του ελληνικού τραγουδιού, που επέλεξα να κλείσω με τους ποιητές. Έργο ζωής για μένα.
Ο Μαρκόπουλος δεν δέχθηκε να περιλάβω κάποιο κομμάτι του στο έντεχνο μέρος, γιατί ενοχλήθηκε που είχα περισσότερα του Θεοδωράκη. Όταν ξαναμιλήσαμε μετά από 20 χρόνια, μου είπε ότι έκανε μεγάλο λάθος. Τον ευχαρίστησα πολύ. Αν έπρεπε μόνο ένα τραγούδι να μείνει πίσω στον κόσμο από την φωνή μου, μόνο ένα και τα άλλα αναγκαστικά να χάνονταν, θα επέλεγα οπωσδήποτε την Φάμπρικα του Μαρκόπουλου.
Έζησα και ζω ευτυχισμένα χρόνια, έχοντας ακόμα σχέδια, στόχους και όρεξη. Χρειάζεται μυαλό και σκληρή δουλειά η ζωή. Η τύχη υπάρχει, αλλά δεν πρέπει να μας αφορά, είναι άλλο θέμα. Όταν αξίζεις, έρχονται από μόνα τους διάφορα όμορφα πράγματα, πάντοτε συμβαίνει αυτό. Από την άλλη, υπάρχουν και οι ατυχίες. Ας πούμε, θέλαμε να συνεργαστούμε με τον Μάνο Λοϊζο, αλλά δεν προλάβαμε, έσβησε. Τον είχα επισκεφθεί στο νοσοκομείο και το λέγαμε, πικραμένοι. Και με τον Μικρούτσικο, ενώ είχα συναντηθεί (και μάλιστα θυμάμαι με αποκαλούσε και ωραίο άντρα!), δεν συνεργαστήκαμε, ήθελε και αυτός πιο μόνιμη συνεργασία, όπως δηλαδή οι περισσότεροι συνθέτες.
Δεν έχω παράπονο, όμως, κανένα στο σήμερα. Μόνο ίσως ότι η εποχή μας δεν ευνοεί την ομορφιά, την αλήθεια. Δεν μπορεί εύκολα να βγει μεγάλος καλλιτέχνης σε αυτό το σκηνικό, πολιτικά, καλλιτεχνικά… Παλιότερα, απλοί άνθρωποι χόρευαν ζεϊμπέκικο και άλλους δύσκολους χορούς, γνωρίζοντας κάθε νότα, ακούγοντας προσεκτικά και με σεβασμό.
Τώρα, ζούμε την εποχή του «μπαλέτου», της φιγούρας, δεν περνά μέσα μας η τέχνη. Και αυτό που λέω, το θεωρώ βαθιά πολιτικό κιόλας. Αυτά τα δυο, πολιτική και πολιτισμός, σχετίζονται.
Info:
Συναυλία με τον Λάκη Χαλκιά, στο ΘΕΑΤΡΟ ΟΛΥΜΠΙΑ (Ακαδημίας 59, Αθήνα)
Τρίτη 9/5, 20:30
Σε μια αναδρομή της πλούσιας καλλιτεχνικής πορείας του, ο Λάκης Χαλκιάς θα ερμηνεύσει τραγούδια μεγάλων Ελλήνων συνθετών, όπως οι: Μίκης Θεοδωράκης, Γιάννης Μαρκόπουλος, Σταύρος Ξαρχάκος, Απόστολος Καλδάρας κ.ά. ο Εργαστήρι Ελληνικής Μουσικής και ο ίδιος θα αφιερώσουν ένα μεγάλο μέρος της παράστασης στην παραδοσιακή μουσική, τιμώντας με αυτόν τον τρόπο την μεγάλη μουσική οικογένεια των «Χαλκιάδων» απ’ την οποία και η καταγωγή του.
Μουσική διεύθυνση / ενορχηστρώσεις:
Άγγελος Ηλίας
Εισιτήρια και πληροφορίες εδώ