Γεννήθηκε στην Αμφιλοχία, αλλά έγινε «μουσικός πολίτης του κόσμου». Βρέθηκε από την Λευκάδα στο Παρίσι και μετά στην Αθήνα, αυτός, ένας μαθητής του σπουδαίου Max Deutsch, με δασκάλους από τον Ιάννη Ξενάκη, τον Luigi Nono και τον Henri Dutilleux. Ο Κυριάκος Σφέτσας γνωρίστηκε με όλους τους Μεγάλους, πριν ακολουθήσει και ο ίδιος τον δρόμο τους: από την Μαρία Κάλλας μέχρι τον Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος τον πήρε μαζί του στην ΕΡΑ και από το καλοκαίρι του 1982 μέχρι τον Ιανουάριο του 1994 ο Σφέτσας υπήρξε διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος.
Μια δεκαετία πιο πριν, το 1974, λίγο πριν κλείσει καν τα 30 του χρόνια, ηχογράφησε τον, σχεδόν οριακό για την εγχώρια δισκογραφία, δίσκο με το όνομα «Smog», ένα έργο ηλεκτροακουστικής μουσικής αποτελούμενο από πέντε μέρη ίσης διάρκειας (18 λεπτών), σε ένα έργο συνολικής διάρκειας 90 λεπτων, το οποίο χρησίμευσε ως μουσική για το ομώνυμο μπαλέτο. Η πρεμιέρα του πραγματοποιήθηκε στις 18 Οκτωβρίου του 1974 από το Ensemble chorégraphique de Vitry στο Théâtre Jean-Vilar του Vitry-sur-Seine στο Παρίσι.
Το «Smog» πρόκειται για ένα έργο που ισορροπεί ευσχήμως ανάμεσα στο πρωτοποριακό jazz fusion των ’70s και το ηλεκτροακουστικό αβαν-γκαρντ, σε μια εκπληκτική πρόσμειξη ηλεκτρικών και φυσικών ήχων. Κατόπιν συνέθεσε συμφωνική, χορωδιακή και σκηνική μουσική για μπαλέτο και θέατρο, είτε μόνος του, είτε με την Greek Fusion Orchestra, ενώ από το 1980 και μετά έγραψε μουσική και για τον κινηματογράφο, όπως για τη «Νύχτα Με τη Σιλένα» του Δημήτρη Παναγιωτάτου το 1986, ενώ είχε προηγηθεί η συνεργασία του με την Κατερίνα Γώγου και τον δίσκο «Στον Δρόμο» το 1981.
Το Οlafaq μιλάει με έναν από τους σημαντικότερους και διαπρεπέστερους σύγχρονους έλληνες μουσικοσυνθέτες:
– «Smog» το όνομα του άλμπουμ. Πως προέκυψε ο τίτλος του; Έχει να κάνει με την «περιορισμένη ηχητική ορατότητα» που σου δημιουργεί το fusion στο αυτί, όπως αντίστοιχα η ατμοσφαιρική ρύπανση στα μάτια μας;
Η λέξη καθ’ εαυτή, ήταν εύρημα ή και επιλογή του φίλου χορογράφου Μισέλ Καζερτά, διευθυντή τότε της Ακαδημίας χορού του Vitry sur Seine, ενός μεγάλου δήμου στο νότιο Παρίσι, κοντά στο αεροδόμιο του Orly. Το «Smog» παρέπεμπε κατ’αρχάς στην ατμοσφαιρική ρύπανση του Λονδίνου, την δεκαετία του ’50, με χιλιάδες θύματα. Από εκεί και πέρα, στο στόρυ του μπαλέτου Smog, εντάξαμε και λοιπές πτυχές «ρύπανσης». Πολιτικές, κοινωνικές, πολιτισμικές, αισθητικές, σχέσεις των φύλων κ.ά. Παίρνοντας σαφέστατη θέση εναντίωσης σε όλα αυτά. Ίσως και λιγάκι προφητικά θα αποτολμούσα να πω, αν δούμε και αποτιμήσουμε την σημερινή μας κατάσταση. Για μένα η μουσική του 20ου αιώνα που ξεκινάει από τα τέλη του 19ου, είχε πει σχεδόν τα πάντα στον τομέα της συμφωνικής της μορφής. Οπότε, υπήρξε μέσα μου ένα ζητούμενο: να εφαρμόσω πολλά από τα στοιχεία της στην ηλεκτρονική της διάσταση. Αυτό φερ’ειπείν που αποκαλούμε σήμερα λούπες [loops], είναι ένα παλιό μουσικό στοιχείο. Τα Clusters, η ατονικότητα, η πολυρυθμία και τόσα άλλα επίσης. Είχα λοιπόν στη διάθεσή μου, ένα σωρό μουσικά δεδομένα ώστε να πετύχω με καινούριους πλέον, ηλεκτρονικούς και φυσικούς ηλεκτρονικά επεξεργασμένους ήχους, ένα μουσικό έργο, με τη χρήση αυτής της ηλεκτροακουστικής πλέον γραφής. Τελειώνοντας, θα σας πω ότι η «περιορισμένη ηχητική ορατότητα» που υπαινίσεστε εξαρτάται από τις δυνατότητες αλλά και ικανότητες διείσδυσης του ακροατή, σε ένα μουσικό-αισθητικό προϊόν.
– Ποιο είναι κατά την γνώμη σας αυτό το στοιχείο που έχει καταστήσει το άλμπουμ τόσο cult –και εν τέλει τόσο σημαντικό για το εγχώριο fusion; Το ότι ηχογραφήθηκε, ας πούμε, στο ίδιο στούντιο όπου ηχογραφήθηκε το soundtrack του «Ascenseur pour l’échafaud»;
Στο στούντιο της Decca που αναφέρεστε, έκανα την τελική μίξη και συγχρονιμό σε τετρακάναλη μαγνητοταινία και με την τεχνική του τετραφωνικού ήχου. Τα υπόλοιπα περί της ηχογράφησης εκεί του Miles Davis της μουσικής του για το «Ασανσέρ για Δολοφόνους» τα έμαθα μετά και στην ηλικία των 29 μου χρόνων, σαφώς και ένιωσα κολακευμένος. Για λίγο, διότι μετά είπα εντός μου, «μη γίνεις ψώνιο». Η προετοιμασία, η ηχογράφηση, το μοντάζ και οι πάσης φύσεως περίπλοκες διαδικασίες της όλης μουσικής σύνθεσης του έργου, έγιναν στο σπίτι μου, έχοντας «μοντάρει» ένα είδος, λίγο πρωτόγονου home studio, όπως λέμε στις μέρες μας, με την διαδικασία περάτωσης να εξελίσσεται σε μερικούς μήνες και με τη βοήθεια ενός φίλου και συναδέλφου Χιλιανού, με εξαιρετικές τεχνικές γνώσεις.
– Τι το αξιοσημείωτο θυμάστε από την ηχογράφηση του «Smog»;
Θα θυμάμαι πάντα τις ατέλειωτες νύχτες, με τον καπνό να μου θολώνει μάτια, πνευμόνια και ψυχή. Καθώς και ένα είδος χαράς αλλά και μανίας γι’αυτή την περίπλοκη δίνη των ήχων τους οποίους έπρεπε να μετατρέψω σε καθαρή μουσική γλώσσα με τεχνοτροπικό ύφος και αισθητική ώστε να μη παραμείνουν μια άμορφη ηχητική μάζα χωρίς να αποκτήσουν αυτό που πάντα θα ονοματίζω «μουσικη αφήγηση».
– Μιλήστε μου λίγο για την εμπειρία σας όταν γνωρίσατε τον Χατζιδάκι στη Ρώμη στην αρχή των ‘70s;
Έτυχε να γράφει ο Μάνος στη Ρώμη την μουσική μιας ταινίας. Δεν θυμάμαι ακριβώς τον τίτλο. Αυτό που συνέβη ήταν, ότι σε ένα υπόγειο στη συνοικία του Τραστέβερε κάναμε πρόβα με τον Θεοδωράκη για επικείμενη συναυλία του στη Ρώμη. Στο μικρό αυτό σύνολο, που είχε οργανωθεί και συγκροτηθεί στο Παρίσι, έπαιζα πιάνο και όργανο Hammond. Εκεί ξαφνικά εμφανίστηκε ο Μάνος, προφανώς για να μας ακούσει αλλά και για να τα πει με τον φίλο του. Δικτατορία γαρ στην Ελλάδα. Κάποια στιγμή ήρθε προς το μέρος μου και με ρώτησε από πού ήμουν. Του απάντησα «από τη Λευκάδα». Βεβαιώθηκα αργότερα, ότι κάποιοι του είχαν μιλήσει για μένα. Ότι σπούδαζα στο Παρίσι, ότι είχα γνωριστεί με τον Ξενάκη κ.ά. Δεν χρειάστηκαν άλλες διατυπώσεις. Όταν περνούσε από το Παρίσι, βρισκόμαστε συχνά, και περπατώντας επί μακρόν, συζητούσαμε για ένα σωρό πράγματα περί μουσικής που τύχαινε να μας απασχολούν εκείνες τις στιγμές. Θυμάμαι ότι του πρωτομίλησα για τον σπουδαίο Άστορ Πιατσόλα που τότε δεν είχε αποκτήσει ακόμη τη μεγάλη του φήμη και αναγνώριση. Η φιλία αυτή είχε συνέχεια, καταλήγοντας στην πρόσκληση που δέχτηκα από μέρους του αργότερα, μετά την πτώση της χούντας, να έρθω στην Ελλάδα και να εργαστώ μαζί του στο Τρίτο Πρόγραμμα. Αυτό που σήμερα, μπορώ να πω ανεπιφύλακτα, είναι ότι ο Χατζιδάκις ύπήρξε ο μόνος που υποστήριξε τους νεότερους συναδέλφους του και τους εμπιστεύτηκε απόλυτα, παραχωρώντας τους ακόμη και το δικαίωμα στο λάθος. Σπάνια στη χώρα ετούτη οι παλιοί και καταξιωμένοι βοηθούν τους νέους. Ας μη κρυβόμαστε.
– Πώς ήταν η συνεργασία σας με την αείμνηστη Κατερίνα Γώγου; Για μένα, είναι από τις κορυφαίες σας στιγμές.
Η Κατερίνα Γώγου στο διάστημα της συνεργασίας και της γνωριμίας μας από τα μέσα του καλοκαιριού του 1980 μέχρι κι ένα διάστημα της επόμενης χρονιάς υπήρξε μια φιγούρα αποκαλυπτική. Μια ψυχή που κουβαλούσε εντός της μια ασύλληπτη αγάπη για τους γύρω της, γεγονός που συχνά την ωθούσε στα άκρα. Ήταν στιγμές, που ήθελε να σου χαρίσει ότι είχε και δεν είχε, κι αυτό, μέσα από μιαν απέραντη ειλικρίνεια κι αυθεντικότητα. Όταν πρωτοδιάβασα τα ποιήματά της για να γράψω τη μουσική της «Παραγγελιάς», ένιωσα αμέσως εκείνη την απρόσμενη έλξη και ταραχή, όπως όταν μέσα στη δίνη του ονείρου ανακαλύπτεις ένα θησαυρό. Και για μένα ο θησαυρός αυτός ήταν αληθινός. Έτσι ξεκίνησε η σχέση και η φιλία μας. Έγραψα τη μουσική σε χρόνο ρεκόρ, μου πήρε μια εβδομάδα περίπου. Ήμουν φλογισμένος. Η ποίηση της Γώγου έφερε ιδιότητες και περιεχόμενο σε πολλαπλά επίπεδα, πράγμα που με ταρακούνησε ενώ ταυτόχρονα αισθάνθηκα συνοδοιπόρος της σε όλα όσα εκείνη με την προσωπική της γλώσσα είχε ήδη διαμορφώσει. Ένας λόγος που έκλεινε μέσα του την αναρχία, την ένταση, την επανάσταση, τη δικαιοσύνη, το κάλεσμα για κοινωνικούς αγώνες, την μη υποταγή. Έχω συναντηθεί στην μουσική μου πορεία με την ποίηση μεγάλων ποιητών, μελοποιώντας έργα τους. Η συνάντηση όμως, με μια σύγχρονη δημιουργό, που στροβιλίζονταν αδάμαστη μέρα και νύχτα παλεύοντας ασταμάτητα για την ανατροπή, ήταν κάτι το μοναδικό.
Κάνουμε rewind μερικά χρόνια πίσω, στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Βρισκόμαστε στο καλοκαίρι του 1964, όταν η Μαρία Κάλλας, σε μια έξοδό της από τον Σκορπιό, παρακολουθεί μαζί με τον Αριστοτέλη Ωνάση το Φεστιβάλ της Λευκάδας. Εκεί, η μεγάλη ντίβα της όπερας εκφράζει την επιθυμία να τραγουδήσει στην κεντρική πλατεία της πόλης, πάνω στο στημένο πάλκο. Η Κάλλας επιθυμεί να τραγουδήσει τον πρώτο ρόλο της καριέρας της στην παράσταση του Εθνικού Ωδείου το 1937, την άρια της Σαντούτσα «Voi lo sapete, o mamma» («Εσείς το ξέρετε, μητέρα») από την «Καβαλερία Ρουστικάνα» του Μασκάνι. Μόνο που πιανίστας δεν υπάρχει διαθέσιμος προκειμένου να την συνοδεύσει. Μιλάμε για μια μουσική «αποστολή αυτοκτονίας»: να συνοδεύσεις, χωρίς πρόβα, την ίδια της Κάλλας σε ένα τόσο απαιτητικό κομμάτι κλασσικής μουσικής. Την αποστολή αυτή κλήθηκε τότε να φέρει εις πέρας ένας 19χρονος μουσικός και νεαρός πιανίστας. Ο Κυριάκος Σφέτσας δεν «κώλωσε»: άρπαξε την παρτιτούρα, την μελέτησε για ελάχιστα λεπτά με τα μάτια του και την έπαιξε prima vista στο πιάνο, συνοδεύοντας την Κάλλας.
– Πώς ήταν να «αναμετρηθείτε» στην ίδια σκηνή με το μέγεθος που λεγόταν Μαρία Κάλλας;
Η λέξη «αναμέτρηση» είναι πολύ βαριά και επισύρει πολλές ερμηνείες. Ένα δέος, ένα τρέμουλο ένιωσα να διαπερνά την ραχοκοκαλιά μου, όταν μου ανακοίνωσαν ότι έπρεπε να ακομπανιάρω την Κάλλας στο Φεστιβάλ της Λευκάδας, τον Αύγουστο του 1964. Και βέβαια οι πεισματικές αρνήσεις μου στους ντόπιους διοργανωτές του θεσμού, πήγαν περίπατο όταν η ίδια με πλησίασε, δίνοντάς μου με μια γοητευτική χειρονομία το σπαρτίτο του πιάνου, δηλαδή της μεταγραφής μιας όπερας για πιάνο και φωνές. Με την παρτιτούρα αυτή μελετούν οι τραγουδιστές και γίνονται οι πρώτες δοκιμές, το στήσιμο του έργου. Η φουλ ορχήστρα έρχεται μόνο στις δοκιμές επί της σκηνής. Υπήρξε μονομιάς αφοπλιστική, και κατάλαβα ότι έπρεπε να υποταχθώ στην μοίρα μου. Φροντίζοντας όσο μου ήταν εφικτό, να αποδώσω ένα μουσικό κείμενο που έβλεπα για πρώτη φορά. Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας; Ίσως. Αυτό που κατάλαβα και κατέγραψα από εκείνη την σημαδιακή νύχτα, φυσικά και ήταν ένα είδος κολακείας για ένα νέο σπουδαστή της μουσικής. Πάντοτε όμως, όσο μεγάλες κι αν είναι οι στιγμές που ξεδιπλώνονται πάνω στη σκηνή ακολουθούν κάποιες άλλες σιωπηλές που σβήνουν μέσα στη μοναξιά. Δεν επεδίωξα ποτέ να προβάλλω αυτό το γεγονός, και ποτέ δεν το υπολόγισα ως μέσο επιτυχίας στη μετέπειτα πορεία μου. Κράτησα την ανάμνηση μιας αναπάντεχης αλλά και φευγαλέας ευτυχισμένης στιγμής.
– Πώς μπορεί να επιτευχθεί μια ακόμη πιο στενή σύνδεση μεταξύ ανατολίτικης και δυτικής μουσικής; Το προσπάθησε ο Brian Eno με τον David Byrne, κατόπιν ο Peter Gabriel, μετά ο Paul Simon και μετά ο Eddie Vedder των Pearl Jam με τον Nusrat Fateh Ali Chan. Λίγο ως πολύ, όλοι τους τα κατάφεραν, αλλά το δυτικό αυτί είναι πραγματικά εξοικειωμένο με την ανατολίτικη μουσική;
Η κάθε μια από τις περιπτώσεις μουσικών και έργων τους στις οποίες αναφέρεστε, έχει τα δικά της γνωρίσματα και χαρακτηριστικά με τη σύνδεση όπως την αποκαλείτε μεταξύ ανατολίτικης και δυτικής μουσικής. Στην περίπτωσή μου, και ας μου επιτραπεί, με βάση τους δικούς μου στόχους, το ζήτημα είναι πολύ πιο σύνθετο, και δεν έχει να κάνει με το πόσο και εάν είναι εξοικειωμένο το αυτί ενός δυτικού ακροατή με την μουσική της Ανατολής. Πρόθεση αρκετών συνθετών, κυρίως δυτικών, ήταν από την αναγέννηση τουλάχιστον και δώθε, να εντάξουν στη γραφή τους τρόπους έκφρασης με «δάνεια» ας πούμε μουσικών στοιχείων προερχομένων από εξωευρωπαϊκές χώρες. Στον 20ο αιώνα αυτό επεκτάθηκε και σε συνθέτες ανατολικών περιοχών του πλανήτη: Ιαπωνία, Κίνα, Ινδία. Ένα είδος αντίθετης κίνησης. Οι τρόποι αλλά και οι στόχοι, των μεν και των δε, υπήρξαν ποικιλόμορφοι σε όλα τα επίπεδα: αισθητικής, τεχνοτροπίας, μίξεων κ.λ.π. Κατά την άποψή μου λοιπόν, σε διάφορες στιγμές της παγκόσμιας μουσικής μας ιστορίας, έχουν καταγραφεί έργα σπουδαίων συνθετών στα οποία η μίξη στοιχείων είναι όχι απλά εμφανής αλλά και σε πολλές περιπτώσεις αποδεικνύεται επιτυχής. Παρ’όλα αυτά όμως, το ζητούμενο για μένα παραμένει ένα: πόσοι από τους μουσικούς αυτούς κατάφεραν να διαμορφώσουν μια εντελώς νέα γλώσσα μέσα από τις ποικίλες συνθετικές διεργασίες που ακολούθησαν; Φτάνω λοιπόν στην εξής διατύπωση: ο πράγματι φιλόδοξος στόχος ενός συνθέτη να διαμορφώσει μια «πρωτότυπη» μουσική γλώσσα με όχημα μια μουσική γραφή που θα έχει αφομοιώσει σε μεγάλη κλίμακα στοιχεία διαφορετικών μουσικών πολιτισμών, εξαρτάται κατά κύριο λόγο από μια σειρά προαπαιτούμενων, εντός των οποίων το ιδεολογικό, φιλοσοφικό και αισθητικό υπόβαθρο καθώς και το ταλέντο και η προσωπικότητα του δημιουργού κατέχουν βαρύνουσα σημασία. Πολλοί συνθέτες του 20ου αιώνα πέτυχαν θαυμαστά αποτελέσματα μίξης. Για μένα πάντως ένα από τα φωτεινότερα παραδείγματα παραμένει ο Μπέλα Μπάρτοκ.
– Πείτε μου μερικά έργα της «δυτικής» μουσικής που λατρεύετε και ίσως ενδόμυχα να ζηλεύετε και λίγο που δεν τα συνθέσατε εσείς;
Ενδόμυχα, έχω νιώσει θαυμασμό για έργα της «δυτικής» μουσικής και για μερικά εξ αυτών ο θαυμασμός εξακολουθεί να είναι μόνιμος. Δεν αισθάνθηκα όμως κάποιο είδος ανάγκης που θα σήμαινε ότι θα επιθυμούσα να ήμουν εγώ ο δημιουργός τους. Επιπλέον, η βαθιά ικανοποίηση μαζί με μια ξεχωριστή ευχαρίστηση στο άκουσμά τους, με συγκλόνιζε σε τεράστιο βαθμό. Κι ούτε μου γεννήθηκε ποτέ μέσα στο μυαλό μου η ιδέα, η ώθηση ή το αίσθημα της ζήλειας απέναντι στα μεγάλα έργα αγαπημένων συνθετών. Μου έφτανε και μου φτάνει η ατέλειωτη χαρά που αισθάνομαι με την ακρόασή τους αλλά και το γεγονός ότι είμαστε τυχεροί που μας έχουν «δωρηθεί» αυτά τα ανεκτίμητα αριστουργήματα . Όσο για τα έργα που λατρεύω, τι να πρωτοπώ: από την «Τέχνη της Φούγκας» του Ι. Σ. Μπαχ και την «Επιστροφή του Οδυσσέα» του Μοντεβέρντι μέχρι το «Κοντσέρτο για Ορχήστρα» του Μπάρτοκ ή την θαυμαστή όπερα «Πόργκυ και Μπες» του Γκέρσουϊν, φαίνεται να με δονούν κι ένα σωρό άλλες μουσικές, που εξακολουθούν να παραμένουν καταλυτικές για τη ζωή μου. Θα συμπεριλάβω βεβαίως τα σπουδαία έργα και τραγούδια της παραδοσιακής μουσικής των λαών του κόσμου, καθώς και έργα της λαϊκής μουσικής του αιώνα που πέρασε και που είναι η Τζαζ.
– Γνωρίζετε ότι υπάρχει στις ΗΠΑ ένας εκπληκτικός μουσικός που ονομάζεται Bill Callahan αλλά αυτοαποκαλείται Smog; Έχετε ακούσει τίποτα δικό του, έστω και κατά τύχη;
Έχω ακούσει κάμποσα τραγούδια του, όπως και άλλων εκπροσώπων της lo-fi music. Συμπαθής μουσικός, που με κάνει όμως να αισθάνομαι λίγο κουρασμένος. Η μουσική του με παραπέμπει σε αναμνήσεις σπουδαίων τραγουδοποιών περασμένων δεκαετιών. Βρίσκω αυτή την τάση νεοσυντηρητική.
– Τι κερδίσατε και τι πιθανώς να χάσατε από την ενασχόλησή σας με την μουσική μετά από τόσα χρόνια;
Δεν έχω αισθανθεί να έχω απωλέσει κάτι, εξ αιτίας της ενασχόλησής μου με τη μουσική. Δεν πιστεύω κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, θα έλεγα ότι η τέχνη αυτή με οδήγησε προς μια κατάσταση που έχει να κάνει με μια βαθιά ψυχική ισορροπία, ένα είδος αυτογνωσίας και συγκέντρωσης ή αφιέρωσης σε πράγματα της ζωής που κρίνω ότι μας ωθούν σε άλλες συμπεριφορές ατομικές και μη, πάντα σε σχέση με τους συνανθρώπους μας. Η μουσική είναι μια αυτόνομη ξεχωριστή γλώσσα που οδηγεί αυτόν που της είναι αφιερωμένος σε καταστάσεις που δύσκολα μπορούν να αντιληφθούν οι άλλοι. Υπάρχεις μέσα στο σύμπαν των ήχων, χωρίς να σε απασχολεί η μοναξιά σου ή άλλες δυσκολίες της καθημερινότητας. Το χτίσιμο ενός μουσικού έργου περνάει μέσα από αναρίθμητες διεργασίες νόησης και ψυχής που δεν σχετίζονται με όλα όσα επιχειρούμε να εξηγήσουμε δια του ορθού λόγου. Ζεις σε ένα «διαστημικό» περιβάλλον που οι άλλοι δεν μπορούν να ανιχνεύσουν.
– Έχετε νιώσει ποτέ όλα αυτά τα χρόνια ότι η λέξη fusion είναι μια «παρεξηγημένη» λέξη; Μια λέξη και ένα είδος μουσικής που το καταλαβαίνουν εν τη ολοκληρία του, μόνο όσοι ασχολούνται πολύ βαθιά με αυτή;
Θα συμφωνήσω μαζί σας. Όντως η λέξη Fusion είναι «παραξηγημένη». Και αυτό κυρίως οφείλεται σε ανιστόρητους τύπους που ζουν παρασιτικά στις πλάτες του ελέφαντα. Οι περισσότεροι εξ αυτών είναι κάτι σαν παραχαράκτες της ιστορίας. Υπηρέτες ή μη της σώου μπίζνες, δεν διστάζουν να διοχετεύουν εσφαλμένες κι αδόκιμες εκτιμήσεις και κριτικές τους, προς χιλιάδες ακροατές-αναγνώστες τους. Παλαιότερα, είχα σημειώσει ότι, κατ’εμέ, η υπόθεση που στον καιρό μας αποκαλούμε με τον όρο Fusion είναι μια πολύ παλιά μουσική πράξη, η οποία εκτελείται με διάφορους τρόπους ανά τους αιώνες. Οι μίξεις δηλαδή που ένας συνθέτης μπορεί να συνδιάσει με διάφορους τρόπους στη μουσική του, μπορεί να προέρχονται είτε από τις επιρροές που έχει δεχθεί από άλλους μουσικούς πολιτισμούς, είτε από άλλα είδη μουσικής ακόμη κι από τις καθαρές επιλογές του, για τις οποίες του ανήκει κάθε δικαίωμα διαλογής και χρήσης. Σ’ εμάς τους υπόλοιπους, μας ανήκει επίσης το δικαίωμα να κρίνουμε και να αποτιμήσουμε το τελικό αποτέλεσμα. Έτσι μέχρι σήμερα προχωρούν και πάνε τα μουσικά μας πράγματα. Σε κάθε εποχή, απο το μπαρόκ – ίσως και πιο πριν – μέχρι τον αιώνα που διανύουμε, σε διάφορα πλέον σημεία του πλανήτη, υποβοηθούσης και της τεχνολογίας, διαπιστώνουμε την υπόθεση της Fusion στις ποικίλες μορφές της. Όλα, πάλι κατά τη γνώμη μου εξαρτώνται από τις ικανότητες του κάθε δημιουργού. Και καταλήγουμε ξανά σε κάτι που μοιάζει να παίρνει τις διαστάσεις ενός «θεωρήματος»: ποιος καταφέρνει τελικά να δημιουργήσει μια καθαρή μουσική γλώσσα με ενιαίο χαρακτήρα, αισθητική και αναγνωρισιμότητα. Ιδού το ζήτημα! Τα τερτίπια αυτοπροβολής των διαφόρων αποκαλούμενων ειδικών, προσωπικά δεν με αφορούν ενώ δεν παύω να τα θεωρώ επιεικώς σχόλια (annotations) εντυπωσιασμού, ίδίως προς εκείνους τους ευάλωτους παραλήπτες οι οποίοι στην τελική θα είναι το σώμα των καταναλωτών. Είναι άλλωστε πολύ γνωστή η διαδικτυακή ψηφιακή βιομηχανία, καθώς και εκείνοι που υπηρετούν τους εμπορικούς της στόχους με μέσα απατηλά ή και παραπλανητικά.
– Ποιον θεωρείτε έναν πραγματικά σπουδαίο fusion μουσικό και γιατί;
Τους Μοντεβέρντι, Μπαχ, Ραμώ, Μπετόβεν, Μουσόργκσκυ, Στραβίνσκυ, Χιναστέρα, Μπάρτοκ, Κολτρέϊν, Ντέϊβις, Πιατσόλα – έχω αφήσει πολλούς εκτός, έτσι για να αναρωτιούνται μερικοί. Το γιατί, το έχω ήδη διατυπώσει με σαφήνεια πιο πάνω. Γιατί όλοι αυτοί, καθώς και πάρα πολλοί άλλοι πέτυχαν μέσα από τις «μίξεις ετερόκλιτων φαινομενικά στοιχείων» να χτίσουν μια μοναδική και αναγνωρίσιμη γλώσσα, άϋλης υπόστασης, που δεν μπορεί να γκρεμίσει ο χρόνος. Μια καθαρή μουσική γλώσσα με ενιαίο χαρακτήρα, τεχνική και αισθητική. Το Fusion τελικά παραμένει μια μουσική διαδικασία με αιώνες ιστορία.
– Ποια θεωρείτε, μέχρι σήμερα, την σπουδαιότερη στιγμή σας; Εκεί που πιθανώς είπατε μέσα σας «τώρα έκανα κάτι πραγματικά σπουδαίο;» Θυμάστε τι ήταν αυτό που σας οδήγησε εκεί; Ένα γεγονός, ένας άνθρωπος;
Είναι κάποια πράγματα που δεν με έχουν απασχολήσει ιδιαίτερα, αν και μερικές φορές, μέσα στον ύπνο μου, προσπαθώ να ανακαλύψω κάποια, που να με έχουν σημαδέψει, ή να έχουν καθορίσει ως ένα βαθμό τη μουσική μου σταδιοδρομία. Δεν είμαι σε θέση να σας δώσω μια απάντηση με βεβαιότητα. Μάλλον, πιστεύω ακόμη, ότι ίσως θα μου χρειασθεί χρόνος για να κάμω μιαν αποτίμηση του έργου που θεωρώ ότι έχω επιτελέσει. Αλλά ακόμη και αν ο χρόνος αυτός δεν μου δοθεί, δεν θα με νοιάξει και τόσο. Το μόνο πάντως που θεωρώ ότι κατάφερα στη μουσική μου γλώσσα είναι μια σαφής, γαλήνια και στέρεη περιδιάβαση από την Δύση στην Ανατολή και το αντίστροφο. Αφήνω την ερμηνεία ή τη σημασία του σε όσους καταλαβαίνουν.
– Εν τέλει, μετά από τόσα χρόνια, έχετε εντοπίσει με ποιον τρόπο ή τρόπους σάς άλλαξε εσάς προσωπικά ή μουσική;
Η μουσική με άφησε ανεπηρέαστο από την μανία της πολυτέλειας και του χρήματος. Η μουσική με έκανε να γνωρίσω τη γεωγραφία του πλανήτη. Η μουσική ήταν εκείνη που μου αποκάλυψε τη σιωπή και το ατελεύτητο. Η μουσική με βοήθησε σε επιλογές και συμπεριφορές που με έκαναν να βλέπω αλλά και να χαίρομαι το μεγαλείο του ανθρώπου. Να μελετώ όμως και τον θάνατο.
https://www.comarecords.com/?product=kyriakos-sfetsas-smog-2lp
STREAM/BUY
https://linktr.ee/catintheroom
http://sfetsas.gr/ | Cat in The Room | The Hubsters | Goodheart Productions
*Το «Smog» του Κυριάκου Σφέτσα επανακυκλοφορεί σε έκδοση διπλού βινυλίου 180 gr. από το νεοσύστατο label Cat in the Room, το οποίο δημιουργήθηκε από την Goodheart Productions.
Γεννήθηκε στην Αμφιλοχία, αλλά έγινε «μουσικός πολίτης του κόσμου». Βρέθηκε από την Λευκάδα στο Παρίσι και μετά στην Αθήνα, αυτός, ένας μαθητής του σπουδαίου Max Deutsch, με δασκάλους από τον Ιάννη Ξενάκη, τον Luigi Nono και τον Henri Dutilleux. Ο Κυριάκος Σφέτσας γνωρίστηκε με όλους τους Μεγάλους, πριν ακολουθήσει και ο ίδιος τον δρόμο τους: από την Μαρία Κάλλας μέχρι τον Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος τον πήρε μαζί του στην ΕΡΑ και από το καλοκαίρι του 1982 μέχρι τον Ιανουάριο του 1994 ο Σφέτσας υπήρξε διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος.
Μια δεκαετία πιο πριν, το 1974, λίγο πριν κλείσει καν τα 30 του χρόνια, ηχογράφησε τον, σχεδόν οριακό για την εγχώρια δισκογραφία, δίσκο με το όνομα «Smog», ένα έργο ηλεκτροακουστικής μουσικής αποτελούμενο από πέντε μέρη ίσης διάρκειας (18 λεπτών), σε ένα έργο συνολικής διάρκειας 90 λεπτων, το οποίο χρησίμευσε ως μουσική για το ομώνυμο μπαλέτο. Η πρεμιέρα του πραγματοποιήθηκε στις 18 Οκτωβρίου του 1974 από το Ensemble chorégraphique de Vitry στο Théâtre Jean-Vilar του Vitry-sur-Seine στο Παρίσι.
Το «Smog» πρόκειται για ένα έργο που ισορροπεί ευσχήμως ανάμεσα στο πρωτοποριακό jazz fusion των ’70s και το ηλεκτροακουστικό αβαν-γκαρντ, σε μια εκπληκτική πρόσμειξη ηλεκτρικών και φυσικών ήχων. Κατόπιν συνέθεσε συμφωνική, χορωδιακή και σκηνική μουσική για μπαλέτο και θέατρο, είτε μόνος του, είτε με την Greek Fusion Orchestra, ενώ από το 1980 και μετά έγραψε μουσική και για τον κινηματογράφο, όπως για τη «Νύχτα Με τη Σιλένα» του Δημήτρη Παναγιωτάτου το 1986, ενώ είχε προηγηθεί η συνεργασία του με την Κατερίνα Γώγου και τον δίσκο «Στον Δρόμο» το 1981.
Το Οlafaq μιλάει με έναν από τους σημαντικότερους και διαπρεπέστερους σύγχρονους έλληνες μουσικοσυνθέτες:
– «Smog» το όνομα του άλμπουμ. Πως προέκυψε ο τίτλος του; Έχει να κάνει με την «περιορισμένη ηχητική ορατότητα» που σου δημιουργεί το fusion στο αυτί, όπως αντίστοιχα η ατμοσφαιρική ρύπανση στα μάτια μας;
Η λέξη καθ’ εαυτή, ήταν εύρημα ή και επιλογή του φίλου χορογράφου Μισέλ Καζερτά, διευθυντή τότε της Ακαδημίας χορού του Vitry sur Seine, ενός μεγάλου δήμου στο νότιο Παρίσι, κοντά στο αεροδόμιο του Orly. Το «Smog» παρέπεμπε κατ’αρχάς στην ατμοσφαιρική ρύπανση του Λονδίνου, την δεκαετία του ’50, με χιλιάδες θύματα. Από εκεί και πέρα, στο στόρυ του μπαλέτου Smog, εντάξαμε και λοιπές πτυχές «ρύπανσης». Πολιτικές, κοινωνικές, πολιτισμικές, αισθητικές, σχέσεις των φύλων κ.ά. Παίρνοντας σαφέστατη θέση εναντίωσης σε όλα αυτά. Ίσως και λιγάκι προφητικά θα αποτολμούσα να πω, αν δούμε και αποτιμήσουμε την σημερινή μας κατάσταση. Για μένα η μουσική του 20ου αιώνα που ξεκινάει από τα τέλη του 19ου, είχε πει σχεδόν τα πάντα στον τομέα της συμφωνικής της μορφής. Οπότε, υπήρξε μέσα μου ένα ζητούμενο: να εφαρμόσω πολλά από τα στοιχεία της στην ηλεκτρονική της διάσταση. Αυτό φερ’ειπείν που αποκαλούμε σήμερα λούπες [loops], είναι ένα παλιό μουσικό στοιχείο. Τα Clusters, η ατονικότητα, η πολυρυθμία και τόσα άλλα επίσης. Είχα λοιπόν στη διάθεσή μου, ένα σωρό μουσικά δεδομένα ώστε να πετύχω με καινούριους πλέον, ηλεκτρονικούς και φυσικούς ηλεκτρονικά επεξεργασμένους ήχους, ένα μουσικό έργο, με τη χρήση αυτής της ηλεκτροακουστικής πλέον γραφής. Τελειώνοντας, θα σας πω ότι η «περιορισμένη ηχητική ορατότητα» που υπαινίσεστε εξαρτάται από τις δυνατότητες αλλά και ικανότητες διείσδυσης του ακροατή, σε ένα μουσικό-αισθητικό προϊόν.
– Ποιο είναι κατά την γνώμη σας αυτό το στοιχείο που έχει καταστήσει το άλμπουμ τόσο cult –και εν τέλει τόσο σημαντικό για το εγχώριο fusion; Το ότι ηχογραφήθηκε, ας πούμε, στο ίδιο στούντιο όπου ηχογραφήθηκε το soundtrack του «Ascenseur pour l’échafaud»;
Στο στούντιο της Decca που αναφέρεστε, έκανα την τελική μίξη και συγχρονιμό σε τετρακάναλη μαγνητοταινία και με την τεχνική του τετραφωνικού ήχου. Τα υπόλοιπα περί της ηχογράφησης εκεί του Miles Davis της μουσικής του για το «Ασανσέρ για Δολοφόνους» τα έμαθα μετά και στην ηλικία των 29 μου χρόνων, σαφώς και ένιωσα κολακευμένος. Για λίγο, διότι μετά είπα εντός μου, «μη γίνεις ψώνιο». Η προετοιμασία, η ηχογράφηση, το μοντάζ και οι πάσης φύσεως περίπλοκες διαδικασίες της όλης μουσικής σύνθεσης του έργου, έγιναν στο σπίτι μου, έχοντας «μοντάρει» ένα είδος, λίγο πρωτόγονου home studio, όπως λέμε στις μέρες μας, με την διαδικασία περάτωσης να εξελίσσεται σε μερικούς μήνες και με τη βοήθεια ενός φίλου και συναδέλφου Χιλιανού, με εξαιρετικές τεχνικές γνώσεις.
– Τι το αξιοσημείωτο θυμάστε από την ηχογράφηση του «Smog»;
Θα θυμάμαι πάντα τις ατέλειωτες νύχτες, με τον καπνό να μου θολώνει μάτια, πνευμόνια και ψυχή. Καθώς και ένα είδος χαράς αλλά και μανίας γι’αυτή την περίπλοκη δίνη των ήχων τους οποίους έπρεπε να μετατρέψω σε καθαρή μουσική γλώσσα με τεχνοτροπικό ύφος και αισθητική ώστε να μη παραμείνουν μια άμορφη ηχητική μάζα χωρίς να αποκτήσουν αυτό που πάντα θα ονοματίζω «μουσικη αφήγηση».
– Μιλήστε μου λίγο για την εμπειρία σας όταν γνωρίσατε τον Χατζιδάκι στη Ρώμη στην αρχή των ‘70s;
Έτυχε να γράφει ο Μάνος στη Ρώμη την μουσική μιας ταινίας. Δεν θυμάμαι ακριβώς τον τίτλο. Αυτό που συνέβη ήταν, ότι σε ένα υπόγειο στη συνοικία του Τραστέβερε κάναμε πρόβα με τον Θεοδωράκη για επικείμενη συναυλία του στη Ρώμη. Στο μικρό αυτό σύνολο, που είχε οργανωθεί και συγκροτηθεί στο Παρίσι, έπαιζα πιάνο και όργανο Hammond. Εκεί ξαφνικά εμφανίστηκε ο Μάνος, προφανώς για να μας ακούσει αλλά και για να τα πει με τον φίλο του. Δικτατορία γαρ στην Ελλάδα. Κάποια στιγμή ήρθε προς το μέρος μου και με ρώτησε από πού ήμουν. Του απάντησα «από τη Λευκάδα». Βεβαιώθηκα αργότερα, ότι κάποιοι του είχαν μιλήσει για μένα. Ότι σπούδαζα στο Παρίσι, ότι είχα γνωριστεί με τον Ξενάκη κ.ά. Δεν χρειάστηκαν άλλες διατυπώσεις. Όταν περνούσε από το Παρίσι, βρισκόμαστε συχνά, και περπατώντας επί μακρόν, συζητούσαμε για ένα σωρό πράγματα περί μουσικής που τύχαινε να μας απασχολούν εκείνες τις στιγμές. Θυμάμαι ότι του πρωτομίλησα για τον σπουδαίο Άστορ Πιατσόλα που τότε δεν είχε αποκτήσει ακόμη τη μεγάλη του φήμη και αναγνώριση. Η φιλία αυτή είχε συνέχεια, καταλήγοντας στην πρόσκληση που δέχτηκα από μέρους του αργότερα, μετά την πτώση της χούντας, να έρθω στην Ελλάδα και να εργαστώ μαζί του στο Τρίτο Πρόγραμμα. Αυτό που σήμερα, μπορώ να πω ανεπιφύλακτα, είναι ότι ο Χατζιδάκις ύπήρξε ο μόνος που υποστήριξε τους νεότερους συναδέλφους του και τους εμπιστεύτηκε απόλυτα, παραχωρώντας τους ακόμη και το δικαίωμα στο λάθος. Σπάνια στη χώρα ετούτη οι παλιοί και καταξιωμένοι βοηθούν τους νέους. Ας μη κρυβόμαστε.
– Πώς ήταν η συνεργασία σας με την αείμνηστη Κατερίνα Γώγου; Για μένα, είναι από τις κορυφαίες σας στιγμές.
Η Κατερίνα Γώγου στο διάστημα της συνεργασίας και της γνωριμίας μας από τα μέσα του καλοκαιριού του 1980 μέχρι κι ένα διάστημα της επόμενης χρονιάς υπήρξε μια φιγούρα αποκαλυπτική. Μια ψυχή που κουβαλούσε εντός της μια ασύλληπτη αγάπη για τους γύρω της, γεγονός που συχνά την ωθούσε στα άκρα. Ήταν στιγμές, που ήθελε να σου χαρίσει ότι είχε και δεν είχε, κι αυτό, μέσα από μιαν απέραντη ειλικρίνεια κι αυθεντικότητα. Όταν πρωτοδιάβασα τα ποιήματά της για να γράψω τη μουσική της «Παραγγελιάς», ένιωσα αμέσως εκείνη την απρόσμενη έλξη και ταραχή, όπως όταν μέσα στη δίνη του ονείρου ανακαλύπτεις ένα θησαυρό. Και για μένα ο θησαυρός αυτός ήταν αληθινός. Έτσι ξεκίνησε η σχέση και η φιλία μας. Έγραψα τη μουσική σε χρόνο ρεκόρ, μου πήρε μια εβδομάδα περίπου. Ήμουν φλογισμένος. Η ποίηση της Γώγου έφερε ιδιότητες και περιεχόμενο σε πολλαπλά επίπεδα, πράγμα που με ταρακούνησε ενώ ταυτόχρονα αισθάνθηκα συνοδοιπόρος της σε όλα όσα εκείνη με την προσωπική της γλώσσα είχε ήδη διαμορφώσει. Ένας λόγος που έκλεινε μέσα του την αναρχία, την ένταση, την επανάσταση, τη δικαιοσύνη, το κάλεσμα για κοινωνικούς αγώνες, την μη υποταγή. Έχω συναντηθεί στην μουσική μου πορεία με την ποίηση μεγάλων ποιητών, μελοποιώντας έργα τους. Η συνάντηση όμως, με μια σύγχρονη δημιουργό, που στροβιλίζονταν αδάμαστη μέρα και νύχτα παλεύοντας ασταμάτητα για την ανατροπή, ήταν κάτι το μοναδικό.
Κάνουμε rewind μερικά χρόνια πίσω, στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Βρισκόμαστε στο καλοκαίρι του 1964, όταν η Μαρία Κάλλας, σε μια έξοδό της από τον Σκορπιό, παρακολουθεί μαζί με τον Αριστοτέλη Ωνάση το Φεστιβάλ της Λευκάδας. Εκεί, η μεγάλη ντίβα της όπερας εκφράζει την επιθυμία να τραγουδήσει στην κεντρική πλατεία της πόλης, πάνω στο στημένο πάλκο. Η Κάλλας επιθυμεί να τραγουδήσει τον πρώτο ρόλο της καριέρας της στην παράσταση του Εθνικού Ωδείου το 1937, την άρια της Σαντούτσα «Voi lo sapete, o mamma» («Εσείς το ξέρετε, μητέρα») από την «Καβαλερία Ρουστικάνα» του Μασκάνι. Μόνο που πιανίστας δεν υπάρχει διαθέσιμος προκειμένου να την συνοδεύσει. Μιλάμε για μια μουσική «αποστολή αυτοκτονίας»: να συνοδεύσεις, χωρίς πρόβα, την ίδια της Κάλλας σε ένα τόσο απαιτητικό κομμάτι κλασσικής μουσικής. Την αποστολή αυτή κλήθηκε τότε να φέρει εις πέρας ένας 19χρονος μουσικός και νεαρός πιανίστας. Ο Κυριάκος Σφέτσας δεν «κώλωσε»: άρπαξε την παρτιτούρα, την μελέτησε για ελάχιστα λεπτά με τα μάτια του και την έπαιξε prima vista στο πιάνο, συνοδεύοντας την Κάλλας.
– Πώς ήταν να «αναμετρηθείτε» στην ίδια σκηνή με το μέγεθος που λεγόταν Μαρία Κάλλας;
Η λέξη «αναμέτρηση» είναι πολύ βαριά και επισύρει πολλές ερμηνείες. Ένα δέος, ένα τρέμουλο ένιωσα να διαπερνά την ραχοκοκαλιά μου, όταν μου ανακοίνωσαν ότι έπρεπε να ακομπανιάρω την Κάλλας στο Φεστιβάλ της Λευκάδας, τον Αύγουστο του 1964. Και βέβαια οι πεισματικές αρνήσεις μου στους ντόπιους διοργανωτές του θεσμού, πήγαν περίπατο όταν η ίδια με πλησίασε, δίνοντάς μου με μια γοητευτική χειρονομία το σπαρτίτο του πιάνου, δηλαδή της μεταγραφής μιας όπερας για πιάνο και φωνές. Με την παρτιτούρα αυτή μελετούν οι τραγουδιστές και γίνονται οι πρώτες δοκιμές, το στήσιμο του έργου. Η φουλ ορχήστρα έρχεται μόνο στις δοκιμές επί της σκηνής. Υπήρξε μονομιάς αφοπλιστική, και κατάλαβα ότι έπρεπε να υποταχθώ στην μοίρα μου. Φροντίζοντας όσο μου ήταν εφικτό, να αποδώσω ένα μουσικό κείμενο που έβλεπα για πρώτη φορά. Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας; Ίσως. Αυτό που κατάλαβα και κατέγραψα από εκείνη την σημαδιακή νύχτα, φυσικά και ήταν ένα είδος κολακείας για ένα νέο σπουδαστή της μουσικής. Πάντοτε όμως, όσο μεγάλες κι αν είναι οι στιγμές που ξεδιπλώνονται πάνω στη σκηνή ακολουθούν κάποιες άλλες σιωπηλές που σβήνουν μέσα στη μοναξιά. Δεν επεδίωξα ποτέ να προβάλλω αυτό το γεγονός, και ποτέ δεν το υπολόγισα ως μέσο επιτυχίας στη μετέπειτα πορεία μου. Κράτησα την ανάμνηση μιας αναπάντεχης αλλά και φευγαλέας ευτυχισμένης στιγμής.
– Πώς μπορεί να επιτευχθεί μια ακόμη πιο στενή σύνδεση μεταξύ ανατολίτικης και δυτικής μουσικής; Το προσπάθησε ο Brian Eno με τον David Byrne, κατόπιν ο Peter Gabriel, μετά ο Paul Simon και μετά ο Eddie Vedder των Pearl Jam με τον Nusrat Fateh Ali Chan. Λίγο ως πολύ, όλοι τους τα κατάφεραν, αλλά το δυτικό αυτί είναι πραγματικά εξοικειωμένο με την ανατολίτικη μουσική;
Η κάθε μια από τις περιπτώσεις μουσικών και έργων τους στις οποίες αναφέρεστε, έχει τα δικά της γνωρίσματα και χαρακτηριστικά με τη σύνδεση όπως την αποκαλείτε μεταξύ ανατολίτικης και δυτικής μουσικής. Στην περίπτωσή μου, και ας μου επιτραπεί, με βάση τους δικούς μου στόχους, το ζήτημα είναι πολύ πιο σύνθετο, και δεν έχει να κάνει με το πόσο και εάν είναι εξοικειωμένο το αυτί ενός δυτικού ακροατή με την μουσική της Ανατολής. Πρόθεση αρκετών συνθετών, κυρίως δυτικών, ήταν από την αναγέννηση τουλάχιστον και δώθε, να εντάξουν στη γραφή τους τρόπους έκφρασης με «δάνεια» ας πούμε μουσικών στοιχείων προερχομένων από εξωευρωπαϊκές χώρες. Στον 20ο αιώνα αυτό επεκτάθηκε και σε συνθέτες ανατολικών περιοχών του πλανήτη: Ιαπωνία, Κίνα, Ινδία. Ένα είδος αντίθετης κίνησης. Οι τρόποι αλλά και οι στόχοι, των μεν και των δε, υπήρξαν ποικιλόμορφοι σε όλα τα επίπεδα: αισθητικής, τεχνοτροπίας, μίξεων κ.λ.π. Κατά την άποψή μου λοιπόν, σε διάφορες στιγμές της παγκόσμιας μουσικής μας ιστορίας, έχουν καταγραφεί έργα σπουδαίων συνθετών στα οποία η μίξη στοιχείων είναι όχι απλά εμφανής αλλά και σε πολλές περιπτώσεις αποδεικνύεται επιτυχής. Παρ’όλα αυτά όμως, το ζητούμενο για μένα παραμένει ένα: πόσοι από τους μουσικούς αυτούς κατάφεραν να διαμορφώσουν μια εντελώς νέα γλώσσα μέσα από τις ποικίλες συνθετικές διεργασίες που ακολούθησαν; Φτάνω λοιπόν στην εξής διατύπωση: ο πράγματι φιλόδοξος στόχος ενός συνθέτη να διαμορφώσει μια «πρωτότυπη» μουσική γλώσσα με όχημα μια μουσική γραφή που θα έχει αφομοιώσει σε μεγάλη κλίμακα στοιχεία διαφορετικών μουσικών πολιτισμών, εξαρτάται κατά κύριο λόγο από μια σειρά προαπαιτούμενων, εντός των οποίων το ιδεολογικό, φιλοσοφικό και αισθητικό υπόβαθρο καθώς και το ταλέντο και η προσωπικότητα του δημιουργού κατέχουν βαρύνουσα σημασία. Πολλοί συνθέτες του 20ου αιώνα πέτυχαν θαυμαστά αποτελέσματα μίξης. Για μένα πάντως ένα από τα φωτεινότερα παραδείγματα παραμένει ο Μπέλα Μπάρτοκ.
– Πείτε μου μερικά έργα της «δυτικής» μουσικής που λατρεύετε και ίσως ενδόμυχα να ζηλεύετε και λίγο που δεν τα συνθέσατε εσείς;
Ενδόμυχα, έχω νιώσει θαυμασμό για έργα της «δυτικής» μουσικής και για μερικά εξ αυτών ο θαυμασμός εξακολουθεί να είναι μόνιμος. Δεν αισθάνθηκα όμως κάποιο είδος ανάγκης που θα σήμαινε ότι θα επιθυμούσα να ήμουν εγώ ο δημιουργός τους. Επιπλέον, η βαθιά ικανοποίηση μαζί με μια ξεχωριστή ευχαρίστηση στο άκουσμά τους, με συγκλόνιζε σε τεράστιο βαθμό. Κι ούτε μου γεννήθηκε ποτέ μέσα στο μυαλό μου η ιδέα, η ώθηση ή το αίσθημα της ζήλειας απέναντι στα μεγάλα έργα αγαπημένων συνθετών. Μου έφτανε και μου φτάνει η ατέλειωτη χαρά που αισθάνομαι με την ακρόασή τους αλλά και το γεγονός ότι είμαστε τυχεροί που μας έχουν «δωρηθεί» αυτά τα ανεκτίμητα αριστουργήματα . Όσο για τα έργα που λατρεύω, τι να πρωτοπώ: από την «Τέχνη της Φούγκας» του Ι. Σ. Μπαχ και την «Επιστροφή του Οδυσσέα» του Μοντεβέρντι μέχρι το «Κοντσέρτο για Ορχήστρα» του Μπάρτοκ ή την θαυμαστή όπερα «Πόργκυ και Μπες» του Γκέρσουϊν, φαίνεται να με δονούν κι ένα σωρό άλλες μουσικές, που εξακολουθούν να παραμένουν καταλυτικές για τη ζωή μου. Θα συμπεριλάβω βεβαίως τα σπουδαία έργα και τραγούδια της παραδοσιακής μουσικής των λαών του κόσμου, καθώς και έργα της λαϊκής μουσικής του αιώνα που πέρασε και που είναι η Τζαζ.
– Γνωρίζετε ότι υπάρχει στις ΗΠΑ ένας εκπληκτικός μουσικός που ονομάζεται Bill Callahan αλλά αυτοαποκαλείται Smog; Έχετε ακούσει τίποτα δικό του, έστω και κατά τύχη;
Έχω ακούσει κάμποσα τραγούδια του, όπως και άλλων εκπροσώπων της lo-fi music. Συμπαθής μουσικός, που με κάνει όμως να αισθάνομαι λίγο κουρασμένος. Η μουσική του με παραπέμπει σε αναμνήσεις σπουδαίων τραγουδοποιών περασμένων δεκαετιών. Βρίσκω αυτή την τάση νεοσυντηρητική.
– Τι κερδίσατε και τι πιθανώς να χάσατε από την ενασχόλησή σας με την μουσική μετά από τόσα χρόνια;
Δεν έχω αισθανθεί να έχω απωλέσει κάτι, εξ αιτίας της ενασχόλησής μου με τη μουσική. Δεν πιστεύω κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, θα έλεγα ότι η τέχνη αυτή με οδήγησε προς μια κατάσταση που έχει να κάνει με μια βαθιά ψυχική ισορροπία, ένα είδος αυτογνωσίας και συγκέντρωσης ή αφιέρωσης σε πράγματα της ζωής που κρίνω ότι μας ωθούν σε άλλες συμπεριφορές ατομικές και μη, πάντα σε σχέση με τους συνανθρώπους μας. Η μουσική είναι μια αυτόνομη ξεχωριστή γλώσσα που οδηγεί αυτόν που της είναι αφιερωμένος σε καταστάσεις που δύσκολα μπορούν να αντιληφθούν οι άλλοι. Υπάρχεις μέσα στο σύμπαν των ήχων, χωρίς να σε απασχολεί η μοναξιά σου ή άλλες δυσκολίες της καθημερινότητας. Το χτίσιμο ενός μουσικού έργου περνάει μέσα από αναρίθμητες διεργασίες νόησης και ψυχής που δεν σχετίζονται με όλα όσα επιχειρούμε να εξηγήσουμε δια του ορθού λόγου. Ζεις σε ένα «διαστημικό» περιβάλλον που οι άλλοι δεν μπορούν να ανιχνεύσουν.
– Έχετε νιώσει ποτέ όλα αυτά τα χρόνια ότι η λέξη fusion είναι μια «παρεξηγημένη» λέξη; Μια λέξη και ένα είδος μουσικής που το καταλαβαίνουν εν τη ολοκληρία του, μόνο όσοι ασχολούνται πολύ βαθιά με αυτή;
Θα συμφωνήσω μαζί σας. Όντως η λέξη Fusion είναι «παραξηγημένη». Και αυτό κυρίως οφείλεται σε ανιστόρητους τύπους που ζουν παρασιτικά στις πλάτες του ελέφαντα. Οι περισσότεροι εξ αυτών είναι κάτι σαν παραχαράκτες της ιστορίας. Υπηρέτες ή μη της σώου μπίζνες, δεν διστάζουν να διοχετεύουν εσφαλμένες κι αδόκιμες εκτιμήσεις και κριτικές τους, προς χιλιάδες ακροατές-αναγνώστες τους. Παλαιότερα, είχα σημειώσει ότι, κατ’εμέ, η υπόθεση που στον καιρό μας αποκαλούμε με τον όρο Fusion είναι μια πολύ παλιά μουσική πράξη, η οποία εκτελείται με διάφορους τρόπους ανά τους αιώνες. Οι μίξεις δηλαδή που ένας συνθέτης μπορεί να συνδιάσει με διάφορους τρόπους στη μουσική του, μπορεί να προέρχονται είτε από τις επιρροές που έχει δεχθεί από άλλους μουσικούς πολιτισμούς, είτε από άλλα είδη μουσικής ακόμη κι από τις καθαρές επιλογές του, για τις οποίες του ανήκει κάθε δικαίωμα διαλογής και χρήσης. Σ’ εμάς τους υπόλοιπους, μας ανήκει επίσης το δικαίωμα να κρίνουμε και να αποτιμήσουμε το τελικό αποτέλεσμα. Έτσι μέχρι σήμερα προχωρούν και πάνε τα μουσικά μας πράγματα. Σε κάθε εποχή, απο το μπαρόκ – ίσως και πιο πριν – μέχρι τον αιώνα που διανύουμε, σε διάφορα πλέον σημεία του πλανήτη, υποβοηθούσης και της τεχνολογίας, διαπιστώνουμε την υπόθεση της Fusion στις ποικίλες μορφές της. Όλα, πάλι κατά τη γνώμη μου εξαρτώνται από τις ικανότητες του κάθε δημιουργού. Και καταλήγουμε ξανά σε κάτι που μοιάζει να παίρνει τις διαστάσεις ενός «θεωρήματος»: ποιος καταφέρνει τελικά να δημιουργήσει μια καθαρή μουσική γλώσσα με ενιαίο χαρακτήρα, αισθητική και αναγνωρισιμότητα. Ιδού το ζήτημα! Τα τερτίπια αυτοπροβολής των διαφόρων αποκαλούμενων ειδικών, προσωπικά δεν με αφορούν ενώ δεν παύω να τα θεωρώ επιεικώς σχόλια (annotations) εντυπωσιασμού, ίδίως προς εκείνους τους ευάλωτους παραλήπτες οι οποίοι στην τελική θα είναι το σώμα των καταναλωτών. Είναι άλλωστε πολύ γνωστή η διαδικτυακή ψηφιακή βιομηχανία, καθώς και εκείνοι που υπηρετούν τους εμπορικούς της στόχους με μέσα απατηλά ή και παραπλανητικά.
– Ποιον θεωρείτε έναν πραγματικά σπουδαίο fusion μουσικό και γιατί;
Τους Μοντεβέρντι, Μπαχ, Ραμώ, Μπετόβεν, Μουσόργκσκυ, Στραβίνσκυ, Χιναστέρα, Μπάρτοκ, Κολτρέϊν, Ντέϊβις, Πιατσόλα – έχω αφήσει πολλούς εκτός, έτσι για να αναρωτιούνται μερικοί. Το γιατί, το έχω ήδη διατυπώσει με σαφήνεια πιο πάνω. Γιατί όλοι αυτοί, καθώς και πάρα πολλοί άλλοι πέτυχαν μέσα από τις «μίξεις ετερόκλιτων φαινομενικά στοιχείων» να χτίσουν μια μοναδική και αναγνωρίσιμη γλώσσα, άϋλης υπόστασης, που δεν μπορεί να γκρεμίσει ο χρόνος. Μια καθαρή μουσική γλώσσα με ενιαίο χαρακτήρα, τεχνική και αισθητική. Το Fusion τελικά παραμένει μια μουσική διαδικασία με αιώνες ιστορία.
– Ποια θεωρείτε, μέχρι σήμερα, την σπουδαιότερη στιγμή σας; Εκεί που πιθανώς είπατε μέσα σας «τώρα έκανα κάτι πραγματικά σπουδαίο;» Θυμάστε τι ήταν αυτό που σας οδήγησε εκεί; Ένα γεγονός, ένας άνθρωπος;
Είναι κάποια πράγματα που δεν με έχουν απασχολήσει ιδιαίτερα, αν και μερικές φορές, μέσα στον ύπνο μου, προσπαθώ να ανακαλύψω κάποια, που να με έχουν σημαδέψει, ή να έχουν καθορίσει ως ένα βαθμό τη μουσική μου σταδιοδρομία. Δεν είμαι σε θέση να σας δώσω μια απάντηση με βεβαιότητα. Μάλλον, πιστεύω ακόμη, ότι ίσως θα μου χρειασθεί χρόνος για να κάμω μιαν αποτίμηση του έργου που θεωρώ ότι έχω επιτελέσει. Αλλά ακόμη και αν ο χρόνος αυτός δεν μου δοθεί, δεν θα με νοιάξει και τόσο. Το μόνο πάντως που θεωρώ ότι κατάφερα στη μουσική μου γλώσσα είναι μια σαφής, γαλήνια και στέρεη περιδιάβαση από την Δύση στην Ανατολή και το αντίστροφο. Αφήνω την ερμηνεία ή τη σημασία του σε όσους καταλαβαίνουν.
– Εν τέλει, μετά από τόσα χρόνια, έχετε εντοπίσει με ποιον τρόπο ή τρόπους σάς άλλαξε εσάς προσωπικά ή μουσική;
Η μουσική με άφησε ανεπηρέαστο από την μανία της πολυτέλειας και του χρήματος. Η μουσική με έκανε να γνωρίσω τη γεωγραφία του πλανήτη. Η μουσική ήταν εκείνη που μου αποκάλυψε τη σιωπή και το ατελεύτητο. Η μουσική με βοήθησε σε επιλογές και συμπεριφορές που με έκαναν να βλέπω αλλά και να χαίρομαι το μεγαλείο του ανθρώπου. Να μελετώ όμως και τον θάνατο.
https://www.comarecords.com/?product=kyriakos-sfetsas-smog-2lp
STREAM/BUY
https://linktr.ee/catintheroom
http://sfetsas.gr/ | Cat in The Room | The Hubsters | Goodheart Productions
*Το «Smog» του Κυριάκου Σφέτσα επανακυκλοφορεί σε έκδοση διπλού βινυλίου 180 gr. από το νεοσύστατο label Cat in the Room, το οποίο δημιουργήθηκε από την Goodheart Productions.