Όλοι τον είδαμε κάποια στιγμή να τρώει με τα χέρια του, να ξοδεύει για μας το τελευταίο του κατοστάρικο, να κυκλοφορεί με το σώβρακο, να τραβάει των παθών του τον τάραχο, να γκρινιάζει στο πρωινό ξύπνημα, να φοράει τρύπιες κάλτσες, να σκίζει την τσόχα του μπιλιάρδου, να κλαίει βουβά, να του κόβεται η ανάσα, να ερωτεύεται ξανθές και να τον αγαπούν οι μελαχρινές, να τον πετάει η παρέα του στη θάλασσα, επειδή κυκλοφορούσε με αρχαίο μαγιό και έκανε τον γόη στην παραλία.
Στα πρώτα χρόνια του ’60 συνάντησε μπροστά του έναν «Κατήφορο» και άρχισε να τον ανεβαίνει ανάποδα, αφού -ως γνωστόν- ο καθένας βλέπει την πραγματικότητα από το δικό του υποκειμενικό πλάνο.
– Στην κινηματογραφική οθόνη, έχετε υποστεί τα μύρια όσα για το χατίρι και τον έρωτα των γυναικών. Κάθε είδους, ταλαιπωρία… Στην πραγματική ζωή, το πιο ακραίο που κάνατε για την αγάπη μιας γυναίκας ποιο ήταν;
Είχε πάει εκείνη στην Ιταλία μαζί με το σύζυγο της. Εγώ πιτσιρικάς ήμουνα –πριν παντρευτώ την πρώτη μου γυναίκα… Πήγα στη Ρώμη, έκατσα στο φουαγιέ του ξενοδοχείου που έμενε, περίμενα, κατέβηκε, με είδε, τα ‘χασε, κι… έφυγα πάλι. Ήθελα απλώς να με δει.
– Ελλάδα Ιταλία για μια ματιά;
Πήρα το πρωινό αεροπλάνο, πήγα και με τη βραδινή πτήση ξαναγύρισα.
– Τι γίνεται με τον γυναικόκοσμο που περικυκλώνει κάθε διάσημο ηθοποιό; Εκμεταλλευτήκατε ποτέ τέτοιες καταστάσεις;
Δεν ενέδιδα στις θαυμάστριες εγώ. Δε θυμάμαι να έχω κάνει ποτέ παιχνίδι με θαυμάστριες, τις παγώνω απ’ την αρχή… Δε δέχομαι τον εξευτελισμό της γυναίκας, να έρχεται έτοιμη να στα δώσει όλα. Δε μπορώ να πέσω στο κρεβάτι μαζί της… Δεν το έχω δοκιμάσει, αλλά μάλλον δε θα μου σηκωνότανε, για να στο πω απλά. Και πολλές φορές μου έπεφταν πολύ ωραίες γυναίκες. Μέχρι και κοριτσάκια μικρά μου τα ρίχνανε… Αλλά εγώ θέλω τη γυναίκα να μπορώ να κάτσω μαζί της, να τα πιω μαζί της, να την κοιτάξω στα μάτια, να δω αν με εμπνέει, να έχω τις κρυφές μου φαντασιώσεις γι’ αυτήν.
– Με ποια φράση θα αρχίζατε τη βιογραφία σας;
«Πέρασα κι εγώ από τη ζωή. Διαβάστε τη διαδρομή μου». Βιβλίο δε θα μπορούσα να γράψω εγώ, έχει πολύ μεγάλα κενά η μνήμη μου… Καμιά φορά σκέφτομαι: Πού είναι ο Αργυρόπουλος, ο Βεάκης, η Παξινού, η Παπαδάκη, η Κοτοπούλη;… Ονόματα είναι που τα αναφέρουμε πότε πότε. Υπήρξαν πολύ μεγάλοι ηθοποιοί όλοι τους αλλά δεν έχει μείνει τίποτα απ’ αυτούς, τίποτα που να μαρτυράει πόσο σπουδαίοι ήταν… Καμιά φορά λέω: «Και τι έχω προσφέρει, ρε παιδιά, εγώ στη ζωή; Τίποτα δεν έχω προσφέρει»
– Τι εννοείτε;
Θα σου πω αμέσως. Αν δεν υπήρχε ο κινηματογράφος, στο μέλλον -σε μια δυο δεκαετίες- δε θα με θυμόταν κανείς. Ακόμα και οι συγγενείς μου θα με ξεχνάγανε. Μόνο αναφορές θα υπήρχαν για μένα. Ενώ τώρα οι ταινίες θα είναι εδώ και τότε που εγώ θα λείπω.
– Απόψε δυο κανάλια θα προβάλλουν ταινίες σας. Εξασφαλισμένη θεαματικότης.
Ξέρεις τι σκέφτομαι; Αν υπήρχε ομαλή εξελικτική πορεία στον ελληνικό κινηματογράφο, οι ταινίες της εποχής μου θα ήταν μουσειακές. Σπουδαίες ίσως, αλλά μουσειακές. Κανένας δεν θα είχε ενδιαφέρον να τις ξαναδεί… Θέλω να πω ότι αν η «Καζαμπλάνκα» παιζόταν σήμερα ως καινούργιο έργο, δε θα έκανε εισιτήρια. Θα ήταν απαλό, γλυκό, ωραίο, αθώο, αλλά δε θα συγκινούσε κανέναν. Το κοινό θα πήγαινε να δει τη «Σιωπή Των Αμνών». Θέλει να δει ανθρωποφαγία. Θέλει να μπει η κάμερα μέσα στο βρακί, στον κόλπο της πρωταγωνίστριας… Σκότωσε τη μάνα σου, να γίνεις πρώτη είδηση.
– Τι ήταν αυτό που εμπόδισε την εξελικτική πορεία του εγχώριου σινεμά;
Νομίζω πως ξέρω τι συνέβη. Κόπηκαν οι γέφυρες που θα ένωναν τους νέους κινηματογραφιστές με τον παλιό κινηματογράφο. Δεν άφησαν τη νέα γενιά να «μιξάρει» την καινούργια με την παλιά εποχή. Διότι εγώ είμαι χρήσιμος για έναν σκηνοθέτη. Αλλά έβγαιναν τότε ορισμένοι δημοσιογράφοι -δε θέλω να πω τα ονόματά τους- και έγραφαν στις εφημερίδες: «Μην ακουμπάτε τους εμπορικούς ηθοποιούς! Μακριά! Είναι μιάσματα!» Αυτό ήταν που ανέκοψε την εξέλιξη της πορείας του ελληνικού κινηματογράφου. Και αντί οι νέοι σκηνοθέτες να συνεχίσουν το δρόμο που ήταν ανοιχτός μπροστά τους, γύρισαν την πλάτη τους σε κάθε τι ελληνικό, το ρίξανε στην πρωτοπορία, κολλήσανε με τον Τρυφώ και τον Λουί Μαλ κι εκεί έχουνε μείνει. Δεν προχώρησαν. Ευτυχώς που υπάρχει ο Βούλγαρης, ο Τσεμπερόπουλος, ο Βαφέας, ο Περράκης, ο Χούρσογλου, ο Πανουσόπουλος… Υπάρχει μια πολύ καλή ομάδα σκηνοθετών, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχει το χρήμα κι είναι ελάχιστοι οι άνθρωποι που μπορούν να γράψουν ένα δυνατό σενάριο… Μόνο ο Αγγελόπουλος μπορεί να ξοδέψει πολλά για να γυρίσει την ταινία όπως την ονειρεύεται και όπως την έχει δει με τη φαντασία του, αλλά αυτός έχει οικονομικές βοήθειες από το εξωτερικό.
– Θυμηθείτε ένα περιστατικό που να αποδεικνύει ότι είστε πολύ καλός έμπορος.
Θα σου πω με ποιο τρόπο ανέβαζα το κασέ μου από ταινία σε ταινία. Μέσα στα στούντιο της «Φίνος Φιλμ» δεν μπορούσα να καταλάβω ποια είναι η εμπορική μου αξία, πού βρίσκονται οι μετοχές μου στο κινηματογραφικό χρηματιστήριο. Ήταν όλα «τυφλά» και κρυφά εκεί μέσα, στο βασίλειο του Φίνου… Όταν λοιπόν δεν είχα γύρισμα πήγαινα στο γραφείο εκμετάλλευσης και διανομής -στην πλατεία Κάνιγγος- και καθόμουν κι έπινα μια πορτοκαλάδα. Θυμάμαι ότι ενοχλούνταν πολύ ο άνθρωπος που είχε το γραφείο και πάντα μου έλεγε: «Φύγε Κώστα, έχω δουλειά!» «Κάτσε, ρε πούστη, που θα με διώξεις ακόμα δε μπήκα! Κέρασέ με πρώτα έναν καφέ!» του έλεγα… Κι ώσπου να φέρει την παραγγελία ο καφετζής του κτιρίου, έρχονταν μαγαζάτορες από την Άνδρο, από τη Θεσσαλία, από την Κρήτη και λέγανε: «Ταινία με τον Βουτσά θέλω!» Και πήγαινα στον Φίνο και του έλεγα πως θέλω παραπάνω λεφτά… Έχω γυρίσει κάπου εξήντα ταινίες. Από τις σαραντατέσσερις έχω ποσοστά. Είμαι ο μόνος ηθοποιός που παίρνει λεφτά κάθε φορά που προβάλλονται οι ταινίες μου. Δηλαδή πρέπει να κάνω αγώνα για να τα πάρω αλλά τα παίρνω στο τέλος… Και ξέρεις πώς το σκέφτηκα αυτό; Πήγα το 1970 στο Μόντρεαλ, μ’ ένα θίασο. Εμάς τότε η δική μας η τηλεόραση ήταν στα σπάργανα και εντυπωσιάστηκα που εκεί ήταν έγχρωμη και είχε εκατοντάδες κανάλια. Πατάω σ’ ένα κανάλι, πέφτω σε μια ταινία με τον Ροδόλφο Βαλεντίνο. Πάω στο επόμενο, βλέπω τον Τζον Γουέιν νεαρό σε ένα παμπάλαιο γουέστερν. Και μετά είδα τη Γκλόρια Σβάνσον, τη Γκρέτα Γκάρμπο… Λέω: «Τι γίνεται εδώ; Δηλαδή θα παίζει κάποτε και η ελληνική τηλεόραση τις παλιές ταινίες!» Το ‘πιασα το νόημα αμέσως! Κατάλαβα ότι η τηλεόραση είναι «πιράνχας», όλα τα καταβροχθίζει, ούτε το σκελετό δεν αφήνει. Πώς θα γεμίζει εικοσιτέσσερις ώρες προγράμματος; Αναγκαστικά θα καταφύγει στις παλιές ταινίες. Και γυρνώντας εδώ ζητούσα ποσοστά από τους παραγωγούς. Εικοσιπέντε, τριάντα, είκοσι τοις εκατό –όπου τους έπιανα. Και με κοροϊδεύανε.
– Γελάτε με τον εαυτό σας στις παλιές ταινίες;
Ναι, αμέ! Σε ορισμένες σκηνές γελάω πολύ. Και θαυμάζω εκείνον τον Βουτσά. Με βλέπω και λέω: «Τι λες, ρε παιδί μου; Ήξερα να παίζω έτσι; Είχα την ευχέρεια να κάνω τέτοια πράγματα;» Με βλέπω στη «Νύχτα Γάμου», στο «Ανθρωπάκι», στο «Ένας Άφραγκος Ωνάσης» και λέω: «Από πού έμαθα να παίζω μ’ αυτό τον τρόπο;»
– Ο κύριος Δαλιανίδης μου έχει πει ότι στα γυρίσματα του «Κατήφορου», σε μια σκηνή τραυματιστήκατε άσχημα.
Να εδώ, κάτω από το μάτι. Έχω ακόμα το σημάδι.
– Ήταν μια «σημαδιακή» ταινία.
Ήμασταν με το συνεργείο στο βουνό, πάνω από την Καισαριανή. Γυρίζαμε τη σκηνή του βιασμού της Λάσκαρη. Στην παρέα ήμουν εγώ, ο Νίκος ο Κούρκουλος και άλλοι δυο ηθοποιοί νομίζω. Είχαμε ένα αμάξι ανοιχτό -ένα κόνβερτιμπλ- στο τιμόνι καθόταν ο Κούρκουλος και δίπλα του η Ζωίτσα. Οι υπόλοιποι καθόμασταν πίσω -πάνω στο πορτ μπαγκάζ- και πατάγαμε τα πόδια μας στο πίσω κάθισμα. Ο Νίκος μόλις τότε άρχιζε να μαθαίνει να οδηγεί. Ξαφνικά φρενάρει λίγο, γέρνουμε εμείς προς τα πίσω, εκείνος ξαναπατάει το γκάζι και αμέσως ξαναφρενάρει. Και φεύγω εγώ με φόρα και χτυπάω στη γωνία του τριγωνικού τζαμιού, δεξιά στο παρμπρίζ. Σκίστηκε πολύ βαθιά το πρόσωπό μου… Και με παίρνει ο Μάρκος ο Ζέρβας και με πάει στο Πρώτων Βοηθειών. Ήρθε μαζί και ο Κούρκουλος, ο οποίος ήταν πολύ στενοχωρημένος. Αισθανόταν ενοχές.
– Κι εσείς νιώσατε σαν να γκρεμιζόταν το όνειρο της καριέρας σας που μόλις άρχιζε;
Σκέψου ότι πήρα στα χέρια μου το κομματάκι το κρέας που μου είχε πεταχτεί από το πρόσωπο… Πάω στον καθρέφτη, με βλέπω και λέω στον Κούρκουλο: «Νίκο, με κατέστρεψες!». Ήταν πολύ βαθύ το τραύμα.
– Ο πόνος;
Ο πόνος ήταν πόνος, μετά από λίγο πέρασε. Αλλά τι θα γινόταν με το θέμα της ζωής μου, της δουλειάς μου; Ξαφνικά, είχα μια τρυπά στο πρόσωπο… Ο Νίκος, τον βλέπω, ήταν κατακίτρινος –είχε χάσει το χρώμα του. Έλεγε: «Αμάν, τι σου έκανα!»
– Και τον παρηγορούσατε εσείς αντί να σας παρηγορεί εκείνος;
Είχα την ευτυχία να με πάνε αμέσως από τις Πρώτες Βοήθειες στο νοσοκομείο «Ερυθρός Σταυρός». Και άκου τύχη: την προηγούμενη μέρα είχαν εγχειρήσει έναν Ελληνοαμερικάνο που είχε τρακάρει άσχημα με το αμάξι του και είχαν φέρει από την Αμερική, ειδικά γι’ αυτόν, ράμματα και θεραπευτικές σκόνες από τις πιο καινούριες που είχαν εφευρεθεί. Ήταν κι ένας νεαρός γιατρός -δε θυμάμαι, δυστυχώς, τ’ όνομα του για να τον ευχαριστήσω ύστερα από τόσα χρόνια- και μου λέει: «Μη φοβάστε! Έχω τα πιο τελευταία υλικά και είναι και η δουλειά μου να διορθώνω πληγές». Εγώ έτρεμα… Του λέω: «Κράτησα το κομμάτι που έφυγε με το χτύπημα!» και του δείχνω αυτό που κρατούσα. Μου λέει: «Πέταξέ το, δε μας κάνει, θα βάλουμε άλλο!»… Χωρίς πλάκα, έκατσε πάνω από το τραύμα μου κάπου τρεις ώρες.
– Έκανε σπουδαία δουλειά. Δε φαίνεται σχεδόν τίποτα.
Ναι. Μια πλαστική συγκλονιστική, ε; Αν δεν ήταν αυτός, θα μπορούσε να είχε κρεμάσει η μούρη μου… Αν θυμάσαι, στον «Κατήφορο» -στη σκηνή στο δικαστήριο- έχω τσιρότα στο πρόσωπο. Είναι απ’ αυτό τον τραυματισμό.
– Και συνδέθηκε ο τραυματισμός σας με την επιτυχία του «Κατήφορου»;
Ναι… Για πλάκα. Ξέρεις… Στα γυρίσματα της επόμενης ταινίας, του «Μερικοί Το Προτιμούν Κρύο», ο Δαλιανίδης έλεγε: «Άντε, να χτυπήσει πάλι ο Βουτσάς, να βγάλει αίμα, να σκίσουμε!».
– Και χτυπήσατε;
Ναι, αμέ. Ένα βράδυ, μετά το γύρισμα, πήγαμε με τον Δαλιανίδη στο «Ράδιο Σίτυ» να δούμε κάποια ταινία. Κι όπως ήταν σκοτάδι στην αίθουσα, ενώ περπάταγα, πήγα σαν ηλίθιος και κοπάνησα το κεφάλι μου πάνω σε μια κολόνα. Σκίζεται το φρύδι μου και τρέχει αίμα. Και αρχίζει ο Γιάννης να φωνάζει: «Αίμα! Αίμα! Θα έχουμε επιτυχία!» «Ρε Γιάννη -του λέω- πρέπει κάθε φορά να σακατεύομαι για την επιτυχία;»
– Πριν από τον «Κατήφορο» πού αλλού είχατε παίξει;
Στον «Κατήφορο» ήταν ο πρώτος μου μεγάλος ρόλος –ο «Μπίσμπιρας», ο λεγόμενος. Πιο πριν είχα παίξει ένα ασήμαντο ρολάκι στην «Αλίκη Στο Ναυτικό», στον «Σκληρό Άντρα» με τον Χατζηχρήστο, τη Σπεράντζα Βρανά, τη Βούρτση και την Καραγιάννη, και στην «Κυρά Μας Τη Μαμή» με τη Βασιλειάδου, τον Παπαμιχαήλ και την Ξένια Καλογεροπούλου… Και μετά, «Κατήφορος».
– Δηλαδή είστε άλλος ένας πρωταγωνιστής που η καριέρα του συνδέεται άμεσα με τον Γιάννη Δαλιανίδη.
Ο Γιάννης είναι ψυχούλα. Αξιολάτρευτος άνθρωπος. Εγώ τον θεωρώ αδελφό μου. Ο Θεός να τον έχει γερό, επειδή είναι μόνος του… Θέλω πάντα να ξέρει πως είμαι ο άνθρωπος του.
– Πότε πρωτοπαίξατε θέατρο;
Ήμουνα αθλητής, όλη μέρα στον στίβο. Επειδή είχα ένα πρόβλημα βρογχικό στο στήθος μου, το οποίο εξελίχθηκε σε άσθμα, ο προπονητής διέταξε να πάω στην εξοχή για δέκα μέρες, να συνέλθω. Πήγα στη Μηχανιώνα… Εκεί λοιπόν ήταν ένας ηθοποιός που έκανε πρόβες με τα παιδιά της κατασκήνωσης και ετοίμαζαν μια παράσταση. Ενώ μια μέρα έκανα προπόνηση με έναν άλλον αθλητή, ανέβηκα για να ξεκουραστώ στην ταράτσα του γυμνασίου -εκεί μας «στρατοπεδεύσανε»- και να δω την πρόβα της παράστασης. Βλέπω κάποιον να παίζει το μεθυσμένο. Του λέω: «Έτσι γίνονται οι μεθυσμένοι;» Μου λέει: «Άσε μας ρε φίλε να κάνουμε τη δουλειά μας!» Λέω: «Μα δεν τον κάνεις σωστά». «Κάνε τον εσύ» μου λέει.
– Τι ηλικία είχατε τότε;
Δεκάξι. Και ήμουνα πολύ ντροπαλό παιδί. Είχα μια τσαχπινιά και μια ζωηράδα, αλλά και μια αγοραφοβία. Δεν αναλάμβανα εύκολα τέτοιες πρωτοβουλίες… Δεν είχα δει ποτέ στη ζωή μου θέατρο, ωστόσο, βγαίνω στη σκηνή, παίζω το ρόλο και, από τέλεια άγνοια, τον παίζω καλά. Ενθουσιάζεται αυτός. Μου λέει: «Εσύ θα τον κάνεις!» Λέω: «Αποκλείεται!» Και επεμβαίνει ένας καθηγητής και με πείθει. Το πρώτο βράδυ που έπαιξα στη σκηνή επάνω, μπροστά στους κατοίκους της Μηχανιώνας, έγινα φίρμα. Είχε μαζευτεί όλη η περιοχή. Καλοκαιράκι… Την άλλη μέρα, στη βόλτα, μου δίνανε όλοι συγχαρητήρια. Ξαφνιάστηκα… Θέλω να πω ότι δεν πήγα εγώ στο θέατρο. Το θέατρο ήρθε σε μένα. Πιστεύω ότι όλους τους πρώτους ηθοποιούς τους τραβάει το ίδιο το θέατρο σαν μαγνήτης. Τους θέλει. Το θέατρο είναι σφουγγάρι. Είναι μια μάνα που θέλει τα παιδιά της μέσα στην αγκαλιά της, μέσα στη ζεστασιά της. Κατάλαβες;… Κι εκείνα που δε θέλει τα απωθεί, τα διώχνει.
– Δεν υπάρχει περίπτωση ένα από τα παιδιά που διώχνει να είναι το «ασχημόπαπο» του παραμυθιού και μια μέρα να γίνει «κύκνος»;
Δε γίνεται, όχι… Μπορεί κάποιος να έχει πολλές ατυχίες, όμως, μια μέρα θα βρει το δρόμο που θα τον βγάλει στη σκηνή. Θα βγει και θα φανεί. Είναι σπόρος που φυτεύεις στο χώμα, βάζεις από πάνω τσιμέντα και πέτρες, αλλά αυτός θα βρει τρόπο ν’ ανθίσει… Δεν υπάρχει περίπτωση ένας λαμπερός ηθοποιός να χαθεί.
– Άλλο λαμπερός και άλλο ταλαντούχος;
Ε, βέβαια… Πίσω από μένα υπάρχουν πολύ καλύτεροι ηθοποιοί, που παίζουν πολύ πιο σωστά τους ρόλους. Αλλά δεν τους έχει αγγίξει το ραβδάκι.
– Ποιος κρατάει το ραβδάκι; Ο Θεός; Η τύχη; Το κοινό;
Δεν ξέρω. Ίσως και να το κρατάς ο ίδιος… Πάντως, κάποια στιγμή το ραβδάκι σ’ ακουμπάει και σου λέει: «Εσύ θα είσαι πρώτος!»… Είτε αθλητής είναι είτε έμπορος, δημοσιογράφος, ηθοποιός ή τραγουδιστής -σ’ όποιον τομέα κι αν ανήκει- ο πρώτος έχει λάμψη και εκτόπισμα… Είκοσι άτομα να βρίσκονται μαζί μου πάνω στη σκηνή, εμένα θα κοιτάξεις –όχι γιατί είμαι ο καλύτερος ηθοποιός, αλλά επειδή λάμπω. Το ίδιο συμβαίνει και με την Αλίκη, σου τραβάει το μάτι. Όπως και ο Παπαμιχαήλ. Και η συχωρεμένη η Τζένη.
– Μικρός βλέπατε σινεμά;
Πάρα πολύ. Μιλάμε για τρία και τέσσερα έργα την ημέρα.
– Σοβαρολογείτε;
Θα σου εξηγήσω… Μετά την Κατοχή, στον Εμφύλιο, ο πατέρας μου, που ήταν αριστερός, μας έβαζε -εμένα κι ένα φίλο μου- και τυπώναμε σ’ ένα πολύγραφο προκηρύξεις. Το παράνομο τυπογραφείο βρισκόταν στον τρούλο ενός κτιρίου, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, ακριβώς εκεί που σκοτώσανε τον Λαμπράκη… Είχα ένα αμπέχονο χακί, φανταρίστικο, έχωνα μέσα τις προκηρύξεις και πηγαίναμε με το φίλο μου, ανεβαίναμε στους εξώστες των κινηματογράφων -στο «Τιτάνια», στα «Διονύσια»- τις πετάγαμε στην πλατεία και μέχρι να κατεβούν οι προκηρύξεις κάτω είχαμε κατεβεί εμείς πιο γρήγορα και καθόμασταν εκεί ώστε να μη μας υποπτευθούν και μας πιάσουνε. Κι έτσι έβλεπα πολύ κινηματογράφο… Πηγαίναμε, βλέπαμε την ταινία, πετάγαμε και τις προκηρύξεις. Μετά βγαίναμε και πηγαίναμε σε άλλο σινεμά.
– Δηλαδή η κομματική αποστολή σας ήταν να πηγαίνετε στον κινηματογράφο; Λες και το κανόνισε η ίδια η μοίρα αυτό, σαν να σας έδειχνε ποιο δρόμο πρέπει να πάρετε στη ζωή σας.
Τρεις προβολές τις καθημερινές και τις Κυριακές τέσσερις. Δεν νομίζω να έχει δει άλλος άνθρωπος τόσες ταινίες όσες έχω δει εγώ.
– Τι απέγινε αυτός ο φίλος σας; Τον βλέπετε ακόμα;
Όχι. Μετά τον Εμφύλιο έφυγε για την Αρμενία. Μια φορά μου έστειλε ένα γράμμα από το Ερεβάν. Έκτοτε χάθηκε. Αγκόπ Γουγουγιάν το όνομα του. Ποιος ξέρει πού θα ‘ναι τώρα! Είχε και μια αδελφή που ήταν καμπουρίτσα. Είχανε μια βιοτεχνία στη Θεσσαλονίκη και φτιάχνανε τσεμπέρια… Είχα στη Θεσσαλονίκη κι έναν πολύ καλό φίλο, Εβραίο, τον Ραφαέλο. Μέναμε στην ίδια γειτονιά, στην Πλατεία Δικαστηρίων. Και θυμάμαι στην Κατοχή, που μάζεψαν όλους τους Εβραίους στα γκέτο. Δηλαδή σε κάτι τεράστια οικοδομικά τετράγωνα που είχαν γύρω γύρω πεζοδρόμιο και τους υποχρέωσαν να ζουν εκεί και να μην κυκλοφορούν στην πόλη. Απαγορευόταν να κατεβάσουν το πόδι τους στο δρόμο… Ένα τέτοιο γκέτο υπήρχε και στη γειτονιά μας και είχαν κλείσει εκεί τον φίλο μου. Πήγαινα λοιπόν εγώ στο απέναντι πεζοδρόμιο, πέντε μέτρα απόσταση, και κουβέντιαζα με τον Ραφαέλο, που είχε ραμμένη στα ρούχα του την «πεντάλφα», το «κίτρινο αστέρι». Οι Γερμανοί μας βλέπανε αλλά δε μας δίνανε σημασία, ήμασταν μικρά παιδιά… Κάποια στιγμή τους πήρανε τους Εβραίους από κει κι εγώ τους ακολούθησα, κατέβηκαν όλοι μαζί την οδό Αριστοτέλους και στο δρόμο ενώνονταν με τις ομάδες που έρχονταν από άλλα σημεία της πόλης και σχηματίστηκε μια ουρά τεράστια που κατέληξε στην Πλατεία Ελευθερίας. Τότε δεν υπήρχε εκεί ούτε ένα δέντρο, ήταν γυμνό το μέρος, κρανίου τόπος. Και τους άφησαν εκεί, μέσα στο λιοπύρι. Ύστερα ήρθαν τα καμιόνια και τους φορτώσανε. Και μάθαμε ότι θα τους ανέβαζαν στο τραίνο. Και μετά τους χάσαμε. Δεν τους ξαναείδε κανείς.
– Ποιο είδος ανθρώπου σας είναι ανυπόφορο;
Εννοείς από χαρακτήρα;… Ε, θέλω να είναι ντόμπρος ο άνθρωπος δίπλα μου. Ειλικρινής… Δεν μπορώ αυτούς που έχουν μια αιώνια ανασφάλεια μέσα τους, ένα σαράκι που τους τρώει… Και, κυρίως, δεν αντέχω τους αχάριστους και τους κακομοίρηδες.
– Η κακομοιριά έχει να κάνει με τη φτώχεια;
Όχι, καθόλου! Αντιθέτως! Άλλο άδεια τσέπη και άλλο μίζερη καρδιά.
– Άλλωστε κι εσείς ένα παιδί κυνηγημένης φαμίλιας είστε.
Όλη η οικογένεια στην ταλαιπωρία. Και ο αδελφός μου κυνηγημένος κι αυτός. Ήταν σε μια οργάνωση -την ΟΠΛΑ- κάτι σαν την 17 Νοέμβρη σήμερα.
– Ο πατέρας σας έζησε καιρό στην εξορία;
Πήγαινε κι ερχότανε συνέχεια. Τον κράταγαν ένα χρόνο, τον άφηναν, τον ξανάπιαναν.
– Υπήρχε πολύς αριστερός κόσμος στη Θεσσαλονίκη.
Παντού υπήρχε. Και εδώ στην Αθήνα και σ’ όλη την Ελλάδα. Και τώρα υπάρχουνε, αλλά ίσως το ίδιο το κόμμα -και η πολιτική γενικότερα- να μην μπορούν πια να μεταδώσουν την ελπίδα ότι θα γίνει κάτι και θ’ αλλάξει η ζωή προς το καλύτερο… Διαβρώθηκε ο κόσμος.
– Από τι;
Από την κατανάλωση… Όπως λέει και ο Χρόνης ο Μίσσιος, καλά που φύγανε νωρίς οι ιδεολόγοι και δεν είδαν τα μάτια τους αυτά που γίνονται. Πώς θα ένιωθε ο πατέρας μου αν έβλεπε τη Σοβιετική Ένωση να καταρρέει μέσα σε εβδομήντα χρόνια και να λέει στον κόσμο: «Προλετάριοι όλων των χωρών, μας συγχωρείτε. Κάναμε λάθος!»… Φύγανε ευτυχισμένοι οι παλιοί, μέσα στον αγώνα τους. Η ιδεολογία είναι σπουδαίο πράγμα.
– Είστε κομμουνιστής;
Ειλικρινά σου μιλάω, δεν έχω σχέση με τα πολιτικά. Δεν είμαι κάπου ενταγμένος… Εγώ πιστεύω στην ελεύθερη οικονομία. Αλλά έχω μέσα μου κάποιες αξίες που μου έμειναν από τον πατέρα μου. Έφαγε ξύλο πολύ στη ζωή του. Τον δέρνανε για να υπογράψει τη δήλωση.
– Αρκούσε να βάλει μια υπογραφή και τέρμα το ξύλο;
Ναι, αλλά αυτό θα ήταν η μεγαλύτερη καταστροφή. Άνθρωποι οι οποίοι υπογράψανε τη «δήλωση μετανοίας» μετά δε μπορούσαν να σταθούνε πουθενά. Δεν τους άφηνε ήσυχους η συνείδηση τους, επαναστατούσε ανά πάσα στιγμή και τους κατέστρεψε στο τέλος. Ζούσαν συμβιβασμένοι πια και αυτό δεν το δέχεται ούτε η ιδεολογία ούτε η ψυχή του ανθρώπου.
– Εδώ πληρώνονται όλα;
Είναι σωστή αυτή η κουβέντα. Είδα με τα μάτια μου αυτούς που υπογράψανε να καταστρέφονται εντελώς. Δεν μπόρεσαν να προκόψουν και να στεριώσουν κάπου… Μια φορά μας είχανε κουβαλήσει, όλη την οικογένεια, στην Ασφάλεια, στη λεωφόρο Στρατού. Περιμέναμε σ’ ένα διάδρομο, εγώ και η μάνα μου με την αδελφή μου μωρό στην αγκαλιά της και σέρνανε αυτοί τον πατέρα μου από γραφείο σε γραφείο και τον δέρνανε μπροστά μας, στο σώμα, στο κεφάλι, με μια μαύρη σιδερένια βέργα για να υπογράψει τη δήλωση και -σαν οπτασία τον έχω στο μυαλό μου- να κάνει μια τρομερή αιμόπτυση, ποτάμι το αίμα, με το μαλλί όρθιο από τη φρίκη και τη μάνα μου να τον παρακαλάει να υπογράψει.
– Τι άλλο να έκανε η γυναίκα, με δυο παιδιά στην αγκαλιά;
Και το μεγάλο αδελφό μου κυνηγημένο και χαμένο… Ο πατέρας μου ήταν φυματικός. Κι όταν τον πήγανε στο σανατόριο -στο Ασβεστοχώρι- του έδωσαν ένα αχούρι, ένα στάβλο για να μένει. Βγάλανε το άλογο και βάλανε τον πατέρα μου. Του είπαν: «Καθάρισε και ζήσε μέσα εδώ!». Και πέσαμε όλοι μαζί στη δουλειά και κάναμε το στάβλο σπίτι… Θυμάμαι ότι μια φορά τη βδομάδα, για να του πάμε λίγο βούτυρο και ό,τι άλλο εξοικονομούσαμε, πηγαίναμε με τα πόδια από τη Θεσσαλονίκη στο Ασβεστοχώρι. Ανεβαίναμε όλο το βουνό… Ήμουνα μικρός, φοβόμουνα τα φίδια και σε κάθε αντέρεισμα, κάθε στροφή, έτρεχα μη και έχει κανένα φίδι ο δρόμος και με δαγκώσει.
– Τι άλλο φοβάστε εκτός από τα φίδια;
Αυτούς που εφαρμόζουν το νόμο.
– Δηλαδή και για μια απλή τροχαία παράβαση να σας σταματήσουν, εσείς τρέμετε;
Αυτό λες; Μη σου πω ότι αν περπατάω μέσα στη νύχτα και πέσω πάνω σε αστυνομικούς που περιπολούνε, μπορεί και να χεστώ επάνω μου. Αλήθεια σου λέω.
– Τι πιθανότητες έχει ένας θεατρίνος να ταυτίσει την «επαγγελματική του διαστροφή» με τη ζωή του και να «παίζει θέατρο» παντού;
Δε μπορώ να υποκριθώ στη ζωή μου. Η επαγγελματική μου διαστροφή -όπως είπες- χρειάζεται ένα συγκεκριμένο χώρο για να λειτουργήσει, θέλω φώτα, κοινό, σκηνικά, τη δύναμη του σανιδιού… Μου έλεγε ο Σακελάριος -Θεός σχωρέσ’ τον- ότι ο Λογοθετίδης έπαιζε κάποτε μια σκηνή στο θέατρο, όπου έπρεπε να πηδήσει ένα εμπόδιο κάπου ογδόντα πόντους. Έπαιρνε φόρα, λοιπόν, κάθε βράδυ και τοπ! το πέρναγε… Πήγαν κάποτε μια εκδρομή και στο μονοπάτι τους βρήκαν ένα πεζούλι σχεδόν στο ίδιο ύψος με το εμπόδιο. Ο Λογοθετίδης όμως το πέρασε σκαρφαλώνοντας το. Του λέει ο Σακελάριος: «Βρε Βασίλη μου, πώς γίνεται εδώ να σέρνεσαι και να σκαρφαλώνεις, ενώ το ίδιο εμπόδιο στη σκηνή το πηδάς;» Και απαντά ο Λογοθετίδης: «Άλλο η σκηνή, Αλέκο μου! Άλλο η σκηνή!»
– Γιατί δε βγάζει η εποχή μας ταλέντα σαν τον Σακελάριο;
Είναι θηλυκού γένους η εποχή. Κάποια στιγμή εγκυμονεί και γεννάει. Κάποια άλλη, όχι… Ίσως να είναι στείρα η δική μας εποχή, ίσως να χρειάζεται μια περίοδο στειρότητας, για να ξεκουραστεί. Ίσως αυτή τη στιγμή να κυοφορεί αυτούς που θα ‘ρθουν… Τι είναι αυτό που γονιμοποιεί την εποχή; Ποιο είναι το αρσενικό στοιχείο που θα γαμήσει την εποχή για να βγάλει κάτι καινούριο;
– Ο καιρός;
Ο χρόνος… Όπως θες πες το. Σιγά-σιγά κάτι θα ξαναφανεί.
– Εσείς δεν παίξατε και πολύ Σακελάριο στο θέατρο.
Όχι. Εγώ έπαιζα Πρετεντέρη-Γιαλαμά… Αλλά έπαιξα και Ψαθά και Τσιφόρο.
– Ο Τσιφόρος ήταν περιβόλι;
Πολύ ωραίος! Πολύ γέλιο με τον Τσιφόρο. Κάναμε πολύ παρέα… Του έλεγες: «Νίκο, είδα τη γυναίκα σου πρωτύτερα». Έλεγε: «Καλά να πάθεις!»… Μια φορά ένας σκηνοθέτης -στα στούντιο του Φίνου- κράταγε στα χέρια του ένα προφυλακτικό. Πήγαινε στον καθένα ξεχωριστά και του έλεγε: «Θέλετε αυτό το προφυλακτικό;» Πάει και στον Τσιφόρο και του λέει: «Κύριε Νίκο, μήπως το θέλετε εσείς;» Και του λέει ο Τσιφόρος: «Τι να το κάνω χριστιανέ μου! Αν το φορέσω, θα είναι το πουλί μου σαν νεκρός με αδιάβροχο!»… Τον ρωτάγανε: «Σεξουαλικά πώς τα πας με τη γυναίκα σου;» Και έλεγε: «Άσε. Άμα έχει πέτσα το γιαούρτι, δεν μπορώ να το τρυπήσω»… Τότε που ήταν της μόδας η Φωκίωνος Νέγρη, καθόμασταν μια φορά κάτω από τα δέντρα και τον κουτσούλισε ένα πουλάκι. Και λέει: «Μέχρι και τα πουλιά καταλάβανε τι καθίκι είμαι!»…
– Ισχύει ότι ο ηθοποιός καταλαβαίνει το χαρακτήρα του κοινού από τις αντιδράσεις και τα γέλια;
Ε, βέβαια. Το γέλιο έχει ποιότητες. Έχει ζεστασιά το γέλιο
– Έχει και παγωμάρα;
Αν έχει; Είναι τα «ξερά γέλια» που λένε. Μερικές φορές είναι τόσο «κρύα» η πλατεία που περνάει ώρα ώσπου να τη «ζεστάνεις». Και λες: «Ρε γαμώτο, ραντεβού δώσανε όλοι οι Σουηδοί στο θέατρο μου;»… Τις προάλλες έδωσα μια παράσταση στην Κομοτηνή και ήταν κάποιος στο κοινό που λιποθυμούσε από τα γέλια και μας παρέσυρε όλους. Το κοινό, εμένα, τους πάντες. Κι έγινε μια πανηγυριώτικη παράσταση, ζεστή και ζωντανή.
– Ένας κωμικός ξεπερνάει τις δυσκολίες της ζωής με γέλιο;
Έχω κλάψει πολλές φορές. Έχω στενοχωρηθεί, έχω βουρκώσει. Πιο πολύ βουρκώνω με τις κακοτυχίες των άλλων παρά με τις δικές μου. Έχω και μια θεωρία. Τη στιγμή που μου συμβαίνει το καθετί, αντί να θλίβομαι προσπαθώ να σκεφτώ πώς θα μου φαίνεται όταν θα έχουν περάσει δυο μήνες, θα έχει αμβλυνθεί, ξεπεραστεί. Κατάλαβες;… Ρίχνω, δηλαδή, μια ματιά στο μέλλον. Δε λέω… όλα αφήνουνε πληγές. Η ζωή η ίδια είναι πληγή. Δεν είναι; Μήπως είμαστε ευτυχισμένοι μονίμως; Συνέχεια στον αγώνα. Πληγή δεν είναι αυτό το πράγμα;
– Αν ήσασταν «υπουργός κινηματογράφου» για μια μέρα, τι νόμο θα θεσπίζατε για ν’ ανοιχτεί επιτέλους μια πόρτα προς τη νέα ακμή του ελληνικού σινεμά;
Θα έδινα κίνητρα για την ανάπτυξη. Αλλά ξέρεις ποιο είναι το θλιβερό; Ότι δεν υπάρχουν πια κινηματογράφοι στην επαρχία; Λίγοι απέμειναν. Ένα σωρό μεγάλες πόλεις δεν έχουν πια ούτε μια αίθουσα. Έγιναν όλες παμπ, φλιπεράκια και σούπερ μάρκετ … Αυτή τη ζημιά θα τη βρούμε κάποτε μπροστά μας… Η Πτολεμαίδα δεν έχει σινεμά, η Κοζάνη έχει μόνον ένα, στη Φλώρινα το τελευταίο έκλεισε. Κάποιοι ιδεολόγοι αιθουσάρχες παιδεύονται από μόνοι τους να κρατήσουν τα σινεμά τους ανοιχτά. Κάνω μια έκκληση μέσα από δω προς το Υπουργείο Πολιτισμού: Πρέπει να βοηθήσει τους αιθουσάρχες της επαρχίας να κρατήσουν ανοιχτούς τους κινηματογράφους τους. Στο Ηράκλειο της Κρήτης μόνο δυο σινεμά υπάρχουν… Εμείς -οι θίασοι γενικά- θέλουμε να κάνουμε μια περιοδεία και δεν υπάρχουν πια αίθουσες. Στη Λάρισα δεν υπάρχει κινηματογράφος, ούτε στο Βόλο… Και να υπάρχει, «τσόντες» θα παίζει… Σινεμά βλέπουν μόνο οι Θεσσαλονικείς και οι Αθηναίοι. Φωνάζουμε ότι κλείνουν τα θερινά σινεμά και την ίδια στιγμή έχουν κλείσει όλες σχεδόν οι αίθουσες σε όλη την Ελλάδα. Κάθε χρόνο θα ‘ναι και χειρότερα. Είναι θλιβερό για τον κόσμο της επαρχίας αυτό. Για την περιφέρεια της ελληνικής επικράτειας.
– Και αυτή τη σκέψη τη διαβάζει κανείς και στα μάτια των ανθρώπων;
Πάνε στα μπουζούκια, στα τσιπουράδικα, στα μπαρ… Καμιά μπουρδελότσαρκα… Εμάς που πάμε εκεί με τους θιάσους, μας κοιτάνε σαν ούφο. Οι νέοι ούτε που μπαίνουν πια στο θέατρο… Κάθε φορά που δίνω συνέντευξη σε κάποιο τοπικό ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό σταθμό, φροντίζω να πω και να τονίσω ότι την έλλειψη κινηματογραφικών αιθουσών θα τη βρουν κάποια μέρα οι γονείς μπροστά τους. Λέω στον κόσμο ότι έχει υποχρέωση να οδηγήσει τα παιδιά του προς το θέατρο, το σινεμά, τις συναυλίες. Ότι δεν επιτρέπεται οι πολιτείες τους να έχουν μόνο καφενεία και σφαιριστήρια. Και πως αν δεν στρέψουν τους νέους στις τέχνες και τον αθλητισμό, θα χτυπάνε μια μέρα το κεφάλι τους.
– Έχετε γυρίσει όλο τον κόσμο;
Σχεδόν. Περιοδείες στην Αυστραλία, στην Αμερική, στον Καναδά, στη Γερμανία…
– Γιατί οι ξένοι -Ευρωπαίοι και Αμερικάνοι- μας προβοκάρουν και μας προσβάλλουν συνέχεια;
Τους μπαίνουμε στο μάτι. Είμαστε λαός περιούσιος. Έχουμε καβαλήσει τη ζωή, ενώ τους ξένους τους έχει καβαλήσει η ζωή… Σιχαίνομαι τους Έλληνες που βγαίνουν και λένε: «Α, εμείς οι κακόμοιροι!». Νομίζω πως είμαστε η καλύτερη φυλή που υπάρχει στην Ευρώπη –την Αμερική την ξέρω ελάχιστα… Εμείς, εδώ, φχαριστιόμαστε που ζούμε. Ποιος από τους ξένους φχαριστιέται που ζει; Προγραμματίζουν ένα χρόνο για να έρθουν να κάτσουν στην Ελλάδα δέκα μέρες. Και μπορεί σ’ αυτές τις δέκα μέρες το μίσος τους για μας να μεγαλώνει. Πάνε πίσω στον τόπο τους και λένε: «Τον πούστη τον Έλληνα. Κοιμάται στις τέσσερις το πρωί, ξυπνάει στις δέκα και μισή, έχει δυο σπίτια, δυο αυτοκίνητα, διασκεδάζει, έχει ξενυχτάδικα, θέατρα, ταβέρνες, λουλούδια, μέγαρα μουσικής, πινακοθήκες, μουσεία, νησιά, θάλασσες, ουρανούς, ήλιο!».
– Και έρχονται τα νεύρα των «φίλων και συμμάχων» μας και καταρρέουν.
Βγαίνουμε εμείς έξω και προκόβουμε. Βγαίνει ο Βούλγαρος, ο Τούρκος, ο Πολωνός, ο Ρουμάνος, ο Αλβανός έξω –αλλά δεν κάνει τίποτα… Λένε ένα ανέκδοτο για μας οι Εβραίοι στην Αμερική: «Πιάνει κάποτε ο γεροεβραίος το γιο του και του λέει: -Αβραάμ, αν έχεις ένα εστιατόριο και ανοίξει απέναντι σου ένα άλλο με δυο Έλληνες συνεταίρους, μη φοβηθείς. Σ’ ένα μήνα θα το κλείσουνε. Αν όμως έρθει ένας Έλληνας μόνος του και ανοίξει εστιατόριο, κλείσε το δικό σου και φύγε!». Και σκέψου ότι το λένε αυτό οι Εβραίοι, που έχουν όλα τα θεμέλια του κόσμου δικά τους… Μας φθονούν οι ξένοι εμάς. Μέσα στο σπίτι μας είμαστε αφέντες. Είμαστε οι αριστοκράτες της Ευρώπης. Σκέψου πώς ζούμε εμείς και πώς ζούνε αυτοί… Βγαίνει ο Γερμανός και ο Γάλλος κάθε Σάββατο, μπεκροκοπάει και χέζεται πάνω του και τη Δευτέρα το πρωί ξαναγίνεται ρομπότ και τρέχει στη δουλειά του… Έχουμε ωραία χώρα, είμαστε ωραίοι άνθρωποι…Τι κι αν σφαζόμαστε καμιά φορά; Όλες οι οικογένειες σφάζονται μεταξύ τους. Όταν, όμως, μας πειράξει κάποιος, γινόμαστε όλοι μας μια σφιγμένη γροθιά… Σκέψου τι έχουμε τραβήξει τόσα χρόνια. Πόσους κατακτητές αντέξαμε. Οι Ελβετοί και οι Βέλγοι τι αντέξανε; Δεν έσπασε το «κλαράκι» τους ποτέ. Ενώ εδώ το κόβανε το «δέντρο» απ’ τη ρίζα και κείνο ξανάβγαινε… Για σκέψου τι δυνατοί θα ήμασταν αν δεν είχανε ποτίσει τον κόσμο με το «όπιο της μετανάστευσης» και είχανε κρατήσει τους Έλληνες εδώ μέσα. Μπορούσανε, αλλά δε θέλανε.
– Ποιοι;
Κάποιοι πολιτικοί. Αυτοί είναι η βρομιά και η προσωποποίηση του βόθρου. Ο καθρέφτης της ζωής μας. Ποιος πολιτικός στον κόσμο είναι καλός; Ποιος εκτιμάται από τους ανθρώπους; Πάντα προδότες είναι., με την έννοια ότι προδίδουν τον κόσμο που τους ψηφίζει. Κι ένας να υπάρχει σωστός, τον αποκεφαλίζουνε αργά ή γρήγορα. Γρηγόρης Λαμπράκης. Καθαρίστηκε. Ήταν επικίνδυνος. Πάει. Τελείωσε. Και άλλοι. Πολλοί. Είναι τόσοι και τόσοι αυτοί που χαθήκανε έτσι.
– Ποιο είναι, λέτε, το κυριότερο χαρακτηριστικό της ελληνικής καθημερινότητας;
Το φιλότιμο που συχνά γίνεται ψευτοφιλότιμο. Και η έλλειψη αλληλοσεβασμού… Ο Έλληνας κυκλοφορεί με το «χέρι του κράτους» μέσα στην τσέπη του… Ελπίζω πως τα παιδιά μας θα διορθώσουν τα δικά μας τα λάθη. Πρέπει να μας ξεχάσετε εμάς, να μας προσπεράσετε. Εμένα δε μ’ αρέσουν οι συμβουλές και τα μηνύματα, αλλά πρέπει κάτι να κάνετε εσείς οι νεώτεροι για να σώσετε το περιβάλλον… Ο νεοέλληνας θέλει να βγάλει λεφτά αμέσως. Καίει τα βουνά, τα λαγκάδια, καταπατάει, μπαζώνει, για να κερδίσει χρήμα. Από μας τους μεγάλους λείπει το όραμα και το ενδιαφέρον για την αληθινή ζωή. Μας ενδιαφέρει μόνο η υλική πλευρά του θέματος. Έχουμε καταστρέψει το μέλλον των παιδιών μας, είμαστε η ατυχία της εποχής αυτής. Πρέπει οι καινούργιες γενιές να μας αγνοήσουν, να βαδίσουν πιο σωστά από μας. Να γίνουν δύναμη και να πουν: «Πίσω οι γέροι! Να πεθάνετε! Δεν έχει χώρο για σας το μέλλον!» Ο κόσμος πρέπει να επιστρέψει στην αθωότητα.
– Μου είπαν ότι πριν έρθετε στην Αθήνα, το κοινό εδώ ήξερε ήδη ότι υπάρχει ένας Βουτσάς στη Θεσσαλονίκη, πολύ καλός ηθοποιός. Είχατε κολλήσει το θεατρικό μικρόβιο από εκείνη τη βραδιά στη Μηχανιώνα;
Όχι, κανένα μικρόβιο. Έκανα πολύ αθλητισμό, εγώ. Όλη μέρα στο στίβο, στη ΧΑΝ. Άλμα εις μήκος και ταχύτητες. Έτρεχα «κατοστάρες». Έδινα μετάλλια και βαθμούς στο σύλλογο μου… Πήγα, όμως, κάποια στιγμή και γράφηκα στη δραματική σχολή του Μακεδονικού Ωδείου Θεσσαλονίκης της Αγγελικής Τριανταφυλλίδη, πλήρωσα τα πρώτα δίδακτρα, παρακολούθησα ένα μάθημα κλασικής μουσικής και αυτοσχεδιασμού αλλά βαρέθηκα κι έφυγα… Και στέλνει η διευθύντρια της σχολής τον άντρα της -τον Γιώργο Τριανταφυλλίδη- να πάει να πιάσει τον πατέρα μου, διότι νόμιζε ότι εκείνος δεν ήθελε να μ’ αφήσει να γίνω ηθοποιός. Λέει ο πατέρας μου: «Εμείς δεν τον εμποδίζουμε, δεν έχουμε κανένα πρόβλημα, ας πάει στο θέατρο». Κι έρχεται εκεί που δούλευα -πούλαγα λαχεία σ’ ένα πρακτορείο- και μου λέει: «Πρέπει να βγεις στο θέατρο, θα κάνεις μεγάλη επιτυχία. Είσαι ταλέντο!»… Με το ζόρι ξαναπήγα στη σχολή, αλλά η ιδέα ότι θα έκανα αυτήν τη δουλειά μου μπήκε στις εξετάσεις του πρώτου έτους, στον κινηματογράφο «Διονύσια», Αγίας Σοφίας και Τσιμισκή, τώρα πια δεν υπάρχει. Έπαιξα σκηνές από τον «Υπηρέτη Δυο Αφεντάδων», τον «Φιλάργυρο» και τον «Πέερ Γκιντ». Με το που τέλειωσα και είδα -ή μάλλον ένιωσα- την αντίδραση του κόσμου, το μικρόβιο του θεάτρου με κυρίευσε απολύτως, μέσα σε μια στιγμή. Ανάμεσα στο κοινό των εξετάσεων καθόταν και ο Γιώργος Λαζαρίδης -ο σκηνοθέτης και συγγραφέας- ο οποίος υπηρετούσε τότε εκεί τη θητεία, στο στούντιο της Υ.ΕΝ.Ε.Δ. και έγραφε θεατρική κριτική στις εφημερίδες. Και μου γράφει ένα διθύραμβο. Έγραψε ότι «βγήκε ένα ταλέντο μεγάλο». Τότε άρχισα να καταλαβαίνω τι γινόταν με μένα… Αργότερα, όταν υπηρετούσα εγώ, έπαιξα και στο «Στρατιωτικό Θέατρο» με μεγάλη επιτυχία… Αλλά στη Θεσσαλονίκη δεν υπήρχε μέλλον για ένα νέο ηθοποιό. Έκανα μια περιοδεία με τη Ρένα Ντορ και τον Αλέκο Λειβαδίτη. Πήγαμε και Αίγυπτο… Και αμέσως μετά με πήρε η Καλή Καλό, με κατέβασε στην Αθήνα, κι έπαιξα στο θίασό της πρωταγωνιστής.
– Ήρθατε με το τρένο;
Ναι. Τη λατρεύω τη Θεσσαλονίκη. Την έχω μέσα στην ψυχή μου, μέσα στα μάτια μου, μέσα στη μύτη μου, μέσα στο αίμα μου… Σκέψου, όμως, ότι το βράδυ που έφευγα για την Αθήνα, πριν ανεβώ στο τρένο, παίρνω από κάτω μια μαύρη πέτρα -μαύρη από τα λάδια των μηχανών και τα πετρέλαια- και την ώρα που ξεκίναγε η ατμομηχανή σφυρίζοντας, βγαίνω στο παράθυρο, για να μη με δούνε, και την πετάω πίσω μου. Μαύρη πέτρα πίσω μου. Και λέω: «Θεέ μου, μη με ξαναγυρίσεις πίσω!» Παρακάλεσα το Θεό να μη με γυρίσει πίσω κι ας ήξερα ότι κατεβαίνω σ’ ένα άγνωστο μέρος κι ας μη μπορούσα να φανταστώ τι θα αντιμετωπίσω. Η Αθήνα μου ήταν άγνωστη. Γνώριζα ότι υπήρχε τρομερός ανταγωνισμός.
– Θυμάστε τις πρώτες εντυπώσεις σας από την Αθήνα;
Μου φαίνονταν ατελείωτες οι αποστάσεις. Και το μεγάλο μου πρόβλημα ήταν που δεν ήξερα κανέναν εδώ. Άνθρωπο δεν ήξερα… Την πρώτη φορά που έδωσα εξετάσεις για να πάρω την «άδεια ηθοποιού» με απορρίψανε, μου είπαν ότι δεν κάνω για το θέατρο. Είχαμε κανονίσει με μια συνάδελφο να έρθει να με βοηθήσει, είχαμε κάνει πρόβα, και την ημέρα των εξετάσεων δεν ήρθε, με έστησε. Θυμάμαι ότι έπαθα μεγάλη ζημιά από την αγωνία μου. Έτρεμα από το τρακ. Και μου λένε: «Δεν κάνεις για το θέατρο, ρε παιδάκι μου! Τι δουλειά ξέρεις;» Λέω: «Δεν ξέρω τίποτα! Έχω τελειώσει το γυμνάσιο!» Και μου λένε: «Δεν πας, παιδάκι μου, πίσω στον τόπο σου, πριν σε φάει η Αθήνα!»
❈ Η παραπάνω συνέντευξη έγινε τον Απρίλιο του 1994.