Για τον Κώστα Μπίγαλη, εν αρχή ήταν η ΑΕΚ.
Και όλα τα υπόλοιπα, έπονταν. Ο ίδιος ποτέ του δεν είχε βλέψεις ή φιλοδοξίες να γίνει μουσικός, τραγουδιστής ή ηθοποιός σε μιούζικαλ.
Γέννημα θρέμμα της Νέας Χαλκηδόνας ων, είχε βγάλει από μικρός δελτίο ποδοσφαιριστή στην εφηβική ομάδα της (γειτονικής) ΑΕΚ, και ο ίδιος καθώς και όλο το οικογενειακό του περιβάλλον προετοιμάζονταν ψυχολογικά για να δουν το νέο… Κώστα Νεστορίδη να βγαίνει από τις ακαδημίες της, κάπου εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’70.
«Η ζωή τα έφερε αλλιώς, όμως», μου λέει ο ίδιος όταν με βάζει να κάτσω στους αναπαυτικούς καναπέδες του στούντιό του, που βρίσκεται κάτω από το σπίτι του και ξεκινάει να μου μιλάει για τη ζωή του. Πλησιάζει τα 70 του χρόνια και δεν μοιάζει ούτε έναν χρόνο πάνω από 55.
«Δεν έχω καπνίσει ποτέ στην ζωή μου, δεν έχω πιεί στάλα αλκοόλ [σ.σ: με μια και μόνη εξαίρεση, όπως θα δείτε παρακάτω] και δεν έχω κάνει ουσίες. Δεν είναι λίγο λογικό να κρατιέμαι τόσο καλά; Τα βλέπεις τα μαλλιά μου; Είμαι 69 χρονών και δεν έχει πέσει ούτε μια τρίχα. Και δεν τα έχω βάψει και ποτέ», μου λέει αστειευόμενος και αυτομάτως ανατρέχει στην πρώτη του ανάμνηση από την μουσική.
«Ενας φίλος μου, εδώ, από την γειτονιά, μου έφερε δώρο μια παλιά κιθάρα όταν ήμουν 17 ετών. Εγώ τότε δεν ακουγα μουσική, είχα πει θα κάνω καριέρα ως ποδοσφαιριστής. Δεν είχα ποτέ καλλιτεχνικές ανησυχίες. Παίρνω λοιπόν την κιθάρα και πιάνω τα τρία πρώτα ακόρντα που έμαθα, το πιο απλό, λα-ρε-μι, και εκείνη την στιγμή κατάλαβα ότι η εκμάθηση της κιθάρας ήταν το πρώτο πράγμα στην ζωή μου για το οποίο είχα πραγματική υπομονή να κάτσω να ασχοληθώ και να το μάθω. Συνήθως βαριόμουν τα πάντα. Και κοίτα να δεις: μέσα σε λίγες ημέρες έβγαλα το πρώτο μου τραγούδι. Απλό και παιδιάστικο, αλλά βγήκε. Δεν ήθελα να μάθω τα γνωστά τραγούδια της εποχής και να τα διασκευάσω. Ήθελα με την μια να συνθέσω κατι δικό μου. Μετά κόλλησα το μικρόβιο. Τότε άκουγα πολύ soul, σου μιλάω για Wilson Pickett και τέτοια».
«Οπότε από μικρός είχατε ένα θέμα με την soul και τα blues, του Αιγαίου και μη», τού αντιτείνω…
«… ε, ναι, το είδος το συγκεκριμένο με συγκλόνιζε, μιλούσε στην ψυχή μου. Και μάλιστα με την μουσική, ξέρεις τι άλλο συνέβη; “Ξεκλείδωσα”. Εγώ μικρός ήμουν πολύ ντροπαλός. Λόγω όμως αυτής της κλίσης μου στην μουσική, κατάφερα και ξεπέρασα μέχρι και την έμφυτη αυτή συστολή μου. Τότε λοιπόν, ξέρεις τα σπίτια της εποχής ήταν μονοκατοικίες ή διπλοκατοικίες, κολλητές η μια στην άλλη, και οι ταράτσες τους σχεδόν επικοινωνούσαν. Πηδούσες δηλαδή από την μια στην άλλη άνετα. Στην διπλανή ταράτσα με το δικό μου σπίτι, ένας φίλος μου τότε, αρχές του ’71 πρέπει να ήταν, είχε ένα συγκρότημα και έπαιζαν. Πήγα λοιπόν εγώ, ξεπερνώντας την φυσική συστολή μου, και τους χτυπάω την πόρτα του πλυσταριού, όπου έκαναν τότε πρόβες. Ανοίγει την πόρτα και μου λέει “τι θέλεις;” Εντωμεταξύ, τους έχω διακόψει κοτζάμ πρόβα. Τους λέω “να, μένω παραδίπλα, είμαι τραγουδιστής και τραγουδώ και θέλω να με δοκιμάσετε”. Με κοιτάνε όλοι από πάνω μέχρι κάτω με περίεργο ύφος, ειδικά ο τότε τραγουδιστής τους που φυσικά ένιωσε αμέσως την απειλή. Με τα πολλά, με δοκιμάζουν και παθαίνουν πλάκα με την φωνή μου. Και με παίρνουν. Και η πρώτη δημόσια εμφάνισή μου έγινε στον χορό της ΑΕΚ, που τότε έγινε στο “Ακροπόλ” στην Πατησίων, το 1971. Το συγκρότημα αυτό διαλύθηκε στην πορεία φυσικά και λίγους μήνες μετά έφτιαξα ένα δικό μου συγκρότημα με τους φίλους μου από την τοπική Φιλαρμονική. Εγώ αρχικά έπαιζα τύμπανα, ας πούμε. Και τότε ακριβώς είναι που φτιάχνουμε τους Live, δηλαδή “Ζήσε!” και παίρνουμε μέρος σε έναν διαγωνισμό για νέα ταλέντα, μιλάμε τώρα για λίγους μήνες πριν πέσει η Χούντα».
Το 1973 λοιπόν, η δισκογραφική Columbia/ΕΜΙ διοργάνωσε ένα διαγωνισμό νέων συγκροτημάτων σε συνεργασία με το περιοδικό «Φαντάζιο». Στον διαγωνισμό «Pop Festival ’73» συμμετείχαν εκατοντάδες τότε νεανικές μπάντες, από τις οποίες ξεπήδησαν, στη συνέχεια, πολλοί γνωστοί μουσικοί των δεκαετιών του ’80 και του ’90 – π.χ. εμφανίστηκε ένα συγκρότημα ονόματι «Σκορπιός», όπου έπαιζε πλήκτρα ένας πιτσιρικάς Γιάννης Γιοκαρίνης. Ή οι «Ηλεκτρικός Αργοναύτης», όπου έπαιζε ένας επίσης πιτσιρικάς Μιχάλης Ρακιντζής.
Στο φεστιβάλ αυτό οι Live συμμετείχαν με το τραγούδι «Θα ‘Θελα να Φωνάξω», σύνθεσης του ίδιου του Κώστα Μπίγαλη.
«Παίρνουμε λοιπόν ένα από τα βραβεία, αλλά για να μπούμε σε αυτό το δισκάκι που θα κυκλοφορούσε με το περιοδικό και που υποτίθεται ότι θα ήταν η ανταμοιβή μας, ως ένα από τα 13 καλύτερα συγκροτήματα, έπρεπε, ξέρεις, να περάσουμε από την λογοκρισία της εποχής, μιλάμε για Χούντα, έτσι; Φεύγοντας λοιπόν, με πιάνει ένας από την δισκογραφική και μου λέει “αυτό το τραγούδι σας, γιατί το ονόμασες έτσι; Δηλαδή, κάτσε, τι εννοείς, ότι θέλεις μεν να φωνάξεις, αλλά δεν σε αφήνει κάποιος εκεί έξω να φωνάξεις και νιώθεις κάποια πίεση από κάπου;” Πάνω στην διαπραγμάτευση, μικρός και εγώ, του λέω “οκ, τι θέλεις ακριβώς να αλλάξω ρε φίλε;” και μου απαντάει «ρε συ, κάν’ το λίγο πιο ερωτικό, ας πούμε”. Και κάπως έτσι, προκειμένου να πάρουμε το βραβείο μας, άλλαξα τον στίχο και το έκανα “θα’ θελα να φωνάξω το πόσο σε αγαπώ”. Ήταν η πρώτη μου κοντινή επαφή με αυτό το τέρας που σήμαινε “λογοκρισία”, μέχρι τότε ήμουν “στον κόσμο μου”».
Η συνέχεια θα αποδεικνυόταν εξίσου ενθουσιώδης (για τον ίδιο) και απογοητευτική (για τους υπόλοιπους Live) καθώς συνέβη αυτό που έχει γίνει εκατοντάδες φορές, με πολλά συγκροτήματα και μπάντες στην ιστορία της ροκ και ποπ κουλτούρας.
«Ήρθε η δισκογραφική εταιρεία λοιπόν και μού προσφέρει συμβόλαιο. Αλλά μόνο σε μένα, όχι σε όλη την μπάντα. Καταστεναχωρημένος εγώ, πάω στους υπόλοιπους να τούς το ανακοινώσω και φυσικά μέσα μου είμαι ταυτόχρονα ενθουσιασμένος που μια δισκογραφική εταιρεία με ζητάει και θα υπογράψω επιτέλους ένα συμβόλαιο, αλλά από την άλλη όλοι αυτοί που θα άφηνα πίσω, ήταν φίλοι μου. Δεν ήταν τόσο απλό να το διαχειριστώ αυτό. Αλλά το έκανα, αναγκαστικά. Και επειδή ήμουν κάτω από 21 ετών τότε, έπρεπε να υπογράψει το συμβόλαιο ο πατέρας μου, ως κηδεμόνας μου – σού υπενθυμίζω ότι τότε το όριο ενηλικίωσης ήταν τα 21 χρόνια και όχι τα 18 όπως σήμερα», μου λέει.
Και ο Κώστας Μπίγαλης περνάει επισήμως, το 1973, το κατώφλι μιας δισκογραφικής εταιρείας. Και η καριέρα του ξεκινάει.
«Το 1977 έκανα το πρώτο μου single με την EMI. Τότε παραγωγός μου ήταν ο μετέπειτα δημοσιογράφος Τέρενς Κουίκ και μου είπε πως θέλει να μου αλλάξει το όνομα και να μου το κάνει “Αλέξης”. Δεν του άρεσε το όνομά μου. Εντάξει, μικρός ήμουν και δεν με ένοιαζε αυτό. Εγώ ήθελα απλά να γράφω και να βγάζω τραγούδια. Οπότε, οι πρώτοι μου δίσκοι ήταν με το όνομα “Αλέξης”. Ε, στην πορεία δεν άντεξα και κράτησα τελικά το πραγματικό μου όνομα».
Και πάλι όμως, τον περίμενε μια έκπληξη στην γωνία: η υποκριτική.
«Εγώ από μικρός λάτρευα τα μιούζικαλ. Όλα τα μιούζικαλ. Στην αρχή πήγα να μπλεχτώ με μια φιλόδοξη ροκ όπερα ονόματι «Ουτοπία» σε μουσική Μίμη Πλέσσα και πρόζα του Κώστα Βίρβου. Η όπερα αυτή κάπου κόλλησε, δεν ανέβηκε ποτέ, τέλος πάντων, δεν βρήκαν χρηματοδότη, δεν βρήκαν χώρο, δεν ξέρω τι έγινε. Αλλά μετά ήρθε το “Jesus Christ Superstar” και εκεί, φίλε, έγινε “σφαγή”», επισημαίνει και μου εξηγεί το γιατί.
Μιλάμε για τα τέλη της δεκαετίας του ’70 και με την είδηση και μόνο ότι το μιούζικαλ των Αντριου Λόιντ Βέμπερ και Τιμ Ράις θα «ανέβει» σε ελληνική παραγωγή με έλληνες πρωταγωνιστές, έχει ανάψει «φωτιά» στην τότε καλλιτεχνική Αθήνα.
Ο Μπίγαλης μπορεί τελικά να πήρε το ρόλο του αρχιερέα Άννα στο «Ιησούς Χριστός Υπέρλαμπρο Άστρο», αλλά… εκτός νυμφώνος της παράστασης έμειναν, τότε, οι μισοί πρωτοκλασάτοι τραγουδιστές και σταρ της εποχής, οι οποίοι πέρασαν από εξονυχιστική οντισιόν από τον ίδιο τον Μίμη Πλέσσα.
«Ξέρεις ποιος ήθελε να πάρει τον ρόλο του Ιησού και έδωσε μάχη για να τον κατακτήσει; Ο Τόλης Βοσκόπουλος! Ήρθε κανονικά για πρόβα και του λέει ο Πλέσσας “έλα Τόλη, τραγούδησέ μας αυτά τα φωνητικά μέρη να σε ακούσουμε”. Εντωμεταξύ, όταν ο Πλέσσας πήρε τα δικαιώματα του μιούζικαλ από τους δημιουργούς του, στο συμβόλαιο έγραφε ξεκάθαρα ότι οι ηθοποιοί και οι τραγουδιστές που θα ενσαρκώσουν τους ρόλους, δεν θα πρέπει να “ξεφύγουν” φωνητικά ούτε ένα ημιτόνιο από την αρχική παρτιτούρα. Και αρχίζει ο Τόλης να τραγουδάει στην πρόβα και εννοείται ότι η φωνή του είναι υπέροχη, αλλά είναι λαϊκή, δεν έχει χροιά και εύρος για μιούζικαλ. Και ο Πλέσσας του λέει ευγενικά “βρε Τόλη μου, τώρα χρειάζεται να πας μισή οκτάβα πιο πάνω, κοίτα την παρτιτούρα” και ο Βοσκόπουλος φυσικά δεν έχει τις φωνητικές δυνατότητες για κάτι τέτοιο. Και ο Πλέσσας τον “έκοψε”. Ως όφειλε. Και του το πιστώνω αυτό».
Ο σκηνοθέτης του μιούζικαλ, ο Δημήτρης Μαλαβέτας, με το που «κατεβαίνει» το μιούζικαλ μετά από λιγότερο από έναν χρόνο («το οποίο, εν τέλει, “μπήκε και μέσα”, οικονομικά», μου λέει ο Μπίγαλης) πιάνει τον Κώστα παράμερα και τον παροτρύνει να σπουδάσει θέατρο.
«Ναι, πήρε τηλέφωνο τον ίδιο τον Γιώργο Θεοδοσιάδη και του λέει “σού στέλνω μια ταλεντάρα. Και μην διανοηθείς καν να τον περάσεις από οντισιόν”. Και κάπως έτσι, στις αρχές του ’80 ξεκίνησα να παρακολουθώ μαθήματα στη Δραματική Σχολή Αθηνών, με δάσκαλο τον Θεοδοσιάδη».
Η εποχή της Μεγάλης Αλίκης
Αλλά η υποκριτική, καλή ξε-καλή, δεν τον οδηγεί πουθενά, γιατί στα διαλείμματα απ’ όλα, ο Μπίγαλης το μόνο που κάνει είναι να συνθέτει τραγούδια. Πάντα αγγλόφωνα.
«Μου άρεσε ανέκαθεν ο αγγλικός στίχος, ενώ ήμουν τυχερός ή ικανός και είχα και πολύ καλή αγγλική προφορά και όλο αυτό μού έβγαινε φυσικά», λέει, διηγούμενος τις πρώτες του απόπειρες να ηχογραφήσει, το 1981, τα πρώτα του τραγούδια με παραγωγό τον Λουκά Σιδερά, μέλος του θρυλικού ελληνικού συγκροτήματος των Aphrodite’s Child.
Από την συνεργασία τους προέκυψαν δύο τραγούδια, το «Seventh Heaven» και το «The Αmazing Mr. B.», τα οποία παρέμειναν για λίγο στο ράφι, περιμένοντας την κατάλληλη χρονική συγκυρία μέχρι να παρουσιαστούν στο κοινό.
Και η ευκαιρία αυτή ήρθε δυο χρόνια μετά, με την δημιουργία των Big Alice, του αγγλόφωνου συγκροτήματος που σχημάτισε ο Μπίγαλης, κάνοντας και ένα έξυπνο λογοπαίγνιο με το επώνυμό του.
Το «Seventh Heaven» κυκλοφόρησε ως 7ιντσο single το 1983 και ένα χρόνο μετά, η δισκογραφική CBS κυκλοφόρησε το πρώτο άλμπουμ των Big Alice με το τραγούδι «I Μiss Υou» να γίνεται η Νο1 επιτυχία της χρονιάς στην Ελλάδα και να κυκλοφορεί σε 18 χώρες στο εξωτερικό.
«Εχω πει πολλές φορές ότι το συγκεκριμένο τραγούδι γράφτηκε από πραγματική ανάγκη, επειδή τότε μου έλειπε μια συγκεκριμένη γυναίκα. Αλλά, οκ, νομίζω ότι πλέον μπορώ να αποκαλύψω και το όνομά της. Εγώ είχα μια σχέση στις αρχές της δεκαετίας του ΄80 με την συνάδελφό μου, την τραγουδίστρια Μαριάννα Ευστρατίου [σ.σ: ήταν η επίσημη συμμετοχή της Ελλάδας στην Eurovision του 1989 με το τραγούδι «Το δικό σου αστέρι»]. Κάποια στιγμή χωρίσαμε, κάπου εκεί γύρω στο 1982, αν θυμάμαι καλά, και επειδή μού έλειπε πολύ ως παρουσία δίπλα μου, έγραψα για εκείνη το “I Μiss Υou”. Και μάλιστα, την εποχή που βγήκε το άλμπουμ τα ξαναβρήκαμε, τα ξαναφτιάξαμε και η ίδια κάνει και δεύτερα φωνητικά σε όλο το άλμπουμ των Big Alice. Εντάξει, μετά ξαναχωρίσαμε, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία», μού επισημαίνει.
To τραγούδι όντως ακούστηκε σε 18 χώρες του εξωτερικού, ενώ έφτασε στο Νο60 του αμερικανικού Billboard. Οπότε το ερώτημα παραμένει: γιατί ο Μπίγαλης και οι Big Alice δεν έκαναν τότε μια, έστω υποτυπώδη, διεθνή καριέρα;
«Γιατί με σαμπόταρε προσωπικά, άγνωστο γιατί, ο Sol Rabinowitz. Ακου να δεις τι έγινε, για να καταλάβεις», μού λεει, «αυτός ο τύπος, ένας πανέξυπνος Αμερικανοπολωνοεβραίος που ήταν στην αμερικανική CBS από την δεκαετία του ’60, ξαφνικά στα γεράματα βρέθηκε στην Ελλάδα να στήνει το εδώ γραφείο της CBS, σαν να κόβει, που λέμε, τα τελευταία του ένσημα. Ο άνθρωπος αυτός είχε ένα φοβερό “αυτί” όντως και διέβλεψε από την πρώτη στγμή την επιτυχία του “I Miss You”. Το θέμα είναι όμως ότι στην συνέχεια, και αφού πρώτα το κυκλοφόρησε, δεν έκανε απολύτως τίποτα προκειμένου να το προωθήσει στο εξωτερικό. Τον έπαιρναν τηλέφωνα για να πάω να πάιξω στην Σκανδιναβία και στην Ευρώπη και τους το έκλεινε στα μούτρα. Πήγα μια στο γραφείο του, πήγα δυο, προσπάθησα να διεκδικήσω κάτι παραπάνω, αλλά δεν έγινε τίποτα. Προφανώς, ο άνθρωπος με θεωρούσε κάτι σαν “προσωπικό του πρότζεκτ” και ως “προστατευόμενό” του, αλλά βασικά δεν έκανε τίποτα για να με κάνει πιο γνωστό. Εντωμεταξύ, εκεί γύρω στο 1985-’86, εγώ συνεχίζω να γράφω τραγούδια και του λέω ότι το δεύτερο άλμπουμ των Big Alice είναι σχεδόν έτοιμο. Εχω το υλικό. Και τι κάνει; Ο Sol “παγώνει” όλη την διαδικασία. Kάποια στιγμή, στα μέσα του 1986, τα “παίρνω” και μπαίνω στο γραφείο του νευριασμένος και φυσικά έγινε ένας τεράστιος καυγάς μεταξύ μας και με πέταξε κλωτσηδόν από αυτό. Και οι Big Alice τελείωσαν σ’ εκείνον ακριβώς τον καυγά».
Απογοητευμένος από την όλη εξέλιξη, ο Μπίγαλης αποφασίζει να «την δει αλλιώς». Παίρνει τηλέφωνο έναν φίλο του στο Λος Αντζελες και από το 1986 ως το ’89 πηγαινοέρχεται στην Αμερική – μεταξύ Νέας Υόρκης και L.A. – προσπαθώντας να κλείσει ένα δισκογραφικό συμβόλαιο.
«Έφτασα πολύ κοντά με την CBS στην Φρανκφούρτη που από κάποιες συγκυρίες για τις οποίες δεν ευθύνομαι εγώ, δεν υπογράφτηκε το συμβόλαιο. Είχα μια πρόταση που τελικά δεν προχώρησε λόγω κάποιων λανθασμένων κινήσεων που έκανε ο άνθρωπος που τότε είχε αναλάβει να με εκπροσωπήσει ως μάνατζερ. Εντελώς ξενερωμενος και απογοητευμένος, γύρισα μόνιμα στην Ελλάδα το 1989 και είπα μέσα μου “τέρμα το αγγλόφωνο, τώρα θα δοκιμάσω με έναν ελληνικό δίσκο”. Και τότε ηχογραφήθηκε το άλμπουμ “Με τον Ήλιο στους Ιχθείς”», προσθέτει.
Το low budget βιντεοκλίπ του «Ρίνα Κατερίνα» («η τότε παραγωγός εταιρεία, η Stefi, μάς έδωσε τόσα λίγα χρήματα για να γυρίσουμε το βιντεοκλίπ, που για να καταλάβεις για τι μιλάμε, εκεί που στο δεύτερο κουπλέ λέει “και η βροχή που δυναμώνει”, ο σκηνοθέτης, ο Σάββας ο Χουλιαράς, είχε πάρει ένα λάστιχο ποτίσματος και με κατάβρεχε για να φαίνεται ότι βρέχει», μου λέει γελώτας) τον βάζει στα μισά ελληνικά σπίτια μέσω της δύναμης της εικόνας και η καριέρα του Μπίγαλη μπαίνει, επιτέλους, σε μια τροχιά.
Τα μπλουζ της Eurovision
«Ποια Λήμνος μωρέ; Το “Του Αιγαίου τα Μπλουζ” το έγραψα στο πατρικό μου σπίτι, στη Νέα Χαλκηδόνα. Ούτε στου “Ηφαίστου το νησί” είχα πάει, ούτε τίποτα. Και ούτε έπαιζε και κάποια ερωτική απογοήτευση ή κάποιος καλοκαιρινός έρωτας, όπως υπονοείται στους στίχους. Απλώς, το τραγούδι αυτό γράφτηκε για τον διαγωνισμό της Eurovision το 1990 γι’ αυτό έχει αναφορά στις ομορφιές της Ελλάδας και σε θεούς, τον Ήφαιστο και την Αφροδίτη, προκειμένου να είναι πιο “πιασάρικο”. Υποβλήθηκε στις αρχές του ’90 στην ΕΡΤ, αλλά δυστυχώς πρέπει να μην το άκουσε κανείς, γιατί εκείνη τη χρονιά η Ελλάδα “πάτωσε”, τι ήρθαμε, κάτι μεταξύ 18οι ή 19οι; [σ.σ: όντως, ο Χρήστος Κάλοου κατετάγη 19ος με το τραγούδι «Χωρίς Σκοπό»]», μού λέει χαρακτηριστικά.
«Τέτοια εποχή, θυμάμαι, γυρίστηκε και το βιντεοκλίπ. Ήταν Δεκέμβρης του ’90 ή Ιανουάριος του ’91, χειμώνας ήταν πάντως, και ο Σάββας ο Χουλιαράς ξανά μάς έχει πάει με θερμοκρασίες κοντά στους μηδέν βαθμούς σε μια έρημη παραλία στο Λαύριο. Έχει στήσει το πιάνο και έχει βάλει ένα μοντέλο, μια κοπέλα από την Ισλανδία, να υποδύεται το αντικείμενο του πόθου μου. Και μετά μού λέει “δεν την βάζουμε και μέσα στην θάλασσα να πλατσουρίσει;”. Του λέω “Σάββα, είσαι μουρλός; Στην θάλασσα μέσα θα έχει υπό το μηδέν θερμοκρασία. Θα πάθει τίποτα το κορίτσι και ας είναι από την Ισλανδία”. Σκέψου το ότι εγώ που δεν έπινα, είχα πιει σχεδόν ένα μπουκάλι ουίσκι εκείνη τη μέρα για να αντέξω το κρύο και να ζεσταθώ. Ηπια ένα μπουκάλι σχεδόν και δεν μέθυσα καν», θυμάται.
Μεταξύ 1991 και 1994 η καριέρα του Μπίγαλη «απογειώνεται»: το 1993 κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Μικρή μου μέλισσα» που έγινε διπλά πλατινένιο (με το ομώνυμο τραγούδι να είναι το πλέον πολυπαιγμένο στο ελληνικό ραδιόφωνο κατά το έτος αυτό), το 1994 το άλμπουμ «Μουσικό ταξίδι» έγινε χρυσό, ενώ την ίδια χρονιά ο Μπίγαλης συμμετείχε με το τραγούδι «Τρεχαντήρι» και το συγκρότημα Sea Lovers στο διαγωνισμό της Eurovision.
Και ξαφνικά, εκεί κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’90, έγινε ένα «κλικ» και το ποπ τοπίο έγινε ξαφνικά βαρύ λαϊκό. Και ο Κώστας ένιωσε λίγο εκτός κλίματος, παρόλο που συνέχιζε να βγάζει άλμπουμ, από το «Ήλιε μου, φίλε μου» του 1995 και το «Ο έρωτάς σου θάλασσα» του 1996 και τα πιο πρόσφατα «Γαλάζιο» του 2005 (όσο κοντά χρονικά είναι το 2005, τέλος πάντων…) και «Ζήσε» του 2011.
«Εκεί ήρθε και μού είπε ο μάνατζέρ μου “Ακου Κώστα, το μουσικό κλίμα άλλαξε, γράψε και κάτι πιο λαϊκό, όχι μόνο ποπ”. Και τον άκουσα, γιατί ξέρεις τι; Μπορεί να μου αρέσει η ποπ μουσική, αλλά στη Νέα Χαλκηδόνα που γεννήθηκα, με Στράτο Διονυσίου και Στέλιο Καζαντζίδη μεγαλώσαμε όλοι εδώ. Και όταν έγραψα 1-2 λαϊκά τραγούδια, κατόπιν έμαθα, από έναν τρίτο, ότι ο Καζαντζίδης άκουσε, λέει, ένα από τα τραγούδια μου και είπε σε αυτόν τον κοινό μας γνωστό ότι “πάλι καλά, που υπάρχουν και μερικά νέα παιδιά στην δισκογραφία σήμερα και μας θυμούνται και εμάς”. Δεν ήθελα κάτι περισσότερο, μόνο αυτή την ατάκα του Στέλιου», επισημαίνει και αφού κοιτάει την κονσόλα της ηχογράφησης κοντοστέκεται λίγο και μου λέει:
«Ξέρεις σε τι φάση με πετυχαίνεις αυτή την στιγμή; Ε, ας το πω, να το βγάλω από μέσα μου. Ετοιμάζομαι να κυκλοφορήσω τον δεύτερο δίσκο των Big Alice, εκείνον που είχε απορρίψει ο Rabinowitz και είχε μείνει από το 1986 στα ράφια της ελληνικής CBS. Βρήκα τα παλιά τραγούδια, τα επεξεργάστηκα ξανά, έγραψα μερικά καινούργια και το δεύτερο άλμπουμ των Big Alice σύντομα θα βγει, με την συμμετοχή μάλιστα και της φωνής της Μαριάννας της Ευστρατίου σε αρκετά τραγούδια. Θα κυκλοφορήσει σε βινύλιο φυσικά, αλλά και σε όλες τις ψηφιακές πλατφόρμες. Είναι κάτι που το περιμένω και ανυπομονώ γι’ αυτό. Ήταν και ένα απωθημένο μου», μου λέει σχεδόν συγκινημένος, σαν να μιλάει για το παιδί του. Που είναι, εδώ που τα λέμε, για κάθε καλλιτέχνη, ένα τραγούδι ή ένα άλμπουμ. Ένα «παιδί».
Μέχρι τότε όμως, μεσολαβεί ένα μεγάλο πάρτυ, στο Gagarin 205, στις αρχές του Ιανουαρίου.
«Θα είναι ένα φοβερό πάρτυ γεμάτο με συνοεχόμενα χιτάκια από τα ’80s και τα ’90s. Εγώ θα τραγουδήσω μέχρι και τραγούδια από τηνδεκαετία του ’70. Πόσο την αγαπώ και την Πωλίνα, και την Μαντώ και την Σοφία την Βόσσου, αλλά να σού πω την αλήθεια, μού λείπει πολύ ο Δάκης ως παρουσία και ως φίλος μου. Ήμουν μαζί του τις τελευταίες του στιγμές και η απώλεια του είναι τεράστια, τόσο ως ένας υπέροχος άνθρωπος, όσο και ως ένας καλλιτέχνης που μπορούσε να σου “γκρεμίσει” ένα μαγαζί τραγουδώντας».
Βγαίνοντας από το στούντιο και αποχαιρετώντας τον, τον ρωτάω αν όντως ακούει ακόμη Iron Maiden, όπως τότε, όταν ήταν πιτσιρικάς, 25 χρονών.
«Αν ακούω λέει; Μην διασκευάσω και κανά τραγούδι Maiden στο live μας», μού λεει, προφανώς χαριτολογώντας. Αντί χειραψίας, κάνουμε με τα χέρια μας τα γνωστά χεβιμεταλικά devil horns και τον βλέπω να ξαναμπαίνει στο στούντιό του, για να βάλει τις τελευταίες «πινελιές» στην δισκογραφική επανεμφάνιση της «Μεγάλης Αλίκης».
* O Κώστας Μπίγαλης θα εμφανιστεί στην «Γρανίτα απο Ντισκοτέκ» μαζί με τις Πωλίνα, Μαντώ και Σοφία Βόσσου, στις 7 Ιανουαρίου 2023 στο Gagarin (Λιοσίων 205). Πληροφορίες και κρατήσεις 6980087613 και 2114112500.