Ο Κώστας Κουτσολέλος έρχεται στο ραντεβού μας, στην πλατεία Κύπρου στην Καλλιθέα, κρατώντας μια κίτρινη, πλαστική σακούλα. Μέσα στη σακούλα βρίσκεται μια κιθαρίτσα, σκηνικό αντικείμενο απ΄ την περφόρμανς που ετοιμάζει και θα παρουσιάσει στον αρχαιολογικό χώρο της Ιεράς Μονής Κοιμήσεως Θεοτόκου στη Δεσκάτη, για δύο βραδιές. Κάθε φορά που συναντώ τον Κώστα Κουτσολέλο σκέφτομαι ότι μέσα σε μια κίτρινη, πλαστική σακούλα που κρατά μπορεί να βρίσκεται το οτιδήποτε.
Καθόμαστε στο καφέ Λωτός, είναι 11 το πρωί και κάνει ήδη πολλή ζέστη, Γύρω μας συνταξιούχοι, ξεφυλλίζουν την εφημερίδα τους, πίνουν καφέ, κοιτούν τον άνθρωπο με το ψάθινο καπελάκι που βρίσκεται απέναντι μου. Βρισκόμαστε στην Καλλιθέα, στη γειτονιά που έχει μεγαλώσει και έχει ζήσει σχεδόν ολόκληρη τη ζωή του. «Η Καλλιθέα είναι απ’ τις καλύτερες μικροαστικές γειτονιές γιατί είναι διακριτική, δεν ενοχλεί. Έχει μια ήσυχη μιζέρια. Είναι μια χαρά», σχολιάζει.
Ενώ ο σερβιτόρος φέρνει όσα παραγγείλαμε η συζήτηση ξεκινά με αφορμή το διήγημα του Γιώργου Χειμωνά και σε λίγο ώρα καταλήγει στη Δονούσα, την αδρεναλίνη της περφόρμανς και την δήθεν αλητεία της γενιάς μας.
– Γιατί επέλεξες να ασχοληθείς με το διήγημα «Ο γιατρός Ινεότης»;
Είναι ένα πάρα πολύ ωραίο και ακατανόητο διήγημα του Γιώργου Χειμωνά. Είναι ένα υπαρξιακό κείμενο, ο Χειμωνάς δεν πρέπει να ήταν και στα πολύ καλά του όταν το έγραψε. Τον θεωρώ βέβαια τεράστιο συγγραφέα, τεράστιο. Πιστεύω ότι αν βγάλεις εκτός τους ποιητές είναι ο σπουδαιότερος μεταπολεμικός λογοτέχνης που έχουμε. Απ΄την άλλη ελάχιστοι τον διαβάζουν, τα βιβλία του δεν πουλιούνται, σχεδόν κανείς δεν ασχολείται μαζί του, θεωρείται δύσκολος.
– Με ποια έννοια είναι δύσκολος;
Επειδή δεν αφηγείται μια ιστορία. Έχει μάθει το κοινό να παίρνει μια ιστορία απ’ την αρχή ως το τέλος και να την ακολουθεί. Βέβαια και στον Χειμωνά υπάρχει ως αφορμή μια ιστορία αλλά από εκεί και πέρα πώς να χαρακτηρίσω αυτό που κάνει; Τον ενδιαφέρει τόσο πολύ το βασικό υπαρξιακό ζήτημα και πιστεύω ότι αυτούς που τους ενδιαφέρει πάρα πολύ δεν μπορούν να αφηγηθούν μια ιστορία. Νομίζω, ότι το ίδιο συνέβη και με τον Μπέκετ ο οποίος βλέποντας το μεγάλο υπαρξιακό δράμα δεν μπορούσε να γράψει πχ μια ιστορία για τον Δημήτρη που ερωτεύτηκε τη Μαρία. Ο Μπέκετ το πάλεψε πολύ για να βρει τη σωστή φόρμα και τελικά κατάφερε να μην πει μια ιστορία στο Περιμένοντας τον Γκοντό, το έκανε όμως ταυτοχρόνως πιο εύπεπτα, με την καλύτερη δυνατή έννοια.
– Στο συγκεκριμένο διήγημα του Χειμωνά ποιος είναι ο βασικός άξονας;
Υπάρχει κατά κάποιο τρόπο μια ιστορία: οι άνθρωποι όλοι πρέπει να πεθάνουν γιατί θα έρθει ένα καινούριο είδος, πολύ καλύτερο από εμάς. Πρέπει λοιπόν ο καθένας να γυρίσει στον τόπο του, αλλά ενώ τους είχαν πει ότι θα είχαν έναν ήρεμο θάνατο τελικά θα τους σκοτώσουν με έναν φρικτό τρόπο. Στην ουσία ο Χειμωνάς μιλάει για τον θάνατο.
– Τον σκέφτεσαι συχνά τον θάνατο;
Ναι. Τον σκέφτομαι από μικρός. Σκέφτομαι πως ό,τι και να γίνει κάποια στιγμή θα έρθει ένα αναπόφευκτο, οριστικό τέλος της ύπαρξης μας και της συνείδησής μας. Είναι αδιανόητα τρομακτικό αυτό, ότι δεν θα υπάρξουμε ποτέ ξανά, ότι πεθαίνουμε για πάντα. Τι πιο τρομακτικό απ’ αυτό μπορεί να υπάρξει;
– Θα ήταν καλύτερη ή χειρότερη η ανθρωπότητα εάν δεν πεθαίναμε ποτέ; Σίγουρα θα ήμασταν πιο στριμωγμένοι αλλά πέρα απ΄αυτό;
Αν ζούσαμε για πάντα θα σήμαινε ότι θα γερνούσαμε διαρκώς;
– Να πούμε ότι θα σταματήσουμε στα 50;
Καλύτερα στα 40. Αν ίσχυε αυτό θα ήταν πάρα πολύ ωραία. Απ’ την άλλη υπάρχει περίπτωση επειδή ακριβώς δεν θα υπήρχε ο θάνατος να μας περιμένει στη γωνία να πέφταμε σε αδιανόητη αδράνεια. Τι άλλο να κάνεις; Τα είπες όλα, πήγες για έναν καφέ, πήγες για δεύτερο καφέ, πήγες για έναν τρίτο καφέ στην Αλάσκα, σπούδασες, δούλεψες, τι άλλο να κάνεις πια; Δεν ξέρω, μπορεί να πέφταμε σε βαθιά κατάθλιψη, μπορεί να ήμασταν πολύ ήρεμοι.
– Αφού σε τρομάζει ο θάνατος γιατί δεν καταφεύγεις σε μια πίστη μεταθανάτιας ζωής ή μετενσάρκωσης;
Να ξαναγεννηθώ δηλαδή; Σαν τι; Σαν άνθρωπος ή σαν φίκος; Αν ξαναγεννηθώ σαν άνθρωπος θα ξέρω ότι είμαι εγώ; Αν όχι τότε δεν βρίσκω διαφορά απ’ το να πεθάνω απλώς. Τι σημασία έχει να έρθω πίσω ως φίκος που δεν ξέρει καν ότι είμαι εγώ;
– Σε θυμάμαι την περίοδο που έκανες περφόρμανς και που ήταν πιο προσωπική η δουλειά σου, πριν δηλαδή μπεις ενεργά στις θεατρικές παραστάσεις.
Κοίταξε, εμένα η περφόρμανς μου αρέσει. Μόνο η περφόρμανς μου αρέσει πραγματικά γιατί την καταλαβαίνω και με συγκινεί. Κάποια στιγμή αυτό το πράγμα δεν προχωρούσε άλλο, δεν ερχόταν κόσμος, στην ουσία έχανα χρήματα που έβαζα απ’ τη τσέπη μου. Σκέφτηκα λοιπόν μπας και κοροϊδέψω τον θεατρικό κόσμο ότι είμαι κανονικός ηθοποιός.
– Απ’ ότι φαίνεται πέτυχε αυτό το σχέδιο. Παίζεις. Τώρα το πόσο το ευχαριστιέσαι εσύ το ξέρεις.
Ειλικρινά πόσο το ευχαριστιέμαι; Τι να πω τώρα, θα το διαβάσει κόσμος. Εγώ έχω σωθεί γιατί οι καλοί άντρες ηθοποιοί γύρω στα 50 είναι λίγοι. Φαντάσου πόσοι πολλοί άλλοι είναι πιο άχρηστοι από μένα που δεν μπορούν να μου πάρουν τη δουλειά, ενώ δεν παίζω κανονικό θέατρο.
– Μήπως το ότι βάζεις στοιχεία περφόρμανς στην ερμηνεία σου δημιουργεί ένα ενδιαφέρον υβριδικό παίξιμο;
Μα δεν το κάνω αυτό σε όλες τις δουλειές. Το κάνω μόνο όπου με παίρνει. Εγώ το θέατρο, ειλικρινά, δεν το καταλαβαίνω.
– Δεν έχει όμως προχωρήσει η περφόρμανς στην Ελλάδα;
Όχι, δεν ισχύει. Κανένας δεν κάνει περφόρμανς πια, μόνο ο Βασίλης Νούλας συνεχίζει. Μιλάω πάντα για τη θεατρική περφόρμανς, όχι αυτή που βρίσκεται πιο κοντά στα εικαστικά. Η θεατρική περφόρμανς έχει πεθάνει. Ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτό το είδος, εξακολουθεί να θέλει την αφήγηση μιας ιστορίας, θέλει την μυθοπλασία, θέλει τους ηθοποιούς να υποδύονται τους ήρωες, νιώθει μια ασφάλεια με όλα αυτά. Βέβαια, το θέατρο έχει πλέον δανειστεί πολλά στοιχεία απ’ την περφόρμανς όμως πάλι κυριαρχεί το να πούμε μια ιστορία μέσω ενός θεατρικού έργου. Αυτό το πράγμα είναι ανίκητο και πολύ συντηρητικό.
– Το διήγημα του Χειμωνά σε τι μορφή το παρουσιάζετε;
Είναι περφόρμανς 100%.
– Άρα μήπως δεν έχει πεθάνει η περφόρμανς;
Επειδή παρουσιάζουμε εμείς για δύο βράδια μια περφόρμανς στη Δεσκάτη σημαίνει ότι δεν έχει πεθάνει η περφόρμανς; Δεν ξέρω πια. Νομίζω ότι πρέπει να είναι κάτι πάρα, μα πάρα πολύ καλό για να ταρακουνήσει το κοινό και να έρθει να σε δει.
– Διακοπές θα πας;
Θα συνδυάσω την περφόρμανς στη Δεσκάτη με λίγες ημέρες διακοπών. Μετά δεν νομίζω να κάνω κάτι άλλο. Προσωπικά, νιώθω ότι αυτό με τις διακοπές παραπάει. Εννοώ ότι το έκανα στα 20, στα 30. Πήγαινα στα νησιά, πήγαινα από εδώ, πήγαινα από εκεί, πήγαινα στα κάμπινγκ, πόσο πια; Δεν αντέχεται για μια ζωή το ίδιο καλοκαίρι, όχι ότι έχω βρει κάτι καλύτερο. Εγώ πιστεύω, για να πούμε και κάτι σοβαρό και φιλοσοφικό, ότι υπάρχει μια κρυφή σήψη στη δυτική κοινωνία γιατί ο τρόπος ζωής παραμένει ίδιος για δεκαετίες. Αυτά που κάναμε στα 20 δηλαδή την καφετέρια, άντε να πάμε σε ένα μπαράκι μετά, τις διακοπές, ίσως και καμιά συναυλία δεν μπορούμε να τα κάνουμε επί 40 χρόνια. Δεν αντέχεται άλλο η ίδια ζωή. Κάτι άλλο πρέπει να κάνεις. Το πρόβλημα είναι, για μένα, ότι δεν υπάρχει κανένα όραμα.
– Ατομικό ή συλλογικό;
Συλλογικό. Μπορεί να είναι πολιτικό, υπαρξιακό, θρησκευτικό, δεν ξέρω τι. Στη χούντα ας πούμε είχαμε όραμα να βγούμε απ΄αυτήν. Τώρα παρότι είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα δεν υπάρχει όραμα σε κανένα επίπεδο.
– Γιατί πιστεύεις ότι ισχύει αυτό;
Θεωρώ ότι αυτοί που κινούν τα πράγματα στη Δύση δεν είναι τα κράτη-έθνη, ούτε καν οι κυβερνήσεις αλλά οι εταιρείες. Πρόκειται για κερδοσκοπικές, εκ σύστασης, εταιρείες που κινούνται με βάση τα συμφέροντα τους και υπερισχύουν των κρατών-εθνών. Ο στόχος τους, εκ φύσεως, είναι αποκλειστικά το κέρδος. Θα έπρεπε λοιπόν κάτι εκτός των εταιρειών να πει «οκ, καλά όλα αυτά που συζητάμε για τα οικονομικά αλλά είμαστε για λίγα χρόνια ζωντανοί στη Γη, τι έχει νόημα να κάνουμε;». Εδώ πλέον δεν υπάρχει κανένα νόημα πέρα απ’ το επιβιώσουμε κάπως οικονομικά μέσα σε αυτή τη ζούγκλα και μετά το καφεδάκι, το ποτάκι, το αστειάκι, το πενθήμερο στη Σέριφο. Δεν αντέχεται άλλο αυτή η ζωή αν δεν έχουμε ένα μεγαλύτερο όραμα. Όλο αυτό που ζούμε μας φτωχαίνει ως υπάρξεις.
– Υπάρχουν όμως και οι άνθρωποι που νιώθουν ασφαλείς όταν δεν αλλάζουν τα πράγματα και που δεν θέλουν να έχουν την ευθύνη των αλλαγών.
Ας το πουν ξεκάθαρα τότε. Οκ, όλοι έχουμε τη μαλακία μας αλλά από εκεί και πέρα κάθε ψύχραιμο μυαλό μπορεί να δει ότι το άλλο πράγμα δεν πάει καλά. Ε, δεν μπορούμε άλλο πια να ακούμε τον κάθε παπάρα που με τη γιόγκα του, τα σκυλιά του και τα παιδάκια του δηλώνει ότι όλα είναι καλά. Δεν γίνεται άλλο.
– Εσύ πώς ζεις;
Είχα πάντα, από παιδί σχεδόν, μια ροπή να είμαι σαν ηλικιωμένος συνταξιούχος. Με τα lockdown ξέφυγε ακόμη περισσότερο η φάση. Χάρη στις πρόβες καλυτερεύει το πράγμα αλλά στην ουσία ζω σαν ένας παππούς συνταξιούχος. Όπως σου έλεγα και πριν όμως δεν αντέχω να κάνω αυτά που έκανα στα 30 μου, δηλαδή μπαράκια και διακοπές. Άρα δεν έχω λύση. Η αλήθεια είναι ότι χρειάζομαι την υψηλή αδρεναλίνη για να δράσω αλλιώς πέφτω σε αδράνεια.
– Γιατί δεν πας να κάνεις μπάντζι τζάμπινγκ;
Δεν μ’ αρέσουν αυτά. Με ενδιαφέρει η αδρεναλίνη σε εγκεφαλικό επίπεδο.
– Η περφόρμανς ακριβώς αυτό δεν κάνει;
Φυσικά. Η περφόρμανς εκτοξεύει την αδρεναλίνη, μιλάμε για έκθεση 100%. Η περφόρμανς σε ταρακουνά. Αυτό χρειάζομαι.
– Το κοινό το ταρακουνά;
Δεν νομίζω. Θεωρώ ότι το θεατρικό κοινό είναι βαθιά συντηρητικό κι ας φαίνεται ότι είναι προοδευτικό και ανοιχτόμυαλο. Πάει με σκοπό να δει κάτι με την ασφάλεια του «απ’έξω», να πιεί μετά ένα κρασί και να πει «πολύ ενδιαφέρουσα η παράσταση του τάδε». Το κοινό θέλει να είναι πάντα από πάνω, να νιώθει ισχυρό. Το νόημα όμως είναι να πας να δεις κάτι για να σε ταράξει, να σε ταράξει τόσο που να μην μπορείς, έστω και για λίγο, να συνεχίσεις τη ζωή σου όπως την έχεις φτιάξει. Γι’ αυτό και ο κόσμος επιλέγει να δει ένα έργο που είναι λίγο καλοφτιαγμένο αλλά και λίγο αλήτικο για να μην νιώσει ότι είναι ίδιος με τους γονείς του. Αυτό όμως είναι το πρόβλημα της γενιάς μας: κάνουμε ότι είμαστε λίγο αλήτες, στην ουσία όμως είμαστε σαν τους γονείς μας, τόσο συντηρητικοί και βαρετοί.
– Και πώς θα το αλλάξουμε αυτό;
Κοίταξε αυτό που λέγαμε πριν με τις εταιρείες που κινούν τον κόσμο και μας κρατούν σε μια διαρκή κατάσταση ημι-φτώχειας δεν σε βοηθάει να αντιδράσεις. Όταν ο άλλος είναι αγχωμένος τόσο πολύ για το πώς θα πληρώσει το ρεύμα του ή το νοίκι του δεν έχει το καθαρό μυαλό να δει τη μεγάλη εικόνα αλλά ούτε να επαναστατήσει. Επίσης, δεν είμαστε έτοιμοι να αλλάξουμε και τον τρόπο που ζούμε. Εάν θέλουμε πραγματικά επανάσταση τότε πρέπει να αλλάξουμε ολοκληρωτικά τη ζωή που έχουμε, τη ζωή με το λίγο καφεδάκι, κάνα ποτάκι και Δονούσα το καλοκαίρι. Δεν λέω να απαρνηθούμε τη χαρά. Πρέπει όμως να απαρνηθούμε την ελπίδα ότι θα τα καταφέρουμε έτσι όπως ζούμε τώρα. Όχι, δεν γίνεται. Πρέπει να τα ρισκάρουμε όλα.
❈ Info: Ο γιατρός Ινεότης, 25 & 26 Ιουλίου, Αρχαιολογικός χώρος Ιεράς Μονής Κοιμήσεως Θεοτόκου, Δεσκάτη, Σύλληψη, δραματουργική επεξεργασία, σκηνοθεσία: Κώστας Κουτσολέλος, Δώρα Στυλιανέση Μουσική: Παναγιώτης Καλαντζόπουλος, Ερμηνεύουν: Παναγιώτης Καλαντζόπουλος, Κώστας Κουτσολέλος, Δώρα Στυλιανέση
Ο Κώστας Κουτσολέλος έρχεται στο ραντεβού μας, στην πλατεία Κύπρου στην Καλλιθέα, κρατώντας μια κίτρινη, πλαστική σακούλα. Μέσα στη σακούλα βρίσκεται μια κιθαρίτσα, σκηνικό αντικείμενο απ΄ την περφόρμανς που ετοιμάζει και θα παρουσιάσει στον αρχαιολογικό χώρο της Ιεράς Μονής Κοιμήσεως Θεοτόκου στη Δεσκάτη, για δύο βραδιές. Κάθε φορά που συναντώ τον Κώστα Κουτσολέλο σκέφτομαι ότι μέσα σε μια κίτρινη, πλαστική σακούλα που κρατά μπορεί να βρίσκεται το οτιδήποτε.
Καθόμαστε στο καφέ Λωτός, είναι 11 το πρωί και κάνει ήδη πολλή ζέστη, Γύρω μας συνταξιούχοι, ξεφυλλίζουν την εφημερίδα τους, πίνουν καφέ, κοιτούν τον άνθρωπο με το ψάθινο καπελάκι που βρίσκεται απέναντι μου. Βρισκόμαστε στην Καλλιθέα, στη γειτονιά που έχει μεγαλώσει και έχει ζήσει σχεδόν ολόκληρη τη ζωή του. «Η Καλλιθέα είναι απ’ τις καλύτερες μικροαστικές γειτονιές γιατί είναι διακριτική, δεν ενοχλεί. Έχει μια ήσυχη μιζέρια. Είναι μια χαρά», σχολιάζει.
Ενώ ο σερβιτόρος φέρνει όσα παραγγείλαμε η συζήτηση ξεκινά με αφορμή το διήγημα του Γιώργου Χειμωνά και σε λίγο ώρα καταλήγει στη Δονούσα, την αδρεναλίνη της περφόρμανς και την δήθεν αλητεία της γενιάς μας.
– Γιατί επέλεξες να ασχοληθείς με το διήγημα «Ο γιατρός Ινεότης»;
Είναι ένα πάρα πολύ ωραίο και ακατανόητο διήγημα του Γιώργου Χειμωνά. Είναι ένα υπαρξιακό κείμενο, ο Χειμωνάς δεν πρέπει να ήταν και στα πολύ καλά του όταν το έγραψε. Τον θεωρώ βέβαια τεράστιο συγγραφέα, τεράστιο. Πιστεύω ότι αν βγάλεις εκτός τους ποιητές είναι ο σπουδαιότερος μεταπολεμικός λογοτέχνης που έχουμε. Απ΄την άλλη ελάχιστοι τον διαβάζουν, τα βιβλία του δεν πουλιούνται, σχεδόν κανείς δεν ασχολείται μαζί του, θεωρείται δύσκολος.
– Με ποια έννοια είναι δύσκολος;
Επειδή δεν αφηγείται μια ιστορία. Έχει μάθει το κοινό να παίρνει μια ιστορία απ’ την αρχή ως το τέλος και να την ακολουθεί. Βέβαια και στον Χειμωνά υπάρχει ως αφορμή μια ιστορία αλλά από εκεί και πέρα πώς να χαρακτηρίσω αυτό που κάνει; Τον ενδιαφέρει τόσο πολύ το βασικό υπαρξιακό ζήτημα και πιστεύω ότι αυτούς που τους ενδιαφέρει πάρα πολύ δεν μπορούν να αφηγηθούν μια ιστορία. Νομίζω, ότι το ίδιο συνέβη και με τον Μπέκετ ο οποίος βλέποντας το μεγάλο υπαρξιακό δράμα δεν μπορούσε να γράψει πχ μια ιστορία για τον Δημήτρη που ερωτεύτηκε τη Μαρία. Ο Μπέκετ το πάλεψε πολύ για να βρει τη σωστή φόρμα και τελικά κατάφερε να μην πει μια ιστορία στο Περιμένοντας τον Γκοντό, το έκανε όμως ταυτοχρόνως πιο εύπεπτα, με την καλύτερη δυνατή έννοια.
– Στο συγκεκριμένο διήγημα του Χειμωνά ποιος είναι ο βασικός άξονας;
Υπάρχει κατά κάποιο τρόπο μια ιστορία: οι άνθρωποι όλοι πρέπει να πεθάνουν γιατί θα έρθει ένα καινούριο είδος, πολύ καλύτερο από εμάς. Πρέπει λοιπόν ο καθένας να γυρίσει στον τόπο του, αλλά ενώ τους είχαν πει ότι θα είχαν έναν ήρεμο θάνατο τελικά θα τους σκοτώσουν με έναν φρικτό τρόπο. Στην ουσία ο Χειμωνάς μιλάει για τον θάνατο.
– Τον σκέφτεσαι συχνά τον θάνατο;
Ναι. Τον σκέφτομαι από μικρός. Σκέφτομαι πως ό,τι και να γίνει κάποια στιγμή θα έρθει ένα αναπόφευκτο, οριστικό τέλος της ύπαρξης μας και της συνείδησής μας. Είναι αδιανόητα τρομακτικό αυτό, ότι δεν θα υπάρξουμε ποτέ ξανά, ότι πεθαίνουμε για πάντα. Τι πιο τρομακτικό απ’ αυτό μπορεί να υπάρξει;
– Θα ήταν καλύτερη ή χειρότερη η ανθρωπότητα εάν δεν πεθαίναμε ποτέ; Σίγουρα θα ήμασταν πιο στριμωγμένοι αλλά πέρα απ΄αυτό;
Αν ζούσαμε για πάντα θα σήμαινε ότι θα γερνούσαμε διαρκώς;
– Να πούμε ότι θα σταματήσουμε στα 50;
Καλύτερα στα 40. Αν ίσχυε αυτό θα ήταν πάρα πολύ ωραία. Απ’ την άλλη υπάρχει περίπτωση επειδή ακριβώς δεν θα υπήρχε ο θάνατος να μας περιμένει στη γωνία να πέφταμε σε αδιανόητη αδράνεια. Τι άλλο να κάνεις; Τα είπες όλα, πήγες για έναν καφέ, πήγες για δεύτερο καφέ, πήγες για έναν τρίτο καφέ στην Αλάσκα, σπούδασες, δούλεψες, τι άλλο να κάνεις πια; Δεν ξέρω, μπορεί να πέφταμε σε βαθιά κατάθλιψη, μπορεί να ήμασταν πολύ ήρεμοι.
– Αφού σε τρομάζει ο θάνατος γιατί δεν καταφεύγεις σε μια πίστη μεταθανάτιας ζωής ή μετενσάρκωσης;
Να ξαναγεννηθώ δηλαδή; Σαν τι; Σαν άνθρωπος ή σαν φίκος; Αν ξαναγεννηθώ σαν άνθρωπος θα ξέρω ότι είμαι εγώ; Αν όχι τότε δεν βρίσκω διαφορά απ’ το να πεθάνω απλώς. Τι σημασία έχει να έρθω πίσω ως φίκος που δεν ξέρει καν ότι είμαι εγώ;
– Σε θυμάμαι την περίοδο που έκανες περφόρμανς και που ήταν πιο προσωπική η δουλειά σου, πριν δηλαδή μπεις ενεργά στις θεατρικές παραστάσεις.
Κοίταξε, εμένα η περφόρμανς μου αρέσει. Μόνο η περφόρμανς μου αρέσει πραγματικά γιατί την καταλαβαίνω και με συγκινεί. Κάποια στιγμή αυτό το πράγμα δεν προχωρούσε άλλο, δεν ερχόταν κόσμος, στην ουσία έχανα χρήματα που έβαζα απ’ τη τσέπη μου. Σκέφτηκα λοιπόν μπας και κοροϊδέψω τον θεατρικό κόσμο ότι είμαι κανονικός ηθοποιός.
– Απ’ ότι φαίνεται πέτυχε αυτό το σχέδιο. Παίζεις. Τώρα το πόσο το ευχαριστιέσαι εσύ το ξέρεις.
Ειλικρινά πόσο το ευχαριστιέμαι; Τι να πω τώρα, θα το διαβάσει κόσμος. Εγώ έχω σωθεί γιατί οι καλοί άντρες ηθοποιοί γύρω στα 50 είναι λίγοι. Φαντάσου πόσοι πολλοί άλλοι είναι πιο άχρηστοι από μένα που δεν μπορούν να μου πάρουν τη δουλειά, ενώ δεν παίζω κανονικό θέατρο.
– Μήπως το ότι βάζεις στοιχεία περφόρμανς στην ερμηνεία σου δημιουργεί ένα ενδιαφέρον υβριδικό παίξιμο;
Μα δεν το κάνω αυτό σε όλες τις δουλειές. Το κάνω μόνο όπου με παίρνει. Εγώ το θέατρο, ειλικρινά, δεν το καταλαβαίνω.
– Δεν έχει όμως προχωρήσει η περφόρμανς στην Ελλάδα;
Όχι, δεν ισχύει. Κανένας δεν κάνει περφόρμανς πια, μόνο ο Βασίλης Νούλας συνεχίζει. Μιλάω πάντα για τη θεατρική περφόρμανς, όχι αυτή που βρίσκεται πιο κοντά στα εικαστικά. Η θεατρική περφόρμανς έχει πεθάνει. Ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτό το είδος, εξακολουθεί να θέλει την αφήγηση μιας ιστορίας, θέλει την μυθοπλασία, θέλει τους ηθοποιούς να υποδύονται τους ήρωες, νιώθει μια ασφάλεια με όλα αυτά. Βέβαια, το θέατρο έχει πλέον δανειστεί πολλά στοιχεία απ’ την περφόρμανς όμως πάλι κυριαρχεί το να πούμε μια ιστορία μέσω ενός θεατρικού έργου. Αυτό το πράγμα είναι ανίκητο και πολύ συντηρητικό.
– Το διήγημα του Χειμωνά σε τι μορφή το παρουσιάζετε;
Είναι περφόρμανς 100%.
– Άρα μήπως δεν έχει πεθάνει η περφόρμανς;
Επειδή παρουσιάζουμε εμείς για δύο βράδια μια περφόρμανς στη Δεσκάτη σημαίνει ότι δεν έχει πεθάνει η περφόρμανς; Δεν ξέρω πια. Νομίζω ότι πρέπει να είναι κάτι πάρα, μα πάρα πολύ καλό για να ταρακουνήσει το κοινό και να έρθει να σε δει.
– Διακοπές θα πας;
Θα συνδυάσω την περφόρμανς στη Δεσκάτη με λίγες ημέρες διακοπών. Μετά δεν νομίζω να κάνω κάτι άλλο. Προσωπικά, νιώθω ότι αυτό με τις διακοπές παραπάει. Εννοώ ότι το έκανα στα 20, στα 30. Πήγαινα στα νησιά, πήγαινα από εδώ, πήγαινα από εκεί, πήγαινα στα κάμπινγκ, πόσο πια; Δεν αντέχεται για μια ζωή το ίδιο καλοκαίρι, όχι ότι έχω βρει κάτι καλύτερο. Εγώ πιστεύω, για να πούμε και κάτι σοβαρό και φιλοσοφικό, ότι υπάρχει μια κρυφή σήψη στη δυτική κοινωνία γιατί ο τρόπος ζωής παραμένει ίδιος για δεκαετίες. Αυτά που κάναμε στα 20 δηλαδή την καφετέρια, άντε να πάμε σε ένα μπαράκι μετά, τις διακοπές, ίσως και καμιά συναυλία δεν μπορούμε να τα κάνουμε επί 40 χρόνια. Δεν αντέχεται άλλο η ίδια ζωή. Κάτι άλλο πρέπει να κάνεις. Το πρόβλημα είναι, για μένα, ότι δεν υπάρχει κανένα όραμα.
– Ατομικό ή συλλογικό;
Συλλογικό. Μπορεί να είναι πολιτικό, υπαρξιακό, θρησκευτικό, δεν ξέρω τι. Στη χούντα ας πούμε είχαμε όραμα να βγούμε απ΄αυτήν. Τώρα παρότι είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα δεν υπάρχει όραμα σε κανένα επίπεδο.
– Γιατί πιστεύεις ότι ισχύει αυτό;
Θεωρώ ότι αυτοί που κινούν τα πράγματα στη Δύση δεν είναι τα κράτη-έθνη, ούτε καν οι κυβερνήσεις αλλά οι εταιρείες. Πρόκειται για κερδοσκοπικές, εκ σύστασης, εταιρείες που κινούνται με βάση τα συμφέροντα τους και υπερισχύουν των κρατών-εθνών. Ο στόχος τους, εκ φύσεως, είναι αποκλειστικά το κέρδος. Θα έπρεπε λοιπόν κάτι εκτός των εταιρειών να πει «οκ, καλά όλα αυτά που συζητάμε για τα οικονομικά αλλά είμαστε για λίγα χρόνια ζωντανοί στη Γη, τι έχει νόημα να κάνουμε;». Εδώ πλέον δεν υπάρχει κανένα νόημα πέρα απ’ το επιβιώσουμε κάπως οικονομικά μέσα σε αυτή τη ζούγκλα και μετά το καφεδάκι, το ποτάκι, το αστειάκι, το πενθήμερο στη Σέριφο. Δεν αντέχεται άλλο αυτή η ζωή αν δεν έχουμε ένα μεγαλύτερο όραμα. Όλο αυτό που ζούμε μας φτωχαίνει ως υπάρξεις.
– Υπάρχουν όμως και οι άνθρωποι που νιώθουν ασφαλείς όταν δεν αλλάζουν τα πράγματα και που δεν θέλουν να έχουν την ευθύνη των αλλαγών.
Ας το πουν ξεκάθαρα τότε. Οκ, όλοι έχουμε τη μαλακία μας αλλά από εκεί και πέρα κάθε ψύχραιμο μυαλό μπορεί να δει ότι το άλλο πράγμα δεν πάει καλά. Ε, δεν μπορούμε άλλο πια να ακούμε τον κάθε παπάρα που με τη γιόγκα του, τα σκυλιά του και τα παιδάκια του δηλώνει ότι όλα είναι καλά. Δεν γίνεται άλλο.
– Εσύ πώς ζεις;
Είχα πάντα, από παιδί σχεδόν, μια ροπή να είμαι σαν ηλικιωμένος συνταξιούχος. Με τα lockdown ξέφυγε ακόμη περισσότερο η φάση. Χάρη στις πρόβες καλυτερεύει το πράγμα αλλά στην ουσία ζω σαν ένας παππούς συνταξιούχος. Όπως σου έλεγα και πριν όμως δεν αντέχω να κάνω αυτά που έκανα στα 30 μου, δηλαδή μπαράκια και διακοπές. Άρα δεν έχω λύση. Η αλήθεια είναι ότι χρειάζομαι την υψηλή αδρεναλίνη για να δράσω αλλιώς πέφτω σε αδράνεια.
– Γιατί δεν πας να κάνεις μπάντζι τζάμπινγκ;
Δεν μ’ αρέσουν αυτά. Με ενδιαφέρει η αδρεναλίνη σε εγκεφαλικό επίπεδο.
– Η περφόρμανς ακριβώς αυτό δεν κάνει;
Φυσικά. Η περφόρμανς εκτοξεύει την αδρεναλίνη, μιλάμε για έκθεση 100%. Η περφόρμανς σε ταρακουνά. Αυτό χρειάζομαι.
– Το κοινό το ταρακουνά;
Δεν νομίζω. Θεωρώ ότι το θεατρικό κοινό είναι βαθιά συντηρητικό κι ας φαίνεται ότι είναι προοδευτικό και ανοιχτόμυαλο. Πάει με σκοπό να δει κάτι με την ασφάλεια του «απ’έξω», να πιεί μετά ένα κρασί και να πει «πολύ ενδιαφέρουσα η παράσταση του τάδε». Το κοινό θέλει να είναι πάντα από πάνω, να νιώθει ισχυρό. Το νόημα όμως είναι να πας να δεις κάτι για να σε ταράξει, να σε ταράξει τόσο που να μην μπορείς, έστω και για λίγο, να συνεχίσεις τη ζωή σου όπως την έχεις φτιάξει. Γι’ αυτό και ο κόσμος επιλέγει να δει ένα έργο που είναι λίγο καλοφτιαγμένο αλλά και λίγο αλήτικο για να μην νιώσει ότι είναι ίδιος με τους γονείς του. Αυτό όμως είναι το πρόβλημα της γενιάς μας: κάνουμε ότι είμαστε λίγο αλήτες, στην ουσία όμως είμαστε σαν τους γονείς μας, τόσο συντηρητικοί και βαρετοί.
– Και πώς θα το αλλάξουμε αυτό;
Κοίταξε αυτό που λέγαμε πριν με τις εταιρείες που κινούν τον κόσμο και μας κρατούν σε μια διαρκή κατάσταση ημι-φτώχειας δεν σε βοηθάει να αντιδράσεις. Όταν ο άλλος είναι αγχωμένος τόσο πολύ για το πώς θα πληρώσει το ρεύμα του ή το νοίκι του δεν έχει το καθαρό μυαλό να δει τη μεγάλη εικόνα αλλά ούτε να επαναστατήσει. Επίσης, δεν είμαστε έτοιμοι να αλλάξουμε και τον τρόπο που ζούμε. Εάν θέλουμε πραγματικά επανάσταση τότε πρέπει να αλλάξουμε ολοκληρωτικά τη ζωή που έχουμε, τη ζωή με το λίγο καφεδάκι, κάνα ποτάκι και Δονούσα το καλοκαίρι. Δεν λέω να απαρνηθούμε τη χαρά. Πρέπει όμως να απαρνηθούμε την ελπίδα ότι θα τα καταφέρουμε έτσι όπως ζούμε τώρα. Όχι, δεν γίνεται. Πρέπει να τα ρισκάρουμε όλα.
❈ Info: Ο γιατρός Ινεότης, 25 & 26 Ιουλίου, Αρχαιολογικός χώρος Ιεράς Μονής Κοιμήσεως Θεοτόκου, Δεσκάτη, Σύλληψη, δραματουργική επεξεργασία, σκηνοθεσία: Κώστας Κουτσολέλος, Δώρα Στυλιανέση Μουσική: Παναγιώτης Καλαντζόπουλος, Ερμηνεύουν: Παναγιώτης Καλαντζόπουλος, Κώστας Κουτσολέλος, Δώρα Στυλιανέση